Τετάρτη 3 Νοεμβρίου 2021

 

Με την πένα

 

                             Ο κλεφτοκαπετάνιος Γιάννος και η Λενιώpena-xarti-autoviografika | Εφημερίδα Πρωινή

                                           Του Παναγιώτη  Αντωνόπουλου

 

            Η Άνοιξη σκόρπιζε γύρω το άρωμά της, όταν ο Τούρκος βοεβόδας για άλλη μια φορά διέταξε τους γενίτσαρους και τους άγριους σαρικοφόρους του να σφάξουν, να αιχμαλωτίσουν και να πουλήσουν στα σκλαβοπάζαρα της ανατολής τους υποτελείς της Αρκαδιάς και της γύρω περιοχής. Άγριος, βάρβαρος, ψυχοπαθής και ανελέητος φονιάς ο εκφραστής της σουλτάνικης δουλείας, Τούρκος διοικητής, έφιππος στη συνέχεια στο φτερωτό του άτι με το σπαθί στο χέρι, έκοψε τα κεφάλια των γκιαούρηδων που συνάντησε μπροστά του, κι όσους έξω από το σαράι του ψηλά στο καλντερίμι ήταν μαζεμένοι, τους έσφαξαν με τα κοφτερά γιαταγάνια τους οι συνοδοί του, βάφοντας τα πετρολίθαρα της γης με τα αίμα τους που χύθη σαν ποτάμι.

Με τον καιρό γινόταν πιο κακός, σκότωνε άντρες, νέες, έφηβους,  γονείς που είχαν παλικάρια κλέφτες στα βουνά, έκαιγε δάση, έσκαπτε χωριά, φυλάκιζε δυστυχείς, ακρωτηρίαζε αιχμαλώτους, στα μπουντρούμια του κάστρου φυλάκιζε  μαχητές,  κρεμούσε σε πασσάλους τα κεφάλια των νεκρών Ελλήνων, τους συνοδούς του έβαζε και βίαζαν ημιθανείς γενναίες κορασίδες. Αλυσοδεμένη η πατρίδα, αλυσοδεμένη και η αποσταμένη ελπίδα για λευτεριά, αλυσοδεμένοι και οι ραγιάδες που ζούσαν τον πόνο της σκλαβιάς και θλίβονταν για όλα εκείνα που είχαν χάσει και δεν έλεγαν να ξαναρθούν. Σκληρή σκλαβιά, σκότη πηχτά, μέρες γκρίζες, νύχτες φόβου, τα όνειρα εφιάλτες, το φεγγοβόλο αστέρι της λευτεριάς άπιαστο και μακρινό.

 

                                           =  =  =

 

 

             Με ψηλές τούφες καπνού, από τους πυροβολισμούς στα πέριξ, με φωτιές στα σπαρτά που τα έκαιγαν οι Τούρκοι,  με φλόγες που ξεχώριζαν τις νύχτες στις γειτονιές, τις φωνές των αιχμαλώτων που βασανίζονταν στα μπουντρούμια του κάστρου και με κάθε κακό που έβρισκε τους σκλάβους, κυλούσε ο φλύαρος και ανηλεής χρόνος και μαζί του και η ζωή της  Λενιώς, που ζούσε στο Λάπι, αρχοντοπούλας και λυγερής,  ασύγκριτης σε κάλλη, γνώση και ομορφιά!  Ρημαγμένος ο μαχαλάς της, ρημαγμένα τα όνειρά της, έμενε στα ριζά του βουνού, κλεισμένη στο σπίτι, συντροφευμένη από τα γύρω χαλάσματα, τις φωνές  του γκιώνη και των αγριμιών. Της μάχης τον καπνό τον έβλεπε από μακριά και ο καημός της ήταν ξέμακρα να βρεθεί στις λάκκες και στα βουνά, μαζί με τα  αδέρφια της τους κλέφτες, τους Τούρκους να πολεμά. Γεροδεμένη όπως ήταν, φίλος έγινε με το τουφέκι από μικρή και σαν το άρπαζε στα χέρια το έπαιζε σαν παιχνίδι.  Έβαζε ύστερα το κοντάκι κάτω απ’ τη μασχάλη, το στήριζε στον ώμο, έστριβε την μπούκα στο μέρος του εχθρού, σημάδευε και πάταγε τη  σκανδάλη. Η ντουφεκιά δεν έπεφτε, φανταζόταν όμως  την πληγή στο στήθος του Τούρκου και ένιωθε δυνατή.

    Τώρα στα δεκαοχτώ της με τον ανθό της νιότης της δεν χωράτευε. Τ’ άρματά της όλο συγύριζε, την ώρα και τη στιγμή περίμενε να τα αδράξει στα χέρια της, με την παρδαλή μαντήλα ύστερα στην κεφαλή, ολόρθη μπροστά  στον Τούρκο να σταθεί και μπέσα για μπέσα να του δείξει με το σπαθί πως την πατρίδα της αγαπά. Ποιος ξέρει  πως, μικρή ακόμη της εσπάρθηκε η ιδέα στο μυαλό βιβλία να διαβάζει. Παλιά βιβλία τα μάζευε όπου τα έβρισκε, τα έκρυβε στο υπόγειο στο σεντούκι και τα ξεφύλλιζε στη σχόλη της. Τη σουλτάνικη σκλαβιά μέσα στις σελίδες τους ξεχνούσε κι όλο σκεφτόταν πως φωτιά θα της βάλει κάποτε και θα την κάψει. Της άρεσαν και τα δημοτικά τραγούδια, τα κλέφτικα και τα ηρωικά αλλά και της αγάπης. Όταν τραγουδούσε πάντα στο τέλος έκλεινε  με  φωνή αισθησιακή και δυνατή << σκλάβοι ποτέ μη ζήσουμε σε Λιάπηδες και Τούρκους! >>

    Έτσι όταν δεν τραγουδούσε ξεφύλλιζε με τα όμορφα δάχτυλά της σελίδες κιτρινισμένες μεν αλλά ένδοξες και σοφές, που  της θύμιζαν πόσο εφήμεροι και πεπερασμένοι είμαστε. Μια βραδιά πριν πει καληνύχτα με τη σκέψη της  στους  σκλαβωμένους ραγιάδες των Σουλιμοχωρίων ανάγνωσε από μια ξεθωριασμένη κόλλα χαρτιού, στίχους της  << Μήδειας >> του Ευριπίδη, δηλωτικούς της τραγικότητας του ζώου ανθρώπου, που ως τα έγκατά της άφησαν ανεξίτηλο το στίγμα τους. Αν και ατελής στην ανάγνωση και στην απαγγελία επανέλαβε  πολλές φορές τους στίχους: <<Με ανέλπιστα και φοβερά πράγματα / οι θεοί υφαίνουν τη ζωή μας //. Εκείνα που ήταν να γίνουν δεν έγιναν ποτέ //. Κι αυτά που γίνονταν δεν ήταν για να γίνουν //. Πιο τραγικοί της φάνηκαν  οι δυο τελευταίοι. Αυτά που συμβαίνουν γύρω μας κανένας δεν τα περίμενε. Κι αυτή ποτέ της δεν περίμενε να βάλει το κεφάλι της στου Τούρκου το ζυγό.

            Τούτη  η ομορφονιά με τις ευχές των γονιών της θα γινόταν σε λίγο ταίρι ζηλευτό με το Γιάννο, λεβέντη από αρχοντογενιά και άξιο κλεφτοκαπετάνιο.  Κανείς δεν τον έφτανε στη λεβεντιά, στο βόλι και στη γρηγοράδα. Ζούσε στο Ρίπεσι κι όλο τ’ άρματά του συγύραγε κι όλο με το τουφέκι και το σπαθί στο χέρι τους Τούρκους πολεμούσε στις χούνες και στις ρεματιές. Μα ο Αγάς δεν το ήθελε αυτό. Ψίθυροι στ’ αυτιά του για τη Λενιώ είχαν φθάσει, πως ήταν  ξακουστή στην ομορφιά και λυγερή σαν  λαμπάδα και ήθελε να την πάρει στολίδι και καμάρι στον οντά του. Κι εκεί αφού τη γεμίσει με φλουριά να την κάνει γυναίκα του. Καλεί το Βελή τον μπιστικό του και του λέει: << Πάρε, ορέ, μπίρο μου Βελή, κάμποσους παλικαράδες και τρέξε κει στο Λάπι να φέρετε τη Λενιώ, γυναίκα όμορφη, που θέλω στο χαρέμι μου, δική μου χανούμισσα να την κάνω.  Πάρε και τούτο το φιρμάνι και κρύφτο στο σελάχι σου να μην το δει κανένας και πήγαινε στ’ αρχοντικό του Κωνσταντή Τζουμάνη και πες του, πως ο αφέντης μου τιμή μεγάλη σου κάνει να πάρει για γυναίκα του την κόρη σου, την όμορφη Λενιώ. Και φέρτην γρήγορα. Αν δεν στη δώσουνε, ορέ, πάρτην με το στανιό >>.

       Ο Βελής όμως του ‘κοψε τη φόρα, λέγοντάς του: << Ξέρεις, τι έμαθα αφέντη μου, για τη Λενιώ του γέρο – Κωνσταντή, χθες που ήμουνα στο χωριό, πως παίρνει για γυναικά του την άλλη Κυριακή ο Μπάλτας απ΄ του Ρίπεσι, ο Γιάννος. Κλεφτοκαπετάνιος, παλικάρι ξακουστό, γενναίο και τρανό ξεφτέρι. Όλοι τον αγαπάνε στα χωριά κι όλοι τον θαυμάζουν. Αν πάρουμε τη Λενιώ με το ζόρι θα είναι προσβολή βαριά και θα μας στήσει πόλεμο τρανό ο γέρο – Κωνσταντής και ο Γιάννος. Θα ‘χουμε θέλω να πω  χαλασμό μεγάλο και δεν ξέρω τι άλλο. Θυμάσαι κάποτε που του πήραμε απ’ το μαντρί εκατό και πάνω προβατίνες και όταν το μυρίστηκε μας πήρε στο κυνήγι και σκότωσε πολλά και άξια παλικάρια. Δεν έχουν μπέσα αυτοί,  σκοτώνουν με το πρώτο και τότε αναγκαστήκαμε τρεις χιλιάδες γρόσια να του δώσουμε για τη ζημιά που του κάναμε! >> Έξαλλος για τη δειλία του ο Αγάς, τον περιέλουσε με λόγια υβριστικά, απαντώντας σκληρά: << Δειλέ, παλιό κιοτή! Τι ‘ναι αυτά που λες; Γι’ αυτό, ορέ, αφού την κεφαλή του να του την πάρω δεν μπορώ, του παίρνω την καλή του! Κάνε αυτό που σου λέω, ορέ, ζουλάπι και φύγε προτού φωτίσει η αυγή και πήγαινε ψηλά στου Λάπι. Και άκουσε καλά, αν δεν μου φέρεις τη Λενιώ, πίσω μην έρθεις πάλι, γιατί αμέσως το κεφάλι θα σου πάρω >>.

        Τον  άκουσε ο Βελής, μαζεύει πενήντα διαλεχτούς οπλισμένους συνοδούς και με το ξημέρωμα στου Λάπι φτάνει. Ξεπεζεύει και μπαίνει στ’ αρχοντικό του Κωνσταντή Τζουμάνη και δείχνει το φιρμάνι που του ΄χε δώσει ο Αγάς. Ο Κωνσταντής δε στέργιεται, αντιστέκεται, ο Βελής ζώνει το σπίτι, χτυπιέται με τους σπιτικούς, και ο Κωνσταντής σκοτώνεται.  Τότε ο Βελής παίρνει την όμορφη Λενιώ δεμένη στ΄ άλογό του και δρόμο κόβει για την Αρκαδιά να την πάει στ’ αφεντικό του. Πρόλαβε όμως ο Κωνσταντής και πριν χτυπηθεί, έστειλε κρυφά μήνυμα στο Ρίπεσι στο Γιάννο. Έτσι μαθαίνει ο Γιάννος το θλιβερό μαντάτο, συνάζει είκοσι φίλους δυνατούς και τρέχοντας θέση πιάνει κάτω στη ρεματιά. Και να οι Τούρκοι φτάνουνε. Στο μονοπάτι που τους βλέπουν φωτιά τους ρίχνουν στη φωτιά και σκοτώνουν τους μισούς. Οι άλλοι παραδίδονται, τους ξαρματώνουν, τους σύρουν μαζί τους και παίρνουν τη Λενιώ. Κι αμέσως ο Γιάννος γράφει γράμμα στον Αγά και του λέει, << αλί του! Αν τους πειράξει άλλη φορά θα τόνε ξεπαστρέψουν, θα τον κρεμάσουν κι αυτόν, μαζί με το Βελή του >>.

    Μαζί πια με τη Λενιώ ρίχτηκε για τα καλά στον αγώνα για τη λευτεριά. Αυτή του έδινε θάρρος και είχε γίνει το στήριγμά του στις αποφάσεις του.  Έπιανε γλυκιά κουβέντα μαζί του, με το βλέμμα της τον θαύμαζε και χόρταινε το φθαρτό περίβλημα της ομορφιάς και της λεβεντιάς του. Ώρες- ώρες σκεφτόταν πως θεία τύχη τους έσμιξε για να γίνει χρυσό στολίδι της ζωής της, ο προστάτης της και σαν όνειρο να την συντροφεύει στις φυλλωσιές του χρόνου. Κι αυτή όλο να τον ευχαριστεί κι όλο να αλλάζει τη ζωή της για να τον κάνει ευτυχισμένο. Έτσι μετά το γάμο τους θυμήθηκε πάλι την τέχνη της να φτιάχνει σκίτσα και ζωγραφιές στο χαρτί, για να διασχίζει τις βουερές μέρες της και να ημερεύει τα άγρια βράδια όταν ο Γιάννος ήταν στο βουνό. Έφτιανε  τοπία από τη φύση με ελιές και πλατάνια, με θάλασσες ελληνικές, λείες σαν λάδι που έσχιζαν τα νερά τους καϊκια και βαρκούλες. Μάχες, προσωπογραφίες ισχυρών ανδρών, ηρώων, ευεργετών, βασιλιάδων και απλών ανθρώπων. Ακόμη ξυπόλητα παιδιά, σκοτωμένους κάτω από το φεγγάρι, μεθυσμένους να πίνουν το κρασί τους σε σκοτεινές ταβέρνες. Ερχόταν ο Γιάννος τα έβλεπε, χαιρόταν, έβαζε τα χέρια του  στους σμιλεμένους ώμους της, τη φιλούσε τρυφερά και της ψιθύριζε, << ποιος ήλιος λαμπερότατος σου ‘δωσε την ανθάδα και ποια μηλιά, γλυκομηλιά τη ροδοκοκκινάδα; >> Η Λενιώ με τα μάτια υγρά από τη χαρά και τη συγκίνηση του απαντούσε: << Γεννήθηκα μόνο γιατί μ’  αγάπησες, η άχαρη ζωή μου πληρώθηκε με χαρές, τα όνειρά μου ωραία έγιναν μαζί σου, δεν κάνω τίποτα άλλο ευτυχισμένη δίπλα  σου, παρά να τραγουδώ  που μ’ αγάπησες! >>

 

                                           = = =

 

              Έρχονταν στ’ αυτιά του Γιάννου, ψίθυροι για το νεοελληνικό διαφωτισμό που είχε αρχίσει το τελευταίο τέταρτο του 18ου αιώνα στην Ευρώπη και ζήτησε να μάθει περισσότερα γι’  αυτόν. Έτσι σιγά-  σιγά διάβαζε ότι έπεφτε στα χέρια του από τα κείμενα ή τα βιβλία του ιδεολογικού αυτού πυρετού στις ευρωπαϊκές χώρες και πλούτιζε τις γνώσεις του με τις κινητήριες δυνάμεις του. Γρήγορα έμαθε για το Ρήγα, τον Περραιβό, τον Κοραή, το Σολωμό, τον Κάλβο. Πίστεψε πως η Επανάσταση θα πετύχει αν μορφωθεί ο λαός και αντισταθεί στον σκοταδισμό, στους ύπουλους ξένους και στους ντόπιους κοτζαμπάσηδες. Του άρεσε πολύ το πολιτικό και φιλολογικό έργο του Ρήγα και τον στενοχώρησε αφάνταστα ο τραγικός του θάνατος  στα 1798 που τον εμπόδισε να  σπείρει πιο βαθιά τον σπόρο των ιδεών του και να ξεσηκώσει τα Βαλκάνια. Γι’ αυτό και η συντήρηση τον είχε επικηρύξει σαν τον υπ’ αριθ. 1 εχθρό της. Του είχε κακοφανεί επίσης και η λογοκρισία που είχαν επιβάλλει ισχυροί συντηρητικοί κύκλοι στα βιβλία του. Έτσι σε μια ομήγυρη σ’ ένα χωριό μετά από έντονη συζήτηση στα περί Φιλικής Εταιρείας και στο νεοελληνικό διαφωτισμό, έβγαλε ένα χαρτί από την τσέπη και δακρυσμένος, είπε: << Κοιτάτε όμως τι πόλεμο δέχονται αυτοί οι αγωνιστές >> κι άρχισε να διαβάζει το την κακογραφία με θυμό και λύπη: << Οι καταστρώσαντες τοιαύτα σχέδια είναι περισσότερον ένοχοι και αυτοί ωθούν την Ελλάδα προς τον όλεθρον. Είναι ελεεινοί εμποροϋπάλληλοι, καταστραφέντες λόγω της κακής των διαγωγής και αφαιρούντες και το χρήμα των αφελών ψυχών εν ονόματι μιας πατρίδος ην αυτοί δεν έχουν. Θέλουν να σας έχουν εις την συνωμοσίαν των δια να εμπνεύσουν πίστιν εις τα επιχειρήματά των. Σας επαναλαμβάνω: φυλαχτείτε από τοιούτους άνδρας >>.

     Με το ερχομό της Επανάστασης, τέθηκε στο πλευρό της, πολέμησε σε πολλές μάχες και διακρίθηκε για τον ηρωισμό του. Μαζί με τον Κολοκοτρώνη, Νικηταρά, Πλαπούτα, Γιαννάκη Γκρίτζαλη, Παπαφλέσσα έδειξαν στον Τούρκο τι εστί Έλληνας και τι ψυχή λιονταριού διαθέτει όταν μάχεται για τη λευτεριά του. Θαύμαζε τον Παπαφλέσσα για το θάρρος του και τον είχε πρώτο - πρώτο στο πάνθεο των ηρώων του ’21 κι αυτό για τη θέση που πήρε, στη σύναξη της Βοστίτσας εναντίον των κοτζαμπάσηδων και των δεσποτάδων, που δεν ήθελαν ν’ ακούσουν ούτε λέξη για τον ξεσηκωμό του έθνους χωρίς οργανωμένη στρατιωτική δύναμη και δίχως σαφείς ενδείξεις για τις ρωσικές εγγυήσεις στην Επανάσταση. Θυμόταν απέξω το διάλογο που έκανε ο Παπαφλέσσας με το δεσπότη Π. Πατρών Γερμανό και τον επαναλάμβανε όταν του το ζητούσαν οι μαχητές και οι καπεταναίοι. Μια φορά μετά από τη μάχη που έδωσαν με τους Τούρκους και ξεκουράζονταν για να διασκεδάσουν τη νίκη τους,  του ζήτησαν να επαναλάβει το διάλογο. Αυτός άρχισε εν μέσω παροτρύνσεων και χειροκροτημάτων:

   --- Έχω να κάνω έντεκα ερωτήματα! είπε ο δεσπότης.

   --- Σαν πολλά δεν είναι δεσπότη μου; τον ειρωνεύτηκε  ο Παπαφλέσσας.

 --- Μεγάλη δουλειά βάζουμε μπροστά, πολλά και τα ρωτήματα απαντάει ο Γερμανός.

--- Να σ’ ακούσω λοιπόν.

--- Σε ρωτώ: Πρώτο είναι σύμφωνο το γένος για τον αγώνα;

--- Ολόκληρο, χώρια από τους Τουρκοαγάδες! Παρακάτου!

--- Τι μας χρειάζεται για να κινήσουμε πόλεμο; Τι έχουμε;  Τι μας λείπει και ποιος θα μας τα δώσει;

---Ετούτα που ρωτάς δεν τα σούρνουν στους δρόμους, απαντά διπλωματικά ο Παπαφλέσσας. Όμως σου λέω πως όλα είναι κανονισμένα.

--- Ας είναι… Τι δύναμη έχουμε;

--- Σε τούτο πια είναι που δεν μπορώ ολότελα να σου αποκριθώ.

--- Δεν μπορείς το ένα, δεν μπορείς τ’ άλλο, πετάχτηκε νευριασμένος ο κοτζαμπάσης Χαραλάμπης, τότε τι ήρθες εδώ να κουβεντιάσουμε;

     Ο Παπαφλέσσας αγρίεψε.

--- Τι να σας πω κοτζαμπάσηδες. Θέλετε να μάθετε τη δύναμή μας; Τραβάτε στους καζάδες σας, συνάχτε τα τουφέκια σας κι απέ τα μετράτε μαθέτε πόσα είναι και να ευχαριστηθείτε!

    Κι όταν τον ρώτησαν αν η Ρωσία είναι μαζί μας και προσπάθησε να τους πείσει πως είναι, ο Π. Πατρών Γερμανός θυμωμένος, του είπε για να τον διαψεύσει:

   --- Τι μας φαφλατίζεις, μπρε ντελέ – Παπαφλέσσα και σηκώνεις το νου τούτων εδώ των αχμάκηδων; Σε ποιον τα πουλάς αυτά; Είσαι άρπαγας, απατεώνας και εξωλέστατος! 

 --- Δεσπότη μου, απάντησε ήσυχα ο Παπαφλέσσας, συγκρατώντας το θυμό του, εγώ σου μιλάω και συ με βρίζεις. Δεν θέλετε; Κάντε καλά. Εγώ φεύγω για την Αρκαδιά και τη Μάνη, συνάζω δυο χιλιάδες και σηκώνω μπαϊράκι. Τέλειωσε.

     Ο Παπαφλέσσας παρόντας που πρώτη φορά άκουγε το διάλογο απ’ τα χείλη του, σηκώθηκε, τον αγκάλιασε και τον φίλησε. Ύστερα  το ίδιο έκαναν και οι άλλοι.

 

                                             = = =

  

    Πολύ είχαν στενοχωρήσει τον κλεφτοκαπετάνιο Γιάννο και οι δύο εμφύλιοι μεταξύ των κοτζαμπάσηδων και καπεταναίων. Έβλεπε τους κοτζαμπάσηδες του Μοριά και τους Υδραίους καραβοκύρηδες να πετάνε σαν τα σκουπίδια έξω από την κυβέρνηση τους στρατιωτικούς και θλιβόταν. Ειδικά για τη φυλάκιση του Κολοκοτρώνη και των άλλων οπλαρχηγών είχε χύσει μαύρο δάκρυ ενώ  το μοίρασμα της γης στους  ακτήμονες αγρότες που δεν γινόταν γιατί δεν το ήθελαν οι κοτζαμπάσηδες του είχε γίνει αγκάθι και του τρυπούσε την καρδιά. Το ζήτημα της διανομής της γης το είχε συζητήσει με τον Κολοκοτρώνη μετά τη Β’ Εθνοσυνέλευση του Άστρους που του το είχε περιγράψει κάπως έτσι:  Το πρόβλημα της διανομής της εθνικής γης στους ακτήμονες  αγρότες είχε φτάσει σε οξύτατο σημείο το δεύτερο χρόνο της Επανάστασης.  Στο Μοριά είχε ξεσπάσει ένα είδος αγροτικής ανταρσίας και σημειώθηκαν αλλεπάλληλες καταλήψεις εθνικών κτημάτων από τους αγρότες. Μετά τη νίκη κατά του Δράμαλη οι αγρότες του Μοριά είχαν αναθαρρήσει και άρχισαν και πάλι να κινούνται ζωηρά για την  απόκτηση γης. Στο Άστρος του είχε επισημάνει ο Κολοκοτρώνης το ζήτημα αντιμετωπίσθηκε σύμφωνα με τις θελήσεις των κοτζαμπάσηδων. Έτσι  απέσπασαν ψήφισμα με το οποίο η εθνική γη θα μπορούσε να εκποιείται  << προς εξασφάλισιν των εξόδων του εθνικού αγώνος >>,  αλλά η πραγματική έννοια ήταν να μπορούν να ιδιοποιούνται οι προεστοί νομοτύπως τα πρώην τουρκικά κτήματα. Και για να ικανοποιήσουν και τους Υδραίους συνεταίρους τους, οι Μοραϊτες κοτζαμπάσηδες τους υποσχέθηκαν να τους αποζημιώσουν για τα έξοδα του στόλου με γαίες στην Αργολίδα και τη Ναυπλία.

                                                    = = =

 

       Και κυλούσε ο φλύαρος χρόνος πότε με το Γιάννο στους λόγγους και τις ρεματιές να πολεμά τον Τούρκο, πότε στο σπίτι με τη Λενιώ να πλέκουν ιστορίες και πότε να χαϊδεύει τα παιδιά τους, που του σκόρπιζαν γέλιο και χαρά. Για να ‘ρθει ο Φλεβάρης του   1825  μαζί  με  την Τουρκοαιγυπτιακή απειλή. Ο Ιμπραήμ  αποβιβάστηκε αμαχητί στη Μεθώνη και εγκατέστησε ισχυρό προγεφύρωμα στο Μοριά. Σειρά λαθών εκ μέρους της κυβέρνησης επέτρεψαν να σταθεροποιηθεί ο στρατός του Αιγύπτιου στις δυτικές ακτές της Πελοποννήσου.  Ο πανικός της ηγεσίας μεγάλος, οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις διαλυμένες,           Κολοκοτρώνης και άλλοι ηγέτες του επαναστατικού στρατού στη φυλακή και κάποιοι  διωκόμενοι. Ο Καραϊσκάκης παραμερισμένος. Ο Ανδρούτσος δολοφονημένος. Οι Ρουμελιώτες κατέστρεφαν το Μοριά με στρατό κατοχής και καταδίωκαν τους πολιτικούς τους αντιπάλους. Στη διάλυση αυτή ούτε ο σφετερισμός των κονδυλίων του δανείου δεν εξέλειπε. Αλλά και τα οικονομικά ήταν κι αυτά διαλυμένα.

    Μπροστά στη θανάσιμη Τουρκοαιγυπτιακή απειλή που διαγραφόταν εναντίον της Επανάστασης ολόκληρο το έθνος αισθάνεται αγωνία και αναζητεί στην κρίσιμη εκείνη  στιγμή τους φυσικούς ηγέτες, που βρίσκονταν στη φυλακή ή σε κυβερνητική δυσμένεια. Ακούγονται φωνές όλο και πιο πολλές ν’ απελευθερωθεί ο Γέρος και ν’ αναλάβει την ηγεσία του αγώνα. Ο ίδιος ο Κολοκοτρώνης από τη φυλακή στην ‘Υδρα στέλνει μήνυμα στην κυβέρνηση και ζητά ν’ αφεθεί ελεύθερος για να πολεμήσει τον εχθρό, δηλώνοντας άμα απομακρυνθεί ο κίνδυνος θα επιστρέψει στη φυλακή κι ακόμα να περάσει από  δίκη κι αν βρεθεί ένοχος να καταδικαστεί με βαριά ποινή. Η κυβέρνηση όμως κωφεύει στην πατριωτική έκκληση του Κολοκοτρώνη και δεν ενδίδει στην αξίωση της κοινής γνώμης και των αγωνιστών, θέλοντας την τελική φυσική εξόντωση του Γέρου.

    Κι ενώ οι εμπειροπόλεμοι ηγέτες της Επανάστασης κρατούνται μακριά από τις ένοπλες δυνάμεις της, η κυβέρνηση αποφάσισε να αντιμετωπίσει το θανάσιμο κίνδυνο του Ιμπραήμ κατά τρόπο αστείο, διορίζοντας αρχιστράτηγο τον Γ. Κουντουριώτη και ηγέτη των κατά ξηράν μαχίμων δυνάμεων ένα φαιδρό και άπειρο από πόλεμο ναυτικό, τον Κυριάκο Σκούρτη. Μόλις το έμαθε ο Κολοκοτρώνης στη φυλακή σχολίασε  πικρόχολα το γεγονός λέγοντας: << τώρα που διορίστηκε ο κυρ - Γιώργης  Κουντουριώτης αρχιστράτηγος και ο Σκούρτης στρατηγός δεν μένει παρά να διοριστώ κι εγώ ναύαρχος και όλοι μαζί να τσακίσουμε τον Ιμπραήμ! >>

   Ο Παπαφλέσσας τότε βρέθηκε στην πρώτη γραμμή.  Αποφάσισε μια επιχείρηση σωτηρίας μαζί και αυτοκτονίας, ελπίζοντας πως κάτι θα κάνει να ανακόψει τον Ιμπραήμ και να σώσει την Επανάσταση. Συγκέντρωσε γύρω του πολεμιστές από την Αρκαδία και τη Μεσσηνία και όταν τους έφτασε μια χιλιάδα τραβάει για το Μανιάκι να φράξει το δρόμο του Τουρκοαιγύπτιου. Μαζί του στρατεύεται και ο Γιάννος. Πιάνουν ταμπούρια και στις 20 Μαϊου 1825 αντιμετωπίζουν τον Ιμπραήμ με τους πολυπληθέστερους πολεμιστές. Όταν οι ταμπουρωμένοι Έλληνες είδαν τον όγκο του στρατού του Ιμπραήμ τρομοκρατήθηκαν και οι περισσότεροι το ‘βαλαν στα πόδια. Τότε ο Γιάννος μπροστά στη διάλυση του στρατού και την επερχόμενη καταστροφή έδειξε τη λεβεντιά του. Μπήκε μπροστά στο τσούρμο που έτρεχε άταχτο και πανικοβλημένο και απλώνοντας το σπαθί του, τους φώναζε για να τους σταματήσει και να τους ενθαρρύνει: << Γυρνάτε πίσω, ορέ, η λευτεριά θέλει ανδρεία, όχι φευγιό. Τι φοβόσαστε; Μια χούφτα είναι τι θα μας κάνουν; Ορμάτε πάνω στο μπουλούκι να το φάτε! >> Αμέσως άρχισε να λέει στίχους του Τυρταίου για να τους βάλει στη φωτιά της μάχης: << Τι τιμή στο παλικάρι, όταν πρώτο στη φωτιά / σκοτωθεί για την πατρίδα με τη σπάθα στη δεξιά //. Πόσο λυπηρό ν’ αφήσει την πατρίδα τη γλυκιά / τα καλά του τα χωράφια και να ζει με διακονιά [… ] κι αμέσως όρμησε πρώτος εναντίον του Ιμπραήμ. Μαζί τους πια με τον Παπαφλέσσα οι τριακόσιοι πιστοί που έμειναν ρίχτηκαν με νύχια και με δόντια στη μάχη. Η σπάθα του Γιάννου ανεβοκατέβαινε και  τα  πτώματα των Τούρκων έπεφταν κάτω το ένα ύστερα από τ’ άλλο. Κι όσο  η μάχη συνεχιζόταν, μπαρουτοκαπνισμένος σκόρπιζε το θάνατο στους εχθρούς. Καταπονημένος ο Γιάννος πολεμούσε σαν λέοντας, ενθάρρυνε τους μαχητές, την ανδρεία του για παράδειγμα έδειχνε στους φοβισμένος. Η μάχη σκληρή κράτησε όλη μέρα, για να ‘ρθει το σούρουπο. Και τότε μια σπαθιά του εχθρού τον κύλησε κάτω λαβωμένο. Κι ως να σκύψουν πάνω του να δουν τη λαβωματιά οι σύντροφοί του, άφησε την πνοή του. Δίπλα του ο Παπαφλέσσας ακόμη πολεμούσε. Ώσπου  κι αυτός έπεσε νεκρός. Νεκροί μαζί τους κι όλοι οι Έλληνες. Μετά το τέλος της μάχης ο Ιμπραήμ έδωσε εντολή να βρούνε το σώμα του Παπαφλέσσα. ‘Όταν το βρήκαν, το έστησαν όρθιο και ο Ιμπραήμ αφού φίλησε το νεκρό ήρωα, είπε: << Αληθινό παλικάρι ήταν αυτός ο παπάς. Αν έχει κι άλλους τέτοιους η Ελλάδα  δύσκολα τη σκλαβώνουμε >>. Λίγα μέτρα πιο πέρα νεκρός κι ο Γιάννος, είχε στραμμένο το κεφάλι προς το νεκρό Παπαφλέσσα κι έμοιαζε σαν να έλεγε στον Τουρκοαιγύπτιο: <<Πράγματι ήταν γενναίο παλικάρι ο παπάς αλλά και όλοι γύρω του  που πέσαμε για τη λευτεριά, λεβέντες ήμαστε, όλο χάρη  και παλικαριά! >>

 

                                          = = =

 

             Θρήνος έπεσε  στα Σουλιμοχώρια όταν μαθεύτηκε το μαντάτο για το θάνατο Γιάννου. Η Λενιώ συγύριζε τα άρματά της όταν το έμαθε. Συγκλονισμένη, πήρε απ’ το σεντούκι ένα σπαθί του,  το φίλησε, το ‘φερε στην καρδιά της και ορκίστηκε πως θα έπαιρνε εκδίκηση. Ύστερα κοιτάζοντας απ’ το παράθυρο τα  βουνά που υψώνονταν γύρω από το χωριό, άρχισε το μοιρολόι, << ο θάνατος του κλέφτη >>. << Και φέρτε μου και ταμπουρά, πικρά να τον βαρέσω / να πω τραγούδια θλιβερά, τραγούδια μοιρολόγια //. Μικρό πούναι το βάρεμα, φαρμακερό το βόλι //. Μην πείτε πως απέθανα, μην πείτε  πως μ’ εσκοτώσαν / μόνο πως επαντρεύτηκα πολύ μακριά στα ξένα //.

          Οι Ντρέδες αφού πολέμησαν τους Τούρκους στα Φιλιατρά, στην Πύλο, στη Μεθώνη, στην Τριπολιτσά, στο Βαλτέτσι, στα Δερβενάκια, συνέχισαν ως το 1828 απόντος του Γιάννου να πολεμούν τον Ιμπραήμ σ’  όλο το Μοριά και στον ίδιο τους τον τόπο, στο Ψάρι, στο Λάπι, στον Αετό.  Τον Απρίλιο του 1827 ο Ιμπραήμ προσπαθεί να εισβάλλει στην ορεινή Τριφυλία. Οι δυνάμεις του πολλές, από πεζούς, ιππείς και πυροβολικό.  Τα έβαλε με τους Ντρέδες γιατί ήταν απειλή στα πλευρά του αλλά και διότι άρπαζαν άλογα, καμήλες και πολεμοφόδια από τα στρατόπεδά του. Στο Λάπι ήταν συγκεντρωμένες όλες οι δυνάμεις της Τριφυλίας και της Ολυμπίας στις 22 Απριλίου όταν έκανε την εισβολή. Παρούσα εκεί και η λεβέντισσα Λενιώ. Όταν άρχισε η μάχη απέναντι από το χωριό, όρμησε στο τούρκικο ασκέρι ασυγκράτητη. Οι Τουρκοαιγύπτιοι πολέμησαν σκληρά αλλά και οι Ντρέδες δεν πήγαν πίσω. Στης μάχης τη φωτιάς η Λενιώ με υψωμένο το σπαθί, ενθάρρυνε,  και φώναζε στους μαχητές: << Εμπρός, παιδιά, εκδίκηση να πάρουμε για το Γιαννιό,  μας το ζητούν τα παλικάρια στο Μανιάκι, μας το ζητά και η λευτεριά! Εμπρός! >> και σκότωνε όποιον εχθρό έβρισκε μπροστά της. Σταμάτησε να πολεμά με τη δύση του ηλίου. Αποσταμένη πια, καθισμένη κάτω από μια βελανιδιά, έβλεπε τον Ιμπραήμ να υποχωρεί με όσους του έμειναν μακριά από το χωριό και τα Σουλιμοχώρια και η καρδιά της πετάριζε από ενθουσιασμό. Περήφανη για ότι έκανε, το ξίφος δεν άφηνε πια,  Τούρκο δε συγχωρούσε, την πολυπόθητη τη λευτεριά όπου κι αν βρισκότανε με πάθος  εζητούσε.

         

 

 

 

 

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου