Παναγιώτης Αντωνόπουλος
Χρονογράφημα
Ω σώμα του καλοκαιριού, γυμνό καμένο
Αχ, κι εκείνες οι νύχτες! Με το γέλιο μας να κυλάει κάτω από το μελί φεγγάρι, τα δυο μαργαριτάρια στα μάτια της Ανθής να φωσφορίζουν σαν φιλιά φωτός και τη σιωπή ερωτευμένη να κάνει τα δέντρα να ριγούν. Νηστικά και στερημένα, γυμνάζαμε τα φτερά μας στο έλεος μιας ανεπαίσθητης δροσιάς και στο μαραμένο άνθος μιας μίζερης ζωής. Είχαμε το αγέρι φίλο μας, όμως, και ταχυδρόμο καλών μαντάτων. Ερχόταν με το σούρουπο και σαν μεγάλο παιδί μας πλησίαζε και μας έλεγε: << Το βράδυ κάτω από τα αστέρια ο θείος Νιόνιος έχει ξέλαση. Θα τρίψετε καλαμπόκι και οι βαρκούλες σας θα αρμενίσουν φορτωμένες από χαρά, ρόδα της κουβέντας και γέλιο ανοιχτό σαν τριαντάφυλλο. Μη λείψει κανένας σας. Θα είναι και οι αγαπούλες σας εκεί, θα μαδήσετε μαργαρίτες, θα στριμώξετε τον πόνο στους γύρους του χορού και θα φάτε μελάτες ρόγες ροζακί από τα λευκά χεράκια τους που τις τρύγησαν το απόγευμα στο αμπέλι, σκυφτές κάτω από το βασιλιά ήλιο >>.
Πηγαίναμε. Καθόμαστε κάτω από τη συκιά που μας χαιρετούσε κουνώντας τα φύλλα της που έμοιαζαν σαν παιδικά χέρια. Τρίβαμε στις << γκριτζάλες >> τα << λουμπούσια >>, χωρίζαμε τον καρπό, γεμίζαμε τα σακιά κι όλη η εργασία θα τελείωνε αργά τις μεγάλες ώρες. Ο σωρός υψωνόταν, χαρούμενοι τον κοιτούσαμε, ο θειος Νιόνιος σάκιαζε ασημωμένος από χαρά, οι μεγάλες φωτιές που μας άναβαν τα κορίτσια δεν είχαν τέλος. Ο έρωτάς μας, μας τρέλαινε, μας έπαιρνε τα μυαλά, χάναμε το είναι μας, η σκέψη μας έτρεχε έξω από το μυαλό μας, όπως το νερό έξω απ’ το αυλάκι. Στο βάθος του σκοταδιού πάνω στους σωρούς με τα λούκια, στήναμε βωμούς στον ζωοδότη έρωτα μέσα σε ωραίους ψίθυρους των επωδών του πάθους μας μαζί με το ράθυμο τρίξιμο που έβγαζαν οι << γκριτζάλες >>. Οι τρισκότεινοι ουρανοί μας αγάλλονταν, η πνιχτή μονότονη ζωή μας ημέρευε και το κλάμα μας γινόταν τραγούδι.
Η φωνή του θείου, δυνατή, τραχιά, μας τίναζε πάνω. Κατεβάζαμε τα χέρια μας από τα μαλλιά των κοριτσιών και γυρίζαμε πάλι στη δουλειά. Πίσω μας ακολουθούσαν οι αγαπούλες μας. Έκλειναν σιγά- σιγά το άνθος τους, στρώνονταν κι αυτές στη δουλειά, ενώ η νύχτα σιώπαινε για ν’ ακούσει τους ρυθμικούς τους στεναγμούς. Τα μεσάνυχτα η άσβεστη φωτιά μας, συμπιότανε με φουρνίσιο ψωμί, τυρί σφέλα και κρεμμύδι στουμπητό. Με γοργό περπάτημα, όρθιος ο θείος γιόμιζε τα ποτήρια οίνο ροδίτη και με ακύματη ματιά, έστηνε αυτί προς το μέρος που ερχόταν ο αντίλαλος της φωνής του γκιώνη. Στις δύο το πρωί η φτερούγα του ουρανού άσπριζε. Η δουλειά τελείωνε. Η φλογισμένη νιότη μέσα στα στολίδια της νύχτας και της σιωπής, επέστρεφε σπίτι. Μια ακόμη ξέλαση ετοίμαζε να πει το πρωινό της τραγούδι στην κορυφή της φλαμουριάς.
Από τότε ο χρόνος φλύαρος κύλησε ως εδώ. Συλλογιέσαι τον Καρυωτάκη και λες, είχε δίκιο που έγραφε: <<… Έχω κάτι σπασμένα φτερά //. Δεν ξέρω καν γιατί μας ήρθε το καλοκαίρι αυτό //. Για ποιαν ανέλπιστη χαρά / για ποιες αγάπες / για ποιο ταξίδι ονειρευτό //.
ellinikoxronografima.blogspot.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου