Κυριακή 21 Νοεμβρίου 2021

 

    Με  την  πένα

                                 Τα μέγαρα γκρεμίστε,  εστιατόρια χτίστε Πεθαίνοντας από την πείνα στην Αφρική – Τα παιδιά θύματα της παγκόσμιας  αδιαφορίας – ΣΟΚΑΡΙΣΤΙΚΕΣ ΦΩΤΟ

                                                       Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου

          Ακατάλυτό τους ίνδαλμα το χρήμα. Για τους καπετάνιους του πλανήτη μιλώ. Τόση ερημιά και πείνα στον κόσμο κι αυτοί, εκεί, εθισμένοι στην πρέζα να χτίζουν και να υψώνουν μέγαρα. Πακτωλός χρημάτων για ουρανοξύστες, εμπορικά κέντρα, πολυκαταστήματα,  κέντρα διασκέδασης, ξενοδοχεία, γήπεδα, σουίτες,  ούτε όμως μια πρόβλεψη στο ιδιοκτησιακό τους χώρο, για μια περίτεχνη οικονομική ντρίπλα, να χτίσουν και μερικά εστιατόρια να τρώνε τζάμπα οι πεινασμένοι και  οι ανέστιοι. Βάλε με το νου σου, αναγνώστη, πόσα παιδιά εκεί μέσα θα έτρωγαν, πόσοι άνεργοι θα ξέχναγαν την πείνα τους  μ’ ένα ποτήρι γάλα, πόσοι φτωχοί  θα ένιωθαν χορτασμένοι με μια φρυγανιά αλειμμένη με βούτυρο, πόσοι σκλάβοι θα κατέβαζαν μια μπουκιά κάτω, ενώ μια αργυρή φωτοχυσία αλληλεγγύης θα τους ζέσταινε μαζί με τα λόγια του ποιητή:

     <<Μεγάλη φτώχεια πλάκωσε, παιδί μου,/ και το ψωμί το τρώμε με το δράμι//. Πέθανε η κόρη εψές του μπάρμπα Τίμου,/ δεκάξι χρονών, σαν το κρύο νερό/κ’ η σεμνούλα η Πηνιώ του Μπάρμπα Τσάμη/ την κακιά στράτα πήρε από καιρό//. Η φτώχεια τους ανθρώπους έχει αγριέψει//. Προχθές τη Δημαρχία είχαν κυκλώσει/  μάνες, παιδιά, που η πείνα τα ΄χε ρέψει/ κι άλλος ψωμί ζητούσε, άλλος δουλειά/ μ’ αντίς ψωμί, σαν πήρε να σουρουπώσει/ με το ξύλο τους διώξαν τα σκυλιά//. Τα μάτια τους παράξενα σπιθίζαν κ’ είχαν σφιχτά τα χείλη//. Ακολουθούσα κι εγώ μαζί και την καρδιά μου αγγίζαν/ τα λόγια τους σα γνώριμη λαλιά/ και πόθησα, δεν ξέρω πώς να κλειούσα/ όλους μ’ ίδια στοργή στην αγκαλιά […].

     Πλούσιοι, ξυπνάτε φρεσκαδούρες πρωί- πρωί, πίνετε καφέ, ακούτε ειδήσεις, βλέπετε τηλεόραση, στη δουλειά σας πάτε γελώντας και διψώντας για χρήμα. Οι φτωχοί πάνε στα τάρταρα, με νεύρα  τσατάλια, χωρίς κάτι υγρό ή στέρεο να ρίξουνε μέσα τους. Και ξεθεώνονται στη δουλειά, για ένα ντοματοπελτέ, ένα παστωμένο αλίευμα και μισό κιλό εδώδιμα αποικιακά. Ούτε λόγος για λουκούλλεια  μεσημεριανά γεύματα ή δείπνα! Γαμψόνυχη η φτώχεια, τους φτωχούς, τους ακολουθεί. Γεννήθηκαν μαζί της, ύστερα κρύφτηκε πίσω από τις σάπιες τάβλες, με τα μάτια της, τους κρυφοκοιτάζει, με στόμφο τα ονόματά τους φωνάζει, στα γέλια ξεκαρδίζεται και τους περιγελά. Τους δείχνει το άδειο πιάτο, την αναποδογυρισμένη ψωμιέρα, τα τρύπια παπούτσια, το μπαλωμένο σακάκι. Μένει εκεί κρυμμένη και τους παραμονεύει, πότε θα βγούνε έξω, στο δρόμο να περπατήσουν για να τους πάρει στα κοντά. Τους ακολουθεί, μένει κοντά τους, μπαίνει μαζί τους στο φτωχό σπίτι, κάθεται στην καρέκλα, ανασηκώνει τα σεντόνια, κοιμάται μαζί τους, όλο ένα ψυχρό σφύριγμα βγάζει από το στόμα της και τους κοροϊδεύει.  Στην αρρώστια τους δεν έρχεται γιατρός, αυτή χτυπάει την πόρτα.  Στη βροχή τους εγκαταλείπει, τους ακολουθεί, κάθε τραγούδι τους φιμώνει, σε κάθε τοίχο παραμονεύει, τα νύχια της να τους μπήξει στο κορμί.

     Παντού βρίσκεται η φτώχεια.  Στις θάλασσες, στα ορυχεία, στα εργοστάσια, στους πολέμους, στους εργάτες του υφαντουργείου και στον φούρναρη που ψήνει το ψωμί. Οι φτωχοί της ραπίζουν το πρόσωπο, αυτή μένει, κολλημένη πάνω τους σαν όστρακο, δε λέει να ξεκολλήσει, σε εξορκίζουμε της λεν, σε διώχνουμε, να φύγεις μακριά. Παγωμένη τη θέλουν και αιχμάλωτη, αλλά αυτή δε φεύγει, μένει.

    Επιτελικοί, άριστοι κροίσοι και πολιτικοί,  τα μέγαρα γκρεμίστε, εστιατόρια χτίστε να χορτάσουν οι  πεινασμένοι που στους δρόμους τριγυρνούν. Πάψτε να ασκείτε <<κομμωτική >> αντί πολιτική. Το πόπολο στον πλανήτη πεινάει. Σκηνή ορθοτριχίασης θα έπρεπε να σας διακατέχει, με τόση πείνα στον κόσμο. Χτίστε ένα εστιατόριο σε κάθε πόλη, σε κάθε συνοικία, σ’ όλες τις φτωχογειτονιές, φαγητό να χορτάσει ο κόσμος,  εν ευθυμία να δούμε τους χορτασμένους και τον πλανήτη να περιστρέφεται μ‘ όλη τη μεγαλοσύνη του, δικαιωμένος και  γελαστός.  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου