Κυπαρισσιώτικες εικόνες
Το ηρώο, η ερημιά και η μετάλλαξη
Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου
Ο αναγκαστικός εγκλεισμός λόγω ιού, με πιέζει. Ξεπορτίζω όταν το επιθυμώ να πάρω λίγο αέρα, την προσωπική μου πλήξη να γιατρέψω, να μην καταστεί χρόνια ανίατος. Προχθές Σάββατο βράδυ, απεχθανόμενος την ταινία τρόμου που έπαιζε η χαζοκούτα, κίνησα για την πλατεία της πάνω πόλης. Αρέσκομαι να περπατάω κάτω από το φως των λαμπτήρων του δρόμου και ν’ ακούω τους ψιθύρους από τα φυλλώματα των δέντρων, καθώς και το τραγούδι του γκιώνη.
Λίγο πριν το ηρώο, το ερειπωμένο ογκώδες κτήριο, ξενοδοχείο << Μορφέας >> παλιά στις δόξες του, με σταμάτησε, στους ανθούς της ποίησης για να με βάλει ο ποιητής και να ψάλλω: << Μες στο υπόγειο το κλειστό/ βρίσκονται στοιβαγμένες στιγμές αγαπημένες/ κάτω απ’ της λήθης τον ιστό//. Βινίλια και ροκ εντ ρολ,/ αφίσες του Γκεβάρα μια γέρικη κιθάρα/ και άδεια μπουκάλια αλκοόλ//. Uranya τηλεόραση/ πικάπ μ’ ένα ηχείο/ ασπρόμαυροι κι οι δύο/σε σχολική απόδραση//. Κόμικς σε χάρτινα κουτιά,/ ένα μπλουτζίν καμπάνα,/ νότες Κάρλος Σαντάνα/ σε ξέθωρα παλιά χαρτιά//. Χακί στρατιωτικό μπουφάν,/ βυζαντινές σημαίες,/ αριστερές ιδέες/ σε σκισμένα σελοφάν//. Παλιά βιβλία με παλιές/ σε μένα αφιερώσεις,/ γραπτές φαντασιώσεις/ που μας βαπτίζουν ποιητές//.
Καθισμένος ύστερα στο παγκάκι του ηρώου, νοερά ατενίζω τις πίσω στενάχωρες εποχές, που το μέρος σε ζάλιζε απ’ τον αντίλαλο της φλυαρίας των ανθρώπων, τις φωνές των παιδιών και σε ξεκούφαινε ο ρυθμός των τραγουδιών από τις γεμάτες πολύβουες ταβέρνες. Τότε ο συνωστισμός ήταν μεγάλος, ο ένας δεν φοβόταν τη φάτσα του άλλου, ούτε κυκλοφορούσαν μικρόβια και θανατεροί ιοί. Ο κόσμος τελούσε εν ευθυμία, γελούσε, γλεντούσε αγκαλιαζόταν, το πρόσωπο άφηνε ελεύθερο, ακάλυπτος έμενε, χωρίς μάσκες και καλύπτρες.
Ως φαίνεται, έχει υποστεί μετάλλαξη όχι μόνο ο τρόπος ζωής μας, αλλά και ο ψυχισμός μας. Νομίζω το παρακάτω συμβάν θα ξεγυμνώσει το πελιδνό εαυτό μας. Μόνος λοιπόν μέσα στη νύχτα, απολάμβανα τη φωτοχυσία της φεγγαράδας, την πλατεία με τα νεοκλασικά, τις ανταύγειες της Αγίας Τριάδας, τις σθεναρές επιθυμίες των νυκτόβιων ζώων να διανικτερεύουν σε ιδιωτικούς χώρους. Απορροφημένος απ’ την ομορφιά, δέχτηκα επίσκεψη αγνώστου ανδρός, προφανώς κάτοικου της περιοχής που χωρίς ευαισθησίες με ρώτησε: << Ποιος είσαι; Νυχτόβιος γιατί; Φαίνεσαι ύποπτος! >> Του εξήγησα πως είμαι νορμάλ άνθρωπος, σιχάθηκα τα σήριαλ στη μικρή οθόνη, βγήκα έξω και στάθμευσα εδώ για να ‘ρθω στα ίσα μου. Φάνηκε να τα άκουσε όλα αυτά βερεσέ, και για να με αφοπλίσει να μη συνεχίσω τις δικαιολογίες, άπλωσε το χέρι του για να με σταματήσει. Έφυγε κουνώντας το κεφάλι του, με περιφρόνηση, ενώ εκφράστηκε χύδην όταν απομακρύνθηκε.
Στο νου μου ήρθε ο Καρυωτάκης. Οι εποχές αλλάζουν οι άνθρωποι όχι. << […] Κράτησε κάποιον τόπο μυστικό,/ στον πλατύ κόσμο μια θέση//. Όταν οι άνθρωποι θέλουν το κακό,/ του δίνουν όψη ν’ αρέσει//. Όταν έχεις μια παιδική καρδιά/ και δεν έχεις ένα φίλο,/ πήγαινε βάλε βέρα στην καρδιά,/ στη μπουτονιέρα σου φύλλο […] >>.
Πόσο με μελαγχόλησες απόψε με τις αλήθειες σου αγαπητέ μου Λόγιε-λογοτέχνη με τις πικρές αλήθειες που μας λες. Όντως αλλάζουν οι εποχές, οι άνθρωποι όμως παραμένουν οι ίδιοι.
ΑπάντησηΔιαγραφή