Κυπαρισσιώτικες εικόνες
Η κυρία Δ.
Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου
Η κυρία Δ. μένει στην πρωτεύουσα αλλά τακτικά αναζητεί και την ολόθερμη αγκάλη της πόλης της. Κυρίως τις εορτές, τις πανηγύρεις και το θέρος, εγκαταλείπει άρον – άρον το κλεινόν άστυ και εκδράμει στον αμφιθεατρικό παράδεισο της γενέτειρας, Κυπαρισσίας, μεταφέροντας μαζί της και τις ανθρώπινες καθημερινές βεβαιότητες. Το σπίτι της χτισμένο στο ακριτικό θέρετρο, στην πάνω πόλη, στις υπώρειες του ψυχρού, δεσπόζει προνομιούχο και η αραιή οικοδόμηση της περιοχής, ψιθυρίζει ηδυπαθώς στους κατοίκους, πως είναι ευτυχείς μέσα στα κάλλη της φύσης που έτυχε να ζούνε.
Άμα τη αφίξει της η κυρία Δ. εξαντλεί την αυστηρή δραστηριότητά της στην φροντίδα του σπιτιού. Ανοίγοντας το νότιο παράθυρο διάπλατα, προσδιορίζω επακριβώς τι κάνει, πως περπατά, ακόμη μπορώ να διακρίνω και τα χαρακτηριστικά της ή τις μεταμορφώσεις του όμορφου, προσώπου της. Βάζω με το νου μου, πως στην Αθήνα δεν θα είχε τόσα κέφια στη φροντίδα του σπιτιού της. Εδώ όμως δύσκολα καρφώνεται στον καναπέ. Αφού συγυρίσει το μέσα χώρο, με διάθεση νεαράς και μια λάμψη αργυρής φωτοχυσίας στα μάτια, βγαίνει στη δυτική βεράντα. Είναι η μόνη στολισμένη με δυόσμους και βασιλικούς και δείχνει εμβληματική με τόσους χρωματισμούς περιτριγυρισμένη, που δύσκολα περαστικός την αφήνει απαρατήρητη. Η πλειονότης είναι φυτά του χώρου αλλά αφθονούν οι τριανταφυλλιές, οι γαριφαλιές και οι βασιλικοί. Την άνοιξη δημιουργούν το αδιαχώρητο πλεγμένα στα κάγκελα, ενώ τα πράσινα φύλλα και τα άνθη φτιάχνουν μια πανδαισία από βεργολυγερά στεφάνια με πολύχρωμους χρωματισμούς.
Η κυρία Δ. πλειστάκις όταν τα φροντίζει δείχνει να διακατέχεται από ευφορικές διαθέσεις, ενίοτε ένθερμες, ενίοτε υποδόριες, ενώ μην μπορώντας να κρύψει την αγάπη και το θαυμασμό της για τα άνθη, κατακλύζεται από συγκίνηση, απαγγέλλοντας όπως είναι σκυμμένη να τα φροντίζει, άσματα ή στίχους όπως: << Μάνα μ’ σγουρός βασιλικός,/ πλατύφυλλος και δροσερός//. Μάνα μου, ποιος τον πότιζε,/ και ποιος τον κορφολόιζε;// Πέταξε κλώνους και κλωνιά/ και σκέπασε τη γειτονιά,/ και σκέπασε και μέναμε,/ που μ’ έχει η μάνα μ’ ένανε //.
Τα καλοκαίρια, επιμένει να δίνει μάχες φροντίδας με τον κήπο της. Δείχνει να ενοχλείται από τους απρόσκλητους επισκέπτες τα κουνάβια, που διαταράσσουν την ησυχία της αλλά και της προξενούν καταστροφές στα κηπευτικά. Ωστόσο βρίσκει τον τρόπο και τα εκτοπίζει, κηρύσσοντας εαυτόν τροπαιούχον νικητή και κάτοχο πλήρους κυριότητας του κήπου. Κουρασμένη καμιά φορά, ακουμπά στον κορμό της πορτοκαλιάς και ατενίζει το Ιόνιο. Τότε είναι χάρμα οφθαλμών να την κοιτάζεις, κι εκείνη να νιώθει το αεράκι να της θροίζει τα μαλλιά, ήρεμα ύστερα να γλιστράει στο λαιμό της και φτάνοντας στα χείλη να της χαρίζει ένα φιλί. Κεχριμπαρένια η λάμψη της, φως στα μάτια της, δροσιά να στάζει το σώμα της και όλους τους μνηστήρες γύρω της, να σκέφτεσαι πως θα τους κοιμίζει. Κι ως μένει κάτω από την πορτοκαλιά στα πόδια της ικέτης σου ‘ρχεται να πέσεις, τον πόθο σου τον αψύ με φόβο να της φανερώσεις.
Εύστροφη και χαρισματική στη βεράντα που γυρνά, το βιβλίο την περιμένει. Όσο μπορώ να διακρίνω είναι τόμος χοντρόδετος με τίτλο βαρύγδουπο, << Ίσα δικαιώματα ανδρών και γυναικών >> νομίζω πως γράφει.. Οι ορίζοντές της φαίνεται απλώνονται και πέρα της φροντίδας του σπιτιού. Δεν την αφήνουν αδιάφορη τα γράμματα. Ως δημιουργός που είναι και βλέπει την ομορφιά στην διακόσμηση και στην ευταξία, εύκολο της είναι να φθάσει και μέχρι τον ανθό της τέχνης και της σκέψης του βιβλίου. Ξέρει πως από τις σελίδες του μπορεί να ξεπηδήσει κάποια σταγόνα πνευματική, που σαν τη σταγόνα της βροχής, θα την ξεδιψάσει. Κι αυτή τη σταγόνα στις σελίδες του ψάχνει να βρει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου