Τρίτη 9 Νοεμβρίου 2021

 

Κυπαρισσιώτικες εικόνες

  

                                                Η κυρία Χ.Παλιά Κυπαρισσία κατά τον μεσοπόλεμο - ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ Online

                                                      Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου

 

                 Επιστροφή στο παρελθόν. Μια στο τόσο καλό κάνει. Για να θυμηθώ το παλικαράκι, τον εαυτό μου εννοώ, που άφησα  γονείς, αδέρφια και συγγενείς να έρθω στην Κυπαρισσία, και στο γυμνάσιό της να συνάξω σοφία. Από την πρώτη μέρα έπιασα  νιτερέσα με τα ζόρια. << Άνδρα μοι έννεπε, Μούσα, πολύτροπον, ος μάλα πολλά, >> άρχισε ν’ απαγγέλει ο φιλόλογος κι εγώ έψαχνα να βρω σε ποιον μιλούσε.

              Κοντά στον Αι Δημήτρη και κάτω από τις φυλακές του Μαντά, νοίκιασα δωμάτιο. Ένα ερείπιο με τις σκισματιές του βαθιές, ασοβάτιστο,  την πόρτα και τα παράθυρά του μπαλωμένα με τσίγκους και το πάτωμα γεμάτο τρύπες, απ’ όπου δεχόμουν τις επιθέσεις από τις λεγεώνες των ποντικών. Τα σκεύη ελάχιστα. Τηγάνι παλιό,  ποτήρι σπασμένο, κατσαρόλα μονόχειρη, πιάτο παλιομοδίτικο. Το φαγητό ελάχιστο, χωρίς πρωινό και δείπνο. Σπιτονοικοκυρά μου η κυρία Χ. Απογοητευμένη από τη ζωή και την φτώχεια, την κακία των γειτόνων τη μαλθακή καθημερινότητα,  με φρόντιζε προς τέρψη της μετά των τριών δικών της τέκνων. Χαλάλιζε το χρόνο της  μαζί μου, να με συμβουλεύει, να με πλένει, να μου φτιάχνει καφέ, ενίοτε και να με φιλεύει φρυγανιές αλειμμένες με μαρμελάδα και βούτυρο. Ως και πινάκια φαγητού μου σερβίριζε, όταν καταλάβαινε από τους ευγενικούς ήχους του πεπτικού μου συστήματος, πως πεινούσα.

         Περήφανη για την αγροικία της, τη θεωρούσε φτωχή μεν αλλά δημοφιλή λόγω ακριτικής θέσης και σπάνιας θέας του γαλάζιου Ιόνιου. Παρά την οικτράν γκρίνια με τον σύζυγό της, ενοικίαζε τρία δωμάτια σε γυμνασιόπαιδες, προς ενίσχυση του εισοδήματός της. Ως εκ τούτου, απομονωμένη η οικία μακράν της πόλεως, συνίστατο και για εκτροφή πουλερικών. Η αυλή της ήταν γεμάτη κότες, κλωσσόπουλα και πετεινούς. Ένας γείτονας όμως, άξεστος και κακός, έβγαζε φλύκταινες από τα διαπρύσια  << κι κι ρι κου>>, του πιο θρεμμένου κόκορα, όστις συνεχώς χαλούσε τον κόσμο από τα χαράματα. Οι καβγάδες της κυρίας Χ. και του γείτονα έπαιρναν κι έδιναν και ούτε βήμα πίσω κι από τους δυο, για ανακωχή, ενώ ο πετεινός συνέχιζε τα εκκωφαντικά  του << κι κι ρι κου >>.

    Εγώ τον έβλεπα και τον θαύμαζα. Ωραίο καλοθρεμμένο  και τροφαντό κοκορόπουλο με λαμπερά πούπουλα και πολύχρωμα φτερά, λοφίο στητό, περπάτημα κορδωτό, καμάρωνε σαν θυρεός του κοτετσιού, μαζεύοντας τις όρνιθες με στοργή υπό τη σκέπη του. Οι ασυνήθιστες ραψωδίες του,  μου άρεσαν κι ένιωθα χαρούμενος όταν τα << κι κι ρι κου >> του έκαναν έξαλλο το γείτονα και βάζοντας τις φωνές ήθελε σώνει και καλά να στείλει σε αιώνια σιγή τον πτηνόμορφο αοιδό. Και η ζωή συνεχιζόταν.  Εγώ να διαβάζω και να φοιτώ ανελλιπώς, τις ελεύθερες ώρες μου να τις ξοδεύω στο γυμναστήριο, στο ηρώο, στην πλατεία και στο κάστρο.  Ένιωθα παράφρων κι ευτυχής να συναντώ την Ιουλία μου στην παζαρόβρυση και να χαίρεται τόσο ο ουρανός όσο και η ψυχή μου.

     Ένα μεσημέρι η κυρία Χ. έστρωσε τραπέζι και με κάλεσε να φάμε μαζί. Η μερίδα μου, πλούσια, αχνιστή, περιείχε το πόδι του κόκορα, γαρνιρισμένο με ρύζι και  πατάτες ραγού.  << Σιγά μην κάτσω και σκάσω! >> μου είπε γελαστή, << με τις φωνές του γκρινιάρη του γείτονα! Τον έσφαξα και ησύχασα! >> Αδειάζοντας μέχρι πάτο το ποτήρι, άρχισε το τραγούδι: << Φώτα  φεγγαράκι μου, να πάω στην αγάπη μου//.  Φώτα ψηλά και χαμηλά γιατί είναι λάσπη και νερά,/ φώτα και χαμηλότερα να πάω γληγορότερα//. Εγώ φωτάω ως το πρωί κι όπου έχει αγάπη ας περπατεί //. Φώτα και συ λεβέντη μου,/ να δέσω το τσεμπέρι μου//.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου