Με την πένα
Οθόνη ελληνικού κινηματογράφου
Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου
Δεν αντέχονται τα ντουβάρια με τούτον τον ιό. Σου φεύγει το τσερβέλο ώρες ολόκληρες στημένος μπροστά στην t.v να ταλαιπωρείς το κυκλοφοριακό σου και σου ‘ρχεται να λαλήσεις με όσα βλέπεις. Βαριεστημένος από τις κλίνες των ΜΕΘ, με τα κηρύγματα των ειδικών, με τους διπλασιασμούς και τους τριπλασιασμούς των κρουσμάτων, έκανα ζάπινγκ. Πέφτω σ’ ένα ασπρόμαυρο πλάνο του 1969, << Το ξύλο βγήκε από τον παράδεισο >> με την εθνική σταρ και τον αστέρα Δημήτρη. Όλα καλά αλλά την ταινία την έχω δει πάνω από τριάντα φορές και άλλαξα κανάλι για να ξεσκονίσω από το τεραίν του εγκεφάλου μου, αραχνιασμένες λιμνάζουσες εικόνες.
Η εικόνα πάλι γνωστή. Έπαιζε << Ταπεινός και καταφρονεμένος>> του 1968 με το παιδί του λαού Νίκο και τη γλυκύτατη Άντζελα Ζήλεια. Προσηλωμένος στο μπουζούκι του ο Ξανθόπουλος, αγάπησε τη νεαρά, αυστηρά τα ήθη και τα έθιμα της εποχής, μπήκε η ζήλεια στη μέση, χώρισαν, έβαλε το χεράκι της και η σκρόφα η κοινωνία, ο χρόνος όμως τους έσμιξε. Τραπέζια, οινοπνευματώδη, χορός, συγκινήσεις, κλάματα, τραγούδι μέχρι ξεφαντώματος. Κι αυτή την ταινία θα την έχω δει, πάνω από είκοσι φορές.
Ψάχνω για κάτι καλό, κάτι ευχάριστο, ανέμελο, κάτι σχετικό με την καθημερινότητα, μια εικόνα έστω του χειμαζόμενου λαού. Έτσι έκανα ζάπινγκ για τρίτη φορά. Η οθόνη σε έγχρωμη εικόνα, εξέπεμπε κοινωνικοδραματικό σενάριο, γυρισμένο σε κάμπους και βουνά, εν έτη 1970. Πλείστοι ηθοποιοί, με πρωταγωνιστές τον Κούρκουλο και τη Νίκη Τριανταφυλλίδη. Η ιστορία της ταινίας αληθινή, Δωρίδα Ρούμελης, του 1780 όπου ο λαϊκός ήρωας Αστραπόγιαννος τα βάζει με τους τσιφλικάδες γαιοκτήμονες Τούρκους και Έλληνες που έπιναν το αίμα των κολίγων που δούλευαν στη γη τους. Έχθρες μεγάλες εκατέρωθεν, συγκρούσεις, δωροδοκίες, λυκοφιλίες και ξύλο. Ο μουσάτος και μακρυμάλλης στην ταινία Κούρκουλος θα το θυμόταν σε όλη τη ζωή του.
Κι αυτή την ταινία θα την είχα δει δέκα φορές. Για να μην αποτρελαθώ από τα ίδια και τα ίδια, είδα ελάχιστη. Ζάπινγκ και πάλι, μήπως βρίσκοντας, κάτι μέτριο, όχι όμως επανάληψη, έρθω στα ίσα μου. Ευτυχώς ο δέκτης εξέπεμψε φιλόμουσο θέαμα με τη βιογραφία της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου. Πλειάδα σπουδαίων ηθοποιών πλαισίωναν την πρωταγωνίστρια που υποδυόταν τη στιχουργό, κρατώντας άσβεστο το ενδιαφέρον του τηλεθεατή να απολαμβάνει την ταινία. Η στιχουργός έγραφε για το πόπολο, να ξεζαλικώνει τις έγνοιες του, θεραπεία να βρίσκει στη μαγεία των στίχων της. Το έργο κυριολεκτικά το ρούφηξα. Είναι έργο που δεν σε κουράζει, γιατί έχει αυτό που σε καθηλώνει, την καθημερινότητα ενός ανθρώπου. Στο πάλκο οι τραγουδιστές που υποδύονταν παλιές δόξες του λαϊκού τραγουδιού, αξεπέραστοι, σε δίπλωναν στα δύο από τη συγκίνηση.
Πολλά τα τραγούδια της. Αναφέρω μερικά που μου τα ‘φερε η μνήμη. << Δυο στράτες έχει η ζωή >>. Εμβληματικό με ιστορία. Δικό της είναι. Στο δίσκο γράφει πως είναι του Στελάρα Καζαντζίδη. << Μη γράφεις τ’ όνομά μου, δεν με ενδιαφέρει, πόσα μου δίνεις; >>. Το ‘χε πουλήσει! Και το << Μ’ ένα όνειρο τρελό, όνειρο απατηλό >> δικό της. << Πόσα μου δίνεις; Δυο κατοστάρικα; Ρίξ’τα >> είχε πει και το πούλησε. Και γι’ άλλα τραγούδια το ίδιο. Αδιάφορη. Ούτε για δόξα νοιάστηκε, ούτε για υστεροφημία. Όλα στα χαρτιά και στην έξω ζωή. Καλά έκανε. << Όλα είναι, ένα ψέμα, μια ανάσα, μια πνοή […] >>.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου