Τετάρτη 25 Αυγούστου 2021

                 Παναγιώτης  Αντωνόπουλος

    ΧρονογράφημαΤο φαντασμένο κοκοράκι! | Οι παραμυθάδες

                                  Το κοκοράκι κι κι ρι κι κι !

 

                            

 

    Με χιούμορ οι Άγγλοι στην καθημερινότητά τους αλλά με τις πληγές νωπές ακόμη στις σάρκες των ντόπιων, στα κράτη που έστηναν τις αποικίες τους .    << Χλωριωμένη κότα >> είπε ο Μπόρις τον Τζέρεμι Κόρμπιν στο κοινοβούλιο!  Κι εγώ θυμήθηκα τις φλύκταινες που βγάζω όταν στη γειτονιά μου σε μια λαϊκή αυλή, που στεγάζονται όρνιθες και ο αρχηγός τους ο πετεινός, ξεκουφαίνουν τον κόσμο με τα << κι κι ρι κου >> τους. Κραυγές άξεστου  ήχου από τα χαράματα που δε σώζονται ούτε με ωτοασπίδες οι περίοικοι.

  Περισσότερο ακούγονται του κόκορα και δη νυχθημερόν πλειστάκις. Ασυνήθιστες ραψωδίες αλλά μου αρέσουν γιατί ο κόκορας είναι συμπαθής, θρεμμένος, τροφαντός, χρωματιστός, πτέρωμα γυαλιστερό, λοφίο στητό, ένας αγέρωχος φρουρός που σαν θυρεός καμαρώνει στην πόρτα του κοτετσιού και προστατεύει τις όρνιθες παλλακίδες του.

    Παιδιόθεν θαύμαζα την απλόχερη ελευθερία των δικών μας πτηνών στο πατρικό κοτέτσι και χαιρόμουν για όποια επωδό άκουγα από κόκορα ή κότα. Στους πολλούς κοκόρους μια εποχή έτυχε ο ένας να ήταν γέροντας με πτέρωμα αραιό, πόδια στραβά, φωνή βραχνή, όμως καλοθρεμμένος σαν αστός καπιταλιστής που τον ορεγόσουν στο πιάτο.

    << Ρίξε του μια στο κεφάλι με τη σφεντόνα και φέρε τον κάτω να τον κάνουμε  μακαρονάδα, δεν μπορεί πια να βατέψει τις λειράτες κότες >> μου είπε  η μάνα  μου  και <<  πριν  αλέκτορα  φωνήσαι >> πήρε θέση για να δει το φονικό. Εγώ σημάδευα, τα χέρια μου έτρεμαν, η πέτρα δεν έφευγε, μ’ έπιασε ένας πόνος για το θρεμμένο πουλί, που είπα: << Πέντε χρόνια τον έχουμε στο κοτέτσι, τον αγαπώ σαν αδερφό μου, πώς να τον σκοτώσω; >> και το ‘βαλα στα πόδια.

    Την άλλη μέρα έστρωσε τραπέζι. Ακολουθώντας τον ίδιο χαβά να με ρωτά πάντα τι προτιμάω στη μερίδα μου, άκουσα τη φωνή της, ρυθμική: << Στήθος ή πόδι; >> << Αφού ξέρεις >> της απάντησα ξερά σαν ανάγωγος χωριάτης και περίμενα. Μου ‘φερε το πιάτο. << Αφού σένα τρέμανε τα χέρια σου τον ταχτοποίησα εγώ >> είπε και  κόσμησε το χώρο μ’ ένα γέλιο συρτό. Ύστερα κάρφωσε τον αχνιστό μεζέ και  με το βλέμμα της να φεγγοβολάει με προέτρεψε να κάνω κι εγώ το ίδιο.

   ellinikoxronografima.blogspot.gr

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου