Με την πένα
Γιαννάκης Γκρίτζαλης << Αδίκως πεθαίνω αδέρφια >>
Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου
Από την εποχή του Ομήρου ήρωες θεωρούνται αυτοί που πραγματοποιούν μεγάλα κατορθώματα, είναι γενναίοι, δίκαιο, τίμιοι, που κερδίζουν φήμη και δόξα από ανδρείες πράξεις, αφιερώνουν τη ζωή τους σε ανώτερα ιδεώδη και μένουν φωτεινά παραδείγματα μίμησης στους νεότερους. Στη διηγηματική μορφή που ακολουθεί, καταγράφω τη δράση, τα ιδανικά, τις υψιπετείς ιδέες και τη θυσία, του αγωνιστή της Ελληνικής Επανάστασης του ΄21, Γιαννάκη Γκρίτζαλη από την Τριφυλία, τη στεφανωμένη με πυκνόφυλλες ελιές, τριαντάφυλλα και άλλα πορφυρά λουλούδια. Άνδρες ηρωικοί, μορφές μείζονες του παρελθόντος, που αξίζουν το θαυμασμό μας.
= = =
Άνοιξη του 1834. Ο χιλίαρχος Γιαννάκης Γκρίτζαλης από το σπίτι του στο Ψάρι, αγνάντευε τα Κοντοβούνια σιωπηλός και θλιμμένος. Στο μυαλό του, ήρθε η κουβέντα που είχε πει ο Ιμπραήμ στο Γάλλο ναύαρχο Δεριγνύ. << Βλέπεις πώς λιώνει το χιόνι εκεί ψηλά στα βουνά; Έτσι θα λιώναμε και μεις αν το Μεσολόγγι είχε τροφές και πολεμοφόδια για τρεις βδομάδες ακόμα! >> Τώρα η πατρίς ελεύθερη έλιωνε κάτω από τη σκληρή μοναρχία του Όθωνα, με τη γη συγκεντρωμένη στα χέρια των τζακιών και των μοναστηριών, τους αγρότες σε άθλια κατάσταση, τη φτώχεια να μαστίζει το λαό, την πειρατεία να αποτελεί τη μάστιγα των θαλασσών, την οικονομία να νοσεί επικίνδυνα, με τη βουλή ως διορισμένο σώμα του άνακτα να παίζει διακοσμητικό ρόλο στη διακυβέρνηση της χώρας.
Ο χιλίαρχος ποτέ δεν υπήρξε ριψάσπιδας. Ανυποχώρητος αγωνιστής και που δεν πολέμησε. Ποτέ δεν έχασε την εθνική του συνείδηση και ούτε αλλοτριώθηκε να μεταμορφωθεί σε πειθήνιο, βολεμένο άνθρωπο της εξουσίας. Το πάθος του να δει την πατρίδα ελεύθερη, του στέρησε την ησυχία, δούλευε και πολεμούσε ήλιο με ήλιο, μέσα στη χαμένη αίγλη των συνανθρώπων του και των Ελλήνων, έβλεπε τον εαυτό του έναν ελευθερωτή για να ανακτήσουν τα δίκαιά τους.
Μετερχόμενος τους ισχυρισμούς του πως Κολοκοτρώνης και Πλαπούτας ήταν άδικα στη φυλακή, έβγαλε ένα χαρτί από τον κόρφο του κι άρχισε να διαβάζει ένα απόσπασμα από την επιστολή του Γέρου στην κυβέρνηση, που είχε στείλει τα χρόνια που περνούσε ο Ιμπραήμ από φωτιά και τσεκούρι τη Μεσσηνία και οι κοτζαμπάσηδες της βουλής και του εκτελεστικού, ανίκανοι, δεν του έστελναν βοήθεια να πολεμήσει τους Τουρκοαιγύπτιους. <<… Κύριοι αντιπρόσωποι του λαού! Δια τον θεόν, δια την αγάπην της πατρίδας, λάβετε μέτρα σωστικά δι’ αυτήν καν τώρα εσχάτως, δεν χρειάζεται κατά τούτο παρά η θέλησίς σας, προβλέψατέ μας φουσέκια και τροφάς, μη αμελείτε παν ότι γνωρίζετε συντελεστικόν διότι θα δώσετε λόγον εις τον θεόν και την αδέκαστον ιστορίαν, γράφω με πόνον της ψυχής μου. [… ] Αν ηξεύρετε καμίαν μηχανήν να τρέφονται τα στρατεύματα, σας παρακαλώ να μου την στείλετε. Αν ηξεύρετε ότι είναι καμία μηχανή να κάνει το χώμα μπαρούτι και ταις πέτραις μολύβι, στείλετέ μου τους μηχανικούς δια να τα κάμωμεν. Επειδή και ακόμη τέτοια εφεύρεσιν δεν την έκαναν οι άνθρωποι, σας λέγω στείλετέ μου όλα αυτά… >>
Έβαλε το χαρτί πάλι στον κόρφο του κι έριξε πάλι τη ματιά του στις προσφιλείς κορυφές των βουνών. Σαν οπτασία πέρασε από τη μνήμη του η νεότητά του, με το ευθυτενές παράστημά του, τα μακριά και πυκνά μαλλιά του, το σφρίγος του κορμιού του, που με μόνες αποσκευές του, το σπαθί και το τουφέκι έδινε στις χούνες και στα φαράγγια μάχες με τα θηρία του εχθρού, για να σηκώσει η πατρίδα το ανάστημά της και να βαδίσει λεύτερη στον εθνικό της προορισμό. Η πεποίθησή του ότι η απελευθέρωση της Ελλάδας ήταν υπόθεση εσωτερική κι όχι των ξένων, τον έκανε να μυηθεί στη Φιλική Εταιρία από το Ι818. Ιδιαίτερη συγκίνηση ένιωσε όταν άκουσε από μυημένους πως οι ιδρυτές << αποφάσισαν να επιχειρισθώσι την σύστασιν τοιαύτης Εταιρίας δια να ενεργήσωσι μόνοι των ότι ματαίως και προ πολλού χρόνου ήλπιζαν από την φιλανθρωπίαν των χριστιανών βασιλέων >>. Γι’ αυτό εντάχθηκε αμέσως σε ένοπλο τμήμα κλεφτών. Οι καταπιέσεις των Τούρκων στους αγροτικούς πληθυσμούς των γύρω χωριών, του γεννούσε μέσα του κίνημα ανταρσίας, και ο ηρωικός του χαρακτήρας, τους στήριζε, ενώ στρεφόταν ισχυρός εναντίον των μεγάλων Ελλήνων γαιοκτημόνων και των Τούρκων. Κι όσο έβλεπε πως οι Τούρκοι τους καταπίεζαν και οι άρχοντες, το γουναρικό [ οι κοτζαμπάσηδες ] έλεγαν << κλέφτες>> για να τους συκοφαντήσουν, όσους ανέβαιναν στα βουνά, τόσο αυτός όσο και η ομάδα του έδειχναν με τις πράξεις τους τι σημαίνει << αγωνιστής αντάρτης >>.
Καυχιόταν που ήταν απόγονος των Ντρέδων και τον διέκρινε η ευθύτητα και η μπέσα, αισθήματα της ράτσας του. Του ίδιου του άρεσε να λέει είμαι << Ντρες >> για να τονίσει πως ήταν << ευθύς >> και << ίσιος >>. Η ράτσα του έδωσε τα πάντα στον αγώνα της Επανάστασης, δε λογάριασε τον τύραννο, είτε Τούρκο είτε Αιγύπτιο. Εκεί στα άγρια λημέρια των Σουλιμοχωριών με το γιαταγάνι και το τουφέκι κράτησαν όρθια την περιοχή και στην Ελλάδα άνοιξαν το δρόμο για τη λευτεριά. Γι’ αυτό και η δημοτική μούσα λέει, περήφανα πως << το Ψάρι και το Σουλιμά/ τα δυο κεφαλοχώρια,/ χαράτσι δεν πληρώνουνε,/ Τούρκους δεν προσκυνάνε…// Ο αγώνας τους εναντίον των Τούρκων άρχισε νωρίς, από τα μέσα του 17ου αιώνα και κορυφώθηκε το ΄21. Η συμμετοχή τους στη Μεσσηνιακή Επανάσταση έκανε τους ιστορικούς να είναι φειδωλοί στις αναφορές τους, σκοπό έχοντας να υποβιβάσουν την ιστορία τους.
Κοντά στη Γαράντζα απόκτησε δικό του χώρο για να προετοιμασθεί και να υπερασπιστεί το εθνικό και πολεμικό δίκαιο. Με απόλυτο σεβασμό στα βάσανα του λαού που ζούσε στα Σουλιμοχώρια, εκπαιδευόταν στην πολεμική τέχνη και οργάνωνε το κλέφτικο κίνημα. Η ζωή του έγινε σκληρή, γεμάτη κινδύνους, αβέβαιη. Ωστόσο αν κι έβλεπε πολλά από τα απάνθρωπα μέσα που έκαναν οι Τούρκοι στους συγχωριανούς του, παλούκωμα, ανασκολωπισμούς, κρέμασμα, ακρωτηριασμούς, θανατικές εκτελέσεις, δεν λιποψυχούσε αλλά οπλιζόταν με αυξανόμενη δύναμη υπεράσπισης του δοκιμαζόμενου λαού. Εκεί ανάμεσα Ψάρι και Γαράντζα, γνώρισε και τη γυναίκα του τη Γιαννούλα. Ο πατέρας της Μητροπέτροβας, γενναίος και ασυμβίβαστος οπλαρχηγός της Επανάστασης, δέχτηκε στο δρόμο ενώ περπατούσε με την κόρη του, επίθεση από τρεις Τούρκους ενόπλους. Μετά από μάχη σκότωσε τον έναν ενώ οι άλλοι δυο τράπηκαν σε φυγή. Οι φωνές της σύγκρουσης και το τρίξιμο των σπαθιών, έφεραν και το Γιαννάκη εκεί, αφού παρόντας στο στρατόπεδο γύμναζε τους ένοπλους άντρες του. Παράφορα συγκινημένος από την εικόνα που είδε, τον Τούρκο νεκρό, τον οπλαρχηγό τραυματισμένο και τη Γιαννούλα να κλαίει, καταράστηκε τον κατακτητή και μίσησε τη σκλαβιά και τους σκοτωμούς πιο πολύ. Έδρασε αποφασιστικά, τους μετέφερε στο στρατόπεδο, κι αφού τους πρόσφερε τις πρώτες βοήθειες μέσα στο διαπεραστικό χρυσαφί χρώμα των βουνών συζήτησαν εγκάρδια και φιλικά.
Η Γιαννούλα ήταν μια όμορφη γυναίκα με πλούσιο σώμα, ωραία χαρακτηριστικά προσώπου και βαθιά φωνή. Γοήτευσε το Γιαννάκη και την ερωτεύτηκε. Το ίδιο έγινε και από την ίδια. << Ερωτεύτηκε τον πολεμιστή και τον τραγουδιστή >> όπως έλεγε μετά το γάμο. Γιατί ο χιλίαρχος ήξερε και να πολεμά αλλά και να τραγουδά. Ήταν λίγο πριν από την Επανάσταση του ΄21 που παντρεύτηκαν. Όταν η Γιαννούλα πάτησε το πόδι της στην εκκλησία μια γενναία Σουλιμιώτισσα έριξε μια χούφτα νομίσματα, σύμβολο ευημερίας και ελευθερίας. Της είχε πει ακόμα τη στιγμή που θα πατούσε το πόδι του γαμπρού να μην ξεχάσει να κρατάει και το κερί ψηλά για να έχει το πάνω χέρι στο σπίτι στα σίγουρα. Το γλέντι ήταν τρικούβερτο, οι καλεσμένοι πολλοί, οι ευχές εγκάρδιες και καλές. Όταν τελείωνε το κρασί οι πότες φώναζαν εύθυμα και χαρούμενα: << Είναι πικρό, δεν πίνεται, φέρτε το άλλο! >> Από τη δίπλα αίθουσα απαντούσαν: << Πρέπει να γλυκαθεί, να ξεπικρίσει! >> Γελώντας μετά όλοι μαζί, εύχονταν στο ζεύγος βίον ανθόσπαρτον και την ευτυχία τους να την ανεβάσουν στα ύψη οι απόγονοι που θα γεννηθούν. Σε μια στιγμή ο << κράτιστος εκ των οπλαρχηγών της Μεσσηνίας >> τραγούδησε. Το μέγα λάβαρο της χαράς και της ελευθερίας θέλησε μ’ αυτό τον τρόπο να υψώσει. Είπε: Στο Σουλιμά οι έμορφες,/ στο Ψάρι οι μαυρομάτες / και στον καημένο Αετό,/ κοντούλες και γεμάτες //. Τα παλικάρια τα καλά,/ ωχ γρήγορα γερνάνε,/ μα δε γερνάνε από δουλειά,/ ούτ’ από γηρατεία,/ γερνάνε από τις έμορφες/ κι από τις μαυρομάτες / που κάθονται αντίπερα,/ ψηλά στα μπαλκονάκια,/ ψηλά στα μπαλκονάκια/και στα παραθυράκια//.
***
Θλιβόταν για τη διαμάχη των κοτζαμπάσηδων και των καπεταναίων. Πάσχισε για την εθνική ενότητα και το δίκαιο του λαού. Οι εμφύλιοι τον είχαν πληγώσει και υπόφερε να βλέπει σκοτωμούς και λεηλασίες μεταξύ ομόγλωσσων, ομόθρησκων και ομόαιμων. Πάντα ερχόταν στη σκέψη του η κουβέντα Κολοκοτρώνη και Ζαϊμη. Τότε που σε μια συνάντησή τους έκαναν τον εξής διάλογο. Του είπε ο Ζαϊμης:
--- Κολοκοτρώνη, Κολοκοτρώνη, έξι χρόνους πασχίζεις να ενώσεις τα άρματα και ειδέ σε άφησα να τα ενώσεις, ειδέ θέλει σε αφήσω!
Και ο Γέρος αηδιασμένος από τις κοτζαμπάσικες μηχανορραφίες του απαντά:
--- Εύγε καλέ πατριώτη, οπού δεν αφήνεις να ενωθούν τα άρματα κι αν ήταν ενωμένα δεν έκαιγε ο Ιμπραήμης τα χωριά και να σκλαβώνει τον κόσμο!
Συνεχώς επαναλάμβανε στα χρόνια πριν την επανάσταση και κατά τη διάρκεια του αγώνα: << Σκλάβοι ποτέ μη ζήσουμε σε Λιάπηδες και Τούρκους !>> Μια ιστορία στο πολυστένακτο νησί την Ύδρα, που λεγόταν πολύ, του άρεσε και τη διηγιόταν παντού και μια μέρα την είπε στη γυναίκα του και στους δυο γιούς του, το Δημήτρη και το Γιώργη. Ο Χατζή Καραντάνης, μονογενής, ορφανός, ανήκων σε μεγάλη οικογένεια ναυτολογήθηκε ως επίλεκτος από την Οθωμανική Αυτοκρατορία και υπηρετούσε στο ναυτικό της. Επιστρέφει κάποτε όχι ως αφυπηρετήσας ναύτης αλλά ως κυβερνήτης δίκροτου, ένας σκληρός σαρικοφόρος, περαστικός στην πατρίδα του για να δει τη μητέρα του κι όλους τους συγγενείς. Το γεγονός κατέπληξε το νησί, ο κόσμος σχολίαζε, τι θα κάνει η μάνα; πώς θα τον δεχθεί; Μια μάνα Ελληνίδα αρχόντισσα, η οποία ως κόσμημα είχε στο στήθος της ένα ελεφάντινο σταυρό. Την επισκέφθη ο γιος της και όταν από τον ίδιο έμαθε πως ήρθε στην Ύδρα ως κυβερνήτης τούρκικου δίκροτου, του ζήτησε ν’ ανεβούν στον εξώστη για να δει το πλοίο. Κι από κει τον έριξε κάτω στο λιθόστρωτο, τον σκότωσε και τον καταράστηκε μ’ όλη της την ψυχή. Στο τέλος τους τραγούδησε και το δημώδες άσμα που περίτεχνα η λαϊκή μούσα μας κληρονόμησε: Το μάθατε τι γένηκε στης Κιάφας τ’ αγροτόπι; / Του Καραντάνη το παιδί, το Καραντανοπαίδι, / το ‘ριξε η Καραντάναινα, κείνη η αντρογυναίκα,/ στο καλντερίμι απ’ τον οντά και μνήσκει ακόμη το αίμα / στα πετρολίθαρα της γης που χύθει σαν ποτάμι //. Και το ΄μαθεν η γειτονιά κι η παραπέρα ρούγα/ και το ‘δαν οι άντρες, τα παιδιά κι οι νέες και τα κορίτσια,/ μανάδες που ΄χανε παιδιά και νιες που ‘χαν αδέρφια //.
Η σύζυγός του Γιαννούλα, τώρα που το αγροτικό ζήτημα στη Μεσσηνία είχε οξυνθεί, του συμπαραστεκότανε στην αγωνία του, να βλέπει την επαρχία να λιμοκτονεί, το λαό να υποφέρει από την εξουσία της αντιβασιλείας, ενώ οι ισχυροί άνθρωποι των τζακιών αδιάφοροι για την τύχη του, τον εκμεταλλεύονταν και τον αδικούσαν. Πάντα με τον καλό λόγο και την αγαθότητα της λαϊκής της προέλευσης, του τόνωνε την αξία του κοινωνικού αγώνα και τη συνειδητή οργάνωσή του. Μια μέρα αγανακτισμένη κι αυτή από τα φεουδαρχικά σχέδια της αντιβασιλείας, του είπε κάτι ξεχωριστό, που ο Γιαννάκης το έκλεισε στο μυαλό του σαν διαχρονική αιώνια αξία. Και η ίδια δε θυμόταν πως αντιγράφτηκε στη μνήμη της και ούτε θυμόταν αν το είχε διαβάσει. Όμως είχε τη διαίσθηση πως κάποιου μεγάλου ποιητή ήταν τα λόγια. Του είπε λοιπόν: Με ανέλπιστα και φοβερά πράγματα / οι θεοί υφαίνουν τη ζωή μας//. Εκείνα που ήταν να γίνουν δεν έγιναν ποτέ//. Κι αυτά που γίνονται/ δεν ήταν για να γίνουν //. Πιο τραγικοί της είχαν φανεί οι δυο τελευταίοι στίχοι. Αυτά που συμβαίνουν γύρω μας κανένας δεν τα περίμενε. Κι αυτή ποτέ δεν περίμενε να έχει το κεφάλι της στο ζυγό του Τούρκου και του ξένου μονάρχη.
***
Άνοιξη λοιπόν του 1834 και ο Γιαννάκης Γκρίτζαλης, στο μπαλκόνι του σπιτιού του στο Ψάρι σκεφτόταν: << Αν εκτελεσθεί ο Κολοκοτρώνης η πατρίς αιώνες θα κουβαλάει το στίγμα της ντροπής και της αχαριστίας >>. Θυμήθηκε τον Καποδίστρια. Εξαιτίας της δολοφονίας του ήρθε ο Βαυαρός βασιλιάς να κυβερνήσει το νεοσύστατο ελληνικό κρατίδιο. Ο ίδιος ο Εφτανήσιος αυτός ευγενής, όταν κλήθηκε από τους ιδρυτές της Φιλικής Εταιρείας να αναλάβει την αρχηγία, αρνήθηκε λέγοντας, << ότι υπουργός ων του Τσάρου δεν ηδύνατο >>. Τους βαθύτερους λόγους της άρνησής του, τους αποκάλυπτε αργότερα γραμμένους στη συνομιλία του με τον Αλέξανδρο Υψηλάντη: << Οι καταστρώσαντες τοιαύτα σχέδια είναι περισσότερον ένοχοι και αυτοί ωθούν την Ελλάδα προς τον όλεθρον. Είναι ελεεινοί εμποροϋπάλληλοι καταστραφέντες λόγω της κακής των διαγωγής και αφαιρούντες και το χρήμα των αφελών ψυχών εν ονόματι μιας πατρίδας ην αυτοί δεν έχουν. Θέλουν να σας έχουν εις την συνωμοσίαν των δια να εμπνεύσουν πίστιν εις τα επιχειρήματά των. Σας επαναλαμβάνω: Φυλαχτείτε από τοιούτους άνδρας >>.
Ως κυβερνήτης αναφερόμενος στις φριχτές καταστροφές της Ελλάδας είχε πει από την Αίγινα, μέσω του Γ. Τερτσέτη στα << Απόλογα για τον Καποδίστρια >>: [… ] Είδα πολλά εις την ζωή μου, αλλά σαν το θέαμα όταν έφθασα εδώ στην Αίγινα δεν είδα το παρόμοιο ποτέ και άλλος μην το δει. << Ζήτω ο κυβερνήτης, ο σωτήρας μας, ο ελευθερωτής μας! >> εφώναζαν γυναίκες αναμαλλιασμένες, άνδρες με λαβωματιές πολέμου, ορφανά γδυτά, κατεβασμένα από τις σπηλιές. Δεν ήταν το συναπάντημά μου φωνή χαράς, αλλά θρήνος. Η γη εβρέχετο από δάκρυα. Εβρέχετο η μυρτιά και η δάφνη του στολισμένου δρόμου από το γιαλό ως την εκκλησία. Ανατρίχιασα, μου έτρεμαν τα γόνατα, η ψυχή του λαού μου έσχιζε την καρδία μου. Μαυροφορεμένες γυναίκες, γέροντες, μου εζητούσαν ν’ αναστήσω τους απεθαμένους τους, μανάδες μου έδειχναν εις το βυζί τα παιδιά τους και μου έλεγαν να τα ζήσω και ότι δεν τους απέμειναν παρά εκείνα κι εγώ και με δίκαιο μου εζητούσαν όλα αυτά, διότι εγώ ήλθα και σεις με προσελάβατε να οικοδομήσω, να θεμελιώσω κυβέρνησιν και κυβέρνησις καθώς πρέπει ζει, ευτυχεί τους ζωντανούς, ανασταίνει και αποθαμένους, διατί διορθώνει την ζημίαν του θανάτου και της αδικίας. Δεν ζει ο άνθρωπος, ζει το έργο του, καρποφορεί, αν ο διοικητής είναι δίκαιος, αν το κράτος έχει συνείδηση, ευσπλαχνία, μέσα σοφίας. […]Ένα μόνο φοβούμαι πολύ και με δέρνει υποψία, τρέμω την απειρία σας. Αν η νέα κυβέρνηση τύχει να συγκρουσθεί με συμφέροντα ξένων δυνάμεων, αν πλανευτεί ο ελληνισμός και σηκώσει σκοτάδι μεταξύ μας, ώστε εσείς να μη διαβάζετε εις την καρδίαν μου, θολωθούν και εμένα οι οφθαλμοί μου, ποιος ηξεύρει; που θα πάμε, τι θα γενούμε; ετινάξαμε το καβούκι των αλλοφύλων, αλλ’ οι πλεκτάνες της διαπλοκής έχουν κλωστές πλανήτριες, φαρμακερές, κλωστές θανάτου, άφαντες και εσείς δεν τις εννοείτε. Κατεβαίνω πολεμιστής εις το στάδιον, θα πολεμήσω ως κυβερνήτης, δεν λαθεύομαι τον έρωτα των προνομίων που είναι φυτευμένος εις ψυχάς πολλών, τα ονειροπολήματα των λογιοτάτων, ξένων πρακτικής ζωής, το φιλύποπτο, κυριαρχικό και ανήμερο αλλοεθνών ανδρών. Η νίκη θα είναι δική μας αν βασιλεύσει εις την καρδίαν μας μόνον το αίσθημα το ελληνικό, ο φιλήκοος των ξένων είναι προδότης. […]
Μόλις πήρε τα ηνία της εξουσίας, εφάρμοσε τις καισαρικές τάσεις του. Ανέστειλε το σύνταγμα της Τροιζήνας, βάζοντας στον πολιτικό κόσμο της χώρας το δίλημμα: ή παραμερίζεται το σύνταγμα ή φεύγει από την Ελλάδα. Διέλυσε τη βουλή και την αντικατάστησε με διορισμένο συμβουλευτικό σώμα, από κοτζαμπάσηδες και μεγαλοκαραβοκύρηδες. Ιδρύει την Κεντρική Γραμματεία, είδος υπουργικού συμβουλίου, με την πολιτική γραμμή του να την ορίζει ο ίδιος. Ουσιαστικά η εξουσία συγκεντρώθηκε στα χέρια του. Έγινε δικτάτορας γιατί νόμισε πως έτσι έπρεπε να κάνει. Οι αντιδράσεις ήταν μεγάλες από τους εσωτερικούς κύκλους που επηρεάζονταν από την Αγγλική και Γαλλική επιρροή. Έτσι οι κύκλοι αυτοί υπονόμευσαν το αξιόλογο πρόγραμμά του και την ανάπτυξη της χώρας, με αποτέλεσμα να επεκτείνεται η αναρχία και η οικονομική κακοδαιμονία. Έκανε πολλά για να εμπεδώσει τη στοιχειώδη έννοια του κράτους. Αμέσως χτύπησε την πειρατεία. Έτσι απαλλάχτηκε η θάλασσα από τους πειρατές. Έβαλε στο στρατό και το στόλο κάτω από τις οδηγίες του κράτους. Ο στόλος αποσπάστηκε από τους Υδραίους μεγαλοκαπεταναίους. Τον απασχόλησε η δημόσια διοίκηση και άρχισε να τη βελτιώνει. Ενδιαφέρθηκε και για το οικονομικό. Δανείστηκε από το εξωτερικό και έβαλε μπροστά την ανίσχυρη οικονομία. Η τάξη και η ασφάλεια μέσα στη χώρα τον άγγιξε και πήρε τα πρώτα μέτρα για να σταματήσει τη ληστοκρατία. Ίδρυσε σχολεία, γεωργικές σχολές, οργάνωσε τη δημόσια υγεία, έφτιαξε νοσοκομεία και την ταχυδρομική υπηρεσία. Στο μεγάλο πρόβλημα της διανομής της εθνικής γης δεν τα κατάφερε. Η γη στα χέρια των τζακιών και των μοναστηριών ήταν δύσκολο να πάει στους ακτήμονες αγρότες. Χρειαζόταν επαναστατικά μέτρα. Τα εθνικοποιημένα τουρκικά κτήματα ήταν δεσμευμένα στους δανειστές. Διανομή γης για καλλιέργεια σε αγρότες σ’ ένα κράτος που βασίλευε το χάος ήταν αδύνατη. Η αποτυχία αυτή, σφραγίζει και τη γενική αποτυχία πολιτικής, του κυβερνήτη. Όμως οι προσπάθειές του να προσεγγίσει σε μια δυνατή λύση στο θέμα αυτό ήταν μεγάλες και αγωνιώδεις και προσέκρουσαν στην αντίδραση. Αντίδραση μεγάλη που σχεδίασε και πέτυχε τη δολοφονία του.
Η γυναίκα του τον διέκοψε από τις σκέψεις του, δίνοντάς του ένα γράμμα. Το άνοιξε και το διάβασε με αγωνία. Ήταν από το θρυλικό κλέφτη, Μητροπέτροβα και πεθερό του. Του ‘γραφε: <<Αντί η κυβέρνηση της αντιβασιλείας να μοιράσει την εθνική γη στους ακτήμονες αγρότες και αγωνιστές για να την καλλιεργήσουν και να αυξηθούν οι παραγωγικές δυνάμεις και να έρθει ο πλούτος στα σπίτια τους, αντίθετα κάνει τα στραβά μάτια στη ρεμούλα των εθνικών κτημάτων από τους προεστούς, που τα αγοράζουν για ένα κομμάτι ψωμί στις δημοπρασίες και τα παίρνουν από το λαό, αφήνοντάς τα χέρσα. Σαν να μην φτάνει η ληστεία της εθνικής γης η κοτζαμπάσικη νοοτροπία μαζί με ανοχή της αντιβασιλείας φτωχαίνει το λαό με φόρους και πλουταίνει τους έχοντες γη με απαλλαγές φόρων. Γίνονται τα ίδια που ίσχυαν και στην Τουρκοκρατία. Κι εδώ στη Μεσσηνία το αίμα των αγροτών και των αγωνιστών που το έχυσαν να πάρουν γη, πήγε χαμένο. Για να μη συνεχιστεί η ίδια κατάσταση θα εξεγερθούμε. Οπλαρχηγός. Μητροπέτροβας. >>
Αυτός που είχε πολεμήσει στο Βαλτέτσι, στα Δολιανά, στα Δερβενάκια στην άλωση της Τριπολιτζάς και σε τόσες μάχες τον Τούρκο, έπρεπε να πολεμήσει τον άλλο μονάρχη κατακτητή, βασιλιά! Κι αυτό για το δίκιο του λαού. Του λαού που έχυσε το αίμα του να φέρει τη λευτεριά και τώρα πεινούσε! Ο γίγας οπλαρχηγός που φυλακίστηκε στο δεύτερο εμφύλιο το 1824 με Μητροπέτραβα, Κολοκοτρώνη στο μοναστήρι του προφήτη Ηλία στην Ύδρα από την κυβέρνηση Κουντουριώτη, Κωλέττη, θα έπιανε πάλι το σπαθί για να τα βάλει με Έλληνες και Βαυαρούς στρατιώτες. Το καλοκαίρι τέθηκαν επικεφαλής με το Μητροπέτροβα, ηγέτες στη Μεσσηνιακή Επανάσταση. Με τα αιτήματα όπως απελευθέρωση Κολοκοτρώνη, Πλαπούτα, εκχώρηση συντάγματος, θέσπιση φορολογικού και θεσμικού πλαισίου δικαίου για το λαό, το μοίρασμα της γης, απονομή δικαιοσύνης στους αδύνατους, στήριξη των οπλαρχηγών, έδωσαν φιλολαϊκό και κοινωνικό χαρακτήρα στην Επανάσταση. Στο ένα από τα τέσσερα κινήματα που εκδηλώθηκαν, δύο στην Αρκαδία και δύο στη Μεσσηνία, τέθηκε ο ίδιος επικεφαλής και με 200 πολεμιστές μπήκε μεσάνυχτα στην Κυπαρισσία. Κατέλυσε όλες τις αρχές και εξήγησε στο λαό της πόλης τους επαναστατικούς σκοπούς του. Στόχος του ήταν η κατάργηση της Αντιβασιλείας, ανάληψη της εξουσίας από τον Όθωνα, στήριξη του αγροτικού πληθυσμού, μείωση της βαριάς φορολογίας, απαλλαγή από τις ληστρικές μέθοδες είσπραξης των φόρων από τους ενοικιαστές γαιοκτήμονες εκ των οποίων οι πλείστοι ήταν ευνοούμενοι της κυβέρνησης.
Οι Βαυαροί όμως δεν έμειναν με σταυρωμένα τα χέρια. Έστειλαν ισχυρές στρατιωτικές δυνάμεις εναντίον του. Μετά από πολλές συγκρούσεις, στο χωριό Σούλου κοντά στη Μεγαλόπολη, οι κυβερνητικές δυνάμεις επικράτησαν. Οι επαναστάτες διαλύθηκαν και υποχώρησαν. Ο Γιαννάκης Γκρίτζαλης εξακολουθούσε τον αγώνα, καταδιωκόμενος από τόπο σε τόπο. Τελικά παραδόθηκε, η επανάσταση είχε κατασταλεί, οι δίκες των αρχηγών της στάσης άρχιζαν. Το έκτακτο στρατοδικείο συνεδρίασε στην Κυπαρισσία και καταδίκασε το γενναίο Γιαννάκη Γκρίτζαλη σε θάνατο. Χωρίς μισθό, τιμές και διακρίσεις, στήθηκε μπροστά στο απόσπασμα για να φωνάξει πριν πέσει νεκρός: << Άδικα πεθαίνω, αδέρφια, αγωνίστηκα για την Ελλάδα! >>
Και τότε στα Σουλιμοχώρια, στη Μεσσηνία και σε όλη τη Ελλάδα όταν η πνοή του πετούσε για τις επουράνιες μονές, τα θερισμένα στάρια, τα βάτα και τα αγριόχορτα που είχαν κιτρινίσει από τη ζέστη και φαίνονταν μισοξεραμένα, μόλις τα έλουσε η δροσιά της γενναίας του ψυχής και τα χάδεψε, ξαναζωντάνεψαν για να ανθίσουν και πάλι. Το ημερολόγιο έδειχνε 17 Σεπτέμβρη του 1834.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου