Δευτέρα 14 Ιουνίου 2021

 

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ       ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣΟι φλέβες της γης | Η Εφημερίδα των Συντακτών

 

 

 

                                   Θύελλα  στον Αρκαδικό

 

 

                                   ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ

 

 

 

                              

 

 

 

                              ΚΕΦΑΛΑΙΟ  ΠΡΩΤΟ

 

                                                          

 

 

 

                     

 

                                                   1

 

 

 

 

 

        Ο καθηγητής Λευτέρης Ζήνας είχε  ανοιχτό το παράθυρο και διόρθωνε μια δέσμη από χειρόγραφα. Ο θόρυβος που ακούστηκε έξω στο δρόμο, τον έκανε να σηκώσει το κεφάλι. Μέχρι να δει τι ήταν, νόμισε πως προερχόταν από εκείνα τα μυστηριώδη πουλιά που πετούσαν κοπαδιαστά στο  φθινοπωρινό ουρανό μέρες τώρα και τον συντρόφευαν με τις φωνές και τα φτερουγίσματά τους που πολλές φορές άγγιζαν τόσο ξυστά τους τοίχους του σπιτιού του, που θαρρούσε πως θα έμπαιναν μέσα.

        Αν και πετούσαν μακριά από τα σπίτια του χωριού, κοντά στα σφεντάμια και τα ελαιόδεντρα, περιέργως τα μεσημέρια εγκατέλειπαν τις μόνιμες εστίες τους και ανέμιζαν ήσυχα πάνω από τους κήπους και τις στέγες με τα κόκκινα κεραμίδια. Ο καθηγητής δεν είχε ενδιαφερθεί να μάθει τι είδος πουλιών ήταν και του αρκούσε που τα έβλεπε να τον χαιρετούν απ’ το ανοιχτό παράθυρο σαν ήταν σκυμμένος πάνω στα χειρόγραφά του αφήνοντας τις σκέψεις του.

        Έσφιξε δυνατά το στυλό του κι έπεσε πάλι σκυφτός στο χαρτί κι άρχισε να γράφει. Έγραψε όλη κι όλη μια σειρά όταν ξανάκουσε άλλο θόρυβο που έμοιαζε τώρα με βήματα ανθρώπου και σήκωσε πάλι το κεφάλι. Κοίταξε έξω κι αμέσως με την πρώτη ματιά το μυστήριο ξεδιαλύθηκε. Ήταν η Τάνια Μαργαρίτη η γυναίκα του συναδέλφου του καθηγητή των μαθηματικών Ιάσονα Μελετίου που ερχόταν στο σπίτι της εξαδέλφης του, πιθανόν για να της κάνει κάποια επίσκεψη από τις συνηθισμένες που της ήταν απαραίτητες τις Κυριακές. Ήταν μια μελαχρινή, νέα κι όμορφη γυναίκα, κοντά στα τριάντα, που νόμιζες πως δεν περπατούσε αλλά λικνιζόταν σαν ένα ανθισμένο κλαδί πάνω σ΄ ένα καλοπελεκημένο ραβδί. Πριν ακόμη ο Λευτέρης ανοίξει την πόρτα και της μιλήσει, κατάλαβε αμέσως πως δεν υπήρχε αμφιβολία για την επίσκεψη αφού η γυναίκα περνούσε κιόλας την ανοιχτή καγκελόπορτα κι έκανε το πρώτο βήμα στην πλακόστρωτη αυλή. Όταν πια αυτή σταμάτησε και φώναξε τ’ όνομα της εξαδέλφης του: << Ζωή! Ζωή! Πού είσαι; >> δεν άντεξε τον πειρασμό να τη δεχτεί και να την καλωσορίσει μ’ ένα ποιητικό και τρυφερό λόγο που βγήκε απ’ τα χείλη του ενώ βρισκόταν ήδη κρεμασμένος ο μισός έξω απ’ το παράθυρο:

     --- Η καλή μου Τάνια! Τι έκπληξη και τι χαρά! Πώς μπορώ να σε εξυπηρετήσω;

    Αυτή σταμάτησε δυο μέτρα μακριά από την μπαλκονόπορτα. Το σπίτι ήταν ισόγειο με τρία σκαλιά κι αυτό του έδινε ελάχιστο ύψος από το έδαφος, έτσι που αν άπλωνε το χέρι του ο καθηγητής την έφτανε. Αυτός άφησε παρευθύς το παράθυρο και βγήκε από τη διπλανή πόρτα στο μέρος της μπαλκονόπορτας. Εκεί έμεινε λίγο σιωπηλός τρίβοντας αμήχανα τα χέρια του ενώ την έτρωγε με το βλέμμα του. Τον κοίταξε κι αυτή σηκώνοντας ελαφρά και δειλά τα μάτια και του αποκρίθηκε ύστερα από κάποιο δισταγμό αδύναμα αλλά θριαμβευτικά:

    --- Θεέ μου! Τι ανοησίες κάνω.  Σε ανάγκασα να βγεις έξω! Συγγνώμη Λευτέρη, θαρρώ πως έγινα πολύ γελοία! και σοβαρή – σοβαρή ξεκίνησε απροσδιόριστα για την κουζίνα του σπιτιού που βρισκόταν στην ανατολική πλευρά του ακάλυπτου χώρου, πατώντας κιόλας στο πρώτο σκαλί της εισόδου.

     Ο Λευτέρης  δεν ήθελε να  χάσει τη συντροφιά της με τίποτα κι έκανε μια προσπάθεια να αυτοκυριαρχηθεί και να ισορροπήσει τη φοβισμένη καρδιά του που χτυπούσε σε ρυθμό ανάμεσα συναισθήματος και λογικής. Έτσι σαν θεώρησε προνομιούχο τον ερχομό της και την ώρα κατάλληλη για ένα τολμηρό διάλογο μαζί της, της είπε παρακαλεστικά και μ’ ένα παρατεταμένο ήχο στη φωνή του:

     --- Σε είδα πριν λίγο στο καφενείο να παίζεις το συνηθισμένο σου χαρτάκι! Σκέφτηκα να μπω κι εγώ μέσα και να το στρώσουμε μαζί αλλά δεν το τόλμησα γιατί ο διάβολος δε μ’ άφησε! Έχω να γράψω κάτι και ο χρόνος δεν μου το επέτρεψε. Είδα και τον άντρα σου εκεί. Ωστόσο θα έπρεπε να σας πλησιάσω και να σας πω μια καλημέρα! Παράλειψή μου!

    Αυτή τότε έδειξε αναποφάσιστη. Έκανε όμως δυο βήματα και βρέθηκε πιο κοντά στην μπαλκονόπορτα ενώ σκέφτηκε πως καλό θα ήταν να κάνει μια γόνιμη κουβέντα μαζί του και να αναθερμάνει τα συναισθήματά της απέναντί του που για πολλούς λόγους είχαν παγώσει τελευταία. Έτσι και στην ωραιότητα της στιγμής που πλουτιζόταν κι από τα άνθη της αυλής το αποφάσισε για μια άνευ όρων προσωπική έκφραση  στον πειρασμό που λέγεται άντρας, γι’ αυτό του αποκρίθηκε με μια υποταγή θα ‘λεγε κανείς άνευ όρων και του είπε:

    ---Είναι πολύ ευχάριστο να ενδιαφέρεται κάποιος για μένα και να μου μιλάει τόσο αληθινά κι αυθόρμητα! Σ’ ευχαριστώ!

    Κι αφού τον κοίταξε μ’ ένα βλέμμα ενοχής κι ανησυχίας για την οικειότητα που είχαν τα λόγια της, ξεκίνησε αιφνίδια να κάνει μερικά πηδηχτά βηματάκια επί τόπου, περιμένοντας την απάντησή του.

    Ο Λευτέρης παρατήρησε το βλέμμα της και εννόησε πολλά. Το κυριότερο δε πως ήταν γεμάτο πάθος και είχε μια ακαταμάχητη γοητεία κι έλξη.  Κι όπως τα μάτια της ήταν μεγάλα και καστανά και βαθιά χωμένα μέσα στις κόγχες του φάνηκαν πως έμοιαζαν με δυο φλεγόμενα αστέρια! Και τότε δεν είχε πλέον  καμιά αντίρρηση για τις προθέσεις της. Έτσι της είπε τρίβοντας ξανά τα χέρια:

    --- Το θεωρώ αληθινά θαυμάσιο αν ξεχνούσες την ξαδέλφη μου κι ερχόσουν μέσα! Ίσως μια ωραία συζήτηση μας έκανε και τους δυο ευτυχισμένους.

    Αυτή δεν ενοχλήθηκε καθόλου από την πρόσκλησή του, τουναντίον της άρεσε. Γι’ αυτό σταμάτησε κοιτάζοντάς τον σιωπηλή, ενώ που και που έγερνε το κεφάλι προς τα κάτω, δείχνοντας αναποφάσιστη. Ωστόσο κάποτε αποφάσισε να του μιλήσει και το έκανε για να του αποκριθεί;

    --- Θα το ήθελα πολύ!  Όμως η ξαδέλφη σου είναι πρόεδρος του Συλλόγου Φιλόπτωχων Κυριών και πρέπει να τη δω οπωσδήποτε. Έχω κάτι σημαντικό να της ανακοινώσω. Ο χρόνος μου θα αναλωθεί εκεί!

    Το είπε τόσο πανηγυρικά που τόνωσε το θάρρος και την επιμονή του. Κι αφού ένιωσε αισθητά την ανάσα της κιόλας στο πρόσωπό του αν και τους χώριζαν αρκετά μέτρα, σκέφτηκε πως δεν έπρεπε με τίποτα ν΄ αφήσει την ευκαιρία να του φύγει μέσα από τα χέρια, γι’ αυτό έκανε ακόμη μια προσπάθεια να τη βάλει μέσα στο σπίτι. Κι αφοσιωμένος λες στα όμορφά της καστανά μάτια της ξεφώνισε:

    --- Θα έμαθες πως η μετάθεσή σου από την Κεφαλονιά δεν ικανοποιήθηκε! Θα ήταν πολύ ενδιαφέρον να το συζητήσουμε!

    Η Τάνια κατάλαβε πως το είπε αυτό για να ασκήσει την επιρροή του πάνω της και πως λίγο τον ενδιέφερε η απόσπασή της. Ωστόσο όμως έβρισκε κι ένα σοβαρό τρόπο στην πρότασή του να τον επισκεφτεί αφού με τον καλό του χαρακτήρα και τη γνωριμία τους διαισθανόταν πως κάτι καλό θα έβγαινε με τη συνάντησή τους. Γι’ αυτό αφού τον πυροβόλησε για άλλη μια φορά με το πύρινο και φιλήδονο βλέμμα της, γύρισε απότομα το κεφάλι της και του είπε:

    --- Θα έρθω! Δεν πιστεύω όμως να σκέπτεσαι να παίξεις κανένα επικίνδυνο παιχνίδι μαζί μου; και πηδώντας ένα μικρό σωρό με λασπωμένα τούβλα, ανέβηκε τα τρία σκαλιά και βρέθηκε στην πόρτα.

 

 

 

                                                        

 

 

                                                          

                                                    2

 

 

 

 

       Ο Λευτέρης ελάχιστα γνώριζε για την Τάνια. Ήξερε πως ήταν γυναίκα του καθηγητή των Μαθηματικών, Ιάσονα Μελετίου που υπηρετούσαν μαζί στο ίδιο Λύκειο της πόλης και πως ήταν κι αυτή εκπαιδευτικός, φιλόλογος και υπηρετούσε  στο Λύκειο της Κεφαλονιάς. Ακόμη πως είχε τρεις κόρες.  Εφτά ετών η μεγαλύτερη, πέντε η δεύτερη  και οκτώ μηνών η τρίτη που ήταν και αβάφτιστη και πως ζούσαν στο χωριό, μένοντας στο πατρικό του συζύγου ώσπου να ετοιμαστεί το σπίτι που ήδη βρισκόταν στο τελείωμα στην Κυπαρισσία. Επί πλέον ήξερε πως η Τάνια είχε βάλει Θεούς και δαίμονες να πάρει μετάθεση ή απόσπαση από το νησί και να έρθει να υπηρετήσει στο Λύκειο της πόλης κοντά στον άντρα της και τα παιδιά της.

    Την έβλεπε ελάχιστες φορές στην πόλη, στις πολιτιστικές εκδηλώσεις του Μορφωτικού Συλλόγου στον οποίο ήταν πρόεδρος, αλλά χωρίς να την πλησιάζει και χωρίς ποτέ να έχουν μιλήσει εκτός από τους τυπικούς χαιρετισμούς. Θυμόταν πως μια φορά ο ένας έπεσε πάνω στον άλλο χωρίς να συμβεί τίποτα το ιδιαίτερο, εκτός από ένα τρυφερό χαμόγελο που άνθισε στα χείλη και των δυο. Ήταν σε μια παράσταση θεάτρου που δινόταν στα πλαίσια των εκδηλώσεων << ΤΑ ΑΡΚΑΔΙΝΑ >> στον κινηματογράφο << ΑΡΚΑΔΙΆ >> και που ήταν φίσκα από θεατές. Η παράσταση ήταν έτοιμη ν’ αρχίσει και κανένας ψίθυρος δεν ακουγόταν πουθενά. Τότε μια τσιριχτή φωνή ενός κοριτσιού που ακούστηκε απ΄ τα μπροστινά καθίσματα κι έμοιαζε σαν κλάμα έσπασε τη σιωπή και μαζί με την ανάστατη μάνα που προσπάθησε μ’ ένα παρατεταμένο << Σςςς >> να το κάνει να ησυχάσει προξένησε μια απρόοπτη αναταραχή στην αίθουσα. Ο Λευτέρης  σαν υπεύθυνος των εκδηλώσεων, πλησίασε με βήματα προσεχτικά και πλησίασε. Τότε διαπίστωσε πως ήταν η Τάνια με τα τρία της κορίτσια χωρίς τον άντρα της. Τη ρώτησε αν έτρεχε τίποτα σοβαρό και σαν αυτή τον καθησύχασε πως ήταν όλα καλά, έφυγε αφήνοντας όπως είπαμε να χαραχτεί ένα τρυφερό γελάκι συμπάθειας και στων δυο τα χείλη. Από τότε όμως ο Λευτέρης δεν μπορούσε να ξεχάσει μαζί με το γέλιο που του χάρισε και τη λάμψη των όμορφων ματιών της που τον κοίταζαν όση ώρα είχε σκύψει πάνω της κι ενδιαφερόταν για την ευτυχία των παιδιών της.

     Στις άλλες εκδηλώσεις του καλοκαιριού σπάνια την έβλεπε. Καμιά φορά τη συναντούσε στην πλατεία πάντα με τα παιδιά της και τον άντρα της, ποτέ μόνη της ή την έβλεπε να πηγαίνει σε κάποιο φιλικό σπίτι πάντα όμως με συνοδεία οικογενειακού προσώπου. Επειδή τα σπίτια τους ήταν στον ίδιο δρόμο επί της Αμβροσίου Φραντζή, αλλά κάπως μακριά κι αυτός συνήθιζε να κάνει περιπάτους προς το ύψωμα ξεκινώντας από την παραλία που ήταν το δικό του, την έβλεπε τα δειλινά στο μπαλκόνι να ποτίζει τα λουλούδια στις γλάστρες ή να συνομιλεί με τον άντρα της ή τους επισκέπτες καθισμένοι στις καρέκλες γύρω από το μεγάλο σιδερένιο στρογγυλό τραπέζι. Τις πιο πολλές φορές όμως τη συναντούσε στο καφενείο του χωριού τα Σαββατοκύριακα. Κι αυτό γινόταν γιατί σαν τα σχολεία έκλειναν το Σαββατοκύριακο το ζευγάρι έβρισκε τρόπους να ξεκουράζεται και να ψυχαγωγείται για ανάκτηση δυνάμεων εν όψει της καινούριας βδομάδας που τους περίμενε. Η Τάνια προσπαθούσε τουλάχιστον κάθε δύο βδομάδες να έρχεται από την Κεφαλονιά για να βλέπει τα παιδιά της που τόσο της έλειπαν σαν η κακοτυχία την ήθελε να είναι μακριά τους.

   Έτσι τις Κυριακές  μετά τις φροντίδες του σπιτιού έβγαινε με τον άντρα της και τα τρία παιδιά της να ξεσκάσουν λίγο κάνοντας περίπατο στις πευκόφυτες περιοχές του χωριού και μετά επιστρέφοντας και ανανεωμένοι από το οξυγόνο και την ενέργεια που τους έδινε η φύση κατέληγαν για ένα αναψυκτικό στο καφενείο που παρέμενε αναλλοίωτο στο χρόνο διατηρώντας το παραδοσιακό του στιλ και  την υπερβολικά ευχάριστη και φιλική ατμόσφαιρά του. Ήταν προφανές πως εκεί ερχόταν και ο Λευτέρης σαν άφηνε το γράψιμο ή το διάβασμα, και το έκανε είτε για να ξεκουραστεί ή για να ξεγλιστρήσει από τη μέγγενη της ξαδέρφης του, που τον επέπληττε για τη μεγάλη αφοσίωσή του στα γράμματα. Αν και θεωρούσε την αίθουσα του καφενείου χώρο ακρωτηριασμού της σκέψης, διατηρούσε φιλική σχέση μαζί του και έπαιρνε στα σοβαρά μια απλή συζήτηση με τους απλούς χωρικούς που σύχναζαν και συναναστρεφόταν εκεί μέσα. Τελευταία δε έκανε καλή παρέα με την οικογένεια του Ιάσονα και της Τάνιας διατηρώντας πάντα απέναντί τους μια κομψή  ευγενική στάση και συμπεριφορά που τους είχε καταπλήξει.

    Ήταν  αναγκασμένος που και που να τους κερνά ανταποδίδοντας τη δική τους ανυποχώρητη διάθεση να επιθυμούν να τον κερνούν αφιλοκερδώς και να παίζει με τα παιδιά τους πιάνοντας την κουβέντα μαζί τους ή χαϊδεύοντας τις ωραίες μπούκλες των πλούσιων καλοχτενισμένων μαλλιών τους.  Τότε  τα προσωπάκια των κοριτσιών φωτίζονταν από χαρά και τα ζωηρά μάτια τους εξέπεμπαν μια πρόσχαρη διάθεση επάνω του. Αυτό τον ευχαριστούσε κι όλο έσκυβε κοντά τους και τους έπαιζε με τα χέρια του διάφορα καλόγουστα παιχνιδάκια που τα τρέλαιναν. Ύστερα συζητούσε με τους γονείς τους διάφορα εκπαιδευτικά ή καθημερινά θέματα κι αφού τα ξεσκόνιζαν για τα καλά, άρχιζαν ευλαβικά τα χαρτιά. Προτιμούσαν το  κουμκάν γιατί έλεγε η Τάνια πως το παιχνίδι αυτό το έπαιζε μικρή στο σπίτι με τον παππού της κι από τότε της κόλλησε και δεν μπορούσε να το εγκαταλείψει και να στερηθεί τη γοητεία του  παίζοντας  κάποιο   άλλο. Του Λευτέρη του άρεσε να την κοιτάζει σαν έκλεινε τις τρίτες και τότε  του φαινόταν πολύ χαριτωμένη και πιο πολύ όμορφη. Λικνίζοντας δε το ντελικάτο της κορμί τον ακουμπούσε ελάχιστα στον ώμο του σαν πανηγύριζε τη νίκη της, πράγμα που το άγγιγμά της αυτό του έδινε μια ανεπανάληπτη αίσθηση ρίγους και του διαπερνούσε ολόκληρο το είναι του. Όταν πια αυτή τελείωνε τους πανηγυρισμούς και κατέβαζαν τα χαρτιά για να αρχίσουν καινούργια παρτίδα αυτός δεν έλεγε να ξεκολλήσει το βλέμμα του από πάνω της ενώ δεν παρέλειπε να το περπατά δείχνοντας μια απαράμιλλη τόλμη πάνω στο κομψευόμενο κι αφράτο στήθος της. Αυτή το μυριζόταν αλλά έκανε την αδιάφορη, μοιράζοντας τα χαρτιά. Ο άντρας της αμέτοχος σ’ αυτή τους την αθόρυβη ασθενική πρόκληση τους περίμενε κατηφής να πάρει τα χαρτιά του από τη μοιρασιά.

    Ο Λευτέρης δεν είχε καμία πρόθεση να τους προσβάλλει σαν αντρόγυνο αλλά είχε καταλάβει πως η καλοφτιαγμένη αυτή << γυναικούλα >> με το όμορφο σώμα και την εξυπνάδα τον είχε βάλει στο μάτι να τον κάνει αστέρι της και να του προσφέρει ευγενέστατες και αισθησιακές στιγμές.  Αν που και που διέκρινε στο πρόσωπό της έναν υπέρμετρο εγωισμό φιλαρέσκειας και ζωηράδας, πράγμα που ίσως θα τον πονοκεφάλιαζαν στο μέλλον σαν συνήπταν σχέσεις, ένιωθε κολλημένος πάνω της και έδειχνε να εμπιστευόταν το αρκετό μυαλό του όταν και όποτε χρειαζόταν να τον βγάλει από το βούρκο που θα τον έριχνε. Έτσι άφησε ανοιχτή την καρδιά του και το πλάσμα αυτό άνοιξε την τεράστια ομπρέλα προστασίας από πάνω του και με εύστοχο τρόπο του έδινε ευχάριστα μαθήματα ανθρωπιάς, εκτίμησης και θαυμασμού.

    Η ευτυχία τους γύρω από το τραπέζι κρατούσε ως το τέλος της εξόδου τους απ’ το καφενείο. Και τότε από τις πολλές φορές που έβγαιναν έξω στην αυλή ο Λευτέρης   έβαλε το χέρι του στη μέσα τσέπη του σακακιού και βγάζοντας ένα μικρό βιβλιαράκι σε σχήμα << βίπερ >> το προσέφερε στην Τάνια με εκλεπτυσμένο τρόπο, λέγοντάς της με την αίσθηση του χιούμορ:

    --- Το πήρα από τη βιβλιοθήκη μου και στο χαρίζω! Ξέρω πόσο σου αρέσει το διάβασμα και είπα να διώξω την απειλή της ρουτίνας που σε βασανίζει στον έρημο τούτο τόπο!

    Όλη η οικογένεια τον κοίταζε με έκπληξη και θαυμασμό. Τι φιλικός και με τι γούστο! Ευαίσθητος και με κατανόηση υπερβολική. Να ήταν κι άλλοι σαν κι αυτόν!

    Τον ευχαρίστησε πρώτα αυτή και ύστερα ο άντρας της και με μια ζωηρή ματιά χαιρετούσαν ο ένας τον άλλον οι δυο τους και τραβούσαν για τα σπίτια τους με μια αστείρευτη ευθυμία.

 

 

 

 

                                                    

 

                                                           

                                                   3

                                               

 

 

 

 

 

      Η γυναίκα πάτησε γερά και τριζάτα έξω από την κλειστή ξύλινη πόρτα και περίμενε. Ο Λευτέρης χωρίς ν’ αργήσει ούτε δευτερόλεπτο  της άνοιξε μ’ ένα πλατύ χαμόγελο στα χείλη και με μια μικρή υπόκλιση της έπιασε το δεξί της χέρι και την έσυρε τελετουργικά μέσα. Στη συνέχεια τη συνόδεψε ως το γραφείο του κι αφού της υπόδειξε να καθίσει στον καναπέ κοντά στο βορινό παράθυρο, την άφησε για να καθίσει κι αυτός στην πολυθρόνα του, απέναντί της. Αφού έκλεισε δείχνοντας ενοχλημένος ένα βιβλιαράκι με γκρίζο εξώφυλλο και το έκρυψε προστατευτικά μέσα στο συρτάρι του, της είπε με κάποιο τρακ σαν γυμνασιόπαιδο:

    --- Με βρήκες, απροετοίμαστο! Σου ζητώ συγγνώμη γι’ αυτή την αμεριμνησία μου!

   Η γυναίκα που από την εξωτερική της εμφάνιση έδειχνε πως αγαπούσε τη μόδα και το ακριβό και κομψό ντύσιμο, τίναξε πίσω με χάρη τα κοντά και φουσκωτά μαύρα μαλλιά της που στο κάτω μέρος σχημάτιζαν μικρές- μικρές μπούκλες κι αφού έδειξε πως αναπαύτηκε καλά στη θέση της, του αποκρίθηκε με μια ελαφρά κίνηση της πλακουτσωτής μύτης της:

   --- Τα βρίσκω όλα όμορφα! και τον κοίταξε τρυφερά με τα όμορφα καστανά μάτια της.

   Ο Λευτέρης πετούσε στα σύννεφα από τη χαρά του και δεν άκουσε τόσο καθαρά τα λόγια της. Ποτέ του δεν είχε φανταστεί πως θα βρισκόταν μαζί της με τόση ευκολία. Τι έξυπνα και θαρραλέα που φέρθηκε να μη διστάσει  να την καλέσει μέσα. Έτσι τώρα μπορούσε να κάνει μια αρχή μαζί της. Μια  αρχή ελευθεριότητας μαζί της κι όπου το βγάλει η άκρη! Της γέλασε και σηκώθηκε να κλείσει  το παράθυρο προς το δρόμο που ίσως ήταν επικίνδυνο να τους δουν γιατί ο  χωματόδρομος που οδηγούσε στις σταφίδες ήταν συχνά γεμάτος από πεζούς χωρικούς και εργάτες.

   --- Έρχομαι εδώ και γράφω! Μου το έχει παραχωρήσει η ξαδέρφη μου γενναιόδωρα! Η πόλη με κουράζει και τα Σαββατοκύριακα μετά από το μάθημα στην τάξη έρχομαι και χορταίνω περίπατο στο δρόμο του πευκοδάσους. Με στενοχωρεί που τους πιάνω το σπίτι αλλά η ξαδέρφη ούτε ν’ ακούσει θέλει για τυχούσα απομάκρυνσή μου. Την πρώτη φορά που ήρθα εδώ ήταν ένα ζεστό ανοιξιάτικο Σάββατο. Κάθισα, θυμάμαι για λίγο έξω στην αυλή στο μυρωδάτο και ολάνθιστο υπαίθριο χώρο και ξετρελάθηκα από τη φυσική του μαγεία. Έτσι συνήθισα και τρία χρόνια τώρα όσο υπηρετώ στο Λύκειο της πόλης, επισκέπτομαι συνεχώς το χωριό.

   << Εντάξει, φίλε μου, καλά αρχίσαμε >> σκέφτηκε η Τάνια και τέντωσε τα καλοφτιαγμένα πόδια της, μπροστά. Έκανε ύστερα μια χαρούμενη έκφραση στο πρόσωπό της και με μάτια που ακτινοβολούσαν από ευτυχία του είπε, μέσα από τα σαρκώδη χείλη της που τα έσφιξε ελαφρά αλλά αισθησιακά:

   --- Κι έλεγα πότε θα σε γνωρίσω από κοντά! Να λοιπόν που έγινε!

   Το είπε με μια τέτοια ζωηράδα και με μια καθαρή προφορά που σχεδόν τον τρέλανε. Έτσι με μια σβουριχτή τώρα ετοιμότητα στα λόγια και στην κίνηση των δυο χεριών του ο Λευτέρης της αποκρίθηκε:

   --- Με ευχαρίστησε που τ’  άκουσα αυτό! Το ίδιο ισχύει και για μένα! Αχ και βαχ έκανα να σε ξεμοναχιάσω!

   --- Όχι, για τίποτα άλλο, αλλά γιατί είσαι ενδιαφέρων άνθρωπος! πρόσθεσε με μια ενοχή η Τάνια για να ξεφύγει από κάποιο σκόπελο της παρούσης στιγμής όσο αφορούσε τη συμπεριφορά της απέναντί του.

 ---  Και βέβαια γιατί άλλο; Όμως θα είμαι τρελός να μη δηλώσω πως ύστερα απ’ αυτή τη συνάντηση θα γράψω τις καλύτερες γραμμές!

   << Πάμε πολύ γρήγορα >> μονολόγησε η γυναίκα << και φοβάμαι πως θα μας πάρουν χαμπάρι και θα μας κυνηγήσουν. Όμως πρέπει να κάνω τη δύσκολη και να φανώ συγκρατημένη για να μην προδοθώ πως είμαι τρελά ερωτευμένη μαζί του. Έτσι προέχει ο κανόνας του παιχνιδιού κι αυτό προτάσσει η λογική >> κι αμέσως με μια ψιλή φωνή που θύμιζε τραγούδι, του είπε ρίχνοντας ανήσυχες και βιαστικές ματιές στο παράθυρο:

    --- Ας αλλάξουμε την κουβέντα γιατί ο δρόμος είναι κοντά και οι τοίχοι έχουν πολλές φορές αυτιά! Και ποιος θα ήθελε να προδοθούμε και να γίνουμε βούκινο στα κουτσομπολιά του κόσμου.

    Ήταν προφανές πως και ο Λευτέρης δεν ήθελε να εκθέσει άλλο τις σχέσεις τους κι αποφάσισε να στηρίξει την επιθυμία της. Έτσι σαν ανακάθισε λίγο ανήσυχα στη θέση του τη ρώτησε με τις κόρες των ματιών του διασταλμένες:

    --- Ωραία! Τι να πούμε!

    --- Είπες πως γράφεις. Θα μπορούσαμε σιωπηλά να περπατήσουμε στους δύσκολους διαδρόμους της γραφής. Εκτός αν το αρνείσαι.

   Αυτός την κοίταξε με σοβαρότητα και ζήλο ενώ της είπε με φωνή χαμηλή:

   --- Θα το ήθελα πολύ!

   Τα φρύδια του πήραν μια ανοδική θέση και το πρόσωπό του έλαμψε ολόκληρο.

   --- Τότε, πες μου τι γράφεις;

   --- Πολλά και διάφορα. Προς το παρόν όμως άφησα για λίγο τη λογοτεχνία και δημοσιογραφώ στην τοπική εφημερίδα  << Μεσσηνιακό Λόγο >> στις στήλες << ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΕΙΣ >> και << ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ >>. Είναι εβδομαδιαία και κυκλοφορεί σε δύο χιλιάδες φύλλα. Τώρα στις << ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΕΙΣ >> πρέπει να γράψω για την απεργία των αγροτών και το θάνατο του νεαρού αγρότη που καταπλακώθηκε από το τρακτέρ στη διασταύρωση  του Καλονερού που έγιναν τα επεισόδια στο μπλόκο που τους έστησαν οι αστυνομικοί και τους έσπασαν στο ξύλο. Ύστερα από το νεκρό άλλος ένας βιοπαλαιστής αγρότης νοσηλεύεται στο νοσοκομείο στην εντατική με σοβαρά κατάγματα στο κεφάλι και στην αυχενική χώρα. Οι λογικές αξιώσεις τους για μια καλύτερη ζωή και για υψηλότερες τιμές των προϊόντων τους και ικανοποιητικές οικονομικές ενισχύσεις του εισοδήματός τους από την κυβέρνηση τους έφεραν απέναντι από τα γκλομπς των αστυνομικών και την αδιαλλαξία του κράτους. Οφείλω όμως να χειριστώ καλά το θέμα για να μην φανώ επιεικής προς στις Αρχές αλλά και να μην πνίξω το δίκιο των απεργών. Πρέπει να συμπτύξω και το θεωρώ δύσκολο την ευλάβεια προς τα δικαιώματα  των εργαζομένων και την ευθύνη των υπευθύνων.

   Η Τάνια δεν έδειξε να παραξενεύτηκε απ’ αυτά που άκουσε γιατί είχε πληροφορηθεί τα όσα γίνονταν  στον κόμβο του δρόμου του Καλονερού και είχε δει μερικά σαν πέρασαν απ’ το σημείο εκείνο με τον άντρα της δυο ημέρες μετά την έναρξη της κατάληψης του δρόμου από τους απεργούς. Έρχονταν από τον Πύργο με το αυτοκίνητο και τρόμαξαν να πείσουν τους  απεργούς να τους αφήσουν να περάσουν. Το ευχάριστο ήταν πως δεν είχαν μαζί τους τα παιδιά κι αυτό τους ανακούφισε. Όσο όμως η Τάνια σκεφτόταν την επιστροφή της στην Κεφαλονιά στις δέκα Σεπτέμβρη και θα αντιμετώπιζε την ίδια ταλαιπωρία της ανέβαινε το αίμα στο κεφάλι από την αγωνία.

   Σαν τελείωσε τα λόγια του ο Λευτέρης, του είπε, τινάζοντας πίσω με χάρη τα καλοχτενισμένα μαλλιά της:

   --- Χύθηκε αίμα και χάθηκε μια ζωή, δυστυχώς κι αυτό με λυπεί!

   --- Ναι και μένα πολύ! Δεν πήγαινε βλέπεις ο νεαρός νεκρός ούτε στις δεξιώσεις ούτε σε μπίζνες χρυσού. Τον αγώνα του για μια καλύτερη ζωή υπεράσπιζε!

   Στη  σιωπή της Τάνιας πρόσθεσε ενώ απομάκρυνε από κοντά του ένα φύλλο εφημερίδας:

   --- Το μόνο που θέλουμε αυτή την κρίσιμη στιγμή είναι θάρρος για να προστατεύσουμε την πόλη μας και τη ζωή μας.

   --- Αχ, αναστέναξε εκείνη για να συνεχίσει: Μακάρι, απ’ το στόμα σου και στου Θεού τ’  αυτί.  

   --- Ωστόσο, αγαπητή και σεβαστή μου, ας τ’ αφήσουμε αυτά τα δυσάρεστα κι έλα να πούμε τα ευχάριστα. Εμείς είμαστε έξω από το χορό προς το παρόν αλλά αυτό δε σημαίνει πως θα μείνουμε αδιάφοροι κι αμέτοχοι. Θα βοηθήσουμε με τον τρόπο μας. Ήδη εγώ το άρχισα με το γράψιμο του άρθρου μου κι εσύ πιστεύω θα βρεις μια πρόφαση να τους ενισχύσεις έστω ηθικά. Μέχρι όμως να γίνουν αυτά από μέρους μας ας μιλήσουμε τόσο για το λευκό και αρωματισμένο δέρμα σου όσο και για τα πολλά ενδιαφέροντα που θα αφορούν μια τόσο όμορφη και γοητευτική κυρία.

   Η γυναίκα γέλασε και του είπε, εύθυμα:

   --- Τι σ’  έπιασε και μιλάς έτσι ενώ ακόμη δεν με ξέρεις καλά - καλά! Σε παρακαλώ να σταματήσεις τις γλύκες  και τις κρυάδες σου γιατί αρχίζω και ξεπαγιάζω! Επιμένω να μιλήσουμε σοβαρά για σένα.

   Την κοίταξε μ’ ένα αίσθημα συγγνώμης στα μάτια. Ύστερα είπε:

   --- Πρέπει να είμαι, προσεχτικός! Σ’ ευχαριστώ που μου το υπενθύμισες! Εντάξει. Τι θες να μάθεις για μένα;

   --- Είπα. Αυτό μόνο. Τι γράφεις;

   Ετοιμάστηκε να της απαντήσει, αλλά σταμάτησε γιατί στην πόρτα στήθηκε ένας αδύνατος άντρας με πουκάμισο λευκό και τζιν παντελόνι, ζωσμένο με φαρδιά ζώνη. Ο Λευτέρης έτρεξε και του άνοιξε με σβελτάδα. Έδινε την εντύπωση δημοσίου υπαλλήλου και υπάκουου ανθρώπου. Φορούσε ματογυάλια φτηνά, στερεωμένα με μαύρο κορδόνι πίσω και στο χέρι του βαστούσε ένα μετρίου μεγέθους λευκό φάκελο, γεμάτο σφραγίδες και τη διεύθυνση του Λευτέρη. Άπλωσε το χέρι του να πάρει το φάκελο αλλά ο επισκέπτης θεώρησε καλό να μην του τον δώσει και να περάσει μέσα στο χολ. Εκεί ρίχνοντας μια ερευνητική ματιά στο δωμάτιο  που ήταν η Τάνια  του είπε ανασαίνοντας ελαφρά:

   --- Θέλω να σου επιδώσω αυτό το φάκελο, όμως πρέπει να πάμε μέσα να υπογράψεις.

   Εκείνη τη στιγμή η Τάνια έγειρε το κεφάλι της και κοίταξε στο χολ. Αμέσως από το μυαλό του Λευτέρη του πέρασε η ιδέα πως έπρεπε να την προστατεύσει από το μάτι του ξένου κλητήρα και γι’ αυτό του είπε σε χαμηλό τόνο αλλά έντονο τρόπο:

   --- Δεν μπορούμε να πάμε μέσα, δώσ’ το μου εδώ. Και βγάζοντας το στυλό από την τσέπη του, ετοιμάστηκε να υπογράψει στο χαρτί που του πρότεινε ο υπάλληλος.

   Ο κλητήρας αφού τακτοποιήθηκε λίγο και πήρε μια βολική θέση, ακούμπησε στον τοίχο. Εκεί άπλωσε το χέρι του και του έδωσε το φάκελο. Ύστερα βάζοντας στο γόνατό του την κατάσταση τον παρότρυνε να υπογράψει. Ο Λευτέρης μόλις υπέγραψε, διάβασε αμέσως τον αποστολέα και σαν είδε πως προερχόταν από την εισαγγελία, του είπε έκπληκτός και με οργή:

   --- Δεν έκλεισε αυτή η υπόθεση; Τι με τραβολογάνε πάλι!

   Ο κλητήρας στεκόταν τώρα στην πόρτα αναποφάσιστος αν έπρεπε να μείνει ή να φύγει, Σαν τον άκουσε του απάντησε με το κύρος του παντογνώστη:

   --- Θέλει λέει μια συμπληρωματική κατάθεση για τις ταραχές του καλοκαιριού για να κλείσει ο φάκελος.

   Ο Λευτέρης κούνησε με περιφρόνηση το κεφάλι του και προχώρησε ένα βήμα προς το δωμάτιό του. Πριν μπει μέσα, είπε:

   --- Ταραχές; Ποιες ταραχές; Πολιτιστικές  εκδηλώσεις κάναμε και τις κάναμε στην πλατεία. Αυτό ήταν όλο! Μπας και αποφάνθηκαν πως κάναμε κατάληψη και θέλουν την επιβεβαίωσή  μας; 

   Ο κλητήρας άνοιξε τα μάτια του και χωρίς να στρέψει το βλέμμα του προς αυτόν, απάντησε μετά βεβαιότητας:

   --- Αυτό ισχυρίζονται!

   --- Ποιοι το ισχυρίζονται;

   --- Οι διωκτικές αρχές. Ποιοι άλλοι;

   --- Και ποιες είναι αυτές;

   --- Ο δήμαρχος, η αστυνομία και ο εισαγγελέας!

    --- Άντε στο καλό! του ‘κανε με περιφρόνηση ο Λευτέρης και τον έσπρωξε ελαφρά από την πόρτα.

   Ύστερα μπήκε μέσα ενώ ένα << ευχαριστώ με συγκινήσατε >> ξέφυγε με ειρωνεία από τα χείλη του και κάθισε στο γραφείο του ενώ ο κλητήρας είχε γίνει μπουχός.

 

 

 

 

                                             4

                                                   

 

 

 

 

    Με  τη γυναίκα που καθόταν απέναντί του μπορεί να μην είχε ακόμη προχωρημένες σχέσεις όμως η καλοσύνη  και το ενδιαφέρον της γι’ αυτόν τον έκαναν να της έχεις εμπιστοσύνη. Φοβόταν όμως να της πει τι είχε γίνει το καλοκαίρι γιατί πίσω από τα λόγια του ίσως διέκρινε κάποιο υπαινιγμό της που θα έκανε, ίσως δυσάρεστο κι όπως ήταν φιλήσυχη και υπάκουη στο νόμο κι αυτός επαναστάτης κι αρνητής του δεν το ήθελε. Ο φόβος του αυτός τον έκανε να μην της διηγηθεί το περιστατικό και κλονίσει τη σχέση τους που ήδη είχε μπει σε καλό δρόμο. Γι’ αυτό σαν έβαλε το φάκελο στο συρτάρι για να διαβάσει αργότερα το περιεχόμενο της επιστολής σαν απαλλασσόταν από την παρουσία της, της είπε με μια ένοχη τρυφερότητα:

   --- Κάποιο έγγραφο από το Λύκειο είναι. Βιαζόταν να με ενημερώσει ο διευθυντής φαίνεται και το έστειλε με αυτόν τον άνθρωπο λες και αύριο Δευτέρα δε θα με έβλεπε στο γραφείο του.

   Της γυναίκας τ’ αυτί είχε πάρει κάτι από την κουβέντα τους και θεώρησε καλό να μην το κρύψει. Έτσι του είπε κάνοντας έναν υπαινιγμό:

   --- Και παρέκαμψε το ταχυδρομείο ο διευθυντής, ε;

   Εκείνος χαμογέλασε και φωτίστηκε από μια δυνατή λάμψη στα μάτια. << Αν είναι να μοιραστώ κάτι μαζί της >> σκέφτηκε << γιατί να μην το κάνω τώρα; >> και ανοίγοντας το συρτάρι έβγαλε έξω το φάκελο. Στη συνέχεια τον άνοιξε προσεχτικά με το χαρτοκόπτη και τον διάβασε σιωπηρά. Στο τέλος δάγκωσε τα χείλη του και νιώθοντας σαν ηττημένος, της είπε σιγανά με μια τρυφερότητα και σεβασμό στο πρόσωπό της:

   --- Έγιναν κάτι παρατράγουδα το  καλοκαίρι στην πλατεία της πόλης στις εκδηλώσεις << ΤΑ ΑΡΚΑΔΙΝΑ >> και με καλεί ο εισαγγελέας να δώσω συμπληρωματική κατάθεση σαν πρόεδρος του Μορφωτικού Συλλόγου. Δε νομίζω να με ενοχοποιήσουν γιατί η κατάληψη της πλατείας που θεωρούν πως έγινε από το Σύλλογο στην ουσία δεν έγινε παρά από το λαό της πόλης. Ας μας κλείσουν φυλακή αν θέλουν και μένα κι όλους τους. Απλά θα βρουν τον τρόπο να με τιμωρήσουν υποβάλλοντάς μου μήνυση  για διατάραξη κοινής ησυχίας και κατάληψη δημοσίου χώρου κι άλλα γνωστά. Όταν θέλουν οι Αρχές να κλείσουν κάποιον στο φρέσκο βρίσκουν όποια κατηγορία θέλουν και φτιάχνουν νόμους και καταγγελίες στο λεπτό.

   Η γυναίκα φάνηκε να έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον στα λόγια του και του είπε όντας ξέροντας πως τον έφερνε σε δύσκολη θέση:

   --- Χωρίς να θεωρηθώ περίεργη μπορώ να μάθω τι ακριβώς έγινε τον Αύγουστο που μας πέρασε στην πόλη;

   Εκείνος κοκκίνισε ελαφρά κι έδειξε αναποφάσιστος. Σε λίγο όμως λύγισε κάτω από το ζωηρό της βλέμμα κι άρχισε:

   --- Εδώ και τρία χρόνια ο Μορφωτικός Σύλλογος διοργανώνει πολιτιστικές εκδηλώσεις << ΤΑ ΑΡΚΑΔΙΝΑ >>  που περιλαμβάνουν εκθέσεις βιβλίου, θεατρικές παραστάσεις, προβολή ταινιών, διαλέξεις, γνωριμία με τους ντόπιους δημιουργούς κι άλλα πολιτιστικά αγαθά. Πολλές απ’ αυτές τις εκδηλώσεις γίνονται στην κεντρική πλατεία. Κι αυτό γιατί θεωρούμε πως είναι ο πιο κατάλληλος χώρος αφού είναι προσιτός από τον κόσμο. Δυστυχώς όμως οι Αρχές αρνούνται να μας τον παραχωρούν και ως εκ τούτου υπάρχουν πολλές κόντρες τις ημέρες των εκδηλώσεων. Εμείς καταλαμβάνουμε την πλατεία με κατάληψη, πράγμα που θεωρείται παράνομη πράξη και μας διώκουν άλλοτε ποινικώς κι άλλοτε με τη βία και τη δύναμη της αστυνομίας. Φέτος όμως είχαμε και μια ακρότητα στην όλη υπόθεση με τη δική μου προσαγωγή στο κρατητήριο την πρώτη μέρα της έναρξης του προγράμματος ως πρωταιτίου και υπεύθυνου της κατάληψης. Μετά από μια πιεστική κατάθεση και βίαιη συμπεριφορά των οργάνων εναντίον μου κατά τη σύλληψή μου, αφέθηκα ελεύθερος με την παρατήρηση πως στο μέλλον αν ξανακάνω τα ίδια θα μου απαγγείλουν κατηγορία τέτοια που θα με μπουζουριάσουν μέσα. Μέχρι σήμερα νόμισα πως είχα τελειώσει  μ’ αυτή την ιστορία αλλά βλέπω πως την ξαναθυμήθηκαν πάλι! Ποιος ξέρει γιατί; Ας είναι, θα πάω αύριο! Συνηθισμένα τα βουνά απ’ τα χιόνια!

   --- Δηλαδή μπορούσαν να σας σπάσουν και τα κεφάλια; τον ρώτησε έκπληκτη και έδειχνε κυριολεκτικά εκνευρισμένη.

   --- Και βέβαια! Δεν το είχαν και τίποτα!

   Έξω από το βορινό παράθυρο απλωνόταν ως πέρα που έφτανε το μάτι σου ένα μακρύ ξέφωτο, γεμάτο χόρτο και κατάσπαρτο από χιλίων λογιών πολύχρωμα άνθη. Εδώ κάθε Κυριακή νέοι, γυναίκες, παιδιά και γέροι ξεχύνονταν μετά τη θεία λειτουργία κι έπαιζαν ή ξαπλωμένοι κάτω κοπαδιαστά και συζητούσαν ή διασκέδαζαν  με το δικό τους τρόπο. Σ’ αυτό το μέρος ερχόταν και η Τάνια με τα τρία κορίτσια της και περπατούσαν πάνω κάτω στο χόρτο, ντυμένα στα ροζ παντελονάκια τους και στα όμορφα  καλοραμμένα πουκαμισάκια τους. Έφευγαν μόνο σαν ερχόταν ο πατέρας τους και με τεντωμένα τα χέρια τούς υπενθύμιζε πως έπρεπε να μαζευτούν σπίτι για το μεσημεριανό φαγητό. Η εικόνα αυτή όπως φαινόταν απ’ το παράθυρο έκανε το Λευτέρη να την προσέξει ιδιαίτερα μετά τη θλίψη που ένιωθε από την επιστολή που έλαβε και να τον αναγκάσει να της πει με παράπονο:

   --- Με ρώτησες κάποια στιγμή τι γράφω!  Να, γι’ αυτές τις ομορφιές της φύσης κι όχι για τις βρωμιές του ανθρώπου! και της έδειξε το χαρτί της επιστολής με το περιεχόμενο.

    Και κάνοντας ένα << ωραία! προχωράμε! >> πρόσθεσε:

   --- Ας αφήσουμε τα εντάλματα και τις προσαγωγές κι ας κωδικοποιήσουμε τη δική μας εντολή που δε μας θέλει ξαπλωμένα σώματα αλλά όρθια κι ενεργά.   Οχ! Τι φρίκη κι αυτή με τις Αρχές.  Στα δικά μας! Στα δικά μας τώρα! και βγάζοντας από ένα συρτάρι ένα χοντρό πάκο με χειρόγραφα, της το έδειξε, λέγοντας γελώντας: Να, τι γράφω, μυθιστόρημα! Η είδηση μπορεί βέβαια για σένα να μην είναι συγκλονιστική αλλά για μένα αυτό που κάνω είναι  μεγαλειώδες και πανηγυρικό.

   Η Τάνια κοίταξε το λευκό όγκο και ξαφνιάστηκε. Ανακάθισε στη θέση της, δείχνοντας πως ήθελε πολύ να σηκωθεί και να πάει να πιάσει τα χειρόγραφα.  Γιατί πώς να το κάνουμε, υπάρχουν πράγματα στη ζωή που ποτέ δεν τα πλησιάσαμε όπως θα θέλαμε. Κι αυτή ποτέ μέχρι τώρα, παρά την ιδιότητά της ως καθηγήτρια φιλόλογος με ειδικότητα στον αρχαίο χορό της τραγωδίας, δεν είχε προσεγγίσει συγγραφέα ή είχε δει τα χειρόγραφά του. ΄Όλη αυτή η εικόνα τώρα της προξένησε δέος και χωρίς να μπορεί ν’ αποφύγει τον πειρασμό, σηκώθηκε και κάνοντας μερικά βήματα πλησίασε το γραφείο του. Εκεί με μια ιδιαίτερη αρχοντιά έσκυψε πάνω στα χειρόγραφα κι άρχισε να διαβάζει ψιθυριστά τον τίτλο του μυθιστορήματος ενώ έριχνε κλεφτές ματιές στο πρόσωπο του άντρα που έδειχνε χαρούμενο κι εξωφρενικά ανάστατο.

   --- Αχ, του έκανε με μια ιπποτική διάθεση. Πόσο σε εκτιμώ που γράφεις! Και πόσο περιφρονώ τον εαυτό μου που δεν το κάνει!

   Εκείνος εντυπωσιασμένος τη ρώτησε:

   --- Έχεις δοκιμάσει;

   --- Ναι!

   --- Και τι αποτέλεσμα είχες;

   --- Μηδέν!

   --- Πότε έγινε αυτό;

   --- Ένα καλοκαίρι που πήγαινα στη Δευτέρα τάξη του Λυκείου. Σ’ ένα από τα τελευταία μαθήματα της Νεοελληνικής Γλώσσας ενώ είχα μια φριχτή ερωτική απογοήτευση, βρήκα μέσα σ’ ένα κείμενο ένα ερέθισμα που με παρότρυνε να γράψω. Πέρασα όλο το καλοκαίρι γράφοντας παραμελώντας τα μαθήματά μου αισθητά. Αυτό εξόργισε τον πατέρα μου που ήταν και το καταφύγιό μου στις δύσκολες στιγμές μου  και μου ζήτησε να δει τι ήταν αυτό που έγραφα και είχε ως αποτέλεσμα να θυσιάσω τις σπουδές μου. Του έδωσα τα χειρόγραφά μου λέγοντάς του << πως θα δοκιμάσω την τύχη μου στη λογοτεχνία εγκαταλείποντας  οτιδήποτε άλλο >> και περίμενα την αντίδρασή του. Εκείνος  έδωσε τα χειρόγραφα σ’ ένα ειδικό της λογοτεχνίας για να εκτιμήσει και να κρίνει τις λογοτεχνικές μου αρετές. Κι όταν ο ειδικός του είπε << άδικα σκοτώνεται >> και μου συνέστησε << να αποφεύγω τις πολλές συναντήσεις με την φανταστική νοσογόνα λογοτεχνία αν θέλω να μη βρεθώ ξαφνικά από τα ύψη στα βάθη της ζωής και της πραγματικότητας >>. Έκτοτε δεν επιχείρησα να γράψω τίποτα. Ούτε ένα στίχο ή μια πρόταση. Ωστόσο η γραφή δε μου είναι αδιάφορη.

   Ο Λευτέρης  έδειξε να ενθουσιάστηκε από τα λόγια της και της είπε ενώ αυτή στεκόταν όρθια δεξιά του:

   --- Είσαι σπουδαίος άνθρωπος και δείχνεις να σέβεσαι τη λογοτεχνία. Έτσι αφού δεν τη γράφεις θα μπορείς τουλάχιστον να τη διαβάζεις. Κι αυτό να κάνες σε παρακαλώ. Διάβασε όσο μπορείς λογοτεχνικά βιβλία αλλά πρόσεξε τι θα πω: τα καλύτερα.

       Η Τάνια έκανε ένα << ναι >> με το κεφάλι και ξανακάθισε στη θέση της. Στη σιωπή που ακολούθησε μπόρεσε και κοίταξε τα ελάχιστα έπιπλα του δωματίου, τον καναπέ με το ανοιχτό καφέ χρώμα, το μικρό τραπεζάκι, το απλό γραφείο του Λευτέρη και το ρολόι του τοίχου με ένα μικρό  κούκο στην οροφή του. Ύστερα ανακάθισε, ακούμπησε τα χέρια της στα γόνατά της, έριξε πίσω το κεφάλι της τινάζοντας τα κοντά καλοχτενισμένα μαλλιά της και τον κοίταξε αμίλητη με μάτια που έδειχναν θαμπωμένα αλλά πλημμυρισμένα από θαυμασμό.

   Ο Λευτέρης με ύφος εγκάρδιο και φιλικό της είπε:

   --- Παίρνω το θάρρος να σου πω και να σου ζητήσω κάτι. Κι αυτό επειδή εμείς οι απλοί άνθρωποι μπορούμε να κάνουμε χίλια δυο πράγματα. Η αδράνεια μας σκοτώνει. Η δράση μας ανανεώνει. Γι’ αυτό σου λέω είσαι  για ανανέωση;

   Η Τάνια σηκώθηκε ελάχιστα από τη θέση της δείχνοντας ξαφνιασμένη.

   ---  Είμαι. Αλλά πώς θα γίνει αυτό;

   --- Την άνοιξη σκέφτομαι να ανεβάσω με τους μαθητές μου της τρίτης Λυκείου στο θεατρικό εργαστήρι του σχολείου, τις <<Τρωάδες  >> του Ευριπίδη. Θα με βοηθήσεις;

   Το πόσο η Τάνια χάρηκε δε λέγεται.

   --- Θα σε βοηθήσω με όλες μου τις δυνάμεις! του είπε κοκκινίζοντας ελαφρά. Αλλά σε πιο πόστο;

   --- Θα διδάξεις το χορό! Τι θεατρική αρχαία χορογράφος είσαι!   

   Η Τάνια δυστυχώς θυμήθηκε πως και πάλι φέτος θα δούλευε στην Κεφαλονιά και δυστρόπησε.   Έτσι ταραγμένη και με ένταση στη φωνή της, ψέλλισε:

   --- Χμ… όχι, δεν μπορώ αν και θα το ήθελα πολύ! Τώρα το θυμήθηκα! Θα βρίσκομαι στην Κεφαλονιά.  Το βλέπω δύσκολο για φέτος. Άλλη μια χρονιά είναι βέβαιο πως θα υπηρετήσω στο νησί. Για τη φετινή σχολική περίοδο μιλάω. Του χρόνου ίσως… να είμαστε μαζί…

   Κοκκίνισε ελαφρά κι αφού στη συνέχεια γέλασε με μια έκφραση δυσπιστίας μαζεύτηκε στη θέση της δείχνοντας πως αισθανόταν ψυχολογικά δυσάρεστα.

   --- Ε, τότε του χρόνου! της είπε ο Λευτέρης και την κοίταξε πολύ χαριτωμένα. Και πάντα καχύποπτος για ό,τι δυσάρεστο συνέβαινε στην εκπαίδευση, πρόσθεσε με απέραντη απογοήτευση: Με τρία παιδιά σε αναγκάζουν να χαραμίζεις τη ζωή σου σ΄ ένα ξερονήσι. Τι γενναιοδωρία και αυτή εκ  μέρους του σεβαστού Υπουργείου της Παιδείας μας να σκοτώνει ανθρώπους με την εξορία τους διαλύοντας τις οικογένειές τους! Σε φέρνει στο σημείο να αισθάνεσαι άβολα δουλεύοντας για λίγα χρήματα και να ζεις για μερικά χρόνια μια πλαστή κι ανυπόφορη ζωή και μάλιστα στα καλύτερα χρόνια της νεότητάς σου.

   Η Τάνια άρχισε να σκέφτεται την πραγματική κατάσταση που ζούσε. Όλη αυτή η ζωή στο νησί δυο χρόνια τώρα και η φετινή χρονιά τρία, την είχε κουράσει και της είχε αποδιοργανώσει την προσωπική και την οικογενειακή της ζωή.  Ώρες- ώρες μόνη στο σπίτι ή στην αίθουσα, ήθελε πολύ να φύγει και να δραπετεύσει σε άλλο μέρος και σε άλλους κόσμους, καλύτερους ή μαγικούς, αρκεί να μην την έκαναν να πονά. Κι όσο αυτό δε γινόταν έκανε υπομονή και στεκόταν στα πόδια της επειδή θεωρούσε  πως η ύπαρξή της δεν ήταν περιττή και πώς για να επιτύχει το ποθητό ήταν αναγκασμένη να υποχωρεί και να συμβιβάζεται με τη σκληρή πραγματικότητα. Η απελπισία της στερεωνόταν τα  Σαββατοκύριακα  και τις διακοπές των εορτών και του καλοκαιριού όταν πια γινόταν καλή μάνα κι αξιοζήλευτος σύζυγος κοντά στην οικογένειά της και τους αγαπημένους της συγγενείς και φίλους που της συμπεριφέρονταν αξιαγάπητα κι έδειχναν με το παραπάνω την αφοσίωσή τους σ’ αυτή.

   --- Θεέ μου! γιατί τα λες όλα αυτά και μου κάνεις την καρδιά φαρμάκι! του ψιθύρισε και με κάποια μελαγχολία κοίταξε έξω που ακούστηκαν φωνές και γέλια. Κι ανεπαίσθητα σηκώθηκε και βρίσκοντας την ανατολική μπαλκονόπορτα ανοιχτή βγήκε έξω.

   Η θέα από εκεί ήταν μεγαλόπρεπη και δεν άφηνε κανέναν ασυγκίνητο. Η ίδια πρώτη φορά την αισθάνθηκε ενώ όσοι είχαν την τύχη να στέκονταν εκεί και να κοιτάζουν τα πέριξ με κανένα τρόπο δεν ξεκολλούσαν τα μάτια τους απ΄ το τοπίο, αναφωνώντας με έκταση: << Πάνσοφέ μου  δημιουργέ, πάντα εν σοφία εποίησες! >> Πάνω από τα βουνά πήγαζε ο Αρκαδικός ποταμός και περνώντας μέσα από μεγάλες και δύσβατες εκτάσεις και χαράδρες έφτανε στα λιβάδια κι από εκεί μέσα από συστάδες δέντρων, μεγάλες βλαστήσεις, πράσινες ζώνες και γεωργικές καλλιέργειες χυνόταν στη θάλασσα του Ιονίου φτιάχνοντας ένα μεγάλο Δέλτα.  ‘Όταν είχε καταχνιά οι άμμοι του ξεθώριαζαν και όταν ο ήλιος τον χρύσωναν κιτρίνιζαν σαν κομμάτια χρυσού απλωμένα σε γαλαζωπά χρώματα σαν της θάλασσας. Κορφές από πετρώματα ξεχώριζαν στο μακρινό ορίζοντα εκπέμποντας ένα εκτυφλωτικό φως, είχε δεν είχε συννεφιά ενώ ο ήλιος  από πάνω έδειχνε ακίνητος και αιώνιος εραστής του τοπίου.  Πολλά χωριά αραιοκατοικημένα δυστυχώς, έλαμπαν μέσα στη λιακάδα κι όλα τάραζαν με την ψυχή τους τις απέραντες εκτάσεις τις αναστατωμένες από τις κραυγές των πουλιών και τις αμυδρές φωνές των άγριων και οικόσιτων ζώων.  Κι εκεί κοντά στο Δέλτα του κυπαρισσιακού κόλπου, ιτιές θεόρατες παραμορφωμένες, όρθιες ή πεσμένες στις όχθες του ποταμού ανάδευαν τα κλαδιά τους στα αφρισμένα νερά του κι έπαιζαν αγγίζοντας τα νούφαρα που σαν αστραφτερά ασήμια έσμιγαν φτιάχνοντας κοσμήματα από αλυσιδίτσες.

   Η Τάνια πίστευε πως ζούσε  μια κατάσταση φανταστική. Αισθανόταν όμως άβολα χωρίς την παρουσία του Λευτέρη και μπήκε μέσα να τον φωνάξει. 

 

 

 

 

 

                                                      5

 

 

 

 

    Σαν είδαν μαζί το τοπίο, ξαναμπήκαν μέσα. Κάθισαν πάλι στις θέσεις τους κι  απροσδόκητα μέσα στη μικρή σιωπή που βασίλευε και που τους παρέσυρε και τους δυο σε κάποιους στοχασμούς, αισθάνθηκαν την ανάγκη ν’ ανοίξουν και πάλι συζήτηση. Έτσι πρώτος ο Λευτέρης ζήτησε να μάθει ό,τι την αφορούσε με το απογευματινό της ταξίδι στο νησί. Με ήπιο τρόπο της είπε:

   --- Είναι νομίζω πολύ εξοργιστικό να σκέφτεσαι το ταξίδι σου στην Κεφαλονιά.

   --- Α, ναι! Αναφώνησε αυτή και φάνηκε σαν να κράτησε την αναπνοή της. Είναι κάτι όμως που πρέπει να το κάνω όσο κι αν με δυσαρεστεί! Αύριο ο μήνας έχει έντεκα και αρχίζουν τα μαθήματα. Κάθε κατεργάρης στον πάγκο του λοιπόν…

   --- Και θα επιστρέψεις;

   --- Την Παρασκευή το βράδυ.

   --- Πολύ καλά! Έχεις τότε μια αίσθηση χαράς μπροστά σου!

   --- Ναι, Έχω. Γιατί αλλιώς θα τα ‘παιζα αν έμενα και τα Σαββατοκύριακα στο νησί.

   --- Τα παιδιά σου;

   --- Μένουν στους παππούδες! Τους γονείς του άντρα μου. Τα υπεραγαπούν και τα προσέχουν σαν παιδιά τους. Τους εμπιστεύομαι γιατί κατορθώνουν το ακατόρθωτο μαζί τους.

   Του το είπε αυτό αν και το θεωρούσε υπερβολή να του εκμυστηρευθεί οικογενειακά θέματα γιατί έβλεπε στα μάτια του το ενδιαφέρον του και δεν της φαινόταν τουλάχιστον ως τώρα αδιάφορος σε ό,τι του έλεγε. Όταν ήταν μικρή  και την επισκέπτονταν στο σπίτι της διάφοροι φίλοι ή συγγενείς και τους έλεγε τα καθημερινά της προβλήματα πίστευε πως ξαλάφρωνε και πως τη σέβονταν περισσότερο. Κι αυτό κράτησε ως τώρα στα τριάντα της. Αν πάλι τους έλεγε κάτι και δεν τη λογάριαζαν στενοχωριόταν και το θεωρούσε σαν απόδειξη πως την περιφρονούσαν σαν ασήμαντη και ανύπαρκτη. Τώρα μαζί με αυτό το αίσθημα  της ικανοποίησης που ένιωθε να μιλά για προσωπικά της προβλήματα ενισχύθηκε περισσότερο με την αποδοχή της από τον άντρα και όσο περνούσε η ώρα ένιωθε ασφαλής που βρισκόταν μαζί του. Σ’ αυτό συνέβαλε και η σοβαρότητα του Λευτέρη που άρχισε να πιστεύει πως ήταν  για εκείνη για το υπόλοιπο της ζωής της το τελευταίο καταφύγιο.

   --- Κι όλα αυτά μέχρι να μετατεθείς στο Λύκειό μας, της είπε και κοίταξε έξω στο δρόμο  το δυνατό απότομο αεράκι που σήκωσε ένα σύννεφο λευκής σκόνης κι έσπρωξε ένα κομμάτι του να μπει στο δωμάτιο από το ανοιχτό παράθυρο.

   --- Μάλιστα! Αν γίνει αυτό σίγουρα θα νιώθω καλύτερα! Θα είμαι τουλάχιστον κι αυτό είναι το σημαντικότερο κοντά στην οικογένειά μου! Λίγο το ΄χεις;

   --- Όχι. Καθόλου δεν το ΄χω λίγο. Ίσα - ΄ίσα που το εύχομαι για να σε βλέπω τακτικά!

   Η Τάνια, που της άρεσε αυτό, προσποιήθηκε την αδιάφορη. Έτσι απόμεινε αμίλητη και σιωπούσε χωρίς να μπορεί κανείς να διακρίνει έστω και μια αδρή έκφραση στο πρόσωπό της. Ίσια, στητή κι αλύγιστη απ’ ότι ήταν πριν της πει τα λόγια του, τον κοίταζε λες και δεν είχε κανέναν απέναντί της. Ένας Θεός ήξερε εκείνη τη στιγμή πως το κατόρθωσε αυτό ενώ καιγόταν ολόκληρη μέσα της από τη φωτιά που της έβαλαν οι λέξεις που έφτασαν στ’ αυτιά της. Ο Λευτέρης τότε της έριξε ένα σύντομο βλέμμα και της είπε:

   --- Χρειάζεσαι ξεκούραση! Αυτό ήθελα να πω! Εδώ όσο να ΄ναι οι συνθήκες διαβίωσης και εργασίας θα ‘ναι καλύτερες!   

   Μαζί τώρα με το σύννεφο σκόνης που άρχισε να πυκνώνει, πάλι ακούστηκαν από το δρόμο, φωνές πολλές φωνές παιδικές που έδειχναν πως κάτι τρομακτικό συνέβη. Ήταν μια ομάδα από παιδιά που έτρεχαν φουριόζα πίσω από τα τρία άλογα με τους αναβάτες τους και με κίνδυνο να φάνε καμιά ξεγυρισμένη κλωτσιά, άγγιζαν τις ουρές τους και προσπαθούσαν να χαϊδέψουν τα καπούλια τους. Οι αναβάτες τα φοβέριζαν χτυπώντας τα καμουτσίκια τους στον αέρα αλλά εκείνα ακολουθούσαν τρέχοντας σαν τρελά. Ώσπου κάποια στιγμή ο ένας αναβάτης στο μπροστινό καφέ άλογο, το σταμάτησε κι έτοιμος να πηδήσει κάτω τους φώναξε με θυμό ενώ το άλογο φρούμαζε σηκώνοντας τα μπροστινά του πόδια:

   --- Έχετε τρελαθεί! Φύγετε πριν κατέβω κάτω και σας πάρω στο κυνήγι με τη βίτσια μου αυτή! και τα αγριοκοίταξε δίνοντας δυο τρεις καμουτσικιές στον αέρα.

   Οι πιτσιρικάδες τρομοκρατήθηκαν. Το ‘βαλαν στα πόδια και χάθηκαν στο μικρό αλσύλλιο. Μόνο ο ένας ο πιο δυνατός και μεγαλόσωμος έκανε τον νταή κι  αφού έσκυψε και πήρε μια πέτρα την πέταξε αδέξια εναντίον τους. Δεν πέτυχε κανέναν αλλά ξεφεύγοντας έπεσε σ’  ένα αγρό που έβοσκαν κότες και τις αναστάτωσε, τρέποντάς τες σε φυγή κακαρίζοντας ενώ δυο φοβισμένες πουλακίδες πέταξαν πάνω από την περίφραξη στο διπλανό κτήμα.

   Μετά απ’ αυτό το γεγονός η ησυχία απλώθηκε πάλι μέσα στο δωμάτιο κι έξω. Τότε η Τάνια θυμήθηκε πως την άλλη Κυριακή είχανε τα βαφτίσια της μικρότερης κόρης κι όφειλε να του το πει και να τον καλέσει να παρευρεθεί στο μυστήριο και τη χαρά της οικογένειας. Δεν ήταν σίγουρη αν έπρεπε να το κάνει αλλά πολύ θα ήθελε να είναι κι αυτός. << Μα θα είναι απρέπεια, αφού γνωριζόμαστε καιρό και είμαστε φίλοι και συνάδελφοι να μην τον προσκαλέσω >> συλλογίστηκε κι αμέσως λύθηκε η γλώσσα της και χωρίς καθυστέρηση του είπε:

   --- Την Κυριακή  βαφτίζω τη μικρή μου κόρη και σε προσκαλώ. Θέλω να είσαι στην εκκλησία και μετά στο τραπέζι που θα γίνει στο Καλονερό! Μην το αμελήσεις σε παρακαλώ!

   Εκείνος που το πρόσωπό του της φάνηκε πως έγινε ακόμη πιο ροδαλό απ’ ότι ήταν, γέλασε κι αφού άφησε από τα χέρια του το στυλό του που είχε για λίγο αφοσιωθεί σ’ αυτόν, της αποκρίθηκε λες μέσ’ από ένα ανεπαίσθητο αναστεναγμό:

   --- Μεγάλωσε το παιδί! Πρέπει να γίνει αυτό! Αχ, πόσο γρήγορα περνούν τα χρόνια!

   Αυτή χαμογέλασε σκεπτική και μελαγχολική. Ύστερα ήρεμη του είπε:

   --- Έχω μιλήσει και στον άντρα μου πως θα σε καλέσω! Έτσι είμαστε τυπικά εντάξει! Ίσως σου φαίνεται παράξενο που σε καλώ αλλά έτσι πρέπει!

  Ο Λευτέρης συνέχισε αμέσως και της είπε:

   --- Θα ‘ρθω! Εξάλλου θα είμαι εδώ την Κυριακή που μας έρχεται. Ένα φρεσκαρισματάκι θα κάνω και θα πεταχτώ. Τιμή μου! Δε με κουράζει καθόλου. Τιμή μου!

   Την κοίταξε με μια χορταστική ματιά και βάζοντας το δεξί του χέρι στο λαιμό του βαστάζοντας το πιγούνι του, συνέχισε να έχει το βλέμμα του πάνω της ενώ με το άλλο χέρι χάιδευε αργά - αργά τα καστανόξανθα μαλλιά του.

   Το ίδιο έκανε κα η Τάνια. Ήσυχη  μετά την πρόσκληση καθόταν στην καρέκλα της ενώ είχε βάλει τα χέρια στα γόνατα και τον κοίταζε. Κάπου- κάπου τέντωνε πίσω το κορμί της, προσπαθούσε να διορθώσει τη στάση της και άθελά της εξέπεμπε τη ζεστή μυρωδιά του.

   Το φως της ημέρας που έμπαινε άπλετο από τα παράθυρο τους είχε ζαλίσει. Ο καθένας έμεινε έτσι βυθισμένος στις σκέψεις του. Ο Λευτέρης σκεφτόταν πολλά αλλά το κυριότερο ήταν το άρθρο που έπρεπε να γράψει στην εφημερίδα σχετικά με την απεργία των αγροτών. Η προθεσμία έφτανε στο τέλος της, δυο μέρες του είχαν μείνε όλες κι όλες κι έπρεπε να βιαστεί. Τον έτρωγε η περιέργεια να δει τι εντύπωση θα έκανε στις Αρχές και πως θα αντιδρούσε η  τρόικα του Υπουργείου Τροφίμων και Ανάπτυξης. Είχε  υποσχεθεί στην εφημερίδα πως δε θα το αμελούσε αλλά δυστυχώς φοβόταν πως θα αθετούσε το λόγο του και θα εκθετόταν. Όμως λίγες μέρες τώρα ένιωθε ενθουσιασμένος γιατί οι σκέψεις του είχαν μπει σε τάξη και μπορούσε να γράψει.

   Η Τάνια στη δική της σκέψη έβλεπε να αποδυναμώνεται προς τον παρόν η λογική της. Νόμιζε πως την ενδιέφερε πρωτίστως το απογευματινό ταξίδι της για το νησί αλλά στην ουσία ήταν μπερδεμένη. Μήπως κάτι πιο φλέγον ζήτημα την έκαιγε εκείνη τη στιγμή; Ίσως. Έτσι για να μη χειροτερέψει τη θέση της και να μη δημιουργήσει κάποια ανήθικη σκηνή μπροστά του, σηκώθηκε κι ετοιμάστηκε να φύγει. Κι όση ώρα επιθυμούσε να του το ανακοινώσει ξεχείλιζε από ένα αίσθημα τρυφερότητας και άπειρο θαυμασμό για τον άντρα αυτό, που πολύ ήθελε να το φωνάξει και να διατρανώσει το πάθος της στο πρόσωπό του. Φαίνεται πως και ο Λευτέρης το ίδιο ένιωθε γι’ αυτή. Ήταν σίγουρη για τα συναισθήματά του. Μια φωνή μέσα της, της το ψιθύριζε. ΄Έτσι εξηγείται πως και ο ίδιος στις σκέψεις του αυτή έβαζε πρώτη προτεραιότητα άσχετα αν το υποβίβαζε για λόγους τάξης και ηθικής.

   Σκέφτηκε να φύγει. Αλλά πριν το κάνει κάτι απρόσμενο τράβηξε την προσοχή της έξω. Μια αγελάδα θυμωμένη περνούσε τρέχοντας σηκώνοντας σύννεφα σκόνης με τα πόδια της. Μουγκάνιζε λες και την έπνιγαν και κουνούσε το κεφάλι πέρα δώθε, έχοντας για προορισμό το κέντρο του χωριού κι από εκεί ποιος ήξερε για πού αλλού, αν δεν τη σταματούσαν φράζοντας το δρόμο κάποιοι άφοβοι και ειδικοί στις συλλήψεις εξαγριωμένων ζώων. Σαν η αγελάδα χάθηκε στο βάθος του δρόμου όλα τριγύρω φαίνονταν ήρεμα αυξάνοντας το θαυμασμό για τη ζωή και την επιθυμία ν’ αγγίξεις ότι υπήρχε πάνω στη γη και ψηλά στον ουρανό. Κι όπως ήταν όλα λουσμένα στο πυκνό φως του φθινοπωρινού μεσημεριού και πνιγμένα στο λεπτό στρώμα των αχτίνων του ήλιου, τόσο και καθήλωναν την Τάνια και την εμπόδιζαν να σηκωθεί. Η επιστροφή όμως των χωρικών από τα χωράφια τους για να περάσουν το μεσημέρι στα σπίτια τους, της έδωσε την ευκαιρία να σκεφτεί πως κι αυτή ανήκε σ’ ένα σπίτι και σε μια οικογένεια. Κι ο άντρας της; Πού τον έβαζε αυτόν; Αν είχε επιστρέψει από το καφενείο και αντιλαμβανόταν την απουσία της δε θα την έψαχνε; Κι αν υποψιαζόταν το ελάχιστο κι ερχόταν και τους έπιανε απ’ αυτοφώρω  στο δωμάτιό του, πως θα δικαιολογούσε την επίσκεψή της στο Λευτέρη χωρίς να είχε φροντίσει έστω τυπικά να του το αναφέρει πριν την έξοδό της από το σπίτι; Όλες αυτές οι σκέψεις στροβιλίστηκαν στο μυαλό της και την ανησύχησαν. Έτσι παρά τη γοητεία της ατμόσφαιρας σηκώθηκε και συνεπαρμένη από το αποτέλεσμα αυτής της συνάντησης, άρχισε να κερδίζει λίγο χρόνο μέχρι να βγει από την πόρτα, κοιτάζοντας τις λιγοστές γκραβούρες που κρέμονταν στους τοίχους ενώ άφηνε που και  που να της ξεφεύγουν και μερικά έντονα επιφωνήματα θαυμασμού.

   Ο Λευτέρης κατάλαβε την πρόθεσή της και νιώθοντας τη σκληρή δοκιμασία του χωρισμού της είπε διαμαρτυρόμενος:

   --- Τελειώσαμε! Σε βλέπω έτοιμη να φύγεις. Γιατί τόσο εσπευσμένα; Συμβαίνει κάτι;

   Η Τάνια σταμάτησε κοντά στην πόρτα που οδηγούσε στο χολ. Από εκεί του αποκρίθηκε:

   --- Μη ρωτάς πολλά! Εξάλλου είναι μεσημέρι και ίσως θέλεις από εδώ και μπρος ο χρόνος να κυλήσει για το προσωπικό σου συμφέρον!

   --- Καλά! Καλά! της έκανε άψυχα εκείνος και σηκώθηκε, και συνοδεύοντάς την  ως έξω το δρόμο, πρόσθεσε: Καλό σου ταξίδι και εις το επανιδείν! Την Κυριακή, δεν αστειεύομαι θα έρθω στα βαφτίσια και περιμένω την ώρα πως  και πως! Εύχομαι κι εσύ το ίδιο!

   Η Τάνια τον κοίταξε με μια υπερβολική λατρεία και πήρε το δρόμο για το σπίτι της. Αυτός προσπάθησε να πείσει τον εαυτό του πως δε συνέβαινε τίποτα σ’ αυτό το βλέμμα, και, απλά ξεγελάστηκε από την απρόσμενη λάμψη  πάνω του. Μέσα του όμως μια δύναμη τον οδηγούσε στη ζωή της κόμισσας που μόλις είχε φύγει και του ζητούσε να καταγράψει όλο το υλικό του βιβλίου της.

 

 

 

                                                   7

 

 

 

 

   Έξω από το σπίτι της η Τάνια στάθηκε και έκοβε κίνηση χαζεύοντας με τον κήπο του. Το σπίτι ήταν διώροφο, αρκετά μεγάλο με καινούργια κουφώματα σε παραδοσιακό στιλ και κεραμιδοσκεπή. Στον πάνω όροφο ήταν τα υπνοδωμάτια, μια μικρή βιβλιοθήκη και η κουζίνα με το μπάνιο και το καθιστικό. Στο ισόγειο υπήρχε υπνοδωμάτιο για τους γονείς του Ιάσονα κι ένας μικρός λουτροκαμπινές  με μια κουζινίτσα.Το υπόλοιπο μισό το χρησιμοποιούσαν για αποθήκη.  Μέσα εκεί φύλαγαν και προστάτευαν όλα τα γεωργικά τους εργαλεία, τα λιπάσματα, τις σοδειές τους, τους σπόρους και όλα τα δημητριακά, αλλά πρωτίστως και κυρίως ήταν η αποθήκη με τα δοχεία του λαδιού. Το λάδι του Ιάσονα ανερχόταν σε δέκα τόνους ετησίως, χώρια τις χοντρολιές που τις πουλούσε αρχές Νοεμβρίου και υπολογίζονταν σε τρεις τόνους σε καρπό. Το περισσότερο λάδι το πουλούσε στο ελαιοτριβείο κατά τις μέρες της παραγωγής και το υπόλοιπο το άφηνε να πιάσει καλύτερη τιμή πουλώντας το μετά το Πάσχα. Όλη την φροντίδα και την καλλιέργεια των περιβολιών την έκανε με τη βοήθεια μεταναστών εργατών που τους είχε μόνιμους και τους στέγαζε σ’ ένα μικρό σπιτάκι στο πίσω βορινό μέρος της αυλής. Μαζί με το μεροκάματο τους προσέφερε και φαγητό τις ημέρες που του δούλευαν στα χωράφια. Τις υπόλοιπες φρόντιζαν με δικά τους έξοδα τις καθημερινές τους ανάγκες.

   Το σπίτι ήταν πάντα περιποιημένο, δείγμα πως οι άνθρωποι που ζούσαν μέσα ήταν λάτρεις της καθαριότητας και της τάξης. Σ’ αυτό βοηθούσε πολύ η Τάνια που έδινε μεγάλη σημασία στη λάτρα του σπιτιού κι αν δε διάβαζε ή δε φρόντιζε τα παιδιά που την έβλεπες που την έχανες πάντα με τη σκούπα στο χέρι σ’ ένα δωμάτιο να το σκουπίζει ή να  ξεσκονίζει τα έπιπλα. Σχεδόν κάθε μέρα κάτι έκανε. Το ξεσκονόπανο δεν το άφηνε από το χέρι αν δεν άστραφταν, πόρτες, παράθυρα, ντουλάπες, καρέκλες και τραπέζια.

   Μέχρι να έρθει στο σπίτι η αλήθεια είναι πως έτρεχε με βήμα δρομέα γοργό. Μια δύναμη την έσπρωχνε να ‘ρθει όσο μπορούσε γρηγορότερα γιατί τέτοια ώρα μαζεύονταν όλοι στο σπίτι και η απουσία της θα ήταν αισθητή υποθάλποντας υποψία. Έτσι για να έρθει πιο γρήγορα άφησε το κεντρικό δρόμο και πήρε ένα στενό σοκάκι που την έβγαζε νωρίτερα στο σπίτι. Όμως για κακή της τύχη τώρα  σταματημένη έξω από τον κήπο κόβοντας κίνηση, είδε με έκπληξη και ανησυχία πως όλοι βρίσκονταν εκεί. Τα παιδιά της καθισμένα στα σκαλιά να παίζουν φιδάκι. Ο άντρας της να επιδιορθώνει τον τροχό του τρακτεριού  και τα πεθερικά της να καθαρίζουν το κονικλοτροφείο μιλώντας μεγαλόφωνα για την καθυστέρηση της αναπαραγωγής τους.

   Μπήκε μέσα στην αυλή και πλησίασε τα πρώτα σκαλιά που έπαιζαν τα παιδιά. Είχαν αφήσει το παιχνίδι με το φιδάκι κι έλεγαν ανέκδοτα. Πιάνοντάς την με τα χέρια τους από το φουστάνι της την τραβούσαν σαν τρελά και της ζήτησαν να καθίσει  μαζί τους και να τους πει κι αυτή ένα ανέκδοτο από τη σχολική ζωή που τόσο της άρεσε να τους λέει. Προσποιήθηκε την κουρασμένη και τους αρνήθηκε. Εκείνα γκρίνιαξαν λίγο αλλά ύστερα επέστρεψαν και  πάλι στα παιχνίδι τους.

    Λαχανιασμένος από την κουραστική εργασία του να βάζει και να ξαναβάζει το γρύλο κάτω από το τρακτέρ για να φτιάξει το λάστιχο ο άντρας της σαν την είδε, σταμάτησε και την πλησίασε. Τη χαιρέτησε, σταύρωσε τα χέρια και ακούμπησε την πλάτη του στα κάγκελα της σκάλας, κοιτάζοντάς την  με μια θολή θλιμμένη ματιά που τη φόβισε και την έκανε να κάνει ένα βήμα πίσω.       << Με κοιτάζει σαν να είμαι ένοχη >> συλλογίστηκε και του έπιασε το μπράτσο, γέρνοντας τρυφερά και το κεφάλι της πάνω στο μάγουλό του.

   --- Είναι λυπηρό να έρχεσαι τέτοια ώρα! της είπε πειραγμένος ο άντρας της και δείχνοντας σκοτισμένος αρκετά, συμπλήρωσε: δε νομίζω να μας βρει καμιά παρακμή, οικογενειακή, εννοώ!  Θα μπορούσες να μου δηλώσεις την απουσία σου. Τα παιδιά σε ζητούσαν και οι γονείς μου ανησύχησαν με την απερίσκεπτη επιλογή σου να μην τους ενημερώσεις για την έξοδό σου. Πιστεύω να ήταν καταδεκτικοί κι ευχάριστοι οι άνθρωποι που επισκέφτηκες. Ή μήπως πήγες περίπατο στο άλσος;

   Ο αιφνιδιασμός αυτός του άντρα της, της σύνθλιψε τη σκέψη. Τι να πει και πώς να δικαιολογηθεί; Το ψέμα δεν το ήθελε αλλά και η καθαρή αλήθεια την τρόμαζε. Μια μέση λύση θα ήταν το παν. Παραλυμένη σχεδόν από την ενοχή της του αποκρίθηκε με σκοτεινή έκφραση:

   --- Επισκέφτηκα την κυρία Ζωή την πρόεδρο του Φιλόπτωχου Ταμείου Κυριών για να συζητήσουμε ένα θέμα που αφορά μια παραπληγική γερόντισσα που χρήζει άμεσης βοήθειας και περίθαλψης. Δεν τη βρήκα εκεί και…

   --- Και… τρύπωσες σαν ποντίκι στο δωμάτιο του ξάδερφού της, του Λευτέρη!  Τον συμπαθώ ξέρεις και μου αρέσει γιατί χαμηλώνει το βλέμμα όταν με συναντά. Ωραία τότε! Τι ενδιαφέροντα είπατε;

   --- Για τη νέα σχολική χρονιά, τη μετάθεσή μου που δεν έγινε, και κάποια κουτσομπολιά…

   --- Μόνο γι’  αυτά;

   --- Τι άλλο;

   Φάνηκε για λίγο εμβρόντητος αλλά γέλασε ειρωνικά. Και σιωπηλός ενώ το πρόσωπό του είχε κοκκινίσει την άφησε και πήγε πάλι στο υπόστεγο που εργαζόταν. Από εκεί της φώναξε να της υπενθυμίσει πως έπρεπε να ετοιμάσει το τραπέζι για το μεσημεριανό φαγητό.

 

 

 

 

                        

                                                  7

 

 

 

                              

  

   Την  ώρα του φαγητού είχε μελαγχολήσει κι ένιωθε την ανάσα της βαριά. Το πρόσωπό της που και που χλόμιαζε κι έκανε τα πάντα να φαίνεται χαρούμενη, ευγενική, φλύαρη κι ορεξάτη παρόλο που καταλάβαινε πως η υποκρισία της γινόταν αντιληπτή από τον άντρα  της. Όσο περνούσε η ώρα ο χρόνος της φαινόταν ατέλειωτος και παρακαλούσε από μέσα της να ‘ρθει όσο γρηγορότερα μπορούσε το τέλος του για να απομακρυνθεί από το τραπέζι. Τα πιάτα άδειαζαν σιγά- σιγά, η κουβέντα κυλούσε απλή και βαρετή γύρω από αγροτικά ενδιαφέροντα όπως ο ψεκασμός των ελαιόδεντρων  και οι γνώμες και των δυο στροβιλίζονταν σαν ξερά φύλλα που τα παρέσυρε ο άνεμος πάνω από το τραπέζι. Στο τέλος οι μεγάλοι, ήπιαν λίγο παραπάνω βαρελίσιο κρασί, η Τάνια δεν ήπιε, ενώ τα παιδιά ζήτησαν χυμό πορτοκαλιού και γλυκό καρυδόπιτα. Γρήγορα ο ένας μετά τον άλλο έγειραν τα κεφάλια στο πλάι,  δείγμα πως ήθελαν να ξαπλώσουν και το έκαναν αμέσως τραβώντας για τα κρεβάτια τους. Πίσω έμεινε μόνο η Τάνια που ανασήκωσε τα μανίκια της και άρχισε να μαζεύει τα άδεια πιάτα και τα σερβίτσια και να τα πηγαίνει στο νεροχύτη για να τα πλύνει.

   Κατά τις πέντε το απόγευμα ο πατέρας του Ιάσονα πήγε στο καφενείο να παίξει τη καθιερωμένη παρτίδα του τάβλι με τον αιρετό πάρεδρο του χωριού ενώ η μητέρα του ασχολήθηκε με το ασβέστωμα του κονικλοτροφείου. Τα παιδιά επισκέφτηκαν το γειτονικό φιλικό σπίτι για να παίξουν με τα δυο αδελφάκια ένα αγόρι κι ένα κορίτσι στην ηλικία των τριών κοριτσιών, που άκουγαν στα ονόματα Δημοσθένης και Κλεοπάτρα.  

   Η Τάνια με τον  Ιάσονα βρήκαν την ευκαιρία να καθίσουν μόνοι και να ξεκινήσουν μια οποιαδήποτε συζήτηση πράγμα που το συνήθιζαν ταχτικά τα απογεύματα. Σαν κάθισαν στη βεράντα αυτός την άγγιξε στον ώμο και της έσκασε ένα χαμόγελο που είχε την έκφραση της αγωνίας και της απόγνωσης. Το ότι η γυναίκα του στις εννιά θα έμπαινε στο φεριμπότ και θα έφευγε για την Κεφαλονιά  τον πονούσε και του έκανε λιώμα την ψυχή. Προσπαθούσε να μην το δείχνει αλλά αν τον πρόσεχες καλά στο βλέμμα του θα έβλεπες πόσο υπόφερε. Έτσι κοιτάζοντας για μια στιγμή τα μάτια της, της είπε με κάποια λυπητερή έκφραση στα λόγια του:

   --- Το βράδυ αργά θα είσαι στο νησί!

   Αυτή για λίγα δευτερόλεπτα  έμεινε σιωπηλή κι όταν του αποκρίθηκε του είπε:

   --- Καθόλου δε θα το ‘θελα!

   --- Το ξέρω! Δε γίνεται όμως πρέπει να πας.

   --- Ναι. Απλά σκέφτομαι πως αυτό το πέρα δώθε δύο χρόνια τώρα κι ένα φέτος τρία θα μου δώσει κάποια στιγμή τη χαριστική βολή. Αν δεν πάρω μετάθεση να δουλέψω εδώ στον τόπο μου έστω του χρόνου έχω την εντύπωση πως δε θα ξεκολλήσω ποτέ από εκεί.

   --- Ναι, είναι λυπηρό να βρίσκεσαι μακριά μας. Μας λείπεις πολύ και περισσότερο στα παιδιά. Όμως κάτι μου λέει πως τελευταία φορά θα δουλέψεις εκεί. Του χρόνου με το καλό θα είσαι στο ίδιο Λύκειο με μένα.

   Τα είπε αυτά κι έδειχνε πως είχε παραλύσει. Το πρόσωπό του είχε γίνει περίλυπο, η ματιά του σκοτεινή και σκυφτός έπαιζε μ’ ένα μικρό πλαστικό κουταλάκι που ‘χε βρεθεί κάτω από το τραπέζι.

   Η Τάνια άπλωσε το γυμνό της μπράτσο και του αγκάλιασε το κεφάλι.

   --- Έλα μη στενοχωριέσαι, του ψιθύρισε. Φέτος η μετάθεσή μου δυστυχώς δεν έγινε. Ίσως του χρόνου. Όμως δε χάθηκαν τα πάντα κι αν δουλέψω μακριά. Ξεχνάς πως μπορεί ν’ αποσπαστώ; Έχω μόρια με το τρίτο παιδί κι αυτό θα με βοηθήσει. Ναι, θα με βοηθήσει να είμαι κοντά σας.

   --- Το καλύτερο θα ήταν να πάρεις μετάθεση. Έτσι θα λύνονταν όλα και θα γλίτωνες τα σούρτα – φέρτα στο νησί.

   --- Το ξέρω! Όμως για φέτος ας ελπίζουμε στην απόσπαση. Από το μπίτι καλή είναι και η Αφροδίτη!

   Ο Ιάσονας κοίταξε την ώρα στο ρολόι του. Σαν την είδε, άρχισε να στρέφει τα μάτια του στο βάθος της πλατείας προς το μέρος του δρόμου που οδηγούσε στα δυο καφενεία. Πίσω από τις λεύκες ξεχώρισε το Λευτέρη να βαδίζει αργά - αργά σαν να πήγαινε περίπατο και ξαφνιάστηκε. Το ίδιο συνέβη και με την Τάνια που εκείνη τη στιγμή είχε ρίξει τη ματιά της προς τα εκεί. << Πού να πηγαίνει >> σκέφτηκε και τέντωσε νωχελικά το κορμί της στην πλάτη της καρέκλας. Ο Ιάσονας συνέχιζε να τον ακολουθεί με το βλέμμα του. Μόνο σαν χάθηκε στο βάθος του δρόμου που έβγαζε νότια τράβηξε τα μάτια του  για να της πει συνεχίζοντας την κουβέντα τους:

   --- Δίκιο έχεις. Η ελπίδα μας είναι πια η απόσπαση για φέτος κι αν δεν γίνει η σίγουρη μετάθεση του χρόνου! Κι αυτό γιατί θα μείνει κενή η θέση από τη συνταξιοδότηση του υποδιευθυντή. Τράβα λίγο ζόρι φέτος και του χρόνου ποιος σε πιάνει!

   Τα είπε αυτά και το μυαλό του ακολούθησε το Λευτέρη. Με βλέμμα λοξό αλλά με καλοσύνη τη ρώτησε:

   --- Αυτός ο συνάδελφος ο  Λευτέρης που πέρασε πριν από λίγο κάτω και της έδειξε με το χέρι το δρόμο, φαίνεται εξαιρετικός άνθρωπος. Ίσως συνεργαστείτε στις δραστηριότητες του σχολικού θεάτρου.

    Η Τάνια ξαφνιάστηκε τόσο από τα λόγια του που άρχισε να τρέμει. Έτσι με δυσκολία του είπε:

   --- Έχει μετεκπαιδευτεί στη Γαλλία στις αρχαίες τραγωδίες και στο χορικό άσμα. Οι γνώσεις του είναι πολλές και οι νεωτεριστικές ιδέες του αξεπέραστες.

   --- Μου θυμίζει όμως σαν να κουβαλάει την καταστροφή μέσα του.

   --- Γιατί το λες, αυτό;

   --- Δεν ξέρω αλλά ώρες - ώρες μου είναι αντιπαθής.

   --- Θα ‘χεις τους λόγους σου.

   --- Όχι. Αλλά εκείνα τα ζωηρά του μάτια με το χρώμα του φιδιού που κοιτάζουν αχόρταγα τον καθένα μας μου τη δίνουν. Κι ο ίδιος φαίνεται δεν μπορεί να φανταστεί το μίσος που προξενεί σε κάποιους.

   Αυτή γέλασε πικρά. Κοίταξε αφηρημένα κατά το δρόμο που είχε περάσει ο Λευτέρης δείχνοντας ευχαρίστηση και ικανοποίηση. Η περιφρόνηση του άντρα της για τον ισχυρό τούτο διανοητή της άρεσε γιατί είδε γυμνή την αποβλάκωσή του. Υποβιβάζοντας τους ανθρώπους ο ίδιος έδειχνε μικρός και τιποτένιος. Ένιωθε ευχάριστα αναστατωμένη και δεν  μπορούσε να φανταστεί πόσο καλό της έκανε που έπιασαν κουβέντα γι’ αυτόν μαζί του.

   Εκείνη τη στιγμή κάτι πήγα να του πει, αλλά ο άντρας της σηκώθηκε. 

   --- Πάω πάλι στη δουλειά μου, της είπε και κατέβηκε αργά - αργά και σκεφτικός τα σκαλιά. Πλησίασε το τρακτέρ, γονάτισε κοντά στον άξονα του τροχού που επισκεύαζε και  σαν να μουρμούρισε κάτι με δυσαρέσκεια άρχισε τη διόρθωση της βλάβης. Κάποια στιγμή δυσκολεύτηκε να βιδώσει ένα από τα μπουλόνια και φώναξε τον πατέρα του που είχε επιστρέψει από το καφενείο να του δώσει ένα χέρι βοήθειας. Εκείνος ήρθε και γονάτισε μαζί του. Αφού συνεργάστηκαν πατέρας και γιος η βίδα σφίχτηκε άψογα και ο τροχός προσαρμόστηκε ασφαλής στη θέση του. Ο έμπειρος πατέρας στο τέλος είπε στο γιο του αυτό που είδε σε συμβουλευτικό ύφος:

   --- Δεν πρέπει να τρέμουν τα χέρια σου, γιε μου όταν έχεις να κάνεις με τέτοιες σκληρές δουλειές. Δείχνεις ταραγμένος; Σου συνέβη τίποτα;

   Βλέποντας το γιο του να σιωπά και να τον κοιτάζει με βλέμμα απλανές, πρόσθεσε για να διασκεδάσει την κατάσταση:

   --- Το ξέρω! Φεύγει η γυναίκα σου σε λίγο γι’ αυτό είσαι έτσι! Έλα – έλα μη στενοχωριέσαι και το άλλο Σαββατοκύριακο πάλι εδώ θα είναι!

   Ο Ιάσονας που εκείνη τη στιγμή είχε τελειώσει με τον τροχό και είχε σηκωθεί τον κοίταξε ίσα στα μάτια και του απάντησε με μια κακή διάθεση:

   --- Η άστατη οικογενειακή ζωή καμιά φορά φέρνει γκρίνιες και ρίξεις στα μέλη της. Αυτό είναι που με κάνει να ανησυχώ.

   --- Σιώπα! του ‘κανε χαμογελώντας εκείνος και  τον χτύπησε ελαφρά στην πλάτη. Μην απελπίζεσαι με τον καιρό όλα θα φτιάξουν!

   Για να το διασκεδάζει ο Λευτέρης ανέβηκε στο τρακτέρ και γύρισε τη μίζα να το βάλει μπροστά. Όταν η μηχανή πήρε στροφές του είπε αρκετά ευδιάθετος:

   --- Ώρες- ώρες με πιάνει αυτή η θλίψη αλλά μόλις τώρα μου έφυγε από το μυαλό και νιώθω καλά. Περαστικό είναι. Πήγαινε στη δουλειά σου δε θέλω άλλο. Αρκετά σε σκότισα με τις δικές μου έγνοιες.

   --- Οι δικές σου έγνοιες είναι και δικές μου! του αποκρίθηκε χαμογελώντας ο πατέρας του και με μικρά προστατευτικά βηματάκια μπήκε στο κονικλοτροφείο.

   Ο Ιάσονας ξεκίνησε καβάλα στο τρακτέρ και βγαίνοντας προσεχτικά από την αυλόπορτα μπήκε στο δρόμο κι από εκεί έστριψε δεξιά για να πάρει τον αγροτικό που έβγαινε στον Αρκαδικό ποταμό όπου κοντά στην όχθη του είχε ένα από τα περιβόλια με τα ελαιόδεντρα.

   Η Τάνια εκείνη τη στιγμή  καθόταν στη βεράντα και φρόντιζε τα παιδιά. Αυτά τα είχε πειράξει η ζέστη και ξύπνησαν με γκρίνια. Τα έντυνε και τους υποσχέθηκε πως λίγο πριν δύσει ο ήλιος θα τα πήγαινε βόλτα ως την Αγία Παρασκευή να παίξουν στην παιδική χαρά και μετά θα περνούσαν από τα καφενεία να τα κεράσει παγωτό. Η ώρα ήταν πέντε και μισή και ως τις οκτώ που θα έφευγε με τον πατέρα τους για την Κυλλήνη να προλάβει το φεριμπότ των εννέα είχε αρκετό καιρό. Ευκαιρία να χορτάσει τα παιδιά της λοιπόν.

   Κοίταξε τον άντρα της που χάθηκε στην κατηφόρα του δρόμου και θλίφτηκε. Από τη δεύτερη μέρα κιόλας που παντρεύτηκαν κάτι ράγισε κιόλας μέσα της γι’ αυτόν. Δεν τον αγαπούσε ήταν φανερό μιας και τον πήρε από συνοικέσιο αλλά και ούτε τον συμπαθούσα καν. Ένας ενθουσιασμός φαίνεται πως ήταν αυτή η σχέση τους, μια νεανική τρέλα που διαλύθηκε στη δεύτερη ματιά. Κι όμως κοιμήθηκαν μαζί οκτώ χρόνια τώρα, έκαναν τρία παιδιά κι έζησαν δυο χρόνια στη Γερμανία με την απόσπαση του άντρα της στα εκεί ελληνικά σχολεία  και συνέχιζαν να ζουν κάτω από την ίδια στέγη σαν περιστασιακοί φίλοι και σύντροφοι. Αυτή δίπλα του όσο κι αν φαινόταν ανικανοποίητη, ο ίδιος όμως ήταν πλήρης ικανοποιημένος και ερωτευμένος μαζί της. Κι όσο κι αν ήταν πάντα μακριά της, πότε στα χτήματα, πότε ως επίτροπος της εκκλησίας ή σαν γραμματέας του χωριού και σαν μέλος ακόμη του διοικητικού συμβουλίου καθηγητών του Συλλόγου Τριφυλίας, τη λάτρευε και την πρόσεχε σαν κόρη οφθαλμού, Ο χρόνος έτσι που περνούσαν μαζί ήταν ελάχιστος, η ματιά του πάνω της χωρίς ζέση, η αγκαλιά του κρύα και η φλόγα του μικρή, χωρίς φως και ζεστασιά για την καυτή και πληθωρική Τάνια.

   << Ναι, στενοχωριέμαι μα την πίστη μου! >> ψέλλισε όλο μίσος για τον εαυτό της, << που  τόσο καιρό δεν αποφάσισα να μείνω μαζί του ή να φύγω! Είναι πολύ ανθρώπινο να πάψω να μην τον κοροϊδεύω. Πρέπει σύντομα να πάρω μια απόφαση για τη σχέση μου μαζί του! >>

   Είπε αυτά τα λόγια και μπήκε μέσα.  Φώναξε τα παιδιά της κι αφού τους μίλησε με θέρμη για τον επικείμενο αποχωρισμό τους εξαιτίας του ταξιδιού της τα ετοίμασε για τον απογευματινό τους περίπατο στην παιδική χαρά της Αγίας Παρασκευής που τους είχε υποσχεθεί.   

 

 

 

 

                                                 7 

 

 

 

 

 

 

     Ο Λευτέρης που τον είδαμε πριν να κατηφορίζει νότια του χωριού, πήγαινε στο σπίτι του δημοτικού σύμβουλου του Δήμου. Αυτός διέθετε ένα παλιό αγροτικό φορτηγάκι  που το χρησιμοποιούσε στις αγροτικές του μεταφορές. Με την ευκαιρία του ταξιδιού του στην πόλη να μεταφέρει λιπάσματα υποσχέθηκε στο Λευτέρη να τον πάρει κι αυτόν μαζί του, αφού ο ίδιος ακόμα δεν είχε αυτοκίνητο. Έτσι στο σπίτι του στην Κυπαρισσία τώρα έκανε τα πάντα για να ταχτοποιήσει τις δουλειές του. να εκμεταλλευθεί το χρόνο του και να προφτάσει ένα σωρό εκκρεμότητες κυρίως την αρθρογραφία του στις εφημερίδες και τα περιοδικά. Και πρώτα- πρώτα έπρεπε να δει τι θα έκανε με την απεργία των αγροτών. Χρειαζόταν πληροφορίες για το άρθρο του στην εφημερίδα κι έπρεπε να τις βρει πάση θυσία. Οι συνδικαλιστές που γνώριζαν τα πάντα δυστυχώς έλειπαν από την πόλη και ήταν στο μπλόκο του Καλονερού. Τα γραφεία του Αγροτικού Συλλόγου είχαν κλείσει και από την  Ένωση Γεωργικών Συνεταιρισμών δεν περίμενε και πολλά πράγματα αφού οι κρατικοί αυτοί υπάλληλοι ήταν υποστηριχτές της κυβέρνησης και κρατούσαν το στόμα τους κλειστό.  Όσο για τις Αρχές, ούτε λόγος να τις πλησιάσει γιατί τον είχαν γράψει στη λίστα των επικηρυγμένων εχθρών τους. Απόμενε τότε να πάρει πληροφορίες από κάποιους γνωστούς που αμέσως άρχισε να τους σημειώνει στο χαρτί για να  επισκεφτεί μερικούς ή να τους καλέσει στο σπίτι του κάποιους άλλους.

   Ο δημοτικός σύμβουλος του είχε πει ευτυχώς πολλά και τα σημείωσε άλλα στα μυαλό του και άλλα στο μπλοκάκι του. Ηχηρές λέξεις όπως << εργοστάσιο >>, << πυρηνέλαιο >>, << Λιναρδάκης >> << 25 εργάτες >> τις έγραψε με κεφαλαία γράμματα για να τις αποκωδικοποιήσει στο σπίτι. Το σημαντικότερο ήταν αυτό που του είπε και δεν το γνώριζε, πως στην απεργία των αγροτών τάχθηκαν με το μέρος τους και οι είκοσι πέντε εργάτες στο εργοστάσιο παραγωγής πυρηνέλαιου  του Λιναρδάκη! Αυτό ίσως γινόταν η αφορμή για μια αλυσίδα εξεγέρσεων και σε άλλους χώρους των εργαζομένων, του είχε τονίσει. Όπως σήμερα, είχαν ξεκινήσει τη δική τους απεργία οι τυποποιητές αγροτικών προϊόντων στο εργοστάσιο της Τερψιθέας.

    Ο δημοτικός σύμβουλος του είπε ακόμη  πως το μπλόκο θα συνεχιζόταν και την άλλη βδομάδα για να συμπληρωθούν έτσι ως τη μέρα εκείνη δεκατέσσερις ημέρες απεργίας, πλήρης αναστάτωση της οδικής κυκλοφορίας και βίαια επεισόδια μεταξύ των αστυνομικών δυνάμεων και των απεργών. Εκείνο όμως που είχε συνταράξει τη κοινή γνώμη  και είχε συγκλονίσει τους ανθρώπους της περιοχής ήταν ο άδικος και φριχτός θάνατος του νεαρού αγρότη   εξαιτίας των επεισοδίων με τις δυνάμεις της αστυνομίας. Το αποτρόπαιο αυτό συμβάν που βύθισε στο πένθος τους πάντες ίσως είχε αποφευχθεί αν και από τα δυο αντίπαλα μέρη επικρατούσε η ψυχραιμία. Δυστυχώς υπερίσχυσε ο φανατισμός κι ένας νέος άνθρωπος έφυγε από τη ζωή τόσο σκληρά κι άδικα.

   Ο Λευτέρης ταχτοποίησε τις σημειώσεις που αφορούσαν το μπλόκο των αγροτών στο φάκελο και πήρε ένα άλλο κίτρινο φάκελο με την ένδειξη << τρέχοντα >> και τον άνοιξε. Ήταν για το Διοικητικό Συμβούλιο του Μορφωτικού Συλλόγου και περιείχε την εισήγησή του για την εκδήλωση που θα γινόταν στις τριάντα Σεπτεμβρίου προς τιμή του ποιητή Διονύση Πιτταρά. Η μειοψηφία του Διοικητικού Συμβουλίου αντιδρούσε σ’ αυτή την εκδήλωση υποστηρίζοντας άλλον ελάσσονα ποιητή, της δικής της ιδεολογίας. Ο Λευτέρης έσκυψε πάνω από το χειρόγραφο που είχε κάνει τις σημειώσεις του και άρχισε να συμπληρώνει τις σκέψεις του που είχε γεννήσει στο μυαλό του υποστηρίζοντας με σθεναρό τρόπο γιατί έπρεπε να τιμηθεί ο εξαίρετος αυτός πνευματικός άνθρωπος της πόλης. Η συνεδρίαση είχε οριστεί για τις είκοσι δύο Σεπτεμβρίου και δεν έπρεπε να αργοπορήσει την τελική του εισήγηση ούτε μια μέρα. 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

                           ΚΕΦΑΛΑΙΟ   ΔΕΥΤΕΡΟ  

 

 

 

 

 

 

                                                 1

 

 

 

 

 

   Η ενδέκατη Σεπτεμβρίου είναι για τη Στοιχειώδη και Μέση εκπαίδευση ημέρα έναρξης των μαθημάτων. Το ημερήσιο πρόγραμμα περιλαμβάνει αγιασμό, ομιλία του διευθυντή του σχολείου προς τους μαθητές και τους εκπαιδευτικούς και τη διανομή των βιβλίων. Ακόμη περιλαμβάνει τη σύγκληση του Συλλόγου διδασκόντων στον οποίο συζητιούνται οργανωτικά θέματα που έχουν σχέση με την ομαλή λειτουργία του σχολείου στη διάρκεια της διδακτικής χρονιάς.

   Αφού έδιωξαν τους μαθητές γύρω στις δώδεκα οι καθηγητές του Λυκείου  μαζεύτηκαν στο γραφείο τους και  περίμεναν την είσοδο του διευθυντή. Είχε την ειδικότητα του φυσικού και ήταν κοντά στα πενήντα με ιδιαίτερη κλίση στη συντηρητικότητα των ιδεών, πιστός λάτρης του τριπτύχου, Ελλάς, Ελλήνων, Χριστιανών, του επίσης εξίσου ανθρωποκτόνου συνθήματος πατρίς, θρησκεία, οικογένεια. Αυταρχικός στο έπακρον και υπηρέτης της υπηρεσιακής δουλικότητας. Ήταν κοντός, φαλακρός κι ασουλούπωτος. Εικόνα φριχτή που την έκανε ακόμη γελοία η κόκκινη όψη του και τα φαρδιά κακόγουστα φρύδια του. Όλη αυτή η εικόνα του προκαλούσε θυμηδία σε καθηγητές, μαθητές και γονείς που τον απόφευγαν  όπως ο διάβολος το λιβάνι. Φορούσε συνεχώς ένα τριμμένο ριγωτό πουλόβερ και το συνάλλαζε με δυο φτηνά ντρίλινα παντελόνια με ρεβέρ που μέρα με τη μέρα κόνταιναν και είχαν φτάσει ως τους αστραγάλους. Πάντα πασπάτευε σκυμμένος μέσα στα συρτάρια του γραφείου του χαρτιά κι όλο ψιθύριζε διαβάζοντας τις εγκυκλίους που λάμβανε από το Υπουργείο Παιδείας. Σαν διαφωνούσε με το περιεχόμενό τους, το άσχημο πρόσωπό του έπαιρνε μια γαλακτώδη ωχρή απόχρωση και χτυπούσε ελαφρά τα κίτρινα χαλασμένα δόντια του. Στη συνέχεια τις έσφιγγε στα χέρια του και τρέμοντας τις πήγαινε έξαλλος στο γραφείο των καθηγητών, λέγοντάς τους μέσα σε ξέφρενη και χλαπαταγή:

   --- Ορίστε τι μας ζητάνε πάλι!  Περικοπή των αποδοχών μας με το νέο φορολογικό νομοσχέδιο. Να δούμε τι άλλο θα μας κάνουν και σηκώνοντας τα χέρια ψηλά βλαστημούσε θεούς και δαίμονες.

   Στην καθημερινή και ιδιωτική του ζωή σύχναζε στα καφενεία κι έπαιζε χαρτιά. Τα βράδια επισκεπτόταν τις ταβέρνες και κάνοντας παρέα με τους πάσης φύσεως λωποδύτες και συκοφάντες, ανακάτευε τα κρασιά κι έπινε τα καραφάκια με το ούζο ένα πίσω απ’ τ’ άλλο. Σαν καλός φιλαναγνώστης διάβαζε μόνο  τον << Ελεύθερο χρόνο >>, εφημερίδα με ακραίες  συντηρητικές απόψεις, εχθρός  του φιλελευθερισμού και υποστηρικτή του  κεφαλαίου, των βιομηχάνων, των κερδοσκόπων, των φοροφυγάδων και των τοκογλύφων.

   Έτσι αυτός ο  ξεγυμνωμένος από τις αξίες διευθυντής, που για χάρη των απολαύσεων της ζωής, είχε απαρνηθεί τα βιβλία και την παιδαγωγική, δυστυχώς βρήκε θέση στη βαθμίδα της εκπαίδευσης ενώ θα έπρεπε να εργάζεται εκεί που βασίλευε ο τζόγος και το καλό ποτό. Κι αυτό το πέτυχε με τις γνωριμίες του. Γνωριμίες που του εξασφάλιζαν άλλοθι και του έκρυβαν τις ατιμίες και τις  αυθαιρεσίες του.

   Μ’ αυτούς τα βράδια  έτρωγε μαζί τους συναγρίδες και μπακαλιαράκια και μέσα στην ευωχία τους έθαβαν μαζί όλους τους καλούς ανθρώπους της πόλης μας. Κι αυτοί οι επώνυμοι ήταν, άνθρωποι των Αρχών, πρόεδροι Ιδρυμάτων, υπηρεσιών, και εξέχοντα μέλη πλούσιων κι ευγενών οικογενειών. Τους γέμιζε φιλοφρονήσεις, κομπλιμέντα και επαίνους και τους βομβάρδιζε με αβυσσαλέα υποκρισία. Έτσι σαν πέρασε από το Συμβούλιο επιλογής διευθυντών μπήκε πρώτος στη λίστα και στρογγυλοκάθισε μ’ ένα πλατύ χαμόγελο στη θέση του χωρίς να το αξίζει.

   Αυτός  λοιπόν ο κατεργάρης δεν είχε  όμοιό του. Σαν σε κοιτούσε πρόδιδε εύκολα το μίσος του και σου συμπεριφερόταν λες και ήσουν Ιούδας κι αυτός Αρχιερέας. Συκοφαντούσε με το παραμικρό τους συναδέλφους του, τους φακέλωνε με το έτσι θέλω και τους υποβάθμιζε  στις εκθέσεις του με τα χειρότερα λόγια έκφρασης κι αξιολόγησης. Όλους τους θεωρούσε ύποπτους, τεμπέληδες και ανήθικους ενώ είχε τον εαυτό του  για μεγάλο υπέρμαχο των αξιών του γένους.  Αυτόν λοιπόν τον ελάχιστο άνθρωπο και παιδαγωγό, σύμφωνα με το νόμο, ήταν υποχρεωμένοι ν’ ακούσουν οι συνάδελφοί του που ήταν μαζεμένοι γύρω από το στρογγυλό τραπέζι. Και να σε λίγο μπήκε φορτωμένος φακέλους και μ’ ένα ψυχρό βλέμμα στα μάτια. Κάθισε τους χαιρέτησε αδιάφορα και ψυχρά και άνοιξε τον πρώτο φάκελο που είχε σχολαστικά ετοιμάσει. Τους καλωσόρισε, τους ευχήθηκε καλή χρονιά και ως συνήθως αφηρημένος κι ανήσυχος έφτασε ύστερα από πολλά ασήμαντα και στο θέμα της βιβλιοθήκης που σαν την έδειξε τους ρώτησε χαμηλόφωνα και παρακλητικά:

   --- Μήπως θέλει κανείς σας να είναι υπεύθυνος γι’  αυτή; Να καταγράφει τους τόμους της και να  αναλάβει τη διαδικασία του δανεισμού των βιβλίων της στους μαθητές;

   Δεν απάντησε κανείς και τον κοίταξαν όλοι με δυσφορία και περιφρόνηση ενώ μια μικρή παρέα φιλολόγων στο βάθος κάτι ψιθύρισε πικρόχολα.

   Εκείνος έσφιξε αδέξια τα χείλη του, κάρφωσε με τα πονηρά του μάτια το Λευτέρη κι αφού  έκανε μια υπεράνθρωπη προσπάθεια να του μιλήσει, του είπε με δυσκολία ενώ το πρόσωπό του κοκκίνισε επικίνδυνα.

   --- Εσύ τι λες, Λευτέρη; Μπορείς να την αναλάβεις αφού είσαι  άνθρωπος των γραμμάτων; Κι αφού σηκώθηκε και μπήκε στην ανοιχτή πόρτα του γραφείου του και πήρε ένα φάκελο από το ράφι, επέστρεψε κι αφού κάθισε και στήριξε με τους αγκώνες  τα χέρια του, είπε πάλι σ’ αυτόν ενώ δεν καταδέχτηκε να ρίξει ούτε μια ματιά στους άλλους: να και ο φάκελος μ’ όλα τα απαραίτητα έγγραφα. Εδώ θα δεις τους τίτλους των βιβλίων, τους συγγραφείς, τις καταστάσεις δανειοδότησης και τις ελλείψεις. Αν θέλεις να την εμπλουτίσεις μπορείς να το κάνεις αρκεί να  γίνει από μένα η έγκριση των βιβλίων που θα προτείνεις για την αγορά τους.

   Ο Λευτέρης έμεινε εμβρόντητος. Το υγιές πρόσωπό του χλόμιασε, η ματιά του σπινθήρισε και ο ψυχικός του κόσμος αναστατώθηκε τόσο που νόμισε πως θα εκραγεί.  Αυτή η σύμπραξη μαζί του για την αγορά άχρηστων και ηθικοχριστιανικών εντύπων που σίγουρα θα του επέβαλε ν’ αγοράσουν τον έβγαλε από τα ρούχα του.  Ήξερε τον σκοταδισμό που έτρεφε μέσα του ο διευθυντής και γνώριζε από πρώτο χέρι πως δεν ήταν ικανός ούτε ένα καλό βιβλίο να ξεχωρίσει από τα τόσα που περνούσαν από τα χέρια του. Ο εμπλουτισμός της βιβλιοθήκης είχε γίνει από τον ίδιο και ότι υπήρχε στα ράφια ήταν στοκ των  χειρότερων εκδόσεων. Κυριαρχούσαν τα χριστιανικά βιβλία, τα αντικομουνιστικά, τα φορτισμένα με πατριδοκαπηλία και σωφρονισμό και τα ποτισμένα με εθνικοφροσύνη και ηρωισμούς από τα πολεμικά κατορθώματα των βασιλιάδων και των στρατιωτικών σωτήρων του έθνους.

   Η κλασική λογοτεχνία έλειπε και οι καταξιωμένοι Έλληνες συγγραφείς απουσίαζαν ενώ φιγουράριζαν στα ράφια οι μέτριοι και οι ελάσσονες. Όλοι οι προκάτοχοι διευθυντές ακολουθούσαν τον καθορισμένο δρόμο της φθηνής αγοράς κι όλοι μαζί, μα όλοι, με απόλυτη ζωντάνια και σαφήνεια αγόραζαν ό,τι χειρότερο βιβλίο γραφόταν και πουλιόταν στην αγορά, αγνοώντας τόσο την παλιά όσο και τη σύγχρονη λογοτεχνία με τα αριστουργήματά τους.

   Εντύπωσε προκαλούσε μια τριαντάτομη εγκυκλοπαίδεια που χωρίς να έχουν απαλλαγεί οι τόμοι από το περιτύλιγμά τους, φιγουράριζαν στα ράφια της βιβλιοθήκης στο γραφείο του διευθυντή πράγμα που φανέρωναν πως δεν είχαν ανοιχτεί και δεν είχαν διαβαστεί από κανέναν. Αυτός ο πνευματικός θησαυρός ήταν απρόσιτος για τους μαθητές και φυσικά και για τους διδάσκοντες αφού κύριος διαχειριστής του γραφείου ήταν ο διευθυντής και η είσοδος σε λοιπούς απαγορευόταν. Άλλη μια ομάδα παλιών βιβλίων βαλμένα σε τρία ράφια επικέντρωναν το ενδιαφέρον και ήταν αιτία για ποικίλα πικρόχολα σχόλια. Ήταν σκονισμένα και καλυμμένα με μούχλα ενώ απόπνεαν έντονη μυρωδιά κλεισούρας και υγρασίας. Έφεραν ημερομηνίες έκδοσης των αρχών του εικοστού αιώνα και ήταν όλα με το ίδιο σχεδόν περιεχόμενο που αναφερόταν στους σχολικούς  συνεταιρισμούς, σε καλλιέργειες των σχολικών κήπων, σε μεθόδους διδασκαλίας και διάφορες εκθέσεις συμπερασμάτων από το βίο της σχολικής ζωής. Γενικά το αίσθημα που αποκόμιζε κανείς βλέποντας αυτή τη βιβλιοθήκη μπορούσε να αποτιμηθεί ως << ντροπή >> για την εκπαιδευτική οικογένεια και ιστορία της χώρας.

   --- Δε θέλω  ν’ αναλάβω τη φροντίδα της και ξέρεις το λόγο! Ξεφώνισε έξω φρενών ο Λευτέρης και χτυπώντας το χέρι του πάνω στο τραπέζι, παρέσυρε και λίγη σκόνη να απλωθεί στον αέρα.    

   Η σκληρή φράση του, ανησύχησε το διευθυντή που μαζεύτηκε σαν φοβισμένος λαγός  στη θέση του ενώ τον κοίταξε με αυστηρό βλέμμα. Σε λίγο όμως χαμογέλασε ειρωνικά κι αφηρημένα για να του δείξει δήθεν κατανόηση, αλλά και πάλι σιωπούσε, δείχνοντας αναποφάσιστος να μιλήσει, εξακολουθώντας να δείχνει μουδιασμένος. Αλλά δεν του άρεσε να ανατρέπονται οι διαταγές του  κι αναγκάστηκε να πει κάτι για να τονίσει την ισχύ του: 

   --- Γιατί δε θέλεις; τον ρώτησε και κίνησε με ευδιάκριτο τρόπο τα μάτια του.

   --- Να πάρει η ευχή! Δε θέλω!

   --- Μα δεν μπορείς να γράψεις στα παλιά σου τα παπούτσια τους κανονισμούς του σχολείου. Κι ο κανονισμός είναι σαφής. Λέει καθαρά πως ο διευθυντής έχει το δικαίωμα από το νόμο να ορίζει υπεύθυνους σε διάφορους τομείς δραστηριοτήτων. Δεν έχεις δικαίωμα ν’ αρνηθείς.

   --- Ναι, το ξέρω, αλλά δώσ’ μου κάποιον άλλο τομέα ευθύνης. Όχι, τη βιβλιοθήκη!

   Οι υπόλοιποι συνάδελφοί του, σιωπούσαν. Δεν ήθελαν να ξεσπάσει θύελλα στη συζήτησή τους και δεν έπαιρναν θέση. Αυτή η στάση τους τον πλημμύρισε από αγανάκτηση το Λευτέρη αλλά έκανε υπομονή  και δε διαμαρτυρήθηκε όσο κι αν τον έσπρωχνε να το κάνει η συμπεριφορά της αψυχολόγητης στάσης τους.

   Ο διευθυντής στράφηκε  και κοίταξε τη  φορτωμένη με άχρηστους τόμους βιβλιοθήκη και κατσούφιασε. Σκέφτηκε την αναγεννησιακή της μεταμόρφωση αλλά δεν είχε λόγο εκείνη την ώρα να μιλήσει γι’ αυτή την κακή εικόνα που παρουσίαζε.  Η ματιά του άρχισε να πέφτει στις ράχες των τόμων και να τις διαβάζει με δυσκολία γιατί ο μοχθηρός χρόνος είχε ξεθωριάσει τους  τίτλους με τα γράμματα. Όταν δε η ματιά του έπεσε στο βιβλίο που το κρατούσε στα χέρια του ο Λευτέρης, με τίτλο << Η επανάσταση της 21ης  Απριλίου 1967 >> του δικτάτορα Γεωργίου Παπαδόπουλου, έγινε κάτωχρος και ετοιμάστηκε να εγκαταλείψει το γραφείο προφασισθείς επείγουσα δουλειά. Ο Λευτέρης όμως δείχνοντάς του το ογκώδες βιβλίο. του είπε με γενναία φωνή:

   --- Τέτοια βιβλία θέλεις  να με βάλεις πάλι να αγοράσω! Και μου ζητάς να γίνω συνένοχος και συνεργός μιας πράξης σκοταδισμού; 

   --- Ω! Φτάνει! Φτάνει, πια! ξεφώνισε εκείνος κι άπλωσε το χέρι του να του το πάρει. Εγώ θέλω να σε κάνω να ωφεληθείς απ’ αυτή την ιστορία με τα βιβλία και να κερδίσει και το σχολείο κι εσύ κάνεις τα πάντα για να βγάλεις τα μάτια σου!  Αποφάσισε γιατί δεν είμαι κανένας μπουνταλάς που να μην καταλαβαίνει που το πας!

   Ο Λευτέρης σκέφτηκε πως αν συνέχιζαν σ’ αυτό το ύφος γρήγορα θα έρχονταν στα χέρια. Γι’ αυτό πήρε μια κόλλα χαρτί αναφοράς κι ένα μολύβι κι έγραψε κάποιες παρατηρήσεις του. Ύστερα του έδωσε  την κόλλα  λέγοντάς του με υπερβολική κίνηση του κεφαλιού του:

   --- Εδώ είναι οι προτάσεις μου! Διαβάστε τες με την ησυχία σας και τα λέμε ευθύς σαν κρίνουμε και οι δυο πως είμαστε ήρεμοι. Ο χρόνος ίσως θα είναι καλός σύμβουλός μας.

   Εκείνος πήρε το χαρτί μ’ ένα ειρωνικό χαμόγελο. Το έβαλε στο φάκελο με τα  << υπόψη >> και συνέχισε την κουβέντα με τ΄ άλλα θέματα της ημερησίας διάταξης.

   Όταν τελείωσαν ένας - ένας έφευγε λέγοντας στον άλλον τον τυπικό χαιρετισμό << αντίο >> από συνήθεια στην τυπολατρία τέτοιων συγκεντρώσεων. Ο Λευτέρης  βγήκε από την πόρτα με το κεφάλι σκυμμένο, το πρόσωπο ανέκφραστο και την ψυχή του αηδιασμένη μέσα στο γερό και καλογυμνασμένο κορμί του.  Δεν έμοιαζε να ήταν εκεί η σκέψη του αλλά κάπου αλλού. Η αγωνία των ανθρώπων του μπλόκο ήταν και δική του. Έτσι χωρίς να περάσει απ’ το σπίτι του να φάει κάτι και να ξεκουραστεί, τράβηξε ίσα – ίσα μ’ ένα αγροτικό φορτηγάκι κάποιου γνωστού του στον τόπο της εξέγερσης.

 

 

 

 

                                                    2

 

 

 

 

   Η απόσταση από την πόλη στο μέρος του μπλόκου των αγροτών ήταν μικρή, γύρω στα πέντε χιλιόμετρα και η διαδρομή ήταν ευχάριστη για όποιον την έκανε πεζοπορώντας ή ακόμη και με αυτοκίνητο. Έτσι σαν σταμάτησε το αυτοκίνητο μακριά από το πεδίο των συγκρούσεων, άρχισε να πλησιάζει με τα πόδια κατά μήκος της μικρής λιμνούλας που είχε σχηματιστεί στη βορινή όχθη του Αρκαδικού, ευελπιστώντας να  πάρει το ένα και μοναδικό μονοπάτι που θα τον έβγαζε στην αντίπερα όχθη που ήταν και το μπλόκο αφού η εθνική οδός ήταν αποκλεισμένη από τα τρακτέρ και τις ισχυρές αστυνομικές δυνάμεις που απαγόρευαν αυστηρά οποιαδήποτε διέλευση πεζού ή οχήματος.

   Για να φανταστεί κανείς τι αυστηρή ήταν η επιτήρηση της αστυνομίας αρκεί να αναφερθεί σ’ ένα περιστατικό μιας εγκύου  που με χαρακτηριστική μαεστρία διηγήθηκε ένας αυτόπτης μάρτυρας: το ζευγάρι ταξίδευε με το αυτοκίνητό τους για την Καλαμάτα που βρισκόταν η κλινική και θα γινόταν η εισαγωγή της γυναίκας. Οι επικεφαλείς φρουροί σταμάτησαν το ζευγάρι απαγορεύοντας τη διέλευσή τους προστάζοντάς τους να γυρίσουν πίσω και να πάνε από τη Χώρα. Στην αναφορά του άντρα πως η σύζυγός του ήταν έγκυος και σε λίγες ώρες θα γεννούσε, αυτοί  και πάλι έτριξαν τα δόντια τους και τους επανέλαβαν την ίδια φράση. Στη διαμαρτυρία της γυναίκας που ήδη είχαν σπάσει τα νερά, έσκασαν στα γέλια, λέγοντάς της χαϊδεύοντας τα πιστόλια τους πως αν δεν υπακούσουν είναι υποχρεωμένοι να εφαρμόσουν το νόμο και τους έδειξαν τα γκλοπς.  Έτσι ο άντρας έστριψε επί τόπου και γύρισαν πίσω ταξιδεύοντας για σιγουριά μέσω Χώρας.

   Ο Λευτέρης κάποια στιγμή κατάλαβε πως ήταν ανώφελο να παρακολουθεί τα πράγματα από εκεί που ήταν γιατί δεν είχε καλή ορατότητα κι αναγκάστηκε ν’ ανεβεί σ’ ένα ύψωμα προς τα ανατολικά απ’ όπου  είχε καλή θέα μέχρι τη σιδηροδρομική γραμμή και τη θάλασσα. Από εκεί το μέτωπο της συγκέντρωσης διακρινόταν πολύ καλά και μπορούσε να ξεχωρίσει ακόμη και γνωστά του πρόσωπα που συμμετείχαν στις κινητοποιήσεις. Έτσι μπόρεσε να δει όλα τα στοιχεία που συνύφαιναν όλο το σκηνικό της σύγκρουσης. Πρώτα - πρώτα  το κύριο σώμα των εξεγερθέντων ήταν αγρότες και ήταν συγκεντρωμένοι στον κόμβο του Καλονερού, εκεί που ο Εθνικός δρόμος Πύλου- Κυπαρισσίας- Πύργου, διακλαδιζόταν βορειοανατολικά για Καλαμάτα και Τρίπολη και δυτικά για την παραλιακή ζώνη της περιοχής. Είχαν  συγκεντρώσει τις προμήθειές τους σε διάφορα σημεία του δρόμου κι από εκεί συντόνιζαν τον αγώνα τους και διατρανώνοντας τα αιτήματά τους πότε με την ντουντούκα  και πότε με δυνατές φωνές από συνθήματα. Σε κάποια σημεία είχαν ανάψει μεγάλες φωτιές καίγοντας λάστιχα, που οι πυκνοί μαύροι καπνοί τους υψώνονταν σαν σύννεφα στον ουρανό. Κάποιοι που είχαν ειδικό ρόλο έβγαιναν έξω από το μπλόκο εκεί που ήταν συγκεντρωμένοι οι οδηγοί των  γεωργικών μηχανημάτων και οι περίεργοι περαστικοί ή συμπαραστάτες τους και τους μοίραζαν προκηρύξεις με τα αιτήματά τους ενώ συγκρούονταν που και που με τους αντίθετους στον αγώνα τους αποκαλώντας τους  << σπιούνους >.>  της αστυνομίας και των αρχών.

   Τα τρακτέρ τα είχαν βάλει στο δρόμο στοιχισμένα σε δυο σειρές ενώ παραταγμένα και στις δυο άκρες του εθνικού δρόμου ήταν πολλά φορτηγά φορτωμένα με γεμάτες κλούβες από κηπευτικά που σε στιγμές έξαρσης τα άδειαζαν κάτω στο δρόμο σαν ένδειξη διαμαρτυρίας για τις κακές τιμές των προϊόντων τους που εισέπρατταν από τους εμπόρους.

    Απέναντί τους είχαν και τις δυνάμεις καταστολής, τους αστυνομικούς του δήμου Τριφυλίας. Είχαν επιστρατευθεί για την επιβολή της τάξης και της ασφάλειας των πολιτών και ήταν οπλισμένοι σαν αστακοί με όπλα, γκλοπς, μάσκες και κράνη και είχαν εντολή να τους πιέσουν να ανοίξουν το δρόμο για να επανέλθει η ομαλότητα στη συγκοινωνία που η διακοπή της σχεδόν δυο βδομάδες είχε δημιουργήσει οξύτατα προβλήματα στη μεταφορά των προϊόντων και των ανθρώπων με επίπτωση και στην αγορά της περιοχής και του  νομού λόγω της έλλειψης βασικών ειδών αγαθών και σίτισης.

   Ο θάνατος του αγρότη πριν δυο μέρες είχε κάνει την ατμόσφαιρα έκρυθμη, τα βλέμματα άγρια και σκεπτικά και την οργή των εξεγερμένων ανεξέλεγκτη εις το έπακρον. Περισσότερο τους αγρίεψε ο τρόπος που χάθηκε το παλικάρι. Κάποιοι κάτοικοι που έμεναν εκεί κοντά στις γύρω κατοικημένες περιοχές και είδαν το περιστατικό μιλούσαν για εκτροχιασμό της αστυνομίας.  Το παλικάρι θέλησε να σπάσει το μπλόκο οδηγώντας το τρακτέρ σ’ ένα έρημο δρόμο με λακκούβες και πολλά αναχώματα. Αν δεν το κυνηγούσαν ίσως να μην είχε γίνει το κακό. Τι τους έπιασε;  Μια ομάδα απ’ αυτούς στην άρνησή του να σταματήσει το πήρε στο κυνήγι. Αυτό οδηγώντας το τρακτέρ σαν δαιμονισμένο το ‘κανε πουλί και έφυγε σχεδόν πετώντας στον αέρα για να γλιτώσει. Κάτι γριούλες που σκάλιζαν τον κήπο τους είδαν μέσα στη σκόνη τον όγκο του τρακτέρ και σταυροκοπήθηκαν, ψελλίζοντας προσευχές και ύμνους από το φόβο τους. Δυο τρεις απ’ αυτές βγήκαν στην άκρη του δρόμου ακούγοντας το βουητό του θεριού να δουν τι τρέλα είχε βαρέσει αυτό και τον οδηγό του και χαλούσαν τον κόσμο με τέτοιο τρέξιμο. Και τότε το τρακτέρ ξέφυγε από το δρόμο, έπεσε πάνω στον τοίχο ενός αγροτόσπιτου και τουμπάρισε. Το αναποδογυρισμένο τετράτροχο πλάκωσε το παλικάρι και του έσπασε τον αυχένα αφήνοντάς το στον τόπο. Η πρώτη αγρότισσα που έτρεξε να το σώσει το μόνο που μπόρεσε να κάνει ήταν να του κλείσει τα μάτια και να σκουπίσει με το μαντίλι της το στόμα του που είχε πλημμυρίσει στο αίμα.

   Αυτή τώρα η μπαμπεσιά των οργάνων της τάξης που το βλέμμα τους και η συμπεριφορά τους δεν έλεγε ούτε και μετά το φονικό να αλλάξει και να γίνει φιλική, είχε αγριέψει όπως είπαμε σε μεγάλο βαθμό τους εξεγερθέντες και τους είχε πλημμυρίσει από μίσος και οργή τις καρδιές. Γι’ αυτό για να μην επαναληφθεί  κι άλλο φονικό, έβαλαν δικούς τους περιπόλους κι επέβαλαν την τάξη, δίνοντας οδηγίες στους απεργούς να αποφεύγουν τις οξύτητες μαζί τους.

   Δυστυχώς  όμως υπήρχαν και τραυματισμένοι αγρότες στο νοσοκομείο από τα χθεσινά γεγονότα της Κυριακής. Ένας τραυματισμένος σαραντάρης στην πλάτη από γερή ροπαλιά κάποιου οργάνου της τάξης και δυο τριαντάρηδες με εκδορές στο πρόσωπο και κατάγματα στα χέρια ύστερα από άγρια συμπλοκή με μια ομάδα αστυνομικών. Και οι τρεις τους δεν διέτρεχαν κανένα κίνδυνο για τη ζωή τους αλλά η νοσηλεία τους θα διαρκούσε μερικές μέρες μέχρι  να γιατρευτούν πλήρως.

   Ο Λευτέρης ετοιμάστηκε να αφήσει το ύψωμα αφού είχε πάρει μια εικόνα της όλης κατάστασης και με την απειλή ενός οργάνου που τον είχε μυριστεί, έκανε δυο βήματα να προχωρήσει στον κάμπο. Αλλά έμεινε έκπληκτος μ’ αυτό που είχε φανερωθεί στα μάτια του. Κοντά στη σιδηροδρομική γραμμή και λίγο έξω από το σταθμό του Καλονερού ένα τρένο  ερχόμενο από την Κυπαρισσία είχε ακινητοποιηθεί από τους απεργούς!  Έμεινε με το στόμα ανοικτό και σταμάτησε να δει κάποιες εικόνες του επεισοδίου που ευτυχώς είχαν θαυμάσια ορατότητα από το σημείο που βρισκόταν. Παραδόξως ο αστυνομικός που τον παρακολουθούσε τον εγκατέλειψε μόλις κατάλαβε πως ήταν έτοιμος να αφήσει το ύψωμα κι αυτός βρήκε την ευκαιρία να παραδοθεί στη θέα της εικόνας. Εκείνο που είχε φανερωθεί εκείνη τη στιγμή μπροστά του ήταν το εξής: μια ομάδα  αγροτών, περίπου τριάντα, είχαν σταθεί μπροστά στις ράγες του τρένου και το είχαν σταματήσει. Ο σκοπός τους ήταν να κρεμάσουν στην πλευρά του ένα πανό με κάποιο σύνθημα του αγώνα τους και φαίνεται πως αυτό διαπραγματευόταν με τον  οδηγό και το προσωπικό του συρμού. Απ’ ότι φάνηκε σε λίγο ο τολμηρός κι αποφασιστικός αυτός στόχος τους στέφθηκε από επιτυχία και αφού πήραν το << ναι >> οι πρώτοι αγρότες ανέβηκαν πάνω και σε μηδέν χρόνο στερέωσαν και ανάρτησαν το πανό μέσα από τα δυνατά χειροκροτήματα και τις ζωηρές ζητωκραυγές των επιβατών που είχαν κρεμαστεί στα παράθυρα όλη την ώρα της διαπραγμάτευσης. Το πανό, ένα μεγάλο ορθογώνιο λευκό ύφασμα, έγραφε με μαύρα κεφαλαία γράμματα:       <<  ΚΑΤΩ ΟΙ ΚΛΕΦΤΕΣ ΤΟΥ ΜΟΧΘΟΥ ΤΟΥ ΑΓΡΟΤΗ >>.

         Όταν το πανό φιγουράριζε ασφαλές δεμένο με χοντρά σχοινιά από τις λαβές των παραθύρων, οι απεργοί αγρότες έδωσαν εντολή στο μηχανοδηγό να ξεκινήσει. Το τρένο σφυρίζοντας γλίστρησε πάνω στις ράγες σαν τεράστιο φίδι, κάνοντας τις καρδιές όσων είδαν τη σκηνή αλλά κι όσων το έβλεπαν για πρώτη φορά να τρέχει με το πανό να χτυπήσουν γρήγορα κι άταχτα από τη συγκίνηση και τον αγωνιστικό παλμό που τους κυρίεψε έντονα και ξαφνικά. Κι όσο το τρένο πήγαινε προς το Καλονερό τα χειροκρότημα και οι επευφημίες από τους ανθρώπους του κάμπου   έδιναν κι έπαιρναν.  

       Ο Λευτέρης έφτασε στον κεντρικό δρόμο. Στήθηκε στην άκρη απέναντι από τους πρώτους απεργούς και σκέφτηκε πως η υπόθεση είχε πάρει δύσκολη τροπή και πως ένας Θεός ήξερε πότε θα τελείωνε. Από τις φωνές που άκουγε κι έβγαιναν από στόματα που ποιος ξέρει πόσες μέρες είχαν να βάλουν μια μπουκιά ψωμί μέσα τους, καταλάβαινε πως οι λογαριασμοί που είχαν ανοιχτοί μεταξύ των αγροτών και της Κυβέρνησης δεν ήταν παιχνίδι αλλά μια δύσκολη αντιπαράθεση. Μ’ αυτές τις σκέψεις  μπήκε στο φορτηγό του φίλου του και πήραν το δρόμο για την επιστροφή στην πόλη.

 

 

 

 

 

                                                     3

 

 

 

 

   Πριν πάει για το σπίτι του έπρεπε  να περάσει από το γραφείο του εισαγγελέα.  Του είχε κακοφανεί που τον καλούσε για περασμένα και ξεχασμένα παραπτώματα αλλά δεν μπορούσε να αρνηθεί και να γράψει στα παλιά του τα παπούτσια την κλήτευση. Το καλοκαίρι είχε τελειώσει και ο Αύγουστος  ήταν παρελθόν για μικροπαρεξηγήσεις που δυστυχώς όμως ο εισαγγελέας τις πίστευε για αδικήματα και πως είχαν διαταράξει το κοινό αίσθημα. Όμως δεν ήταν έτσι. Τι είδους ποινικό αδίκημα ήταν η κατάληψη της πλατείας από το Μορφωτικό Σύλλογο τη στιγμή που ο χώρος χρησιμοποιήθηκε για πολιτιστικές εκδηλώσεις που τις παρακολούθησε πλήθος κόσμου;

   Η λαχτάρα μαζί και η αγωνία να φτάσει και να μπει στο γραφείο του εισαγγελέα τον έκαναν να ξεχάσει τους τύπους και να ανοίξει την πόρτα χωρίς να χτυπήσει. Και μόνο σαν συνειδητοποίησε τι είχε κάνει όταν βρέθηκε απέναντι από τον εκπρόσωπο του νόμου, κατάλαβε το σφάλμα του και ζήτησε ψιθυριστά συγνώμη  μ’ ένα μικρό τρεμούλιασμα του κάτω χείλους του. Ο εισαγγελέας δε φάνηκε να ενοχλήθηκε και του έδειξε την καρέκλα να καθίσει. Στη συνέχεια άρχισε μια λεπτομερή ομιλία περί των υποχρεώσεων του πολίτη απέναντι στις Αρχές  για να καταλήξει σε μια κουραστική ηθικολογία που έκανε το Λευτέρη να νυστάξει. Έτσι φτάνοντας επί τέλους και στο θέμα που αφορούσε το Λευτέρη του είπε με μια αυταρχική προδιάθεση:

   ---Αγόρι μου δε θα σε δικάσω αλλά θέλω να σου επιστήσω την προσοχή για κάτι που είμαι σίγουρος πως θα το επαναλάβεις. Για την κατάληψη της πλατείας μιλάω που έκανες τον περασμένο Αύγουστο. Αν επαναληφθεί αυτό και στο μέλλον να είσαι βέβαιος πως θα σε κλείσω μέσα!

   Τα μάτια του Λευτέρη έμεινα για λίγο ακίνητα. Έδειχνε σαν να είχε παγώσει και μισούσε υπερβολικά αυτό τον άνθρωπο της εξουσίας. Έσφιξε τη γροθιά του για να βρει διέξοδο η οργή του και με λόγια καλοβαλμένα στις προτάσεις του, του αποκρίθηκε:

   --- Κύριε εισαγγελέα, ίσως σας διαφεύγει πως την πλατεία της οποίας κάναμε κατάληψη τον περασμένο Αύγουστο όπως λέτε, ούτε την προσαρτήσαμε στην ακίνητη περιουσία μας, ούτε τη νοικιάσαμε και ούτε την πουλήσαμε! Πολιτιστικές εκδηλώσεις κάναμε στο χώρο της τις οποίες παρακολούθησε πλήθος κόσμου. Έγκλημα ήταν αυτό;

   --- Δεν ήταν έγκλημα αλλά η κατάληψή της έγινε χωρίς την θέληση των Αρχών κι αυτή η πράξη σας είναι παράβαση του νόμου. Εγώ δεν είμαι εδώ για να δίνω συγχωροχάρτια στους παραβάτες αλλά για να απονέμω το δίκαιο. Εφόσον κατά την ανάκριση  κρίνω πως είναι ένοχοι  τους διώκω ποινικώς. Κι αυτό κάνω αυτή τη στιγμή.

   --- Σίγουρα ναι γι’ αυτό έχετε αυτή τη θέση αλλά εγώ δεν είμαι παραβάτης κανενός νόμου και θεωρώ πως η προηγούμενη επίπληξή σας την ημέρα της κατάληψης που με καλέσατε στο γραφείο σας ήταν αρκετή. Προς τι η σπουδή σας να με ξανακαλέσετε;

   --- Σύμφωνοι αλλά προέκυψαν κάποια καινούρια στοιχεία και πρέπει  να τα διασταυρώσω. Μην ανησυχείς όμως δεν πρόκειται για στοιχεία που καθορίζουν ποινική σας ευθύνη. Απλά θα ήθελα να σου επιστήσω την προσοχή να μην επαναληφθεί στο μέλλον μια τέτοια πράξη που βάζει σε κίνδυνο την ηρεμία της πόλης. Σου μιλώ καθαρά και θέλω να το πιστέψεις. Δε διέπραξες αδίκημα αλλά οφείλεις εσύ και τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου του Μορφωτικού Συλλόγου να συμμορφωθείτε με τις κείμενες διατάξεις.

   Ο Λευτέρης τον κάρφωσε με μια πύρινη ματιά. Σύσπασε τα χείλη του, αλλοίωσε τα ήρεμα χαρακτηριστικά του προσώπου του και σήκωσε το κεφάλι για λίγο κοιτάζοντας το ταβάνι. Μετά με μια βαθυστόχαστη έκφραση του είπε σαν κατέβασε το κεφάλι του:

   --- Ωραία! Αν όμως οι Αρχές αρνηθούν να μας ξαναδώσουν την πλατεία, πώς θέλετε να αντιδράσουμε;

   Ο εισαγγελέας σφίχτηκε στη θέση του και ελαφρά κόκκινος στο πρόσωπου του είπε:

   --- Για φαντάσου! Συνεχίζεις να με αγνοείς ολότελα και μένα αλλά και το δήμαρχο και την αστυνομία! Ύστερα έδειξε να μένει κατάπληκτος με το θάρρος και το θράσος του. Έτσι βάζοντας το χέρι του στην καρδιά του, πρόσθεσε: Με γοητεύεις μ’ αυτά που λες αλλά και με εξοργίζεις. Αν ζούσαμε μαζί κάτω από την ίδια στέγη ίσως και φιλοσοφούσαμε. Αλλά δυστυχώς είμαστε χωριστά και είμαι εισαγγελέας, εκφραστής του νόμου και της τάξης. Όσο για σένα είσαι ένας φρούδος οραματιστής μιας ανόητης χαραγμένης φαντασιοπληξίας στο νωθρό νεανικό μυαλό σου! Σώσε τον κόσμο λοιπόν με τις εφήμερες και νεανικές ζωηράδες σου κι αγνόησε τη σπουδαιότητα της πρακτικής.

   Αυτά τα λόγια άρεσαν στο Λευτέρη. Ο νόμος είναι νόμος, η φαντασία, φαντασία και τα συναισθήματα, συναισθήματα. Με τι σώζετε ο κόσμος; Ο καθένας το βλέπει, με το νόμο. Ο εισαγγελέας του το είπε ξεκάθαρα. Γι’ αυτό αντί για απάντηση, ετοιμάστηκε να φύγει. Ο εκπρόσωπος του νόμου το κατάλαβε και δεν τον εμπόδισε.  Ίσα- ίσα που του παρότρυνε να το κάνει με μια χαρακτηριστική κίνηση του χεριού του. Όρθιος ο Λευτέρης πριν κάνει το πρώτο βήμα για την πόρτα και τον χαιρετήσει τον άκουσε να του λέει για να τον καθησυχάσει, βλέποντάς τον εκνευρισμένο:

   --- Μείνε όμως ήσυχος προς το παρόν. Καμία δίωξη δε θα σου γίνει. Περασμένα, ξεχασμένα! Είμαι βέβαιος πως θα τα ξανασκεφτείς αυτά που σου είπα.

   --- Ω! Θεέ μου, πάλι τα ίδια! αναφώνησε ο Λευτέρης και φάνηκε θυμωμένος. Καταλαβαίνω πως η εξουσία σας με ειρωνεύεται και με περιφρονεί. Όμως μην το κάνετε. Με ενοχλεί αφάνταστα!

   --- Καλά! Καλά! του έκανε αυτός και χάιδεψε  τα μικρά χωμένα μέσα μάτια του. Πήγαινε τώρα και του έδειξε την πόρτα με σοβαρότητα κι ανησυχία μαζί.

   Μέσα στη σιωπή αντήχησε ηχηρά η πόρτα που έκλεισε πίσω του ταραγμένος ο Λευτέρης. Κι επειδή εκείνη την ώρα με τα νεύρα που είχε μπορούσε να σκοτώσει άνθρωπο που λένε, πήρε το δρόμο για το σπίτι του.

 

 

 

 

                                                    4

 

 

 

 

 

   Το βράδυ  αποφάσισε να πάει στη λέσχη των δημοσίων υπαλλήλων που ήταν ένα ανακαινισμένο καφενείο σε παραδοσιακό στιλ όπου μαζεύονταν πάση φύσεως άνθρωποι εθισμένοι στην κουλτούρα, που έκαναν τις συναντήσεις τους και συζητούσαν στιγμές της καθημερινότητάς τους. Οι πέτρινοι τοίχοι του ήταν διακοσμημένοι με γκραβούρες και πίνακες ζωγραφικής και ο μπουφές του ήταν φτιαγμένος από ξύλο καθώς και τα τραπεζοκαθίσματα όπου έπινες με άνεση τον καφέ σου σ’ ένα καθαρό περιβάλλον ακούγοντας μουσική ποιότητας και διαβάζοντας την εφημερίδα σου. Τα χαρτιά δεν επιτρέπονταν και στα τραπέζια που είχαν πάντα βάζα με ανθισμένα λουλούδια, βρίσκονταν από ένα σκάκι σε σκούρο γυαλιστερό χρώμα. Κοντά στα παράθυρα υπήρχαν κρεμασμένες ζωγραφιές σε ξύλο από την ιστορία της πόλης και τις ομορφιές της που ήταν παραδεισένιες. Είναι φανερό πως δεν έλειπαν και τα βιβλία αφού μια μικρή βιβλιοθήκη που υπήρχε και ανανεωνόταν συνεχώς ήταν πρόθυμη να ικανοποιήσει τη φιλομάθεια κάθε βιβλιόφιλου θαμώνα.  

   Ο Λευτέρης  κάθισε στο ίδιο τραπέζι που καθόταν πάντα με θέα το δρόμο του νοσοκομείου γιατί του άρεσε να βλέπει από το παράθυρο τις σκηνές που διαδραματίζονταν έξω. Φαίνεται πως ο σκοπός του που πήγαινε εκεί είχε περισσότερο πνευματικές αναζητήσεις από την απόλαυση του καφέ. Επιζητούσε την καλή συντροφιά με όφελος πάντα το κέρδος από τη συζήτηση για να πλουτίσει τις γνώσεις του και να πιάσει το σφυγμό των απλών ανθρώπων ακούγοντας τα προβλήματά τους. Γιατί εδώ εκτός από την ελίτ των πνευματικών ανθρώπων σύχναζαν

κι απλοί άνθρωποι που ήξεραν να χειρίζονται άριστα χειρονακτικές  εργασίες και να είναι ανοιχτά βιβλία ωραίων λαϊκών  ιστοριών και θρύλων. Αυτός τους πλησίαζε και μάθαινε πολλά. Περισσότερο μάθαινε πόσο ήταν μπερδεμένοι στα γρανάζια της κακοδιοίκησης και της εκμετάλλευσης από τα ισχυρά οικονομικά αφεντικά τους και τους σκληρούς γαιοκτήμονες.

   Η ώρα θα ήταν εννιά όταν μπήκε μέσα και κάθισε. Έξω τα φώτα έκαναν χαρούμενα τα αντικείμενα που φώτιζαν και οι λίγοι άνθρωποι του δρόμου έδειχναν να οδεύουν προς τις καφετέριες και τα ταβερνάκια  της πλατείας για να απολαύσουν τα αναψυκτικά και το κρασάκι τους συζητώντας με τους φίλους τους την καθημερινότητα. Τότε ήταν που ακούστηκε η φωνή του φίλου του και συναδέλφου του Άρη να του λέει, με σκοπό να τον πειράξει:

   --- Μωρέ να που σε βρήκα! Όλη μέρα σε ψάχνω αλλά ξέρεις να μου ξεγλιστράς σαν ψάρι. Έχω νέα να σου πω και πιστεύω να σε ενδιαφέρουν.

   Ενώ καθόταν ο Λευτέρης, του είπε με μια ενθουσιώδη προφορά;   

   --- Το ξέρω! Αλλά συγχώρα με! Δεν το έκανα από πρόθεση αλλά από ανάγκη. Γυρίζω όλη μέρα σαν τη σβούρα. Μου έλειψε η καλή κουβέντα και πέρασα από εδώ να δω κανένα φίλο. Καλά που ήρθες! κι απλώνοντας το δεξί του χέρι τον άγγιξε με τρυφερότητα στον ώμο.

   Ο Άρης Στεφανίδης ήταν κι αυτός φιλόλογος και δούλευαν στο ίδιο Λύκειο. Συμπαθής, ευγενικός κι έξυπνος είχε το αίσθημα της κοινωνικότητας έντονο μέσα του και δεν έπαυε να το ανατροφοδοτεί παίρνοντας μέρος σε όλες τις εκδηλώσεις της πόλης  και στις καθημερινές σκηνές του δρόμου όπου αντέγραφε ό,τι συνέβαινε. Διάβαζε πολύ, έγραφε σε εφημερίδες και περιοδικά και κάθε χρόνο έβγαζε με τους μαθητές του τυπωμένες εργασίες με πάσης φύσης θεωρίες και ιστορικές καταγραφές. Ο Λευτέρης τον εκτιμούσε και ξέροντας να ξεχωρίζει τους ανθρώπους που ήταν κουμάσια απ’ τους αστέρες του ήθους και της διανόησης, τον επέλεξε για φίλο του.

   --- Πολυάσχολος! Αυτό είναι γνωστό τοις πάσι!          Πόσο όμως έχω το δικαίωμα να σε ρωτήσω τι έκανες όλη μέρα;

   O Λευτέρης  γέλασε και του είπε μ’ ένα  γέλιο χαριτωμένο:

   --- Έκανα πολλά, μόνο που δεν έκλεψα!

   --- Θα πήγες και στον εισαγγελέα, σίγουρα!

   --- Γινόταν να μην πάω! Αν τον αγνοούσα, έτσι θηρίο ανήμερο που είναι  θα με κατασπάραζε!

   --- Αυτό ακριβώς! Και η παράβαση εκκρεμούσε όπως μου είχες πει απ’ το καλοκαίρι.

   --- Ναι, από τις αρχές του Αυγούστου που κάναμε τις πολιτιστικές εκδηλώσεις. Μετά την πρώτη ανάκριση που μου είχε κάνει τότε για την κατάληψη της πλατείας, νόμισα πως ξεμπέρδεψα. Αλλά δυστυχώς κάποιοι ανακαίνισαν πάλι το θέμα και με κάλεσε για μια συμπληρωματική θα έλεγα νουθεσία.

   --- Ταχτοποιήθηκε, ας πούμε η εν λόγω παράβαση;

   --- Ευτυχώς!

   --- Αυτό είναι ευχάριστο!

   Τη συζήτησή τους τη διέκοψε μια δυνατή λογομαχία με ισχυρές φωνές που προερχόταν από το δρόμο κι όλα έδειχναν πως γινόταν μεγάλος καβγάς. Στράφηκαν και τραβώντας την κουρτίνα κοίταξαν από το τζάμι. Μια μικρή ομάδα αγροτών είχαν βάλει στο κυνήγι ένα συνάδελφό τους, πιθανόν κάποιον απεργοσπάστη της κινητοποίησής τους και τον έδερναν αλύπητα, στολίζοντάς τον συνεχώς με χυδαία κοσμητικά επίθετα. Από τη δεξιά μεριά του δρόμου, επενέβησαν δυο περαστικοί να τους συγκρατήσουν αλλά δυστυχώς αστόχησαν σαν οι κατραπακιές και οι κλωτσιές έπεσαν σωρηδόν στα μεριά και τις πλάτες τους. Μια φωνή ακούστηκε τότε σαν οι διαδηλωτές είχαν αφήσει το θύμα και είχαν χαθεί στο τελευταίο τετράγωνο, που έλεγε << Φωνάξτε την αστυνομία! Την αστυνομία! >> και έσβησε γρήγορα μέσα στη σιωπή, βλέποντας πως ήταν άσκοπο αφού η μικρή ομάδα των διαδηλωτών μετά το ξύλο που έριξε στον αγρότη διαλύθηκε και τράπηκε σε φυγή.

   --- Πίσω από την εξέγερση των αγροτών υπάρχει δάκτυλος, είπε  με έμφαση ο Άρης και τράβηξε πάλι την κουρτίνα στη θέση της. Λένε πως παίζονται πολλά εκατομμύρια ευρώ!

        Ο Λευτέρης τον κοίταξε παράξενα. Η φασαρία που είχε γίνει νωρίτερα στο δρόμο με τους αγρότες γέννησαν και σ’ αυτόν κάποιες δυσάρεστες σκέψεις που είχαν σχέση με το μπλόκο που είχε στηθεί στο Καλονερό. Θυμήθηκε και τις εικόνες που είχε δει εκεί στο σημείο των τριβών και φάνηκε να απορροφήθηκε στο δικό του κόσμο. Γρήγορα όμως συνειδητοποίησε  τα λόγια του Άρη  και ανασηκώνοντας το κορμί του από τη ρέμβη που είχε πέσει, τον ρώτησε βάζοντας τους αγκώνες του πάνω στο τραπέζι και στηρίζοντας το κεφάλι του στις δυο χούφτες του:

      --- Ξέρεις ποιος είναι ο υποκινητής;

      Ο Άρης χασμουρήθηκε και τον κοίταξε. Άργησε να απαντήσει. Ποιος ξέρει γιατί. Ήξερε ποιος ήταν αλλά ήθελε να σκεφτεί αν έπρεπε να τον αποκαλύψει. Γιατί και οι τοίχοι έχουν καμιά φορά αυτιά και ο γαιοκτήμονας που υποκινούσε την εξέγερση ήταν σκληρός κι αδίστακτος.  Η μη δεκτική σε υποχώρηση ιδιοσυγκρασία του όμως τον έκανε να τον αποκαλύψει. Έτσι σαν το λυσσασμένο άνεμο που πέφτει πάνω στα δέντρα και τα ξεριζώνει, άρχισε τα λόγια του δείχνοντας πως θα το ευχαριστιόταν πολύ αυτό που θα έκανε.

      --- Ο Περικλής Μόρτος, ποιος άλλος! Αυτός ο πάμπλουτος γαιοκτήμονας της  Τερψιθέας που έχει  χιλιάδες στρέμματα γης στ’ όνομά του και τα καλλιεργεί με τα εκατομμύρια που κερδίζει και ζει σαν βασιλιάς στο απόρθητο πολυτελές παλάτι του με τους εκατοντάδες πεινασμένους εργάτες να τον συνοδεύουν στις απέραντες εκτάσεις του ήλιο με ήλιο. Με τις επιδοτήσεις που κόβει η κυβέρνηση χάνει γύρω στις πεντακόσιες χιλιάδες ευρώ κι αυτή η χασούρα είναι που πυροδοτεί όλη την κινητοποίηση και το μπλόκο. Το αφεντικό είναι αυτό και ο μοναδικός διαχειριστής της απεργίας.  Αν αύριο το πρωί πει να σταματήσει θα γίνει κι αν πάλι πει να συνεχιστεί θα εξακολουθήσει για τρίτη εβδομάδα. Για την κυβέρνηση είναι << το πραγματικό αγρίμι >> στο χώρο της μίζας και δεν κάνει πίσω με τίποτα. Είναι από καλή ράτσα λένε οι δικοί του και τον στηρίζουν γιατί τους έχει τάξει λίγα ψίχουλα από τον πακτωλό των χρημάτων της επιδότησης που θα εισπράξει. Έχει καταφέρει να τα έχει καλά με τον αστυνομικό διοικητή, τον εισαγγελέα, το δήμαρχο και το ιερατείο!  Πρόεδρος στον Αγροτικό Σύλλογο ξέρει καλά να λαδώνει τους συνδικαλιστές και να τους περνάει το ξεροκόμματο για παντεσπάνι!

   Ο Λευτέρης έμεινε για λίγο σιωπηλός και μετά ψιθύρισε όλο οργή:

   --- Αηδιαστικό πλάσμα! Τον σιχαίνομαι!  

   --- Αμ’ εγώ!

   --- Ο ίδιος δεν είχε κλείσει το δρόμο πέρσι λίγα μέτρα έξω από την πόλη, διεκδικώντας καλύτερες τιμές για τα καρπούζια! Λες και τα εξήντα λεπτά που πουλούσε το κιλό, του ήταν λίγα!

   --- Το άλλο το ξεχνάς; Ο ίδιος είναι και έμπορας! Δηλαδή αρχικλέφτης!

   --- Ε, αυτό παραείναι! Σαν γαιοκτήμονας θέλει να κερδίζει πολλά και σαν έμπορας  να θησαυρίζει! Δεν πάει στο διάβολο!

   --- Ναι, αχόρταγος και τιποτένιος! Ένας τενεκές γεμάτος κοπριά! Αυτό είναι!

   Σιώπησαν λίγα δευτερόλεπτα και μετά έσκασαν στα γέλια. Σαν σοβαρεύτηκαν ο Λευτέρης του είπε:

   --- Υπάρχουν πιο ωραία πράγματα να πούμε! Ας τον ξεχάσουμε αυτόν τον μπάσταρδο κι ας μοιραστούμε τη χαρά με κάτι σπουδαίο.

   --- Σαν τι σπουδαίο;

   --- Δεν ξέρω, βρες κάποιο!

   --- Λοιπόν, υποθέτω πως θέλεις ν’ ακούσεις για την << ΤΡΙΦΥΛΙΑΚΗ ΓΝΩΜΗ >>. Σου λέω πως κυκλοφόρησε το τεύχος του καλοκαιριού με αφιέρωση στα γεφύρια της περιοχής. Έχει ακόμη κι ένα αφιέρωμα στα άλογα που σχεδόν έχουν εξαφανιστεί. Σ’ ένα μικρό σημείωμα καταγράφονται όλα τα είδη εξάρτησης ενός μέσου αλόγου. Τα θυμήθηκα όλα! Δυσκολεύτηκα ελάχιστα να θυμηθώ την ίγκλα αλλά ευτυχώς η μνήμη μου δεν είναι ακόμη απολεσθείσα πλήρως.

   Ο Λευτέρης γέλασε. Τον κοίταξε κατάματα και του είπε:

   --- Υποθέτω πως θα έχει και λογοτεχνία. Καθαρή λογοτεχνία. Ξέρεις τι εννοώ;

   --- Ναι, διηγήματα, ποίηση, δοκίμια. Δυστυχώς είναι ελάχιστα. Σκέφτομαι ώρες- ώρες πως πρέπει ν’ αλλάξει η δομή του περιεχομένου. Αυτό που έχει είναι φτωχό, ρηχό και μου θυμίζει σούπα νερόβραστη. Ας όψονται οι υπεύθυνοι.

   --- Θέλει θυσίες το περιοδικό! Αν δε γίνεις καλόγερος που λέει ο λόγος καλό περιοδικό δε βγάζεις. Κι αυτοί που το διαχειρίζονται μόνο καλόγεροι δεν είναι!

   --- Σωστά! Αλλά που να τους βρεις τους καλόγερους! Η ύλη τρώει το πνεύμα και οι άνθρωποι που διαχειρίζονται το περιοδικό πρέπει να αφιερώσουν το χρόνο τους στη δουλειά για να την εξοικονομήσουν και να ζήσουν. Δεν τους μένει χρόνος να τον θυσιάσουν στο περιοδικό.

   --- Δε συμφωνώ. Αν υπήρχε πάθος, μεράκι και γνώση οι δυσκολίες θα ξεπερνιόνταν.

   --- Εύκολα το ‘χεις;

      --- Καθόλου.

      Σιώπησαν πάλι. Η σιγανή μουσική τους έφτιαξε τη διάθεση και φάνηκαν πιο ζωηροί και κεφάτοι. Από το λεπτό χώρισμα μιας κουρτίνας μια γυναικεία φιγούρα κινιόταν χορευτικά και την πρόσεξαν με έκφραση ικανοποίησης. Στα μικρά τετράγωνα  τραπεζάκια προς το βορινό μέρος της πλατείας δυο παρέες από νεαρούς άντρες και όμορφες γυναίκες έτρωγαν  λαίμαργα τα σάντουιτς ενώ τα μάγουλά τους ήταν κόκκινα από το κρασί που έπιναν.

     Η κουβέντα συνεχίστηκε σε κλίμα εγκαρδιότητας. Το ενδιαφέρον τους στράφηκε στο σχολείο με τα προβλήματά του να είναι στο επίκεντρο της συζήτησης. Επιφανειακά στάθηκαν στην ανικανότητα του διευθυντή και την αλαζονεία του.  Στη μικροπολιτική των συναδέλφων τους και τη στειρότητα των γνώσεων και των επιθυμιών τους. Ως και για το ζεύγος Ιάσονα και  Τάνιας μίλησαν  αλλά όχι με τα καλύτερα λόγια. Ο Άρης με κάποιες εκφράσεις του, του έβαλε ψύλλους στ’ αυτιά και τον προετοίμασε για το μέλλον. Όμως η κουβέντα έκλεισε με τον καλύτερο τρόπο σαν  άρχισαν κάποιες ιστορίες από την καθημερινότητα και σταμάτησε μόνο σαν η ώρα πέρασε και χασμουρήθηκαν και οι δυο ταυτόχρονα, κι εγκατέλειψαν τις καρέκλες τους. Καληνύχτισε ο ένας τον άλλον κι έδωσαν υπόσχεση για μια επικείμενη συνάντησή τους.

     Στο δρόμο πριν πάει για το σπίτι ο Λευτέρης θέλησε να κάνει  ένα μικρό περίπατο. Έτσι πήρε το δρόμο νότια που οδηγούσε στην άκρη της πόλης και βρισκόταν ένα δασάκι με νεαρά δέντρα, όμορφα κλαδεμένα    και με πλούσιο καταπράσινο φύλλωμα. Κάθισε σ’ ένα παγκάκι και κάτω από το θαμπό φως της λάμπας κοιτούσε ενθουσιασμένος τις δασωμένες πρασιές  και χαιρόταν με το θέαμα που άφηναν οι κορμοί των δέντρων. Κάποιοι άλλοι νυχτερινοί επισκέπτες τον χαιρετούσαν ενώ μια ομάδα εφήβων κοντά στην τεχνική πηγή, συζητούσαν έντονα και λογομαχούσαν για ανόητα θέματα καθημερινότητας. << Θα έπρεπε αλήθεια να μείνω εδώ όλη τη νύχτα για να ευχαριστηθώ με όλο το μεγαλείο της και με το εξαίσιο φθινοπωρινό θέαμα >> συλλογίστηκε μετά από μισή ώρα ξεγνοιασιάς και σηκώθηκε, αφήνοντας πίσω του κάποιους ελάχιστους περιπατητές της νύχτας που τους έκρινε αξιοθαύμαστους.

 

 

 

 

                                                   5

 

 

 

   Τ’ αγόρια της πρώτης Λυκείου έπαιζαν πόλεμο και ο Λευτέρης σαν εφημερεύοντας καθηγητής τα παρακολουθούσε και τα συμβούλευε να είναι πιο φιλικά στις επιθέσεις τους και στις συλλήψεις των αιχμαλώτων. Σε κάποια όμως στιγμή η έκβαση του πολέμου αγρίεψε τόσο που τον ανησύχησε.  Κραδαίνοντας ξύλα στα χέρια το ένα στρατόπεδο πυροβολούσε το άλλο με εικονικούς πυροβολισμούς και για πολλή ώρα ο χώρος της αυλής του σχολείου αντηχούσε λες και γινόταν πραγματική μάχη. Ο Λευτέρης μπήκε στη μέση και τους συνέστησε ανακωχή.  Αυτοί όχι μόνο τον έγραψαν στα παλιά τους τα παπούτσια αλλά έγιναν πιο επιθετικοί κι άρχισαν να χτυπιούνται με τα ξύλινα ραβδιά, με τα λάστιχα από τις βρύσες και να  πετάνε στα κεφάλια τους ακόμη και τα μικρά πλαστικά καλαθάκια των σκουπιδιών.  Τότε βρήκε την ευκαιρία μια άλλη ομάδα μαθητών της δεύτερης Λυκείου να κάνει πλάκα μαζί τους με μια αιφνίδια επίθεση. Ανεμίζοντας μια μαύρη πλαστική σακούλα δεμένη σ’ ένα ξύλο για κοντάρι, τους πήρε φαλάγγι τσακίζοντας μερικούς ευτυχώς μέσα σ’ ένα μικρό παρτέρι, σωριάζοντάς τους κάτω. << Τώρα ποιος τους κάνει καλά  τους πεσόντες  >> σκέφτηκε ο Λευτέρης και χώθηκε πάλι στη μέση για να τους συγκρατήσει με ειρηνευτική πρόθεση.  << Είσαστε καλά! >> τους φώναξε  << σταματήστε  αυτό τον ανελέητο πόλεμο που τον θεωρείτε παιχνίδι και παίξετε κάτι πολιτισμένο και δημιουργικό. Αν δεν το κάνετε θα χτυπήσω αμέσως το κουδούνι και  θα σας  βάλλω στις αίθουσες για μάθημα! >>

   Τότε δειλά- δειλά  κάποιοι δικοί του μαθητές της τρίτης Λυκείου υπάκουσαν  και πέταξαν τα ξύλα από τα χέρια τους ενώ τον κοίταξαν με κάποια ενοχή με το κοφτερό βλέμμα τους. Οι αιχμάλωτοι όμως που ήταν φυλακισμένοι μέσα σ’  έναν κύκλο διαγραμμισμένο με κιμωλία στα δάπεδο, διαμαρτυρήθηκαν λέγοντάς, πως αν γίνει ειρήνη  δε θα έχουν την ευκαιρία όταν νικήσουν και αιχμαλωτίσουν τους βασανιστές να τους ανταποδώσουν τους βασανισμούς που δέχτηκαν από τους νικητές και ζήτησαν την έναρξη των εχθροπραξιών. Αυτό όμως με τίποτα δεν το δέχτηκε ο Λευτέρης  και έθεσε εκ νέου τον όρο του: << Έξω ειρηνικά ή μέσα για μάθημα >>. Ένα πέπλο αθωότητας σκέπασε τα πρόσωπά τους και μαζεύτηκαν τριγύρω του παρακαλώντας τον να φανεί πιο επιεικής και να τους αφήσει μόνο για πέντε λεπτά. Αυτός κάτω από τη συνεχή πίεσή τους λύγισε και υποχώρησε. Έτσι οι εχθροπραξίες άρχισαν και ο πόλεμος πήρε πια μορφή εξόντωσης. Ο Λευτέρης φοβήθηκε μήπως γίνει κανένα ατύχημα και τους κάλεσε να σταματήσουν το παιχνίδι άρον- άρον. Ύστερα χτύπησε το κουδούνι και ενώ οι μαθητές έμπαιναν στις αίθουσες με σκυμμένα τα κεφάλια αυτός πήγε στο γραφείο των καθηγητών.  Δεν πρόφτασε όμως να κλείσει την πόρτα πίσω όταν  δυο μαθητές τον καλούσαν με κομμένη την ανάσα τους να τρέξει στο μονόζυγο και να προσφέρει τις πρώτες βοήθειες σ’ ένα συμμαθητή τους που βρισκόταν κάτω ξερός κι έβγαζε αίμα από τη μύτη.

   Αμέσως σκέφτηκε να πάει το παιδί στο νοσοκομείο. Ευτυχώς που ήταν κοντά και με τη βοήθεια δυο αγοριών της Δευτέρας Λυκείου το μετέφεραν γρήγορα στα επείγοντα περιστατικά.  Μόλις ο γιατρός έσκυψε πάνω του, αυτό συνήλθε κι ανοίγοντας τα μάτια  τον ρώτησε, φοβισμένο: << Πού είμαι; >> << Μη φοβάσαι >> του είπε ο γιατρός << δεν έχεις χτυπήσει σοβαρά κι ας τρέχει αίμα. Μια μικρή φλεβίτσα έσπασε με το τράνταγμα σαν έπεσες κάτω μέσα στη μύτη σου και αιμορράγησε. Το τραύμα είναι ασήμαντο και γρήγορα θα φύγεις >>

   Ο μικρός όμως του παραπονέθηκε πως πονούσε στη μέση στο μέρος της σπονδυλικής στήλης και σήκωσε την μπλούζα του, δείχνοντας το σημείο του πόνου. Ο γιατρός το ψηλάφισε και διέγνωσε ένα πρήξιμο. << Από που έπεσες ; >> τον ρώτησε. << Από το μονόζυγο !>> ψιθύρισε αυτός. << Με ποιο μέρος έπεσες κάτω; >>  << Με την πλάτη >> πρόσθεσε ο μικρός και έσφιξε τα χείλη του δείχνοντας πως πονούσε. Ο γιατρός ανησύχησε και τον έστειλε για ακτινογραφία.

   Σε λίγο ο μικρός  ασθενής επέστρεψε από τα εξωτερικά ιατρεία πάνω  στο φορείο, σιωπηλός  με μια φοβισμένη ματιά.  Ο γιατρός διέγνωσε κοιτάζοντας την ακτινογραφία μικρή ρήξη σπονδύλου και εισαγωγή στο νοσοκομείο για περαιτέρω θεραπεία κι αποκατάσταση της βλάβης. << Ευτυχώς! >> ψιθύρισε << που δεν έσπασε ο σπόνδυλος ! Γιατί αυτό θα καθιστούσε το παιδί ανάπηρο! >> Ο Λευτέρης άκουσε τα λόγια του κι ανατρίχιασε. Η οργή του ξεχείλισε  κι έτρεμε ολόκληρος. Χρόνια τώρα  είχε κάνει έγγραφη εισήγηση στο σύλλογο διδασκόντων να ξηλώσουν τα δυο μονόζυγα, αλλά δεν είχε εισακουσθεί. Ο διευθυντής που ήταν υπεύθυνος να τη  φέρει στο σύλλογο για συζήτηση δεν το έκανε. Έτσι τα δυο μονόζυγα όχι μόνο δεν έφυγαν αλλά συντηρούνταν για την επιμήκυνση της μακροβιότητά τους.

   Έξω από το ιατρείο και στο διάδρομο επικρατούσε μεγάλος συνωστισμός. Είχαν έρθει συμμαθητές και φίλοι του και περίμεναν να τον δουν. Σε λίγο ήρθε και η μητέρα του κι έβαλε τα κλάματα. Ήταν χλομή σαν άσπρο χαρτί. Ο γιατρός την καθησύχασε πως δεν είναι κάτι σοβαρό και πως με τρεις μέρες νοσηλείας θα γινόταν  περδίκι. Αυτή ηρέμησε και ζήτησε να δει το γιο της. Μπήκε  μέσα και η πόρτα έκλεισε για πέντε λεπτά. Ύστερα βγήκε με το γιος της στο φορείο, τη νοσοκόμα να τον φροντίζει και τον μεταφορέα να τον πηγαίνουν στο θάλαμο νοσηλείας στον πρώτο όροφο. Μητέρα και γιος ήταν συγκινημένοι κι αλληλοκοιτάζονταν με τρυφερότητα όσο κράτησε η μεταφορά του.

   Στο σχολείο σαν επέστρεψε ο Λευτέρης ζήτησε έκτακτο συμβούλιο του συλλόγου διδασκόντων. Εκεί με θλίψη  τους ανακοίνωσε τι συνέβη και φυσικά ζήτησε να αφαιρεθούν τα δυο μονόζυγα της γυμναστικής που χρησιμοποιούταν δυστυχώς από τους μαθητές για παιχνίδι αδιαφορώντας για τον κίνδυνο που έβαζε για τη ζωή τους.  Τα λόγια του, τους ξένισαν και περισσότερο το διευθυντή που σ’ αυτόν έριχνε το βάρος της ευθύνης για το ατύχημα αφού είχε δείξει ατολμία να τα αφαιρέσει ή να απαγορέψει στους μαθητές τη χρήση τους χωρίς την παρουσία του γυμναστή ή του εφημερεύοντος καθηγητή. Οι μισοί καθηγητές πήγαν εναντίον του, κάποιοι έμειναν αδιάφοροι και ουδέτεροι κι ένας μόνο ο Άρης τον στήριξε και είπε πως είχε δίκιο να ζητά την απομάκρυνσή τους αφού το ατύχημα που έγινε στο μαθητή δεν ήταν το μοναδικό. Κι άλλες φορές είχαν πέσει μαθητές κι άλλες φορές τους έτρεχαν στο νοσοκομείο. Τώρα πως δεν θρήνησαν θύματα οφείλεται στην τύχη και στο Θεό.

   Ακολούθησε οξύτητα συζήτησης με εκατέρωθεν φραστικές επιθέσεις και με φωνές ανάκατες με λόγια ανάρμοστα για την εκπαιδευτική κοινότητα. Ξαφνικά η συζήτηση δυνάμωσε σαν μπήκε μέσα στο γραφείο απρόσκλητη μια θεία του τραυματισμένου μαθητή για να τους ζητήσει το λόγο για το περιστατικό και να τους αποδώσει ευθύνες. Περισσότερο δε στο διευθυντή προς τον οποίο όρμησε με υψωμένες τις γροθιές για να τον χτυπήσει. Τότε επενέβη ο Λευτέρης  και με τη δύναμη και το κύρος του τη συγκράτησε. Η γυναίκα βγήκε έξω κοσμώντας τους όχι και με λίγα ακατονόμαστα επίθετα, που τους έκανε να κοκκινίσουν. Ύστερα συνέχισε στην αυλή μ’ ένα ασυγκράτητο κι εκκωφαντικό << Ωω- Εε δεν είσαστε άξιοι να λέγεστε καθηγητές >> και σκαπέτηκε με γρήγορα διασκελισμό στο δρόμο που οδηγούσε στο νοσοκομείο.

   Αμέσως μετά ο διευθυντής έντρομος  τους ζήτησε να διαλυθούν  ήσυχα και να πάνε στις αίθουσες, θεωρώντας λήξαν το θέμα. Διατυπώνοντας στη συνέχεια έναν αφορισμό << εμείς κάποτε θα λογαριαστούμε >> κοιτάζοντας το Λευτέρη, μπήκε στο γραφείο του.

   Ο Λευτέρης με ένα αίσθημα δυσαρέσκειας για τα τεκταινόμενα σηκώθηκε και έφυγε βιαστικά έξω από το σχολείο αφού δεν είχε άλλη ώρα. Ήθελε πολύ να βρεθεί μόνος του και να νιώσει σπουδαίος μακριά από τις πιέσεις και τις μικρότητες.

 

 

 

 

                                                     6

 

 

 

 

   Στην πλατεία σαν έφτασε κοίταξε με κατσούφικο βλέμμα μια ομάδα μεσήλικων που διαπληκτίζονταν έξω από την πόρτα ενός εμπορικού καταστήματος και θυμήθηκε με αηδία τη χοντροκοπιά του διευθυντή του. Ύστερα τράβηξε δεξιά για το πρακτορείου του τύπου. Οι τοπικές εφημερίδες είχαν έρθει και ήθελε να ενημερωθεί πάνω στο θέμα της κινητοποίησης των αγροτών. Αγόρασε τη  << ΦΩΝΗ >> κι έριξε μια πεταχτή  ματιά στα γεγονότα. Η κινητοποίηση, συνεχίζεται έγραφε με μεγάλα γράμματα στον τίτλο της κι από κάτω ακολουθούσε αναλυτικά το κείμενο με τα γεγονότα,  Η απεργία επεσήμαινε πως μάλλον πάει για τρίτη εβδομάδα ενώ  στην ατζέντα της συζήτησης το βράδυ στο συμβούλιο των αγροτών θα ζητηθεί η διεύρυνση του μπλόκου και σε άλλα μέρη του νομού. Ακόμη τόνιζε το ρεπορτάζ πως η κυβέρνηση δεν κάνει ούτε ένα βήμα πίσω από τη σκληρή της γραμμή απέναντι στα αιτήματα των απεργών και οι επιδοτήσεις στα γεωργικά προϊόντα και περισσότερο στο λάδι δεν μπορούν να φτάσουν σε μεγαλύτερα ύψη παροχών. Τα κονδύλια από την Ευρωπαϊκή Ένωση όσο πάνε και θα μειώνονται και η κρατική επιχορήγηση θα είναι κι αυτή μειωμένη λόγω της οικονομικής σταθερότητας που επιβάλλει το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων. Και κατέληγε το άρθρο  πως καλά θα κάνουν οι αγρότες, σύμφωνα με τη δήλωση του υπουργού, να αφήσουν τους δρόμους και να πάνε στα χωράφια τους για να μην χάσουν και τα κεκτημένα.

   Δίπλωσε την εφημερίδα  κι άρχισε να φυλλομετρά τα λογοτεχνικά περιοδικά. Με λύπη του διαπίστωσε πως υπήρχαν μόνο δυο ενώ τ’ άλλα με τις ροζ ιστορίες και το πλήθος των γυμνών φωτογραφιών μέσα κι έξω ξεπερνούσαν τα δεκαπέντε! Ανοιγόκλεισε με θόρυβο τις σελίδες του περιοδικού που ξεφυλλούσε εκνευρισμένος και προσπάθησε να βρει κάποιο  καλογραμμένο ρομαντικό κείμενο και να το διαβάσει μήπως και τον ηρεμούσε. Δυστυχώς ο εκδότης δεν είχε τέτοια κείμενα αλλά άλλα μέτρια που τον έκαναν να κλείσει το περιοδικό και να το αφήσει στη θέση του. Έτσι νιώθοντας σαν χωριάτης, εγκατέλειψε το εφημεριδοπωλείο και δίνοντας μια ώθηση στο σώμα του, κινήθηκε σαν βέλος κι έφυγε για το  << ΒΙΒΛΙΟΔΡΟΜΙΟ >> που τόσο αγαπούσε και σύχναζε.

   Στο σημείο έξω από την αστυνομία συνάντησε ένα νέο στο χώρο δημοσιογράφο που αρθρογραφούσε στον τοπικό τύπο με ιδιαίτερη κλήση στο αγροτικό ρεπορτάζ. Τον ρώτησε πως πήγαιναν οι κινητοποιήσεις των απεργών αγροτών κι αν το μπλόκο στον κόμπο της εθνικής οδού στο Καλονερό, συνεχιζόταν ή είχε διαλυθεί. Εκείνος τον πληροφόρησε πως τίποτα δεν είχε αλλάξει και οι ειδήσεις του ήταν νωπές  αφού μόλις είχε επιστρέψει από το μέτωπο των συγκρούσεων. Ωστόσο του ανέφερε πως έγιναν εκτεταμένα επεισόδια πάνω στη γέφυρα του Αρκαδικού με τραυματισμούς αγροτών και αστυνομικών. Ακόμη πως ένα τρακτέρ πυρπολήθηκε  από αγανακτισμένο αγρότη και ο ίδιος έπεσε θύμα της πράξης του σαν το καμένο κουβούκλιο τον χτύπησε πέφτοντας  στο μέτωπό του, πάνω από το δεξί του μάτι. Ευτυχώς το τραύμα δεν ήταν διαμπερές και ο γιατρός του νοσοκομείου στο οποίο μεταφέρθηκε σχεδόν λιπόθυμος και αιμόφυρτος, του συνέστησε αποχή από τις εχθροπραξίες και ξεκούραση κατ’ οίκον για μια εβδομάδα.

   Άφησε το δημοσιογράφο και για να μη συναντήσει κάποιον άλλο γνωστό και πιάσει την κουβέντα, έβαλε το κεφάλι κάτω κι έφυγε, αποφεύγοντας να κοιτάζει δεξιά κι αριστερά. Έτσι σχεδόν κεφάτος τώρα που ένιωθε γύρω του το δρόμο να σφύζει από φωνές και τις συζητήσεις των ανθρώπων, μπήκε στο βιβλιοπωλείο με τη διαίσθηση πως θα είχε μια καλή συντροφιά με το βιβλιοπώλη και με την επαφή του με κάποιες από τις καινούριες εκδόσεις βιβλίων.

   Ο βιβλιοπώλης  τον καλοδέχτηκε παραχωρώντας του μια καρέκλα δίπλα στη δική του για να καθίσει. Ύστερα έκλεισε το μυθιστόρημα που διάβαζε με το αριστερό χέρι κι αφού το έβαλε ελάχιστα μακριά του με το άλλο, τέντωσε το κορμί του πίσω και κάνοντας μια κίνηση του κεφαλιού του δείχνοντας ενθουσιασμένος που τον έβλεπε, του είπε με τις λέξεις καθαρές και τονισμένες:

       --- Κάθισε!

       Εκείνος του ζήτησε συγγνώμη που τον διέκοψε και αρνήθηκε να καθίσει, λέγοντάς του πως ο χρόνος του είναι λίγος και πως το μόνο που προφταίνει είναι να ρίξει μια ματιά στα ράφια και ν’ αγοράσει ένα βιβλίο. Ο βιβλιοπώλης του παραχώρησε δρόμο να περάσει στο διάδρομο δείχνοντάς του τα ράφια και του ψέλλισε ρυθμικά << ναι! ναι! σίγουρα θα βρεις κάτι που σ’ αρέσει >> και έστριψε το κεφάλι του προς την πόρτα για να δεχτεί μια όμορφη νεαρή πελάτισσα που άφηνε την τελευταία της λέξη μετά από τη συζήτηση που είχε προφανώς με κάποια φίλη της έξω στο δρόμο.

      Ο Λευτέρης πλησίασε στα ράφια με τη λογοτεχνία. Εκεί άρχισε αμέσως να διαβάζει τους τίτλους στις ράχες και να κάνει διάφορες γκριμάτσες με τα χείλη, επιδοκιμάζοντας ή αποδοκιμάζοντας τους συγγραφείς. Τα μάτια του γλιστρούσαν σβέλτα πάνω στους τίτλους κι όσοι του έκαναν εντύπωση, τραβούσε το βιβλίο κι αφού το άνοιγε έριχνε μερικές βιαστικές ματιές στις σελίδες του. Πολλές φορές θύμωνε για τη σωρεία των εκδόσεων που αρκετές δεν άξιζαν, αλλά σήμερα απ’ όσα είχε ανασκαλέψει έμεινε ευχαριστημένος. Κάποια στιγμή έπιασε ένα βιβλίο με ωραίο εξώφυλλο και φάνηκε να του άρεσε πολύ. Είχε ανατολίτικη εμφάνιση και διαβάζοντας τον τίτλο του έμεινε άφωνος. << ΦΛΥΑΡΙΑ ΣΤΟ ΝΕΙΛΟ >> έγραφε με κεφαλαία χρυσά γράμματα και κάτω το όνομα του συγγραφέα:  Ναγκίμπ Μαχφούζ. << Θα το πάρω! >> συλλογίστηκε. << Είναι ο αγαπημένος Αιγύπτιος συγγραφέας του Άρη και μου το έχει συστήσει εδώ και καιρό! Τέτοια βιβλία δεν τα βρίσκεις πάντα! >> και το έβαλε κάτω από την αριστερή του μασχάλη. Ενώ έλεγε αυτά, θυμήθηκε πως και η Τάνια αγαπούσε τη λογοτεχνία και διάβαζε πολύ. << Πολύ θα χαρεί αν της αγοράσω ένα και της το δώσω αύριο σαν δώρο, στο χωριό που θα τη συναντήσω! >> σκέφτηκε και με χαρούμενη διάθεση άρχισε να ψάχνει στο ράφι για ένα ρομαντικό ερωτικό κλασικό  μυθιστόρημα.

       Το βρήκε αμέσως. Το πήρε και διάβασε ψιθυριστά τον τίτλο και το συγγραφέα με μια υπερένταση χαράς: << ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ    ΦΛΩΜΠΕΡ : Μαντάμ Μποβαρύ >>. << Σίγουρα θα της αρέσει! >> ψιθύρισε και άφησε μια τρυφερή ματιά σε μια κοπέλα που η εκτυφλωτική λάμψη της ομορφιάς της και το άρωμα του κορμιού της διέγειραν τις αισθήσεις του.

       Με τα δυο βιβλία στα χέρια πήγε στο ταμείο. Πλήρωσε, ο βιβλιοπώλης του τα δίπλωσε κι αφού τον χαιρέτησε, βγήκε έξω πετώντας στα σύννεφα καθώς τα έσφιγγε στα χέρια του ενώ σκεφτόταν ενθουσιασμένος: << Δε χωράει καμιά αμφιβολία πως η σκέψη μου λειτούργησε διάνα! >> κι έκοψε δρόμο χαρούμενος σαν μικρό παιδί για το σπίτι του να διαβάσει την εφημερίδα και να μάθει τα τελευταία τοπικά νέα. 

 

 

 

                                                    7

 

 

 

   Το Σάββατο πήγε στο χωριό. Η χτεσινή Παρασκευή τον είχε κουράσει αφάνταστα με το επεισόδιο στο σχολείο  και αναζήτησε την ηρεμία της εξοχής να το ξεχάσει. Βέβαια θα συναντούσε και την Τάνια που είχε έρθει από την Κεφαλονιά κι αυτό τον έκανε περισσότερο ευτυχή. Πριν τη γνωρίσει η ζωή του στο χωριό ήταν βαρετή. Τώρα όμως τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Από τη Δευτέρα που κλεινόταν στην αίθουσα δεν έβλεπε την ώρα και τη στιγμή να βρεθεί κοντά της και το μυαλό του πήγαινε στο Σάββατο που θ’ άφηνε το ανόητο περιβάλλον της μονοτονίας του μαυροπίνακα και θα βρισκόταν στην αρμονία της μεγάλης στιγμής που λέγεται ευτυχισμένη συνύπαρξη γυναίκας και άνδρα.   

         Καθόταν τώρα στο άνετο δωμάτιό του το φωτισμένο από το μενεξελί χρώμα του ηλιοβασιλέματος και κοιτούσε κατά τη δύση που ήταν η βεράντα με τη τζαμένια μπαλκονόπορτα.  Τα δέντρα του κήπου  θρόιζαν τα κλαδιά τους στο ελαφρύ αεράκι ενώ τα  λουλούδια φαίνονταν βαμμένα σαν γυαλιστερά χρυσά νομίσματα. Αυτή η θέα εκείνη την ώρα πάντα του άρεσε και δεν τον άφηνε ασυγκίνητο και γι’ αυτό άφηνε το γραφείο και την απολάμβανε. Περνούσε πολλές ώρες χωρίς να κάνει τίποτα αλλά να κοιτάζει τα πέριξ αχόρταγα. Μόνο σαν κουράζονταν τα μάτια του κι άρχιζε να τα τρίβει, έμπαινε μέσα για να κλειστεί και πάλι στο χώρο του χαρτιού και να συνεχίσει το διάβασμα ή το γράψιμο.

       Είχε τελειώσει το άρθρο για την εφημερίδα που αφορούσε τις κινητοποιήσεις των αγροτών κι έκανε τις τελευταίες διορθώσεις. Ορκίστηκε πως δε θα σηκωθεί από την καρέκλα του αν δεν το τελείωνε και δεν το σφράγιζε μέσα στο φάκελο για αποστολή. Τη Δευτέρα έπρεπε εξάπαντος να ταχυδρομηθεί και να δημοσιευθεί στο φύλλο της Τετάρτης. Αν έληγε η κινητοποίηση δε θα είχε καμία αξία η αποστολή. Έπρεπε να βιαστεί.

       Άκουσε ένα χτύπημα στην πόρτα και τα παράτησε. Όρθιος μπροστά στην πόρτα άνοιξε για να δει έκπληκτος την τρυφερή μορφή της Τάνιας να τον κοιτάζει σιωπηλή μ’ ένα βλέμμα που έμοιαζε εξουθενωμένο αλλά λαμπερό. Αυτή γλίστρησε μέσα και σαν σταμάτησε στο χολ του είπε φοβισμένη με φωνή που έτρεμε:

      --- Όλα τελείωσαν! Δε θα με δει κανένας τώρα! και κούνησε χαρούμενη τους φαρδιούς της ώμους.  

      --- Μήπως εννοείς τον άντρα σου; της έκανε ο Λευτέρης  και γεμάτος έκπληξη για την επίσκεψή της, την οδήγησε στο γραφείο του. Της είπε να καθίσει και με μια κίνηση του κεφαλιού του, της έκανε σαφές πως ήταν ασφαλής μαζί του.

     --- Είπα να είμαι ψύχραιμη σαν ξεκίνησα να έρθω, αλλά δεν τα κατάφερα! Τρέμω ολόκληρη για δες! του είπε σαν ταχτοποιήθηκε στη θέση της και του έδειξε τα τεντωμένα λεπτά δάχτυλά της που έδειχναν μια ελαφρά αστάθεια.

     --- Όμως τώρα ήρθες και δεν μπορείς να μετανιώσεις!   Εξάλλου δεν έχουμε κάποιο ανήθικο στο νου μας! Να κουβεντιάσουμε πιστεύω πως ήρθες κι αυτό θα κάνουμε.

     --- Αυτό ναι! αναφώνησε αυτή και με μια άνετη κι ευχάριστη διάθεση του διηγήθηκε όλα όσα της συνέβησαν στο νησί τη βδομάδα από τη μέρα που έφυγε ως τη μέρα που γύρισε. Ο Λευτέρης την άκουγε με μεγάλο ενδιαφέρον και στιγμές- στιγμές έδειχνε πως υπόφερε κι αυτός μαζί της για τις δυσκολίες που αντιμετώπισε μόνη της κι απροστάτευτη γυναίκα στην άκρη του κόσμου. Όταν δε έφτασε στο θέμα της μετάθεσής της, τη διέκοψε για να της πει:

       --- Αν όχι φέτος, τουλάχιστον για του χρόνου να είσαι βέβαιη πως θα δουλεύουμε μαζί στο ίδιο σχολείο!

      Η Τάνια γέλασε ευχαριστημένη και του αποκάλυψε πως πολύ θα το ήθελε αυτό να είχε γίνει και φέτος! Δεν έβλεπε την ώρα και τη στιγμή να βρεθεί κοντά του! Κοντά σ’ έναν τόσο γοητευτικό ευφυή και καλλιεργημένο άνθρωπο. Αλλά δυστυχώς δεν έγινε και είναι αναγκασμένη να υποταχθεί στην έλλειψη της συντροφιάς και της φιλικής του στέρησης.

      Μετά από μια ώρα κουβέντα ο Λευτέρης σκέφτηκε πως ήρθε η στιγμή να της δώσει το δώρο της. Άνοιξε το συρτάρι του γραφείου κι έβγαλε από μέσα το περιτυλιγμένο βιβλίο και το έβαλε μπροστά του. Κατασυγκινημένος αμέσως της ψέλλισε:

      --- Τάνια! Σου έφερα ένα δώρο!

       --- Ω, ξέρω πόσο σπουδαίος είσαι! φώναξε ευτυχισμένη αυτή κι αισθάνθηκε το αίμα να της ανεβαίνει στο κεφάλι από τη συγκίνηση.

          Ο Λευτέρης  άπλωσε το χέρι του με αποφασιστικότητα και της το έδωσε. Αυτή σαν το πήρε, έσκισε αμέσως το χαρτί και με την αντίδραση ενός μικρού παιδιού που παίρνει το δώρο του το θαύμαζε κοιτάζοντάς το συνέχεια με αχόρταγες ματιές. Στο τέλος αφού στάθηκε στην πρώτη λευκή σελίδα του είπε με μια παρακαλεστική διάθεση:

        --- Θέλω  και μια ιδιόχειρη αφιέρωση! Θέλω να την έχω για ενθύμιο!

      Αυτός έδειξε να ξαφνιάστηκε.

        --- Δεν είναι δικό μου το βιβλίο! Όταν εκδώσω θα στο χαρίσω με την αφιέρωσή μου, δε θα το ξεχάσω!

        --- Όχι, του είπε αυτή. Γράψε μου κάτι, πώς θα το πάρω έτσι!

       Στην επιμονή της το ξαναπήρε και το έφερε μπροστά του. Με το στυλό στα χέρια σκέφτηκε λίγο και μετά ψιθύρισε, πριν γράψει:  << Στην αιώνια αγάπη που βασιλεύει στον κόσμο! >>  Ύστερα σαν την κοίταξε τρυφερά τη ρώτησε:

        --- Σου αρέσει;

       Αυτή έλαμψε από χαρά.  

        --- Στην αιώνια μας αγάπη! διόρθωσε  κι έδειξε να τρέμουν τα χείλη της. Και κοιτάζοντάς τον τρυφερά μέσα βαθιά στα μάτια πήρε και γέλασε ανεπαίσθητα με την καρδιά της.

       --- Αυτό όμως σηκώνει πολύ συζήτηση! της αποκρίθηκε μ’ ένα τρακ που το ‘δειχνε στην προφορά του κι αφοσιώθηκε στο γράψιμο.

     Της το έδωσε. Αυτή το πήρε καταβάλλοντας κάθε προσπάθεια να κρύψει τη συγκίνηση και τον ενθουσιασμό της που ένιωθε σαν θα διάβαζε την αφιέρωσή του. Κι αφού σήκωσε τα μάτια χαρούμενη, τον ευχαρίστησε μ’ ένα χαμόγελο που το συνόδεψε με σιωπή. Ύστερα κοιτάχτηκαν αμίλητοι και ετοιμάστηκαν να μπουν και πάλι στη συζήτηση.

      Εκείνη ακριβώς την ώρα την προσοχή τους απέσπασε ένας θόρυβος που ερχόταν από την αυλή. Έστρεψαν τα κεφάλια τους ανήσυχοι και μέσα από το τζάμι προσπάθησαν ν’ ανιχνεύσουν το αίτιο που προκάλεσε το θόρυβο. Είδαν αυτό που είδαν και ηρέμησαν. Ένα κουνέλι τραυματισμένο στο πίσω δεξί πόδι περπατούσε κουτσαίνοντας βγάζοντας ένα ηχηρό κλάμα ενώ η ξαδέρφη του που βρισκόταν κοντά του έσκυβε πάνω του και το χάιδευε προσπαθώντας να το πιάσει για να το φροντίσει. Το σφύριγμα που έβγαζε από το στόμα του που ήταν και ο θόρυβος που τους ανησύχησε, συνεχιζόταν να  βγαίνει με ένα αίσθημα πόνου πιο έντονου τώρα σαν η γυναίκα το είχε σχεδόν αγκαλιάσει. Κάποιος το είχε τραυματίσει και πλήρωνε το καημένο τώρα τα σπασμένα.

      Έμειναν να κοιτάζουν για λίγο την εικόνα του κήπου κι επέστρεψαν στα δικά τους. Η Τάνια μην μπορώντας να κρύψει τη χαρά της για το βιβλίο και την αφιέρωση ξέχασε την άσχημη εικόνα του ζώου στον κήπο κι αφοσιώθηκε στην ανάγνωση του τίτλου. Σαν το έκανε, χτύπησε ελαφρά τα τακούνια της κάτω στο δάπεδο και φώναξε χαρούμενη:

   --- Η μαντάμ Μποβαρύ! Θα το αρχίσω αμέσως σαν βρεθώ σπίτι! Τέτοιο αριστούργημα σίγουρα θα μου ζεστάνει την παγωμένη μου καρδιά!

   Αυτός  δε μίλησε παρά την κοίταξε με ικανοποίηση. Ύστερα γλίστρησε το βλέμμα του στο ηλιοβασίλεμα που είχε αρχίσει θαυμάζοντας το δίσκο του ήλιου που προχωρούσε να βυθιστεί στη θάλασσα. Σε λίγο θα σκοτείνιαζε κι αυτός θα έμενε μόνος. Μελαγχόλησε κι ένιωσε σαν το χειρότερο εργένη του κόσμου. Αν έκανε έναν περίπατο ως το δασάκι ίσως συνερχόταν. Κοιτάζοντας τον ήλιο που χανόταν βυθίστηκε ακόμη περισσότερο στις σκέψεις του. Και ξαφνικά μέσα στο στρόβιλο των εικόνων που συγχέονταν στο μυαλό του, ένιωσε το υπέρτατο μεγαλείο αναθάρρησης της ψυχής του που τον καλούσε να βάλει τη γυναίκα που είχε μπροστά του και την είχε ερωτευθεί τρελά, δίπλα στο άρμα του και να ταξιδέψουν ως τα πέρατα της οικουμένης. Έτσι με τη φωνή της λύρας που τραγουδούσε μέσα του, είπε στην Τάνια που στεκόταν απέναντί του καθισμένη κι έμοιαζε μελαγχολική και σιωπηλή:

   --- Τι λες για έναν περίπατο στο δασύλλιο; Είναι ανάγκη να τον κάνω γιατί εδώ μέσα κλεισμένος δεν μπορώ να κουνήσω ούτε το δαχτυλάκι μου!

   Εκείνη έδειξε να ενθουσιάστηκε αλλά και να τρόμαξε. Έτσι του αποκρίθηκε γελαστή:

   --- Θέλεις να με καταστρέψεις! Τι θα πουν αν μας δουν μαζί; Πάει η Τάνια χάλασε!

   Αυτός σηκώθηκε και κοιτάζοντας το πρόσωπό του στον καθρέφτη του τοίχου, ψιθύρισε απογοητευμένος:

   --- Αν δε με ακολουθήσεις θα τον κάνω μόνος μου τον περίπατο! Είμαι αποφασισμένος.

   --- Σιγά! του έκανε αυτή και σηκώθηκε. Χαμογέλασε, έκανε μερικά βήματα και στάθηκε στην πόρτα. Πριν την ανοίξει, πρόσθεσε: πάω να πάρω και μία από τις κόρες μου. Θα σε ακολουθήσω. Ξεκίνα εσύ και θα συναντηθούμε πριν την εκκλησία της Αγίας Παρασκευής.

   Άνοιξε την πόρτα και χωρίς να κάνει θόρυβο βγήκε γλιστρώντας στις μύτες των ποδιών της πηγαίνοντας για το σπίτι της.

 

 

 

 

 

                                                       8

 

 

 

 

   Ο Λευτέρης βγήκε κι αυτός σε λίγο. Πήρε το δρόμο που οδηγούσε στο δασύλλιο. Σ’ ελάχιστα μέτρα έξω από το χωριό φάνηκε η πεδιάδα με τα βουνά ανατολικά να της δείχνουν την πανέμορφη μορφή τους. Βουνά που βαφτίζονταν στα χρώματα του δειλινού και στεφανώνονταν με πράσινα δάση, που ευτυχώς ακόμη ήταν παρθένα και δεν τα είχε πειράξει το βάρβαρο ανθρώπινο χέρι. Οι όχθες του Αρκαδικού ποταμού μόλις διακρίνονταν από το σημείο εκείνο γιατί τα υψωμένα χόρτα και οι θάμνοι εμπόδιζαν την όραση να δει. Εδώ σε τούτη την έκταση η γη καλλιεργούταν και απέδιδε κυρίως σιτάρι, βρώμη, κριθάρι, καλαμπόκι και σανό. Η έλλειψη νερού στον κάμπο είχε αποδεκατίσει τις καλλιέργειες των κηπευτικών και τις αύξαινε θριαμβευτικά κοντά στο ποτάμι. Τα θερμοκήπια είχαν κάνει την εμφάνισή τους δειλά- δειλά και η εγκατάστασή τους μέρα με τη μέρα πολλαπλασιαζόταν. Αυτό έδειχνε πως ο ρυθμός της αύξησής τους σε λίγα χρόνια θα ήταν μεγάλος. Οι εκτάσεις με τις σταφίδες και τα αμπέλια που υπήρχαν τα παλιά χρόνια μέχρι το εβδομήντα είχαν εξαφανιστεί κι εκεί που κάποτε χιλιάδες στρέμματα γης ήταν καταπράσινα τώρα δεν έβλεπες παρά ξερό χώμα και αγριόχορτα. Όμως οι πρώτες μικρές ελιές που δειλά έκαναν την εμφάνισή τους έδειχνε πως στο μέλλον η καλλιέργειά τους θα αύξαινε και το περιβάλλον θα ‘παιρνε και πάλι τα πάνω του.

   Στο σημείο κοντά στο δασύλλιο ο Λευτέρης σταμάτησε. Στράφηκε και στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα και θαύμασε το τοπίο. Προς το μέρος του νότου το φύλλωμα των δέντρων πρόδιδε πως υπήρχαν εκεί φυτεμένα μερικά οπωροφόρα δέντρα από αχλαδιές, κερασιές, λεμονιές και πορτοκαλιές. Σ’ ελάχιστα μέτρα δυτικά ξεχώριζαν οι κοκκινωπές στέγες λίγων σπιτιών και κάποια υπόστεγα που προφανώς χρησίμευαν για στάβλοι κι αποθήκες. Ακόμη μπορούσε ένα έμπειρο μάτι να ξεχωρίσει και καλύβες που τις χρησιμοποιούσαν για πρόχειρες καλοκαιρινές κατοικίες οι φτωχοί που ζούσαν στην εξοχή ανάμεσα στα δέντρα, και στα ζώα, κάνοντας τις αγροτικές τους δουλειές.

   Πέρα απ’ αυτά κάτω στη δύση που απλωνόταν η θάλασσα η θέα ήταν πιο όμορφη αφού τα χρώματα του ηλιοβασιλέματος είχαν βάψει αισθητά κι αρμονικά όλο τον ορίζοντα. Έκοβε την  ανάσα αυτό το  θέαμα όταν ο καιρός το επέτρεπε κάνοντας όποιον είχε την τύχη να το θαυμάζει να ψιθυρίζει: << Θεέ μου, τι παράδεισο βλέπουν τα μάτια  μου! >>

   Ο Λευτέρης αφέθηκε να κοιτάζει τα πάντα και να χάνεται στη μαγεία τους. Ώσπου ένα σούρσιμο πίσω του τον αιφνιδίασε και κόλλησε επί τόπου, γυρίζοντας πίσω το κεφάλι του να δει. Ήταν εκείνη κρατώντας από το χέρι τη δεύτερη κόρη της κι ερχόταν να τον συναντήσει όπως του είχε υποσχεθεί. Σαν τον έφτασε, σταμάτησε και ανασαίνοντας με δυσκολία του είπε:

   --- Χαίρομαι ιδιαίτερα που ήρθα! Από εδώ η κόρη μου η Αθανασία! Είναι η δεύτερη από τις τρεις που έχω! Σε λίγο κλείνει τα τρία!

   Ο Λευτέρης  της χάιδεψε το κεφάλι και με φωνή που φανέρωσε το θαυμασμό, είπε στη μικρή:

   --- Είσαι πολύ όμορφη! Να σαι χαίρονται οι γονείς σου!

   Η μικρή γέλασε δείχνοντας ντροπαλή. Ύστερα άπλωσε το αριστερό χέρι της για να φανεί μια γρατσουνιά που είχε στο βραχίονα. Κάτι του ψιθύριζε κι όλο έκανε πίσω και του έδειχνε ή τραβούσε το χέρι.

   --- Χαϊδεύεται! ψιθύρισε η Τάνια και της άγγιξε απαλά τα μακριά όμορφα καλοχτενισμένα μαλλιά που έφταναν ως τους ώμους.

   Με βήματα αργά και οι τρεις  περπάτησαν κι έφτασαν στο δάσος. Από τα πολλά μονοπάτια προτίμησαν εκείνο που έφτανε στο πάρκο με τα ζώα.  Η μικρής  αγαπούσε πολύ τα ζώα και ζήτησε από τη μάνα της να την οδηγήσει εκεί. Τα ξερά φύλλα  θρυμματίζονταν κάτω από τα πόδια τους και τους άρεσε πολύ. Ακουγόταν σαν αυτοσχέδια μουσική δημιουργία. Ο ουρανός έμοιαζε φλογισμένος από τα χρώματα της δύσης ενώ από στιγμή σε στιγμή θα άρχιζαν να πετάνε και οι πρώτες νυχτερίδες σαν έπεφτε το σούρουπο. Προς το νότο μέσα  από το πυκνό φύλλωμα των δέντρων που και που διακρίνονταν μεγάλες χαραμάδες και στον ορίζοντα ένα σκούρο γαλάζιο όμοιο με δροσιά ή σύννεφο.

   Έξω από το ζωολογικό πάρκο σταμάτησαν. Η μικρή κόλλησε με πάθος το όμορφο μουτράκι της  στο σύρμα της περίφραξης και κοίταξε τα ζώα βγάζοντας χαρούμενα επιφωνήματα. Έδειχνε πολύ ευτυχισμένη και μια πραγματική παιδική αθώα συμπεριφορά.

   Η Τάνια κοίταξε το Λευτέρη βαθιά μέσα στα μάτια και σαν σηκώθηκε αθόρυβα στις μύτες των ποδιών της για να τα τον πλησιάσει, του ψιθύρισε ίσα- ίσα που τον άκουσε:

   --- Νιώθω  ένα παράξενο  συναίσθημα! Δεν μπορώ να το εξηγήσω! Ίσως μπορεί να το κάνει η μεγαλοψυχία σου!

   Αυτός έδειξε να κοιτούσε ακόμη τον πυρπολημένο ορίζοντα.  Ωστόσο ξαφνιάστηκε και σαν πήρε τα μάτια του από εκεί και την κοίταξε της αποκρίθηκε με μάτια που έδειχναν πως λαμπύριζαν:

   --- Θα  είναι από έρωτα!

   Η Τάνια ντράπηκε και κοκκίνισε ελαφρά. Κάτι πήγε να πει αλλά η παρουσία της κόρης της  που είχε αφήσει την περίφραξη και της είχε αγκαλιάσει τα πόδια, την έκανε να σιωπήσει. Με το βλέμμα της όμως που πέρασε σαν φως αστραπής από τα μάτια του έδειξε πως του είπε πολλά, αλλά και με ποιον ήταν ερωτευμένη! Έτσι δεν του μίλησε παρά έσμιξε λίγο τα φρύδια.

   Ξεκίνησαν και πήραν ένα κυκλικό δρομάκι που περνούσε μέσα από ένα πυκνό φυτώριο πεύκων και συναντούσε πάλι αυτό από το οποίο είχαν έρθει. Το περπάτησαν και πήραν το δρόμο της επιστροφής με ιδιαίτερη ικανοποίηση.  Το σούρουπο άρχισε να πέφτει και η φύση όλο και γινόταν

περισσότερο ρομαντική. Αυτό έκανε την Τάνια να σκιρτήσει από μια εσωτερική επιθυμία για να μείνει όσο περισσότερο μπορούσε κοντά του. Κι εντελώς αυθόρμητα του είπε:

   --- Σ’ ευχαριστώ γι’ αυτό τον περίπατο που μου χάρισες! Σε παρακαλώ όμως, βάδιζε πιο αργά να του καθυστερήσουμε το τέλος. Πιστεύω να το επιχειρήσουμε ξανά να περπατήσουμε μαζί!

   Τότε ο Λευτέρης βρήκε την ευκαιρία σαν η μικρή έμεινε πίσω για να μαζέψει ένα ωραίο πετραδάκι στην άκρη του δρόμου, να της πει:

   --- Πήγα να στο πω μέσα στο δάσος αλλά η κόρη σου μ’ εμπόδισε. Σ’ αγαπώ! 

   Η Τάνια φωτίστηκε στο πρόσωπο ενώ της φάνηκε πως λύγισαν τα πόδια της. Έτσι σαν χαμένη στηρίχτηκε στο μπράτσο του και μ’ ένα χτυποκάρδι του ψιθύρισε με την ανάσα της κομμένη:

   --- Κι εγώ!

   Κοιτάχτηκαν για μια στιγμή ο ένας στα μάτια του άλλου  με μια γλυκιά και τρυφερή ματιά. Τα χείλη της Τάνιας έμοιαζαν να τρέμουν ελάχιστα και στα μάγουλά της να στάζει μια σταγόνα δάκρυ  αποτέλεσμα της ευτυχίας και της συγκίνησης που ένιωθε. Ο Λευτέρης  έπαιξε σαν ανόητος έφηβος τα μακριά λεπτά δάχτυλά του, χωρίς να το  αισθάνεται. Η έκστασή του ήταν τέτοια που ανάσαινε βαθιά κι αργά.

   Το σπίτι που έμενε η Τάνια βρισκόταν στη δυτική άκρη του χωριού. Έτσι σαν έφταναν δε θα ήταν υποχρεωμένη να διασχίσει με την κόρη της το κέντρο όπου τα βλέμματα σίγουρα ήταν πυκνά που θα έπεφταν πάνω τους και δε θα τους ξέφευγαν. Ήταν κι ένα μικρό δρομάκι με λακκούβες και χόρτα που οδηγούσε ως εκείνη τη γειτονιά και που πάντα βασίλευε ερημιά τις περισσότερες ώρες. Γι’ αυτό λίγα μέτρα έξω από το χωριό το βρήκε ασύλληπτο υπέροχο να καθίσουν για λίγο κάτω από τα πρώτα αστέρια και να απολαύσουν την υψηλή αποστολή του έρωτα! Εμπνευσμένος πάντα από τη φλόγα της καρδιάς.

   Είπαν να καθίσουν σ’ ένα αναποδογυρισμένο κασόνι  αλλά το θεώρησαν ρηχό και προκλητικό. Ύστερα σκέφτηκαν να κρυφτούν πίσω από ένα προσκυνητάρι και να τα πουν χαμηλόφωνα χωρίς να τους ακούει το παιδί. Αλλά στο τέλος συμφώνησαν πως η ομορφιά είναι παντού κι έμειναν όρθιοι στην άκρη του δρόμου. Η γλυκιά φθινοπωρινή νύχτα με τον ξάστερο ουρανό και το δροσερό αεράκι τους είχε σχεδόν καθηλώσει. Με τη σκέψη πως ο περίπατος σε λίγο έφτανε στο τέλος του κι αυτό τους ήταν οδυνηρό δεν έλεγαν να ξεκολλήσουν τα πόδια τους από τη γη.

   --- Αύριο είναι και τα βαφτίσια της τρίτης μου κόρης, της μικρής! Μην το ξεχάσεις! Θα λυπηθώ πολύ αν δεν έρθεις! του είπε η Τάνια σπάζοντας τη σιωπή με την τρυφερή φωνή της κάνοντας ταυτόχρονα κι ένα χαριτωμένο βήμα εμπρός.

   Ο Λευτέρης τη ρώτησε για να βεβαιωθεί:

   --- Στην εκκλησία της Αγίας Παρασκευής;

   --- Ναι.

   --- Το έχω υπόψη μου! Δε λες αν μου έφυγε ποτέ από το μυαλό μου από τη μέρα που μου το είπες;

   Αυτή γέλασε και βουβάθηκε απότομα. Ένα μικρό φως που διέκρινε από το τζάμι στο παράθυρο της κουζίνας την έβαλε σε φρικτή σκέψη. Γύρισε ο άντρας της; Αν ναι, τότε έπρεπε να έχει μια έτοιμη δικαιολογία να του πει για την αργοπορία της. Ετοιμάστηκε να ταχύνει το βήμα της λέγοντας  συγχυσμένη στο Λευτέρη:

   --- Ίσως να γύρισε από το χτήμα ο άντρας μου! Βλέπω φως στο σπίτι. Κάτι θα σκεφτώ να του πω για να  δικαιολογηθώ! Καληνύχτα σου!

   Δάγκωσε ελαφρά τα χείλη της, έπιασε τη μικρή από το χέρι και σιωπηλή έφυγε σχεδόν τρέχοντας.

   Ο Λευτέρης έμεινε για λίγο να σκεφτεί τι θα μπορούσε να συμβεί στο σπίτι της σαν η Τάνια έμπαινε μέσα και η επιστροφή του άντρα της ήταν γεγονός. Ύστερα με τραυματισμένο ελαφρά το ηθικό του εξακολούθησε το δρόμο του για το σπίτι της ξαδέλφης του όπου τον περίμενε πολλή δουλειά.

 

 

                                       

 

 

 

      

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

                                     ΚΕΦΑΛΑΙΟ  ΤΡΙΤΟ

 

 

 

 

 

     

 

                                                  1

 

 

 

 

   Όλοι τους με τα καινούρια τους ρούχα σαν τελείωσε η βάφτιση περίμεναν έξω από το σπίτι της Τάνιας.  Η μικρή Ζαχαρούλα στην αγκαλιά της νονάς της γελούσε κάνοντας ναζάκια και παίζοντας με όσους της μιλούσαν και της εύχονταν να ζήσει. Κοντά τους βρισκόταν και η Τάνια με τον άντρας της, οι γονείς της και τα πεθερικά της καθώς και μερικοί στενοί συγγενείς. Ο Λευτέρης στεκόταν στην άκρη του δρόμου από κάτω από ένα μεγάλο πεύκο και συζητούσε μ’ ένα γιατρό φίλο της οικογένειας.

   Σχεδίαζαν να χωρέσουν σε τρία αυτοκίνητα κι αυτό τους έκανε να καθυστερούν την αναχώρηση. Ώσπου να ταχτοποιηθούν στις θέσεις τους ο Λευτέρης βρήκε ευκαιρία να προσέξει την Τάνια που έχοντας τις φροντίδες του σπιτιού είχε καθυστερήσει λίγο  και στεκόταν έξω από την είσοδο έτοιμη να κλειδώσει την εξώπορτα. Φορούσε ένα μπεζ ταγιέρ που της πήγαινε όμορφα κι έπεφτε με γούστο στους φαρδείς και δυνατούς ώμους της. Τα κοντά και καλοχτενισμένα μαύρα μαλλιά της, της έδιναν μια γοητευτική εμφάνιση ενώ το σπινθηροβόλο βλέμμα και τα σαρκώδη χείλη της ακτινοβολούσαν ένα ζεστό αίσθημα έλξης κι αυταρέσκειας. Ο Λευτέρης σκεφτόταν πως καλά έκανε και τα έφτιαξε μαζί της και πως αν δεν το είχε κάνει και του έλειπε ίσως τώρα δε θα ήταν ευτυχισμένος.

   Σε λίγο η φασαρία τελείωσε σαν η Τάνια μπήκε στο αμάξι και η παρέα έφυγε μέσα σε γέλια, συζητήσεις και διαλογικές εντυπώσεις από το μυστήριο της βάφτισης που τους έβρισκε όλους να πλέουν σε πελάγη ευτυχίας. Τα τρία αυτοκίνητα με  χαρακτηριστική επισημότητα κύλησαν στον κεντρικό δρόμο του χωριού και κατηφόρισαν για  λίγα χιλιόμετρα μέχρι  να  συναντήσουν την εθνική οδό. Σαν περνούσαν τη διασταύρωση γονείς, συγγενείς και καλεσμένοι θα έπεφταν σχεδόν πάνω στο κέντρο διασκεδάσεως που τους περίμενε έτοιμο να τους δεχτεί στο φιλικό και ωραίο περιβάλλον του.

   Σαν έφτασαν η πόρτα του κέντρου διασκέδασης άνοιξε και οι καλεσμένοι που βγήκαν από τα αυτοκίνητα πέρασαν μέσα. Μετά από μικρές ανθρώπινες  διαφωνίες κάθισαν όλοι και για λίγα λεπτά αφοσιώθηκαν στη μικρή βαφτισμένη κάνοντάς της διάφορες τσιριμόνιες ή λέγοντάς της αστειάκια για να γελάει. Η μικρή  έδειχνε χαρούμενη και φαινόταν πως είχε απολαύσει τη βουτιά της στην κολυμπήθρα. Είχε βάλει δε και στο χέρι της το μικρό της σκούφο κι έπαιζε μ’ αυτόν με ιδιαίτερο κι εύθυμο τρόπο.

   Ο Λευτέρης καθόταν πέντε θέσεις μακριά από την Τάνια  κι αυτό τον ενοχλούσε. Δεν μπορούσε ούτε να τη δει καλά αλλά ούτε και να μιλήσει μαζί της. Έτσι μην μπορώντας να  κάνει κάτι και να την πλησιάσει δέχτηκε τη μοίρα του κι έπιασε την κουβέντα με το γιατρό που ήταν πολύ μορφωμένος άνθρωπος και είχε μεγάλη λόξα με την πολιτική. Ήταν νέος στην ηλικία, περίπου του Λευτέρη ή κάτι παραπάνω, όχι όμως μεγαλύτερος από σαράντα και ήταν ντυμένος εξεζητημένα, με μικρή μαύρη γενειάδα  κι ένα βλέμμα φλογερό και διασκεδαστικό. Αυτός λοιπόν ο νέος άνθρωπος τον έκανε να ξεχάσει για λίγο την Τάνια όχι τόσο με τη φλυαρία του όσο με τις παρωχημένες και ουτοπιστικές θεωρίες του που κάποιες έβγαλαν το Λευτέρη έξω από τα ρούχα του. Όμως παρά τις διαφωνίες τους που είχαν πάνω σε θέματα πολιτικής και ηθικής ο Λευτέρης έβρισκε πολύ ενδιαφέρον να μιλά μαζί του γιατί του έφτιαξε τη διάθεση και η έλλειψη από κοντά του της τρυφερής γυναίκας που αγαπούσε κι άκουγε στο όνομα Τάνια του γινόταν ανώδυνη.

   Η εύθυμη διάθεση της παρέας και η συζήτηση των δυο φίλων και πνευματικών ανθρώπων διακόπηκε ευθύς σαν σερβιρίστηκαν τα πλούσια φαγητά. Έτσι με τη διάθεση του ευτυχισμένου έσκυψαν όλοι και με ζωντάνια άρχισαν σιγά- σιγά να αδειάζουν τα πιάτα. Όταν δε έρευσε και ο ευφραντικός οίνος μέσα τους οι στενοχώριες έφυγαν, οι χαρές πολλαπλασιάστηκαν και οι ευχές προς τους γονείς, τους  νουνούς και τη μικρή έδιναν κι έπαιρναν μέσα σε γέλια και ξεφωνητά. Στο τέλος δε του φαγητού αρκετοί ήταν εκείνοι που τραγούδησαν και πολλοί εκείνοι που χόρεψαν.

   Όταν πια έγιναν όλα που είναι απαραίτητα σε μια τέτοια γιορτή οι καλεσμένοι χαλάρωσαν στις καρέκλες τους, δείχνοντας θέληση για μια αλλαγή. Έτσι δυο – δυο έπιασαν τα προσωπικά τους με τις λέξεις να βγαίνουν από το στόμα τους σαν πυροβολισμοί. Ο Λευτέρης προσπαθούσε να κάνει το παν για να βρεθεί δίπλα στην Τάνια. Η στιγμή ήταν καλή και προσφερόταν για μια συζήτηση μαζί της υψηλού επιπέδου. Πως όμως να την πλησιάσει; Ο άντρας της και ο κουμπάρος φαρμακοποιός δεν έλεγαν να ξεκολλήσουν από δίπλα της. Έσκυψε μήπως και της πάρει καμιά ματιά ή να της σκάσει κάποιο χαμόγελο αλλά κόπος χαμένος.   Οι δυο αυτοί παριστάμενοι δίπλα της και λίγο πιο πέρα η νουνά με τη μικρή στην αγκαλιά της, την είχαν βάλει στην κουβέντα κι αυτή έδειχνε να τους ακούει κουνώντας καταφατικά το κεφάλι ενώ μιλούσε ελάχιστα. Έτσι τότε πήρε την απόφαση να φανεί σκληρός κι αν κινδύνευε ακόμη να γελοιοποιηθεί. Σηκώθηκε και προφασιζόμενος πως έχει ανάγκη από λίγο καθαρό αέρα βγήκε στην αυλή όπου μια ξύλινη πέργκολα προς τη μεριά της θάλασσας με άπλετη τη θέα του κάμπου, τον δέχτηκε από κάτω της. Πριν φτάσει φρόντισε να ρίξει μια ματιά στην Τάνια όλο νόημα που ευτυχώς την πρόσεξε, αγνοώντας αν προκαλούσε τη γενική θυμηδία της παρέας αν τυχόν και τον  έπαιρναν χαμπάρι.

   Εκεί άρχισε να κάνει βόλτες θαυμάζοντας ένα πευκοδάσος  που ήταν δυτικά κι έδειχνε νεοφυτεμένο μετά από τη μεγάλη πυρκαγιά  που είχε καταστρέψει την περιοχή πριν μια πενταετία. Στη μια άκρη του τη νότια υπήρχαν κρυμμένα μέσα στα χόρτα σωροί από παλιά σιδερικά, προφανώς από κάποια εγκαταλειμμένη κατασκευή θερμοκηπίου που προξενούσε αλγεινή εντύπωση. Λίγες σκορπισμένες κατσίκες κάτω από δυο δέντρα που έβοσκαν ανέμελες έδιναν μια ωραία βουκολική εικόνα ενώ στην ξύλινη παράγκα πιο πέρα που έμοιαζε σαν αγροικία το γάβγισμα του σκύλου και οι φωνές του ιδιοκτήτη έσπαζαν τη σιωπή, στέλνοντας ηχηρό μήνυμα πως η ύπαιθρος δεν είχε ρημωθεί και πως κάποιοι επιζώντες εραστές της συνέχιζαν το αδιάκοπο παιχνίδι μαζί της.

 

 

 

 

 

                                                  2

 

 

 

 

    Η Τάνια τον είδε που βγήκε έξω και συλλογίστηκε μ’ ένα τρίξιμο των δοντιών : << τι αναξιοπρέπεια να τον αφήσω να κάθεται μακριά μου και να μην κάνω τίποτα για να τον φέρω κοντά μου >> και αγανακτισμένη έτρωγε τα νύχια της ενώ πνιγόταν μέσα στα πιο ιερά της αισθήματα γι’ αυτόν. Έτσι κάποια στιγμή προφασιζόμενη πως είχε ανάγκη να πάει στην κουζίνα σηκώθηκε και μοιράζοντας φιλάκια και φιλοφρονήσεις σε όλους       

μπήκε μέσα. Εκεί γλιστρώντας έξω από την πίσω πόρτα πέρασε στο υπόγειο και τον πλησίασε. Φρόντισε δε να κρύβεται πίσω από δυο χοντρούς κίονες που στήριζαν την πέργκολα και βέβαιη πως κανένα μάτι της παρέας δεν την έβλεπε, του ψιθύρισε τρυφερά:

   --- Επί τέλους σε βρήκα! Αμάν έκανα να σε συναντήσω!

   Αυτός  ξαφνιασμένος γέλασε μ’ ένα νευρικό χαχανητό και της αποκρίθηκε με αγανάκτηση:

   --- Πού πήγες και χώθηκες; Από εκεί δεν έβγαινες ούτε και με γερανό!

   --- Το ξέρω! του ψέλλισε. Αλλά τι να ‘κανα; Εκεί ήταν η θέση μου!

   --- Ναι, αλλά δεν μπορούσα να υποφέρω αυτό το χωρισμό!

   --- Ούτε κι εγώ!

   --- Και γι’ αυτό σκαρφίστηκα την έξοδό μου, ελπίζοντας πως θα συναινέσεις στις μηχανορραφίες μου και θ’ ακολουθήσεις! Όπως και το ‘κανες!

   --- Μπορούσα να μην έρθω; Πως και πως έκανα να σε δω!

   Έσκυψε κι έριξε μια κλεφτή ματιά να δει μέσα τι γίνεται και επανήλθε στη συζήτηση δριμύτερη.

   --- Πώς σου φάνηκε το μυστήριο; τον ρώτησε βγάζοντας ένα πολύ ωραίο χαμόγελο.

   --- Να σου ζήσει! Ήταν όλα υπέροχα!

   --- Ευχαριστώ!

   --- Θα πρέπει  να σ’ αγαπά πολύ η μικρή!

   --- Το ξέρω! Κι εγώ την αγαπώ!

   --- Γι’ αυτό και της έβαλες το όνομα της μητέρας σου!

   --- Έπρεπε. Εξάλλου τα δυο πρώτα ονόματα ήταν από το σόι του άντρα μου.

   --- Συμφωνώ! Έπειτα κάρφωσε τα μάτια του πάνω της με υπέρμετρο το σημείο του θαυμασμού.

   Η Τάνια  τον ρώτησε χαμηλόφωνα και κάπως ανακριτικά:

   --- Πού θα πας μετά το τραπέζι;

   Ο Λευτέρης σκέφτηκε λίγο και χωρίς να βιαστεί της είπε:

   --- Θα μείνω δυο ώρες στο χωριό και μετά θα πάω στην Κυπαρισσία. Οι διακοπές του Σαββατοκύριακου τελείωσαν κι εκεί με περιμένει πολλή δουλειά. Προετοιμασία για την τάξη και την αποστολή μερικών επιστολών εκ μέρους του Μορφωτικού Συλλόγου σε διάφορα Υπουργεία και Συλλόγους προς διάδοση των γραμμάτων.

   --- Άρα θα συναντηθούμε το άλλο Σαββατοκύριακο!

   --- Πρώτα ο Θεός, ναι! Για μένα είναι ζήτημα ζωής και θανάτου να σε ξαναδώ!

   --- Και για μένα!

   Έκανε μερικά μικρά βηματάκια επί τόπου σαν να χόρευε. Κοίταξε πάλι την αίθουσα και φάνηκε από ένα μορφασμό δυσαρέσκειας που έκανε πως κάτι ύποπτο είδε. Αυτό την έκανε να πάρει την ξαφνική απόφαση να τον εγκαταλείψει και να πάει στη θέση της. Έτσι σαν τινάχτηκε και μέσα της ζωντάνεψε η αίσθηση της εικόνας του, του είπε για να τον κολακέψει:

   --- Με γοήτευσες έστω και για λίγο! Δεν έχω άλλο χρόνο και φεύγω. Φοβάμαι δυστυχώς πως θα με μυριστούνε αν αργήσω για την παλιανθρωπιά που έκανα να τους αφήσω και να έρθω εδώ.

   Έμειναν για ελάχιστα δευτερόλεπτα σιωπηλοί να κοιτάζονται κι αμέσως έφυγε αφήνοντας πίσω της τη μυρωδιά του θεσπέσιου κορμιού της. Και τότε ο Λευτέρης συνειδητοποίησε για άλλη μια φορά την άσβεστη φλόγα που έκρυβε μέσα του γι’ αυτή ή καλύτερα τη μικρή κόλαση που είχε ταυτιστεί με την ελευθερία του.

   Δεν ακολούθησε για να μη δώσει καμιά υπόνοια. Έτσι άρχισε να κοιτάζει στο βάθος του κόλπου και να κολλήσει το βλέμμα του στις σιδηροδρομικές γραμμές που βρίσκονταν ελάχιστα μέτρα από το κέντρο διασκεδάσεως. Σ’ ένα σημείο τους και σε απόσταση τριάντα μέτρων απ’ αυτές προς το νότιο μέρος, ήταν ένας σκουριασμένος σωρός, ποιος ξέρει από τι παλιοσίδερα, χορταριασμένος και στη δυτική πλευρά του υπήρχε ένα ξεφτισμένο παλιό βαγόνι που είχε γίνει σχεδόν κομμάτια από την υγρασία και το αλάτι της θάλασσας. Η βροχή σ’ ένα σημείο είχε γδάρει το χώμα αφήνοντας ένα βαθύ χαντάκι να χάσκει που έμοιαζε σαν ανοιχτός κορμός δέντρου. Τα δέντρα του δασυλλίου κοντά εκεί στις γραμμές αραίωναν και τα λιγοστά που υπήρχαν έδειχναν άρρωστα λες και κάποιος θανατηφόρος μύκητας τα είχε προσβάλλει και δυστυχώς απ’ ότι έδειχνε ήταν απειλητικός για τη ζωή τους.

   Ο Λευτέρης κοίταξε το ρολόι του. Δυστυχώς η ώρα ήταν τρεις το μεσημέρι και τραίνο εκείνη τη στιγμή δεν περνούσε. Πολύ θα το ήθελε να το δει να κυλάει πάνω στις ράγες σαν φίδι και να τρίζουν οι σιδερένιες ρόδες του αφήνοντας εκείνη τη χαρακτηριστική βοή της έντασης που άφηνε το ζόρισμα. Όμως δεν έδειξε να στενοχωρήθηκε γιατί ούτως ή άλλως το απόγευμα στις πέντε θα μπορούσε να βρεθεί στο σταθμό της πόλης και να απολαύσει την είσοδό του οτομοτρίς που ερχόταν από την Αθήνα μέσω Πατρών.

   Ένας θόρυβος ακούστηκε από την αίθουσα που προερχόταν από τα στόματα των καλεσμένων αλλά και των παιδιών που είχαν βγει στην αυλή για παιχνίδι. Έκρινε σωστό να επιστρέψει και να καθίσει για όση ώρα ακόμη θα κρατούσε το τραπέζι. Κι αυτό έκανε. Κάθισε κι έπιασε πάλι την κουβέντα με το γιατρό. Τώρα μίλησαν για καθημερινά θέματα, πράγμα που άρεσε στο Λευτέρη. Έτσι του δόθηκε η ευκαιρία να του μιλήσει για την αγάπη του που είχε  στη φύση και τις φλογερές του επικλήσεις προς τους υπεύθυνους για τη φροντίδα της. Ο γιατρός υποκλίθηκε μπροστά σ’ αυτή του την ευαισθησία και τον διαβεβαίωσε πως είναι με το μέρος του. Είπαν κι άλλα αλλά διέκοψαν σαν είδαν τους καλεσμένους να ετοιμάζονται να φύγουν. Έκαναν κι αυτοί το ίδιο και σε λίγο στέκονταν έξω ο ένας απέναντι στον άλλον μ’ ένα ευγενικό χαμόγελο για την τόσο όμορφη κουβέντα τους. Σε ελάχιστα λεπτά μέσα σε εξαιρετικά έντονη αλλά ευχάριστη φλυαρία οι καλεσμένοι ξεστόμισαν και τις τελευταίες ευχές και μπαίνοντας στα τρία αυτοκίνητα πήραν τον άδειο δρόμο που θα τους έβγαζε στην εθνική οδό, κι από εκεί στο χωριό, σιγοτραγουδώντας με κέφι τραγούδια της χαράς.  

 

 

 

 

                                                 3

 

 

 

 

   Στις  πέντε το απόγευμα ο Λευτέρης ανοίγοντας την πόρτα του σπιτιού του στην πόλη, ένιωσε να πατά ένα φάκελο. Έσκυψε και το πήρε και σαν γνώρισε το γραφικό χαρακτήρα του φίλου του Άρη, τον άνοιξε και διάβασε το κείμενο: << Στην Τερψιθέα καίγεται το εργοστάσιο τυποποίησης αγροτικών προϊόντων του Γεωργικού Συνεταιρισμού. Μάλλον πρόκειται για εμπρησμό κάποιων αναρχικών στοιχείων. Η αυτανάφλεξη από κάποια διαρροή ηλεκτρικού ρεύματος ή καυσίμου φαίνεται απίθανη. Είμαι εκεί έλα κι εσύ, σε περιμένω. Άρης >>.

   Έσφιξε το γράμμα στα χέρια του και χλόμιασε. << Ώστε ως εκεί έφτασε η αναλγησία κάποιων να καίνε και τις περιουσίες; Άσχημο αυτό>> σκέφτηκε και δίπλωσε το χαρτί βάζοντάς το στην τσέπη του. Πήγε στο γραφείο του και κάθισε αναστενάζοντας βαθιά. Η πνιγερή ζέστη του έκανε οδυνηρή την αναπνοή κι ένιωθε δυσφορία. Σηκώθηκε κι άνοιξε το παράθυρο. Ο δροσερός αέρας τον συνέφερε κι αυτό βοήθησε να σκεφτεί τι να κάνει. Θα πήγαινε στην Τερψιθέα ή θα έμενε στις δικές του δουλειές και φροντίδες; Πλησίασε το παράθυρο να ρίξει μια ματιά έξω να δει τι γίνεται στους δρόμους της πόλης. Τα παράθυρα των σπιτιών ήταν κλειστά, οι δρόμοι έρημοι και μόνο ελάχιστα τροχοφόρα κινούνταν προς τη θάλασσα και το λιμάνι. Πάνω από τα νότια σπίτια ένα πυκνό στρώμα καπνού απλωνόταν με κατεύθυνση ανατολικά. Το δυτικό αεράκι το έσπρωχνε ψηλά στον ουρανό σαν σημάδι της κυριαρχίας της φωτιάς ως τη στιγμή που αυτή θα έκαιγε το εργοστάσιο και θα έσβηνε.

   Θέλοντας να είναι συνεπής με τις ιδέες του ο Λευτέρης αποφάσισε να πάει στον τόπο του εμπρησμού. << Θα γίνονται πολύ σοβαρά πράγματα εκεί >> σκέφτηκε και βγήκε έξω, Αμέσως πήρε κάποια προφύλαξη βαδίζοντας σκυφτός κοντά στους τοίχους των σπιτιών, υποθέτοντας πως μπορούσε να πέσει πάνω σε κανένα μπλόκο ταραχής. Αλλά ευτυχώς οι ταραχές είχαν μείνει στις εστίες τους χωρίς να κινδυνεύει η ησυχία και η ασφάλεια των κατοίκων της πόλης. Στο σταθμό των ΤΑΧΙ που πήγε ναύλωσε ένα και σε πέντε λεπτά βρισκόταν στο μέρος της πυρκαγιάς και ανακατεύτηκε με το πλήθος που κοίταζε τις φλόγες που κατάπιναν το συσκευαστήριο.

         Σ’ ελάχιστο χρόνο, απ’ ότι έλεγαν οι πρώτοι μάρτυρες που είδαν τη φωτιά να απλώνεται, το εργοστάσιο τυλίχθηκε στις φλόγες λόγω του όγκου της πλαστικής ύλης και χαρτιού που χρησιμοποιούσε. Έτσι αν και το σύστημα πυρόσβεσης λειτούργησε έγκαιρα δεν μπόρεσε να περιορίσει την έκταση και την ένταση της φωτιάς. Κάποιοι αυτοσχέδιοι μηχανισμοί απόσβεσης με λάστιχα από βρύσες και εκτόξευσης μεγάλων ποσοτήτων νερού από υδροφόρες δεν έφεραν αποτέλεσμα. Έτσι η πυροσβεστική που έφτασε δέκα λεπτά από την έναρξη της φωτιάς βρήκε το εργοστάσιο σχεδόν καμένο ώστε η παρουσία της να καταστεί διακοσμητική και μόνο.                                                                     

       Ο Λευτέρης στάθηκε κοντά στην πινακίδα που έγραφε με αγγλικά γράμματα << CLOSED >> εννοώντας πως ο δρόμος είχε κλείσει και κοίταζε βυθισμένος μέσα σε σκέψεις που προσπαθούσαν να βρουν τα αίτια που προκάλεσαν την πυρκαγιά, αλλά και που συμμεριζόταν την οικολογική καταστροφή που έπληττε εκείνη τη στιγμή την περιοχή με τις μεγάλες ποσότητες καπνού και των αιωρούμενων σωματιδίων που θα επιβαρυνόταν η ατμόσφαιρα και η σύνθεση του εδάφους.

      Ο μικρός αγροτικός συνοικισμός που έφερε το όνομα Τερψιθέα ήταν χτισμένος κι από τις δυο πλευρές του εθνικού δρόμου Κυπαρισσίας- Φιλιατρών με παραδοσιακό γούστο και με τη βεβαιότητα πως πρόσφερε ποιότητα ζωής στους κατοίκους του. Το έδαφος ήταν εύφορο από καφέ αργιλώδες χώμα που ήταν κατάλληλο για την καλλιέργεια κηπευτικών προϊόντων. Έτσι κάθε τόσο ξεφύτρωναν καινούργια θερμοκήπια ενώ και οι εξωτερικές καλλιέργειες αυξάνονταν με το χρόνο. Αυτό έκανε τους αγρότες του συνοικισμού πλούσιους και το εμπόριο ν’ ανθίζει όλο και περισσότερο. Οι ανάγκες της παραγωγής έφερναν την αύξηση των εργατικών χεριών αλλά και την εξαθλίωση των εργατών. Χιλιάδες οικονομικοί μετανάστες που δούλευαν ζούσαν σε άθλιες συνθήκες μέσα σε παραπήγματα ή καλύβες από χορτάρια, χωρίς ιατρική  και ασφαλιστική  περίθαλψη. Η άσκηση της βίας από τα αφεντικά πάνω τους ήταν μεγάλη και πολλές φορές τους συμπεριφέρονταν σαν να ήταν ζώα. Κι όπως ο καιρός περνούσε και η κούραση λύγιζε τα αδύνατα σώματά τους πολλοί ήταν εκείνοι που πέθαιναν αβοήθητοι στις γράνες και στα χωράφια από χρόνιες ασθένειες ή υποσιτισμό. Κάποιοι αυτοκτονούσαν απελπισμένοι ενώ αρκετοί έβρισκαν διέξοδο στις ληστείες και το έγκλημα.

   --- Ξεκόλλα τα μάτια σου απ’ τους καπνούς! Ακούστηκε η φωνή του Άρη που τον πλησίασε και του μίλησε με το συνηθισμένο του εύθυμο τρόπο καθώς ακουμπούσε το χέρι του στον ώμο του. Δε βλέπεις που έγιναν όλα σταχτή! Τίποτα δεν έμεινε. Δε λυπάμαι κανέναν άλλο εκτός από τους δύστυχους εργάτες που έχασαν τη δουλειά τους!

   Ο Λευτέρης τον κοίταξε χωρίς κανένα ενθουσιασμό και το βλέμμα του έπεσε με δυσκολία πάνω του. Πάντα μετρημένος στις εκδηλώσεις του, απόφευγε κάθε εύκολη ρητορική έκφραση πριν την ανίχνευση των γεγονότων. Δύσκολα καταδίκαζε ύποπτους και δύσκολα έφτιαχνε ενόχους. Όμως αυτό που του είπε ο ΄Άρης του φάνηκε δελεαστικό για να σχηματίσει στη φαντασία του μια ζοφερή εικόνα και θέλησε να την ξεκαθαρίσει. Έτσι τον ρώτησε με μια λάμψη στα μάτια του:

   --- Ανήκει σε ιδιοκτήτη το εργοστάσιο ή είναι του Αγροτικού Συνεταιρισμού;

   --- Μπαλάκι γίνεται! Πότε κοινωνικοποιείται και πότε ιδιωτικοποιείται! Τώρα ακούστηκε πως θα πουληθεί!

   --- Και γιατί το πουλάνε;

   --- Κάποιοι κερδίζουν με τις μίζες φαίνεται!

   --- Και ο αγοραστής αν γίνει ποιος είναι;  

   --- Ένας από τους τόσους μεγαλοτσιφλικάδες της περιοχής.

   --- Και η φωτιά τι σχέση έχει;

   --- Κάποιοι δεν ήθελαν την πώληση.

   --- Είχαν λόγους;

   --- Ναι, οικονομικούς.

   --- Υπονοείς πως αυτοί έβαλαν και τη φωτιά για να ματαιώσουν την πώληση;

   --- Ναι.

   --- Έχουν σχέση και με τις κινητοποιήσεις;

   --- Πως δεν έχουν. Αυτοί έκαναν τις κινητοποιήσεις και σε λίγο οι ίδιοι θα τις σταματήσουν χύνοντας κροκοδείλια δάκρυα για τον εμπρησμό και την καταστροφή του εργοστασίου.  Θριαμβευτές πλέον μιας νοσηρής συνδικαλιστικής εξέγερσης θα ωφεληθούν τα μέγιστα και θα ανακηρυχτούν σε κολοσσούς της δύναμης και του πλούτου. Η κυβέρνηση θα τους φορέσει ρεντιγκότες και θα τους δώσει δάνεια  για τη βοήθειά τους στην καταστολή της κινητοποίησης ενώ  οι υποστηρικτές τους οι δουλοπάροικοι θα γευτούν κάποια ψίχουλα και θα φωτογραφηθούν μαζί με τους υπουργούς.  << Άιντε καλά είναι κι αυτά που πήραμε! >> θα πουν << αρκεί να είσαι με την εξουσία! >> και θα κοιμούνται πια μακάριοι στο αχυρένιο τους στρώμα.

   Σταμάτησε γιατί πιο πέρα ένας άντρας νέος γύρω στα τριάντα και μια κοπέλα μικρή, προφανώς εργάτης και εργάτρια στο καμένο πια εργοστάσιο κοιτούσαν τις φλόγες με κουρασμένο βλέμμα, έχοντας τα πρόσωπα ωχρά και τα χείλη τους σφραγισμένα. Είχαν χάσει τη δουλειά τους κι αυτό τους είχε στοιχίσει. Κανείς δεν μπορούσε να τους εγγυηθεί για το αύριο και η πεποίθηση πως βρίσκονταν στο δρόμο όπως και τόσοι άλλοι εργάτες τους  δημιουργούσε πανικό και υστερία. Η κοπέλα νόστιμη και μελαχρινή, φορούσε ένα μαύρο μπλουτζίν με φαρδομάνικο πουκάμισο κι ώρες- ώρες τα τραβούσε με τα χέρια της για να τα ξεσχίσει. Τόση ήταν φαίνεται η οδύνη της. Ο άντρας έδειχνε να την παρηγορεί, βάζοντας το χέρι του στα μαλλιά της και ψιθυρίζοντας κάτι κοντά στ’ αυτί της.

   --- Αδερφέ δεν μπορώ άλλο να βλέπω αυτό το δρόμο των ανθρώπων και των πραγμάτων, είπε με σβησμένη φωνή ο Άρης κι έκανε ένα βήμα μπροστά σαν να ήθελε να ξεγλιστρήσει από τη θέση του.

   --- Καταλαβαίνω! Θέλεις να φύγουμε! του απάντησε ο Λευτέρης κι έδιωξε μια καύτρα με το δάχτυλό του που είχε καθίσει στην άκρη του ματιού του.

   --- Ναι! Τραυματισμένοι δεν πρέπει να υπάρχουνε ούτε νεκροί! Δε βλέπω το λόγο γιατί να χάνουμε το χρόνο μας με τα αποκαϊδια. Ας περπατήσουμε καλύτερα, θα είναι πιο επωφελές για μας απ’ ότι να κάνουμε τον παρατηρητή.

   --- Ας το κάνουμε! του ψέλλισε εκείνος και πηδώντας πάνω από ένα σκεβρωμένο σανίδι μπήκαν στο δρομάκι που περνούσε μέσα απ’ το συνοικισμό και πήγαινε στο πάρκο της εκκλησίας που φημιζόταν για τη φροντισμένη του όψη.

   Μια εποχή ήταν παραμελημένο αλλά με την εκλογή του νέου αιρετού πάρεδρου η όψη του έγινε αγνώριστη. Απλωνόταν προς τη θάλασσα και με την πρώτη ματιά έδινε την εντύπωση πως χανόταν σε μια απέραντη έκταση της εξοχής χωρίς σύνορα. Πριν μπεις μέσα δυο χοντροί άσπροι κορμοί από λεύκες σε υποδέχονταν κάνοντας το τοπίο εντυπωσιακό. Κι αμέσως απλωνόταν μια πυκνή πρασινάδα σαν χαλί κατάσπαρτη από λογής- λογής  άνθη. Σε μια δε αστραφτερή επιφάνεια από μάρμαρο ήταν χαραγμένα όλα τα ονόματα των φυτών και των λουλουδιών που υπήρχαν στο πάρκο. Δίπλα του μια αροκάρια με μυτερή κορφή έδινε την ψευδαίσθηση πως τρυπούσε τον ουρανό και χανόταν στα σύννεφα. Πολλές ήταν οι αγριοκολοκυθιές που είχαν σκαρφαλώσει στους φράχτες αλλά και στις τριανταφυλλιές, χαρίζοντας μια όμορφη και σπάνια εικόνα. Τα μεγάλα δέντρα λίκνιζαν ελαφρά τα κλαδιά τους ενώ οι κορυφές τους που είχαν ξεφύγει και κρέμονταν αιωρούνταν κι αυτές σαν ανάλαφρες λαμπάδες. Όπου υπήρχαν βραγιές  ήταν φυτεμένες και το χώμα μύριζε υγρασία και υπόγεια μούχλα. Πράσινες τούφες από χόρτα, τριφύλλια και άγριες λευκές και κίτρινες μαργαρίτες στόλιζαν και την πιο απίθανη σπιθαμή εδάφους, ενώ σ’ ένα τεράστιο ξύλινο τετράγωνο που έμοιαζε σαν βάθρο κυριαρχούσε το ροζ χρώμα της μπουκαμβίλιας. Από τις μικρές σχισμές των κορμών και των κλώνων ξεχύνονταν με το πρώτο φύσημα του ανέμου ξερόφυλλα και μικρά κοτσάνια ενώ τα πιο πολλά αχτιδοβολούσαν σαν οι αχτίδες του ήλιου τα συναντούσαν στο διάβα τους. Στη βόρεια πλευρά σ’ ένα μέρος ήταν φυτρωμένες μερικές μόνες κουτσουπιές η μια ψηλότερη από την άλλη χωρίς άνθη αλλά με το φύλλωμά τους πυκνό κι ανθηρό. Όλα έδειχναν πως η φύση και το χέρι του ανθρώπου είχαν δώσει μια συλλογική προσπάθεια για να στήσουν αυτόν τον πανέμορφο παράδεισο.

   Βγήκαν από τη βορινή έφοδο κι αφού πέρασαν τη στροφή που οδηγούσε προς την πλατεία του συνοικισμού, άρχισαν να βαδίζουν στο ασφαλτοστρωμένο δρομάκι δύο περίπου χιλιομέτρων. Σε κάποια στιγμή μια δυσοσμία ήρθε στη μύτη τους. Έστρεψαν τα κεφάλια τους αριστερά και σαν είδαν  το θέαμα τα κούνησαν με αποστροφή και αηδία. Σωροί από κουζινικά, σάπια ντουλάπια και κελάρια σπασμένα ήταν σε μια έκταση δύο στρεμμάτων και μεγαλύτερη. Όλα αυτά ήταν λείψανα μιας παλιάς εποχής που ζούσαν εδώ οικονομικοί μετανάστες. Με τη νέα εγκατάστασή τους στ’ ανατολικά του συνοικισμού έμειναν εδώ οι παλιατζούρες τους να ρυπαίνουν και κάνουν το τοπίο θλιβερό κι άθλιο.

   Στάθηκαν για λίγο σιωπηλοί κι ακίνητοι κοιτάζοντας τα έκθετα απομεινάρια. Φάνηκε κάτι να μουρμούρισαν μέσα από τα δόντια τους για το χάλι που έβλεπαν και συνέχισαν τον περίπατο. Είχε αρχίσει να δύει ο ήλιος κι ο ουρανός φαινόταν απειλητικός με τον καπνό να κάθεται ακόμη στη θέση του και να κάνει σε ορισμένα σημεία το λιγοστό φως της δύσης αδιαπέραστο από το μάτι. Η τεχνητή λάμψη που ερχόταν από το καφενείο που είχε ανάψει τα φώτα του και τους ερέθισε τα οπτικά νεύρα των ματιών τους, τους ανάγκασε να ταχύνουν το βήμα τους και να το επισκεφτούν ξοδεύοντας εκεί πλέον τον υπόλοιπο χρόνο τους μέχρι τις έντεκα περίπου, ώρα που συνήθιζαν να μαζεύονται στα σπίτια τους μετά από μια κουραστική μέρα.

 

 

 

 

                                                         4

 

 

 

 

   Βρήκαν τραπέζι κάτω από την κεντρική μουριά. Στο διπλανό άλλοι τέσσερις έπαιζαν χαρτιά και το διασκέδαζαν για τα καλά. Ο  καφετζής ένας λιμοκοντόρος μεσόκοπος τους πλησίασε και ζήτησε να τους εξυπηρετήσει. Του παράγγειλαν δυο ποτήρια κρασί και μια ποικιλία από ορεκτικά που να πλεονάζουν τα χορταρικά.  Δεξιά τους σ’ άλλο τραπέζι ένα ζευγάρι στροβιλιζόταν στη  θέρμη του κορμιού τους και τα φλογερά βλέμματά τους πρόδιδαν μια ερωτική παρανοϊκή τρέλα άνευ προηγούμενου. Η κοπέλα με μαύρο κοντό φόρεμα άφηνε ακάλυπτα τα πόδια της ενώ ο τεντωμένος λευκός λαιμός της που κουνιόταν σαν φίδι άστραφτε στο φως που γλιστρούσε με ελαφρές χρυσές δέσμες πάνω του. Κάποιοι έριχνα δήθεν τυχαία τα μάτια τους πάνω της ενώ μια παρέα από ηλικιωμένους αγρότες φαίνονταν να εκδήλωναν δυσάρεστα τα συναισθήματά τους με τις νευρικές κινήσεις των γκρίζων βλεφαρίδων τους.

   Ήρθε ο καφετζής με την παραγγελία. Τους ευχήθηκε  << στην υγειά τους και καλή όρεξη >> και με υπερβολική σοβαρότητα άφησε το δίσκο πάνω στο τραπέζι κι έφυγε. Αυτοί με συγκρατημένες κινήσεις, άρχισαν να τσιμπολογούν και να πίνουν γουλιά- γουλιά το κρασάκι τους. Σε ελάχιστη ώρα τα μάτια τους ζωήρεψαν, ο νους τους ήρθε στο κέφι κι έπιασαν την κουβέντα. Πρώτος άνοιξε το χορό ο Άρης, λέγοντας με ύφος φιλόσοφου:

   --- Το θέμα έχεις ως εξής, αγαπητέ μου φίλε! Ό,τι έγινε έγινε, κι έδειξε με το χέρι του το μέρος που κάπνιζε και καιγόταν ό,τι είχε απομείνει από το εργοστάσιο, τώρα ας ενσκύψουμε στα ημέτερα!  Λοιπόν μπορώ να μάθω με τι ασχολείσαι αυτό τον καιρό; Με ποιες λογοτεχνικές ή συγγραφικές δραστηριότητες, εννοώ! Όχι, τίποτα άλλο! Τα αυστηρά προσωπικά σου, ξέρεις καλά πως δε με αφορούν!

   Ο Λευτέρης τον κοίταξε με μια αναλαμπή χαράς. Κι αφού μετά στάθηκε για λίγο να ατενίζει το βαμμένο με τα χρώματα της δύσης ουρανό, του είπε σαν ζωήρεψε το όμορφο πρόσωπό του:

   --- Γράφω για την εφημερίδα << ΦΩΝΗ >> της Μεσσηνίας.

   --- Και πώς δεν έχει πέσει στην αντίληψή μου; Κάθε μέρα διαβάζω τον τοπικό τύπο.

   --- Είναι το πρώτο μου κείμενο! Δεν έχει δημοσιευτεί ακόμη.

   --- Μπες στο ψητό! Τι γράφεις;

   --- Σε μια στήλη που επιγράφεται << ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ >>.

   --- Και τι θέματα διαπραγματεύεται;

   --- Θέματα μνήμης από το παρελθόν.

   --- Της παιδικής και της εφηβικής ηλικίας;

   --- Ναι αλλά και της ωριμότητας!

   --- Πώς σου ήρθε αυτή η ιδέα να το κάνεις;  

   Ο Λευτέρης τότε του εξήγησε πως έγινε η αρχή και τον γύρισε πολύ πίσω στα μαθητικά τους χρόνια. Ένας συμμαθητής του, αχ, Θεούλη μου! είπε και αναστέναξε, που είχε ξενιτευτεί στην Αμερική του έστειλε πριν χρόνια ένα γράμμα που αναφερόταν στην παιδική του ηλικία, όλο συγκίνηση και νοσταλγία για τα χαμένα εκείνα χρόνια της νιότης. Αυτή η επιστολή ήταν το έναυσμα για να βάλει μπροστά το σχέδιο να γράψει και να δημοσιεύει κάθε Δευτέρα  τις  <<ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ >> στην εφημερίδα.

   Ο Άρης που τον άκουγε μ’ ενδιαφέρον του είπε με μια επιφωνηματική και ζωηρή έκφραση:

   --- Ε, βέβαια από τους βασανισμένους θα έρθει η έμπνευση!

   Ο Λευτέρης του είπε ακόμη πόσο τον άλλαξε αυτό το γράμμα και πόσο σημαντικό μέρος έπαιξε στη ζωή του. Και σαν να φωτίστηκε μια μέρα από το άγιο πνεύμα του πήρε χαρτί και μολύβι κι άρχισε να γράφει.

   Αυτό έκανε τον Άρη να μην θελήσει ν’ αλλάξουν κουβέντα. Ήταν και κατά τη συνήθειά του αν του άρεσε ένα θέμα να επιμένει να το εξαντλήσουν. Γι’ αυτό του είπε με το δικό του τρόπο της επιμονής:

   --- Ε, δεν μπορεί, για να το θεωρείς σημαντικό αυτό το γράμμα θα το άξιζε πολύ! Μήπως μπορείς να μου  διηγηθείς, αυτά που έγραφε;

   --- Μπα! Μπα! αναφώνησε εκείνος σηκώνοντας ψηλά αρνητικά το δεξί του χέρι. Θα το χαλάσω, ίσως επειδή δεν είμαι καλός στη διήγηση και θα του μειώσω την αξία του. Θα το διαβάσεις στην εφημερίδα!

   --- Είσαι με τα καλά σου! του απάντησε αυτός και κοίταξε στην πόρτα του μαγαζιού μια χοντρή κυρά, μεσόκοπη που στρίγκλιζε και φώναζε τ’ όνομα του καφετζή. Σε παρακαλώ, συνέχισε, κάνε μου αυτή τη χάρη να μου το διηγηθείς.

   --- Δε θα τα καταφέρω!

   --- Δε με νοιάζει αυτό! Διηγήσου ό,τι θυμάσαι!

   --- Είναι τώρα σαν να μου βάζεις να κάνω ένα ανδραγάθημα!

   --- Σιγά! Δυο λόγια να μου πεις που είναι στο χαρτί και μπορούν εύκολα να ξεπηδήσουν και να γίνουν μνήμη! Αυτό δεν μπορείς να το κάνεις;

   --- Ποιο;

   --- Να καλέσεις προσκλητήριο στις μνήμες;

   --- Χμ!

   --- Βάζω στοίχημα πως θα τα καταφέρεις!

   Στην επιμονή του ο Λευτέρης λύγισε. Και σαν ένιωσε πως οι λέξεις από το γράμμα έγιναν στο μυαλό του κάτι σαν κοσμοσυρροή, άρχισε μ’ ένα γελάκι και με γουρλωμένα μάτια: << Καθισμένος στον κήπο μου και μελετώντας γραφές κλασικών συγγραφέων ή θωρώντας τις νύχτες, τ’ άστρα και την πούλια, θυμάμαι τον αντίστοιχο κήπο στην Ελλάδα του αείμνηστου πατέρα μου, όταν νεανίας έκανα το βοτανολόγο στις ποικιλίες των ανθέων και των οπωροφόρων δέντρων, ταξινομημένα από τον ίδιο με ηδονή και περηφάνια. Μελετούσα θυμάμαι την ανάπτυξή τους, τις συμπεριφορές τους και τα χούγια τους, ενώ με εντυπωσίαζαν οι αντιδράσεις τους όταν έκοβα τους καρπούς τους ή ένα άνθος να μυρίσω το άρωμά του και να το στείλω στη συνέχεια στο μαρασμό και το θάνατο. Όλα πάλευαν να επιβιώσουν, να διεκδικήσουν το χώμα, να νικήσουν το χρόνο και ν’ αναπνεύσουν, προσέχοντας τη φυτική ψυχή τους να μείνει όσο μπορούσε αθάνατη και να παρατείνουν τη ζωή τους, στο παρτέρι, στο πάρκο, στο μπαλκόνι, στο πρεβάζι, στη γλάστρα και στο φράχτη του λιθόχτιστου σπιτιού μας. Πολλά ήταν αειθαλή, άλλα φυλλοβόλα, όλα όμως φωτοχαρή, σκιόφυλλα, υδρόφιλα, λιτοδίαιτα ή αχόρταγα, ισχνά στους μίσχους ή ευτραφή στους κορμούς, όμως φιλικά στον άνθρωπο και στα ραπίσματα ή το φίλημα του ανέμου.

   Μια μουριά όμως στο δυτικό μέρος του κήπου ήταν το φετίχ μου. Στεκόταν σαν πριγκίπισσα, είχε άπληστα βυθίσει τις ρίζες της στην πατρική γη, καμάρωνε για το ύψος της και για την ευρωστία της που τη βαστούσε όρθια κόντρα στους δυνατούς ανέμους της καταιγίδας και στις μπόρες κι έδειχνε να ψάχνει συνεχώς στις διόδους της γης να βρει νερό, τροφή και να επιδιώκει σκοπούς επεκτατικούς. Μ’ αυτή  λοιπόν την πριγκίπισσα ο μικρός τότε Χακ Φιν των δεκατριών ετών συνωμοτήσαμε τη δεκαετία του εξήντα να τινάξουμε στον αέρα τη γαλήνη του πατέρα μου. Μου άρεσε τα καλοκαίρια να φτιάχνω το κρεβάτι μου στη διχάλα της και να κοιμάμαι τις νύχτες, η δε δροσίζουσα αύρα θωπεύοντας τις παρειές μου να ελευθερώνει τους λογισμούς μου κάτω από το φως του έναστρου ουρανού και να μένουν επί ώρες μουστωμένοι με ακράτητο ορμή.

   Ένα βράδυ η νυχτερινή αύρα χάιδευε με το θρόισμά της τόσο μελωδικά τα φύλλα της μουριάς που κοιμήθηκα γλυκά κάτω απ’ το φέγγος της σελήνης μέχρι τις πρωινές ώρες. Όμως αν και είχα νωρίτερα ευλαβώς προσευχηθεί εις τον Ύψιστο να με φυλάξει από κάθε κακό στον ύπνο μου, βρέθηκα γονυπετής κάτω στο σκληρό χώμα σφαδάζοντας από τους πόνους της πληγωμένης μου ωμοπλάτης. Οι φωνές μου ξύπνησαν τον πατέρα μου που απέφευγε να κοιμάται στην ύπαιθρο αλλά μέσα στο σπίτι, πιστός στη συζυγική κλίνη, που μου ήρθε αρωγός με αναμμένο το φανό στα χέρια και με πατρική στοργή εστίασε πάνω μου τη φωτεινή του δέσμη. << Χτύπησες; >> με ρώτησε και με έμπασε μέσα. Εκεί φρόντισαν  μαζί με τη μητέρα μου να με ανακουφίσουν από το τραύμα  προσφέροντάς μου τις πρώτες βοήθειες. Ευτυχώς δεν είχα τίποτα σοβαρό και το πρωί με βρήκε να ντύνομαι για να πάω δυο ώρες δρόμο στην πόλη όπου ήταν και το γυμνάσιο που φοιτούσα. Πριν φύγω είπα στον πατέρα μου πως θα έχανα την πρώτη ώρα λόγω αποστάσεως και ζήτησα να γράψει δυο λόγια στον καθηγητή των Μαθηματικών και να του εξηγεί την απουσία μου από το μάθημά του. Με άκουσε κι αμέσως συνέταξε την επιστολή με μετά μεγάλης ικανοποιήσεως. Έγραφε: Καθηγητά μου, ο υιός μου έπεσε από τη μουριά όπου έχει το κρεβάτι του τους καλοκαιρινούς μήνες  και κοιμάται και κοπανήθηκε κάτω, χτυπώντας στην ωμοπλάτη. Βέβαια μπορεί να έχει σπάσει κανένα πλευρό, δεν ξέρω, θα το βρει η επιστήμη. Εγώ θέλω να μην το μαλώσεις το παιδί που θα λείψει από το μάθημά σου γιατί είναι το στερνοπούλι μου και του έχω αδυναμία. Άσε που είναι κι ευαίσθητο και φοβάμαι μη μου πάθει τίποτα. Να το προσέξεις.    Γεια κα χαρά.  Ο πατέρας του, Γιαγγούλας >>

                                         

 

 

 

   Στο γυμνάσιο σαν έφτασα έκανα το σταυρό μου και μπήκα στο γραφείο του μαθηματικού. Αυτός σκυμμένος πάνω σε μια άλγεβρα με μάτια άγριου όρνιου έλυνε μια άσκηση και ταχτοποιούσε τα συν και τα πλην μέσα στους αριθμούς. Ξαφνιάστηκε σαν με είδε και με το μολύβι στο χέρι μου είπε νυσταγμένος: <<Πού ήσουν την ώρα του μαθήματος; Κοπάνα έκανες; >> και σηκώθηκε απειλητικά εναντίον μου. Τότε έβγαλα το γράμμα από την τσέπη του πουκαμισού μου και του το έδωσα.. Σαν το πήρε, το άνοιξε και το διάβασε. Όταν τελείωσε απόθεσε το χέρι του πάνω στο κουρεμένο μου κεφάλι και σχολίασε τρυφερά: << Δε σου παίρνουμε το κεφάλι παιδί μου! Σχολείο είναι εδώ κι όχι σφαγείο! Έτσι να πεις του πατέρα σου και να κοιμάται ήσυχος. Όμως μήνυσέ του και τούτο, πως μου άρεσε που υπόγραψε με το παρατσούκλι του! >> 

   Εγώ κρατήθηκα από τα γέλια που άνθισαν στα χείλη μου και αποσύρθηκα χαρούμενος που γλίτωσα την τιμωρία στο προαύλιο να συναντήσω τους συμμαθητές μου που με περίμεναν με μεγάλη αγωνία>>.

   Είχε τελειώσει. Ο Άρης έμεινε μ’ ανοιχτό το στόμα. Δεν του μιλούσε παρά τον κοίταζε με θαυμασμό. Και οι δυο φίλοι έμεναν όσο περνούσε η ώρα αμίλητοι και το μόνο που έκαναν ήταν να κοιτάζονται κατάματα με φωτεινό βλέμμα. Ο κατάπληκτος όμως Άρης από την αφήγηση του Λευτέρη άρχισε να σκάει ένα χαμόγελο στα χείλη και να αναρωτιέται από μέσα του τι διαμάντι είχε μπροστά του και τι τυχερός ήταν που έκανε παρέα μ’ έναν τέτοιο πνευματικό θησαυρό. Και ξαφνικά ξετρελαμένος με μια λάμψη στα μάτια, ξεφύσησε κυριολεκτικά σαν σίφουνας τα λόγια του και του είπε::

   --- Μήπως αμφιβάλλεις ακόμη και τώρα για το ιερό πράγμα της αφήγησής σου, μετά από την τόσο άριστη ρητορική σου δεινότητα;

   Αυτός έπιασε το κρυφό νόημα που περιείχε η φράση του και του αποκρίθηκε:

   --- Θεόπνευστη δεν ήταν η αφήγησή μου αλλά γραμμένη και αληθινή! Κι αυτό με βοήθησε να τη σφυρίξω χωρίς φάλτσο.

   Η κουβέντα  έμεινε εδώ γιατί εκείνη τη στιγμή ήρθε και κάθισε σε μια καρέκλα ο << αρχιληστής >> Μπέκος  έτσι τον έλεγαν με το παρατσούκλι του οι χωρικοί και οι βοσκοί των χωριών, που ήταν ο τρόμος και φόβος των κατοίκων της περιοχής και ο μεγάλος μπελάς και << άσπονδος εχθρός >> της αστυνομίας. Φορούσε παλιά φθαρμένη φορεσιά που τα βρεγμένα μπατζάκια του παντελονιού σκέπαζαν τις σχισμένες αρβύλες του. Σαν έμεινε για λίγο ασάλευτος στην καρέκλα του, άρχισε να τους κοιτάζει όλους με ευχαρίστηση ενώ χουχούλιζε τα χέρια του βάζοντάς τα κοντά στα χείλη του. Ύστερα παράγγειλε ένα κατρούτσο κρασί και σαν κουβαριάστηκε στη θέση του ξεκίνησε να κουτσοπίνει.

   Για κάποιους ήταν βλάκας, για άλλους αναρχικός και για τα θύματα των πράξεών του ένας αρχιληστής Νταβέλης που ήθελε ένα καλό κρέμασμα για να ξεκουμπιστεί. Ήταν γύρω στα σαράντα, με γεροδεμένο σώμα και μακριά άπλυτα μαλλιά. Περπατούσε καμαρωτός με το ύφος του ισχυρού και με τη χυδαία γλώσσα του στόλιζε δυνατούς και κυβερνήτες. << Ήταν οι σφετεριστές των ελευθεριών και του πλούτου του λαού >> έλεγε << και πρέπει να αποκεφαλιστούν. Διάβαζε πάσης φύσεως βιβλία  και είχε ενστερνιστεί από μικρός τη Μαρξιστική θεωρία που την προπαγάνδιζε στις συναντήσεις του με τους ανθρώπους. Ο ίδιος είχε ελάχιστη περιουσία και ζούσε από τα λίγο γίδια που έβοσκαν αμολημένα στα βουνά χωρίς την παρουσία του. Έτσι του έμενε καιρός  να ζημιώνει του χωρικούς κλέβοντας τα υπάρχοντά τους και τα μοναστήρια ελαφρώνοντας τα παγκάρια τους. Όταν είχε κέφια έβαζε χέρι και σε καμιά φινετσάτη καλόγρια και γευόταν ό,τι εξοικονομούσε από πάνω της με τη βία ή την κατεργαριά του. Για όλες αυτές τις πράξεις του είχε επικηρυχθεί  και καταζητούνταν  συνεχώς από την αστυνομία όταν ήταν έξω από τη φυλακή. Πάντα όμως ξεγλιστρούσε με αποτέλεσμα να ζει έστω και κυνηγημένος στα βουνά, αλλά ελεύθερα και να γελάει που κορόιδευε τους αμόρφωτους αστυνομικούς. Κι όσο αυτοί του έστηναν παγίδες και μπλόκα για να τον τσιμπήσουν στους δρόμους και στα βουνά που περπατούσε, αυτός τους  εκνεύριζε στέλνοντάς τους λόγια που έλεγαν << κι ένα εκατομμύριο μπάτσοι να τον κυνηγούν αυτός θα εξακολουθεί το χαβά του να τους αγνοεί και ποτέ δε θα καθίσει να τον πιάσουν αυτοί οι εντολοδόχοι συνεργάτες της διαφθαρμένης εξουσίας που σαν βλάκες την υπηρετούν >>.

   Ο ληστής σαν ήπιε όλο το κρασί του, έβγαλε το μαντίλι του και σκούπισε πολλές φορές το ιδρωμένο του κούτελο. Σαν το έβαλε στην τσέπη του φάνηκε σαν να θύμωσε, ποιος ξέρει γιατί, και, προσπάθησε να πιάσει κουβέντα με μια γριά γυναίκα του μαγαζιού. Αυτή τον ξαπόστειλε για τα καλά και τον άφησε κουνώντας απειλητικά τα χέρια της.

   Σ’ αυτή την εικόνα ο Άρης κάρφωσε τα μάτια του στο Λευτέρη και ετοιμάστηκε να πει κάτι, ενώ άφησε να χαραχτεί γύρω από τα χείλη του μια βαθυστόχαστη έκφραση. Όμως άργησε να το πει γιατί κάποιος κόμπος φάνηκε πως έφραξε το λαρύγγι του. Βρήκε όμως την κατάλληλη λέξη κι άρχισε φανερά συγκινημένος:

   --- Ε, αυτό τον άνθρωπο που δε σου γεμίζει το μάτι τον είχα συναντήσει κάποτε στο βιβλιοπωλείο << Σύγχρονη εποχή >> στην Ιπποκράτους στην Αθήνα ν’ αγοράζει Μαρξιστικά κι άλλα βιβλία!

   Ο Λευτέρης τον κοίταξε σαν να ξυπνούσε από κάποιο όνειρο. Ύστερα τον ρώτησε:

   --- Πώς είναι δυνατόν;

   --- Διαβάζει πολύ!

   --- Και γιατί επισκέφτηκε αυτό το βιβλιοπωλείο;

   --- Γιατί εδώ που να βρει τα βιβλία που θέλει! Αυτό έχει ό,τι αριστερή έκδοση θέλεις!

   --- Κι έκανε τόσο δρόμο;

   --- Έκανε, ναι! Κι εκεί στα βουνά που ζει με τα κατσίκια του τι λες πως κάνει; Διαβάζει νύχτα και μέρα. Οι χωροφύλακες πολλές φορές βρίσκουν βιβλία στις σπηλιές που κρύβεται. Το βράδυ διαβάζει με φακό. Σε μια του κρυψώνα κάποιος είχε βρει σβησμένα κεριά μπροστά στην εικόνα ενός εικονίσματος της Παναγίας! Μερικά βιβλία ήταν πιο πέρα πάνω σ’ ένα κούτσουρο καταλασπωμένα και κάποιες σελίδες με ολόκληρους παραγράφους υπογεγραμμένες με μολύβι. Στα δε περιθώρια υπήρχαν γραμμένες ιδιοχείρως λέξεις με θαυμαστικά ή ερωτηματικά.

   --- Βάζω στοίχημα πως θα ξέρει περισσότερα από μερικούς τεμπέληδες καθηγητές Πανεπιστημίων!

   --- Θα ήθελα όμως να δω πιο θα είναι το μέλλον του!

   --- Το εικάζεις! Σίγουρα θα σαπίσει σε καμιά φυλακή!

   --- Λες;

   --- Όπως με βλέπεις και σε βλέπω!

   --- Ποιος γλιτώνει από τα σκυλιά του κράτους! Πώς να γλιτώσει κι αυτός! Δίκιο έχεις.

   Εδώ ο Λευτέρης έστριψε το κεφάλι του αριστερά που υπήρχε μια σκάλα και οδηγούσε στο πάνω σπίτι του μαγαζιού. Ένα κορίτσι με ροδαλά μάγουλα γύρω στα δώδεκα κατέβαινε τη σκάλα και σιγοτραγουδούσε μελωδικά. Σαν κατέβηκε πέρασε από μπροστά της και πλησίασε το κιγκλίδωμα που χώριζε το λαχανόκηπο. Μέσα στο χωράφι ένας λασπωμένος νέος, ίσως να ήταν αδερφός της, της είπε κάτι και την περίμενε. Αυτή  άνοιξε τη μικρή πορτούλα και μπήκε στο χωράφι. Ύστερα άρχισαν και οι δυο να κόβουν χόρτα και να τα ρίχνουν σε ξύλινα τελάρα.

   --- Μας διέκοψε η νεράιδα! ψιθύρισε γελαστά ο Λευτέρης και κοίταξε το δρόμο που είχε ακολουθήσει η αφράτη κοπέλα πάνω στις τετράγωνες πλάκες, λες και θα έβλεπε τα βήματά της που άφησαν τα ίχνη τους.

   --- Ναι, ναι! Είμαι σίγουρος όμως πως μας έκανε καλό!

   --- Καλό, όχι! είπε αστειευόμενος ο Λευτέρης και κοίταξε στον πάνω όροφο που ακουγόταν μουσική.  Εμένα τουλάχιστον δε μου έκανε καλό γιατί με ανάγκασε να ξεχάσω κάτι που είχα στο μυαλό μου. Όμως να που το θυμήθηκα! Το θυμήθηκα και θα το πω. Έχει σχέση με τον ληστή όπως τον αποκαλείς αυτόν τον αναρχικό αλλά συμπαθητικό ανθρωπάκο που κάθεται εκεί απέναντί μας. Ήταν καλοκαίρι και καθόμαστε μ’ ένα φίλο γεωπόνο που εργαζόταν στην Αγροτική Τράπεζα, στην πλατεία, πίνοντας τον καφέ μας και κουβεντιάζαμε. Αυτός ήταν περαστικός, είδε το γεωπόνο και κάθισε. Από τα λόγια τους κατάλαβα πως ο γεωπόνος είχε αρνηθεί να του χορηγηθεί δάνειο για την αγορά κάποιου αγροκτήματος για τους δικούς του προφανώς λόγους, που ίσως οφείλονταν στην αφερεγγυότητα του δανειολήπτη βοσκού. Στη διαμάχη τους πάνω, άκουσα να του λέει: << Εσείς εκεί μέσα στην Τράπεζα κοιτάξτε να βάλλετε μυαλό γιατί θα σας τινάξω τα μυαλά στον αέρα με την καραμπίνα καμιά μέρα! >> Από τότε κατάλαβα με τι άνθρωπο είχαμε να κάνουμε όση ώρα μιλούσαμε μαζί του. Άνθρωπος για όλα!

   Άρχισε να σουρουπώνει. Ο αρχιληστής με σοβαρό τρόπο σηκώθηκε κι έφυγε. Ένα αεράκι από το βορρά θρόισε τις φούντες των δέντρων κάνοντας τους θαμώνες να ανακουφιστούν με  τη δροσιά του που τους χάιδεψε τα πυρωμένα πρόσωπά τους. Μια ομάδα από παιδιά μαζεύτηκαν στο προαύλιο της εκκλησίας κι άρχισαν να κλωτσάνε μια μπάλα κάτω από τους προβολείς του φωτισμού. Πέρα στον ορίζοντα ο φωτισμένος ουρανός από την αναλαμπή των φώτων της πόλης που διαχεόταν στον ουρανό ασκούσε μια γοητευτική έλξη στην ψυχή.

   --- Έτσι γίνεται πάντα είπε ο Λευτέρης με τους ήρωες του έργου, δείχνοντας με τα μάτια τον ληστή που έφευγε. Φεύγουν και μένουν οι θεατές μόνοι! Αυτό δείχνει πως η παράσταση τελείωσε! Ε, τότε τι απομένει; Να φύγουν κι αυτοί!

   Και χωρίς να δώσει καμία εξήγηση στον Άρη, φώναξε τον καφετζή να πληρώσει. Ήταν ήδη σηκωμένος όταν εκείνος ήρθε. Τον πλήρωσε και αφού τράβηξε ελαφρά από τον ώμο και τον Άρη, βγήκαν στο δρόμο.

   --- Ελπίζω κάποιος θα μας μεταφέρει με το όχημά του στην πόλη! Είπε ο Λευτέρης κι έριξε μια ματιά στο βάθος του δρόμου μην τυχόν και δει να έρχεται κανένα τροχοφόρο.

   --- Έλα, έχω τη μηχανή! του φώναξε ο Άρης και την πλησίασε. Πώς μπορείς να κάνεις τέτοιο λάθος όταν ξέρεις πως δεν πάω πουθενά χωρίς αυτή!

   Σε λίγο μετά από πολλές ομοβροντίες η μηχανή πήρε μπροστά και με τους δυο αναβάτες γλίστρησε μ΄ ένα τρίξιμο των λάστιχων στη γυαλιστερή άσφαλτο. 

 

 

 

 

                                                  5

 

 

 

 

 

   Και τούτη η μέρα δυστυχώς κρατήθηκε στη μνήμη του Λευτέρη σαν μια από τις τόσες μαύρες και εξεγερμένες που πέρασε στο σχολείο. Και η αιτία ήταν η συζήτηση που είχαν για τη βελτίωση του εργαστηρίου φυσικής και χημείας. Οι φωνές που έβγαιναν από τα παράθυρα του γραφείου των καθηγητών και ακούγονταν σε όλο το τετράγωνο ανάγκασε τους κατοίκους να βγουν στα παράθυρα και στα μπαλκόνια και να σχολιάζουν με δυσμενή λόγια << τα τούβλα >> που δεν έχουν τρόπους καλής συμπεριφοράς να λύσουν τα προβλήματά τους και δεν κρατούνε το σοφό << δάσκαλε που δίδασκες και νόμους δεν εκράτεις >>. Άφησε που η αυλή είχε γίνει χώρος συγκέντρωσης των περίεργων μαθητών που τους αποδοκίμαζαν πότε σιωπηρά με μορφασμούς και χειρονομίες και πότε με ζωηρούς αυτοσχέδιους σκωπτικούς ποιητικούς στίχους.

   Το υπάρχον εργαστήριο είχε γίνει ερείπιο και τις βροχερές μέρες οι μαθητές έβγαζαν το νερό που έμπαινε από την ταράτσα με τους κουβάδες. Σε πολλά σημεία λόγω της υγρασίας οι σοβάδες είχαν φύγει και φαίνονταν τα τούβλα και τα σίδερα που ένωναν τους αρμούς. Τα ράφια που έβαζαν τα όργανα είχαν σαπίσει και μερικές ντουλάπες μεταλλικές δεν άνοιγαν εξαιτίας της σκουριάς που είχε καταστρέψει τις κλειδαριές.

   Το σημαντικότερο όμως πράγμα ήταν οι ελλείψεις. Οι ελλείψεις σε όργανα χημείας και φυσικής από πλέγματα, χοάνες, δοκιμαστικούς σωλήνες, αμπερόμετρα, λαμπτήρες, καλώδια, ποτήρια, φιαλίδια, θερμόμετρα, νιτρικά κάλια και θειούχα άλατα, ήταν μεγάλες. Αυτό έκανε δύσκολη τη διδασκαλία και τα πειράματα δεν γίνονταν. Η φορμόλη και ο αιθέρας είχαν εξατμιστεί και όσα υγρά υπήρχαν ήταν σε τόση ελάχιστη ποσότητα που η χρησιμοποίησή τους δεν επαρκούσε για το πείραμα που χρειαζόταν στην ενότητα του μαθήματος.

   Τέσσερα χρόνια πριν λίγο έλειψε να θρηνήσουν θύματα στο απαράδεκτο αυτό εργαστήριο. Ο καθηγητής που τώρα είχε αντικατασταθεί γιατί μετατέθηκε άρον- άρον ως υπαίτιος του ατυχήματος, ενώ δεν έφταιγε, ασχολήθηκε κοντά ένα εξάμηνο να το οργανώσει και στην πρώτη του προσπάθεια να κάνει ένα πείραμα, λόγω της παλαιότητας ενός πλέγματος η φιάλη   υπερθερμάνθηκε πάνω στο καμινέτο και έσπασε με αποτέλεσμα το βραστό νερό να εξακοντιστεί μέχρι τους πρώτους μαθητές. Ευτυχώς η απόσταση και τα μέτρα ασφαλείας του καλού καθηγητή απέτρεψε τα χειρότερα.

   Η συζήτηση άγγιξε και την εξέγερση των μαθητών για την υπολειτουργία του εργαστηρίου και τις πολλές άλλες ελλείψεις και δυσλειτουργίες του σχολείου. Απαιτούσαν και θίχτηκε αυτό από κάποιον καθηγητή, να έχουν καλύτερη μόρφωση και πιο ποιοτικές γνώσεις. Με τη μελέτη μόνο των βιβλίων τους δεν μπορούσαν να κατανοήσουν δύσκολες μοριακές ή συνθετικές έννοιες της ύλης και ζητούσαν απαραίτητα τα πειράματα για την κατανόησή τους. Γιατί όπως γινόταν τόσα μαθήματα στο πόδι αλλά και το μάθημα της φυσικής και της χημείας μέχρι τώρα είχε καταντήσει παρωδία και οι περισσότεροι μαθητές αρέσκονταν να λένε ανέκδοτα στην ώρα του εργαστηρίου και κάποιοι άλλοι να τεμαχίζουν στις γωνίες σιωπηλά πτώματα από μύγες, κατσαρίδες και κουνούπια

    Ακούστηκαν πολλές απόψεις αλλά η πιο ουσιαστική ήταν του Λευτέρη που ζήτησε αύξηση του κονδυλίου της δαπάνης για την προμήθεια του εξοπλισμού του εργαστηρίου. Αυτό έκανε έξω φρενών το διευθυντή που εκφράζοντας τον απαίσιο χαρακτήρα του, τού επιτέθηκε με αγριότητα και τον χαρακτήρισε σπάταλο και ανεύθυνο. Ενώ για τις πρωτοποριακές ιδέες του να ξοδεύονται όλα τα χρήματα της οικονομικής βοήθειας του σχολείου μέχρι δεκάρας για το καλό της μόρφωσης των μαθητών, τον αποκάλεσε << εκκολαπτόμενο άκαιρο σοσιαλιστή >> και του ζήτησε να ενισχύσει αυτός το έλλειμμα του αποθεματικού του σχολικού ταμείου.

   Ο Λευτέρης ήξερε να χρησιμοποιεί τη σκέψη του και να ονειρεύεται κάτι καλό πάντα. Από την εποχή ακόμη που ήταν μαθητής στο γυμνάσιο η εκρηκτική φύση του οπλιζόταν με την πρωτοτυπία και τη δράση. Οι δυο αυτές ιδιότητές του τον ακολούθησαν ως τώρα που ώριμος έβλεπε τις τόσες δυσκολίες τους να τις εφαρμόσει. Ωθούμενος όμως από την εσωτερική του δύναμη που τον ήθελε όχι στους δειλούς και στους ανελεύθερους, αλλά στους δυνατούς, έκανε το παν για να έχει τη μεγαλύτερη επιρροή στους αντιπάλους του όταν συγκρουόταν μαζί τους και να μάχεται για να τις επιβάλλει. Έτσι θεώρησε την παρέμβασή του αρκετή κι ετοιμάστηκε να μην πει τίποτα άλλο παρά να περιμένει τη λύση της συνεδρίασης.

 

 

 

 

                                               6

 

 

 

 

    Το απόγευμα του Σαββάτου που τόσο περίμενε για να συναντήσει την Τάνια ήρθε. Έτσι καθισμένος στο γραφείο του στο χωριό, άπλωσε τα χέρια του και πήρε κάτι παλιές σημειώσεις που αφορούσαν το μυθιστόρημα σαν είδος γραφής κι άρχισε να τις διαβάζει. Ήθελε έτσι απορροφημένος στις γραμμές να απαλύνει την αγωνία του για τον ερχομό της.

   Η Τάνια είπε στον άντρα της πως πάει σε μια γειτόνισσα κι εξαφανίστηκε. Βγαίνοντας στο δρόμο κοίταξε παντού μήπως υπήρχε άνθρωπος και την έπαιρνε το μάτι του. Ευτυχώς ο δρόμος ήταν άδειος και βασίλευε ησυχία στο χωριό. Είχε δροσιά και ο περίπατος ως το σπίτι της ξαδέρφης του Λευτέρη ήταν ευχάριστος. Όμως η καρδιά της που και που σφιγγόταν απ’ το φόβο. Οι λιγοστοί περαστικοί στον παράλληλο δρόμο ούτε που την πρόσεξαν και   τα παράθυρα των σπιτιών που ήταν θεόκλειστα της έδωσαν ελπίδες πως σίγουρα θα έφτανε στον αγαπημένο της απαρατήρητη από κάθε υποψία. Πράγμα που σε λίγα λεπτά έγινε.  Έτσι φτάνοντας έξω από την πόρτα στάθηκε κι αφού κρατήθηκε από το χερούλι και πήρε δυο ανάσες να συνέλθει από το λαχάνιασμα και την ταραχή της την χτύπησε ρυθμικά με το χέρι πολλές φορές.

   Ο Λευτέρης βρισκόταν εκείνη τη στιγμή όρθιος κοντά στο παράθυρο και την είδε. Έτρεξε και της άνοιξε αμέσως. Αυτή έπεσε στην αγκαλιά του σαν τρελή. Τον έσφιξε, τον έσφιξε όπου νόμισε πως θα τον έπνιγε. Η Τάνια σαν  βρήκε την αυτοκυριαρχία της σαν τον άφησε από το αγκάλιασμα, και τον κοίταξε, του είπε μ’ ένα συνεσταλμένο θαυμασμό:

   --- Σε βρίσκω πολύ όμορφο! Αχ, πως το ήθελα αυτό να σε συναντήσω!

   Αυτός  γέλασε. Ύστερα της είπε μ’ ένα θερμό αίσθημα:

   --- Κι εγώ δεν έβλεπα την ώρα που θα ερχόσουν! Να ‘ξερες πως σε περίμενα, σαν θεά!

   Θυμήθηκε την απερισκεψία της να έρθει να τον δει και του είπε μ’ ένα μορφασμό δυσανασχέτησης;     

   --- Όμως δεν έπρεπε να φύγω από το σπίτι. Αν μυριστεί κάτι ο άντρας μου…

   Αυτός την καθησύχασε μ’ ένα νεύμα και της είπε:

   --- Μη φοβάσαι! Τώρα είσαι σε ασφαλή χέρια και τίποτα δεν μπορεί να σε βλάψει!

   Τα λόγια του της αναπτέρωσαν το ηθικό και της έδιωξαν το φόβο. Έτσι προσηλώθηκαν στη συζήτηση και ξέχασε παντελώς το οικείο της περιβάλλον. Είπαν για τη σκληρή και μοναχική ζωή της στο νησί, για την κούραση της δουλειάς της, τις ίντριγκες και τις μηχαρορραφίες του γραφείου δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, την αλαζονεία των συναδέλφων της και την έλλειψη ψυχαγωγίας και διασκέδασης που αντιμετώπιζε στην εξορία. Όσο για την πνευματική της καλλιέργεια την τροφοδοτούσε με την ανάγνωση λίγων κλασικών βιβλίων. Κάποια στιγμή δήλωσε πως αν συνεχιστεί η ζωή της να είναι τόσο μίζερη και ανιαρή στο τέλος θα καταντήσει παρανοϊκή.

   Ο Λευτέρης την καθησύχασε λέγοντάς της πως ένας χρόνος είναι αυτός με τις δυσκολίες και θα περάσει. Του χρόνου με το καλό θα υπηρετεί στον τόπο της και θα της δοθεί η ευκαιρία να χαρεί τη ζωή όπως θέλει κοντά στην οικογένειά της. Προς το παρόν να κάνει υπομονή για να μη νιώθει οδυνηρά και πληγώνεται.

   Έτσι κουβέντα την κουβέντα της είπε για το μπλόκο των αγροτών που οι φήμες έλεγαν πως θα διαλυθεί μέχρι την άλλη Κυριακή, χωρίς να λυθούν βέβαια τα αιτήματά τους. Και για το εργοστάσιο που κάηκε της είπε στην Τερψιθέα για το  οποίο η ίδια  είχε παντελή άγνοια πως έγινε ένα τέτοιο μεγάλο κακό στην περιοχή τους. Ακόμη της ανέφερε με καμάρι και περηφάνια πως στο φύλλο της Τετάρτης στην εφημερίδα << ΦΩΝΗ >> θα δημοσιευτεί το άρθρο του που αναφέρεται στο μπλόκο των αγροτών. Άρθρο που το περιμένει με αγωνία για τον αντίκτυπό του που θα έχει στους άμεσα εμπλεκόμενους. Μετά της αποκάλυψε κι όσα ευτράπελα και κωμικά συνέβησαν στο σχολείο του. Αυτή γέλασε ειρωνικά για το γκρίζο τοπίο που επικρατούσε στην εκπαίδευση, λέγοντάς του συνοφρυωμένη:

   --- Και στο δικό μου σχολείο τα ίδια συμβαίνουν! Μια τρόικα αποφασίζει και μια άλλη σιωπηρή και δουλική εκτελεί!

   --- Είναι φοβερό να συμβαίνουν αυτά! είπε ο Λευτέρης και την κοίταζε με στρατιωτικό ύφος.

   --- Είναι! Καλά αυτό αλλά τα πογκρόμ διώξεων και εξευτελισμών που υποβαλλόμαστε σαν εκπαιδευτικοί πού το βάζεις; Λίγα τραβάω εγώ εξαιτίας τους;

   Αυτός κούνησε το κεφάλι και είπε:

   --- Μας έφαγε βλέπεις η ωραιοποιημένη φλυαρία του Υπουργείου Παιδείας! Τα βλέπει  όλα μέλια γάλα το δύστυχο!

   Έξω  το απόγευμα που σε λίγο θα το ακολουθούσε το δειλινό ήταν δροσερό και μύριζε μια ανεπαίσθητη μυρωδιά ομίχλης που κατέβαινε από το βουνό. Μικρά μόρια σκόνης αιωρούνταν στις χαραμάδες που άφηναν τα παράθυρα κι έμπαιναν οι αχτίδες του ήλιου. Η γλυκιά εικόνα που άφηναν τα λιβάδια, τα χρωματιστά λαγκάδια, η έντονη παρουσία των δέντρων και τα ελάχιστα φευγάτα σαν ξασμένα μαλλιά σύννεφα στον ουρανό, νόμιζες πως ζητούσαν τις επευφημίες και το θαυμασμό σου. Ο Λευτέρης σαν τα είδε όλα αυτά από το παράθυρο χαμογέλασε και της πρότεινε αμήχανα:

   --- Πάμε έξω στη βεράντα να απολαύσουμε τη φθινοπωρινή ομορφιά κι ένα έξοχο ηλιοβασίλεμα!

   Βγήκε τρεχάτη κι αυτός πίσω της.  Σαν κάθισαν οι φωνές με τη φασαρία που έρχονταν στ’ αυτιά τους από τις γύρω γειτονιές τους χτυπούσαν μελωδικά τις χορδές της ευαισθησίας τους. Το χωριό σιγά- σιγά άρχισε να βάφεται στα χρώματα του δειλινού και να γεμίζει από τα σπαθωτά πετάγματα των νυχτερινών πουλιών. Οι σκιές των ανθρώπων μέσα από τα τζάμια γίνονταν ορατές ενώ κάποιες αφράτες νοικοκυρές έβγαιναν στα παράθυρα πριν τα κλείσουν να ρίξουν τις τελευταίες ματιές, πριν πλακώσει η νύχτα. Οι σπιτονοικοκύρηδες ταχτοποιούσαν τις αυλές τους μαζεύοντας ό,τι ήταν ωφέλιμο στη λεία των κλεφτών.

   --- Όταν πρωτοήρθα σ’ αυτό το χωριό μου φάνηκαν όλα ξένα κι άχαρα! είπε νοσταλγικά ο Λευτέρης. Θα ήμουν ακόμη μαθητής του δημοτικού. Είχα έρθει στο πανηγύρι της Αγίας Παρασκευής στις 26 Ιουλίου. Μας φιλοξένησε ο θείος μου, αδερφός του πατέρα μου, που είναι τώρα φευγάτος, Θεός σχωρέσ’ τον! Μου άρεσε όμως μια καλύβα με χόρτα που είχε έξω στην αυλή και την  έκανα τόπο διαμονής μου όσες μέρες καθίσαμε. Εκείνο το υγρό χώμα κάτω και το δροσερό αεράκι που έμπαινε από το παράθυρο και μου χάιδευε το πρόσωπο δε θα τα ξεχάσω ποτέ. Εντύπωση ακόμη μου έκανε και το τζάκι που είχε στο σπίτι του γιατί εμείς στο πατρικό μας είχαμε παραγώνι. Με τίποτα όμως δε συγχώρησα τότε το θείο μου για τη βρόμα και την αποπνικτική ατμόσφαιρα που είχε το κατώι όπου στεγάζονταν τα δυο του άλογα. Ήθελα να ήξερα και τώρα ακόμη γιατί  αμελούσε να καθαρίζει συχνά το στάβλο από τα φουσκιά του. Σιγά- σιγά δέθηκα όμως με το χωριό και το αγάπησα. Θέλεις τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα που ένιωσα εδώ, θέλεις η ψυχή των ανθρώπων με έκαναν να το βάλω στην καρδιά μου και να μη το βγάλω ποτέ!  Έτσι έφτασα τώρα να μη θέλω να το εγκαταλείψω και όλο στην αγκαλιά του ριζώνω. Το φως του φαίνεται ή η τρεμάμενη σκιά μου από το παρελθόν με τραβούν κοντά του!

   Σαν τελείωσε απόμειναν  βουβοί  να κοιτάζουν το ηλιοβασίλεμα. Τα χρώματα έβαφαν τις κορυφές των δέντρων έτσι που έμοιαζαν σαν φλογισμένοι θύσανοι. Η  νότια άκρη του χωριού στροβιλιζόταν ανάμεσα στο φως και στο σκοτάδι και στις στροφές των δρόμων που άρχιζε να πέφτουν οι πρώτες σκιές οι φιγούρες των ανθρώπων έδειχναν να κινούνταν σαν αιωρούμενα φαντάσματα. Σε λίγο λεπτά που ο δίσκος του ήλιου χάθηκε μια φαινομενική ηρεμία απλώθηκε σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του χωριού.

   --- Σ’ ευχαριστώ για ό,τι είδα και βλέπω! του ψέλλισε η Τάνια και φάνηκε να έστρεψε με ανησυχία το κεφάλι της προς το σπίτι της. Σκέφτηκε πως δεν έπρεπε να κάνει άλλο την ηρωίδα και πήρε την απόφαση να φύγει. Ο άντρας της ίσως να την αναζητούσε κάποια στιγμή. Όφειλε να προλάβει κάθε απόπειρά του να την ψάχνει στους δρόμους και στα σπίτια του χωριού. Γι’ αυτό σηκώθηκε. Έσκυψε πάνω από το κεφάλι του και πλησίασε τα χείλη της στο μάγουλό του. Τον φίλησε τρυφερά και του ψιθύρισε:

   --- Φεύγω αγάπη μου! Κι αυτό για να προλάβω καμιά ξαφνική ανεπιθύμητη επίσκεψη του άντρα μου! Είναι ικανός για όλα!  

   Αυτός δεν της έφερε αντίρρηση αν και ένιωθε πως ήθελε να κλάψει. Φοβήθηκε πως δε θα μπορούσε να συγκρατήσει τα δάκρυά του και δεν το έκανε. Μόνο σηκώθηκε και την ξεπροβόδισε ως την εξώπορτα. Εκεί στάθηκε κοντά της στο φράχτη και αφού έσφιξαν τα χέρια τους, χώρισαν. Σαν είχε απομακρυνθεί η Τάνια του φώναξε ξαφνικά:

   --- Στο επανιδείν! Στο επανιδείν!

 

 

 

 

 

               

                                           7

 

 

        Σαν μπήκε μέσα συνειδητοποίησε τη δυσαρέσκεια της μοναξιάς. Συνειδητοποίησε όμως πως είχε και μια σπάνια ικανότητα να διαβάζει και να ευχαριστιέται από το περιεχόμενο των σελίδων. Όταν ήταν στενοχωρημένος η όρεξη για διάβασμα μεγάλωνε και γινόταν αναγκαία. Αυτό σκέφτηκε να κάνει και τώρα, να διαβάσει για να απομονωθεί από τις σκέψεις γι’ αυτή και να  μείνει στις δικές του και του βιβλίου. Ήθελε όμως κάτι ελαφρύ και προτίμησε ένα περιοδικό. Πήρε ένα στην τύχη από τα τόσα που είχε με τίτλο << Αριάδνη >> και το άνοιξε. Το μάτι του έπεσε σε ένα άρθρο που έγραφε για το Γιάννη Ρίτσο. Τον απορρόφησε αμέσως γιατί έλεγε πως ο ποιητής ό,τι γράφει το γράφει με τέτοιο τρόπο που νομίζεις πως δεν μπορεί να εκφράσει αυτό που σκέφτεται, αυτό που τον εμπνέει αν δεν συνυπάρχει με τη μουσική. Μουσική κι αυτό που γράφει, γίνεται ένα ενιαίο σύνολο, πράγμα το οποίο το καταλαβαίνει ο αναγνώστης όταν διαβάζει τα ποιήματά του φωναχτά. Σταμάτησε το διάβασμα και σκέφτηκε πως το άρθρο είχε δίκιο. Κι αυτός το είχε επισημάνει αυτό γι’ αυτό όταν διάβαζε Ρίτσο, τον διάβαζε φωναχτά, στρογγυλά δίχως προσποίηση με σωστό τονισμό και  δίνοντας στη φωνή του σωστή απόχρωση. Τότε νόμιζε πως η κάθε λέξη αποκτούσε πολλές σημασίες και μια αμεσότητα στην έκφρασή της. Έτσι δίνοντας ένα ρυθμό που δεν είναι άλλος από το ρυθμό του ποιητή πλησίαζε πιο ανώδυνα και ποικιλότροπα κοντά στη συγκίνηση των ποιημάτων του.

   Διάβασε  όλο το άρθρο και έκλεισε το περιοδικό. <<Τώρα τι πρέπει να κάνω;>> συλλογίστηκε. << Μήπως θα αρχίσω να σκέφτομαι την Τάνια! Τι κακό και τούτο που με βρήκε! Όμως δε βγαίνει τίποτα με το να τη σκέφτομαι συνεχώς! Ίσως θα με εξοντώσει! Πρέπει ν’ αλλάξω τακτική γιατί θα πέσω σε κάποια εφήμερη αθλιότητα! >>  Σηκώθηκε. Πήγε προς την πόρτα, την άνοιξε και βγήκε. Σαν την ασφάλισε πίσω του και πήρε το δρόμο, σκέφτηκε να πάει  στο καφενείο το << υποδειγματικόν >> που παρέδιδε ακαδημαϊκά μαθήματα πρέφας να διασκεδάζει παρακολουθώντας τους παίκτες ως θεατής. Κι αυτό έκανε. Τάχυνε το βήμα του και χάρηκε που θα περνούσε ευχάριστα κι ανέμελα τις υπόλοιπες ώρες του με τη θεά τράπουλα των πενήντα δύο χαρτιών. 

 

    

 

 

 

 

 

 

  

 

 

 

 

 

 

                                    ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ

 

 

 

 

                                                             1

 

 

 

 

 

 

   Οι   πολιτιστικές εκδηλώσεις << ΤΑ ΑΡΚΑΔΙΝΑ >> είχαν καθιερωθεί να γίνονται από το 1980 υπό την αιγίδα του Μορφωτικού Συλλόγου. Δική του ήταν η ιδέα της δημιουργίας των κι αυτός αναλάμβανε την ευθύνη της πραγματοποίησης των εκδηλώσεων και το κόστος των δαπανών τους. Μερικές φορές, σαν του το ζητούσαν, συνεργαζόταν και με άλλους φορείς. Φέτος όμως η διοργάνωση των εκδηλώσεων έγινε με δική του πρωτοβουλία χωρίς τη βοήθεια κανενός. Η έναρξη ορίστηκε για την πρώτη Αυγούστου και το τέλος για τις είκοσι πέντε του μήνα. Όλα ήταν έτοιμα εκτός από την παραχώρηση της κεντρικής πλατείας Δημοκρατίας από το Δήμο στο Σύλλογο, που αρνήθηκε να του την παραχωρήσει για να κάνει μερικές από τις εκδηλώσεις, Η αρνητική αυτή στάση του πυροδότησε τα πνεύματα και ηλέκτρισε την ατμόσφαιρα της πόλης για όλο σχεδόν το μήνα.

   Στο δημοτικό συμβούλιο του Δήμου που έγινε και συζητήθηκε η αίτηση του Μορφωτικού Συλλόγου για την παραχώρηση, της πλατείας, το κλίμα ήταν βαρύ κι έγινε το έλα να δεις. Ο Δήμος ελεγχόταν από την πλειοψηφία της συντηρητικής παράταξης η οποία κρατούσε πάντα εχθρική στάση απέναντι σε κάθε προοδευτική και νεωτεριστική κίνηση των εκφραστών της λαϊκής μάζας. Μόλις δε άκουσαν τα μέλη της από τον εισηγητή της μειοψηφίας το αίτημα του Συλλόγου για την παραχώρηση της πλατείας με σκοπό τη διεξαγωγή στο χώρο της κάποιες από τις εκδηλώσεις του, έγιναν ταύροι σε υαλοπωλείο! Χαρακτήρισαν τους μέλη του Μορφωτικού Συλλόγου αναρχικά και μηδενιστικά στοιχεία και υπεραμύνθηκαν της άποψης πως δεν έχουν κανένα δικαίωμα και  λόγο να ζητούν την περιουσία του Δήμου για την προώθηση των στενών και προσωπικών τους πολιτικών επιδιώξεων. Τόνισαν πως ο Δήμος παραχωρεί άλλους χώρους για τέτοιες εκδηλώσεις και ζήτησαν να τεθεί το θέμα σε ψηφοφορία. Έτσι με ψήφους δώδεκα έναντι επτά η πλειοψηφία απέρριψε το αίτημα του Συλλόγου και η παραχώρηση της πλατείας δεν έγινε.

   Αυτή η απόφαση δεν πτόησε την αγωνιστικότητα και τον παλμό της θέλησης των μελών του διοικητικού συμβουλίου του Μορφωτικού Συλλόγου που ορκίστηκαν να μην κάνουν ούτε ένα βήμα πίσω. Έτσι οι εκδηλώσεις άρχισαν κανονικά την ημέρα που είχε οριστεί και τρεις μέρες τώρα η πλατεία είχε γίνει σημαντικός πολιτιστικός πόλος έλξης για τους κατοίκους της πόλης.

   Το πρωί όμως της τέταρτης μέρας των εκδηλώσεων, διάφορες φήμες που κυκλοφορούσαν έβαλαν σε ανησυχία τους ανθρώπους του Συλλόγου. Αυτές οι φήμες έλεγαν πως η δημοτική αρχή πίεζε τον εισαγγελέα και την αστυνομία να διαλύσουν τις εκδηλώσεις και να συλλάβουν τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου του Μορφωτικού Συλλόγου. Η φήμες είχαν κυκλοφορήσει από έναν αναρχικό στοιχείο της πόλης γνωστό για τις ακραίες ιδέες του που ισχυριζόταν πως τις είχε πληροφορηθεί από το σκληρό πυρήνα των ανθρώπων του δημάρχου.

   Έτσι οι άνθρωποι του Μορφωτικού Συλλόγου κατάλαβαν πως είχαν να κάνουν μ’ έναν ιδεολογικό αντίπαλο. Ήταν ακόμη φανερό πως ο αντίπαλος αυτός ήθελε σώνει και καλά να τους σταματήσει και δε θα δίσταζε ακόμη για να το κάνει να βγάλει τους ανθρώπους του στα χαρακώματα. Η υπόθεση λοιπόν έδειχνε να μην είναι τόσο απλή και το παραμικρό λάθος κι από τα δύο μέρη ίσως να στοίχιζε την ηρεμία στην πόλη. Στο διοικητικό συμβούλιο του Μορφωτικού Συλλόγου αποφασίστηκαν κάποια πράγματα που έπρεπε να γίνουν και στο εξής κάθε κίνηση ύποπτων στοιχείων να ελέγχεται και να αξιολογείται. Ωστόσο οι ώρες ήταν δύσκολες.  Το αναμενόμενο πλήγμα στις εκδηλώσεις είχε κάμψει την αγωνιστικότητα των ανθρώπων του Μορφωτικού Συλλόγου ενώ το καχύποπτο βλέμμα πάνω τους της δημοτικής αρχής τους προδιάθετε για την επερχόμενη βία που θα ασκούσε να τους διαλύσει τις εκδηλώσεις και να τους επιβάλει την κυριαρχία της.

   Την έξωση του Συλλόγου από την πλατεία υπερασπιζόταν με λύσσα και η τοπική συντηρητική εφημερίδα << ΤΡΙΦΥΛΙΑΚΟ ΒΗΜΑ >> με ρεπορτάζ που εκείνη την ημέρα της Τετάρτης έγραφε λέξη προς λέξη τα εξής: << Οι πολιτιστικές εκδηλώσεις << ΤΑ ΑΡΚΑΔΙΝΑ >> έδωσαν αφορμή να αποκαλυφτεί η πραγματική νοοτροπία ορισμένων κύκλων  οι οποίοι θεωρούν  την Τοπική Αυτοδιοίκηση σαν μέσο προώθησης προσωπικών και στενών κομματικών επιδιώξεών τους. Είναι προφανές ότι στους κύκλους αυτούς έχουν εισχωρήσει γηγενή και ξενόφερτα αναρχικά και μηδενιστικά στοιχεία των οποίων οι σκοποί είναι η αποδυνάμωση των δημοκρατικών θεσμών, η δημιουργία κλίματος οξύτητας διατάραξης της ηρεμίας, της  κοινωνικής γαλήνης και της ενότητας του λαού.

   Την τακτική αυτή δεν είναι δυνατόν να καλύπτουν υπεύθυνες πολιτικές δυνάμεις, ανεξάρτητα από την πολιτικής τους τοποθέτηση εφόσον πιστεύουν στη δημοκρατική τάξη. Την ευθύνη της περιφρούρησης της εννόμου τάξης έχει κάθε πολίτης. Βασική όμως προϋπόθεση είναι η πλήρης ενημέρωσής του. Για το σκοπό αυτό είναι ανάγκη να αναλύσουμε πλήρως τα γεγονότα για να εκτιμήσει ο καθένας αντικειμενικά  που οδηγούν οι πράξεις εκείνων οι οποίοι θέλουν να αποπροσανατολίσουν την Τοπική Αυτοδιοίκηση από το πραγματικό της προορισμό.

   Τη Δευτέρα 1η  Αυγούστου, αυθαίρετα, παράνομα, προκλητικά και κατά αναρχικό τρόπο κατελήφθη η κεντρική μας πλατεία από το Μορφωτικό Σύλλογο που δεν εκπροσωπεί και δε σέβεται τις παραδόσεις του φιλήσυχου λαού της πόλης. Ο δήμαρχος βάσει του άρθρου 95 Ν.1080/ 80 του Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων είχε το δικαίωμα και την υποχρέωση να κατοχυρώσει την εύρυθμη λειτουργία της ζωής των πολιτών, λαμβανομένου υπόψη ότι η κεντρική πλατεία αποτελεί το μοναδικό οργανωμένο χώρο για τη φιλοξενία τόσο των κατοίκων όσο και των πολυπληθών θερινών επισκεπτών. Με μοναδικό κριτήριο τη σκέψη αυτή και το γεγονός ότι υπήρχε απαίτηση χρησιμοποίησης της πλατείας επί εικοσαήμερο, ο δήμαρχος παραχώρησε αντί αυτής την εμπρός από το δημαρχείο πλατεία που πρόσφατα έχει διαμορφωθεί και προσφέρεται άριστα για τέτοιου είδους εκδηλώσεις. Η απόφαση αυτή αφορούσε όλα τα πολιτιστικά σωματεία χωρίς καμιά απολύτως διάκριση που έχουν κατά νου στο μέλλον να κάνουν εκδηλώσεις στην κεντρική πλατεία. Άλλωστε τόσο ο Μορφωτικός Σύλλογος όσο και οι άλλοι πολιτιστικοί φορείς γνωρίζουν ότι η δημοτική αρχή έχει διαμορφώσει αυτή την πλατεία μπροστά στο δημοτικό μέγαρο για να εξυπηρετεί ανάλογους σκοπούς. 

   Τη νόμιμη αυτή αρχή σκοπίμως περιφρόνησαν οι οργανωτές των εκδηλώσεων. << ΤΑ ΑΡΚΑΔΙΝΑ >> και κατά τρόπο πραξικοπηματικό κι αυθαίρετο θέλησαν να καταλύσουν κάθε έννοια νομιμότητας με την κατάληψη της κεντρικής πλατείας. Οι ενέργειες αυτές αποτελούν το πρώτο βήμα αποδιοργάνωσης της έννοιας του κράτους και τραυματίζουν ευθέως τους δημοκρατικούς θεσμούς, η προστασία των οποίων ανήκει σε όλους ανεξαιρέτως. Επειδή η παράνομη κατάληψη της πλατείας εγκυμονούσε κινδύνους και κατόπιν συμφώνου γνώμης και των επτά συμβούλων της πλειοψηφίας περιλαμβανομένων και των πέντε παρέδρων των οικισμών και προαστίων της πόλης, συνεκλήθη έκτακτο δημοτικό συμβούλιο προκειμένου να συζητηθούν τρόποι επίσπευσης των διαδικασιών για την αποκατάσταση της νομιμότητας.

   Συγκληθέντος του έκτακτου συμβουλίου δια το ως άνω θέμα, εξτρεμιστικά και προφανώς κατευθυνόμενα στοιχεία μέσα στην αίθουσα εκ του ακροατηρίου, δημιούργησαν εσκεμμένα αφόρητη κατάσταση δια φωνασκιών, χλευασμών, απειλών και οχλαγωγίας. Κατόπιν αυτού ο πρόεδρος του δημοτικού συμβουλίου διέκοψε τη συνεδρίαση. Τόσον και οι λοιποί δημοτικοί σύμβουλοι θεώρησαν χρέος τους να απέλθουν. Η τυχόν παραμονή τους θα αποτελούσε βαρύτατη ευθύνη ενώπιον του λαού και θα σήμαινε αποδοχή μεθόδων λήψης αποφάσεων υπό το κράτος απειλών.

   Παρά ταύτα οι εναπομείναντες σύμβουλοι της μειοψηφίας αντίθετα προς τον σκοπό για τον οποίο είχε συγκληθεί το δημοτικό συμβούλιο, συνήλθαν παράνομα σε νέα συνεδρίαση και με τρόπο αντιδεοντολογικό αποφάσισαν μόνοι τους αφ’ ενός την εκ των υστέρων κάλυψη παρανόμων πράξεων ενώ το θέμα ευρίσκετο εις χείρας της Δικαιοσύνης, αφ’ ετέρου την επιχορήγηση των εκδηλώσεων η οποία αντίκειται και εις το άρθρο 192 του κώδικα δήμων και κοινοτήτων.

   Αλλά ο λαός μας και νοημοσύνη έχει και αλάθητο αισθητήριο για να καταλογίσει ευθύνες κατά πόσο οι πράξεις των εκπροσώπων του εκφράζουν τη βούλησή του. Τα παραπάνω γεγονότα αποτελούν ανησυχητικά φαινόμενα και αποδεικνύουν ποια θα είναι η τύχη της Τοπικής Αυτοδιοίκησης εάν επικρατήσουν μέθοδοι περιφρόνησης των νόμων και της δημοκρατικής τάξης. Ο υπερήφανος λαός της πόλης ανεξάρτητα από τα πολιτικά φρονήματα εκάστου επαγρυπνεί και δε θα επιτρέψει την οπισθοδρόμηση της πόλης, το βιασμό της θέλησής του, την περιφρόνηση των δικαιωμάτων του και την αποσύνθεση των θεσμών.

   Και κατέληγε το άρθρο: <<Ας γνωρίζουν οι πάντες ότι εκείνοι οι οποίοι κάνουν κατάχρηση των ελευθεριών που τους παρέχει το πολίτευμα θα δώσουν λόγο για τις πράξεις των. Θα τιμωρηθούν σκληρά >>.

 

 

 

 

                                                   3

 

 

 

 

   Το ρολόι της πόλης εκείνη την ημέρα της Παρασκευής 5 Αυγούστου του 1983 χτύπησε εφτά το απόγευμα. Οι δρόμοι ήταν γεμάτοι από κόσμο που πήγαινε στην πλατεία να παρακολουθήσει την έκθεση βιβλίου που ήταν στο πρόγραμμα των εκδηλώσεων και θα κρατούσε μια βδομάδα. Στο μέρος όμως προς το κτήριο της Αρχιεπισκοπής είχε παραταχθεί μια διμοιρία οπλισμένων αστυνομικών και περίμεναν εντολές. Ο Λευτέρης με τους συνεργάτες του βρισκόταν κοντά σ’ ένα κιόσκι με βιβλία και συζητούσαν κάποιες οργανωτικές λεπτομέρειες. Τότε τον πλησίασε ένας ανθυπασπιστής  και του μετέφερε την εντολή του αστυνομικού διευθυντή να τον ακολουθήσει στο γραφείο του. Αυτός υπάκουσε λέγοντας στους υπόλοιπους υπεύθυνους των εκδηλώσεων να αποφύγουν κάθε προκλητική ενέργεια. Στο γραφείο ο διοικητής τον δέχτηκε με κεραυνοβόλο επίθεση κατά μέτωπο και τον ειρωνεύτηκε πως το παίζει λαϊκός αγωνιστής με αυτό που κάνει να κρατά σε ομηρία την πλατεία με την κατάληψη ο ίδιος και οι συνεργάτες του. Ακόμη του διεμήνυσε πως τον διατάζει να φύγουν αμέσως από το χώρο της πλατείας, διαφορετικά θα χρησιμοποιήσει βία. Ύστερα μ’ ένα χαρακτηριστικό χαμόγελο υπεροχής του έδειξε την πόρτα εξόδου.

   Ο Λευτέρης έμεινε ακίνητος στη θέση του. Ο ίδιος ήταν  ένας λαϊκός αγωνιστής, εκείνη τη στιγμή, ναι, όπως το είπε ο αστυνόμος κι αυτός ένας αστυνομικός αρχηγός που υπηρετούσε ένα αυταρχικό και συντηρητικό κράτος. Ο αγώνας και των δυο ήταν γεγονός αλλά ήταν πολύ διαφορετικός μεταξύ τους. Ο Λευτέρης έχτιζε κι εκείνος γκρέμιζε. Ο Λευτέρης ήθελε να φυσήξει στην πόλη  ο αέρας της πολιτιστικής αύρας κι εκείνος να φτιάξει οδοφράγματα για να κλείσει τους δρόμους στους ανθρώπους που θα τρέξουν να τον αναπνεύσουν. Ο ζήλος του μπορεί να καταντούσε εξοντωτικός για τον ίδιο και όσους τον ακολουθούσαν, ήταν όμως μια πράξη ήθους, πολιτισμού και πνευματικής επανάστασης. Άδικα προσπαθούσαν να τον σταματήσουν κι άδικα αλώνιζαν στα συμβούλια, στον τύπο και στις Αρχές για να στρέψουν την κοινή γνώμη εναντίον του.

   Του μίλησε σαν πρόεδρος του Μορφωτικού Συλλόγου και του είπε πως με τίποτα δεν υποστέλλει τόσο αυτός όσο και οι συνεργάτες του τη σημαία τους κι αυτό θα κάνει και ο κόσμος που τους ακολουθεί και τους συμπαραστέκεται. Όσο για την πλατεία, του τόνισε, πως δεν είναι κτήμα της δημοτικής αρχής αλλά του λαού της πόλης και πως θα τον στηρίξει να τη διαχειρίζεται όπως ο νόμος και η άσκηση των δικαιωμάτων του ορίζει. Ύστερα έφυγε με τον τρόπο που έπρεπε και τον καθοδήγησαν τα ένστιχτά του.

   Στην πλατεία σαν επέστρεψε τους ανέφερε ό,τι διημείφθη μεταξύ των δυο ανδρών. Τους ζήτησε να μην εγκαταλείψουν το χώρο και η έκθεση του βιβλίου να συνεχιστεί σύμφωνα με το πρόγραμμα. Ύστερα προχώρησε προς το κιόσκι του Συλλόγου όπου ελάχιστα ανατρεπτικά στοιχεία απειλούσαν κάποιους από τους οργανωτές των εκδηλώσεων.

 

 

 

                                                    

 

 

                                   

 

                                                4                

 

 

 

 

   Ο Λευτέρης μπήκε  ανάμεσά τους με κάθε προφύλαξη. Οι δικοί του τον κοίταξαν με κάποια απαισιοδοξία. Είχαν προμαντέψει φαίνεται πως κάποιος δάχτυλος θα πυροδοτούσε τους αστυνομικούς που στέκονταν πιο πέρα και κοίταζαν με τα χέρια στα γκλοπς. Και να που αυτό έγινε. Ένας αστυνομικός άφησε τη θέση του και πήγε στους διαπληκτιζόμενους  για να βάλλει τάξη αλλά δυστυχώς έβαλε φωτιά στη μπαρούτη. Κι όταν κάποιος πολίτης του είπε << εσείς να μείνετε στις θέσεις σας, δε σας καλέσαμε >> ο μπάτσος σήκωσε το γκλοπ να χτυπήσει το Λευτέρη που έφευγε μυρίζοντας το παιχνίδι που τους έπαιζαν. Όλοι τότε οι αστυνομικοί έπεσαν σαν μανιασμένοι πάνω στους διοργανωτές κι άρχισαν αν τους χτυπούν με λύσσα. Οι αγριοφωνάρες τους χαλούσαν τον κόσμο που ξαφνιασμένος άνοιγε δρόμο να περάσουν. Οι οργανωτές με πρώτο το Λευτέρη άφησαν την πλατεία και μπήκαν στην οδό Ελευθερίου Βενιζέλου, τραβώντας προς τα ανατολικά της πόλης. Δέχονταν όμως συνεχώς κλωτσιές και ροπαλιές  στα κεφάλια και στο σώμα που κάποιοι ξέκοψαν και σκορπίστηκαν και σε άλλους δρόμους. Οι φωνές των οργάνων της τάξης και οι ζοφεροί καγχασμοί τους, τους δημιούργησαν αφάνταστο φόβο και μολονότι ξερνούσαν οργή από μέσα τους  δεν γύρισαν να έρθουν στα χέρια μαζί τους αλλά κυνηγημένοι έλπιζαν να βρουν καταφύγιο οι μεν στο ανατολικό  ύψωμα της πόλης οι δε στο άλσος του νοσοκομείου. Σ’ αυτά τα μέρη μακριά από τους αστυνομικούς κάποιοι θα τους μάζευαν και κάποιοι θα κρύβονταν στα ερειπωμένα σπίτια ή στις ανοιχτές αυλές των σπιτιών.

   Στο ύψος όμως της διασταύρωσης με την οδό Χριστιανουπόλεως έστριψαν δεξιά. Αυτό τους βγήκε σε κακό γιατί λίγα μέτρα μπροστά τους έπεσαν σε μπλόκο από πέντε αστυνομικούς που τους περίμεναν με τα γκλόπς στα χέρια. Αμέσως  σαν τους είδαν τους άρχισαν και πάλι στο ξύλο. Ένα μέλος  του Διοικητικού Συμβουλίου έπεσε κάτω αιμόφυρτο και τραυματισμένο στον αυχένα. Οι αστυνομικοί το εγκατέλειψαν κυνηγώντας τους άλλους. Δυο οργανωτές σταμάτησαν να του προσφέρουν τις πρώτες βοήθειες ρισκάροντας τη ζωή τους. Αυτός βογκούσε κι έβγαζε αίμα απ’ το δεξί αυτί. Μάζεψαν τα  ατομικά του είδη που είχαν σκορπίσει κι αφού καθάρισαν την πληγή του τον βοήθησαν να σηκωθεί και βαστάζοντάς τον από τους ώμους το απομάκρυναν από το σημείο της συμπλοκής με σκοπό να τον φυγαδεύσουν σε ασφαλή μέρος. Πράγματι το πέτυχαν  και τον έβαλαν σ΄ ένα καφενείο, όπου με τη βοήθεια του καφετζή διαπιστώθηκε πως η πληγή του ήταν ακίνδυνη για τη ζωή του και πως με μια ακόμη ιατρική φροντίδα το τραύμα γρήγορα θα επουλωνόταν.

   Ο Λευτέρης τη στιγμή που τραυματίστηκε ο συνεργάτης του ήταν λίγα μέτρα μπροστά κυκλωμένος από  μια ομάδα αστυνομικών κι έκανε ότι μπορούσε να τους ξεφύγει. Είδε τον τραυματία αλλά δεν μπορούσε να τον βοηθήσει. Κι όταν σε μια στιγμή από ολιγωρία των διωκτών του έμεινε μόνος και είδε πως οι δικοί του τον περιμάζεψαν  έτρεξε και μπήκε στην Αμβροσίου Φραντζή ανηφορίζοντας. Σε κάποια στιγμή όμως άκουσε πίσω του φωνές και ποδοβολητό. Και τότε γύρισε το κεφάλι του να δει. Μια ομάδα αστυνομικών είχε βάλει μπροστά κάμποσους από τους οργανωτές και τους χτυπούσαν βρίζοντάς τους κατεβάζοντας με δύναμη τα γκλοπς στα κεφάλια τους. Τότε ένας από τους κυνηγημένους βρήκε το κουράγιο και φώναξε απεγνωσμένα:

   --- Σύντροφοι, φύγετε! Κι αν δεν μπορείτε σπάστε τα κεφάλια στο μπατσαριό!  

   Τι το ‘θελε να το πει. Προκλητική ακούστηκε η φωνή του στ’ αυτιά των αστυνομικών που λύσσαξαν από το θυμό τους και όρμησαν εναντίον τους με μεγαλύτερη βία τώρα. Ένας δε  που ήταν επικεφαλής της ομάδας και φαινόταν η προσωποποίηση της βίας, τους ψιθύρισε με ωμά λόγια:

   --- Θα τον πυροβολήσω! Προσβάλλει το σώμα! κι έπιασε το πιστόλι.

   Οι άλλοι έμειναν μ’ ανοιχτό το στόμα σαν είδαν να σημαδεύει. Κι αμέσως ο πυροβολισμός που ακούστηκε τραυμάτισε κάθε ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Η σφαίρα βρήκε το Λευτέρη, όχι τον άλλον, στο δεξί ώμο. Με τον πόνο πλέον να τον παραλύει και με χαμένες όλες τις δυνάμεις του έκανε δυο τρία βήματα ως την πρώτη πόρτα που βρήκε μπροστά του. Ξάπλωσε κάτω σχεδόν αναίσθητος, βογκώντας και πλημμυρισμένος στο αίμα. Σε κάποια στιγμή ένιωσε να φτάνει το τέλος του και έχασε τις αισθήσεις του. Οι διώκτες του αστυνομικοί τον είδαν να πέφτει και φοβήθηκαν. Το έβαλαν στα πόδια  γιατί πίστεψαν πως τον είχαν σκοτώσει.  Οι  σύντρόφοι του μέσα στον πανικό τους τον έχασαν. Σαν πέρασε το κύμα βίας από εκεί και τα πράγματα ηρέμησαν όσοι ελάχιστοι απόμειναν άρχισαν να τον αναζητούν και να ψάχνουν για να τον βρουν.

 

 

 

                                               5

                                              

                                               

 

 

  Το σπίτι που έπεσε αναίσθητος ο Λευτέρης ήταν της Τάνιας. Αυτή βρισκόταν μέσα όταν γίνονταν τα επεισόδια και όσα είδαν τα μάτια της από την μπαλκονόπορτα της φάνηκαν πως τα ‘βλεπε στον ύπνο της. Γιατί όπως ήταν καθισμένη στον καναπέ και διάβαζε ένα βιβλίο με το κεφάλι της στο μαξιλάρι κάποια στιγμή έκλεισε τα μάτια της και κοιμήθηκε. Όμως είχε ξυπνήσει στο τέλος των γεγονότων και αναγνωρίζοντας το Λευτέρη σαν τον είδε από την μπαλκονόπορτα να τρέχει χτυπημένος προς την είσοδο του σπιτιού της, έσφιξε τα δόντια και βγήκε έξω στη βεράντα. Εκεί αφού πιάστηκε από τα κάγκελα  κι έκλεισε τα μάτια για να μη δει τα χειρότερα, μπήκε μέσα κι άρχισε να κατεβαίνει τη σκάλα με το φόβο και την αγωνία να της έχουν κάνει το πρόσωπο κάτωχρο ενώ ένιωθε στο κορμί της μια ολοκληρωτική εξάντληση.

   Σαν άνοιξε την πόρτα και τον είδε ξαπλωμένο κι αναίσθητο, έβγαλε ένα << αχ, οι τρελοί τον σκότωσαν >>  και του άγγιξε το μάτια, προσπαθώντας  να  του τ’ ανοίξει. Ο   καλός της τ’ άνοιξε με δυσκολία,  δείχνοντας  πως συνερχόταν. Η Τάνια χάρηκε κι άρχισε να τον ψάχνει για να εντοπίσει την πληγή του.  Και σαν τα χέρια της γέμισαν αίματα όταν άγγιξε τον ώμο του, φώναξε φοβισμένη τόσο δυνατά που την άκουσαν οι διαβάτες. Έτρεξαν να τη βοηθήσουν δυο νέοι, γνωστοί και φίλοι. Τον έπιασαν όπως τους είπε και τον ανέβασαν στο σπίτι πηγαίνοντάς τον στο δωμάτιο της μεγαλύτερης κόρης της. Εκεί με βλέμμα θαυμασμού τους ευχαρίστησε και σαν έφυγαν έπεσε με δάκρυα πάνω στο Λευτέρη να του περιποιηθεί την πληγή.   Πέρασε αρκετή ώρα μαζί του ώσπου συνήλθε. Το αίμα σταμάτησε και ο τραυματίας που  πριν  ήταν αδύναμος και υποταγμένος στον πόνο και την εξάντληση έδειξε σημάδια απροσδόκητης ανάρρωσης. Όση ώρα η Τάνια τον φρόντιζε δεν την είχε αναγνωρίσει. Μόνο σαν ανέκτησε πλήρως τις αισθήσεις του και την κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια τη γνώρισε. Λύθηκε τότε στα κλάματα και με το πρόσωπό του καλυμμένο  με τα δυο του χέρια χαιρόταν γι’ αυτό που είχε συμβεί να είναι στη φροντίδα της αγαπημένης του, όσο κι αν το τραύμα έμοιαζε να τον είχε τσακίσει.

   Ανασηκώθηκε στη θέση του, κοιτάζοντας με σκοτεινό βλέμμα τη δεμένη πληγή του. Πονούσε όμως και κάποια έντονοι φθόγγοι του ξέφευγαν παρά τη θέλησή του να τους πνίξει. Ζήτησε λίγο νερό κι ένα μαντήλι να σκουπίσει τα χείλη του. Η Τάνια τα έφερε αμέσως και του συνέστησε τρυφερά:

   --- Πρέπει να πας στο νοσοκομείο! Έχεις  ανάγκη από ιατρική περίθαλψη!  Φοβάμαι μήπως το τραύμα έχει πειράξει το κόκαλο. Μια ακτινογραφία θα το δείξει.

   --- Αυτό πιστεύω κι εγώ! Με πονάει πολύ! Οι πόνοι είναι ανυπόφοροι!

   --- Θα τηλεφωνήσω να ‘ρθει ασθενοφόρο! Είναι ο μόνος τρόπος να πας ασφαλής και να γιατρευτείς στο νοσοκομείο!

   --- Ναι, συμφωνώ!

   Η Τάνια έπιασε το ακουστικό και κάλεσε την υπηρεσία του νοσοκομείου. Γρήγορα γύρισε και τον διαβεβαίωσε πως σε λίγα λεπτά θα έφευγε. Ύστερα πιάνοντάς του τρυφερά το χέρι, είπε αγανακτισμένη:

   --- Τι αχαριστία κι αυτή! Πώς μπόρεσαν και το  ‘καναν;

   --- Να, όμως που το ‘καναν!

   Ακούστηκε ένας θόρυβος κάτι σαν βοή ανέμου στο δρόμο. Η Τάνια σηκώθηκε και στάθηκε κοντά στο διάδρομο κοιτάζοντας έξω να δει τι συνέβαινε. Το διώροφο σπίτι τη βοηθούσε σ’ αυτό και η θέση του, της εξασφάλιζε θαυμάσια θέα προς όλες του σχεδόν τις πλευρές. Φαινόταν ακόμη το νοσοκομείο, το γυμνάσιο και η κεντρική πλατεία μηδέ εξαιρουμένων και των δυο εκκλησιών της Ευαγγελίστριας και του Αγίου Αθανασίου. Δεν είδε τίποτα παρά το πίσω μέρος μιας νταλίκας που χανόταν στο τέλος της οδού Χριστιανουπόλεως προς το μέρος της Τεχνικής Σχολής. Ωστόσο ακούγονταν  ψίθυροι κι ένα ρυθμικό σφύριγμα από κάπου. Πλησίασε τότε κοντά στο παράθυρο και κοίταξε με προσοχή. Το νοσοκομειακό σταμάτησε εκείνη τη στιγμή ακριβώς μπροστά από  το σπίτι της. Γύρισε και του είπε, πάω κάτω να τους ανοίξω, ήρθαν.

   Ο γιατρός, ένας νεαρός γύρω στα τριάντα τη ρώτησε τι συνέβαινε. Αυτή του είπε κι αμέσως έδωσε εντολή στους νοσοκόμους να ανέβουν πάνω και να κατεβάσουν τον τραυματία. Όση ώρα αυτοί τον φρόντιζαν με τις οδηγίες της προϊσταμένης, αυτή βρήκε την ευκαιρία να πει στο γιατρό όλο το ιστορικό του τραυματισμού του. Στην ανησυχία της για την πορεία της υγείας του Λευτέρη αυτός τη διαβεβαίωσε πως από την πρώτη διάγνωση που έκανε το τραύμα δεν ήταν σοβαρό τόσο που εξαιτίας του να κινδυνεύει η ζωή του και πως γρήγορα θα ανάρρωνε. Αυτή χάρηκε και τους ακολούθησε με το ασθενοφόρο στο νοσοκομείο.

   Παρά το συνωστισμό στα εξωτερικά ιατρεία οι πρώτες εξετάσεις έγιναν γρήγορα με το << κατεπείγον >> του περιστατικού και γρήγορα του βρήκαν κρεβάτι στο βήτα θάλαμο της παθολογικής πτέρυγας  όπου και του χορηγήθηκε η πρώτη φαρμακευτική αγωγή, από παυσίπονα και ηρεμιστικά.  Η φωνή του γιατρού πάνω από το κεφάλι του τον καθησύχασε πως όλα θα πάνε καλά. Εξαντλημένος από την κούραση ο Λευτέρης γέλασε ελαφρά κα έκλεισε τα μάτια. Ο ύπνος που ερχόταν σίγουρα θα τον ανακούφιζε από τον πόνο και θα τον ηρεμούσε. Ο γιατρός τότε έκανε μια κίνηση με το χέρι του και έδειξε στην Τάνια το δρόμο για το γραφείο του. Εκεί της είπε το ευχάριστο πως απ’ ότι έδειξε η ακτινογραφία το κόκαλο δεν είχε πειραχτεί και απεφεύχθη έτσι το χειρουργείο. Κι αυτό γιατί η σφαίρα έγλειψε την άρθρωση που συνδέεται το χέρι με τον ώμο χωρίς να προκαλέσει στην άρθρωση κάταγμα ή ρωγμή. Αν η σφαίρα κινιόταν ελάχιστα χιλιοστά πια κάτω σίγουρα θα του προξενούσε βλάβη στο κόκαλο και ίσως τον έβαζε σε περιπέτεια οδυνηρή και μακροχρόνια. <<Δόξα τω Θεώ!  Αυτό δεν έγινε! >> της ψιθύρισε χαρούμενος. Η πληγή, συνέχισε ο γιατρός σε μια βδομάδα θα κλείσει και θα μπορεί να πάρει εξιτήριο. << Ευτυχώς! >> της είπε τελειώνοντας με έμφαση και χαρά << αποφύγαμε τα χειρότερα κι αυτό τα λέει όλα! >>

   --- Πως το φοβόμουν αυτό και δεν ήθελα να συμβεί! είπε αυτή και κοίταξε το γιατρό βαθιά μέσα στα μάτια.

   Βγήκε έξω από το γραφείο, ευχαριστώντας το γιατρό για τη βοήθειά του  Στο διάδρομο συνειδητοποίησε πόσο ευτυχισμένοι ήταν και οι δυο κι ο Λευτέρης που γλίτωσε τα χειρότερα κι αυτή που η περιπέτειά του  γρήγορα θα είχε αίσιο τέλος. Ήξερε πως ο Λευτέρης είχε μια σπάνια ικανότητα να ξεγλιστράει από τα δυσάρεστα και πως με τον καιρό και με τη δική της βοήθεια  θα ήταν και πάλι υγιής και δυνατός δίπλα της. Όφειλε όμως να του σταθεί αρωγός και να μην τον αφήσει να απομονωθεί στο δικό του κόσμο που όπως της είχε πει πολλές φορές τον έπνιγε. Μ’ αυτές τις σκέψεις μπήκε πάλι στο θάλαμο και στάθηκε πάνω από το κεφάλι του Αυτός είχε ξυπνήσει κι έδειχνε ευδιάθετος μιλώντας με δυο  από τους ανθρώπους των εκδηλώσεων.  Αυτό την έκανε να επιστρέψει σπίτι της και να τους αφήσει να τα πουν. Εξάλλου οι περίθαλψή του από το νοσηλευτικό προσωπικό ήταν αρίστη και κάθε δική της βοήθεια περίσσευε. Έτσι ψιθυρίζοντας στ’ αυτί του ένα << περαστικά σου! φεύγω! >> βγήκε από το θάλαμο, προσθέτοντας πριν βγει από την πόρτα πως θα τον επισκεπτόταν γρήγορα. Ο Λευτέρης την ευχαρίστησε μ’ ένα αθόρυβο κούνημα του κεφαλιού του και την κοίταξε με ασίγαστο πάθος. Η παρουσία και η μεγαλοψυχία της εκείνη τη δύσκολη στιγμή του Γολγοθά του, που τον είχαν ανεβάσει οι εχθροί του, του είχαν απαλύνει τη σωματική και ψυχική του αθλιότητα, πράγμα που τον έκανε να νιώθει πολύ καλύτερα.

 

 

 

 

                                                 6 

 

 

 

 

   --- Μα, τούτο που σου συνέβη, ήταν από τα περίεργα κι απροσδόκητα! του είπε ο ένας ο μελαχρινός με το μουστάκι, κοιτάζοντας τη μισάνοιχτη πόρτα του θαλάμου που περνούσε ο τραυματιοφορέας με το φορείο.

   --- Το ξέρω! Καλά που δε με χτύπησε πιο άσχημα γιατί θα την είχα βαμμένη!

   --- Ωστόσο υποφέρεις! του ψιθύρισε κι ο άλλος ο κοντός και προχώρησε ένα βήμα κοντά του.

   --- Θα περάσει, που θα πάει! Εκείνο που με νοιάζει τώρα που ξέφυγα από τον κίνδυνο, είναι οι εκδηλώσεις! Πώς τα πάτε; Ήρθε κόσμος;

   Οι δυο συνεργάτες του, του διηγήθηκαν με μαεστρία πότε ο ένας και πόρε ο άλλος όλα όσα συνέβησαν από τη στιγμή που τους επιτέθηκαν οι μπάτσοι ως την ώρα που έφυγαν από την πλατεία για να τον επισκεφτούν σαν έμαθαν τον τραυματισμό του.  Απ’ όλες τις  αποκαλύψεις βγήκε  το συμπέρασμα πως οι εκδηλώσεις θα συνεχίζονταν και πως τα σκιάχτρα που μπήκαν στη μέση για να τους προγκίξουν  κουρελιάστηκαν με την εγκληματική τους πράξη που επιχείρησαν. Αυτό χαροποίησε τον ήρωά μας που ορκίστηκε από το κρεβάτι του πόνου πως δεν εγκαταλείπει τον αγώνα και δε βλέπει την ώρα που θα σηκωθεί και θα είναι πάλι ανάμεσά τους. Το γλυκό και πρόσχαρο ύφος του που τους κοιτούσε, βεβαίωνε αυτή του την επιθυμία.

   Μετά από μια ώρα συζήτηση και σαν οι γιατροί τους ζήτησαν να εγκαταλείψουν το θάλαμο, ετοιμάστηκαν να φύγουν.

   --- Ήταν θέλημα          Θεού, να γίνει! του είπε αστεία ο μελαχρινός και τον ασπάστηκε στο μέτωπο, φεύγοντας.

   --- Δεν την έχεις όμως άσχημα κι αυτό είναι ευχάριστο! συμπλήρωσε κι ο άλλος και του έσφιξε το δεξί του χέρι κοντά στον καρπό.

   --- Όλα θα πάνε καλά! τους αποκρίθηκε και ο Λευτέρης και τους χαμογέλασε ως την ώρα που χάθηκαν έξω στο διάδρομο.

   Η εξέταση των γιατρών δεν κράτησε πολύ. Έτσι γρήγορα απαλλάχτηκε από την παρουσία τους για να αφοσιωθεί στις σκέψεις του. Με έκπληξη διαπίστωσε πως ήταν νύχτα, τα φώτα στο θάλαμο ήταν ανοιχτά αλλά χαμηλωμένα ενώ η κίνηση μέσα στο νοσοκομείο ήταν αισθητά περιορισμένη. Του ήρθε μια όρεξη να κοιμηθεί και κάρφωσε τα μάτια του στο ταβάνι, μήπως και το πετύχει. Όμως οι ψίθυροι και οι χαμηλόφωνες συζητήσεις των άλλων ασθενών τον κρατούσαν άγρυπνο. Έτσι άρχισε να παρατηρεί τους ελάχιστους πίνακες με τις ζωγραφιές που κρέμονταν στους τοίχους. Του άρεσαν γιατί απεικόνιζαν στιγμές από τις φροντίδες της ιατρικής στους ασθενείς από την αρχαιότητα μέχρι τις μέρες μας. Ειδικά σ’ έναν πίνακα μπόρεσε και διέκρινε όλα τα είδη εργαλείων που χρησιμοποιούνταν στην οδοντιατρική εδώ και χρόνια. Κάποια στιγμή το ρολόι της πόλης χτύπησε δώδεκα φορές. Τότε από την πόρτα μπήκε ένα νέο γυναικείο σώμα που κινήθηκε σαν φιγούρα προς το διακόπτη και χαμήλωσε πιο πολύ τα φώτα. Αυτό σήμαινε πως όλοι οι ασθενείς έπρεπε να αφεθούν στην αγκαλιά του Μορφέα.  Ο Λευτέρης έκλεισε τα μάτια και συγκέντρωσε όλες τις αναμνήσεις από την αρχή της ημέρας μέχρι εκείνη τη στιγμή. Φταρνίστηκε και μετά κοιμήθηκε. Το πρωί με έκπληξη άκουσε  μια γριούλα στο διπλανό κρεβάτι  να του λέει πως τη νύχτα του ψιθύρισε << με τις υγείες σας! >> αλλά δεν της μίλησε! Τόσο γρήγορα είχε παραδοθεί στην αγκαλιά του ύπνου.

    

 

 

 

 

                                                  7

 

 

 

 

 

    Εφτά ημέρες έμεινε στο νοσοκομείο ο Λευτέρης. Βγήκε υγιής και με καθαρό μυαλό παρά την περιπέτειά του. Όσες ημέρες νοσηλευόταν τον επισκεπτόταν η Τάνια κρυφά από τον άντρα της και τον φρόντιζε. Του φερόταν σαν αδερφή προς αδερφό κι όλοι εκεί μέσα τη θαύμαζαν. Οι γιατροί του συνέστησαν να μένει και στο κρεβάτι αν τον πονούσε η ωμοπλάτη και να γυμνάζει το χέρι του σηκώνοντάς το ψηλά για πέντε λεπτά την ημέρα. Αυτό μπορούσε να το κάνει και ξαπλωμένος και ήταν απαραίτητο για να αποφύγει την αγκύλωση και την ατροφία. Αυτός τους άκουσε και τώρα ένιωθε περίφημα σαν να μην του είχε συμβεί τίποτα. Έτσι δειλά- δειλά άρχισε πάλι να πηγαίνει στις εκδηλώσεις αν και είχαν απομείνει λίγες και να βρίσκει τον παλιό, καλό  εαυτό του. Αφού έμεινε μια εβδομάδα στην πόλη ξαφνικά ένιωσε την ανάγκη να πάει στο χωριό για να ξεφύγει από τη φασαρία και την ασφυχτική ζωή της. Το Σάββατο το απόγευμα πετάχτηκε ως το περίπτερο, πήρε τις εφημερίδες και τα περιοδικά του και με το σαραβαλάκι ενός φίλου του αγρότη πήγε στο χωριό. 

   Μόλις πάτησε το πόδι του εκεί έπεσε πάνω σε μια μικρή αλλά σθεναρή διαδήλωση.  Γύρω στους είκοσι ανθρώπους με πανό που έγραφαν << Ο Αρκαδικός κινδυνεύει >> και << Σώστε τον τώρα αμέσως από το θάνατο>> έκαναν πορεία, περνώντας από τα χωριά που βρίσκονταν κοντά στον ποταμό και κατευθύνονταν στην πόλη. Διοργανωτές και διαδηλωτές σταμάτησαν στην πλατεία του χωριού κι αφού φώναξαν διάφορα συνθήματα ξεκίνησαν και πάλι. Ο Λευτέρης χαιρόταν και πολύ ήθελε να τους ακολουθήσει σαν έστριψαν στη γωνία και πήραν το δρόμο που θα τους έβγαζε στην εθνική οδό. Λίγα μέτρα έξω από το χωριό άρχισαν το τραγούδι ενώ  οι χωρικοί στις άκρες του δρόμου τους χειροκροτούσαν και τους ζητωκραύγαζαν. Έδειχναν να τους συμπαραστέκονται και να κατακλύζονται από αστείρευτο  ενθουσιασμό.

   Ο Λευτέρης γνώριζε την καταστροφή που απειλούσε τον ποταμό από τα λύματα των ελαιοτριβείων και των λογιών- λογιών μονάδων ρύπανσης που ξεφύτρωναν κάθε λίγο και λιγάκι  κατά μήκος της ροής της κοίτης του. Η διαδήλωση πρόσεξε πως έθιγε και ένα άλλο οικολογικό θέμα που είχε σχέση με τον πελεκάνο που ζούσε εκεί και τώρα τελευταία κινδύνευε να εξαφανιστεί εξαιτίας της μόλυνσης του νερού και της βαρβαρότητας των κυνηγών. Έτσι ζητούσαν την προστασία του πουλιού από τις αρμόδιες αρχές αλλά και τον καθαρισμό του ποταμού από τα βιομηχανικά απόβλητα που χύνονταν μέσα. Οι ίδιοι είχαν εκπονήσει ένα σχέδιο διάσωσης του πελεκάνου που το είχαν επιδώσει στη Διεύθυνση Γεωργίας και στο δήμαρχο.

   Όταν έφυγαν οι διαδηλωτές οι δρόμοι στο χωριό πάλι ερήμωσαν. Οι λίγοι κάτοικοι που νωρίτερα είχαν αφήσει τα σπίτια τους για να δουν τη διαδήλωση, ξαναγύρισαν και πάλι στις δουλειές τους. Όσοι δεν είχαν τι να κάνουν λοξοδρόμησαν από τα κοντινότερα στενά και πήγαιναν στα καφενεία. Η ώρα ήταν εφτά και τέτοια ώρα πάντα οι επισκέψεις στα καφενεία πύκνωναν. Ο Λευτέρης σ’ όλη τη διαδρομή μέχρι να φτάσει στο σπίτι της ξαδέρφης του διασκέδαζε με τις εικόνες που έβλεπε στις αυλές των σπιτιών καθώς και με τα παιχνίδια των ζώων ενώ έριχνε ανήσυχες ματιές στα μεγάλα τσοπανόσκυλα που του γάβγιζαν λυσσασμένα κλεισμένα μέσα στις μάντρες σαν τον μυρίζονταν να περνά. Τα περισσότερα όμως ήταν δεμένα ενώ τα λίγα λυμένα που ήταν κρυμμένα στα ξύλινα σπιτάκια τους, έφταναν μέχρι τις κλειστές πόρτες και  αφού τον γάβγιζαν κολλημένα στο σύρμα της περίφραξης, επέστρεφαν πάλι στα καταλύματά τους απογοητευμένα. Όταν φάνηκε το σπίτι της ξαδέρφης του, συνάντησε έναν χωρικό καβάλα στο άλογό του, από τα ελάχιστα που είχαν απομείνει ακόμη, κι έπιασε την κουβέντα μαζί του. Σαν χώρισαν το μάτι του έπεσε στη τζαμαρία. Από μέσα το χαμόγελό της που του έσκασε σαν το είδε να έρχεται τον έκανε να χαρεί. Πριν μπει μέσα χάιδεψε τις γαριφαλιές και το βασιλικό που στόλιζαν μέσα στις γλάστρες την αυλή  και έβγαλε  μια φωνή ικανοποίησης << αχ τι παράδεισος είναι αυτός >>. Στην είσοδο κιόλας η ξαδέρφη του έπεσε στην αγκαλιά του και τον καλωσόρισε μ’ ένα τρυφερό ασπασμό στο μάγουλο.

   Αφού είπαν ό,τι είχαν να πουν με την ξαδέρφη του  πέρασε στο γραφείο του. Κάθισε και άνοιξε την εφημερίδα. Στη σελίδα << πολιτισμός >> βρήκε ένα ενδιαφέρον άρθρο σχετικό με την αρχαία τραγωδία και άρχισε να το διαβάζει.

   Όσο ήταν στο  νοσοκομείο έκανε πλάνα για την καινούρια σχολική χρονιά. Όχι τόσο για την εκπαιδευτική του πορεία όσο για τη θεατρική παιδεία που μπορούσε να προσφέρει στους μαθητές. Ανέβαζε αρχαίες θεατρικές  παραστάσεις των κλασικών με τους μαθητές του, πράγμα που τον γοήτευε και τον έβαζε σε κόπο και τον έφερνε αντιμέτωπο μ’ ένα σωρό εκπλήξεις. Παραδόξως πως του κόλλησε στο μυαλό να ανεβάσει για φέτος << Τρωάδες >> του Ευριπίδη.  Κι αυτό γιατί το θέμα της τραγωδίας ήταν επίκαιρο με τους τόσους τοπικούς πολέμους που γίνονταν ανά την υφήλιο. Ο Ευριπίδης είχε  σκεφτεί σαν πήρε την απόφασή του να τον ανεβάσει, πως έγραψε  και δίδαξε την τραγωδία του όταν οι κάτοικοι της Αθήνας έκαναν ένα έγκλημα με δημοκρατικές διαδικασίες. Σφάγιασαν τους κατοίκους του νησιού Μήλου επειδή οι κάτοικοί του αποχώρησαν από την Αθηναϊκή Συμμαχία.  Η τόλμη του ήταν μεγάλη και το πλήρωσε με εξορία γιατί αποκάλεσε τους Αθηναίους βαρβάρους, κερδοσκόπους, βιαστές κοριτσιών και δολοφόνους στυγνούς!

   Αυτή  η τόλμη του θεάτρου που είχε τη δύναμη να στηλιτεύει τους πολιτικούς και τις μεθόδους τους, γοήτευε το Λευτέρη και τον έβρισκε συνοδοιπόρο του και θαυμαστή του. Ειδικά τα έργα που λογοκρίθηκαν, όπως  << Μιλήτου άλωσις >> του Φρύνιχου τον είχε συνεπάρει γιατί ορθά οι προύχοντες της Αθήνας κατάλαβαν πως τα << οικεία κακά >> που τους θύμιζε, δεν τους άφηναν να κοιμηθούν τα βράδια γιατί έβλεπαν εφιάλτες για την εγκατάλειψη των Μιλησίων. Και οι υπαίτιοι ήταν αυτοί.

   Και η τραγωδία << Τρωάδες >> ήταν για το Λευτέρη ελεγεία θρήνου, όπως του Φρύνιχου << Μιλήτου άλωσις >>.  Αναδεικνύει το ήθος των Τρώων ενώ ανακηρύσσονται  σε εθνικούς ήρωες ο Έκτορας και η Ανδρομάχη. Καταδικάζεται η ελληνική ληστρική επιδρομή στην Τροία και σνομπάρεται ο επεκτατισμός με τα ιμπεριαλιστικά του απάνθρωπα σχέδια του. Σχέδια που έκαναν κακό στον άνθρωπο με τις παρθένες γυναίκες να βιάζονται, σύζυγοι που εξαναγκάζονται να περνούν τα βράδια τους σε κρεβάτια άλλων ανδρών, παλικάρια νεκρά, παιδιά που σκοτώνονται και γίνονται κομμάτια, μητέρες που κηδεύουν τους γιους τους και τους άντρες τους, λεηλασίες, κλεψιές και βαρβαρότητες.

   Όλα αυτά τον γοήτευαν και τον απωθούσαν μαζί, αλλά θα έκανε τέχνη κι έπρεπε να τα δεχτεί. Έτσι σαν διάβασε το άρθρο η απόφασή του να σκηνοθετήσει και να ανεβάσει τις << Τρωάδες >> ενισχύθηκε. Η εμπειρία του, του έλεγε πως η παράσταση δε θα ατυχήσει και πως πολλοί θα είναι εκείνοι που θα τον βοηθούσαν.

   Δίπλωσε την εφημερίδα όταν ένας χτύπος στην πόρτα τον ξάφνιασε. Πήγε κι άνοιξε. Η Τάνια μπήκε γελαστή  και φουριόζα μέσα ενώ ανάσαινε γρήγορα κι έδειχνε φοβισμένη. Ο Λευτέρης την οδήγησε στον καναπέ όπου κάθισε κι αφού της έπιασε τα χέρια της ψέλλισε τρυφερά:

   --- Ξεγλίστρησες και πάλι, ε;

   Αυτή συμφώνησε με τα μάτια, λέγοντάς του:

   --- Βρήκα μια δικαιολογία πως πάω στο σπίτι της φαρμακοποιού να την ρωτήσω για ένα σιρόπι της μικρής και την κοπάνισα για εδώ! Δε θ’ αργήσω να ξέρεις! Ήθελα τόσο πολύ να σε δω! Είσαι καλά; Το τραύμα πώς πάει; Πέρασε;

   --- Ευχαριστώ  που ήρθες! Πολύ καλά! Ανάρρωσα πλήρως! της είπε και κάθισε στο γραφείο του.

   --- Έτσι θα γίνεται πάντα!  Θα έρχομαι να σε βλέπω όσο θα έρχεσαι  στο χωριό. Πως είναι δυνατόν να μην το κάνω αυτό αφού σ’ αγαπώ τόσο πολύ!

   --- Έχεις δίκιο! Ό,τι συμβαίνει μέσα μας γίνεται στ’ όνομα της αγάπης μας. Κι αυτό αν συνεχιστεί θα ‘χει ως αποτέλεσμα να ζούμε ευτυχισμένοι.

   Η Τάνια κολακεύτηκε. Ο γοητευτικός αυτός άντρας που μπήκε στη ζωή της τόσο αναπάντεχα και τον θαύμαζε, έλεγε την αλήθεια. Το έβλεπε και η ίδια πως ξόδευε το χρόνο του μαζί της κι ας είχε ένα σωρό ενδιαφέροντα πράγματα να κάνει. Αν δεν ήταν παντρεμένη ίσως τα πράγματα να ήταν πολύ καλύτερα ή μάλλον παραδεισένια. Τότε θα μπορούσε να τη συνοδέψει στο θέατρο ή στον κινηματογράφο ή να συναντιούνται χωρίς τα πικρόχολα σχόλια του κόσμου. Όμως όπως είναι η θέση της τώρα μόνο κρυφά μπορούν να βλέπονται. Κι αυτό όμως της αρκούσε. Το έβλεπε πολύ αληθινό και ρομαντικό να χαίρεται τον έρωτά της μέσα στο φόβο και το απρόβλεπτο. Ήταν η απαγορευμένη αγάπη και την γοήτευε.

   --- Θα συνεχιστεί! του ψέλλισε και τον κοίταξε μ’ ένα βλέμμα που εξαντλήθηκε σαν τον χόρτασε να το κρατά πάνω του. Δεν είμαι καμιά ανήλικη πιτσιρίκα που να μ’ αρέσουν τα χαϊδολογήματα και οι εφήμεροι έρωτες. Πίστεψέ με πως πάντα όταν χωρίζουμε δάκρυα κυλούν από τα μάτια μου και οι σταγόνες μένουν ακόμη σαν με βλέπει ο άντρας μου. Με κοιτάζει και σταυρώνει τα χέρια: << Τι σου συμβαίνει και είσαι πάντα δακρυσμένη; >> με ρωτάει κουνώντας απελπισμένα το κεφάλι του.

   Είπε αυτά κι έδειχνε χαρούμενη. Γιατί η ασύγκριτη στιγμή της ομορφιάς που είχε η συνάντησή τους αυτή δε σταματούσε εκείνη την ώρα μόνο στη συνέχιση του έρωτά τους. Είχε και κάτι άλλο που θα τους έκανε πιο ευτυχισμένους. Ήταν η μετάθεση που είχε γίνει στην Τάνια και είχε έρθει η σειρά της να του το ανακοινώσει. Έτσι ενώ αυτή είχε απομείνει ασάλευτη λες και σκεφτόταν τα λόγια της, του είπε με φωνή που σχεδόν φάνηκε να της ξέφυγε με μια εσωτερική μουσικότητα:

   --- Μετατέθηκα στο σχολείο του άντρα μου και το δικό σου! Το ‘μαθες;

   --- Σιώπα! Μη μου το λες! της έκανε ξαφνιασμένος αυτός και ύψωσε τους ωραίους του ώμους.

   --- Στο λέω! Ξέρω πως χάρηκες! Ήταν κάτι που με κούρασε πολύ ώσπου να γίνει. Τώρα είμαι ευτυχισμένη και νιώθω ήρεμη!

   --- Αναστήθηκες! Το βλέπω στα μάτια σου!

   --- Ναι, σίγουρα!

   --- Θα χάρηκε και ο άντρας σου! Το ήθελε πολύ μου είχε πει.

   --- Πολύ! Αλλά και τα παιδιά μου. Τώρα θα έχουν την φροντίδα μου και θα μπούνε σε τάξη και καλύτερο δρόμο. Μακριά τους δεν μπορούσα να τους προσφέρω αυτά που ήθελαν. 

   Σώπασε και μάζεψε όλες τις δυνάμεις της για να προσθέσει:

   --- Θα είμαι και κοντά σου! Αυτό πού το βάζεις;

   Δάκρυα κύλησαν στα μάγουλά της και ένα μικρό τρέμουλο ρίγησε τα χείλη της. Πέρασε ένα λεπτό κι έμειναν αμίλητοι. Από το μυαλό τους περνούσαν διάφορες σκέψεις. Αναζητούσαν κάτι το νέο σ’ αυτή τη μετάθεση που να κρύβει το αιώνιο και το συναρπαστικό.

   --- Πολύ καλά! τις είπε μετά τη σιωπή ο Λευτέρης και στηρίχτηκε στους αγκώνες του.

   --- Υπέροχα! θα έλεγα εγώ! του είπε αυτή και κοίταξε από το παράθυρο την ανατολική πλευρά όπου το πυκνό δάσος δεχόταν της πρώτες ανταύγειες της δύσης.

   --- Το ότι θα είμαστε στο ίδιο σχολείο σημαίνει πως θα περάσουμε ωραία! Τι λες κι εσύ;

   --- Πολύ το ήθελα!  Κι εγώ πιστεύω πως θα περάσουμε όμορφα!

   --- Εκτός κι αν μας έρθουν στραβά.

   --- Τι εννοείς;

   --- Τίποτα αλλά φοβάμαι μήπως υποψιαστεί κάτι ο άντρας μου. Το φοβάμαι πολύ αυτό.

   --- Θα προσέχουμε.

   --- Ναι, αλλά ο έρωτας και τα χρήμα δεν κρύβονται!

   --- Γα το χρήμα δεν ξέρω αλλά για τον ερωτά μας να είσαι σίγουρη πως θα τον κρύψουμε!

   --- Το εύχομαι!

   Έτσι ευχάριστα μίλησαν κοντά μια ώρα και η συζήτηση εξαντλήθηκε σε πολλά θέματα, τόσο προσωπικά όσο και γενικής φύσεως. Χάρηκε πιο πολύ που του ανακοίνωσε τη μετάθεσή της και τον βρήκε καλά. Και τώρα ευχαριστημένη  ετοιμάστηκε να φύγει, ενώ έριχνε ανησυχητικές ματιές γύρω της στριφογυρίζοντας στη θέση της. Σαν όμως άκουσε μια φωνή από το μέρος του σπιτιού της, σηκώθηκε και στύλωσε το βλέμμα της προς τα εκεί με μια αλλόκοτη φοβισμένη έκφραση. Ήταν η φωνή του άντρα της που την ξεχώρισε ανάμεσα στις άλλες τις χαμηλόφωνες κι ακούγονταν ακατέργαστες και δυσνόητες. Η παρουσία της  στο ένοχο  αυτό μέρος μ’ έναν άντρα  και συνάδελφο, κρινόταν επικίνδυνη και αν το  μυριζόταν ο άντρας της ίσως της στοίχιζε πολύ. Γι’ αυτό πήρε την απόφαση να φύγει. Όσο κι αν δεν το βαστούσε η καρδιά της να τον αφήσει, έμεινε για λίγο όρθια μπροστά του και του είπε, έτοιμη να κάνει το πρώτο βήμα για να περάσει το διάδρομο και να φτάσει στην πόρτα:

   --- Δεν πρέπει να συμβαίνει κάτι αλλά φεύγω για να είμαι παρούσα πριν σουρουπώσει. Το αφεντικό είναι σπαγκοραμμένος και δε μου δίνει πολύ χρόνο!

   Του έκανε ένας τρυφερό χαιρετισμό με το δεξί χέρι και πήρε την άγουσα για το σπίτι της.

 

 

 

    

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

                                         ΚΕΦΑΛΑΙΟ  ΠΈΜΠΤΟ

 

 

 

 

 

 

                                                          1

 

 

 

 

 

   Το χωριό Ράχες που αναφέρουμε στην ιστορία μας ήταν ένα καινούριο χωριό που γεννήθηκε από κατοίκους της ορεινής Αρκαδίας, ερχόμενοι εδώ για καλύτερη τύχη στα εύφορα χώματά του. Ο πρώτος κάτοικος ήταν  βοσκός και για να βγάλει τον επιούσιο, πούλαγε γκλίτσες που έφτιαχνε ο ίδιος, ενισχύοντας το εισόδημά του, που στην αρχή περιοριζόταν σε δυο κατσίκες κι ένα νοικοκυριό που στεγαζόταν σ’ ένα πλινθόκτιστο δωμάτιο μ’ ένα λουτροκαμπινέ πρωτόγονης κατασκευής. Είχε γυναίκα και πέντε παιδιά, τρία αρσενικά και δυο κορίτσια, που σαν φρόνιμα που ήταν τα έριξε στην αγορά εργασίας κάνοντας τα πάντα. Ως και καλάθια έπλεκαν με αρκετή απόδοση, κουβαλώντας έτσι πλούσια τα ελέη στη φτωχή αλλά εργατική οικογένεια.

   Κι αν αυτή η οικογένεια τα πήγαινε καλά με τις εμποροδουλειές οι άλλες τα βρήκαν μπαστούνια. Έτσι το έριξαν στην καλλιέργεια της γης. Κι επειδή νερό δεν υπήρχε το χώμα έκανε μόνο για σιτηρά και σταφίδες. Σε λίγα χρόνια μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο μέχρι το 1980 τόσο στον κάμπο κοντά στον Αρκαδικό ποταμό όσο και στις παρυφές των λόφων δεν έβλεπες παρά  εκτάσεις καλλιέργειας σταφίδας και σταριού. Τα άλλα χωριά που γειτόνευαν τους μιμήθηκαν κι έκαναν κι αυτά το ίδιο κι όσα κτήματα ανήκαν σε γαιοκτήμονες πρασίνισαν κι αυτά αφού νοικιάστηκαν και οι εργάτες προσφέρθηκαν με φτηνό μεροκάματο να σκάψουν το χώμα, να φυτέψουν και να συλλέγουν την παραγωγή. Ακόμη και στις όχθες του Αρκαδικού που το νερό είχε κάνει το χώμα εύφορο κι αφράτο, φυτεύτηκαν αμπέλια και ελάχιστα κηπευτικά, απαραίτητα στη διατροφή των κατοίκων.

   Τη δεκαετία όμως του 1980 οι καλλιέργειες άλλαξαν απροσδόκητα. Τα σιτηρά εξαφανίστηκαν και οι σταφίδες και τα αμπέλια αντικαταστάθηκαν από τις ελιές. Ο πατέρας του Ιάσονα έκοψε τις σταφίδες, παράτησε την καλλιέργεια των σιτηρών και φύτεψε όλα τα χτήματα ελιές. Ο Ιάσονας τις αύξησε με τον καιρό για να βρεθεί κάποια στιγμή να έχει τρεις χιλιάδες ρίζες στο χωριό κι άλλες χίλιες στην περιοχή Βελανιδιά κοντά στα μέρη της Καλαμάτας. Έτσι σαν ερχόταν ο Νοέμβρης ο πατέρας αναλάμβανε να ραβδίσει τις ελιές που ήταν κοντά στο χωριό και ο Ιάσονας τις μακρινές.  Έλειπε δεκαπέντε μέρες παίρνοντας άδεια από την υπηρεσία του αποδείχνοντας πόσο καλός εργάτης ήταν όχι μόνο μέσα στην αίθουσα αλλά κι έξω απ’ αυτή.

   Η απόσταση ήταν γύρω στα σαράντα χιλιόμετρα που ο Ιάσονας δεν τη θεωρούσε μακρινή αλλά του άρεσε να την κάνει κι άλλες φορές  για αναψυχή όπως έλεγε. Το κτήμα βρισκόταν κοντά σ’ ένα δάσος κι αυτό του έδινε την ευκαιρία να κυνηγήσει μπεκάτσες και κοτσύφια. Ακόμη ο τόπος ήταν γεμάτος χόρτα που  γέμιζε το καλάθι του με κοκκινολάχανα και ραδίκια. Τα μάζευε στο τέλος της μέρας σαν οι εργάτες σχόλαγαν κι αυτός  χανόταν στις παρυφές του λόγγου μαζεύοντάς τα μ’ ένα παλιό  σουγιαδάκι. Κοντά δε σε έναν όχθο με μεγάλη βλάστηση έβρισκε και τρυφερούς ζοχούς που τους πουλούσε  σε καλή τιμή σε μια εταιρεία κηπευτικών.  Αυτή η γη που τόσα του προσέφερε, ήταν πάντα τέτοια εποχή το καταφύγιό του και η λιποταξία του από το περιβάλλον του σχολείου και της οικογένειάς του, που έδειχνε να μην του στοιχίζει και πολύ. Γλιστρώντας και σκοντάφτοντας στους σβώλους, τα αναχώματα  και τις ρίζες, ξεχνούσε κάθε στιγμή της καθημερινότητας και απολάμβανε τη δική του ανέμελη σιωπή.

 

 

 

 

                                                2

 

 

 

 

   Όμως ήταν και κάτι άλλο που κρατούσε τον Ιάσονα στη Βελανιδιά. Είχε φυτέψει κι ένα αμπελάκι σε μια έκταση δύο στρεμμάτων το οποίο φρόντιζε ο ίδιος, φιλοδοξώντας να είναι πάντα αυτό περιποιημένο και να του δίνει νόστιμο κρασί κι αυτός κοντά στην αγαπημένη του φύση. Στη βορινή άκρη του αμπελιού είχε φτιάξει ένα καλυβάκι με δυο δωμάτια για τις ανάγκες του και να προφυλάσσεται από τις κακές καιρικές συνθήκες. Σαν τον ρωτούσαν γιατί εγκατέλειπε τη σύντροφό του και χανόταν ανάμεσα στα κλήματα και τα βλαστάρια τους, τους έλεγε με υπερηφάνεια υποστηρίζοντας την αξία και την ευεργεσία στο σώμα και στην ψυχή της χειρωνακτικής εργασίας: << όταν κουράζεις τους μυς σου αδρανοποιείται η σκέψη σου και χαλαρώνεις. Τα πρακτικά ζητήματα σε ημερεύουν και σε κάνουν να μη σκέφτεσαι πως θ’ αλλάξεις τον κόσμο. Ακόμα με τη χειρωνακτική δουλειά νιώθεις πως συμμετέχεις ουσιαστικά και δημιουργικά στη ζωή. Έτσι ικανοποιείσαι μαζί της και δέχεσαι τις δυσκολίες της χωρίς να αγχώνεσαι >>.

   Τελευταία είχε αγοράσει και πολλά βιβλία σχετικά με τη χειρωνακτική εργασία και τα ευεργετικά της αποτελέσματα στην ψυχή και στον οργανισμό του ανθρώπου. << Είναι πολλοί άνθρωποι >> έλεγε, <<επηρεασμένοι από τα διαβάσματα και τις σκέψεις των συγγραφέων διανοητών τους, που καταφεύγουν σε τέτοια μοντέλα χαλάρωσης κι απομόνωσης για να ξεφύγουν από τα προβλήματά τους και το άγχος της ζωής. Αυτό κάνω κι εγώ και είναι απλό. Όταν κλαδεύω το αμπέλι ή το κορφολογώ το κάνω με τα χέρια μου κι αυτό με ευχαριστεί και με ηρεμεί. Σαν φτιάχνω το κρασί μου και γεμίζω τα βαρέλια τότε νιώθω σαν τον πιο ευτυχισμένο άνθρωπο του κόσμου. Τα μαστορέματά μου αυτά με βοηθούν να πετυχαίνω το στόχο μου, που είναι η ηρεμία και η ψυχική μου γαλήνη. Διοχετεύω έτσι το άγχος μου στη διαδικασία και όταν στο τέλος δω το αποτέλεσμα έχω το αίσθημα της ικανοποίησης και της χαράς>>.

   Τον καιρό που έλειπε  στο κτήμα του, η Τάνια έμενε δίχως έρωτα κι αυτό τη στενοχωρούσε. Το ότι ζούσε δίχως σύζυγο για λίγα βράδια της ήταν οδυνηρό και δεν μπορούσε να το χωνέψει. Κάθε πρωί ξυπνούσε με κλάματα στα μάτια και νηστική από την ερωτική πείνα καθόταν στο σαλόνι αμίλητη και κατσουφιασμένη ή κάτω στην αυλή κι έπιανε το κεφάλι της με τα δυο της χέρια για ν’ απαλλαγεί από τους φριχτούς πονοκεφάλους που την ταλάνιζαν αρκετές ώρες. Η φροντίδα της αυλής και οι δουλειές του σπιτιού την κούραζαν και το θεωρούσε αίσχος και ατίμωση ν’ ασχολείται μαζί τους μια καθώς πρέπει κυρία σαν και αυτή και της ερχόταν να ξεμαλλιαστεί  όταν ήταν αναγκασμένη να τις κάνει. Κι όσο δεν έκανε τίποτα για να ξεδώσει από τη μοναξιά της τόσο και υπόφερε. Τα παιδιά της δεν τη βοηθούσαν να ξεπεράσει τη μοναξιά της, το αντίθετο της πρόσθεταν περισσότερη. Οι πεθεροί της ήταν ανίκανοι για οποιαδήποτε στήριξη. Χωρικοί όπως ήταν και οι δυο, το θυμωμένο και δακρύβρεχτο πρόσωπό της ούτε στιγμή δεν τους συγκινούσε.

   Πολλές φορές τα βράδια που κοιμόταν μόνη είχε κάνει πονηρές σκέψεις, αλλά γρήγορα τις προσπερνούσε αν και εσώψυχα της άρεσε. Οργισμένη τότε σαν διάβολος, χωνόταν στα σκεπάσματα και προσπαθούσε να κλείσει τα μάτια για να επιστρέψει στην ησυχία της λήθης. Έβρισκε κάπως τον εαυτό της όταν επέστρεφε ο άντρα της. Όχι πως τον αγαπούσε αλλά η συντροφιά του, της ήταν κάτι. Τον ένιωθε σαν στήριγμα και σαν παρηγοριά. Τις πρώτες μέρες πήγαινε αυτή πρώτη γυρεύοντας να κάνουν έρωτα, ξαπλώνοντας στο κρεβάτι πριν από τον άντρα της και τον περίμενε να έρθει. Του προσέφερε τα κάλλη της με θέρμη και τον προκαλούσε ανήθικα και χυδαία. Σιγά-σιγά όμως τον βαριόταν και το ερωτικό ενδιαφέρον της έσβηνε σαν τη φλόγα στη σταγόνα του νερού. Τον δεχόταν ψυχρή, όταν το αποφάσιζε αυτός πια, ενώ αυτή του το ζητούσε στη χάση και στη φέξη. Αυτό τον έβαζε σε ανήσυχες σκέψεις. Η αδιαφορία της αυτή συνεχιζόταν ώσπου αυτός της ζητούσε να του εξηγήσει που οφειλόταν τέλος πάντων αυτή της η κατακόρυφη πτώση της ερωτικής της επιθυμίας. Ήταν αδιανόητο να του πει την αλήθεια και πάντα μια τέτοια συζήτηση μεταξύ τους κατέληγε σε βίαιες συγκρούσεις.

 

 

 

 

                                             3

 

 

 

 

 

   Ο Νοέμβρης ήρθε με βροχές. Πολλές βροχές που δημιούργησαν προβλήματα στη γεωργία. Το χωριό σε αρκετά σημεία πλημμύρισε με αποτέλεσμα να καταστραφούν οι δρόμοι του, οι κήποι και οι αυλές να γίνουν λίμνες και τα ισόγεια να βρεθούν στη δύνη των ορμητικών νερών. Ο Αρκαδικός φούσκωσε και τα νερά του κυλούσαν αφρισμένα  μεταφέροντας λάσπη και κορμούς ξεριζωμένων δέντρων. Πολλά υδρόβια ζώα βρήκαν το θάνατο και οι καλλιέργειες κοντά στην όχθη ξεριζώθηκαν.  Εκείνες τις ημέρες ο Ιάσονας πήρε ένα γράμμα από τον προμηθευτή του που του έβρισκε εργάτες και χάρηκε. Του έγραψε πως του έστελνε δεκαπέντε, πέντε γυναίκες και δέκα άντρες να ενισχύσουν το υπάρχον εργατικό του δυναμικό όλοι τους Ρουμάνοι και πως όφειλε να τους εξασφαλίσει στέγη και φαγητό. Όσο για το μεροκάματο είχε προνοήσει αυτός και το είχε κανονίσει να είναι φθηνότερο  απ’ ότι ήταν στην αγορά. Ο Ιάσονας κοίταξε με ανακούφιση ένα μικρό κατώι  που το είχε για τα νεογέννητα κλωσσόπουλα και αποφάσισε να τους το παραχωρήσει. Όσο για τη χωρητικότητα δεν τον ένοιαζε αφού τους μισούς θα τους έπαιρνε αυτός στη  Βελανιδιά. Οι υπόλοιποι χωρούσαν και παραχωρούσαν.

   Ήταν Σάββατο  βράδυ που έφτασαν στο σπίτι του ανεβασμένοι σ’ ένα φορτηγό της εταιρείας με τις πραμάτειες τους και στάθηκαν για λίγο στο δρόμο μέχρι να τους παραλάβει ο Ιάσονας και να τους βάλει στην αποθήκη. Πολλούς τους γνώριζε κι από τις περασμένες χρονιές και κάποιους τους έβλεπε για πρώτη φορά. Αυτούς τους άγνωστους καμιά φορά τους φοβόταν για την κακή απόδοσή τους αλλά φέτος αυτό δεν ίσχυε γιατί το γραφείο που τους είχε προμηθευτεί φημιζόταν για την καλή προσφορά των υπηρεσιών του.   

   Έμειναν εκεί το Σαββατοκύριακο και τη Δευτέρα οι μισοί αναχώρησαν μαζί με τον Ιάσονα,  φορτωμένοι πάνω στην καρότσα του αγροτικού του φορτηγού. Λίγο έξω από τα χωριό ο καιρός χάλασε. Σηκώθηκε δυνατός αέρας που στροβιλιζόταν άγρια κι έκανε τις κορυφές των δέντρων ν’ ακουμπάνε στο έδαφος.  Μια λεπτή παγωνιά κατέβαινε από τα βουνά λες και είχε ενσκήψει βαρύς χειμώνας στην ορεινή Αρκαδία. Ο ουρανός  φορτωμένος με μαύρα πυκνά σύννεφα, προμηνούσε βροχές ενώ οι πρώτες αστραπές και τα βροντερά μπουμπουνητά γέμισαν τον ουρανό.  

   Σαν έφτασαν ο Ιάσονας τους έδωσε οδηγίες κι αμέσως έπεσαν όλοι με τα μούτρα στη δουλειά.  Στο αγροτόσπιτο βρήκαν δέμπλες, καντάλια, λιόπανα, αλυσοπρίονα και ότι άλλο μηχάνημα ήταν απαραίτητο για το ράβδο.  Ο Ιάσονας φορώντας μια  μπλε φόρμα κουμπωμένη ως το λαιμό, πηγαινοερχόταν πότε στο ένα και πότε στο άλλο γκρουπ, δίνοντας εντολές και επιστατώντας τη δουλειά τους. Ευτυχώς η μπόρα που φάνηκε να τους απειλεί τράβηξε ανατολικά αφήνοντας πάνω τους μόνο λίγες χοντρές  σταγόνες  και τα σύννεφα σκορπίστηκαν για να βγει ένας τετράγωνος ήλιος  ως το βράδυ. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να γεμίσουν εβδομήντα τσουβάλια και να κάνει το αφεντικό να χαμογελάει ασταμάτητα. Με τον ίδιο ρυθμό συνεχίστηκε η δουλειά και τις άλλες μέρες ως το Σάββατο που τελείωσαν όλα τα δέντρα.

 

 

 

 

 

                                                 4

 

 

 

 

 

 

   Όταν έφυγε ο άντρας της με τους εργάτες η Τάνια τους ξεπροβόδισε λίγα μέτρα έξω από την αυλή τρέχοντας με μικρά βηματάκια πίσω από το φορτηγό ώσπου χάθηκε στη στροφή.  Ύστερα μπήκε στην αυλή και έπιασε κουβέντα με τα πεθερικά της. Αυτό κράτησε ελάχιστα γιατί σε λίγο έφυγαν ποδαρόδρομο με τους  υπόλοιπους εργάτες για το  περιβόλι κοντά στον Αρκαδικό. Πίσω τους η Τάνια τους χαιρετούσε ενώ δεν ξεχνούσε να παίζει με το αριστερό της χέρι τα όμορφα κοντά μαλλιά της που έπεφταν με χάρη στο κάτασπρο λαιμό της.  Όταν έμεινε μόνη ανέβηκε χαμογελώντας στην κουζίνα. Ετοίμασε πρωινό γι’ αυτή και τα παιδιά και τα περίμενε να ξυπνήσουν. Ως τις  επτά ήθελαν ακόμη μια ώρα.

   Όλο το μήνα Νοέμβρη η Τάνια και η οικογένειά της λόγω του ράβδου μετακόμιζαν στο χωριό. Ο Ιάσονας έπαιρνε άδεια από την υπηρεσία του ενώ αυτή δούλευε και ερχόταν τα Σαββατοκύριακα να τον δει και να πληροφορηθεί τα σχετικά γύρω από την ελαιοκομιδή.  Την κούραζαν πολύ οι αγροτικές δουλειές και ούτε ήθελε ν’ ακούει γι’ αυτές, όμως στενοχωριόταν αν κάτι δεν πήγαινε καλά τις μέρες που γινόταν ο ράβδος. Πάντα όμως όλα τους πήγαιναν καλά και δεν είχαν στενοχωρηθεί για τίποτα. Μόνο ο καιρός τους τα χάλαγε. Κι αυτός όμως τις πιο πολλές φορές ήταν καλός και γλυκός μαζί τους. Στην πόλη την Τάνια την κατέβαζε ένας ξάδερφός της που δούλευε στην εφορεία  και είχε αυτοκίνητο. Και η επιστροφή της στο χωριό σαν σχολούσε από το σχολειό γινόταν με αυτόν. Αν δεν είχε λόγους να έρθει στο χωριό έμενε στην πόλη. Από τα τρία κορίτσια της εκείνη την εποχή  η μεγάλη κόρη της που ήταν πέντε χρονών πήγαινε νηπιαγωγείο και τα άλλα δυο στον παιδικό σταθμό. Βέβαια στο χωριό αρκετή βοήθεια για τα τρία της παιδιά είχε και από τον παππού και τη γιαγιά.

   Σαν έφαγε το πρωινό της μπήκε στο σπίτι να ταχτοποιήσει την κρεβατοκάμαρα. Της άρεσε πολύ να το φροντίζει και να το έχει στην πένα. Πιο πολύ όμως της άρεσε να στρώνει το κρεβάτι της γιατί το συμπαθούσε επειδή ήταν έργο τέχνης, χαρισμένο στο γάμο της από τον άντρα της.  Ήταν ακριβό, γεμάτο ζωγραφιές στα ξύλα και στα σίδερα και μ’ ένα πορτατίφ στη δεξιά μεριά σε γαλλικό στιλ. Πάνω στο κομοδίνο στον αριστερό τοίχο ήταν μια φωτογραφία του άντρα της με στρατιωτική στολή που τον έδειχνε γελοίο τόσο φαρδιά που ήταν, πράγμα που δεν της άρεσε καθόλου. Όσο κι αν δίπλα είχε βάλει  μια που ήταν και οι δυο μαζί από το γάμο τους, τα μάτια της όλο σ’ εκείνη έπεφταν ενώ δεν απέφευγε και το συνηθισμένο της περιφρονητικό μορφασμό. Σήμερα όμως της παραφάνηκε άσχημη και παίρνοντάς την στα χέρια της την ταρακούνησε με θυμό πολλές φορές. Ύστερα της άλλαξε  θέση και την ξανακοίταξε με απόγνωση. Κάποια στιγμή σαν σκέφτηκε κάτι, ψιθύρισε οργισμένη: << Το είπαν και το ‘καναν! Με πάντρεψαν με αυτόν που δεν ήθελα και δεν αγαπούσα! Μ’ έριξαν στη δυστυχία! Είναι γονείς μου όμως και τους συγχωρώ >>.

   Αποτραβήχτηκε και κάθισε στην άκρη του κρεβατιού. Σε λίγο χαλάρωσε και βούλιαξε σε παράλογες σκέψεις. Μια όμως την έκανε να στενάξει. Ήταν αυτή που της αποκάλυψε την αμαρτία. Χαμογέλασε και κούνησε το κεφάλι με τρομάρα. << Με πιάνει σύγκρυο μόνο που το σκέφτηκα! >> συλλογίστηκε. << Αν τον απατήσω τον άντρα μου, πως θα νιώσω; Και τι θα γίνω τσούλα; >> πρόσθεσε και πρόσταξε τα στήθη της με γούστο μπροστά.

   Τότε ήταν που άκουσε φωνές από τα δωμάτια των παιδιών και συνήλθε. Είχαν ξυπνήσει και τα τρία κι έρχονταν να τη συναντήσουν με πρώτη τη Χριστίνα, ακολουθούσε η Αθανασία και τρίτη αργά- αργά και νυσταγμένη η Χαρούλα. Σαν μπήκαν μέσα στην κρεβατοκάμαρα την πλησίασαν κι άρχισαν να την αγκαλιάζουν και να ζητούν τα χάδια της. Αυτή δεν τους τα στέρησε αλλά τουναντίον τους τα έδωσε πλουσιοπάροχα σκάζοντας κι από ένα φιλάκι στα ροδαλά μαγουλάκια τους. Ύστερα με μια κίνηση κομψή σηκώθηκε  από το κρεβάτι κι αφού πιάστηκαν και οι τέσσερις από τα χέρια οδηγήθηκαν στην κουζίνα.

   Εκεί  έβαλε και τις τρεις να καθίσουν στο τραπέζι και τους ετοίμασε το πρωινό που περιείχε γάλα, μέλι και φρυγανιές. Το σερβίρισε σε φλιτζάνες και  πιάτα από πορσελάνη και κάθισε κι αυτή κοντά στη μικρότερη αρχίζοντας να την ταϊζει. Τα δυο μεγάλα κορίτσια έτρωγαν μόνα τους ενώ αυτή τους έδινε που και που τις απαραίτητες οδηγίες και συμβουλές. Εκείνα την άκουγαν και καθώς έτρωγαν την κοιτούσαν με εύθυμο τρόπο όταν κάτι απ’ όσα τους έλεγε τους φαίνονταν υπερβολικά ή αστεία.

   Κάποια στιγμή η μικρή αρνήθηκε να πιει και το υπόλοιπο γάλα της και η Τάνια της το επέβαλε με υψωμένη φωνή χωρίς όμως να κρύβει εχθρική διάθεση. Εκείνη κάτι ψέλλισε στη δυσνόητη μωρουδίστικη γλώσσα της σαν αντίδραση και χαμήλωσε το βλέμμα με μια χαριτωμένη γκριμάτσα. Τότε οι δυο άλλες βρήκαν την ευκαιρία να παίξουν σαν η μητέρα τους ήταν  αφοσιωμένη στη μικρή τους αδερφή  και σηκώθηκαν με την πρόθεση να κρυφτούν κάτω από το τραπέζι, πράγμα που το έκαναν πολλές φορές στο τέλος του φαγητού. Η Τάνια τις είδε και ψιθύρισε εκνευρισμένη, << αχ, γιατί μου το κάνετε, αυτό! >> και  κινήθηκε με άγριες διαθέσεις εναντίον τους. Αυτές τότε γέλασαν και κάθισαν σαν ήσυχες γατούλες στις θέσεις τους. << Αφού τελειώσαμε, μητερούλα, πες μας τι να κάνουμε! >> της είπε η Χριστίνα ενώ άρχισε να μιλάει με την αδερφή της την Αθανασία που της έλεγε κάτι προσωπικό χαμηλόφωνα και φοβισμένα:  << Να φάει και η μικρή και μετά θα πάμε να ντυθούμε! >> της απάντησε η Τάνια και βοήθησε τη μικρή Χαρά να πιει την τελευταία της γουλιά.  Όταν έγινε κι αυτό και η μητέρα μάζεψε τα σερβίτσια, βρέθηκαν όλες στο δωμάτιο της μεγάλης και με τη φροντίδα της Τάνιας άρχισαν να ντύνονται. Δεν άργησαν να ντυθούν κι αφού έκλεισαν τις ντουλάπες και η μητέρα έκανε μια βόλτα στα δωμάτια να τα επιθεωρήσει και να τα ασφαλίσει τους συνέστησε να κατεβούν στην αυλή και να την περιμένουν. Σε λίγο θα ερχόταν ο εξάδελφος του άντρα της που δούλευε στην εφορεία να τους κατεβάσει στην πόλη, για να πάει αυτή στο Λύκειο, η μεγάλη η Χριστίνα που πήγαινε στην πρώτη τάξη στο Δημοτικό, η Αθανασία στο νηπιαγωγείο και η Χαρούλα στον παιδικό σταθμό.

 

 

                                                      5

 

 

 

 

   Στην αίθουσα η Τάνια σκεπτόταν συνέχεια το Λευτέρη. Σιγά το μάθημα που έκανε κι όλη την ώρα ήταν αφηρημένη κάνοντας το ένα λάθος πάνω στο άλλο στις απαντήσεις των μαθητών. Κοιτούσε συνέχεια έξω από το παράθυρο νομίζοντας πως θα τον δει και κάθε τόσο  και λιγάκι τα πράγματα που έβλεπε τα περνούσε για τη φιγούρα του. Ένας κακόηχος αφύσικος ήχος που ακούστηκε την έκανε να βγει στην πόρτα και να δει από πού ερχόταν αλλά στην ουσία το έκανε γιατί ήθελε να δει κάπου το Λευτέρη. Έμεινε για λίγο έξω κάτω από το στέγαστρο αλλά σαν η παγωμένη υγρασία που ερχόταν από τα δέντρα του κήπου την κρύωσαν, μπήκε απογοητευμένη μέσα. Εκεί έριξε πάλι ματιές από τα τζάμια  αλλά ήταν θολά και δύσκολα διέκρινε κάτι. Ευτυχώς που το κουδούνι τη λύτρωσε και πετάχτηκε με σβελτάδα στην αυλή όπου η εορταστική ατμόσφαιρα του διαλείμματος σίγουρα θα της έφτιαχνε την κακή της διάθεση.

   Όντως σαν βρέθηκε έξω η Τάνια ένιωσε καλύτερα αλλά και πάλι της έλειπε ο Λευτέρης.  Ήθελε πολύ να τον δει αλλά και να του  ανακοινώσει την απόφασή της να τον συναντήσει το βράδυ στο σπίτι του, στην πόλη τώρα που έλειπε ο  άντρας της και μπορούσε να κινηθεί ελεύθερα χωρίς το φόβο της παρουσίας του. Έτρεμε που το σκεφτόταν αλλά έπρεπε να γίνει. Το είχε πολύ ανάγκη και μια δύναμη μέσα της την έσπρωχνε να το κάνει. Η ζωή της είχε πια χάσει το νόημά της μακριά του. Κοντά του, στην αγκαλιά του το χαμόγελο που είχε χάσει και η άνοιξη στα φυλλοκάρδια της θα ερχόταν και πάλι.

   Σε λίγο τον είδε. Στεκόταν αφηρημένος κοντά στην πόρτα της καντίνας και προσπαθούσε να βγάλει από την τσέπη του παντελονιού του κάποιο χαρτί. Εκείνη αμέσως πέρασε από κοντά του και κάνοντας μια χορευτική κίνηση σταμάτησε λίγα μέτρα πιο πέρα. Ύστερα ήρθε προς το μέρος του και βγάζοντας από τη χούφτα της ένα λουλουδιαστό άσπρο μαντήλι προφασίστηκε πως σκούπιζε τα χείλη της, ενώ συνέχιζε να περπατά. Ο Λευτέρης έτσι επίμονα που κινήθηκε μπροστά του την αντιλήφθηκε και ρίχνοντας μια ματιά γύρω του να δει μήπως γίνονταν θέα των μαθητών και των συναδέλφων τους, της είπε γελώντας:

   --- Δε θα σταματήσεις; Πού πας τρέχοντας;  

   Αυτή σταμάτησε. Έσφιξε παιχνιδιάρικα το μαντήλι στη χούφτα της και του χαμογέλασε με νόημα. Το άρωμα που ανέδυε του άρεσε και τον έκανε να νιώσει μαγευτικά. Το συναίσθημά του γι’ αυτή τη γυναίκα που ποθούσε τόσο τον διέγειρε και τον συνεπήρε σύγκορμο που αναζητούσε πως και πως το άγγιγμά της ή και να βρει ακόμη μια λεξούλα να της πει. Για μια στιγμή έμεινε με τα μάτια κλειστά και νόμισε πως ακούμπησε πάνω της. Ξαφνικά όμως ένας θόρυβος από παιδιά τον ξύπνησε και τον προσγείωσε στην πραγματικότητα. Για μια στιγμή απλώθηκε σιγή. Κι όταν πέρασε από μπροστά του κι έφυγε η Τάνια του είπε όσο ψιθυριστά, μπορούσε:

   --- Πάμε στη βιβλιοθήκη! Εκεί θα νιώσουμε ασφαλείς μακριά από τις αυστηρές συνθήκες του χώρου!

   Ο Λευτέρης  κατάλαβε αμέσως πως είχε κάνει λάθος που μίλησαν εκτεθειμένοι στα τόσα μάτια γύρω τους. Έτσι εύκολα την ακολούθησε εκεί που του είπε. Κάθισαν κι έπιασαν την κουβέντα. Είπαν  πολλά και διάφορα, για την αρχαιότητα, τη θρησκεία, τη λογοτεχνία, την ποίηση, την επιστήμη, την εκπαίδευση, το σχολείο και κατέληξαν στο αντικείμενό τους την αρχαία ελληνική τραγωδία. Ο Λευτέρης δεινός ρήτορας και γνώστης της ποίησής της την καθήλωσε τόσο με τη γλαφυρότητα του λόγου του που η Τάνια τον άκουγε συνεπαρμένη και αναζητούσε κάποιο νόημα σ’ αυτά που της έλεγε, κάποιο μήνυμα που την αφορούσε. Εκείνος όσο την έβλεπε μεθυσμένη από τα ιδέες του τόσο μιλούσε καλύτερα. Σταμάτησε μόνο  σαν η αγάπη και ευλάβεια που αισθανόταν γι’ αυτή τη γυναίκα τον έκαναν αδύναμο να συνεχίσει.

   << Τώρα τα πράγματα, είναι εντελώς διαφορετικά, γι’ αυτό που θέλω να του πω >> σκέφτηκε η Τάνια  σαν απόμειναν για λίγο σιωπηλοί να ψάχνουν στα ράφια τα βιβλία.  Έδειξε δε τόσο τρομαγμένη που έκανε μια βίαιη κίνηση με το χέρι της ρίχνοντας κάτω έναν καλαίσθητο τόμο που ξάφνιασε το Λευτέρη και το έδειξε με μια έκφραση ανόητη, λέγοντας, << σιγά, Τάνια τα γκρέμισες! >>  Αυτή έβαλε το βιβλίο στη θέση του ενώ σκεφτόταν: << Δυσκολεύομαι να του το πω. Τι να του πω; Θέλεις να συναντηθούμε απόψε και να αμαρτήσουμε! Κι αν το πάρει στραβά, πάει χάθηκα! >> Βρήκε ένα μικρό χολ και τρύπωσε μέσα να σκεφτεί καλύτερα. Δυστυχώς όμως όσο περνούσε η ώρα απόφαση δεν έπαιρνε. Κάποια στιγμή την πήραν τα δάκρυα. Όχι τόσο για το αμάρτημα που σκόπευε να πέσει αλλά για τη δειλία και την αναποφασιστικότητα. Αν δεν ένωνε τη ζωή της μαζί του εκείνο το βράδυ της φαινόταν πως ποτέ τους οι ρίζες τους δε θα ήταν κοινές. Ήταν σε δύσκολη θέση. Πολύ ήθελε να καταραστεί τον εαυτό της ενώ άρχισε να τον μισεί. Αγαπούσε αυτόν τον άντρα παράφορα κι έπρεπε να το κάνει. Να του πει αυτό που ζητούσε η καρδιά της. Τι ντροπή ήταν; Κάποια στιγμή νόμισε πως θα παραφρονούσε. Και για να μη γίνει αυτό βγήκε από το χολ έτοιμη να του το πει. Όμως καθώς εκείνος καθάριζε το παπούτσι του στο χαλί και της φάνηκε σοβαρός και ψυχρός μέσα στο μεσάτο μαύρο μπουφάν του, άλλαξε γνώμη και μ’ ένα λυγμό που ευτυχώς δεν τον άκουσε ο Λευτέρης, του είπε δείχνοντας να υποφέρει πολύ:

   --- Πάμε! Σε λίγο ο ήχος του κουδουνιού θα διαταράξει την ήσυχη θεία πράξη μας να είμαστε μαζί!

   Αυτός την κοίταξε μουδιασμένος. Η φωνή της έμοιαζε να τρέμει.

   --- Δεν είσαι καλά; τη ρώτησε.

   Αυτή έγειρε το σώμα της απότομα προς τα εμπρός και του απάντησε ξαφνιασμένη:

   --- Φαίνομαι άρρωστη;

   --- Ταραγμένη!

   --- Ιδέα σου! Απλά έχω λίγο χάσει τα νερά μου γιατί ο άντρας μου λείπει.

   --- Αλήθεια απουσιάζει! Πού έχει πάει;

   --- Στο χτήμα για ράβδο. Το Σάββατο θα επιστρέψει.

   --- Λυπάμαι πολύ!

   --- Δεν είναι η πρώτη φορά αλλά παραδόξως νιώθω μοναξιά.

   Ο Λευτέρης  την κοίταξε στα μάτια που του φάνηκαν σκοτεινά. Έπαιξε στη συνέχεια με το φερμουάρ του μπουφάν του και της είπε ενώ τακτοποιούσε τους γιακάδες του:

   --- Έχεις τα παιδιά. Αυτά σίγουρα θα σου προσφέρουν συντροφιά.

   --- Πως! του είπε και ακούμπησε απότομα το δεξί της μπράτσο στο χέρι της πολυθρόνας που βρέθηκε κοντά της.

   --- Καταλαβαίνω! Είναι και τα τρία τους  αγγελούδια! Τυχεροί που αναθρέφετε τέτοια όμορφα και καλά παιδιά.

   Η Τάνια χαμογέλασε κι ετοιμάστηκε κάτι να πει. Όμως ο ήχος του κουδουνιού την έκοψε. Απόμεινε να τον κοιτάζει και να νιώθει ευχάριστα ενώ φαινόταν το ίδιο να νιώθει και ο Λευτέρης, εκστασιασμένος να κοιτάζει κι αυτός το όμορφο στόμα της που το ζωγράφιζαν δυο ροδαλά σαν τριαντάφυλλο χείλη.

   --- Δυστυχώς! Πρέπει να χωρίσουμε! Η πληγωμένη φωνή του δεν άφηνε περιθώρια για παραβίαση του χρόνου επιστροφής στην αίθουσα. Υποκλίθηκε μπροστά της κι έκανε το πρώτο βήμα να βγει.

   --- Ίσως στο άλλο διάλειμμα να προλάβουμε να τελειώσουμε ότι αρχίσαμε! του τόνισε εκείνη και τον άφησε να φύγει μόνο του, γλιτώνοντας τα κουτσομπολιά από τα μάτια που θα τους έβλεπαν μαζί.

   --- Μπορεί και όχι! της είπε αυτός, φωναχτά και περπάτησε αποφασιστικά για την τάξη του.

   --- Γιατί; τον ρώτησε και φάνηκε φοβισμένη.

   --- Δε θα είμαι ελεύθερος! Έχω γραφική υπηρεσία να κάνω!

   Η Τάνια του απάντησε σηκώνοντας ψηλά το χέρι της πως δεν πειράζει και έκοψε πόδι για την δική της τάξη. Αυτή ήξερε τι στενοχώρια κουβαλούσε μέσα της. Κι αμέσως πήρε την απόφαση όταν σχολάσει να μην μείνει στην πόλη αλλά να πάει στο χωριό με τα παιδιά.

 

 

 

                                             

 

                                               6

 

 

 

 

  Το απόγευμα  αφού ταχτοποίησε τις δουλειές του σπιτιού, αποφάσισε να πάει περίπατο με τις κόρες της στο περιβόλι που βρισκόταν κοντά στον ποταμό και να επιστατήσει και τους εργάτες. Βέβαια τα πεθερικά της ήξεραν να τα βγάλουν πέρα μαζί τους  και χωρίς τη βοήθειά της, αλλά στο κάτω -κάτω της γραφής κι αυτή ήταν αφεντικό! Πήραν το  δρομάκι που κατηφόριζε μάνα και κόρες και  απομακρύνθηκαν από το χωριό. Σε λίγο πλησίασαν στην όχθη του Αρκαδικού ποταμού φτάνοντας ως τον καταρράκτη. Από το μέρος που στέκονταν διακρινόταν καλά γιατί τελείωνε το δάσος και το μέρος ήταν γυμνό με λίγα μόνο καλάμια και κοντά αγριόχορτα. Τα παιδιά κοίταζαν με θαυμασμό τα αφρισμένα νερά του και έδειχναν αγαλλίαση με το θέαμα που αντίκριζαν. Τον καταρράκτη αυτό τον αγαπούσαν πολύ και δεν τον άλλαζαν με τίποτα στον κόσμο. Μέσα τους όμως ένιωθαν και τρόμο αλλά ίσως να τον ερμήνευαν και σαν γνώση που έκανε τη ζωή τους να έχει ενδιαφέρον. Καμιά φορά ο παππούς τους  περισσότερο για να τα συνετίσει  και όχι για να τα τρομάξει τους έκανε παραμύθι τη ζωή του και τον παρουσίαζε με δράκο φοβερό που έτρωγε ρουφώντας τα κακά παιδιά. Αυτά παρόλα όσα άκουγαν σεβόταν τον καταρράκτη  κι έπλεαν σε πελάγη ευτυχίας όταν τους υπόσχονταν πως θα τα πήγαιναν να τον επισκεφτούν.

   Μετά τον καταρράκτη ένας βράχος χώριζε τα νερά δημιουργώντας δύο λιμνούλες που άρεσαν πολύ στα παιδιά γιατί το νερό έκανε αφρούς που γλιστρούσαν αριστερά φτιάχνοντας ένα μικρό ρυάκι.  Ύστερα προχώρησαν μέχρι το σύνορο του χωραφιού όπου το έδαφος ήταν λείο κι εύφορο, γεμάτο όμως από πυκνή και ψιλή χλόη που σχεδόν τα σκέπαζε. Έπαιξαν λίγο με κάτι μεγάλα μαύρα σκαθάρια και μπήκαν στο χτήμα του μπαμπά. Οι πεθεροί μόλις τα είδαν ξετρελάθηκαν από τη χαρά τους κι αφήνοντας τις δέμπλες έτρεξαν κοντά τους. Τα χάιδεψαν, τους είπαν λόγια φιλοφρόνησης και αγάπης κι επέστρεψαν πάλι στη δουλειά τους. Η Τάνια κάθισε σ’ ένα  γεμάτο τσουβάλι με ελιές και παρακολουθούσε χωρίς να βγάζει μιλιά.

   Στις τέσσερις και μισή  οι εργάτες μάζεψαν τα σακιά στην πλαγιά του χωραφιού και τα σκέπασαν μ’ ένα μακρύ λιόπανο. Έβαλαν πάνω και μερικές  πέτρες για να τα προστατέψουν από τον αέρα της νύχτας και περίμεναν μαζεμένοι στην άκρη του δρόμου το πρόσταγμα του νοικοκύρη για την επιστροφή τους στο χωριό. Ο παππούς αφού επιθεώρησε  μερικές μικρές ελιές που είχε φυτέψει από την άνοιξη στο δυτικό μέρος προς το μέρος του δάσους, επέστρεψε μ’ ένα πλατύ χαμόγελο γιατί τις βρήκε αναπτυγμένες κι ένα μπόι ψηλές. Ύστερα χωρίς να νοιάζεται να εγκαταλείψει το χωράφι κάλεσε και οδήγησε τα εγγόνια του σ’ ένα μικρό ξέφωτο όπου υπήρχαν πεσμένοι κάμποσοι κορμοί από δέντρα. Εν τω μεταξύ έδωσε  εντολή στους εργάτες να ξεκινήσουν. Εκεί τους έδειξε μια μεγάλη ψόφια χελώνα ανάμεσα στους σωρούς  από τα φύλλα και τα αγριόχορτα. Εκείνα την κοίταξαν σαστισμένα. Ο παππούς τους εξήγησε πως κάποιοι εχθροί του περιβάλλοντος το έκαναν αυτό. Στη συνέχεια αφού τους έκανε και λίγο μάθημα περιβαλλοντικής μελέτης έδωσε το σύνθημα της αναχώρησης.

   Πήραν τον κοντινότερο δρόμο κι όχι εκείνον που είχαν έρθει. Και τούτο γιατί το ζήτησαν τα παιδιά αφού τους άρεσε η διαδρομή. Το δάσος σ’ εκείνο το μέρος ήταν υγρό από τις πρώιμες βροχές και τα παιδιά έσκυβαν κόβοντας άγρια λουλουδάκια και μακριούς βλαστούς που τους έκαναν στεφάνια. Στο βάθος το δάσος αντηχούσε από το απογευματινό κελάδημα του κότσυφα ενώ που και που ακουγόταν και η δοκιμαστική φωνή κάποιου αηδονιού. Κάτω στο ποτάμι ένα κοπάδι από ψαρόνια πετούσε προς το δέλτα και κάποια ψαροπούλια ταξίδευαν όλο πιο βαθιά προς τις πηγές του ποταμού.

   Έφταναν κοντά στο χωριό. Εκεί τα παιδιά είδαν μια καλύβα κι έξω σκορπισμένα πολλά χαρτιά, σκουπίδια κι ένα σπασμένο τραπέζι με τέσσερις καρέκλες σάπιες και αναποδογυρισμένες. Τους έκανε μεγάλη εντύπωση αυτή η ακαταστασία και η ρύπανση και δια στόματος της μεγαλύτερης που ρώτησε γιατί ήταν όλα έτσι πεταμένα, η Τάνια τους εξήγησε πως εκεί έμενε μια οικογένεια μεταναστών σε άθλιες συνθήκες. Όταν  βγήκαν έξω και τα τρία ξυπόλυτα και ρακένδυτα παιδιά, δυο αγόρια κι ένα κοριτσάκι με ξανθές πλεξούδες η περιέργειά τους μεγάλωσε και στάθηκαν να κοιτάζουν. Καθώς όμως πρόβαλε μέσα από το παράθυρο το κεφάλι της μητέρας τους, φοβήθηκαν και βγάζοντας μια τσιριχτή κραυγούλα πήραν πάλι το δρόμο τραβώντας τη μαμά από το χέρι. 

   Η Τάνια λυπήθηκε πολύ μ’ αυτή τη θλιβερή εικόνα. Από μικρή πίστευε πως ο άνθρωπος είχε το δικαίωμα να έχει τα απαραίτητα αγαθά να ζήσει. Σπίτι, δουλειά και νόμους που να τον υποστηρίζουν. Επειδή όμως έλειπαν αυτά από πολλούς ανθρώπους είχε βγάλει το συμπέρασμα πως η ζωή ήταν μια αρένα στην οποία οι άνθρωποι ανταγωνίζονταν ποιος θα κερδίσει κάτι. Δυστυχώς ο ανταγωνισμός αυτός πολλούς τους εξαθλίωνε. Έτσι η σκέψη πως όλοι οι άνθρωποι μπορούν να ζήσουν με αξιοπρέπεια είχε πάει περίπατο και η οργή για την εκμετάλλευση των δυνατών έπαιρνε κι έδινε στην τάξη των φτωχών και των αδικημένων. Εικόνες σαν αυτή  που έβλεπε μπροστά της υπήρχαν χιλιάδες στον κόσμο και δεν μπορούσε να διανοηθεί γιατί συνέχιζαν να συμβαίνουν. Απογοητευμένη λοιπόν απ’ ότι είδε ούτε κατάλαβε για πότε έφτασαν στο σπίτι τους. Η μικρή επανάσταση που για λίγο αναστάτωσε την ψυχή της την έκανε να χαρεί πολύ που θα έβρισκε ζεστασιά στο φιλόξενο κι άνετο δικό της σπίτι. Έτσι αφού ξεκλείδωσε την εξώπορτα μπήκαν όλοι μέσα πηγαίνοντας ο καθένας στο χώρο του για ξεκούραση, φαγητό και ύπνο.

 

 

 

 

                                             7

 

 

 

 

 

    Την άλλη μέρα  στο σχολείο το βιβλίο << Αρχαία Ελληνική Γλώσσα >> της Πρώτης Γυμνασίου άναψε φωτιές  στους φιλόλογους τόσο του Γυμνασίου όσο και του Λυκείου. Κι αυτό γιατί είχε παραποιημένη μετάφραση των αποσπασμάτων του Πρωταγόρα και δεν είχε καμία σχέση με τον πλατωνικό διάλογο.  Δεν  έμοιαζε σχεδόν καθόλου ούτε στη γλώσσα ούτε στο περιεχόμενο. Ακόμη μολονότι αναφερόταν στην ελεύθερη διασκευή  πως δεν ήταν η εκπαίδευση φροντίδα και υποχρέωση της πολιτείας η λέξη << σχολείο >> ήταν γραμμένη πάνω από τρεις φορές. Στη λεζάντα δε της εικόνας ως ιστορικού τεκμηρίου, έγραφε: << σκηνές από την καθημερινή ζωή του σχολείου της εποχής >>. Ακόμη αποσιωπούσε ότι οι παίδες του πλατωνικού κειμένου είναι αγόρια, γράφοντας σε μια άλλη λεζάντα: << η κορασίδα πηγαίνει στο σχολείο >>.

   Αυτά τα ψέματα τα επισήμανε η φιλόλογος της Πρώτης Γυμνασίου και τα εξέθεσε στο Λευτέρη. Αυτός με τη σειρά του έβαλε το ερώτημα: << Πώς είναι νοητό να διδάσκουμε στους μαθητές ό,τι η αρχαία Αθήνα είχε  << σχολείο >> όπου πήγαιναν αγόρια και κορίτσια; Αφού δεν ήταν έτσι!>>

   Στα πολλά που είπε σχετικά με τη αρχαία ελληνική γλώσσα και τη διδασκαλία της ηθικής των αρχαίων κατέληξε μέσα σ’ ένα ενθουσιώδη χαιρετισμό των περισσότερων καθηγητών: << Το διασκευασμένο κομμάτι αφορά την εκπαίδευση των παιδιών στο κλεινόν άστυ. Μπορεί να κρατάει τη διδασκαλία της αρετής όπως τη θέλει το πρωτότυπο αλλά κάπου αλλού τα χαλάει με το να λογοκρίνει τη φράση << εάν το παιδί υπακούει με τη θέλησή του εντάξει. Διαφορετικά σαν το στραβό κλαρί το διορθώνουμε με απειλές και ξύλο >>. Σε άλλο σημείο μιλάει για τη γύμναση του σώματος με τα καλύτερα λόγια και την επαινεί ενώ λογοκρίνει τη χρησιμότητά της στους πολέμους.

   Πως είναι δυνατόν να λέμε στους μαθητές πως στο σχολείο της Αθήνας, που είναι ψευδές γιατί δεν είχε σχολεία, πήγαιναν αγόρια και κορασίδες, αφού πήγαιναν μόνο αγόρια, εννοείται στα ιδιωτικά γυμναστήρια και λοιπά εκπαιδευτήρια. Ποιος από σας δέχεται να μαθαίνουμε λογοκριμένη την αρχαία κοινωνία  για να υπερασπιστούμε αρχές και αξίες που δεν τις είχε;  Θα  αγαπήσουν την αρχαιότητα με την πλαστογράφηση της ιστορίας ή θα γίνουν ανίκανοι να συλλάβουν τη σωστή κατανόηση της ιστορικής εξέλιξης; Ακόμη μήπως τους κάνουμε αδιάφορους να αγαπήσουν αυτό το σπουδαίο που έκαναν οι αρχαίοι μας πρόγονοι; >>

   Μετά από αυτά στο γραφείο που επικρατούσε μεγάλος συνωστισμός, άδειασε σιγά- σιγά αφού οι καθηγητές πήγαιναν στις τάξεις τους για το μάθημα. Παραδόξως ο Λευτέρης έμεινε ασάλευτος στη θέση του ενώ με έκπληξη διαπίστωσε πως το ίδιο έκανε και η Τάνια.

   --- Γιατί είσαι εδώ; της έκανε απορημένος εκείνος και έριξε μια ματιά έξω στον προθάλαμο απ’ την ανοιχτή πόρτα προφανώς δυσαρεστημένος από τις φωνές κάποιων αργόσχολων.

   --- Γιατί αυτή την ώρα έχω κενό και είμαι ελεύθερη! του είπε γελώντας η Τάνια και πέταξαν φωτιά τα μάτια της.

   --- Το ίδιο κι εγώ! της αποκρίθηκε κι ο Λευτέρης και έσφιξε ελαφρά τα χείλη του.

   --- Άρα είσαι κι εσύ ελεύθερος! Με λίγα λόγια ούτε ο ένας ούτε  ο άλλος έχει μάθημα! Ας σκεφτούμε τότε πως θα αξιοποιήσουμε μαζί τον ελεύθερο χρόνο μας!

   Ο Λευτέρης το είχε ήδη βρει και της είπε, ψιθυριστά:

   --- Έχω σκεφτεί!

   --- Πώς;

   --- Να πάμε στη βιβλιοθήκη! Εκεί κανείς δεν μπορεί να μας ενοχλήσει.

   Η Τάνια χάρηκε. Σκέφτηκε πως εκεί θα είχε την ευκαιρία να του πει για το βράδυ. Έτσι για να μην αφήσει το χρόνο να της φύγει και την αναβολή μιας απόφασης να την κυριεύσει, περπάτησε αμέσως ως το τέλος του διαδρόμου και στάθηκε έξω από την πόρτα της βιβλιοθήκης. Από εκεί του φώναξε ενώ αυτός την ακολουθούσε:

   --- Έλα! Έλα! Μην κάνεις νάζια! Έχω κάτι σημαντικό να σου πω!

   Ο Λευτέρης μάντεψε τι τον ήθελε κι αυτό τον έκανε τρελό από τη χαρά του. Το είχε διαβάσει στα μάτια της από τη χθεσινή τους συνάντηση και την είχε προδώσει η λυσσαλέα επιθυμία της ζωγραφισμένη στο φιλήδονο και λάγνο βλέμμα της. Κι αμέσως όλα γύρω τού φάνηκαν όμορφα και σαν να μεγάλωσαν ξαφνικά. Η αγάπη του για τη ζωή μεγάλωσε κι αυτή κι ένιωσε πως ακολουθούσε το μαγικό δρόμο της ύπαρξής του. Για λίγο του φάνηκε πως είχε πυρετό αλλά αμέσως αισθάνθηκε καλύτερα σαν το κυματιστό αεράκι από το ανοιχτό παράθυρο του διαδρόμου τον δρόσισε. Σκιρτώντας έτσι από επιθυμία και διέγερση την πλησίασε και μπήκαν μαζί μέσα.

   Το παράθυρο προς τον κήπο της βιβλιοθήκης ήταν ανοιχτό και στάθηκαν εκεί και οι δυο. Μύριζε λεμόνι και δεντρολίβανο  ενώ από το δημόσιο πάρκο η ευωδιά των λουλουδιών που άλλοτε ήταν έντονη κι άλλοτε χανόταν έκανε την ατμόσφαιρα πιο μοσχοβόλα. Στο δρόμο ήταν ερημιά και μόνο μια άθλια ομάδα ρέμπελων αγυρτών έκαναν φασαρία και δεν άφηναν κανέναν σε ησυχία. Σαν όμως το αυτοκίνητο της αστυνομίας φάνηκε στη στροφή έκοψαν πόδι στον πρώτο δρόμο και εξαφανίστηκαν. Μετά απ’ αυτή τη διαλυμένη λαϊκή σκηνή η Τάνια του είπε:                            

   --- Ξέρεις ο άντρας μου, λείπει!

   Το είπε κι αισθάνθηκε καλύτερα. Είχε κάνει την αρχή και ήταν το ήμισυ του παντός. Ό,τι και να της έλεγε θα συνέχιζε  να τον παρακαλάει να δεχτεί. Το είχε πάρει απόφαση. Κανένα κόμπλεξ ή ντροπή δε θα την σταματούσε.

   Αυτός κοιτούσε ένα λιμοκοντόρο που περνούσε στο δρόμο και φάνηκε να μην άκουσε τι είπε.

   --- Ο άντρας μου, λείπει!  Δεν άκουσες; του είπε πειραγμένη και του έπιασε τον καρπό του δεξιού του χεριού.

   --- Ωραία! Πού το πας; τη ρώτησε κι έδειξε να βυθίστηκε σε σκέψεις.

   --- Ευκαιρία να συναντηθούμε! Μου είναι πολύ εύκολο τώρα παρά άλλη φορά.

   Έσμιξε τα φρύδια. Η πρότασή της τον έφερε σε δύσκολη θέση. Χωρίς ενδοιασμούς της είπε:

   --- Αυτό δεν είναι σωστό! Μήπως πρέπει να το αφήσουμε για άλλη φορά!

   Είπε αυτά από επιπολαιότητα και φόβο. Η δοκιμασία του μακριά της ήταν θάνατος. Ωστόσο έπρεπε να κρατήσει κάποια προσχήματα καλής συμπεριφοράς.

   --- Όχι! Αν δεν συναντηθούμε απόψε δύσκολα θα βρω την ησυχία μου. Μήπως δε μ’ αγαπάς;

   --- Α, αυτό να το βγάλεις απ’ το μυαλό σου! Ο Λευτέρης διαμαρτυρήθηκε έντονα δείχνοντας απογοήτευση.

   --- Ε, καλά, σε πιστεύω! του είπε τρυφερά και τον αγκάλιασε. Όμως πρέπει να συναντηθούμε. Αρκετά παίζουμε το κρυφτούλι.

   Ο Λευτέρης  ήξερε πως την αγαπούσε τρελά το ίδιο κι αυτή. Τι νόημα είχε αν έμεναν μόνο στα λόγια; Κανένα. Έπρεπε να δεχτεί. Η σπονδυλική στήλη του έρωτα είναι η συνεύρεση. Το φλερτ είναι καλό αλλά η ουσία είναι η είσοδός του ενός σώματος μέσα στο άλλο. Τότε πληρούται η συνύπαρξη αμφοτέρων των ψυχών.

   --- Πού θέλεις να συναντηθούμε; τη ρώτησε με τρυφερότητα και πάτησε γερά στα πόδια του για να στερεωθεί καλύτερα.

   --- Στο σπίτι σου!

   --- Τι είπες;

   Η ξαφνική απορία του τη σοκάρισε.

   --- Είπα στο σπίτι σου! του επανέλαβε και τα γόνατά της έτρεμαν μήπως της φέρει αντίρρηση.

    Εκείνος έκανε δυο βήματα από τη θέση του και βρέθηκε στο άλλο παράθυρο. Σε λίγο αμίλητοι κοιτούσαν έξω με κλονισμένη την αυτοκυριαρχία τους. Ο ένας ζητούσε κι ο άλλος σκεφτόταν αν έπρεπε να δώσει. Να δώσει την ελευθερία του σε μια παντρεμένη γυναίκα που ούτως ή άλλως θα απολογιόταν γι’ αυτό που έκανε στον άντρα της. Και τότε; Οι φωνές και οι βρισιές του θα έπαιρναν και τους δυο μπάλα.

   Κοίταξε μια κρεμασμένη ακουαρέλα στον τοίχο που έδειχνε μια ακτή της περιοχής και σαν την άφησε έριξε το βλέμμα του πάνω στην Τάνια. Αμέσως μια παράξενη ταραχή με μια ασυγκράτητη επιθυμία τον έπιασαν που θέλησε να τη σφίξει στην αγκαλιά του. Αυτή η ζωτικότητα που ένιωσε γι’ αυτή σίγουρα δεν ήταν αρρώστια ή τρέλα αλλά πάθος κι αχαλίνωτος έρωτας. Της είχε μεγάλη αδυναμία και ήταν φανερό. Στιγμή δεν μπορούσε να ησυχάσει μακριά της και τώρα του παρουσιαζόταν ευκαιρία να τη χορτάσει το βράδυ στην αγκαλιά του. Μπορούσε ν’ αντισταθεί; Όχι! Η αγάπη του τον τράβηξε πάλι δίπλα της για να της πει με τη συγκίνηση στη φωνή του:

   --- Εντάξει! Έλα στο σπίτι στις εννιά! Θα σε περιμένω!

 

 

 

 

 

                                               8

 

 

 

 

   Λίγο πριν από τις εννιά η Τάνια που έμεινε στην πόλη και δεν πήγε στο χωριό, άφησε τα παιδιά της σε μια φίλη της, προφασιζόμενη μια έκτακτη γραφική εργασία στο Λύκειο και γρήγορα  βρέθηκε στην οδό Αμβροσίου Φραντζή. Το σπίτι του Λευτέρη ήταν στον ίδιο δρόμο με το δικό της αλλά τέσσερα τετράγωνα μακριά και δυτικά. Αν  και το σκοτάδι είχε πέσει και την έκρυβε από τα μάτια του κόσμου, το ψιλόβροχο που άρχισε να πέφτει της δυσκόλευε το βηματισμό της και την εμπόδιζε να έχει καλή ορατότητα.  Που και που οι σταγόνες γίνονταν πυκνές με αποτέλεσμα το νερό να κυλάει άφθονο στο δρόμο και να φλυαρεί άτεχνα ανάμεσα στα χαλίκια και τα πετραδάκια που παρέσυρε. Σε μερικά σημεία κοντά στα φρεάτια του δρόμου άχνιζε ενώ σ’ άλλα μέρη έμοιαζε σαν να άφριζε. Ευτυχώς που η μπόρα που ξέσπασε και κράτησε λίγα λεπτά εξασθένησε και έφερε την ηρεμία και το σύννεφο μεθυσμένο που την έριξε σκορπίστηκε για να βρει έτσι αυτή και πάλι τη σωστή ρότα της και να φτάσει έξω από την πόρτα του σπιτιού. Όμως είχε βραχεί κι αυτό την εκνεύρισε. Στη σκέψη πως η βροχή της έκανε καλό γιατί εξαιτίας της οι διαβάτες στο δρόμο ήταν ελάχιστοι προς όφελός της, γαλήνεψε και πλησιάζοντας στην πόρτα, το μάτι της πήγε κατευθείαν στο κουδούνι και απλώνοντας το χέρι της το χτύπησε με ένταση και διάρκεια πολλές φορές και συνεχόμενες.

   Η πόρτα άνοιξε και η Τάνια σύρθηκε μέσα στο πέτρινο σπίτι αλαφροπατώντας στα ταλαιπωρημένα από το δρόμο πόδια της. Ο Λευτέρης  έτρεξε αμέσως κοντά της και την αγκάλιασε σφιχτά ανάμεσα στα δυο του μπράτσα. Ύστερα  την άφησε και την κοίταξε με έκπληξη από την κορυφή ως κάτω. Η βροχή την είχε κάνει κωμική κι αυτό του άρεσε. Άπλωσε τα χέρια του κι έπιασε τα δικά της χαμηλά στον καρπό μ’ ένα τρυφερό γέλιο στα χείλη του. Στάθηκαν έτσι  για λίγο κοντά στον καναπέ και μετά κάθισαν. Η Τάνια τίναξε με τα δάχτυλά της τους βρεγμένους ώμους της και μετά ένωσε τα χέρια της και τον κοιτούσε επίμονα. Ύστερα από λίγο σαν βρήκε τη φωνή της και η αναπνοή της έγινε σωστή του είπε, ενώ αυτός  συνέχιζε εκστασιασμένος να μένει ασάλευτος δίπλα της:

  --- Ψιχάλισε λίγο και δροσίστηκα! Ξέχασα να πάρω ομπρέλα αλλά στη δυνατή μπόρα χώθηκα κάτω από ένα υπόστεγο και τη γλίτωσα! Μην ανησυχείς δεν έχω γίνει και παπί και ούτε νομίζω πως το νερό με περόνιασε ως το κόκαλο!

   Εκείνος γέλασε και της είπε, έστω και καθυστερημένα:

   --- Καλώς ήρθες!  και ανασηκώθηκε ελάχιστα από τη θέση του.

   Αυτή έκλεισε για μια στιγμή τα μάτια και ύστερα σαν τ’ άνοιξε κοίταξε την είσοδο, απ’ όπου ερχόταν ο θόρυβος της βροχής που είχε ξαναρχίσει πιο δυνατή. Ο Λευτέρης την κοίταξε με χαμηλωμένο το βλέμμα λες και την ντρεπόταν. Κάποια στιγμή όμως αυτή ακούμπησε το κεφάλι της με τα όμορφα μαλλιά της πίσω στο μαξιλάρι κι αφού τον κοίταξε με μια προθυμία ασυνήθιστη του είπε με το φως να κάνει τα μάτια της να δείχνουν σαν δυο χρυσαφένιες φλογίτσες:

   --- Πολύ σε πεθύμησα γι’ αυτό έκανα ό,τι έκανα!

   Ο Λευτέρης δεν της αποκρίθηκε αμέσως. Έξω από το παράθυρο οι σταγόνες της βροχής κυλούσαν ρυθμικά ενώ κάποιες φωνές στο δρόμο χαλούσαν τον απόηχο της μουσικής υπόκρουσης που άφηναν. Αφού τα αφουγκράστηκε αυτά για λίγο, της είπε ενώ σταύρωσε τα χέρια κι ακούμπησε κι αυτός το κεφάλι πίσω στην πλάτη του καναπέ:

   --- Κι εγώ σε πεθύμησα!

   --- Χμ…

   --- Δεν το πιστεύεις;

   --- Έφερες όμως αντίρρηση…

   --- Ναι, γιατί έλαβα υπόψη και τους κινδύνους!

   --- Σωστά! Πρέπει να φυλαγόμαστε και να ‘χουμε τα μάτια μας δεκατέσσερα. Περισσότερο  εγώ που είμαι γυναίκα! Εσύ σαν άντρας κι ελεύθερος θ’ ακούσεις λιγότερα και κάποιοι θα πούνε καλά έκανες και ήρθες μαζί μου αφού τα ήθελα!  Με μένα τι γίνεται!

   --- Δίκιο έχεις! Ωστόσο κι εγώ θα δεχτώ την κατακραυγή του κόσμου αν μαθευτεί η σχέση μας. Η ηθική σ’ αυτές τις περιπτώσεις δεν κάνει διακρίσεις στο φύλο.

   Η Τάνια κούνησε συγκαταβατικά το κεφάλι της και έβγαλε τη ζακέτα της. Αυτός την πήρε και την κρέμασε στο χολ. Επιστρέφοντας της είπε:

   --- Η φθινοπωρινή υγρασία είναι αυξημένη έξω αλλά μέσα κάνει ζέστη. Έχω όμως ανάψει τα καλοριφέρ, όπως συνηθίζω στις υγρές νύχτες. Πώς αισθάνεσαι, καλά; Δεν κρυώνεις;

  --- Θαυμάσια! Καλύτερα κι από το σπίτι μου!

   Εκείνη τη στιγμή το ρολόι της πόλης χτύπησε εννέα και μισή. Από το ανατολικό παράθυρο ο θόρυβος και το σφύριγμα του τρένου που έμπαινε στο σταθμό που ερχόταν από την Αθήνα τους ξάφνιασε και ήχησε μελωδικά στ’ αυτιά τους. Ένα αυτοκίνητο κάτω από το παράθυρο σταμάτησε σβήνοντας τη μηχανή του. Οι σταγόνες της βροχής ακούγονταν που και που αδύνατες να χτυπούν τα παράθυρα και μετά να στάζουν  στη γη.

   Ο Λευτέρης σηκώθηκε κι έφερε δυο ποτά. Της έδωσε το ποτήρι της, λέγοντάς της χλιαρά και τρυφερά:

   --- Ορίστε! Πιες μια γουλιά να ξεδιψάσεις!

   Αυτή γελούσε και σαν το πήρε, του είπε με χάρη:

   --- Στην υγειά μας και στον έρωτά μας!

   --- Στην υγειά μας!  ψιθύρισε κι αυτός και το έφερε στα χείλη.

   Ήπιαν ως τη μέση τα ποτήρια τους. Στη μικρή σιωπή ο Λευτέρης σκέφθηκε τη θυσία που έκανε η γυναίκα αυτή να τον επισκεφτεί, παίζοντας κορώνα γράμματα την οικογενειακή της ευτυχία. Τον κίνδυνο που διέτρεχε να εκτεθεί στα μάτια του κόσμου και των συγγενών της και να ακούσει τα εξ αμάξης για την ανηθικότητά της. Σκέφτηκε τα παιδιά της και τον άντρα της. Αλήθεια πού ήταν εκείνη τη στιγμή που αυτή αμάρταινε;

   --- Τα παιδιά σε ποια χέρια τ’ άφησες, για να έρθεις εδώ; τη ρώτησε  και βγάζοντας από την τσέπη του το κλειδί της πόρτας το άφησε πάνω στο τραπέζι.

   --- Σε μια ξαδέρφη μου, που μένει κοντά μου. Έχει κι αυτή ένα αγοράκι κι ένα κοριτσάκι στην ηλικία τους και θα παίξουν καλά. Της είπα ψέματα πως έχω επείγουσα γραφική δουλειά στο Λύκειο  και μου τα κράτησε. Τι να έκανα;  Παρόλο που είναι ψηλομύτα, έχει καλή ψυχή και με συμπονά όταν χρειαστεί.  Τα παιδιά της παρά τις ζαβολιές τους είναι κι αυτά καλόψυχα και αγαπούν τα δικά μου.  Συχνά η παρουσία τους και στο δικό μου σπίτι κάνει τρελά από χαρά τα τρία πουλάκια μου. Ως τις έντεκα της είπα θα έχω επιστρέψει γιατί πρέπει να επισκεφτώ και μια φίλη μου. Δέχτηκε τι να έκανε!

   --- Κι αν μαλώσουν και σε ζητήσει;

   --- Αυτό δε γίνεται! Θα τα βγάλει πέρα μόνη της και χωρίς τη δική μου βοήθεια. Είναι μπασμένη κι αυτή, διάβολος!

   --- Ο άντρας σου αν επιστρέψει;

   --- Ούτε αυτό γίνεται! Η σύμφωνη γνώμη μας είναι να έρθει το Σάββατο και καμιά άλλη μέρα νωρίτερα! Εκτός απρόοπτου βέβαια! Δύσκολο όμως αυτό πολύ!

   Ένα δυνατό ξαφνικό αεράκι έκανε το βορινό παράθυρο να βροντήξει και ν’ ακουστεί έντονα. Αυτό ανησύχησε το Λευτέρη που τον ανάγκασε να σηκωθεί και να πάει να ελέγξει το μέρος. Στην καθυστέρηση αυτή μέχρι να επιστρέψει, η Τάνια βρήκε την ευκαιρία να ρίξει μια ματιά στο σπίτι και να το επιθεωρήσει.

   Το σπίτι που ζούσε ο Λευτέρης, πρέπει να ξέρει ο αναγνώστης, το είχε κληρονομήσει από ένα θείο του, αδερφό του πατέρα του που ήταν άκληρος ύστερα από το θάνατο των τριών παιδιών του. Ήταν ισόγειο, κτισμένο με πέτρες και είχε κήπο και στέγη με κεραμίδια. Αποτελούνταν από τρία δωμάτια, κουζίνα και μπάνιο. Στη μέση είχε ένα ευρύ προθάλαμο όπου συνεχιζόταν μ’ ένα διάδρομο με τον οποίο επικοινωνούσαν όλα τα δωμάτια. Ήταν στρωμένος με τετράγωνες πλάκες  ενώ τα δωμάτια με μωσαϊκό και μόνο το υπνοδωμάτιο ήταν με πάτωμα.    Το γραφείο του βρισκόταν στο νότιο μέρος και είχε μπροστά του όλη την έκταση του κήπου, που ήταν περιβεβλημένος με μαντρότοιχο και πάντα ασβεστωμένος. Τα έπιπλα σε όλο το σπίτι ήταν λιτά και όλα από ξύλο. Τίποτα περιττό δεν υπήρχε και μπορούσες να ξεχωρίσεις το μικρό καλοφτιαγμένο σαλόνι κι ένα γυαλιστερό ξυλόγλυπτο σεντούκι.

   Η Τάνια σηκώθηκε και μπήκε στο διάδρομο. Το μάτι της έπεσε στο υπνοδωμάτιο που η ξεχωριστή διακόσμησή του την εντυπωσίασε τόσο που στάθηκε στην πόρτα του και το θαύμαζε. Πέρασε μέσα και βολεύτηκε σε μια καρέκλα, ακουμπώντας το χέρι της στη ράχη της, κοιτάζοντας έναν πίνακα στον τοίχο πάνω από το κεφάλι του κρεβατιού που έδειχνε ένα νεαρό άντρα να αγκαλιάζει ερωτικά  μια κοπέλα, ενώ δίπλα του ένας ηλικιωμένος που έμοιαζε για σοφός, απάγγελνε από το βιβλίο της ποίησης ή καλύτερα της ερωτικής ανθολογίας, στίχους ερωτικούς και έδειχνε γελώντας την άριστη ευτυχισμένη διάθεσή του.

     Ο Λευτέρης σαν σφάλισε το παραθυρόφυλλο που έκανε θόρυβο, κάθισε σε μια καρέκλα που βρήκε μπροστά του για να κάνει κάποιες σκέψεις που του ήρθαν στο μυαλό και δε θα μπορούσε να τις φιλτράρει σαν επέστρεφε και ήταν μαζί. Ήταν μετανιωμένος γι’ αυτό που είχε συμβεί να βρίσκονται και οι δυο παράνομα στο σπίτι του και φοβόταν αυτό που θα επρόκειτο να συμβεί, ας πούμε την ερωτική τους συνεύρεση.  Το θεωρούσε αμάρτημα και  το φοβόταν. Όχι για τη συνείδησή του, αυτό δεν τον ανησυχούσε, όσο για την ίδια τη γυναίκα που θα το έφερνε κάποια στιγμή αν χώριζαν σαν τραύμα στην ψυχή της. Κι αυτό γιατί αυτή θα είχε απατήσει τον άντρα της ενώ αυτός κανέναν, αφού ήταν ανύπαντρος. Ακόμη φοβόταν και την κατακραυγή της κοινωνίας αν τυχόν διέρρεε η σχέση τους και γινόταν γνωστή η συνάντησή τους. Ο τόπος πια δε θα τους χωρούσε κι όλοι θα τους έκριναν ως ανήθικους, μισότρελους και κακόβουλους.

   Όμως  η γυναίκα που αγαπούσε ήταν εκεί, δίπλα του και από στιγμή σε στιγμή αν  ήθελε την έκανε δική του! Ο πόθος φούσκωσε μέσα του και σηκώθηκε. Πέρασε από το διάδρομο και την είδε στο υπνοδωμάτιο να κόβει βόλτες. Το θηλυκό πλάσμα του άναψε φωτιές, η τρυφερή ύπαρξή της τον τρέλανε. Τεντώθηκε παράξενα και μπήκε μέσα. Η Τάνια έκλεισε την πόρτα και άναψε το πορτατίφ. Τακτοποίησε προσεκτικά τα δυο ξύλινα σκαμνιά και τα μαξιλάρια και του έκανε νεύμα πως όφειλαν να ξαπλώσουν. Εκείνος άρχισε να ξεντύνεται και ν’ ακουμπάει τα ρούχα του στο σκαμνί. Το ίδιο έκανε κι αυτή. Σαν έμειναν ολόγυμνοι ο Λευτέρης την τράβηξε με το ένα χέρι κοντά του και με το άλλο την κράτησε για λίγο σταθερά από τη μέση και ύστερα αναζητούσε ψηλαφιστά το κορμί της. Αυτή πήρε μια βαθιά αναπνοή και ψέλλισε τρυφερά:

   --- Αχ! τι όμορφα που είναι σαν μ’  αγγίζεις!

   Δεν πρόλαβε να πει τίποτα άλλο γιατί ο Λευτέρης την έριξε με πάθος στο κρεβάτι. Κι αμέσως δίπλα της άρχισε να της χαϊδεύει το ζεστό, αφράτο και μυρωδάτο δέρμα στους γοφούς της. Ακούμπησε ύστερα όλος πάνω της και τρίφτηκε στα μάγουλά της, στο στήθος της, στην κοιλιά της, στους μηρούς της. Η ίδια έδειχνε να λιώνει. Παράλληλα ένιωθε και μια κατάπληξη για το είδος της ευτυχίας που της προσέφερε αυτός ο άντρας. Ήταν σίγουρη πως οφειλόταν στην αγάπη της αλλά και στο πάθος της γι’ αυτόν. Η ζωντανή ομορφιά του αγγίγματός του την τρέλαινε, η αφή του την πέθαινε, τα  φιλιά του την αναζωογονούσαν. Αισθάνθηκε τα πάντα μαζί του. Αισθάνθηκε το ρωμαλέο κορμί του, το απαλό μάγουλό του, τα περίτεχνα δάχτυλά του, τη χαίτη των μαλλιών του να της χαϊδεύουν το λαιμό και τους ώμους. Σε λίγο τα γόνατά της άρχισαν να τρέμουν και ένας φόβος που αναδύθηκε από μέσα της την έκανε να τον σφίξει δυνατά ανάμεσα στα ζεστά και λευκά μπράτσα της. Άρχισε να παραδίνεται. Ο άντρας την είχε αλώσει. Από εδώ και μπρος αυτός θα ήταν ο ισχυρός δαίμονας. Περίμενε να γίνει αυτό που ζητούσε και δεν άργησε. Ο Λευτέρης λες και το μάντεψε μπήκε μέσα της με τρυφερότητα κι αγριότητα μαζί που ολοκληρώθηκε με αφάνταστη ένταση. Της Τάνιας της άρεσε, νιώθοντας απερίγραπτη ικανοποίηση και ηδονή. Κι όσο αισθανόταν το αντρικό μόριο να κινείται μέσα στον κόλπο της τόσο και το μεγαλείο της ερωτικής ηδονής της μεγάλωνε το σπαρτάρισμα του σώματος και της ψυχής.  Κι όλο δεχόταν τη διείσδυσή του  μέσα της κι όλο παραδινόταν στη πλήρη εξουθένωσή της. Ώσπου κάποια στιγμή μια τρυφερή κραυγή βγήκε από τα χείλη της σαν ένιωσε το σπέρμα του να κυλά ζεστό στον κόλπο της. Και τότε μαζί με τους σπασμούς της που ατόνησαν ο Λευτέρης ελάττωσε και τους δικούς του. Κι όταν γλίστρησε από πάνω της και βρέθηκε δίπλα της άπλωσε το χέρι του και τη χάιδεψε. Αυτή έμενε ακίνητη. Από την ψυχή της ξεχείλιζε η ευτυχία κι από τα μάτια της πολλά και πυκνά δάκρυα

   Είχαν ξεσκεπαστεί. Η ζεστασιά όμως που ένιωθαν ήταν απερίγραπτη. Όταν γαλήνεψαν ο Λευτέρης τη ρώτησε τρυφερά:

   --- Ήταν υπέροχα;

   --- Πολύ! ψιθύρισε αυτή κι αναστέναξε.

   --- Θα ήθελα να το ξανακάνουμε!

   --- Κι εγώ! Όχι μία αλλά χίλιες φορές!

   Ο Λευτέρης ανασηκώθηκε και τη φίλησε πολλές φορές στα χείλη, στο στήθος και στην κοιλιά. Ύστερα άπλωσε το χέρι του και της έδειξε τα ρούχα τους.  

   --- Ας ντυνόμαστε σιγά- σιγά! είπε γελαστός και πήδησε από το κρεβάτι. 

   --- Πρέπει! ψέλλισε εκείνη και στη στιγμή έκανε το ίδιο κι άρχισε να ντύνεται.

   Ντυμένοι μπήκαν στο σαλόνι να καθίσουν. Πριν το κάνουν η Τάνια τον αγκάλιασε και του είπε τραγουδιστά κι εύθυμα:

   --- Φίλησέ με!

   Ο Λευτέρης τη φίλησε με πάθος. Αυτή ικανοποιημένη κάθισε. Εκείνος πήγε στο στερεοφωνικό κι έβαλε μουσική. Ύστερα μπήκε στην κουζίνα. Γύρισε με δυο πιατέλα γλυκό του κουταλιού από σταφύλι και μια κανάτα νερό. Γέμισε τα ποτήρια και κάθισε κοντά της. Αμέσως της είπε:

   --- Ο πλούσιος οικοδεσπότης έχει την καλοσύνη να σε κεράσει κάτι το ιδιαίτερο! Ένα γλύκισμα που το φτιάχνει με τα ίδια του τα χέρια!

   Το δοκίμασε και της έκανε ιδιαίτερη εντύπωση η γεύση του. Του δήλωσε πως η ίδια δεν φτιάχνει γλυκά του κουταλιού γιατί αποφεύγει τα σιρόπια. Με τις δίπλες όμως και τα κουλουράκια του πορτοκαλιού τα πήγαινε περίφημα. Κάποια στιγμή θα ήθελε πολύ να του φέρει και να δοκιμάσει κι αυτός.

   Η κουβέντα τους στη συνέχεια κράτησε πολύ. Ο Λευτέρης μιλούσε περισσότερο κι αυτή άκουγε με ενδιαφέρον. Αλλά κι αυτή όταν χρειάστηκε να μιλήσει το έκανε και ήταν  τρυφερή και τα έλεγε με ευγένεια και χάρη. Όμως κάποια στιγμή όταν αναφέρθηκε στον άντρα της, άρχισε να κλαίει, οι ώμοι της έτρεμαν και έσφιγγε τα χείλη της λες και της τα άγγιζαν δαίμονες. Ο Λευτέρης τη λυπήθηκε και προσπάθησε με ωραία λόγια παρηγοριάς να την ηρεμήσει. Αυτή σαν σταμάτησε έδειξε να υποφέρει πολύ. Ύστερα τον παρακάλεσε να του μιλήσει για να ξαλαφρώσει. Εκείνος της έδωσε το πράσινο φως ν’ αρχίσει. Κι αυτή είπε:

   --- Βασανίζομαι αφάνταστα δίπλα του! Όλα μαζί του μου φαίνονται τόσο ασήμαντα και  νεκρά και νιώθω ζώντας μ’ αυτό το πλάσμα να υποφέρω πολύ! Ποτέ μου δε χάρηκα μια ολόκληρη μέρα, τίποτα καλό δεν αισθάνομαι κοντά του και φοβάμαι πως και η υπόλοιπη ζωή μου, έτσι θα συνεχιστεί να είναι μαύρη και άραχλη, χωρίς χαρά και συγκινήσεις. Κι αυτό γιατί δεν τον αγαπώ!  Τον μισώ και τον απεχθάνομαι ενώ καταριέμαι την ώρα και τη στιγμή που τον παντρεύτηκα!  Με κρατούν τα παιδιά μου κοντά του και τίποτα άλλο. Ώρες- ώρες σκέφτομαι να τον εγκαταλείψω και να φύγω μακριά του. Δε με νοιάζει που θα πάω, μου αρκεί και μόνο να μην είμαι μαζί του. Και τι δε θα έδινα να απαλλαγώ από τη φοβερή σκιά του. Εγώ άλλον άντρα είχα ονειρευτεί μικρή κι άλλος πολύ διαφορετικός μου έτυχε. Ας όψονται  οι γονείς μου που με πίεσαν να τον πάρω.  Έφταιξαν κι αυτοί μαζί με τη δική μου ανωριμότητα και επιπολαιότητα. Όταν το κατάλαβα πως δεν τον αγαπούσα ήταν πια αργά. Έτσι αμέσως αισθάνθηκα τα νεύρα μου να αρρωσταίνουν και μέρα με τη μέρα από τον πρώτο κιόλας χρόνο του γάμου μας να τεντώνουν μαρτυρικά. Πήγα σε γιατρό. Μου είπε πως ήταν πειραγμένα. Έφυγα τρέμοντας. Συνέχισα να ζω μαζί του με μισοπειραγμένα νεύρα. Κι αυτό συνεχίζεται και τώρα! Δέκα ολόκληρα χρόνια! Προσπαθώ να τον αγαπήσω αλλά δεν μπορώ! Κι αυτό για χάρη των παιδιών και της κοινωνίας. Κι απ’ ότι βλέπω ποτέ δε θα μπορέσω να τον αγαπήσω! Κι όσο θα ζω μαζί του και θα κοιμάμαι στο ίδιο κρεβάτι θα είμαι μια δυστυχισμένη, χλωμή, δειλή και κακόμοιρη γυναίκα!

   Ξέσπασε πάλι σε κλάματα. Ο Λευτέρης την αγκάλιασε και πάλι κι άρχισε να της χαϊδεύει τα μαλλιά, τους ώμους και να της φιλάει τα χέρια. Σε κάποιες στιγμές σκούπιζε και τα δάκρυά της. Με τη φροντίδα του αυτή πέτυχε να την κάνει να σταματήσει να κλαίει. Και πάλι όμως άρχισε να του παραπονείται για τον άντρα της και να του λέει για την ψυχρότητά του και την αδιαφορία του. Να του λέει για τη σκληρή ζωή της που κάνει μαζί του και για την περιφρόνηση  που της δείχνει. Του είπε ακόμη πολλά παράπονα και στο τέλος φάνηκε πως ξεθύμανε. Ύστερα άρχισε να συνέρχεται και να αναστενάζει ενώ τα μάτια της γλάρωναν. Έγειρε το κεφάλι πίσω και κοιμήθηκε. Ο Λευτέρης τη λυπήθηκε και πάλι και σκέφτηκε << μήπως είναι  χαζή που δεν εγκαταλείπει έναν τέτοιο κακό άντρα; >>

 

 

 

 

                                                  9

 

 

 

 

 

 

     Θα  κοιμήθηκε δέκα λεπτά. Σαν ξύπνησε έδειχνε ευδιάθετη και χαμογελούσε. Ο Λευτέρης καθόταν ακόμη δίπλα της και είχε βυθιστεί στις σκέψεις του. Αυτή τότε σηκώθηκε και του ζήτησε να πάνε στο γραφείο του. Εκείνος δεν της αρνήθηκε κι αμέσως βρέθηκαν στο χώρο με το ξύλινο γραφείο  και τη μικρή λιτή βιβλιοθήκη. Η Τάνια άρχισε να την περιεργάζεται, να κοιτάζει τα βιβλία, να  διαβάζει τους τίτλους στις ράχες τους και να τον ρωτά διάφορα που αφορούσαν τους συγγραφείς τους. Ύστερα  έπεσε το βλέμμα της πάνω σ’ ένα σωρό αποκόμματα από εφημερίδες. Πήρε ένα στα χέρια της και του έριξε μια ματιά. Στη συνέχεια το μάτι της είδε μια φωτογραφία που παρίστανε το Λευτέρη σε μικρή ηλικία να κάθεται κάτω από μια μουριά στον κήπο του πατρικού του σπιτιού στο χωριό και να ξεφυλλίζει ένα ρομάντζο. Της κίνησε το ενδιαφέρον και τον ρώτησε γιατί ήταν τόσο φροντισμένη και περιποιημένη. Αυτός της είπε πως είχε ιδιαίτερη συναισθηματική σημασία γι’ αυτόν. Του ζήτησε να της διηγηθεί την ιστορία της φωτογραφίας. Αυτός δεν αρνήθηκε και της έκανε το χατίρι. Σαν κάθισαν, άρχισε:

   --- Τη δεκαετία του 1960 το λαμπρό αυτό περιοδικό ήταν και θέλω να το πιστέψεις, ο πνευματικός λύχνος του μπακάλη, του ασβεστά, της φουρνάρισσας, της μοδιστρούλας, της υπηρέτριας κι όλων εκείνων που έψαχναν να βρουν λίγο φως σε μια αράδα γράμματα για να διώξουν την πνευματική τύφλα τους και να μάθουν κάτι. Εν ολίγοις το διάβαζαν οι στερημένοι και οι φτωχοί, δηλαδή ο απλός κοσμάκης με τα λίγα γράμματα που ήξερε, ο καλλιεργημένος όμως ψυχικά, ενώ η άρχουσα τάξη διάβαζε ρομαντικά μυθιστορήματα και ροζ ιστορίες υποτακτικής αγάπης.

   Το ρομάντζο δεν ήταν λογοτεχνικό περιοδικό κι όμως η μελαγχολική μορφή του αναγνώστη άστραφτε σαν έριχνε τα μάτια του στις φροντισμένες σελίδες του και τους ρουφούσε ό,τι καλό κι ενδιαφέρον έγραφαν.

    Η Τάνια τον διέκοψε για να του πει:

   --- Εγώ ανήκω στη χαμηλή αστική τάξη και δεν έμπαινε στο σπίτι μου. Όμως το γνώρισα το περιοδικό γιατί έμπαινε στο σπίτι του θείου μου. Οι ξαδέρφες μου το διάβαζαν ανελλιπώς.

   --- Λοιπόν, συνέχισε αυτός, αν και είμαστε φτωχοί και τα οικονομικά μας βρίσκονταν σε δεινή ένδεια, ο πατέρας μου το αγόραζε. Όταν αυτός δεν μπορούσε να το αγοράσει το έκανα εγώ, πληρώνοντάς το από τις οικονομίες μου. Χωρίς αυτό δεν μπορούσα να περάσω ευχάριστα τη μέρα μου. Λογοτεχνικά βιβλία δεν είχαμε και τα βιβλιοπωλεία για μας τα παιδιά της φτωχής τάξης ήταν κλειστά. Δανειζόμαστε από τους πλούσιους συμμαθητές μας ή προμηθευόμαστε κανένα από τις σχολικές βιβλιοθήκες που δυστυχώς ήταν πάντα άδειες. Αλλά ούτε και οι καθηγητές μας ενδιαφέρονταν να μας υποδείξουν ή να μας συστήσουν να διαβάσουμε κάποιο καλό και ενδιαφέρον βιβλίο. Φαίνεται πως κι αυτοί δεν διάβαζαν. Δεν εξηγείται αλλιώς η φτωχή τους γλώσσα στη διάρκεια της διδασκαλίας του μαθήματός τους. Οι δε φιλόλογοι είχαν τέτοια ένδεια της ελληνικής γλώσσας που αναμασούσαν όλο τις ίδιες και τις ίδιες τις τριμμένες και τις φθαρμένες χωρίς να προσθέτουν καινούριες στο λεξιλόγιό τους. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να τους βαριόμαστε και να σιχαινόμαστε οποιαδήποτε ώρα διδασκαλίας. Με το ζόρι μπαίναμε  στις αίθουσες και με το ζόρι ακούγαμε το μάθημα. Εξ ανάγκης που λέμε κι όχι  από αγάπη στη μάθηση και πάθος για γνώση.

   Η Τάνια πάλι τον διάκοψε για να του πει:

   ---  Για το ρομάντζο άρχισες κι αλλού κατέληξες!

   ---  Συμφωνώ! Το ρομάντζο λοιπόν  ζωγράφιζε τη ζωή μας. Το βάζαμε στην αμασχάλη σαν το αγοράζαμε από τον περιπτερά και το φέρναμε στο σπίτι. Εκεί κάτω από την κληματαριά ή τον εξώστη το στολισμένο με βασιλικούς και τσετσεκιές το ξεσκονίζαμε από την πρώτη ως την τελευταία σελίδα. Πριν όμως το ανοίξουμε ρίχναμε την πρώτη ματιά μας στο εξώφυλλο. Μας άρεσε πάντα η εικόνα που βλέπαμε. Τη μια είχε τη Βουγιουκλάκη, την άλλη τον Παπαμιχαήλ, ύστερα το Δον Ζουάν Μπάρκουλη και πήγαινε λέγοντας. Όλοι οι σταρ περνούσαν από μπροστά μας κι εμείς ενθουσιασμένοι θαμπωνόμαστε από την αίγλη τους και θαυμάζαμε την υπέρλαμπρη δόξα τους.

   --- Ύστερα περνούσαμε στην ομορφιά του περιεχομένου. Μας συνάρπαζαν τόσο τα κείμενα όσο και οι ζωγραφιές του. Ο Πολενάκης και ο Αρχέλαος ήταν οι πρώτοι μας εικαστικοί καλλιτέχνες που γνωρίσαμε. Εκείνες οι γελοιογραφίες με το σπαγκοραμμένο μας τρέλαιναν. Τις κοιτάζαμε και τις ξανακοιτάζαμε και δεν τις χορταίναμε.  Ακόμη μας συνάρπαζαν οι γελοιογραφίες με τον μπεκρούλιακα που ανήκε στο κόμμα των βαρελοφρόνων και ρουφούσε με τόση απληστία το κρασί ξαπλωμένος κάτω από το βαρέλι με την κάνουλα κολλημένη στα χείλη του.    

   Στα κείμενα τώρα βρίσκαμε τον εαυτό μας και ταυτιζόμαστε με όλους τους ήρωές τους.  Όλοι οι δυστυχισμένοι λαϊκοί τύποι περνούσαν από τις σελίδες του ενώ τα μηνύματα που άφηναν ήταν πολλά και ηχηρά. Ακόμη και η ποίηση δεν έλειπε.  Ο ποιητής << Σούρας >> με τη λυρική του στιχουργία διαλαλούσε μεθυσμένος τους στίχους του και μας εύφραιναν την ψυχή με τους εκπεμπόμενους αλαλαγμούς τους. Τι να πρωτοθυμηθώ! Όλα τα κείμενα ήταν φωτεινά, καλογραμμένα, λιτά, κωμικά ή σοβαρά. Όλα είχαν κάτι να πουν με απώτερο σκοπό να μας μορφώσουν και να μας ψυχαγωγήσουν. Πολλές φορές σκέφτομαι πως αν δεν ήταν αυτό το περιοδικό εκείνα τα πέτρινα χρόνια της εφηβείας μας το πυκνό σκοτάδι της αμάθειας θα μας κατάπινε.

   Άγγιξε τη φωτογραφία με το χέρι του σαν τελείωσε και έδειξε συγκινημένος. Με το βλέμμα του κοίταξε και τις άλλες από τα γυμνασιακά του χρόνια και φάνηκε μουδιασμένος. Αυτό κράτησε λίγο γιατί πάλι ένιωσε χαρούμενος και σαν στράφηκε στην Τάνια της είπε:

   --- Πιστεύω να ικανοποιήθηκες τώρα που άκουσες την ιστορία της φωτογραφίας!

   Εκείνη του έγνεψε << ναι >> με τα μάτια και σηκώθηκε. Πλησίασε το γραφείο κι άρχισε να εξετάζει το σωρό με τα γράμματα. Όλα ήταν από φίλους, αναγνώστες, συγγραφείς. από ανθρώπους των γραμμάτων και της τέχνης. Πολλά ήταν κλειστά πράγμα που σήμαινε πως δεν τα είχε διαβάσει ακόμη. Ήταν και μερικά με τη διεύθυνση γραμμένη σε ξένη γλώσσα. Κυρίως αγγλική και δυο τρία σε Γαλλική. Όλη αυτή η αλληλογραφία εντυπωσίασε την Τάνια που του είπε σε κάποια στιγμή με ενθουσιασμό:

   --- Τόσα πολλά γράμματα! Κι όλα από φίλους! Είναι θαυμάσιο!

   Εκείνος  με γελαστό πρόσωπο της αποκρίθηκε:

   --- Ναι, είναι! Είναι ένα συναίσθημα που μόνο οι διακεκριμένοι των γραμμάτων το νιώθουν!

   --- Και οι πολιτικοί και οι καλλιτέχνες! Τους ξέχασες!

   --- Κι αυτοί!

   Η Τάνια σαν τα έψαξε όλα σήκωσε ψηλά τα μανίκια της και ετοιμάστηκε να γυρίσει στο σαλόνι. Ο Λευτέρης την πλησίασε και την αγκάλιασε. Βήμα- βήμα ύστερα ήρθαν στο καθιστικό και έπιασαν θέση στον καναπέ ο ένας δίπλα στον άλλο έχοντας τα χέρια ενωμένα. Συνέχισαν πάλι την κουβέντα, λέγοντας διάφορα και μικρές ιστορίες από τη ζωή τόσο τη δική τους όσο και του σχολείου. Μιλούσαν με απέχθεια για τα κακά που συνέβαιναν στον κόσμο, τονίζοντας πως τίποτα δεν είχε πάει προς το καλύτερο εδώ και τόσα χρόνια. Ακόμη και για την εκπαίδευση μίλησαν καταγράφοντας τα χάλια της που με τα καινούρια προγράμματα και τις άσκοπες μεταρρυθμίσεις έκαναν τους μαθητές να κοιμούνται την ώρα του μαθήματος και να μη μαθαίνουν τίποτα το ωφέλιμο και ουσιαστικό.                 

   Σαν τελείωσαν απ’ αυτή τη συζήτηση η Τάνια του υπενθύμισε πως την Κυριακή, ας είχε επιστρέψει ο άντρας της, μπορούσε να έρθει στο χωριό και να συναντηθούνε. Του τόνισε πως ο άντρας της θα είναι στο ελαιοτριβείο και θα βγάζει τις ελιές κι αυτό  θα τους επιτρέψει να κάνουν έναν περίπατο, το μεσημέρι ή το απόγευμα στο συνηθισμένο μέρος του δάσους ή στις όχθες του Αρκαδικού. Τότε αυτός βρήκε την ευκαιρία να τη ρωτήσει αν είχε νέα του όσες μέρες έλειπε στο χτήμα, μακριά της.

   --- Ναι, του είπε, έχω νέα του από έναν εργάτη που τον έστειλε να προμηθευτεί σακιά και σπάγκους από το ελαιοτριβείο. Με πληροφόρησε ακόμη πως οι ελιές έχουν γιόμο  και η παραγωγή θα είναι αρκετούς τόνους αυξημένη από πέρσι. Ακόμη πως η τιμή του λαδιού είναι καλή και ήδη έκλεισε συμφωνία με τον έμπορο να πουλήσει τρεις τόνους. Καλό αυτό γιατί θα καλύψουμε μερικά έξοδα και θα συνεχίσουμε το ισόγειο σπίτι στην Κυπαρισσία που έχει μείνει με τα τούβλα και πρέπει να το τελειώσουμε για να το νοικιάσουμε. Δόξα τω Θεώ απ’ ό,τι μπορώ να κρίνω ως την ώρα μας πάει καλά!

   --- Κι όλα αυτά χάρη στον εργατικό άντρα σου!

   --- Ε, ναι.

   --- Πρέπει να δουλεύει πολύ! Αυτό δείχνει!

   --- Δυστυχώς το παρακάνει! Του φωνάζω να ελαττώσει λίγο τη δουλειά και να αφιερωθεί πιο πολύ στον ελεύθερο χρόνο του, αλλά εγώ τα λέω, εγώ τ΄ ακούω. Ναι, μου λέει, αλλά αμέσως μετά η ζωή του είναι στο χωράφι.

   --- Του αρέσει η δουλειά, τον θρέφει!

   --- Ναι, αλλά φοβάμαι μήπως αποβεί σε βάρος της υγείας του. Όλα αυτά τα φυτοφάρμακα που χρησιμοποιεί και ψεκάζει τις ελιές μπορεί να τον βλάψουν. Πολλοί αγρότες έχουν αρρωστήσει από καρκίνο εξαιτίας της χρήσης αυτών των φαρμάκων. Όμως κουράζεται και πολύ. Αυτό που το βάζεις;

   --- Δε σ’ ακούει, ε; Όσο κι αν του κρούεις τον κώδωνα του κινδύνου!

   --- Όχι, μόνο δε μ’ ακούει αλλά και δουλεύει περισσότερο! Λες και το κάνει επίτηδες να πάει κόντρα στη συμβουλή μου, μένει πιο πολύ στα χωράφια. Ώρες- ώρες σαν τον βλέπω λασπωμένο σκέφτομαι πως γεννήθηκε να είναι υπηρέτης της γης κι όχι της οικογένειάς του.

   Είπε αυτά η Τάνια και ξαφνικά σηκώθηκε. Το ρολόι του τοίχου έδειχνε έντεκα παρά τέταρτο και στις έντεκα ακριβώς έπρεπε να ήταν στο σπίτι της ξαδέρφης της να πάρει τα παιδιά. Μάζεψε τα πράγματά της και στάθηκε μπροστά στο Λευτέρη, έτοιμη να τον αποχαιρετίσει. Εκείνος την έσφιξε στην αγκαλιά του, λέγοντάς της διόλου ευχαριστημένος για την αναχώρησή της;

   --- Ο χρόνος μας τα χαλάει! Ανωτέρα βία τι να κάνουμε!

   --- Άργησα κιόλας! ψιθύρισε αυτή και γλιστρώντας από τα μπράτσα του, πέρασε από την πόρτα με την αυτοπεποίθηση πως τίποτα δε θα στράβωνε όσο έλειπε.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

                                    

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

              

 

 

 

                                       ΚΕΦΑΛΑΙΟ  ΕΚΤΟ

 

 

 

 

 

                                                  1

 

 

 

 

 

   Καιρός  και τούτος ο σημερινός! Φυσούσε δυνατά και νόμιζες πως τίποτα δε θα έμενε όρθιο. Το είχε αυτό το κακό η περιοχή. Οι βόρειοι και  βορειοδυτικοί άνεμοι την έπιαναν πολύ κι όταν ξεσηκώνονταν γινόταν χαλασμός κόσμου για δυο εικοσιτετράωρα. Η πόλη όμως είχε κι ένα άλλο κακό. Είχε το δικό της άνεμο τον << Καρτελά >>  που σαν θυμόταν να ξυπνήσει γινόταν ο εφιάλτης της. Σήμερα ευτυχώς δεν ήταν  πολύ δυνατός κι έδειχνε πως από ώρα σε ώρα θα κόπαζε.

   Ο ισχυρός άνεμος όμως δεν ήταν ικανός να συγκρατήσει τα νεύρα του πατέρα που μπήκε αιφνίδια στο γραφείο του διευθυντή στο μεγάλο διάλειμμα κι άρχισε να τον ξυλοκοπά ανηλεώς και σώθηκε από τα δυσάρεστα χάρη στην ψύχραιμη παρέμβαση του Ιάσονα του συζύγου της Τάνιας, που αντελήφθη το συμβάν και μπήκε ανάμεσα στους δυο διαπληκτισμένους άντρες. Απόσπασε κάποια στιγμή το διευθυντή από τα χέρια του  γονιού  αιμόφυρτο και σχεδόν αναίσθητο από το γερό ξυλοκόπημα και τον ξάπλωσε πάνω σε δυο καρέκλες όπου και του προσφέρθηκαν οι πρώτες βοήθειες. Ύστερα ο εφημερεύων καθηγητής κάλεσε ασθενοφόρο και τον μετέφεραν στο νοσοκομείο. Ευτυχώς τα τραύματα δεν ήταν  σοβαρά κι αφού έμεινε  το βράδυ μέσα την άλλη μέρα επέστρεψε στα καθήκοντά του έστω κι αν οι μελανιές γύρω από τα  μάτια του έμοιαζαν σαν κολλημένα τσιρότα.

   Τι είχε γίνει;  Απ’ ότι κατάθεσε ο πατέρας στην αστυνομία και στο Σύλλογο διδασκόντων, ο διευθυντής Αργύρης Δριμής που ήταν αυταρχικός, βάρβαρος και σκληρός σε μαθητές και διδάσκοντες την Παρασκευή για ψύλλου πήδημα ξυλοφόρτωσε το γιο του. Το παιδί είχε  χιούμορ και ήταν καλό πειραχτήρι. Έλεγε κι έκανε αστεία μέσα και έξω από την τάξη και όλοι οι συμμαθητές τους χαίρονταν. Είχε αναγορευτεί ο μέγας κωμικός και ήταν περιζήτητος στις παρέες και στα παιχνίδια. Πήγαινε στην Πρώτη Λυκείου και αρίστευε πάντα. Ο Άνθιμος λοιπόν, έτσι έλεγαν το αγόρι, μόλις κατέβηκε από το σκαλί της σκάλας στο διάλειμμα και πάτησε στην αυλή του σχολείου συναντήθηκε μ’ ένα σκυλί που είχε βρει ανοιχτή την εξώπορτα και μπήκε μέσα. Έπαιξε μαζί του και μετά σκέφτηκε να το βάλει μέσα στην αίθουσα. Εκείνο καθόλου ευγενικό άρχισε να ξεσκίζει τα ρούχα  των συμμαθητών του, να γαβγίζει  και να δείχνει τα σουβλερά δόντια του με άγριες διαθέσεις. Κάποιοι δειλοί φοβήθηκαν και τον κάρφωσαν στον εφημερεύοντα καθηγητή κι εκείνος στον αξιότιμο κύριο διευθυντή. Αυτός ήρθε και σαν αφεντικό τους άρχισε όλους στις κλοτσιές δείχνοντας τη μίζερη κι αρρωστημένη του ψυχή. Το σκυλί έφυγε κακήν κακώς και οι μαθητές βγήκαν έξω και σκορπίστηκαν στην αυλή. Ο Άνθιμος, που ήταν και ο μόνος υπεύθυνος για το γεγονός, δεν έφευγε αλλά στάθηκε μπροστά στο διευθυντή και του είπε με ψυχραιμία: << Εγώ το έφερα το σκυλί, εμένα να τιμωρήσετε κι όχι αυτούς >> και ετοιμάστηκε να ακούσει την ποινή. Η ποινή βέβαια ήρθε χωρίς δεύτερη κουβέντα μ’ ένα άγριο ξυλοδαρμό από το διευθυντή του που τον είχε πάντα έτοιμο σαν μέσο σωφρονισμού των μαθητών του. Κι όση ώρα ο μαθητής τις έτρωγε ο ξετσίπωτος τούτος εκπαιδευτικός του φώναζε με τα μάγουλά του κόκκινα και κρεμασμένα από το μίσος και το θυμό:

   --- Α, ώστε έτσι! Θέλεις  να εκπαιδεύεις και σκύλους να δαγκώνουν! Στα τόσα του τρελά που κάνει το ξεροκέφαλό σου, σκέφτηκε κι αυτό τώρα! Να, κι αυτή, άρπα και τούτη για να μάθεις να μας τρομοκρατείς! και του έριχνε τις σφαλιάρες βροχή.

   Αυτή η πράξη του διευθυντή ΄έκανε τον πατέρα να εξοργιστεί και να τον στείλει στο νοσοκομείο. Αλλά αυτός ο ξυλοδαρμός του μαθητή ήταν η κορυφή του παγόβουνου για να αναπτυχθεί μια άνευ προηγουμένου κατηγορία εναντίον του διευθυντή καθ’ όλη σχεδόν την ημέρα από καθηγητές και μαθητές. Το τι ειπώθηκε σε βάρος του δε λέγεται. Σίγουρα δεν ήταν στο χαρακτήρα και στην άσκηση των καθηκόντων του ο καλύτερος αλλά όφειλε να το γνωρίζει και να κρατά τις ισορροπίες. Κι αφού δεν είχε την τόλμη να το κάνει αυτό εύκολα του είχε απονεμηθεί ο τίτλος του βασανιστή. Ξανθός, καραφλός με κοκκινωπά μάγουλα, άσχημο χαμόγελο και όψη αγρίου, εξέπεμπε φόβο σε συναδέλφους και μαθητές. Επί πλέον με τη γλιτσερή  φωνή του και τα άσχημα φερσίματά του δημιουργούσε φασαρίες κάθε μέρα. Όσοι έπιαναν κουβέντα μαζί του στο τέλος μουρμούριζαν << μωρέ τι κουμάσι άνθρωπος  είναι και τι υποκείμενο διαβόλου! >>  Άλλοι έλεγαν πως μόνο πλήξη ένιωθαν κοντά του και κάποιοι τον σιχαίνονταν γιατί συνήθιζε να λέει άσχημες και τσουχτερές λέξεις που προκαλούσαν θυμηδία. Ο καθένας έχει τη λόξα του αλλά αυτός την παραείχε. Νόμιζε πως ήταν καλός παιδαγωγός, πως ήταν διαβασμένος. Τίποτα απ’ όλα αυτά. Ένας σκράπας ήταν. Όλα του ήταν στη μετριότητα και παρακάτω. Και δυστυχώς είχε αφεθεί να πιστεύει πως ο ρόλος του ως διευθυντής ήταν δοσμένος από το Θεό και ο ίδιος έπαιζε ιερό και ανώτερο ρόλο στο σχολείο. Αυτό τον έκανε να θαμπώνεται μπροστά στην εξουσία και να την ασκεί με ύφος Καίσαρα. Φλογιζόταν έτσι από την επιθυμία να συμβουλεύει τάχα τους εκπαιδευτικούς  και περισσότερο τις γυναίκες που τις καλούσε στο γραφείο του για να σβήνει με το λάγνο βλέμμα του τις διεφθαρμένες ερωτικές επιθυμίες του. Πολλές φορές όμως άρπαζε χαστούκια δυνατά απ’ αυτές, δυστυχώς όμως δεν κατόρθωναν να του κόψουν το χούι. Όταν δεν ήταν στις καλές του  βυθιζόταν σε σκέψεις καθισμένος στο γραφείο του και ξεχνιόταν να πάει στην αίθουσα για μάθημα σαν χτυπούσε το κουδούνι. Λίγο νοιαζόταν για την καλή λειτουργία του σχολείου και ούτε γύριζε να κοιτάξει στα μάτια κάποιον που του έλεγε για τυχόν προβλήματα που παρουσιάζονταν και είχαν άμεση ανάγκη λύσης. << Θα τα διορθώσω >> τους έλεγε με υποκρισία και τραβούσε μερικές θεριακλήδικες ρουφηξιές από το τσιγάρο του που καιγόταν συνεχώς. Ύστερα έβηχε και ξύνοντας με το μεγάλο νύχι του μικρού αριστερού του δάχτυλου τη μύτη του ανάγκαζε το συνομιλητή του να τον εγκαταλείψει και να το βάλει στα πόδια. Όταν κάποιος συνάδελφός του τον επισκεπτόταν να του ζητήσει άδεια, << την έχεις ! >> του έλεγε και τον έδιωχνε. Αμέσως έστελνε την αίτησή του στον προϊστάμενο με την παρατήρηση << να του κοπεί >>. Στο πίσω μέρος του γραφείου είχε ανοίξει μια πόρτα για να φεύγει ό,τι ώρα ήθελε χωρίς να τον παίρνουν μυρωδιά οι συνάδελφοί του.   

   Πάνω σ’ ένα ράφι του γραφείου του υπήρχε ένα χοντρό βιβλίο εδώ και δυο χρόνια. Πιθανόν το είχε για να το διαβάσει αλλά δεν το είχε κατορθώσει ακόμη. Από το συνδετήρα στις σελίδες του κάποιος συνάδελφός του που έτυχε να το ανοίξει σ’ εκείνο το μέρος, διαπίστωσε πως βρισκόταν στην ίδια θέση εδώ και έξι μήνες! Ούτε μια σελίδα δε διάβασε ο αθεόφοβος όλο αυτό τον καιρό. Ποτέ του, όσο ήταν διευθυντής πέντε χρόνια δεν κατόρθωσε να ταχτοποιήσει το νοικοκυριό του εκεί μέσα. Παντού χαρτιά, μολύβια και γόμες, σκόρπια πάνω σε καρέκλες, πολυθρόνες και ράφια. Όταν ο επισκέπτης έμπαινε μέσα στο γραφείο του έλεγε με αυθάδη τρόπο για να προφυλάξει δήθεν την περιουσία του σχολείου: << μη κάθεσαι σ’ αυτές τις ταπετσαρισμένες πολυθρόνες, μόλις χτες τις έφτιαξα και έδωσα ένα σωρό λεφτά! >>

   Ο συγγραφέας νιώθει την ανάγκη να ομολογήσει πόσο άσχημα αισθάνεται να γράψει τόσα κακά λόγια γι’ αυτόν τον άχρηστο άνθρωπο και να καταγράψει τον άθλιο χαρακτήρα και τον ανέντιμο βίο της εκπαιδευτικής του πορείας. Κι αν το έκανε μέχρι εδώ, έγινε γιατί πιστεύει πως η λογοτεχνία ζητά κι απαιτεί το πορτρέτο των ηρώων του μυθιστορήματος να είναι τελειωμένο. Κι αυτό  έκανε. Φαίνεται εύκολο αλλά είναι πολύ δύσκολο. Γιατί αυτοί οι τύποι μοιάζουν μεταξύ τους κι εσύ πρέπει να καταφέρεις να βρεις και να διακρίνεις και τις πιο αδιόρατες λεπτομέρειες να καταγράψεις. Πιστεύει για να μην κουράσει τον αναγνώστη να σταματήσει εδώ την παρατηρητικότητα  του βλέμματός του στο διευθυντή υποσχόμενος παρακάτω να του τεντώσει και πάλι τα νεύρα με μερικά ακόμη λοξά του πράγματα.

   Αυτό λοιπόν τον άνθρωπο κουτσομπόλευαν σε όλα τα διαλείμματα καθηγητές και μαθητές και δεν έλεγαν να βάλουν τη γλώσσα τους μέσα. Προς το τέλος δε του διαλείμματος της τελευταίας ώρας λίγο έλειψε να παίξουν ξύλο δυο μικρές ομάδες συνασπισμού καθηγητών που συζητούσαν το επεισόδιο με τον πατέρα. Η μια θεωρούσε υπεύθυνο το διευθυντή και η άλλη τον ανέβαζε σαν ισχυρό εθνικό κεφάλαιο της παιδείας γιατί ήταν οπαδός του τρίπτυχου : << πατρίς, θρησκεία. οικογένεια ! >> Ένας δε από την ομήγυρη που πολέμησε στην Κύπρο εναντίον του Μακαρίου από το μέρος των πραξικοπηματιών τον αναγόρευσε και πατέρα της << εθνικοφροσύνης >> με το σωστό παιδαγωγικό οίστρο που τον διέκρινε!

   Εν πάση περιπτώσει τέτοια γίνονται παντού  και πως ήταν δυνατόν να ξεφύγουν κι απ’ αυτούς τους ανθρώπους που αφήνουν τα ίχνη τους στην ιστορία  μας. Πουθενά δε θα βρείτε να συμφωνούν όλοι για το ίδιο πράγμα! Όμως εδώ στην περίπτωσή μας κάθε ένας θα είχε δίκιο να δαγκώνει τα χείλη του από θυμό για τη συμπεριφορά αυτών των ανθρώπων που υποστήριζαν αυτό το απόβρασμά!  Ήταν  τα φθηνότερα λόγια υπεράσπισης που μπορούσαν να ξεστομιστούν από ανθρώπους που υποτίθεται πως στα χέρια τους κρατούν το ιερότερο πράγμα ενός έθνους όπως είναι η παιδεία.  

 

 

 

                                                    2

 

 

 

 

 

 

   Ενώ λοιπόν έγιναν αυτά ο Λευτέρης και η Τάνια δεν έσμιξαν ούτε λεπτό να μιλήσουν για την άγρια αυτή επίθεση του πατέρα στο διευθυντή, τον καθ’ όλα συμπαθητικό της Τάνιας. Πάντα είχε καλές και αγαστές σχέσεις μαζί του και πάντα μπαινόβγαινε στο γραφείο του με την άνεσή της και να διεκπεραιώνει διάφορες γραφικές εργασίες που της ανάθετε, και είχαν σχέση με το βιβλίο Μητρώου των μαθητών, τη βαθμολογία τους και ό,τι άλλο προέκυπτε στην πορεία. Ακόμη την είχε επιφορτίσει να ταξινομεί τις εγκυκλίους, να τις γνωστοποιεί στους συναδέλφους και να του υπενθυμίζει όσες ήταν απαραίτητο να  συζητηθούν στην ολομέλεια των διδασκόντων. Ακόμη και για τη φροντίδα του γραφείου την Τάνια είχε ορίσει για να το διατηρεί καθαρό και να βάζει φρέσκα λουλούδια στο ανθοδοχείο. Με λίγα λόγια ήταν η  << ιδιαιτέρα γραμματέα >> του διευθυντή.

   Αλλά και ο άντρας της είχε καλές σχέσεις με το διευθυντή και Ιάσονας Μελετίου και Αργύρης Δριμής όπως έλεγαν πήγαιναν << πακέτο >>. Ακόμη διατηρούσαν και ισχυρούς οικογενειακούς δεσμούς σε σημείο που να σχολιάζονται δυσμενώς οι κάποιες << τυχαίες >> βόλτες της Τάνιας στους δρόμους της πόλης μετά του κυρίου Ιάσονα. Γι’ αυτούς τους περιπάτους ή τις βόλτες ο σύζυγος της Τάνιας της έκανε σκηνές αλλά η πιστή και τρυφερή σύζυγος τον καθησύχαζε πως είναι αθώες συναντήσεις και ουδέν το μεμπτό συμβαίνει με τον  αγαπητό τους οικογενειακό φίλο και συνάδελφο.

   Αλλά και οι συνάδελφοί τους σχολίαζαν ποικιλοτρόπως την ύποπτη και περίεργη σχέση τους και τους έσουρναν σαν τους έβλεπαν μαζί τα εξ αμάξης.  Και τι δεν έλεγαν. Πως σίγουρα τα είχαν καλά και ήταν σφόδρα ερωτευμένοι. Άλλοι έλεγαν ειρωνικά πως δεν έδεναν, άσχημος αυτός, ωραία αυτή, και ποιος ξέρει γιατί η γυναίκα αυτή τρύπωσε με υστερικό ερωτικό πάθος στην αγκαλιά του. Κάτι ισχυρό θα την έσπρωξε. Αλλά τι; Κάποιοι ψιθύριζαν πως δε συμβαίνει τίποτα απλά είναι φίλοι. Όμως γιατί έδειχνε τόσο υπερβολικό ζήλο να τον βοηθά στα καθήκοντά του και να μπαινοβγαίνει στο γραφείο του; Ήθελε πραγματικά να τον βοηθήσει ή να γεύεται την οσμή του ανδρικού του κορμιού;  Κι όλη αυτή η αδιάντροπη συμπεριφορά τους μπροστά στα μάτια καθηγητών και μαθητών με γελάκια, καυτές ματιές σαν κοφτερές λεπίδες και φιλοφρονήσεις που πήγαζαν από τις ορμές των άγριων ενστίχτων τους τι σκοπούς εξυπηρετούσαν; Όπως και να ΄χει η σχέση τους ήταν ανήθικη και φαεινότερη του ήλιου, μύριζε μπαρούτη. Ίδωμεν.

   Ο Λευτέρης  τα αγνοούσε όλα αυτά γιατί κοίταζε τη δουλειά του και δεν είχε μάτια να δει και παραπέρα αφού την αγαπούσε και δεν είχε λόγο να υποψιαστεί το ελάχιστο για την ηθική της. Αλλά ούτε και του περνούσε από το μυαλό, αφού ορκιζόταν ότι τον αγαπούσε πως ήταν δυνατόν να τον απατά! Τα ελάχιστα που έρχονταν στ’ αυτιά του τα έσβηνε και τα θεωρούσε κακόβουλες συκοφαντίες και μόνο. Ήταν ευτυχισμένος με την Τάνια κι αυτό που έκανε τους εχθρούς της να την κουτσομπολεύουν ήταν  η ζήλια τους γι’ αυτή. Ποιους απ’ αυτούς τους άντρες θα μπορούσε να σφίξει στην αγκαλιά του μια τέτοια γυναίκα; Και ποια από τις χοντρές σαν πάπιες γυναίκες θα συγκρινόταν μαζί της στην ομορφιά στα κάλλη και στο ντελικάτο και γεμάτο χυμούς κορμί της; Καμιά!

   Στη βιβλιοθήκη που πήγε ο Λευτέρης στο τελευταίο διάλειμμα ήρθε κι αυτή. Την πλησίασε με τρυφερό χαμόγελο και της έδωσε ένα ξεγυρισμένο ζεστό φιλί στο μάγουλο. Εκείνη έχωσε ελαφρά το πρόσωπό της στην αγκαλιά του και σαν χουζούρεψε λίγο το πήρε. Στη συνέχεια δήλωσε σαν κάθισε σε μια καρέκλα πως έχει ανάγκη να μιλήσει μαζί του. Ο Λευτέρης κάθισε και αυτός κι άρχισε με τον τρόπο του να σχολιάζει τον ξυλοδαρμό του διευθυντή που είχε γίνει το θέμα της ημέρας στα χείλη εκπαιδευτικών και μαθητών. Όση ώρα μιλούσε η Τάνια έδειχνε στενοχωρημένη. Κουνούσε το κεφάλι με αμηχανία κι έδειχνε να είναι με το μέρος του διευθυντή.

   --- Μα τι περίμενε ο αχρείος πως δε θα τις έτρωγε κάποια μέρα με τόση γελοιότητα που τον διακρίνει!  Και λίγες έφαγε! Να του σπάσει τα παίδια έπρεπε κι όχι να τον σημαδέψει με λίγες αμυχές στο πρόσωπο!

   Αυτή κούνησε το κεφάλι της πέρα δώθε σαν να μη συμφωνούσε μαζί του. Ύστερα του είπε:

   --- Ό,τι και να έκανε στο γιο του δεν έπρεπε να του συμπεριφερθεί  έτσι! Είναι βάρβαρο αυτό!

   --- Ναι, αλλά κι εκείνος βάρβαρα συμπεριφέρθηκε στο γιο του. Αυτό πού το βάζεις;

   --- Μα, δεν ντράπηκε να εισβάλλει στο γραφείο σ’ ένα ιερό χώρο και να τον μεταχειριστεί σαν να ‘τανε ζώο; Αυτό είναι πρωτάκουστο. Είναι άνευ ποταμών.

   --- Είναι. Αλλά και η πράξη του θύματος τι είναι; Ειδεχθής δεν είναι κι αυτός μια πεθαμένη ψυχή; Ένα τίποτα;

   Η Τάνια κοκκίνισε. Τα μάτια της στρογγύλεψαν. Η πνιγερή φωνή της που ακούστηκε σβηστή του είπε:

   --- Πώς μιλάς έτσι για έναν καθώς πρέπει άνθρωπο! Είναι κύριος!

   --- Τον εκτιμάς;

   --- Συνάδελφος είναι! Έχουμε και εξαίρετες οικογενειακές σχέσεις με τον άνθρωπο. Γιατί να μην τον εκτιμώ!

   --- Αυτός είναι κάθαρμα! Αυτόν εκτιμάς;

   --- Τα παραλές!

   --- Δεν τα παραλέω! Αυτή είναι η αλήθεια. Είναι ανίκανος, τεμπέλης, αυταρχικός και μυρίζει ναφθαλίνη. Είναι πληγή για το σχολείο. Ένας άχρηστος που τη λάσπη που μας ρίχνει ως τώρα στα μάτια τη θεωρεί ευεργετική και πιστεύει πως πηγάζει από το λαμπρό κύρος του! Αυτοί που τον  επέλεξαν να γίνει διευθυντής είχαν μεσάνυχτα από κριτική ικανότητα. Μάλλον, τυφλοπόντικες ήταν! Δ  εν έβλεπαν τι κουμάσι διόριζαν να διευθύνει τις τύχες του σχολείου!

   --- Ε, αυτά που λες με κάνουν να ντρέπομαι για σένα!

   --- Γι’ αυτόν να ντρέπεσαι, τον οικογενειακό σου φίλο!

   --- Τι υπονοείς;

   --- Τίποτα! Ξέσπασμα είναι!

   --- Ξέσπασμα;

   --- Θέλει προσοχή! Δεν τον βλέπεις πως μαζεύει τις καθηγήτριες στο γραφείο του και τις μυρίζει; Άνθρωπος είναι αυτός ή σάτυρος!

   --- Κάθε πράγμα έχει τα όρια του, είπε εκνευρισμένη η Τάνια και σηκώθηκε να φύγει. Στην πόρτα σταμάτησε και συνέχισε. Αν σου αρέσει να αραδιάζεις παρόμοιες προτάσεις για τους συναδέλφους σου μπορείς να το κάνεις αλλά όχι σε μένα. Φεύγω. Εγώ ήρθα για να σε δω και να κουβεντιάσουμε  κι όχι για να ακούσω ανήκουστες κατηγόριες.

   Τότε ο Λευτέρης σηκώθηκε και την πρόφτασε. Την έπιασε από το μπράτσο και της είπε!

   --- Καταλαβαίνω σε πλήγωσα! Όμως κι εγώ σε θέλω για κάτι. Αν όχι τόσο για να σε δω αλλά για να σου ανακοινώσω κάτι. Κάτι που θα σου αρέσει.

   Τα λόγια του την καλμάρισαν. Έτσι παρά τη δυσαρέσκειά της μαζί του, γύρισε και κάθισε. Αυτός με ήρεμο πια τρόπο της είπε:

   --- Σκέφτηκα να ριψοκινδυνέψω και να ανεβάσω μια παράσταση αρχαίου δράματος με τους μαθητές μου, τις << Τρωάδες >> του Ευριπίδη. Θέλω κι εσύ να με βοηθήσεις στα χορικά αφού είσαι ειδικευμένη και κατέχεις καλά τα μυστικά της αρχαίας τραγωδίας. Μαζί σου έχω τη βεβαιότητα πως η παράσταση δε θα ατυχήσει και η διανομή και η διδασκαλία των ρόλων θα είναι η σωστή.   Καλωσορίζοντας σίγουρα τη βοήθειά σου, σου ζητώ να πάρεις κι εσύ ένα ρόλο, αυτό της Ελένης  κι εγώ του Μενελάου!

   --- Αυτή φάνηκε να εκπλήσσεται αλλά και να χαίρεται. Έτσι ενθουσιασμένη του είπε:

   --- Μωρέ τύχη, που θα την έχω, να παίξω την Ελένη! Γιατί όχι! Δέχομαι. Μαζί σου ή του βάθους ή του ύψους!

   --- Μόνο που θα υποστούμε κάποιες θυσίες.

   --- Ποιες θυσίες;

   --- Να, να ερχόμαστε μερικά απογεύματα για πρόβες και να μάθουμε καλή προφορά των κειμένων του ρόλου μας.

   --- Χμ, κατάλαβα! Πρέπει να παίρνω άδεια από τον άντρα μου για τις απογευματινές μου απουσίες! Ελπίζω να μου την παραχωρεί!

   --- Όμως δεν είναι και κανένας βλάκας! Έχει γούστο να έχει υποψιαστεί κάτι για τους δυο μας και να σου αρνηθεί!

   --- Μου έχει εμπιστοσύνη! Είναι σίγουρος πως δεν έχω κοιμηθεί με άλλον !

   --- Τότε σε λίγο καιρό αρχίζουμε. Ελπίζω μέχρι τα μέσα του Μάη να είμαστε έτοιμοι. Έχουμε περίπου πέντε μήνες μπροστά μας.

   --- Ναι, αλλά θα θέλει και κάποιες γραφειοκρατικές διαδικασίες από τον προϊστάμενο. Όσο να ‘ναι θα μας καθυστερήσουν μέχρι να μας εγκρίνουν την παράσταση.

  --- Αίτηση, αναφορές, κονδύλια, τόπος, χρόνος, που θα γίνει η παράσταση, όλα αυτά κι άλλα πολλά. Τα ξέρω δεν τα ξέρω λες; Θα κάνω όμως ό,τι μπορώ για να συντομευτούν οι διαδικασίες.

   Η Τάνια γέλασε. Ύστερα βυθίστηκε  με μιας σε μια μελαγχολία. Κι αυτό γιατί θυμήθηκε σε τι αθλιότητα πέρασε από τότε που επέστρεψε ο άντρας της από το χτήμα στο σπίτι και στη δουλειά. Αχ, να μπορούσε το βράδυ ή κάποιο άλλο να το περνούσε με το Λευτέρη! Τι άνθρωπος και τι άντρας ήταν τούτος μπροστά στο δικό της! Ήθελε να του το ζητήσει αλλά η γυναικεία ντροπή την εμπόδισε να το κάνει. Έτσι σιώπησε και προσπάθησε με το βλέμμα της να του στείλει το μήνυμα της δειλίας της.

   Εκείνος είδε το πονεμένο  βλέμμα της και τη ρώτησε τι τη βασάνιζε.

   Αυτή πήρε θάρρος και του είπε, πως περνάει άθλια με τον άντρα της, πως της λείπει, πως τις νύχτες ξυπνά και πηγαίνει στο σαλόνι και κλαίει, πως δεν έχει όρεξη για φαγητό και πως γενικά το ενδιαφέρον της για τη ζωή μακριά του έχει εκλείψει και δεν έχει κανένα νόημα να ζει. Ακόμη πως βρίσκεται σε απελπιστική θέση και έχει έρθει σε απόγνωση. Με λίγα λόγια η ζωή της έχει καταντήσει μαρτύριο μακριά του.

   Ο Λευτέρης την παρηγόρησε, λέγοντας της πως ο πόνος είναι κυρίαρχος σε τέτοιες παράνομες σχέσεις και οφείλουν να κάνουν και οι δυο τους υπομονή.  Άλλη λύση δεν υπάρχει και να ξέρει πως όσο κρατήσει αυτή η σχέση η ψυχή τους θα τυραννιέται  πάντα από το βάρος των ανομιών τους! Ο έρωτας δυστυχώς τις πληγές που ο ίδιος ανοίγει δεν ξέρει να τις επουλώνει! Προς το παρόν ας χαρούν ότι τους προσφέρει κι ας μην κάνουν μαύρες σκέψεις για να τον σκάσουν για αυτή του την καταστροφική  δύναμη! Ύστερα με εύθυμο τρόπο της ζήτησε να συναντηθούν το βράδυ. Αυτή πήδησε από τη χαρά της. Να που η επιθυμία της εισακούστηκε!  Έτσι με τσιριχτή φωνή του είπε:

   --- Θα βρω μια δικαιολογία και θα έρθω!

   --- Στο σπίτι μου!

   --- Στο σπίτι σου, που αλλού!

   --- Περίφημα!

   --- Τι ώρα;

   --- Στις εφτά!

   --- Λάβε τα μέτρα σου μη σε αναζητήσει κανείς!

   --- Έννοια σου! Σε τέτοια είμαι μανούλα!

   --- Το ξέρω, είσαι!

   Την πλησίασε και λούφαξε για λίγο σαν γάτα στην αγκαλιά του. Ο ήχος όμως από το κουδούνι τους τρόμαξε και τους πέταξε πάνω σαν ελατήρια. Δίνοντας ακόμη μια υπόσχεση για το βραδινό ραντεβού τους, μπήκαν στις τάξεις τους. 

 

 

 

                                             3

 

 

 

   Στις τέσσερις το απόγευμα ο Λευτέρης και ο Άρης ξεκίνησαν για τον καταυλισμό. Ό Άρης με σκοπό να τους ενισχύσει με κάποια χρήματα που είχε μαζέψει από το Ταμείο ενίσχυσης  απόρων σαν πρόεδρος που ήταν και ο Λευτέρης να συστήσει σαν υπεύθυνος στη Σχολική επιτροπή γραμμάτων και συμπεριφοράς μαθητών με οικογενειακά προβλήματα κάποιες  συμβουλές.

   Ο Λευτέρης αντιπαθούσε και σιχαινόταν αυτούς τους καταυλισμούς με τις παράγκες, τις αποθήκες και τα ετοιμόρροπα καταλύματα που ζούσαν οι φτωχοί και οι άθλιοι. Μια φορά που έτυχε να πάει είδε ένα μεσήλικα πεθαμένο στη μέση του δρόμου και του στοίχισε πολύ. Από τότε  απόφευγε  τις επισκέψεις αλλά σαν τον καλούσε το καθήκον  πήγαινε γιατί δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Ακόμη του την έδιναν κι όλα αυτά που έβλεπε, σκουπίδια, χαρτόκουτα, ιμάντες, σίδερα, μοχλοί, κορμιά γυμνά, ή ντυμένα  με κουρέλια, σκυφτά σώματα ή άκουγε, κροταλίσματα από καρότσια, χτυπήματα με σφυριά, πελεκήματα με τσεκούρια, αγκομαχητά, βρισιές, φωνές παιδιών και κλάματα. Ακόμη δεν άντεχε κι εκείνη τη δυσοσμία μου έβγαινε λες από βούρκο και καμένα λάδια και του ερχόταν να λιποθυμήσει.     

   Και  τώρα μόλις πάτησε το πόδι του στα σκοτεινά δρομάκια με τα παλιά κτίρια και τις παράγκες τρόμαξε να κρατήσει τα μάτια του ανοιχτά. Ένας  ηλικιωμένος άντρας στεκόταν στη μέση του δρόμου, γυμνός από τη μέση και πάνω και γελούσε με δυνατά χαχανητά  πετροβολώντας όποιον έβρισκε μπροστά του. Ήταν τρελός του είπε ο Άρης που τον γνώριζε από τις συνεχείς επισκέψεις του. Στην προσπάθειά τους να τον ηρεμήσουν τους έβρισε τρέχοντας να κρυφτεί ανάμεσα στις ξεχαρβαλωμένες παράγκες.

   Προχωρούσαν  για να βρουν το σπίτι του αρχηγού ενώ συναντούσαν κάθε τόσο κι εκπληκτικά πράγματα. Υγρασία, κοπάδια έντομα, μυρωδιές αποπνικτικές, ακαθαρσίες, ακολασίες και παντού μια αναρχούμενη συμπεριφορά. Ο καθένας έκανε του κεφαλιού του και καμιά τάξη σωστής διοίκησης δεν υπήρχε. Ως και τα σκυλιά συμμετείχαν σ’ αυτό το κομφούζιο αναρχίας κυνηγώντας κάθε επισκέπτη έτοιμα να τον κομματιάσουν με τα αιχμηρά δόντια τους.

   --- Κάποτε τα πράγματα ήταν πιο ήσυχα! είπε ο Άρης και σταμάτησε να ρωτήσει κάποιον για το σπίτι του αρχηγού.

   Ο Λευτέρης δεν είπε τίποτα αλλά ένιωθε θλιμμένος. Η σκέψη του τον βασάνιζε για τους κολασμένους αυτούς ανθρώπους που ζούσαν σ’ αυτό το καταραμένο μέρος. Το να τους έδιναν λίγα χρήματα τι θα έβγαινε; Ποιος θα τα πρωτόπαιρνε και τι θα αγόραζε μ’ αυτά;  Κοίταζε τα μικρά ξυπόλητα κορίτσια που έπαιζαν στις αυλές και του ανέβαινε το αίμα στο κεφάλι. Στις φράχτες, στις σκάλες και στα βαρέλια τα αγόρια είχαν τα δικά τους λημέρια και το δικό τους άχαρο και πρωτόγονο  τρόπο ζωής.  Τότε θυμήθηκε πως μικρός όταν περνούσε από τις σκηνές των τσιγγάνων κι έβλεπε τα μικρά τσιγγανόπουλα να παίζουν και να καταβρέχονται με τους κουβάδες γεμάτους νερό, ήθελε πολύ να ήταν κι αυτός ανάμεσά τους και να κάνει το ίδιο! Τώρα όμως; Τα σιχαίνεται όλα αυτά που βλέπει να κάνουν αυτά τα παιδιά γιατί του θυμίζουν τη δυστυχία τους.

   Ο Άρης πήρε την πληροφορία πως ο αρχηγός και πρόεδρος ζούσε κοντά στη σιδηροδρομική διάβαση εκεί που διακρίνονταν τα πρώτα σπίτια της πόλης. Πήγαν ως εκεί. Αμέσως μπήκαν σ’ ένα φαρδύ χωματόδρομο που συνήθως ήταν ήσυχος όπως και τώρα. Ο δρόμος πιο πέρα οδηγούσε στα φθηνά φαγάδικα, τις καφετέριες και τις μπιραρίες. Εδώ μαζεύονταν οι άνθρωποι της συνοικίας μετά τις δουλειές τους και τα έπιναν. Γι’ αυτό τις νυχτερινές ώρες  ο δρόμος γέμιζε από μεθυσμένους και ρυπαρούς ανθρώπους που έβριζαν  ή ξερνούσαν. Τούτος ο δρόμος φημιζόταν για τις κλοπές του. Ο ένας έκλεβε τον άλλο και συνέχεια η αστυνομία ήταν παρούσα να ανακαλύπτει τον κλέφτη. Γίνονταν και φόνοι. Και τελευταία είχε ακουστεί πως κάποιος σκότωσε πατέρα και ένα δίχρονο αγοράκι. Για λόγους εκδίκησης, έλεγαν. Ποιος ξέρει; Ίσως και να ήταν ληστεία.

   Πριν το τέλος του δρόμου μια πύλη, κάτι που έμοιαζε με είσοδο σε κτίριο παλιό, οδηγούσε σ’ ένα σκοτεινό και απαίσιο κτίσμα, όπου χρησίμευε για νοσοκομείο. Σαν βρισκόσουν στην αυλή του δεν άκουγες παρά το βήχα, τους βόγκους, τις γκρίνιες και τις φωνές των ασθενών που κατάκοιτοι οι περισσότεροι περίμεναν το τέλος τους. Το κρατικό νοσοκομείο της πόλης δεν τους δεχόταν γιατί δεν ήταν ασφαλισμένοι και  νοσηλεύονταν εδώ με σοβαρές ελλείψεις φαρμακευτικής και ιατρικής περίθαλψης. Τους φρόντιζαν οι εθελοντές γιατροί και οι εθελόντριες νοσοκόμες. Οικονομικά το στήριζαν οι πλούσιοι της πόλης, ο φιλόπτωχος σύλλογος και διάφορες ερανικές επιτροπές.

   Οι δυο επισκέπτες μας δεν πέρασαν μέσα στην αυλή του κτιρίου αλλά στάθηκαν για λίγο στην εξώπορτα και το χάζευαν.  Τους έκανε τόση αλγεινή εντύπωση η μίζερη όψη του που έφτυσαν κατά γης και ξεκίνησαν αγανακτισμένοι. Έτσι έφτασαν έξω από το σπίτι του αρχηγού. Στην πόρτα του στεκόταν ένας αδύνατος άσχημος άντρας με γκρι παλτό, παλιό παντελόνι και σχισμένα άρβυλα. Τον ρώτησαν ποιος είναι και τους  αποκρίθηκε πως ήταν αυτοπροσώπως αυτός που ζητούσαν! Χάρηκε για τη συνάντησή τους και τους έμπασε μέσα στο σπίτι.

   --- Βασίλια! Έλα, έχουμε μουσαφιραίους! φώναξε με υπόκωφη φωνή  ο άντρας και έχωσε το κεφάλι του στην πόρτα της κουζίνας να δει τη γυναίκα του.

   Αυτή ήρθε κρατώντας στα χέρια μια ξύλινη  κουτάλα. Σαν τους είδε, ντράπηκε, την άφησε σε μια καρέκλα και τους δέχτηκε μ’ ένα θαυμασμό, λέγοντάς τους:

   --- Να, εδώ καθίστε! Και τους έδειξε ένα παλιό ξύλινο μπαούλο σκεπασμένο μ΄ ένα καφέ τριμμένο σκέπασμα.

   Πριν καλά- καλά καθίσουν από την ανοιχτή πόρτα, μπήκαν ένα πίσω απ’ τ’ άλλο πέντε παιδιά, τρία αγόρια και δύο κορίτσια, όλα κάτω από δεκαοχτώ χρονών. Φορούσαν παλιόρουχα και τα μαλλιά τους ήταν βρώμικα. Τα ισχνά κορμιά τους έδειχναν την κακή σίτισή τους και τα φοβισμένα βλέμμα τους μαρτυρούσαν μια έκδηλη μισανθρωπία. Γυρόφεραν για λίγο κοιτάζοντας με απορία τους δυο καλεσμένους και ύστερα εξαφανίστηκαν επιστρέφοντας στον κόσμο τους.

   --- Κάποιος καλό Θεός, θα σας έφερε εδώ! τους είπε με μια καλοσύνη και δουλικότητα ο αρχηγός κι έτριψε χαρούμενος τα χέρια του.

   --- Έχουμε ξανάρθει! του είπε με ένταση στη φωνή του ο Άρης αλλά συναντήσαμε άλλο αρχηγό. Αλλάζετε;

   --- Ναι, μ’ εκλογές! Αυτό τον καιρό είμαι εγώ!

   --- Πολύ καλό, αυτό!

   --- Καλό είναι! Όμως αισθάνομαι ντροπιασμένος τόση ώρα χωρίς να σας προσφέρουμε κάτι. Κι αφού στράφηκε στη γυναίκα του που καθόταν κοντά στο τραπέζι σιωπηλή, της συνέστησε να φέρει και να τους κεράσει. Φεύγοντας αυτή, συνέχισε: Την είδατε τη γυναίκα μου! Την είδατε πως χάρηκε που σας είδε σαν να μυρίστηκε γιατί ήρθατε. Μέθυσε από τη χαρά της η καημένη! Είμαι σίγουρος πως αν κοιτάξετε από την πόρτα θα είναι πνιγμένη στα δάκρυα! Αχ, αυτή η γυναίκα μου! Ψυχούλα είναι!

   --- Ψυχούλα, ναι! Και με πέντε παιδιά πώς τα βγάζετε πέρα;

   --- Τη βοηθάω κι εγώ! Όμως δεν παραπονιόμαστε! Μόνο σαν αρρωσταίνει βαρυγκομά! Τότε είναι πολύ δυστυχισμένη.

   --- Είναι δύσκολο να έχει κανείς πέντε παιδιά; τον ρώτησε ο Λευτέρης κι έσφιξε τα χείλη του.

   Ο άνθρωπος σιώπησε λες και ετοιμάστηκε να βγάλει κάποιο βογκητό. Ύστερα παίζοντας τα μάτια του πέρα δώθε που έμοιαζαν σαν ξεθωριασμένες χαντρούλες, του είπε:

   --- Πολύ δύσκολο, κύριε! Να σκεφτείς πως όταν δεν έχουμε να τα ταϊσουμε ευχόμαστε να τα πάρει ο Θεός να ησυχάσουν κι αυτά αλλά κι εμείς! Λυπάμαι που το λέω αλλά έτσι είναι.

   Η γυναίκα μπήκε με τα αναψυκτικά στο δίσκο και τους διέκοψε. Τ’ άφησε πάνω στο τραπέζι και κάθισε στην καρέκλα αμίλητη και τους παρακολουθούσε με μάτια λυπημένα.

   Τότε ο Άρης είπε:

   --- Θα σας δώσουμε λίγα χρήματα για τις ανάγκες σας με την ελπίδα στο μέλλον να πάρετε κι άλλα. Πιστεύω να σας βοηθήσουν στο ελάχιστο.

   Τα μάτια του αντρόγυνου έλαμψαν. Τα πρόσωπά τους πήραν μια ζωηρή και χαρούμενη όψη. Μόλις δε τα χρήματα μπλέχτηκαν στα δάχτυλα του αρχηγού και τα χάιδεψε ένα πλατύ χαμόγελο άνθισε στα χείλη του. Με κάποια ύστερα καθυστέρηση σαν τα σιγούρεψε στην τσέπη του, τους είπε:

   --- Θα σας κόψω κι απόδειξη! Τη θέλετε τώρα ή σαν φύγετε; κι ετοιμάστηκε να σηκωθεί.

   --- Αυτό που με νοιάζει είναι να γίνει καλή μοιρασιά και να μην αδικηθεί καμιά οικογένεια, του είπε ο Άρης και δείχνοντας το Λευτέρη, συνέχισε: ο άνθρωπος από εδώ θέλει να σας πει κάτι σαν υπεύθυνος για τη μόρφωση των παιδιών. Θέλω να τον ακούσετε και να τηρήσετε κατά γράμμα τα λόγια του.

    Σηκώθηκε όμως για να ξεφύγει την άσχημη μυρωδιά που ερχόταν από τα άπλυτα και ιδρωμένα σώματά τους. Πήγε και στάθηκε κοντά στο δυτικό ανοιχτό παράθυρο να αναπνεύσει τον καθαρό αέρα που έμπαινε από το λιτό κι ελάχιστα φροντισμένο ακάλυπτο χώρο.

   --- Τα παιδιά σας, όσα έρχονται σχολείο, είπε ο Λευτέρης, δημιουργούν προβλήματα τόσο μέσα στην τάξη όσο κι έξω. Έχουν κακή συμπεριφορά και ώρες- ώρες  κάνουν τέτοιες παραλυσίες που καταλύουν κάθε έννοια του κανονισμού του σχολείου. Σας ζητώ να τα συμβουλέψετε να σέβονται τους καθηγητές και τους συμμαθητές τους, να μην τους δέρνουν και να αποφεύγουν τις κλοπές και τις καταστροφές στην περιουσία του σχολείου. Δε θέλω να μπω σε λεπτομέρειες για να μη σας κουράσω αλλά παίρνω το θάρρος να σας πω πως  δυστυχώς δείχνει να τα έχετε εγκαταλείψει στο έλεος της τύχης.

   Ο αρχηγός άνοιξε ένα συρτάρι σ’ ένα παλιό κομοδίνο κι έβγαλε από μέσα ένα χαρτί. Του το έδωσε να το διαβάσει και του είπε με φωνή που έτρεμε:

   --- Μα διάβασε κι εδώ αυτά μας λέει και η αστυνομία! Δεν μπορούμε όμως να κάνουμε κάτι! Κι αυτό γιατί εδώ στον καταυλισμό είναι παιδιά κάθε καρυδιάς καρύδι! Οι γονείς τους είναι κι από τις πέντε ηπείρους. Άντε να βγάλεις άκρη. Τι να τα κάνουμε; Ξένοι είναι οι περισσότεροι, τι περιμένεις; Πολιτισμό; Δεν έχουμε! Το φαγητό  ελάχιστο. Η δουλειά λίγη. Οι αγράμματοι πολλοί. Νεκροί είμαστε! Μην περιμένετε από εμάς τίποτα!

   Για να τους κολακέψει κάπως και να μη συνεχίσουν να νιώθουν σαν εξαϋλωμένοι ο Λευτέρης τους είπε μερικές επαινετικές φράσεις και τους τόνισε τη μεγάλη οικονομική προσφορά τους στην χώρα του. Στη συνέχεια έβγαλε από την τσέπη του εκατό ευρώ και της ακούμπησε πάνω στο τραπεζάκι, λέγοντας:

   --- Είδα πως το μικρότερο αγοράκι έβηχε άσχημα.  Να, πάρετε αυτά τα χρήματα να το πάτε στο γιατρό και να του αγοράσετε τα φάρμακα. Κι από τα άλλα χρήματα που σας έδωσε ο Άρης κρατήστε κι ένα μικρό ποσό να βοηθήσετε και τα υπόλοιπα τέσσερα. Αγοράστε τους παπούτσια να μην περπατάνε ξυπόλητα.

   Η γυναίκα του πετάχτηκε πάνω και τον αγκάλιασε. Ύστερα  αναλύθηκε σε λυγμούς. Τον άφησε μόνο σαν εκείνος ξεγλίστρησε.        Ο  άντρας της σαν να αισθάνθηκε ντροπή πήρε τα μάτια του από πάνω τους και τα έριξε στο χαρτί. Μόνο σαν βρέθηκαν οι δυο φίλοι στην πόρτα και τους αποχαιρετούσαν, σήκωσε το κεφάλι του και τους είπε συγκινημένος πολύ:

   --- Νοιαζόσαστε πολύ για μας και σας ευχαριστούμε! Αύριο η συνοικία των δυστυχισμένων θα μιλά για αυτή σας τη φιλανθρωπία! Όσο για τα χρήματα θα πιάσουν τόπο! Να είστε βέβαιοι!

   Η φωνή του Λευτέρη σαν πήγαιναν δίπλα- δίπλα με τον Άρη στο φαρδύ δρόμο για την έξοδο, ακούστηκε να βγαίνει σφυριχτά και να λέει:

   --- Δυστυχισμένοι! Άραγε θα φύγετε ποτέ απ’ αυτό το κάτεργο! κι αφού  γύρισε το κεφάλι του πίσω λες και περίμενε απόκριση,  έριξε μια τελευταία ματιά στο κολαστήριο αυτό των ψυχών.

 

 

 

 

                                           4

 

 

 

 

 

 

   Όταν γύρισε στο σπίτι του σουρούπωνε. Σαν άνοιξε την πόρτα και μπήκε μέσα βρήκε κάτω ένα σημείωμα. Σαν το διάβασε, κράτησε με το χέρι του το κεφάλι του και βάδισε ασυναίσθητα στο κρεβάτι. Εκεί ξάπλωσε ενώ ένιωθε τον κόσμο να χάνεται. Τρόμαξε να συνέλθει. Το σημείωμα ήταν από την Τάνια που του έγραφε πως το ραντεβού τους, δε θα γινόταν γιατί ο άντρας της ήταν σπίτι. Του έδινε την υπόσχεση πως σύντομα θα  συναντιόνταν πάση θυσία.

   Σηκώθηκε και με χίλιες κακές σκέψεις πήγε στην κουζίνα και ήπιε ένα ποτήρι νερό. Ύστερα κάθισε στο κρεβάτι κι άρχισε πάλι να κάνει τις ίδιες σκοτεινές σκέψεις. Γιατί δεν θα ερχόταν; Ήταν αληθινή η δικαιολογία ή του έκρυβε τίποτα που θα τον έκανε δυστυχισμένο; Μήπως οι φήμες για τον άλλον ήταν αληθινές και είχε βγει μ’ αυτόν; Ένιωθε πολύ άσχημα. Δεν ήθελε να την χάσει κι αυτό έκανε τον πόνο του αβάσταχτο και την απουσία της οδυνηρή αιχμή δόρατος που θα του τρυπούσε την καρδιά. Αχ, πόσο πονούσε εκείνη τη στιγμή! Αχ, πόσο ένιωθε πως ο έρωτάς του για τη γυναίκα αυτή από ένα λουλούδι ανθισμένο κόκκινο που ήταν ως εκείνη τη στιγμή πριν πάρει το γράμμα έγινε μονομιάς ένα ασήμαντος μαραμένος αγριάκανθος!

   Στο σκοτεινό του μυαλό άρχισε όσο περνούσε η ώρα να βάζει και πάλι χίλιες δυο ιδέες. Στη φωτιά της σκέψης του στροβίλιζαν όλοι οι πιθανοί άντρες που μπορούσαν να την είχαν κερδίσει και να τα  είχε φτιάξει μαζί τους με κάποιον. Προσπαθούσε να συγκρατήσει τον εαυτό του από τις παράλογες αυτές εικασίες που τις θεωρούσε ασυναρτησίες αλλά δυστυχώς δεν μπορούσε να τις διώξει κι όλο γύρω απ’ αυτές γυρνούσε η νοσηρή σκέψη του. Είχε ιδρώσει και το μέτωπό του έσταζε μαργαριτάρια από ιδρώτα. Άπλώνε την παλάμη του και σκούπιζε τον ιδρώτα. Αλλά πάλι το μέτωπο μούσκευε. << Φταίω εγώ >> ψιθύρισε κάποια στιγμή << φταίω που της έδωσα εμπιστοσύνη! Αλλά έτσι είναι οι γυναίκες, καταφέρνουν να σε θυμώνουν, αν δε σου κάνουν τίποτα χειρότερο >>.

   Στο μυαλό του έφερε τη στιγμή που άρχισε να την  αγαπάει και που του έγινε συνήθεια, κομμάτι του εαυτού του, η πλήρη ταύτισή του. Ούτε λεπτό δεν την ξεχνούσε από τότε και την περιτριγύριζε με πείσμα θέλοντας να νιώθει την αντρική  ανάσα του έντονα πάνω της. Αυτή έδειχνε να της άρεσε αυτό. Η παρουσία του κοντά της, το έβλεπε στα μάτια της, την έκανε ευτυχισμένη. Σε  αντίθεση με αυτόν που τρόμαζε λίγο σαν την πλησίαζε. Δεν ήξερε γιατί. Όμως ήθελε να την βλέπει κάθε μέρα και της ζητούσε και ο ίδιος να βρίσκει προφάσεις και να συναντιούνται στα διαλείμματα. Όταν την άγγιζε στα κρυφά του άρεσε πολύ να τη χαϊδεύει με ξέφρενο πάθος. Κι αυτό το έκανε στο χώρο της  βιβλιοθήκης και στο γραφείο των καθηγητών σαν βρίσκονταν μόνοι. Το αίμα του τότε έπαιρνε φωτιά, διέτρεχε όλο το κορμί του κι ευχόταν αυτή η γλύκα που ένιωθε να μην τελείωνε ποτέ.

   Απόψε όμως το αίσθημα που ένιωθε γι’ αυτή τον είχε ταράξει και τον είχε φοβίσει. Μάλιστα μια βίαιη παράκρουση στη σκέψη του τον έκανε να κάνει παράξενους και παράλογους λογισμούς. Αισθάνθηκε ένα τρόμο να τον κυριεύει και σηκώθηκε. << Ένας περίπατος στην πόλη >>  ψιθύρισε << ίσως μου κάνει καλό μετά από το σοκ που περνώ >>  και ανοίγοντας την πόρτα γλίστρησε σαν σίφουνας έξω.

   Τέλος Νοεμβρίου κι από τη δύση μαζί με το σκοτάδι που απλωνόταν ένα σύννεφο κατάμαυρο σκέπαζε την πόλη και έδειχνε πως ήθελε να τη συντρίψει. Βροχή όμως δεν προμηνούσε γιατί το βορινό αεράκι το έδιωχνε μακριά. Ο Λευτέρης λυπημένος περπατούσε στο δρόμο της οδού Ελευθερίου Βενιζέλου με σκυμμένο το κεφάλι, τραβώντας για την πλατεία. Σαν έφτασε με  αγριεμένα  μάτια πλησίασε την πρώτη βιτρίνα ενός βιβλιοπωλείου κι άρχισε να την κοιτάζει. Βαρέθηκε όμως γρήγορα κι έφυγε παίρνοντας το δρόμο του νοσοκομείου. Πέρασε έξω από το πάρκο του χωρίς να ξέρει που πηγαίνει.  << Τι όμορφα είναι >> συλλογίστηκε σαν κοίταζε μέσα. Και τότε έγινε μάρτυρας μιας τρυφερής εικόνας που του άρεσε αλλά και ζήλεψε πολύ. Πως ήθελε κι αυτός να ήταν εκεί μαζί με την αγαπημένη του Τάνια! Όμως… όμως… όχι… όχι… δε  γινόταν αυτό. Εκεί τώρα  άλλοι γεύονταν τον έρωτά τους. Ένα αγόρι κι ένα κορίτσι ξαπλωμένα κάτω σφίγγονταν τρυφερά.   Το αγόρι με το κεφάλι ριγμένο  πάνω του το φιλούσε με πάθος ενώ σαν σταματούσε από τα χείλη του ξέφευγαν λόγια ποιητικά. Το κορίτσι ανάσαινε βαθιά ενώ από το μισάνοιχτο στόμα του έβγαιναν μικρές αισθησιακές κραυγές ικανοποίησης και ηδονής.

   Πόνεσε πολύ και έφυγε τρέχοντας.  Στα μισά του δρόμου σταμάτησε. Σκέφτηκε να πάει στο σπίτι του Άρη και να του πει τον πόνο του. Γρήγορα όμως άλλαξε γνώμη. Δεν του άρεσε η σκέψη και αποφάσισε να τον επισκεφτεί αλλά να μην του αναφέρει τίποτα σχετικό με το μαρτύριό του. Ήθελε να μιλήσει με κάποιον εκείνη τη δύσκολη στιγμή και μόνο αυτόν εμπιστευόταν.

   Τον βρήκε στην κουζίνα μπροστά από τη φλόγα του γκαζιού να ζεσταίνει τη σούπα του. Εκείνος ανασήκωσε το κεφάλι σαν έσβησε το μάτι και με το αθώο πρόσωπό του, του έκανε νόημα να καθίσει. Ο Λευτέρης κάθισε στο τραπέζι και ο Άρης τον ρώτησε αν ήθελε να τσιμπήσει κι αυτός κάτι μαζί του κι ετοιμάστηκε να του γεμίσει το πιάτο. Αυτός αρνήθηκε, λέγοντάς του ψέματα  πως μόλις δείπνησε και βγήκε έναν περίπατο να χωνέψει. Ο Άρης άρχισε να τρώει με αργές κουταλιές ενώ δεν έπαιρνε ούτε στιγμή τα μάτια του από πάνω του.

   --- Πώς και με επισκέφτηκες έτσι αναπάντεχα. Λευτέρη; τον ρώτησε και τα μάτια του σπιθοβόλησαν. Έκανες κάτι που σε κούρασε και βγήκες να πάρεις αέρα;

   Εκείνος φοβήθηκε μην προδοθεί και αποκαλύψει το δράμα του. Συγκράτησε όμως την ψυχραιμία του και προσποιούμενος  τον αδιάφορο σιώπησε για λίγο για να σκεφτεί κάτι να του απαντήσει. Σαν το βρήκε του είπε:

   --- Έγραψα ένα άρθρο για το γκέτο των μεταναστών και των εξαθλιωμένων που επισκεφτήκαμε σήμερα και μου την έχει δώσει. Έχασα την ηρεμία μου και βγήκα να ξεσκάσω όπως είπες! Τι άλλο να έκανα! Τώρα που βρίσκομαι κοντά σου νιώθω καλύτερα! Σαν να ξαλάφρωσα από το βάρος που με πλάκωνε.

   Ο Άρης σταμάτησε να τρώει κάνοντας πέρα το πιάτο.

   --- Το  ξαναζεσταμένο φαγητό δε μου αρέσει, δικαιολογήθηκε και πήρε ένα κομμάτι ψωμί. Άρχισε να το τρώει σιγά- σιγά και ιεροτελεστικά βάζοντας στο στόμα του μικρές- μικρές μπουκίτσες που τις μασούσε ρυθμικά.

   --- Και σε μένα το ίδιο συμβαίνει! Αποφεύγω να τρώω το ίδιο φαγητό δυο φορές την ημέρα. Μου κάθεται στο στομάχι. Βαρίδι γίνεται!

   --- Ναι, έκανε ο Άρης και επικεντρώθηκε στο άρθρο, λέγοντας: Μα, τι κάτεργο και αυτό το μέρος που επισκεφτήκαμε σήμερα και ζούνε οι άνθρωποι!  Είδες φτώχεια, βρωμιά, πεινασμένους, άρρωστους και αθλιότητα που έχει ο κόσμος! Ε, λοιπόν, να σου πω κάτι, και ορκίζομαι στο ευαγγέλιο γι’ αυτό, πως οι υπεύθυνοι δεν έχουν πατήσει το πόδι τους σ’ αυτό το κολαστήριο των ψυχών κι ας καμώνονται πως ενδιαφέρονται να βελτιώσουν την ποιότητα της ζωής τους. Όλες οι δήθεν επιχορηγήσεις είναι παχιά λόγια και λέγονται για το θεαθήναι. Έχουν την εντύπωση πως μιλάνε σε ηλίθιους!

   --- Αυτά σκεπτόμουν κι εγώ σαν έγραφα το άρθρο. Πόσα εκατομμύρια σπαταλιούνται αλλού για ψύλλου πήδημα χωρίς αιτία και σ’ αυτούς τους πεινασμένους δεν πάει ούτε ένα ευρώ. Τι θα γίνονταν αυτοί οι άνθρωποι αν δεν υπήρχαν και τα φιλόπτωχα σωματεία;

   --- Αθλιότητα μεγάλη! Και τα κτίρια, ποια κτίρια ο Θεός να τα κάνει κτίρια, καλύτερα να λέμε οι παράγκες σε τι αξιοθρήνητη κατάσταση που βρίσκονται! Εκεί μέσα αργοσαλεύει ο θάνατος κάθε στιγμή και η αρρώστια με τον πόνο βασιλεύουν. Κι εκείνα τα παιδιά! Πώς ζουν έτσι; Ω, Θεέ μου! Πώς έφτιαξες έτσι τον κόσμο, μισό χορτασμένο και μισό νηστικό! Δίκαιο είναι αυτό;

   Ο Λευτέρης  στράφηκε προς το παράθυρο απ’ όπου έρχονταν γέλια, φωνές και ποδοβολητά από το δρόμο. Σαν κόπασε όλος αυτός ο θόρυβος βρήκε την ευκαιρία να πει:

   --- Δεν ξέρω αν έχεις πάει στα καταλύματα των εργατών που τυποποιούν τα αγροτικά προϊόντα  να δεις τι χάλι επικρατεί! Δεν μπορείς να σταθείς από τη βρώμα, την υγρασία, τα κουνούπια και τις μύγες. Η κατάσταση εκεί είναι σκέτη κόλαση κι από χρόνο σε χρόνο χειροτερεύει.

   Εκείνος έσφιξε με νόημα τα χείλη του. Και ξαφνικά ένιωσε την ανάγκη να του πει:

   --- Παντού έχω πάει! Και στα χωράφια έχω πάει και στα θερμοκήπια κι εκεί που πετάγονται οι σάπιες καλλιέργειες και τα απόβλητα σκουπίδια. Όλα τα έχω δει με τα μάτια μου!

   Ο Λευτέρης σκέφτηκε να το διασκεδάσει και ν΄ αλλάξει ατμόσφαιρα. Έτσι είπε με εύθυμο τρόπο:

   --- Γι’ αυτό κι εγώ το ‘ριξα στη δημιουργία ν’ αποδράσω απ’ αυτή τη ζοφερή εικόνα της πραγματικότητας με τα τόσα της προβλήματα.

   Εκείνος ξαφνιασμένος αλλά και περίεργος, τον ρώτησε:

   --- Τι θέλεις να πεις; Για πια δημιουργία μιλάς;

   --- Να, θα ανεβάσουμε μαζί με την Τάνια στο τέλος της σχολικής χρονιάς τη θεατρική παράσταση << Τρωάδες >> του Ευριπίδη. Πιστεύω ν’ ακούγεται καλά στ’ αυτιά σου!

   Ο Άρης έδειξε να χάρηκε. Άπλωσε το χέρι του και σαν του το έσφιξε του είπε:

   --- Έκανες άριστα! Να δει και ο τόπος κάτι αξιόλογο!

   Και αμέσως δείχνοντας έκπληξη, ψέλλισε:

   --- Με την Τάνια, είπες;

   --- Ναι, με την Τάνια! Θα με βοηθήσει στα χορικά και στην ορθοφωνία. Έχει γνώσεις πάνω σ’ αυτά τα αρχαία δράματα.

   --- Ε, τότε δεν έχω να σας ευχηθώ κάθε επιτυχία! Μια επιτυχία που είμαι σίγουρος πως θα την έχετε. Κι αυτό γιατί ξέρω τι πουλιά πιάνετε στον αέρα και οι δυο σας!

   Εδώ γέλασαν και σαν σταμάτησαν ο Άρης τον ρώτησε:

   --- Φυσικά χρειάζονται πρόβες;

   --- Ναι, τα απογεύματα.

   --- Δύσκολο για τους μαθητές! Θα έχουν την αντίδραση των γονιών τους πως τζάμπα θα χάνουν το χρόνο τους με ανόητα αρχαία πράγματα. Αν κάποιος τους πείσει για το αντίθετο θα ‘ναι ευχής έργο.

   --- Θα το προσπαθήσουμε όλοι μαζί! Διευθυντής, προϊστάμενος, σύλλογος διδασκόντων και γονέων, μαθητές και οι έχοντες την κύρια ευθύνη της παράστασης. Τι στο διάβολο τους έχουμε όλους αυτούς για το θεαθήναι;

   --- Έχω όμως μια ένσταση για την Τάνια!

   --- Ποια;

   --- Θα την αφήσει ο άντρας της να έρχεται; Φοβάμαι πως θα της στερήσει αυτό το δικαίωμα της πλήρους ελευθερίας. Απ’ ότι ξέρω δεν της επιτρέπει να πηγαίνει οπουδήποτε απροστάτευτη!

   --- Για ποιο λόγο;

   --- Τη ζηλεύει! Δεν το ξέρεις;

   --- Όχι!

   --- Άφησε που έχει έμμονη ιδέα πως θα τα φτιάξει με κάποιον!

   --- Χμ!

   --- Δεν έχεις προσέξει πως δεν την αφήνει να ντύνεται μοντέρνα και της στερεί ακόμη και τη φροντίδα του εαυτού της;  Για κοίταξε, βάφει τα νύχια της; Μακιγιάρει τα χείλη  και τα μάτια της έντονα με κραγιόν; Όχι! Εντελώς άβαφη έρχεται στο σχολείο.

   --- Κι εγώ που νόμιζα πως αυτή δε θέλει να περιποιείται το σώμα της!

   --- Κάνεις λάθος! Τη ζηλεύει γιατί σου λέει, αν την αφήσω να φτιαχτεί, θα λάμψει και τότε ποιος την πιάνει!  Πάει την έχασα! Κάποιος άντρας θα βρεθεί να μου την πάρει από την αγκαλιά μου!

   --- Αφού το λες εσύ που είσαι καλός ψυχαναλυτής, έτσι θα είναι. Όμως εδώ πρόκειται για καθήκον και πρέπει να της επιτρέψει την έξοδο άνευ συνοδηγού!

   Ο Άρης γέλασε και του με ειρωνεία:

   --- Στο μέγαρο που μένει η κυρία Τάνια να ξέρεις πως ελάχιστες φορές το εγκαταλείπει όταν επιστρέφει από το σχολείο. Ό,τι χρειάζεται της το προμηθεύει ο σύζυγος. Κι αυτό για να μην τη δουν τα μάτια των αντρών! Στην εκκλησία δεν της επιτρέπει να πάει μόνη παρά με τη συνοδεία του για τον ίδιο λόγο! Στις επισκέψεις της στη λαϊκή αγορά, στα καταστήματα και στις εκδηλώσεις πάντα τη συνοδεύει αυτός. Ποτέ μόνη της! Αν και δεν του φαίνεται σε θέματα τάξης και ηθικής είναι σκληρός κι αμείλικτος.  Με λίγα λόγια την έχει κλειδώσει στο σπίτι από τη ζήλια να μην τη χάσει. Οι  επισκέπτες  στο σπίτι τους είναι λίγοι και αρκούνται στους συγγενείς και στους πλέον σημαντικούς. Τα πολλά- πολλά με φίλους, συγγενείς και κουμπάρους τα έχουν κόψει. Ένεκα που η γυνή είναι ωραία βλέπεις!  Κι έχει δίκιο. Γιατί τα σιγανά ποτάμια πρέπει να φοβάται κανένας! Κι αυτή είναι σιγανό ποτάμι!

   Έκανε μια σιωπή και συνέχισε:

   --- Δεν την έχεις δει πως κοιτάζει τους άντρες; Με τι πάθος και λάγνο βλέμμα; Νομίζεις πως θα τους ριχτεί και θα τους κατασπαράξει μπροστά στον κόσμο χωρίς ίχνος ντροπής. Μαγεύεται να μιλά μαζί τους, ηδονίζεται να την προσέχουν, κολακεύεται όταν της ψιθυρίζουν κάτι μυστικό τους.  Το κορμί της το έχει πάντα μυρωμένο με τα ΄πιο ακριβά αρώματα, την επιδερμίδα της φροντισμένη για να τους προκαλεί και η θέση που παίρνει σαν κάθεται στην καρέκλα απέναντί τους άκρως προκλητική κι ερεθιστική. Πάντα αφήνει να φαίνεται στην παρέα το άπλωμα του εγωισμού της, η επικίνδυνη φιλαρέσκειά της και η πρόστυχη φιληδονία της που αρχίζει μ’ ένα ρουφηχτό βλέμμα και καταλήγει σ’ ένα αποκοιμισμένο χαμόγελο.

   Ακόμη δεν έχεις προσέξει πως με κάποιους άντρες καθηγητές ή γονείς είναι εξαγριωμένη και μ’ άλλους λιώνει σαν τους κοιτά και μιλά μαζί τους; Έπειτα είναι μικρόψυχη, δειλή, αδύναμη και στρυφνή. Αν και ξέρει πως οι περισσότεροι συνάδελφοι την κακολογούν και τη συκοφαντούν για τη συμπεριφορά της, αυτή θεωρεί τον εαυτό της είδωλο και δε συμμορφώνεται. Ξέρει πως είναι ωραία κι αυτό το εκμεταλλεύεται ικανοποιώντας τη φιλαρέσκειά της. Προκαλεί τους άντρες κι αυτοί την προκαλούν πλησιάζοντάς την, ξέροντας πόσο αχόρταγη είναι να βλέπει αντρική σάρκα κοντά της και πόσο φλογισμένη νιώθει σαν η ματιά τους γλιστρά στα πεταχτά της στήθη. Αν της ζητούσε ένας εκείνη τη στιγμή να γδυθεί θα το έκανε μ’ ευχαρίστηση και χωρίς ίχνος τσίπας στα βαθιά της ερωτικά μάτια και στην ψυχή της που τρέφεται με τον άνομο πόθο και την τέρψη της ηδονής. Μιλάμε για ανήθικη γυναίκα και για διεφθαρμένη.

   Εδώ ο Άρης τελείωσε. Τα μάτια του πετούσαν αστραπές. Ύστερα τον ρώτησε ήρεμα:

   --- Δεν ξέρεις τίποτα γι’ αυτή τη γυναίκα, ε;

   Ο Λευτέρης μ’ όλα όσα άκουσε ένιωσε να τον κυριεύει ένα δίλημμα. Ήταν αλήθεια αυτά ή ο Άρης τη ζήλευε και είχε λόγο να την κατηγορήσει; Η Τάνια δεν ήταν αυτή που περιέγραψε ο συνάδελφός του και φίλος του και σίγουρα μπορούσε να πει καλύτερα λόγια αν το ήθελε. Αυτή ήταν θεά στα μάτια του και μόνο θεά. Σηκώθηκε από το τραπέζι να φύγει, πειραγμένος μεν αλλά χωρίς να το δείξει. Ο Άρης μασούσε ακόμη την τελευταία μπουκιά όταν τον είδε στην πόρτα. Τότε σηκώθηκε και σαν τον χαιρέτησε απλώνοντας το χέρι, του είπε γελώντας:

   --- Στο καλό! και του άνοιξε την πόρτα.

   --- Καληνύχτα! του είπε ο Λευτέρης και βγήκε.

   Ο άλλος βγήκε στο κατώφλι, λέγοντάς του φωναχτά:

   --- Θέλω όταν δημοσιεύσεις το άρθρο που έγραψες να το διαβάσω! Μην ξεχάσεις να μου το θυμίσεις!

   Ο Λευτέρης του έγνεψε << ναι >> με το κεφάλι και ταχύνοντας το βήμα του έκοψε δρόμο για το σπίτι του.

                                            

 

 

 

                                              5

 

 

 

   Το πρωί στο τελευταίο διάλειμμα της υπενθύμισε πως το απόγευμα στις τέσσερις θα έχουν πρόβα για την παράσταση στο αμφιθέατρο. Του είπε πως θα έρθει κι έτσι έγινε. Και τώρα μαζεμένοι στην αίθουσα με τους ηθοποιούς τους διάβαζε το κείμενο της τραγωδίας ενώ ο Λευτέρης έκανε κάποιες απαραίτητες παρεμβάσεις όταν χρειαζόταν για να εξηγήσει κάτι που φαινόταν δυσνόητο. Μετά το τέλος της ανάγνωσης  η Τάνια τους δίδαξε και ορθοφωνία, πράγμα που τους εντυπωσίασε με τη μουσικότητα και την καλή άρθρωση της απαγγελίας αποσπασμάτων. Το χειροκρότημα στο τέλος έπεσε σύννεφο και η Τάνια έδειχνε πολύ ευτυχισμένη.

   Ύστερα ο Λευτέρης στάθηκε στο μύθο για να   τους  τονίσει  πως  οι << Τρωάδες >> είναι ελεγεία θρηνητική στην οποία φανερώνεται το ήθος των Τρώων. Ανακηρύσσει δε  πολλούς ήρωες με πρώτο τον Έκτορα σαν ηθικό οικογενειάρχη, την Ανδρομάχη ως πρότυπο συζύγου, ενώ καταδικάζεται ο ληστρικός επεκτατισμός των Ελλήνων με τις ιμπεριαλιστικές τους σχεδιασμούς και η βάρβαρη πολεμική του κουλτούρα. Μπορεί σε κάποιους να μην αρέσουν αυτά που έγραψε ο Ευριπίδης αλλά αυτή είναι η αλήθεια. Πρέπει να τη δεχτούμε. Στη συνέχεια τους έδωσε τους ρόλους και έκλεισαν ραντεβού για την άλλη βδομάδα Παρασκευή 28 Νοεμβρίου και την ίδια ώρα. Τα παιδιά έφυγαν κι έμειναν μόνοι για  μια μικρή κουβέντα πάνω στα σκηνικά της παράστασης. Στο τέλος της κουβέντας τους δόθηκε η ευκαιρία να πουν μερικά από τα προσωπικά τους. Πρώτος ο Λευτέρης μ’ ένα κόμπο που του έσφιγγε το λαιμό της παραπονέθηκε. λέγοντάς της:

   --- Με πλήγωσες πολύ χθες! Δεν περίμενα να περάσω τέτοια καζούρα! Γιατί δεν ήρθες;

   Η Τάνια έδειξε ένα δισταγμό. Όμως δικαιολογήθηκε κάνοντας την μελαγχολική.

   --- Ήταν ο άντρας μου σπίτι, δεν μπορούσα να φύγω!

   --- Μου είχες πει δεν υπήρχε πρόβλημα. Το ξέχασες;

   --- Δεν το ξέχασα. Αλλά επέστρεψε νωρίς. Ήρθε και κάθισε με τα παιδιά.

   Ο Λευτέρης την κοίταξε για λίγο λεπτά, αμίλητος. Και συνέχιζε να την κοιτάζει με απορία και κατάπληξη αφήνοντας που και που να του ξεφεύγει κι ένα περιπαιχτικό μειδίαμα. Ήθελε να της πει κατάμουτρα πως τον γέλασε για τους δικούς της υποχθόνιους λόγους. Συγκρατήθηκε για  να μη φτάσει το πράγμα στα άκρα. Η Τάνια συνέχιζε να δείχνει φοβισμένη και άβολη. Ίσως κάποια ενοχή να την βάραινε. Το βλέμμα της δεν ήταν καθαρό όπως άλλες φορές. Έδειχνε μελαγχολική λες και κάτι σαν αποθάρρυνση τη βασάνιζε.

   Κάποια στιγμή μίλησε για να του πει:

   --- Σου μιλάω ειλικρινά, δεν συμβαίνει τίποτα άλλο! Δεν ήρθα γιατί ήταν ο άντρας μου σπίτι!

   Αυτός το βιολί του. Συνέχιζε να την κοιτάζει περίεργα, καχύποπτα κι έδειχνε δυσαρεστημένος. Φαινόταν να πίστευε πως τον είχε κοροϊδέψει και του έλεγε τη μισή αλήθεια κι όχι ολόκληρη. Σιχαινόταν να κάνει άλλη σκέψη πως αρνήθηκε να έρθει γιατί βγήκε με άλλον άντρα. Μπορεί και να μην έγινε. Όμως τι την εμπόδισε να έρθει; Τι το εξαιρετικό συνέβη και ο άντρας της έμεινε σπίτι;

   --- Δε μου τα λες καλά της ψιθύρισε και της έριξε μια φευγαλέα αλλά διάχυτη ματιά.

   --- Την αλήθεια σου λέω!

   --- Ναι, αλλά θα μπορούσες να έρθεις για πέντε λεπτά! Σε είχα ανάγκη!

   --- Δε γινόταν! Ήταν ο άντρας μου εκεί!

   Ο Λευτέρης έλιωνε κι από την ίδια αλλά και από τη στενοχώρια. Ήταν αξιολύπητος, ένα εύθραυστο και ρηχό ανθρωπάκι. Ωστόσο μαλάκωσε για να απολαύσει το λευκό δέρμα της, τα όμορφα μέλη της και το πλούσιο κορμί της, που ντυνόταν γεμάτο πληρότητα από το καλοραμμένο φουστάνι της. Την έβρισκε όμορφη κι ερεθιστική ως το έπακρον. Ένιωσε τη ζεστασιά της και η τραχιά ψυχή του γαλήνεψε. Η αληθινή θηλυκότητα που έλαμπε πάνω της τον λύγισε.

   --- Ειλικρινά λυπάμαι, αν έγινε έτσι, της είπε, και σε πιστεύω. Δέχομαι πως το εμπόδιο ήταν ο άντρας σου!

   Αυτή έδειξε να ήρθε στα συγκαλά της και του είπε:

   --- Ξέρεις πως δε ζω μόνη μου!

   --- Ναι, το ξέρω. Ξέρω όμως πως μπορεί να έκανες και κάτι που ίσως μετανιώσεις.

   --- Άφησέ τα αυτά! Δε μετανιώνω για τίποτα! Είμαι κλεισμένη μέσα δεν μπορώ να βγω εύκολα.

   --- Αν είναι αυτό το δέχομαι! Φοβάμαι μήπως είναι άλλος άντρας στη μέση! Αυτό θα με σκότωνε!

   --- Μα τι λες τώρα! Γίνονται αυτά τα πράγματα; Θεός φυλάξει!

   Σιώπησαν. Αν και η έκφραση του Λευτέρη ήταν ακατανόητη, χωρίς χρώμα και ψυχρή, το πρόσωπό του είχε μια γοητευτική λάμψη. Ήταν περιποιημένος με τα καστανά του μαλλιά καλοχτενισμένα και τα ρούχα του καινούργια και καθαρά.  Η Τάνια τον κοίταζε και δεν τον χόρταινε. Κι απότομα τον αγκάλιασε και τον φίλησε σφιχτά στα χείλη. << Σ’ αγαπώ! >> του ψιθύρισε και τρεμόπαιξε τα υπέροχα αστραφτερά της μάτια. << Σ’ αγαπώ όσο τίποτα άλλο στον κόσμό! >> επανέλαβε και σηκώθηκε.

   --- Ό,τι έγινε, έγινε! του είπε στη συνέχεια και ετοιμάστηκαν να φύγουν. Άλλη φορά δε θα επαναληφτεί!

   Ο Λευτέρης την ακολούθησε. Στο διάδρομο της είπε:

   --- Εγώ θα μείνω. Θα πάω στη βιβλιοθήκη να βρω κάποιο βιβλίο. Εσύ  φύγε. Πήγαινε στο σπίτι σου.

   Αποχαιρετίστηκαν και ο καθένας τράβηξε να συνεχίσει την προσωπική του ζωή.

 

 

 

                                        6

 

 

 

 

   Η Τάνια είχε ερωτικές σχέσεις με το διευθυντή. Βαστούσαν από πολύ καιρό από τότε που υπηρετούσαν μαζί σαν αναπληρώτρια αυτή, σ’ ένα γυμνάσιο  ενός μεγάλου χωριού δέκα χιλιόμετρα έξω από την πόλη. Οι σχέσεις τους ήταν θερμές και τις φύλαγαν ως κόρη οφθαλμού.  Όμως  << ο κόσμος του  ‘χε τούμπανο κι αυτοί κρυφό καμάρι >>. Έτσι νόμιζαν πως το είχαν κρυφό και κανείς δεν ήξερε τίποτα για τον αμαρτωλό βίο τους. Βίο αμαρτωλότατο αφού και ο διευθυντής ήταν παντρεμένος και είχε δυο παιδιά. Έλα όμως που τους είχαν πάρει χαμπάρι  οι πάντες. Καθηγητές, μαθητές, γονείς και πολλοί άλλοι στην πόλη καθημερινά μιλούσαν για το άθλιο ειδύλλιό τους. Ο άντρας της σίγουρα είχε μυριστεί τις ανομίες της αλλά αυτή του φερνόταν τόσο έξυπνα που τον αποκοίμιζε. Έτσι τις προστυχιές της, τις έβλεπε για πράξεις ηθικές κι ενάρετες. Σαν τα μάτια της όμως συνάντησαν το γοητευτικό Λευτέρη έπαθε και τον ερωτεύτηκε κι αυτόν τρελά!  Τον Αργύρη Δριμή, το διευθυντή δεν τον ξέχασε αλλά τον ακολουθούσε πιστή από πίσω σαν αγαθή σκυλίτσα.  Έπαιζε και με τους δυο κι ένιωθε καλά κι ευτυχισμένη σκεπτόμενη τρεις άντρες! Το δικό της και τους δυο εραστές της! Τον άντρα της είχε εκμυστηρευθεί  πως τον σιχαινόταν! Η πλάση γύρω σίγουρα θα ένιωθε ντροπή και αηδιασμένη που γέννησε στα σπλάχνα της μια τέτοια  διεφθαρμένη γυναίκα όμοια με Μέγαιρα!

   Έτσι τώρα σαν χώρισαν με το Λευτέρη και πέρασε έξω από το γραφείο του διευθυντή, γλίστρησε μέσα, ξέροντας πως είναι εκεί αφού  είχαν δώσει ραντεβού από το πρωί.  Αυτός είχε έρθει τάχα για δουλειές του γραφείου αλλά ο σκοπός του ήταν να συναντηθούν. Όσο για χθες βράδυ που η Τάνια δεν πήγε στο ραντεβού με το Λευτέρη αυτός έφταιγε. Έκανε επίσκεψη με τη γυναίκα του στο σπίτι της παρόντος βέβαια και του άντρα της και τους τα χάλασε! Η Τάνια δεν τους περίμενε και μόλις τους είδε πάγωσε. Όμως και με την παρουσία του Αργύρη στο σπίτι της πέρασε καλά. Μόνο που δεν μπορούσε να ακουμπήσει πάνω του το χέρι της.

   Πολλά απογεύματα συναντιόνταν με το διευθυντή στο γραφείο του. Δικαιολογούνταν  στον  άντρα της πως πήγαινε τάχα για δουλειές του γραφείου αλλά στην ουσία πήγαινε για να τον συναντάει και να πέφτει στην αγκαλιά του. Εκείνος την πίστευε κι έφευγε για τα χτήματά του. Πίστευε πως η γυναίκα του το είχε ρίξει στη δουλειά και χαιρόταν πως από ένα καθαρό μηδέν τεμπελιάς που ήταν  θα αναγορευόταν σε πρότυπο εργασιομανή!  Σκεφτόταν ο άνθρωπος πως αφού ο γάμος τους πήγαινε κατά διαβόλου ας της χαρίσει τουλάχιστον μια ψεύτικη ελευθερία για να φύγει από τη σκληρή του ερημιά. Αυτό ίσως της έκανε καλό και το εκλάμβανε σαν ηρωική πράξη γενναιοδωρίας του. Όμως την πάτησε και του βγήκε σε κακό!  Και τώρα μετρά τις ερωτικές της επιτυχίες αντί να  μετρά τις καλές στιγμές που πέρασε μαζί της!

   Ο δυστυχής Λευτέρης πάθαινε σαν την έβλεπε πολλές φορές τα απογεύματα να πηγαίνει ή να επιστρέφει από το σχολείο. Έβαζε υποψίες, την προκαλούσε να του πει γιατί πήγαινε εκεί, ποιον συναντούσε, πως δικαιολογούσε την απουσία της από τον άντρα της, αλλά την αλήθεια δεν τη μάθαινε. << Έχω δουλειά >> του έλεγε  εκείνη και πίστευε πως στο βάθος του μυαλού της θριάμβευε με το ψέμα της.

   Έτσι περνούσε ο καιρός και αυτή το βιολί της. Πότε πήγαινε με τον ένα και πότε με τον άλλο εραστή, παίζοντας όπως η γάτα με τα δυο κουβαράκια κλωστής. Σαν τη ρωτούσες και η ίδια δεν ήξερε γιατί. Τους αγαπούσε και τους δυο; Δύσκολο αλλά μπορεί. Το Δριμή τον σιχαινόταν είχε πει σε μια φίλη της κι όμως αποζητούσε σαν τρελή τη συντροφιά του. Κάποτε είχε αναρωτηθεί πως μπορούσε και πήγαινε μαζί του, όταν του θυμίζει πιάτο με ακάθαρτο φαγητό! Κι όμως αυτό το πιάτο που σιχαινόταν πήγαινε και το έγλειφε!  Κατά τ’ άλλα το σώμα και την ψυχή της τα είχε χαρίσει  στο Λευτέρη! Αυτός της έφερε την άνοιξη και την έμαθε τι πάει να πει αγάπη. Σε αντίθεση με τον άντρα της και με τον Αργύρη που ήταν αγροίκοι, άξεστοι και χωρίς ιδιαίτερη εξυπνάδα, ο Λευτέρης ήταν ξεχωριστός. Αυτό έκανε την Τάνια να δοκιμάζει μια ερεθιστική ευχαρίστηση μαζί του και να μην μπορεί να κάνει χωρίς αυτόν. Από τη στιγμή που τον γνώρισε, ένιωσε ταραγμένη, ερωτευμένη κι ευτυχισμένη. Γιατί ήταν κοινωνικός άνθρωπος, ταλαντούχος, τζέντλεμαν και συγγραφέας μυθιστορημάτων που διαβάζονταν πολύ.  Όλα του αυτά την ερέθιζαν και της δημιουργούσαν ένα παράξενο συναίσθημα μαζί μ’ ένα αστείρευτο πάθος γι’  αυτόν. Δύσκολα άλλος ερωτικός δεσμός θα μπορούσε να την ικανοποιήσει όσο τούτος. Στην πραγματικότητα μόνο αυτός της πήγαινε. Όμως το μεδούλι της έδειχνε να δονείται κι από τον άλλο δεσμό που είχε με τον Αργύρη.  Σίγουρα ήταν φούσκα. Κανένας δεν μπορούσε να γελαστεί γι’ αυτό αλλά μόνο η Τάνια.

   Ο Λευτέρης έμεινε στη βιβλιοθήκη μισή ώρα. Ύστερα έφυγε περνώντας τυχαία έξω από το γραφείο του διευθυντή. Είδε φως μέσα από το τζάμι και υποψιάστηκε πως κάτι συνέβαινε.  Η ώρα ήταν επτά και το σκοτάδι είχε απλωθεί. Πλησίασε με αγωνία, περιέργεια και φόβο το παράθυρο κι ακούμπησε το μέτωπό του κοντά στο τζάμι. Η κουρτίνα που κρεμόταν έκρυβε τη θέα αλλά αυτό δεν τον εμπόδισε να διακρίνει την Τάνια να κάθεται στην πολυθρόνα και το διευθυντή δίπλα της. Είχε βάλει το δεξί του χέρι  στην πλάτη της και της χάιδευε τα μαλλιά  ενώ με το αριστερό της έπιανε τα χέρια της. Του ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι κι άρχισε να τρέμει. Ωστόσο έμεινε να τους κοιτάζει. Η Τάνια καθόταν με το ένα πόδι πάνω στ’ άλλο  ενώ το αριστερό της ήταν γυμνό ως τη μέση του μηρού.  Γελούσε σαν αχρεία και προκαλούσε με τις κινήσεις του κορμιού της τον άντρα που έλιωνε να αγγίζει τη γοητευτική της ύπαρξη. Έλεγαν κάτι κι έδειχναν να το απολαμβάνουν. Σιγά- σιγά η τρυφερότητα μεταξύ τους έγινε πιο έντονη και σε κάποια στιγμή κατέληξαν να την απολαμβάνουν με αστεϊσμούς και διαχύσεις. Κι όταν αυτή τον πλησίασε περισσότερο και τον φίλησε με πάθος στα χείλη σφίγγοντάς τον στα παχουλά χεράκια της ο Λευτέρης δεν κρατήθηκε κι άνοιξε με πείσμα την πόρτα.  Τους κοίταξε με μίσος και περιφρόνηση και τους δυο ενώ σαν την έκλεισε με πάταγο πίσω του, φώναξε θυμωμένος:

   --- Ω! Τι αηδία!

   Στο σπίτι σαν κάθισε έφερνε την εικόνα στο  μυαλό του και η γυναίκα που αγαπούσε του έφερνε αποστροφή. Καταλάβαινε όμως πως την αγαπούσε κι έπρεπε να μη φανεί με το παραμικρό αψύς. Προσπάθησε να κάνει τον εαυτό του να πιστέψει πως η επίσκεψή της εκεί δεν είχε ανήθικο σκοπό και πως το ενδιαφέρον του διευθυντή για  αποπεράτωση κάποιας εργασίας  ήταν η αιτία που της ζήτησε να πάει να τον βοηθήσει. Όσο για τις θωπείες, την ασήμαντη περίπτυξη και το φιλί της στο διευθυντή δεν έπρεπε να τα έπαιρνε ως ένοχες πράξεις. Απλές ανθρώπινες φιλοφρονήσεις ήταν και μάλιστα μεταξύ ανθρώπων που είχαν και στενές οικογενειακές σχέσεις! Στο κάτω- κάτω της γραφής ας το πάρει και σαν συνεργασία που συνηθίζεται να υπάρχει μεταξύ προϊσταμένου και υφισταμένης. Ποιος ο λόγος λοιπόν να βάζει οχληρές και οδυνηρές σκέψεις στο μυαλό του; 

   Όμως  εκεί που έπαιρνε την πάνω βόλτα και πίστευε πως έτσι είναι και πήγε για να τον βοηθήσει στο γραφείο του, πάλι οι υποψίες τον φούντωναν κι ένιωθε προδομένος και δυστυχισμένος. Κι όσο θυμόταν το πλησίασμα της Τάνιας στο σώμα του αισχρού Αργύρη, αισθανόταν ένα μούδιασμα στο στήθος που τον έκανε και υπόφερε. Πίστευε πως του είχε αφοσιωθεί ψυχικά και σωματικά και αυτό τον διέλυε. Δυστυχώς εκείνη τη στιγμή η Τάνια ήταν γι’ αυτόν η γλυκιά, η ωραία, η χαδιάρα, η  έξαλλη και σέξι γυναίκα που πήγαινε όπου ήθελε, μιλούσε με όποιον που αυτή επέλεγε και σκορπούσε τα άπειρα θέλγητρά της με τη γλυκύτητα που αυτή ήθελε στους άντρες.

 

 

 

                                                    7

 

 

 

 

     Από την άλλη μέρα ως τις 22 Δεκεμβρίου ημέρα των διακοπών του σχολείου  ο Λευτέρης είδε πολλά ανορθόδοξα  και ύποπτα πράγματα που έκανε η Τάνια και που του μεγάλωσαν τις υποψίες πως τα έχει καλά με το διευθυντή. Έβλεπε τα πρωινά κι ενώ οι μαθητές ήταν στις γραμμές τους περιμένοντας να γίνει η καθιερωμένη προσευχή, την Τάνα να δείχνει ανήσυχη σαν ο διευθυντής είχε αργήσει και δεν ήταν παρόν. Κοιτούσε  συνεχώς προς την εξώπορτα για να τον δει να έρχεται. Και μόνο σαν εκείνος την περνούσε κι έμπαινε μέσα και κατευθυνόταν προς το γραφείο του, άστραφτε από χαρά. Στη συνέχεια σαν οι μαθητές και οι καθηγητές έμπαιναν στις αίθουσες για μάθημα, αυτή έμενε πίσω και ξαφνικά γλιστρούσε μέσα στο γραφείο για να τον καλημερίσει και να τον συναντήσει. Σαν συζητούσαν άφηνε το γραφείο και πήγαινε για μάθημα, πάντα αργοπορημένη.

   Στα διαλείμματα ποτέ δεν έβγαινε στην αυλή να κάνει ένα περίπατο ή να συζητήσει με τους συναδέλφους της. Προφασιζόμενη πως  την καλούσε ο διευθυντής στο γραφείο να διεκπεραιώσει κάποια γραφική δουλειά, κλειδώνονταν μέσα και περνούσαν καλά. Ακόμη όταν σχόλαγε δεν  έφευγε όπως οι άλλοι καθηγητές για το σπίτι τους, αλλά τον επισκεπτόταν στο γραφείο κι έμεναν μαζί αρκετή ώρα.

   Όλα αυτά ο Λευτέρης τα έβλεπε με άγρυπνο μάτι και θλιβόταν. Από το δεύτερο όροφο που έκανε μάθημα και είχε καλή θέα  μπορούσε εύκολα να παρακολουθεί στο ισόγειο που βρισκόταν το γραφείο του διευθυντή την κάθε της είσοδο. Μια φορά είχε βγει τυχαία έξω από την αίθουσα και την είδε κουνιστή και λυγιστή να εγκαταλείπει το μάθημά της και να τρέχει κοντά του χτυπώντας με δύναμη τα ψηλοτάκουνα παπούτσια της στο τσιμεντένιο διάδρομο και να τρυπώνει μέσα. Αυτός βρισκόταν μέσα και την περίμενε. Ο Λευτέρης κατέβηκε και προσποιούμενος πως χρειαζόταν κιμωλίες μπήκε στο γραφείο και τους έπιασε στα πράσα. Αυτή κοκκίνισε, ο αντίζηλός του ξερόβηξε και ο Λευτέρης έφυγε λυπημένος μην μπορώντας να πιστέψει αυτό που είδε. Στη συζήτηση που είχαν στο διάλειμμα και τη ρώτησε γιατί τον επισκέφτηκε του δικαιολογήθηκε πως ήταν ανάγκη γιατί έπρεπε να λύσουν ένα πρόβλημα που είχε δημιουργηθεί μεταξύ της κι ενός μαθητή της. Ο Λευτέρης το κατάπιε και συνέχισε να την παρακολουθεί. Γύρω στις δεκαπέντε Δεκεμβρίου  μια βροχερή μέρα ενώ ο ουρανός και η γη είχαν γίνει ένα πάλι εγκατέλειψε την τάξη της σε ώρα μαθήματος και γλίστρησε ξανά στο γραφείο του. Πήγε και την έπιασε και πάλι στα πράσα. Καθόταν στη θέση του διευθυντή και συμπλήρωνε κάτι στο Μητρώο Μαθητών. Εκείνος καθόταν απέναντί της και την έτρωγε με τα μάτια. Σαν είδε το Λευτέρη μπροστά της πάγωσε. Όμως συνέχιζε να γράφει αμίλητη και με ελαφρά νευρικότητα. Όταν χρειάστηκε να τον ξανακοιτάξει έδειξε να τον απειλούσε με το  υπεροπτικό βλέμμα της και την πρόστυχη έκφρασή της. Την άφησε χωρίς να τους πει τίποτα κι έφυγε με την καρδιά του ξέχειλη από μίσος και οργή.

   Μια μέρα πριν από τι διακοπές τη βρήκε τυχαία πάλι μέσα. Είχε κενό κι αντί να βρίσκεται στη βιβλιοθήκη ή στο γραφείο των καθηγητών και να διορθώνει τα γραπτά των μαθητών ή να μελετά την << Εκπαιδευτική Επιθεώρηση >> ή κάποιο βιβλίο βρισκόταν στο γραφείο κι έβαζε λουλούδια στο ανθοδοχείο, σιγοτραγουδώντας εύθυμα, << καλούσα γι’ αγάπη και η αγάπη ήσουν εσύ >>. Της μίλησε άσχημα, την έβρισε και σήκωσε το χέρι να την χτυπήσει.  Συγκρατήθηκε αλλά της πήρε το ανθοδοχείο από τα χέρια και το πέταξε με δύναμη κάτω στο δάπεδο. Έγινε χίλια κομμάτια ενώ αυτός έφυγε με τον κόσμο να γυρνά γύρω του. Εκείνη σαν το ποντίκι που φεύγει από το πλοίο που βυθίζεται εξαφανίστηκε στη στιγμή για την αίθουσά της, αφήνοντας πίσω σκόρπια τα γυάλινα συντρίμμια και τα τσαλαπατημένα λουλούδια!

   Ευτυχώς που ήρθαν οι διακοπές και ηρέμησε. Τρόπος του λέγειν, γιατί ο έρωτας έβραζε στα σωθικά του και η ζήλια κατακερμάτιζε την καρδιά του. Είναι ίσως κι αυτό μέσα στις ερωτικές συγκινήσεις, σκεφτόταν καμιά φορά τις μέρες των διακοπών, αλλά δεν του έβγαινε από τη σκέψη πως η κυρία έδειχνε να έχει πέσει στο τελευταίο σκαλοπάτι της διαφθοράς!  Μπορεί και της ηλιθιότητας! Μπορεί όμως και να μη σήμαιναν τίποτα όλα αυτά που έκανε! Να είναι αθώα κι αυτός να τα έβλεπε τραγικά! Όμως πως εξηγείται να είναι συνέχεια μαζί με το Δριμή, να φλυαρεί με τις ώρες και να τον  κοιτάζει με βλέμμα που λιώνει ακόμη και σίδερο; Είναι φανερό πως κάτι κρυφό κρύβεται πίσω απ’ αυτήν τη χυδαία σχέση. Δεν ξεγελιόταν! Όχι, δεν ξεγελιόταν!

   Οι σκέψεις αυτές κι άλλες τον βασάνιζαν σχεδόν όλες τις μέρες των διακοπών. Έτσι ησυχία δεν έβρισκε και πάντα βρισκόταν στη δίνη της αδιαθεσίας, της ακαμψίας της συμπεριφορά του και της κακής διάθεσής του. Γι’ αυτό προσπαθούσε να βρει τρόπους που θα τον βοηθούσαν να την ξεχάσει έστω και τις λίγες αυτές μέρες.

 

                                 

 

 

 

 

 

    

                       

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

                                    ΚΕΦΑΛΑΙΟ  ΕΒΔΟΜΟ 

 

 

 

 

 

 

                                                 1

 

 

 

 

   Εδώ  και δυο μήνες ο άντρας της Τάνιας δεν αισθανόταν καλά. Η κατάσταση της υγεία του μέρα με τη μέρα χειροτέρευε και ανησυχούσαν πολύ. Οι πρώτες εξετάσεις ήταν ασαφείς αλλά οι δεύτερες έδειξαν κάποια σκιά στο δεξιό πνεύμονα. Στο νοσοκομείο της πόλης που νοσηλεύθηκε έκανε πυρετό υψηλό κι αυτό έβαλε σε ανησυχία τους γιατρούς. Του συνέστησαν να συνεχίσει τις εξετάσεις και σε μεγάλο νοσοκομείο της Αθήνας. Στην Αθήνα που πήγε η ίδια κατάσταση. Η σκιά δεν έλεγε να υποχωρήσει. Επέστρεψαν και μέχρι τη δεύτερη μέρα των Χριστουγέννων ήταν καλά. Το βράδυ όμως της τρίτης μέρας στις τέσσερις τα ξημερώματα ο Ιάσονας ένιωσε αδιαθεσία, ρίγος κι έκανε πυρετό. Στο νοσοκομείο έμεινε μέχρι το μεσημέρι χωρίς καμιά βελτίωση. Τότε η Τάνια τον πήρε και πήγαν στο Γενικό νοσοκομείο της Αθήνας. Έμεινε δυο μέρες και μετά αποφάσισαν να πάνε στην Αγγλία για εξετάσεις. Έφυγαν αφήνοντας τα παιδιά στον παππού και τη γιαγιά στο χωριό. Πίστευαν πως εκεί  θα έβρισκε θεραπεία καλύτερη από ό,τι στην Ελλάδα. Οι γιατροί εδώ τους μίλησαν για << ιδιάζουσα σκιά >> που η ανίχνευσή της στο πρώτο στάδιο της έκτασης ήταν δύσκολη. Ο χρόνος ίσως να έδειχνε τι ακριβώς ήταν αφού η επιβάρυνση των κυττάρων θα την ξεσκέπαζε.

   Ο Λευτέρης το πληροφορήθηκε την παραμονή της Πρωτοχρονιάς όταν επισκέφτηκε το χωριό να δει την ξαδέρφη του. Λυπήθηκε πολύ και δεν ήθελε ούτε να φάει.

   --- Θα φύγω για λίγο να πάω μέχρι την κοινοτική βιβλιοθήκη να διαβάσω κανένα βιβλίο και σαν νιώσω καλύτερα θα επιστρέψω, της είπε κι έφυγε.

   Εκεί σαν πήγε, πήρε ένα βιβλίο άρχισε να το διαβάζει. Αλλά μετά από λίγο το άφησε γιατί το βρήκε ανιαρό και χωρίς ενδιαφέρον. Τότε σκέφτηκε κάποια λόγια που του είχε πει ένας καλός του καθηγητής και τα θυμόταν ακόμη.  Η τέχνη είχε πει όταν είναι παρούσα σε κάθε  έργο πρέπει να έχει κάποια αρχή για να την εφαρμόσει. Αν δεν την έχει καλύτερα να μη γράφεται το έργο ή να μη φτιάχνεται.  Γι’ αυτό το περιεχόμενό της πρέπει να είναι καθαρό σαν το φως κι αυτός που το καρπώνεται να δονείται ως και το τελευταίο κύτταρό του. Ακόμη θυμόταν πως είχε πει, αν ένα λογοτεχνικό έργο δε δίνει τη λάμψη που χρειάζεται στους ήρωές του να το κάνουν πέρα.  Η παρουσία της   τέχνης στις σελίδες πρέπει να είναι έντονη και να συγκλονίζει. Αλλιώς μιλάμε, αν δεν το κάνει, για  φθηνά αναγνώσματα, ροζ ή σεναριακής γραφής που κάνουν μόνο για στερημένες οικοκυρές ή ανυπεράσπιστους άντρες. Η τέχνη και στην προκειμένη περίπτωση η λογοτεχνία οφείλει να επιβεβαιώνει τη ζωή και να καθορίζει στον αναγνώστη διεξόδους. Ευτυχία δεν του δίνει, ούτε πλούτη. Τον προφυλάσσει όμως  από την ελαφρότητα του είναι του. Του δείχνει ποια ενέργειά του υπερτερεί και ποια είναι υποτιμημένη ή υστερεί.

   << Είμαι στενοχωρημένος και δεν έχω όρεξη να διαβάσω, γι’ αυτό πρέπει να φύγω >> σκέφτηκε αφού και μετά από αυτές στις σκέψεις του καθηγητή δεν του ερχόταν η όρεξη για διάβασμα. Σηκώθηκε κι αφήνοντας το βιβλίο στην υπάλληλο, μια χαριτωμένη μικρή κοπέλα, έφυγε.

   Ξαφνικά ένιωσε μια ξαφνική καλή διάθεση. Χάρηκε και πετώντας έφτασε στο σπίτι. Εκεί πριν καθίσει η ξαδέρφη του, του ανακοίνωσε με έκπληξη πως ο ταχυδρόμος του έφερε την αλληλογραφία του αφού δεν τον βρήκε στο δικό του σπίτι στην Κυπαρισσία και υποπτεύτηκε πως θα βρισκόταν εδώ. Ένα φάκελο του κέντρισε το ενδιαφέρον με το κίτρινο χρώμα του και το μεγάλο μέγεθός του και το πήρε για να το διαβάσει πρώτο.  Ήταν από το Πανεπιστήμιο της Πάτρας.  Το άνοιξε με χέρια που έτρεμαν και την αγωνία να του χτυπά γρήγορα την καρδιά. Πριν ακόμη το διαβάσει, μονολόγησε με μάτια που έλαμπαν λες και διέγνωσαν την καλή είδηση: << αχ, πόσο θα ήθελα να ήταν αυτό που περίμενα! >> και άρχισε να το μελετά.

   Όταν τελείωσε γελούσαν ακόμη και τ’ αυτιά του. Ο ήλιος της ζωής, η χαρά, η ουσία των πραγμάτων υπήρχαν εκείνη τη στιγμή μέσα στο γράμμα. Ο έξω κόσμος, η καθημερινότητα, η καριέρα του, η μόρφωση κι άλλα πράγματα του  φάνηκαν πως συνωστίζονταν μέσα σ’ εκείνες τις γραμμές που τον καλούσαν μέχρι τις δεκαπέντε Ιανουαρίου του νέου έτους 1984 να παρουσιαστεί στη Γραμματεία του Πανεπιστημίου  και να δώσει το παρόν. Και τούτο γιατί η αίτησή του να αποσπαστεί από το σχολείο και να πάει στο Πανεπιστήμιο να κάνει τη διδακτορική διατριβή του εγκρίθηκε. Με την παρουσία του εκεί θα υπέβαλε και το σχετικό θέμα της διατριβής του που θα προωθούσε για μελέτη και συγγραφή.

   --- Η καρδιά μου τώρα είναι ξάστερη! Αναφώνησε τρελαμένος από τη χαρά του και πέταξε το χαρτί ψηλά στον αέρα. Πάω στην Πάτρα να γίνω μεγάλος και να φύγω από τούτη τη μίζερη πόλη που μπορεί να σου κάνει το σοφό διανοητή αλλά είναι κενή και άδεια. Τόσο τα σπλάχνα της όσο και η καρδιά της είναι βγαλμένα και τα δυο λες από παγογέννηση.

   Στο τραπέζι που κάθισαν έφαγε στα πεταχτά και σηκώθηκε χαρούμενος για το δωμάτιό του.  Οι  συγγενείς του εκεί στο σπίτι που τον φιλοξενούσαν, ο άντρας με την ξαδέρφη του και τα τρία παιδιά τους, δυο αγόρια κι ένα κορίτσι, ήταν θαυμάσιοι άνθρωποι και τον υπεραγαπούσαν. Έτσι ποτέ δεν τον παρεξηγούσαν για τις τρέλες του και ούτε τώρα ξαφνιάστηκαν  που αντέδρασε μ’ αυτό τον τρόπο, τρώγοντας γρήγορα και φεύγοντας. Ίσια- ίσια που ξεκαρδίστηκαν στα γέλια και ξέσπασαν σ’ ένα δυνατό χειροκρότημα πίσω του.

   Κάθισε στο γραφείο του και άνοιξε το φάκελο με τις σημειώσεις του. Εκεί μέσα είχε σημειώσει σ’ ένα χαρτί το θέμα της διατριβής που θα έγραφε σαν τον καλούσε το Πανεπιστήμιο να την εκπονήσει. Έτσι ψάχνοντας μέσα στα τόσα άλλα χαρτιά το βρήκε. Έγραφε:  << Η ΜΗΝΙΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΤΡΑΓΩΔΙΑ >>. Θέμα επί διδακτορικής διατριβής που θα το διαπραγματευθεί ο υποψήφιος για τη θέση του Λέκτορα, καθηγητής φιλόλογος, Λευτέρης Ζήνας. Στη συνέχεια είχε ένα κατεβατό με αναφορές σε άρθρα, παρεμβάσεις και επεξηγήσεις για να καταλήξει στη βιβλιογραφία, πράγμα που ενδιέφερε πολύ από εκείνη τη στιγμή το Λευτέρη. Γιατί αν ήθελε να γράψει καλή διατριβή και να έχει πιθανότητες επιτυχίας στην κριτική επιτροπή έπρεπε ν’ αρχίσει το διάβασμα από την άλλη κιόλας μέρα. Έτσι διαβάζοντας όσα βιβλία θα μπορούσε να ήταν σε θέση να την ξεκινήσει από το Καλοκαίρι. Ήξερε πως ένα  τόσο δύσκολο πνευματικό εγχείρημα  θα ήταν καρπός μακρόχρονης  και μεγάλης προσπάθειας και πως θα εργαζόταν εντατικά. Ας ξεκινούσε προς το παρόν να βρει τα βιβλία  κι ας μην νοιαζόταν από τώρα για το τέλος. Κι όπως έκανε διάφορες σκέψεις κι έριχνε ματιές στα αναγραφόμενα έργα που είχε σημειώσει ξένα και ελληνικά βρήκε ένα μικρό σημειωματάριο προφανώς γραμμένο από τον καθηγητή που θα τον είχε κάτω από την ευθύνη και τη μερίμνά του όταν θα έκανε τη διατριβή, που έγραφε τα εξής και τα διάβασε με ιδιαίτερη προσοχή. << Θέλω να επισημάνω αγαπητέ υποψήφιε, πως η βιβλιογραφία που αναφέρεται στους τρεις τραγικούς της αρχαίας Ελλάδας και στους συγγραφείς εκείνης της εποχής είναι ανεξάντλητη.  Όμως για να σε βοηθήσω έχω παρακάτω επιλέξει από την παγκόσμια βιβλιογραφία τα πιο γνωστά και επιτυχημένα έργα που οφείλεις να λάβεις υπόψη σου κατά τη γραφή της διατριβής σου. Εσύ βέβαια μπορείς να βρεις  κι άλλα έργα αξιόλογα να συμβουλευτείς, όπως άγνωστες ακόμη εκδόσεις στην πατρίδα μας, λεξικά, εγκυκλοπαίδειες, εργασίες και μελέτες. Τα έργα που αναφέρονται στην παρακάτω βιβλιογραφία είναι πολλά, εκατοντάδες σχεδόν που αν δεν τα λάβεις υπόψη όλα,  τουλάχιστον μια ικανή σειρά απ’ αυτά πρέπει να συμβουλευτείς.

   Επί πλέον  οφείλεις να ζητήσεις πέρα από τη δική μου και τη βοήθεια κι άλλων λογίων  ανθρώπων της πανεπιστημιακής κοινότητας και της γραμματείας του. Κι αυτό γιατί ίσως προκύψουν προβλήματα στην πορεία της εργασίας σου που θα έχουν άμεση ανάγκη επίλυσης. Πολλοί θα σου πουν τις απόψεις τους, άλλοι θα σε συμβουλέψουν κι άλλοι ικανότατοι θα σου υποδεικνύουν συνεχώς θέσεις βελτίωσης της πορείας της διατριβής σου. Ακόμη και καθηγητές της φιλοσοφικής σχολής του Πανεπιστημίου των Ιωαννίνων και των Αθηνών θα σε βοηθήσουν αν απευθυνθείς σ’ αυτούς.

   Με όλα αυτά εκφράζω τις ειλικρινείς ευχαριστίες  μου για τη συμμετοχή σου στη διατριβή επί διδακτορία και χαίρομαι που θα είσαι στο δικό μου τομέα ευθύνης >>

   Από τη λίστα της βιβλιογραφίας επέλεξε είκοσι βιβλία για να τα παραγγείλει σ’ ένα βιβλιοπώλη της πόλης και να του τα προμηθεύσει. Στη συνέχεια παίρνοντας από τη βιβλιοθήκη τους δύο τόμους του Π. Λεκατσά << Διόνυσος, καταγωγή και εξέλιξη της Διονυσιακής θρησκείας >> και το άλλο του YOUNG  S.P.  <<THE  WOMEN OF GREEK DRAMA >>  άρχισε να τα διαβάζει μέχρι τα μεσάνυχτα που τον πήρε ο ύπνος.   

 

 

 

 

                                                   2

 

 

 

 

    Έκανε Πρωτοχρονιά  στο σπίτι της ξαδέρφης του και το απόγευμα έπρεπε να κάνει μια αγαθοεργία που τόσο συνήθιζε τις άγιες αυτές μέρες.  Σαν μέλος του Συλλόγου Διδασκόντων του Λυκείου επελέγη μαζί με έναν ιερέα της ενορίας του Αγίου Αθανασίου κι ένα υπάλληλο της Πρόνοιας να επισκεφτούν εθιμοτυπικά την ημέρα της Πρωτοχρονιάς το ΚΑΦΚΑ της περιοχής και να μοιράσουν δώρα στους ασθενείς τροφίμους ενώ θα  τους έδιναν και μια μικρή χαρά με την παρουσία τους.  Μέσα στο ίδρυμα αυτό ήταν κλεισμένα και τριάντα παιδιά με κινητικές ανάγκες  κι αυτός ήταν ΄ένας ιδιαίτερος λόγος  που παρακίνησε την εκπαιδευτική κοινότητα της περιοχής να προτιμήσει την επίσκεψή τους εκεί, αποκλείοντας από τη λίστα τους τ’  άλλα κοινωνικά ιδρύματα που θα περίμεναν τη σειρά της επίσκεψή τους στο μέλλον.

   Εκεί  τους περίμεναν ο διευθυντής, εργαζόμενοι, εκπαιδευτές, κοινωνικοί λειτουργοί, εικαστικοί και σχεδιαστές. Αφού τους υποδέχτηκαν με εγκαρδιότητα και χειροκροτήματα τους οδήγησαν στη μεγάλη αίθουσα τελετών όπου ήταν μαζεμένοι οι τρόφιμοι για να γευματίσουν και να γιορτάσουν. Οι περισσότεροι κάθονταν ήσυχα στις θέσεις τους αλλά κάποιοι με σοβαρά  προβλήματα προσαρμογής βρίσκονταν έξω από το σοβαρό πλαίσιο της σωστής συμπεριφοράς και του πνεύματος της ημέρας και σηκώνονταν κάνοντας βόλτες με θρασύτητα. Ύστερα από τη φροντίδα των επιτηρητών συμμορφώνονταν για λίγο αλλά μετά έκαναν πάλι τα ίδια. Κοιτούσαν με περιέργεια κι έκπληξη τους τρεις επισκέπτες, ενώ  όσοι τριγύριζαν ανάμεσα στις καρέκλες τους αγκάλιαζαν και τους φιλούσαν. Ανάμεσά τους ήταν και κάτι κοπέλες κομψές  που τις έπινες στο ποτήρι αλλά κάποια αναπηρία στο σώμα και στο νευρικό σύστημα τις είχε σακατέψει χάνοντας την ομορφιά και την ψυχοδιανοητική τους γαλήνη. Τους άρεσε να αγγίζουν τους καλεσμένους, να τους μιλούν και να τους λένε τα ονόματά τους. Κάποιοι τρόφιμοι άπλωναν το χέρι τους και τους ζητούσαν χρήματα. Οι επιτηρητές με εύθυμο παιδαγωγικό τρόπο τους απομάκρυναν νιώθοντας περήφανοι που τους παρείχαν αξιόλογη μέριμνα εκφράζοντας μ’ αυτό τον τρόπο τα πιο ανθρώπινα συναισθήματά τους.

   Μετά τα λόγια  που είπαν ο διευθυντής, ο παπάς και ο υπάλληλος της πρόνοιας που κούρασε με το αράδιασμα τον αριθμό  των δαπανών που χορηγούνταν από το κράτος για τη λειτουργία του ιδρύματος έδειξε ενδιαφέρον να πει λίγο λόγια και ο Λευτέρης. Έτσι με αρκετά παιδιά γύρω του να τον αγγίζουν όπως οι παράλυτοι του Ευαγγελίου το Χριστό, είπε συγκινημένος : << Θα σας πω λίγα λόγια σαν δάσκαλος που είμαι αλλά και γιατί σας βλέπω και σας θεωρώ παιδιά μου! Το πρόβλημα του καθενός σας το ξέρω και αποφεύγω να το συζητήσω. Θα ζητήσω όμως τούτο: πως από τις στιγμή  που ήρθαμε εδώ μέσα σ’ αυτό το ζεστό και καθαρό ίδρυμα καταλάβαμε πως η αγάπη και η συνεχή φροντίδα  των ανθρώπων που δουλεύουν για εσάς κάνουν το περιβάλλον σας ευχάριστο.  Η παρέμβασή μας  θα είναι πάντα δυναμική και με το καλό φαγητό που έχετε, την απέριττη βοήθεια, τα καλοστρωμένα κρεβάτια, την πλήρη ιατρική και φαρμακευτική περίθαλψη και τα προγράμματα εκπαίδευσης είμαι βέβαιος πως η ζωή σας θα είναι πιο καλή και ο πόνος σας μικρότερος.

   Για κάθε σας  πρόβλημα να τρέχετε στις κοινωνικούς λειτουργούς  και στο προσωπικό. Να ακούτε τις θεραπεύτριες που έρχονται απέξω  και να ακολουθείτε πιστά τα προγράμματα του ιδρύματος. Να σας ενδιαφέρει να είσαστε πάντα καλά και γι’ αυτό να εντείνετε το ενδιαφέρον της υπακοής και της συνεργασίας σας με τους ανθρώπους που σαν φροντίζουν. Το ξέρω έχετε ανάγκη από αγάπη και θέλετε να τη νιώθετε. Έχετε ανάγκη από σωματική προσπάθεια και το επιζητείτε να την κάνετε. Θέλετε ευκαιρίες αναγνώρισης και καταξίωσης. Ζητάτε τόνωση της αυτοπεποίθησή σας. Κάνετε το παν να δείχνετε δημιουργικοί κι ευχάριστοι. Κάνετε και άλλα πολλά για να είσαστε αρεστοί και να νιώθετε πλήρεις. Όλες αυτές τις προσπάθειες και τις ανάγκες σας θα τις ικανοποιήσουμε μαζί. Όμως πρέπει να βοηθήσετε κι εσείς!>>

   Όταν τελείωσε ορισμένοι τον αγκάλιασαν. Ύστερα η συγκέντρωση διαλύθηκε ομαλά και σερβιρίστηκαν τα φαγητά για ένα πρωτοχρονιάτικο τραπέζι. Μετά το πέρας οι τρόφιμοι ξεκουράστηκαν και το απόγευμα στις έξι έδωσαν μια λιτή γιορτή με σκετς, απαγγελίες ποιημάτων και τραγούδια. Η γιορτή τελείωσε με το μοίρασμα δώρων και μια συμβολική επιταγή που δόθηκε στο διευθυντή για τις ανάγκες του ιδρύματος. Έτσι με την ευχάριστη αίσθηση που ένιωσαν όλοι οι τρεις επισκέπτες αναχώρησαν σκορπίζοντας με τις χειραψίες τους την πλούσια αγάπη τους στους ανθρώπους αυτούς που στο δρόμο της ζωής τους ένιωσαν κιόλας το σταυρό του Γολγοθά τους.

 

 

 

 

                                               3

 

 

 

 

    Στο σπίτι του σαν επέστρεψε ξεφυσούσε από τα νεύρα του. Οι εικόνες του ιδρύματος  και η απουσία της Τάνιας τον είχαν κάνει κουρέλι. Διάβασε βιβλία, εφημερίδες, περιοδικά αλλά τίποτα δεν τον ευχαριστούσε. Και τώρα ξαπλωμένος στο κρεβάτι κοιτούσε πότε  τους τοίχους και πότε το ταβάνι. Τότε πρόσεξε ένα σημείωμα που ήταν κοντά στην πόρτα και δεν το πήρε το μάτι του σαν μπήκε μέσα όταν επέστρεψε από το ΚΑΦΚΑ. Σηκώθηκε και το πήρε. Ήταν από το συνάδελφό του, δημοσιογράφο  και φίλο του Άρη Στεφανίδη.  Το άνοιξε και διάβασε πως  του ζητούσε να τον επισκεφτεί στο σπίτι του για να του  ανακοινώσει κάτι ενδιαφέρον που αφορούσε το σχολείο τους, σχετικά μ’ ένα άρθρο που κατηγορούσε το Υπουργείο Παιδείας για τη λαθεμένη του επιλογή να  διορίσει διευθυντή αυτό τον άχρηστο Αργύρη Δριμή.  

   Βγήκε γρήγορα έξω. Ο κρύος αέρας του έκανε καλό και τον συνέφερε. Έτσι τραβώντας για το σπίτι του φίλου του, του ήρθε η ιδέα να κάνει κι ένα κοντινό περίπατο στο μέρος εκείνο της γειτονιάς του που το χάζευε από το μπαλκόνι του, αλλά ελάχιστες φορές το είχε  περπατήσει. Πέρασε μέσα από το μικρό άλσος, θαύμασε τα δέντρα, είδε τα άδεια παγκάκια και πρόσεξε τις μαυρισμένες από τον καιρό λάμπες των φώτων που φώτιζαν την απραξία του πάρκου αλλά και τη νυχτερινή του θλίψη. Στην ανατολική άκρη δυστυχώς έπεσε πάνω σε βρωμιές που άφηναν τα τρεχούμενα νερά από το σπασμένο αγωγό του υπονόμου κι έκαναν το σημείο εκείνο εστία μόλυνσης για τους περαστικούς. Κάποια σκυλιά μαζεμένα σ’ ένα κάδο απορριμμάτων σπρώχνονταν λερωμένα και τον κοιτούσαν με ύποπτο κι επιθετικό βλέμμα. Οι γάτες περνούσαν, κι αφού έσκυβαν κι έγλειφαν την επιφάνεια του νερού το έβαζαν στα πόδια σαν τον έβλεπαν νιαουρίζοντας ασταμάτητα. Μια πάπια κατοικίδια είχε φύγει από την καθαριότητα του κοτετσιού της και είχε έρθει εδώ στα βρώμικα νερά να βρει την τροφή της, δείχνοντας να το διασκέδαζε βουτώντας πολλές φορές με το κεφάλι της μέσα στο βούρκο. Ώσπου να φύγει απ΄ αυτό το μέρος ο Λευτέρης όλο και κάτι του αποσπούσε την προσοχή, όλο και κάτι ασυνήθιστο έβλεπε που δε γινόταν τη μέρα. Έτσι σαν βρέθηκε βόρεια του άλσους συνάντησε το διατηρητέο πέτρινο γεφυράκι που το πέρασε με αρκετή χαρά και ευχαρίστηση, παρατηρώντας μέσα στο αμυδρό  νυχτερινό φως όλη του τη θαυμάσια πέτρινη δομή και   αρχιτεκτονική του.  Ο  χείμαρρος είχε στερέψει αλλά έμενε αυτό το παραδοσιακό κτίσμα να θυμίζει τις περασμένες εποχές.  Σε λίγο έφτανε κοντά στο σπίτι του Άρη που βρισκόταν κοντά στο γυμνάσιο. Λίγα πέτρα απ’ αυτό ένας νοικοκύρης ταχτοποιούσε τα καυσόξυλά του στην αυλή του και βιαζόταν να μπει στο σπίτι του. Αντιλήφθηκε το Λευτέρη, τον γνώρισε και τον καλησπέρισε. Ανταπέδωσε κι εκείνος κι αφού μίλησαν για λίγο έφυγε με τελικό προορισμό του  το σπίτι του φίλου του που έφτασε σε δυο λεπτά.

   Έπιασαν γρήγορα κουβέντα σαν μπήκε μέσα. Είπαν ελάχιστα προσωπικά και μετά επικεντρώθηκαν στο άρθρο της εφημερίδας << ΧΡΟΝΟΣ >>  που τόσο γενναιόδωρα στόλιζε το διευθυντή τους για τις διοικητικές του ανικανότητες και τη σχολική του καθημερινότητα. Αμέσως του έδωσε το φύλλο της εφημερίδας λέγοντάς του θριαμβευτικά και με μια δόση ειρωνείας:

   --- Να, πάρε Λευτέρη μου. να δεις την προκοπή του προϊσταμένου μας!

Βίος και πολιτεία! Διάβασε το άρθρο όσο εγώ θα διορθώνω μια επιστολή προς τη  Δημοτική Αρχή εκ μέρους  του  Συλλόγου  << Πρώτα  ο  πολίτης >>.

   --- ‘Ώστε έχεις και την εφημερίδα! αναφώνησε έκπληκτος εκείνος και την πήρε. Βρήκε γρήγορα τη σελίδα με το άρθρο  κι άρχισε να το διαβάζει. Ο Άρης έσκυψε πάνω στο χαρτί και ξεκίνησε τη διόρθωση.     

    Σαν  τελείωσε ο Λευτέρης το διάβασμα χαμογέλασε με ανακούφιση. Και πριν προλάβει ο άλλος να σηκώσει το κεφάλι του από το κείμενο της επιστολής, του είπε:

   --- Κάπως ζόρικα του τα γράφει ο δημοσιογράφος!

   Εκείνος σήκωσε το κεφάλι γα να του πει:

   --- Μήπως δεν είναι αλήθεια! Τι κάνει όλη μέρα στο σχολείο; Χαζολογά και φλυαρεί ακαταπαύστως!  Πέρα που σκοτίζει και τις κυρίες μαζεύοντάς τες στο γραφείο του τραγουδώντας τους άσκοπους και φάλτσους ανήθικους λυρισμούς του!

   --- Βρε, τον φουκαρά!

   --- Φουκαρά τον είπες; Ζώο πες τον καλύτερα!

   Γέλασαν και οι δυο. Ύστερα από μια μικρή παύση ο Λευτέρης τον ρώτησε τι κάνει αυτές τις μέρες εκτός από τη δημοσιογραφία. Γράφει τίποτα ιδιαίτερο, διορθώνει ή διαβάζει; Εκείνος με μεγάλη χαρά του είπε πως τα δημοσιογραφικά του ενδιαφέροντα δεν τα ξεχνά και πως στα σχέδια του είναι να γράψει μια ιστορία της πόλης από την ίδρυσή της μέχρι και την σημερινή εποχή. Για τούτο διαβάζει πολύ ιστορικά βιβλία και μελετά άρθρα και έρευνες. Ακόμη του είπε πως το ενδιαφέρον του επικεντρώνεται  πολύ στην εποχή της Φραγκοκρατίας από το 1204 και μετά μέχρι το χρόνο που έφυγαν και θεωρεί αυτή την εποχή μια από τις σημαντικότερες στην ιστορίας της πόλης αλλά και της ευρύτερης περιοχής. Μπορεί όλα αυτά του τόνισε να μην απαιτούν έμπνευση και φαντασία  όπως χρειάζονται στα  λογοτεχνικά έργα, όμως έχουν αρκετή δυσκολία και οι σελίδες που πρέπει να ξεφυλλιστούν να διαβαστούν, να μελετηθούν και να γραφτούν από μέρους του είναι αρκετές χιλιάδες.

   Ο Λευτέρης  συμφώνησε μαζί του και με ένα χαμόγελο έδειξε πως το έβρισκε πολύ σημαντικό. Ύστερα αναφέρθηκε στη δική του μέλλουσα πανεπιστημιακή ζωή.  Ο Άρης σαν άκουσε πως θα έφευγε για την Πάτρα για να φοιτήσει μέχρι τον Ιούνιο στο φιλολογικό τμήμα του Πανεπιστημίου με σκοπό να καταρτιστεί επιστημονικά για την εργασία της διατριβής του, ίσα που δεν πήδησε από τη χαρά του από το παράθυρο.

   --- Δηλαδή μας λες αντίο! του είπε νιώθοντας την καρδιά του σφιγμένη.

   --- Ναι, αυτή είναι η αλήθεια!

   --- Πότε με το καλό αναχωρείς;

   ---Στις δεκαπέντε Ιανουαρίου πρέπει να παρουσιαστώ στη Γραμματεία.

   --- Πού θα μείνεις εκεί;

   --- Θα νοικιάσω κάποιο σπίτι.

   --- Σε ζηλεύω!

   --- Γιατί το λες αυτό;

   --- Επειδή  θα προσφέρεις στον εαυτό σου το δώρο της μάθησης και της ελευθερίας!

   Εκείνος γέλασε και του είπε:

   --- Το έχω ανάγκη!

   --- Θα μας επισκέπτεσαι ή θα ρίξεις μαύρη πέτρα πίσω ;

   --- Τα Σαββατοκύριακα. Έχω βλέπεις κι ανοιχτούς λογαριασμούς με το αρχαίο δράμα. Σου μιλώ για την παράσταση του Ευριπίδη τις << Τρωάδες >> που θα ανεβάσουμε με τη λήξη του σχολικού έτους με τους μαθητές μου. Θα παίξω το Μενέλαο και η συνάδελφός μας η Τάνια Μαργαρίτη  την Ελένη.  Είναι ένα κίνητρο για να αγαπήσουν τα παιδιά την αρχαία ποίηση.

   --- Το Σεπτέμβριο πού θα είσαι;

   --- Δεν ξέρω ακόμα. Μπορώ όμως να παρατείνω την απόσπασή μου στο Πανεπιστήμιο για όσα χρόνια θα γράφω τη διατριβή μου.

   --- Θαυμάσια! Μπορεί να σου φαίνεται αστείο αλλά σε φαντάζομαι κάποτε και καθηγητή Πανεπιστημίου!

   Ο Λευτέρης άπλωσε το χέρι  και το ακούμπησε στον ώμο του ενώ έδειχνε συγκινημένος. Τον κοίταξε στα μάτια σαν να του έλεγε, ευχαριστώ που μου προδικάζεις το μέλλον με ωραίας στιγμές και του είπε:

   --- Δύσκολο πολύ! Πρέπει να περάσω το στάδιο του λέκτορα, του επίκουρου, του αναπληρωτή και μετά να στεφθώ καθηγητής αυτοκράτορας! Θα καταπονηθώ πολύ ώσπου να φτάσω ως εκεί!

   --- Το ξέρω! Εσύ εξάλλου δεν είσαι από τους επιπόλαιους τύπους που ξεχνιούνται στην πορεία τους και τ’ αφήνουν στη μέση. Εσύ είσαι ένας πατριάρχης των γραμμάτων! Θα τα καταφέρεις.

   --- Καλά! Προς το παρόν είμαι ευχαριστημένος που επιλέγηκα να κάνω τη διδακτορική μου διατριβή. Τα υπόλοιπα έπονται.

   --- Ναι, τα υπόλοιπα έπονται… του έκανε με κέφι και υπονοούμενα ο Άρης και γέλασε.

   --- Τι θες να πεις;

   --- Για τις γυναίκες! Αυτές πού τις βάζεις; Τις αγνοείς;  Να είσαι συγκρατημένος εκεί που θα πας γιατί μπορεί να σε τυλίξει καμιά.

   Ο Λευτέρης το διασκέδασε αυτό που του είπε με ένα κούνημα του κεφαλιού του πάνω κάτω πολλές φορές. Είχε την αίσθηση πως η δική του ιστορία με τις γυναίκες είχε τελειώσει με την Τάνια. Ζήτημα ήταν αν θα αγαπούσε άλλη γυναίκα τόσο τρελά όσο αυτή. Όμως να κάνει οικογένεια μαζί της το έβλεπε αδύνατο αφού ήταν παντρεμένη και είχε τρεις κόρες.  Μερικές φορές  σαν ξάπλωνε στο κρεβάτι τα βράδια και πριν τον πάρει ο ύπνος, φανταζόταν πως μπορούσε να διαλύσει το γάμο της, αν τον αγαπούσε αληθινά και να παντρεύονταν. Ύστερα σκεφτόταν τη λαϊκή κατακραυγή και τα κουτσομπολιά.  Τι θα έλεγε ο κόσμος;  Διέλυσε την  οικογένειά της για να ικανοποιήσει το ακόρεστο πάθος της! Κι αυτός; Το δέχτηκε! Τι αίσχος! Ακόμη θα είχαν λόγο  να πουν περισσότερα για την Τάνια που ήταν γυναίκα. Θα έλεγαν πως η διεστραμμένη φύση της την οδήγησε να εγκαταλείψει σύζυγο και παιδιά για να πέσει στην αγκαλιά του εραστή της. Να, γιατί το γάμο με την Τάνια τον είχε αποκλείσει και ούτε ήθελε να τον σκέφτεται. Έτσι βλέποντας πως υπήρχε αδιέξοδο στις σχέσεις τους η αλήθεια ήταν πως έψαχνε για μια γυναίκα ελεύθερη που θα τον αγαπούσα παθολογικά και θα την παντρευόταν. Έτσι το μάτι του έπαιζε παντού, στους δρόμους, στις συγκεντρώσεις, στις θεατρικές παραστάσεις, στους δρόμους και σε ιδιωτικούς χώρους μήπως και βρει το ταίρι του!  Αλλά η συνάντηση αυτή αργούσε και ο έρωτάς του για την Τάνια έδινε κι έπαιρνε και χάραζε όλο και πιο πολύ σαν περνούσε ο καιρός την ανεξίτηλη σφραγίδα του στην καρδιά του. Η λεπτή του δόνηση εξαρτιόταν πια ακόμη  κι από μια λέξη ή από ένα ανέμισμα στα τρικυμισμένα της μαλλιά. 

    --- Εγώ πάω εκεί πιο πολύ για τις σπουδές μου κι όχι να κάνω θόρυβο ανάμεσα στις γυναίκες! του ψιθύρισε μ’ ένα διασκεδαστικό τρόπο γλείφοντας τα χείλη  με τη γλώσσα του.

   --- Το ξέρω! Θέλεις να πεις  δε θα διασκεδάσεις; Δε θα πας σε χορούς, στο θέατρο ή σε πάρτι; Αισθάνεσαι γέρος;

   --- Όλα  θα τα κάνω! Αλλά με μέτρο!

   Ο Άρης τον κοίταξε με βλέμμα που έμοιαζε να του έλεγε  << άφησέ τα αυτά, σε μένα τα πουλάς που σε ξέρω καλά, τι με περνάς για ηλίθιο >> και του έδειξε ένα σκίτσο που ζωγράφιζε και απεικόνιζε ένα κάστρο στο πιο ψηλό σημείο της πόλης. Συνήθισε τα άρθρα του στην εφημερίδα να τα συνοδεύει με σκίτσα γιατί προσέδιδε, έλεγε, μεγαλύτερο κύρος στο κείμενο και κάνει τη φαντασία του αναγνώστη να επικοινωνεί πιο συναισθηματικά με  το συγγραφέα και με το νόημα της γραφής του. Ασχολιόταν από μικρός και σαν φοίτησε στη σχολή δημοσιογραφίας το σπούδασε καλύτερα το σκίτσο. Είχε πάρει μαθήματα κοντά σε καλούς Έλληνες σκιτσογράφους και είχε πέσει με τα μούτρα και στις ξένες βιβλιογραφίες των πιο ξακουστών σκιτσογράφων. Μαζί με την άριστη νοημοσύνη του και την καλή του τεχνική είχε γίνει αξιόλογος σκιτσογράφος. Πολλά  από τα σκίτσα του ξεπερνούσαν τον ιδιωτικό του χώρο και δημοσιεύονταν στις τοπικές εφημερίδες. Πολλά τα έστηνε με αστείο τρόπο, άλλα  με σκωπτικό και ειρωνεία και κάποια με μια μεγάλη αφέλεια που έκαναν τους αναγνώστες όχι μόνο να ξεκαρδίζονται στα γέλια αλλά και να τα κρατούν στο αρχείο τους σαν έργα τέχνης. Ο Λευτέρης για αυτά τα τελευταία σκίτσα του, τα ξεχωριστά και ιδιαίτερα τον αποκαλούσε << χωρατατζή >> και του υπενθύμιζε διαρκώς πως κάποτε μετά το θάνατό του ίσως η πατρίς τον αναγνώριζε για αυτά τα καλλιτεχνήματα και τον ανακήρυττε << ευπατρίδη της τέχνης και της σκιτσογραφίας !>>

   Ο Λευτέρης σαν το είδε έμεινε άφωνος. Τέτοια επιτυχία στις γραμμές, στις σκιές και στις αποχρώσεις ελάχιστες φορές είχε δει σε άλλων σκίτσα. Αφού το εγκωμίασε του ζήτησε να του πει τη λεζάντα  που θα το συνόδευε.  Αυτός χάρηκε ιδιαίτερα. Έτσι  με λιτότητα άρχισε να λέει,  ο τίτλος του κειμένου είναι << Το κάστρο εζητήσασιν >>  και το κείμενο που θα το συνόδευε στην εφημερίδα θα αναφερόταν στα χαμένα παιδικά χρόνια της εφηβείας. Τότε που πατούσε μαζί με άλλους συμμαθητές του το κάστρο της πόλης τις ντάπιες και τις πολεμίστρες του και διάβαζαν στα ερειπωμένα τείχη του την ιστορία του. Για αυτούς τότε το κάστρο ήταν η ζωή τους. Σ’ αυτό καταφεύγανε για να γλιτώσουνε κάνοντας κοπάνα από τα μαθήματα φεύγοντας μακριά από τους καθηγητές τους που τους κούραζαν με τις καθημερινές εξετάσεις και τις φλυαρίες τους. Εκεί νιώθανε  ασφαλείς και υγιείς  αναπνέοντας τον αρωματικό αέρα του παίζοντας παιχνίδια ή χαρτιά. Το άφηναν σαν έπεφτε το σκοτάδι και η νύχτα τους φόβιζε. Και τις Κυριακές και τις αργίες το επισκέπτονταν και ξαπλωμένοι κάτω από τα πεύκα του άκουγαν το μουσικό θρόισμα που άφηνε στα φύλλα τους το δροσερό αεράκι του Ιονίου. Εκεί ακόμη στο μπαλκόνι του με το μεινεμένο από της εποχή της τουρκοκρατίας κανονάκι ονειρεύονταν τις αγαπημένες τους κι έκαναν σχέδια για να τους χαρίσουν στο μέλλον μια θαλερή κι ευτυχισμένη αγκαλιά.

   --- Τι ευτυχία! νιώθω μαζί σου, του ξεφώνισε ο Λευτέρης σαν τελείωσε κι έκανε μια κίνηση με το κεφάλι του θέλοντας να συμφωνήσει για τις άριστες εντυπώσεις που του άφησαν τόσο το σκίτσο όσο και η μικρή αφήγησή του. Ύστερα βλέποντας ένα περιοδικό τέχνης πάνω στο γραφείο του, του το ζήτησε για να του ρίξει μια ματιά. Εκείνος του το έδωσε αμέσως, λέγοντάς του:

   ---  Αποσκοπεί στην προβολή της γλώσσας μας και της λογοτεχνία, λέει αλλά δεν το πετυχαίνει. Γράφουν νέοι λογοτέχνες και όλες οι εργασίες τους καταχωρούνται χωρίς οικονομική ή άλλη ιδιαίτερη επιβάρυνση. Το εκδίδει μια θαυμάσια καθηγήτρια και το φροντίζει καλλιτεχνικά. Στις πρώτες σελίδες του γράφει θαυμάσια σχόλια που είναι αιχμηρά.

   Εκείνος τον άκουγε κοιτάζοντας το εξώφυλλο. Ενώ θαύμαζε τη ζωγραφιά που απεικόνιζε μια βάρκα δεμένη στην προβλήτα ενός λιμανιού, διάβασε με ποιητική χροιά τα λόγια της λεζάντας:  << Παράξενα   νερά διηγούνται τις στιχομυθίες όσων γνώρισαν τον πόθο, την αγωνία, τη γνώση πως η λύτρωση είναι το ταξίδι. Παράξενα νερά των λιμανιών… >>

     Ύστερα σαν πήρε τα μάτια του από το περιοδικό, τον κοίταξε με το βλέμμα του γοητευμένο. Κι αφού φάνηκε να συλλογίζεται για λίγο, του είπε:

   --- Θυμήθηκα τους στίχους των φοιτητικών μου χρόνων! Έτσι κάπως έγραφα κι εγώ με παρόμοιο ύφος!

   --- Α, είσαι και ποιητής! Δεν μου το είχες αποκαλύψει αυτό!

   --- Ερασιτέχνης! Ωστόσο στο συρτάρι μου υπάρχουν αρκετές ανέκδοτες ποιητικές συλλογές. Η  αμφισβήτηση όμως της ποιότητάς τους από μέρους μου ενισχύει την ατολμία μου για δημοσιοποίηση.

   Ο Άρης έπαιξε  τα χείλη του δείχνοντας πως δε συμφωνούσε μαζί του. Έτσι εξέφρασε ευθαρσώς τη σκέψη του:

   --- Έχω,  ένα φίλο, του είπε, καλό και άριστο κριτικό της λογοτεχνίας. Αν θέλεις μου τις δίνεις να τις υποβάλουμε στην κρίση του. Αν τις βρει εξαιρετικές γιατί να μην εκδόσεις τουλάχιστον κάποια.

   --- Δεν ξέρω! Έχω τους φόβους μου!

   --- Όπως θέλεις. Προς το παρόν ρίξε και μια ματιά στο πίσω εξώφυλλο. Έχει κι εκεί κάτι ενδιαφέρον.

   Γύρισε το εξώφυλλο και έμεινε για λίγο ήρεμος, διαβάζοντας σε απόλυτη σιωπή. Σαν τελείωσε έδειχνε γοητευμένος απ’ αυτά που διάβασε και  ξεφώνισε:

   --- Το πούσι! του Νίκου Καββαδία. Τι ποιητής Θεέ μου! Τι ποιητής! Οι στίχοι του σφύζουν από πρωτοτυπία και η συγκίνηση υπέρτατη. <<… Μας έσφιξε το kuro siwo σαν μια ζώνη >> ποιος μπορούσε να γράψει τέτοιους στίχους;

   Ο Άρης δεν του απάντησε αφήνοντάς τον για λίγο στον οίστρο των στίχων του μεγάλου θαλασσινού ποιητή. Ύστερα για να τον πειράξει του είπε:

   --- Γράφουν κυρίως νέοι όπως σου είπα αλλά είναι μετριότητες! Θα το καταλάβεις αυτό αν διαβάσεις τα ποιήματα που υπάρχουν στις σελίδες του που με λύπη σου θα κρίνεις πως ούτε ένα δεν αξίζει! Εκτός από δυο  πεζά κείμενα όλη η άλλη ύλη είναι για πέταμα!

   Ο Λευτέρης αντέδρασε λέγοντάς του:

   --- Θέλεις να πεις πως οι νέοι δε γράφουν καλή ποίηση ενώ οι γέροντες αριστεύουν;

   --- Όχι, αυτό!

   --- Αλλά, τι;

   --- Τι εξυπηρετούν τέτοια περιοδικά να κυκλοφορούν με τόση πνευματική γύμνια; Μήπως θα έπρεπε να αναθεωρήσουν κάποιους στόχους τους μέχρι να φτάσουν στο τυπογραφείο και τον αναγνώστη;

   --- Σ’ αυτό δεν έχεις άδικο! Ως προς τη μετριότητα της ποίησης των νέων ποιητών διαφωνώ! Κι αυτοί πρέπει να έχουν ένα βήμα προβολής του έργου της.

   --- Βεβαίως! Όμως να μη διαβάζουμε στίχους φύρδην μίγδην!

   --- Σωστά! Αν κι εγώ θα τους χαρακτήριζα χυδαιότητες! Και λέω μακριά η χυδαιότητα από την τέχνη.

   Η διαλογική αυτή συζήτηση άναψε τα αίματα του Λευτέρη  για να αναπτύξει τις γνώσεις του πάνω στο μεγάλο θέμα της ποίησης. Θα μίλησε για δέκα λεπτά χωρίς να τον διακόψει ο φίλος του ώσπου σταμάτησε μόνο και μόνο γιατί έκρινε πως ο οίστρος του αυτός ίσως τον ενοχλούσε. Στο τέλος όμως εκείνος έδειξε με τις φιλοφρονήσεις του πως όλα όσα του είπε τον άγγιξαν και τον συνεπήραν. Μπορεί όμως και να τον σταμάτησε ο χρόνος. Γιατί το ρολόι της πόλης χτύπησε μεσάνυχτα κι αυτό τον ενόχλησε. Μπορεί ο φίλος του να μην είχε όρεξη να τον ακούει όλη τη νύχτα.

   --- Πώς πέρασε η ώρα τόσο γρήγορα, χωρίς να το καταλάβω! είπε και κουνήθηκε στη θέση του.

   --- Ναι, του έκανε ο Άρης. Σαν έχεις και καλή παρέα δε συγκρατιέται με τίποτα! Μηδενίζεται από τη μεγάλη ταχύτητα που τρέχει!

   Σηκώθηκε και τεντώνοντας το κορμί του να ξεπιαστεί του είπε με τρυφερότητα:

   --- Ξέρω πόσο με θέλεις αλλά δεν κάθομαι, θα φύγω! Σέβομαι το χρόνο σου!

   Εκείνος  χαμογέλασε και αφού άφησε το γραφείο του, τον πλησίασε, λέγοντάς του με κωμικό τρόπο:

   --- Είσαι εσύ ένας! Από τέτοια δε σε φτάνει κανένας! Κάνε ό,τι νομίζεις!  Σ’ αφήνω στη δική σου πρωτοβουλία!

   Βημάτισαν μαζί μέχρι την πόρτα. Χαιρετήθηκαν και σαν βγήκαν έξω, τον ρώτησε:

   --- Πότε θα σε ξαναδώ;

   --- Δεν ξέρω!  Στις δεκαπέντε Γενάρη πρέπει να είμαι στην Πάτρα! Με την πρώτη ευκαιρία που θα επιστρέψω θα προσπαθήσω να σε δω.

   --- Ε, τότε δεν  απομένει παρά να σου ευχηθώ, καλό ταξίδι!

   --- Κι αυτό αλλά και καλές σπουδές!

   Ο Άρης ξεκαρδίστηκε στα γέλια και του είπε μ’ ένα ξεφωνητό:

    --- Άντε λοιπόν και καλές σπουδές!

    Χώρισαν. Ο Λευτέρης πήρε το δρόμο που θα τον έβγαζε στο σπίτι του με βήμα νωχελικό. Ένιωθε μια μικρή θλίψη και μια απέραντη μοναξιά. Στον ουρανό όση ώρα περπατούσε το φως των άστρων λιγόστευε ενώ από το κοντινό δασάκι η μελωδία που έφτανε στ’ αυτιά του από τα νυχτοπούλια ακουγόταν μελαγχολική.

 

 

 

                                             

 

                                                  4

 

 

 

 

 

   Ήταν το τελευταίο μάθημα του Λευτέρη στους μαθητές του πριν αναχωρήσει για το Πανεπιστήμιο της Πάτρας. Τους μίλησε για την ποίηση κι έκλεισε το μάθημα με τα εξής λόγια:  << Η ποίηση χωρίζεται ανάλογα με το περιεχόμενό της σε τρία είδη. Στην Επική, τη Δραματική και τη Λυρική. Ο αρχαιότερος ποιητής της Επικής ποίησης είναι ο Όμηρος. Τα ποιήματά του, η Ιλιάδα και η Οδύσσεια γνωστά σε σας, είναι δικοί του καρποί και τα πρώτα επικά ποιήματα. Η Δραματική ποίηση είναι επινόημα των Ελλήνων. Το ξεχωριστό γνώρισμα της δραματικής ποίησης  είναι η μεταφορά των γεγονότων που συνέβησαν στο παρελθόν στο παρόν και στο παρόν.  Το δράμα έχει δυο ποιητικά μέρη: την τραγωδία και την κωμωδία. Η Λυρική ποίηση με τα ποιήματά της εκφράζει τα συναισθήματα του ποιητή. Είναι προσωπικά αλλά  εκφράζουν και τους αναγνώστες σε μεγάλο βαθμό. Το όνομά τους λυρικά το πήραν από τη λύρα που τη χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι όταν τα τραγουδούσαν. Και τα τρία είδη έχουν μεγάλη αξία γιατί καλλιεργούν στον άνθρωπο τόσο το συναίσθημα αλλά και τη γλώσσα >>.

   Μόλις τελείωσε και την τελευταία λέξη ακούστηκε και ο ήχος του κουδουνιού που σήμαινε διάλειμμα.

   Αφήνοντας την αίθουσα κατευθύνθηκε στο γραφείο του διευθυντή. << Ένα βρώμικο σκουλήκι σαν κι αυτόν δεν αξίζει να τον επισκεφτώ αλλά να συχωράει που πρέπει να του επιδώσω το χαρτί της απόσπασής μου >> συλλογίστηκε και μπήκε μέσα.  Αυτός τον δέχτηκε κατσουφιασμένος κι αμίλητος ενώ σαν τον κοίταξε ανασήκωσε τα πυκνά του φρύδια και τρεμόπαιξε το δεξί του μάτι. Ανταπόδωσε το χαιρετισμό του Λευτέρη μ’ έναν άτονο δικό του και με συμπεριφορά χοντροχωριάτη, άπλωσε το χέρι και πήρε το χαρτί. Κατά τον ίδιο σχεδόν τρόπο συμπεριφοράς το δίπλωσε σαν το διάβασε και αφοσιωμένος στις δικές του σκέψεις άργησε τόσο να του πει κάτι, που ανάγκασε το Λευτέρη να του το υπενθυμίσει ξεροβήχοντας. Τότε μόνο συνήλθε και σαν χτύπησε τη γροθιά του πάνω στο γραφείο του είπε τσιριχτά: << Όλοι οι μουζίκοι στα Πανεπιστήμια πάνε, πώς να ξεφύγεις κι εσύ >> και έκανε μια νευρική γκριμάτσα. Ο Λευτέρης μ’ ένα ευγενικό αλλά προσποιητό φέρσιμο τον ρώτησε: << Είμαι εντάξει; Μπορώ να φύγω; >> και ετοιμάστηκε να βγει από την πόρτα. << Ναι>> του έκανε αυτός ενώ έσφιξε στα χέρια του μια  σμαλτωμένη κορνίζα που διακοσμούσε το γραφείο του. Έτσι αφήνοντας πίσω του τον κακό διευθυντή με τις ιδιοτροπίες του, βγήκε έξω και ρίχνοντας μια ματιά στο γραφείο των καθηγητών να δει την Τάνια, διαπίστωσε με έκπληξη πως έλειπε.  Κι αμέσως τότε άρχισε να την αναζητά παντού. Ευτυχώς τη βρήκε στην τάξη της να κάνει κάποιες διορθώσεις στα πρόχειρα γραπτά των μαθητών της και ένιωσε την καρδιά του να βρίσκεται στη θέση της.

   Είχε να τη δει πριν τις διακοπές και του φάνηκε πολύ όμορφη έτσι που καθόταν στην έδρα και με το σώμα της πλαγιασμένο δεξιά. Ήταν φρεσκοχτενισμένη και το πρόσωπό της έδειχνε γελαστό τονίζοντας τα περιποιημένα με ελαφρύ μακιγιάζ σαρκώδη χείλη της. Διόρθωνε και μετά σημείωνε κάτι σ’ ένα σημειωματάριο ενώ που και που τραβούσε μερικές γραμμές στις κόλλες με τα γραπτά, απογοητευμένη. Κι όπως ήταν ντυμένη με επιμέλεια, μερικές φορές ίσιωνε με αμηχανία τους γιακάδες του ταγιέρ, σαν να φρόντιζε την κομψότητά της λες και ήταν απαραίτητο  να τη διασκεδάζει.

   Μόλις είδε  το Λευτέρη τ’ άφησε στη μέση και έτρεξε και τον αγκάλιασε. Ύστερα με τρυφερότητα του υπέδειξε να καθίσει  σε μια καρέκλα ενώ αυτή πήγε πάλι στη θέση της. Έδειχνε συγκινημένη και χαρούμενη από την παρουσία του και συνεχώς τον κοίταζε με θαυμασμό και με πάθος.

   Γρήγορα έπιασαν τη συζήτηση. Του είπε για τον άντρα της, την κλονισμένη υγεία του, το ταξίδι τους στην Αγγλία και την επιστροφή τους στις πέντε Γενάρη. Φοβόταν πως ύστερα από τις σχετικές καλές τους μέρες θα έρχονταν τώρα με την αρρώστια του οι κακές και οι οδυνηρές.  Πως αυτό θα είχε επίπτωση σε όλη την οικογενειακή και την προσωπική ζωή τους και θα δημιουργούσε ρήγματα που ίσως τους έφερνε στο χείλος της καταστροφής. Άφησε που τα παιδιά της το είχαν υποπτευθεί και όλη την ώρα ρωτούσαν <<τι έχει και τι έχει ο μπαμπάς >>. Αν προσβάλλονταν οι  λεμφαδένες  τα πράγματα θα ήταν πολύ δύσκολα. Αυτό ήταν και το πιο πιθανό αφού ο όγκος στο δεξί πνεύμονα όσο κι αν ελεγχόταν με χημειοθεραπείες το κακό θα το έκανε. Προς το παρόν οι γιατροί δεν του είχαν πει πότε θα τις άρχιζε αλλά άφηναν να εννοηθεί πως δε θα τις γλίτωνε. Κι αυτοί δεν ήξεραν καλά –καλά  τι τους γινόταν. Όμως ο άντρας της με όλη αυτή την ταλαιπωρία δεν ήταν ψυχολογικά καλά και έμοιαζε σαν να είχε καταλάβει τι τον περίμενε και έδειχνε να ζούσε τις τελευταίες μέρες του. Όσο για την ίδια τον παρακάλεσε να της δώσει όση τρυφερότητα είχε για να μπορέσει να αντέξει το μαρτύριο που περνούσε. Ακόμη του τόνισε πως τον αγαπά τρελά κι αν δείχνει πως τον αποφεύγει στο σχολείο το κάνει για να μην προδώσει ό,τι ωραίο νιώθει γι’ αυτόν.

   Έφτασαν και στη δική του ιστορία. Όταν της είπε πως την άλλη μέρα κιόλας έπρεπε να βρίσκεται στο Πανεπιστήμιο της Πάτρας λίγο έλειψε να της έρθει νταμπλάς. Του ζήτησε να της το πει πολλές φορές για να το πιστέψει. Κι όταν δάκρυσε σαν το συνειδητοποίησε, ψιθύρισε με πίκρα: << Και τώρα  ποιος θα με προστατέψει από το δυνατό άνεμο που με περιμένει; >> δείχνοντας κυριολεκτικά σε τι άθλια κατάσταση βρισκόταν. Κι όταν ηρέμησε και τον ρώτησε γιατί δεν του το είχε πει τόσο καιρό, αυτός δικαιολογήθηκε πως απλά δεν το θεωρούσε σημαντικό θέμα για δημοσιοποίηση. Στην επιμονή της όμως γιατί πήγαινε στο Πανεπιστήμιο, της είπε όλη την αλήθεια. Πως το έκανε για να στρέψει τον εαυτό του προς ένα εσωτερικό ταξίδι, γράφοντας και διαβάζοντας. Η μιζέρια της επαρχίας και η πλήξη του σχολείου τον είχαν γονατίσει αν δεν τον είχαν σκοτώσει. Και ενθουσιάστηκε πραγματικά όταν ένας φίλος και συνάδελφος του το πρότεινε σαν είχαν μια ουσιαστική συζήτηση σε μια κουβέντα τους. << Δούλεψες πολύ με τα παιδιά, ευκαιρία να δουλέψεις και με τη διατριβή >> του είπε τονίζοντας στη συνέχεια της συζήτησής τους τα πλεονεκτήματα  ενός τέτοιου εγχειρήματος. Το αποφάσισε της είπε γιατί θεώρησε πως έπρεπε αυτό που είναι να το βελτιώσει  και να το κάνει ακόμη καλύτερο. Και δεν  εννοούσε τη σοφία και τη γνώση του αλλά τον εσωτερικό εαυτό του. Χαιρόταν πολύ που το αποφάσισε  και θα ήθελε σε μια άλλη στιγμή να το  συζητούσε μαζί  της διεξοδικότερα. Κι αυτό γιατί ήθελε να της τονίσει πως ό,τι ουσιαστικό κάνει ο άνθρωπος μπορεί να είναι αόρατο στο μάτι πολλών είναι όμως το πιο καλύτερο. 

   Ακόμη της είπε πως θα έρχεται τα Σαββατοκύριακα να τη βλέπει στο χωριό ή και στην πόλη και πως την παράσταση με τις << Τρωάδες >> δε θα την αναβάλουν αλλά θα την παρουσιάσουν στο τέλος της σχολικής χρονιάς. Όσο για τις πρόβες, θα τις συνεχίσουν Σάββατο ή Κυριακή απόγευμα, αρκεί αυτή να μπορεί.

   Αυτή τον άκουγε αμίλητη  με ανασηκωμένους τους ώμους.  Κι όταν κατάλαβε πως η κουβέντα είχε τελειώσει τον παρότρυνε και τον ικέτεψε να μην την εγκαταλείψει. Αυτός τη διαβεβαίωσε πως η σκέψη του θα είναι συνέχεια κοντά της μέρα και νύχτα. Τότε ένα δάκρυ της ξέφυγε και κύλησε στο ροδαλό πρόσωπό της. Κι αμέσως ένα μικρό αναφιλητό ξέσπασε  μαζί μ’ ένα τσίριγμα που έμοιαζε σαν του μικρού παιδιού. Ο Λευτέρης ταράχτηκε και την αγκάλιασε. << Μη φεύγεις! >> του φώναξε και η φωνή της έσβησε. << Πρέπει γιατί  αυτό οφείλω να κάνω! >> της απάντησε αυτός μ’ ένα κόμπο στο λαιμό. Μόνο σαν ξεθύμανε ξέφυγε από την αγκαλιά του. Έτσι αφού στάθηκε απέναντί του νευρικά, δείχνοντας χαμένη, τον κοίταξε για λίγο ασάλευτη ενώ ανάσαινε βαριά και γρήγορα. Πονούσε αφάνταστα. Κι όταν τα μάτια της βούρκωσαν πάλι κι έδειχνε πως δεν είχε άλλη δύναμη να τον κοιτάζει έφυγε από την έξοδο πηγαίνοντας πέρα δώθε λες από τη μαχαιριά του χωρισμού που είχε δεχτεί η καρδιά της.

   Ο Λευτέρης την κοίταζε που έφευγε και είχε μείνει ασάλευτος. Με κατεβασμένα μάτια σκεφτόταν γιατί πολλές από τις σπίθες στην καρδιά που αφήνει ο έρωτας δε σβήνουν αλλά θεριεύουν και γίνονται φωτιές ολάκερες που καίνε και καταστρέφουν.

 

 

 

 

                                                5

 

 

 

 

   Το βράδυ στο σπίτι της ένιωθε σαν γάτα στο κλουβί. Η ώρα ήταν εννιά και ενώ ο άντρας της δεν είχε γυρίσει ακόμη από το χωριό η μοναξιά τη βάραινε πιο πολύ όσο κι αν νωρίτερα είχε παίξει και είχε γελάσει με τις τρεις κόρες της. Τώρα είχαν ξαπλώσει και οι τρεις στα κρεβάτια τους και περίμεναν τον Ορφέα να τις νανουρίσει και να τις κοιμίσει στην αγκαλιά του.  Καθόταν στο σαλόνι και ξεφύλλιζε ένα βιβλίο, παλιό μυθιστόρημα έτσι για το θεαθήναι, αφού  η μια σκέψη διαδεχόταν την άλλη και της έκαναν τα μυαλό να γυρίζει. Ο Λευτέρης  δεν έλεγε να της ξεκολλήσει από το μυαλό και εκείνη η ώρα του μεσημεριού στο σχολείο μαζί του, της έτρωγε την καρδιά. Όμως δεν μπορούσε να διώξει και την εικόνα του Αργύρη που σαν δαίμονας  σκίαζε πότε- πότε τη σκοτεινή γωνιά στην άκρη του χολ και της χαμογελούσε με εκείνο το ηλίθιο  ύφος του που της άρεσε και την είχε κάνει σκλάβα του. << Έχω ένα καθαρό πιάτο >> σκέφτηκε, εννοώντας  το Λευτέρη << και πάω και τρώω στο βρώμικο >> σταμπάροντας τον Αργύρη.  << Τι χαζή και άδικη που είμαι! >> Άδικη για να μην πω τίποτα χειρότερο! >>  Ξεφύλλισε στη συνέχεια  το βιβλίο και μην μπορώντας να συγκρατήσει τα δάκρυά της ψιθύρισε με συντριμμένη την καρδιά: << έλα να με αλαφρύνεις από το βάρος της αμαρτωλής συνείδησής μου, Λευτέρη!>> και αναλύθηκε σε αναφιλητά. Σε λίγο συνήλθε κι αν ήταν κακή τραγουδίστρια και φάλτσα άρχισε να ψιθυρίζει ένα τραγούδι που της άρεσε πολύ και είχε μέσα λόγια για τον έρωτα και το χωρισμό. Πίστευε πως τα λόγια του θα της έφερναν παρηγοριά αλλά έγινε το αντίθετο.

   Πόνεσε πιο πολύ και αισθάνθηκε πως οι αμαρτίες της έγιναν βρόγχος και της έσφιγγαν το λαιμό. Έφερε στο μυαλό της και του δυο εραστές της νομίζοντας πως θα της φέρουν χαρά και παρηγοριά αλλά ούτε αυτό την ηρέμησε. Η ψυχή της είχε τραυματιστεί, είχε μπερδευτεί στη διεφθαρμένη της επιλογή. Πού βρισκόταν η αρχή της ευτυχισμένης ζωής; Ούτε κι αυτή ήξερε. Στα αχαλίνωτα πάθη ή στην αληθινή αγάπη; Ο Λευτέρης φάνταζε ο ιδανικός της άντρας, ο άξιος εραστής της και ο μοναδικός σύντροφος που της άξιζε. Ο άλλος ο τιποτένιος και ο καταφερτζής, ο άοσμος εραστής, ο άκομψος, ο κακόγουστος εφιάλτης που όμως κοιμόταν μαζί του όταν ξεγλιστρούσε από τον άντρα της κι ένωναν τους ηδονισμούς και τους σπασμούς των κορμιών τους τι ρόλο έπαιζε; Κανέναν. Απλά εξέφραζε την αγωνία του ερωτικού τριγώνου του οποίου ήταν η μία σάπια τεμαχισμένη πλευρά.

   Μέσα στον εκνευρισμό και την ανία της, άφησε το βιβλίο κι έγειρε πίσω στον καναπέ με μια παθιασμένη λαχτάρα  να κοιμηθεί και να απαλλαγεί για λίγο από την τόσο φριχτή και πρόστυχη ζωή της. Δεν κατόρθωσε κι όλο σκεπτόταν. Κάποια στιγμή ένιωσε ήρεμη και γαλήνια, ίσως και ευτυχισμένη αλλά για λίγο γιατί η αμαρτωλή ζωή της την ταρακούνησε τόσο που αισθάνθηκε τρομοκρατημένη. Έμεινε ξαπλωμένη με την πλάτη πίσω δέκα λεπτά. Και δε θα σηκωνόταν, τόσο της  άρεσε αυτή η νέκρα που αποζητούσε να ηρεμήσει αν δεν την πετούσαν πάνω οι χτύποι του ρολογιού της πόλης που σήμαναν δέκα και της υπενθύμισαν την αργοπορία του άντρα της.

   Έκανε μερικές βόλτες στα δωμάτια να δει τα παιδιά Ύστερα πήγε στην κουζίνα και ήπιε ένα ποτήρι νερό να δροσιστεί. Μετά μπήκε στο δωμάτιό της. Πλησίασε το γραφείο της κι από το προσωπικό της συρτάρι έβγαλε το φάκελο με τα γράμματα που είχε πάρει από το Λευτέρη.   Πήρε τα τρία πιο ενδιαφέροντα. Τα ψηλάφισε στα χέρια της κι έφερε στη μνήμη της  όσα ήταν γραμμένα στις γραμμές τους.  Το πρώτο ήταν και το πιο ερωτικό. Θυμόταν ακόμη μερικές λέξεις απέξω, όπως << όλο για σένα μιλώ  αγάπη μου και για τη μοσκοβολιά των μαλλιών σου >> και τις ψιθύρισε, φέρνοντας το χαρτί στα χείλη της. Ύστερα άγγιξε το δεύτερο φάκελο. Θυμόταν κι απ’ αυτόν καλά το περιεχόμενό του όσο κι αν την είχε πικράνει. Της τόνιζε να κόψει τις σχέσεις της με τον << ελεεινό πίθηκο και να πάψει να ξεφτιλίζεται στο χώρο του σχολείου και στα μάτια των συναδέλφων της >>.  Θυμήθηκε πως έκλαψε πολύ τότε που της το έδωσε στη βιβλιοθήκη του σχολείου και το διάβασε σε μια γωνιά της αίθουσας κρυφά από τους μαθητές της.  Το τρίτο ήταν και το πιο σκληρό κι απάνθρωπο. Την απειλούσε αδιάντροπα πως θα της φερθεί άσχημα αν εξακολουθούσε να κυλιέται στο βούρκο μ’ αυτόν τον πρωτόγονο εραστή που μυρίζει μούχλα και δυσοσμία.  Της είχαν κακοφανεί τόσο τα λόγια του που σκέφτηκε να διακόψει τη σχέση τους και να μην του μιλήσει ποτέ πια. Αυτή η κακία της κράτησε ένα μήνα. Μετά τα έφτιαξαν και πάλι.

   Ήταν έτοιμη να τα βάλει στο συρτάρι όταν άκουσε τη φωνή του άντρα της να τη ζητά. Τα σιγούρεψε και με την πονηριά της αλεπούς και τη χάρη της γαζέλας τον πλησίασε και κάθισε μαζί του στον καναπέ. Της είπε τα νέα του χωριού, την  επιθυμία του λαδέμπορα να αγοράσει δύο τόνους λάδι σε καλή τιμή και την ενοικίαση ενός μικρού αγροτόσπιτου κοντά στο δάσος σε μια οικογένεια αλλοδαπών μεταναστών. Ύστερα πήγαν στην κουζίνα για το καθιερωμένο δείπνο τους.  Όταν τελείωσαν αυτός επισκέφτηκε τα δωμάτια των παιδιών και σαν επέστρεψε κάθισαν πάλι στο καθιστικό. Η κουβέντα τώρα περιστράφηκε  γύρω από τα κουτσομπολιά της πόλης ενώ συναγωνίζονταν ποιος θα πει τις περισσότερες ανοησίες. Από το πολύ λέγε- λέγε νύσταξαν και με βαρεμάρα που κουβαλάνε στις ψυχές τους οι παντρεμένοι πήγαν για ύπνο.      

   Ο άντρας της κοιμήθηκε αμέσως σαν πουλάκι. Αυτή ένιωθε εκνευρισμένη και δεν μπορούσε να κλείσει μάτι. Έμεινε εκεί ξαπλωμένη μέχρι τις δύο το πρωί. Σηκώθηκε κι αφού νυχοπερπάτησε να μην την πάρει είδηση, γλίστρησε από την μπαλκονόπορτα και βγήκε στη βεράντα, Στηρίχτηκε στα κάγκελα και κοίταζε μια τον έναστρο ουρανό και μια τη φωταγωγημένη πολιτεία που κοιμόταν το δικό της ήσυχο ύπνο.  Το ελαφρύ βοριαδάκι  που κατέβαινε από το Ψυχρό την κρύωσε και μπήκε μέσα  να πάρει ένα σάλι. Αφού τυλίχθηκε μ’ αυτό βγήκε έξω και έπεσε πάλι στην ονειροπόληση. Δυστυχώς όλες οι αθλιότητες που έκανε έρχονταν σαν ερινύες και τις πλήγωναν την καρδιά. Και ξαφνικά δεν άντεξε τόση πίεση κι άρχισε να κλαίει.  Αισθάνθηκε μόνη και αδύναμη. Πονούσε που δεν είχε κανένα να μιλήσει. Κάποιον να τον συμβουλευτεί και να στηριχθεί πάνω του. Φαντάστηκε το Λευτέρη. Της ήρθε να τον φωνάξει για να της φτιάξει το κέφι. Για να μη διαταράξει την ησυχία της νύχτας μπήκε μέσα για να το κάνει εκεί. Κι αφού τον φώναξε, μετάνιωσε. Αμέσως  θυμήθηκε τον άντρα της και ξαναβγήκε έξω.  Αυτός  ακούγοντας το θρηνητικό κάλεσμα του αγαπημένου της, πετάχτηκε πάνω και τη ρώτησε, φοβισμένος: << Τι σου συμβαίνει; Άρρωστη είσαι; >> και την τράβηξε ελαφρά να την μπάσει μέσα.  Αυτή τον ακολούθησε και σαν ξάπλωσαν του είπε με αστείο τρόπο : << Είδα ένα όνειρο, έναν εφιάλτη και ξύπνησα. Δεν είναι τίποτα, ηρέμησα >> και γύρισε πλευρό. << Κοιμήσου! >> της ψιθύρισε ο άντρας της και την άγγιξε στη μέση. << Καληνύχτα! >> του ψέλλισε αυτή και φάνηκε πως ήθελε να διακόψουν την κουβέντα.

   Αυτός κοιμήθηκε και πάλι αμέσως. Η Τάνια όμως πνιγόταν μέσα στις σκέψεις και τις ενοχές της. Ο τρυφερός αγαπημένος της ο Λευτέρης και ο ανόητος εραστής της ο Αργύρης την επισκέπτονταν κάθε τόσο και λιγάκι και της έκαναν τις στιγμές της μαύρες και άραχλες. Σκέφτηκε να σηκωθεί και να αφήσει το κρεβάτι πάλι, αλλά φοβήθηκε τον άντρα της και λούμωξε σαν τραυματισμένη ελαφίνα. Μέσα στη θλίψη της και την αγωνία της προσπάθησε να κοιμηθεί διώχνοντας τις κακές σκέψεις της. Και πάλι δεν τα κατάφερε. Έτσι άγρυπνη άρχισε να κλαίει βάζοντας τα δυο της χέρια στο πρόσωπο για να συγκρατήσει τους λυγμούς της. Έκλαψε κι αυτή δεν ήξερε πόση ώρα. Ο άντρας της ούτε που την πήρε χαμπάρι. Το πρωί μόνο όταν ξύπνησε και είδε τα πρησμένα από το κλάμα μάτια της, της είπε μελαγχολικά: << Πόσο ανόητη είσαι να κλαις για ψύλλου πήδημα! Δεν αξίζει! >>

  

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

                                 ΚΕΦΑΛΑΙΟ   ΟΓΔΟΟ 

 

 

 

 

 

                                                 1

 

 

 

 

   Στις δεκαπέντε Γενάρη ο Λευτέρης βρισκόταν στην Πάτρα. Μετά από μια τυπική επίσκεψη στη Γραμματεία του Πανεπιστημίου, έμεινε ελεύθερος πράγμα που του άρεσε γιατί είχε όλη τη μέρα  μπροστά του να ψάξει να βρει σπίτι να νοικιάσει. Το βρήκε ευτυχώς λίγο πριν το σούρουπο κι ενώ ήταν εξαντλημένος από την κούραση κι από την πείνα. Έτσι χάρηκε ακόμη πιο πολύ και του έφυγε εκείνη η υπνηλία που τον βασάνιζε όλη τη μέρα.  Το σπίτι ήταν διώροφο. Τον επάνω όροφο τον κρατούσε ένας φορτηγατζής με τη γυναίκα του και το γιο του και το ισόγειο το νοίκιαζε σε φοιτητές ενισχύοντας το πενιχρό εισόδημά του. Είχε κήπο κι αυτό του άρεσε γιατί θα είχε την ευκαιρία να έρχεται σ’ επαφή με τα δέντρα, το χώμα και τα πουλιά που σύχναζαν πολυπληθή εκεί μέσα όλες τις εποχές του χρόνου κι από όλα τα είδη.

   Οι σπιτονοικοκύρηδες ήταν καλοί άνθρωποι και τον έμπασαν μέσα με τιμές ενώ άκουσε τα καλύτερα λόγια. Είχαν ιδιαίτερη συμπάθεια στους μορφωμένους ανθρώπους κι αυτό τον έφερε κοντά τους. Η δε γυναίκα του δήλωσε πως θα του καθάριζε το σπίτι και πως αν ήθελε να τρώει και καμιά φορά μαζί τους να μη δίσταζε αλλά να τους χτυπούσε την πόρτα. Για να τον ευχαριστήσουν του έδειξαν το μικρό φορτηγό που βρισκόταν στο γκαράζ και το μικρό γιο τους που ήταν έξι χρονών και τους χαμογέλασε με θριαμβευτικό τρόπο σαν να τους γνώριζε από παλιά. Το σπίτι ήταν έτοιμο και το έπιασε από το ίδιο βράδυ. Είχε κουζίνα, μπάνιο, χολ, καθιστικό και υπνοδωμάτιο. Άλλα δυο δωμάτια που υπήρχαν τα χρησιμοποιούσαν οι ίδιοι και δεν τα παραχωρούσαν. Αυτός το βρήκε σωστό γιατί του ήταν άχρηστα. Άφησε που θα πλήρωνε κι ένα σωρό χρήματα. Έτσι το έκλεισε κι αφού χαιρετήθηκαν έμεινε μόνος να ξεκουραστεί και να συγκεντρώσει τις σκέψεις του.

   Ταχτοποίησε τα πράγματά του και μετά κάθισε πάνω σ’ ένα μικρό μπαούλο να ξεκουραστεί. Άκουσε χτύπημα στην πόρτα και πήγε κι άνοιξε. ΄Ήταν οι σπιτονοικοκύρηδες και ο γιος τους  με τα χέρια τους φορτωμένα κουραμπιέδες κι ένα μπουκάλι γλυκόπιοτο ποτό. Μπήκαν μέσα και κάθισαν και οι τρεις στο καλοδιατηρημένο τραπέζι του σαλονιού. Αφού του πρόσφεραν τα δώρα του είπαν, πως έτσι συνηθίζεται στην πόλη τους να κερνάνε τους νοικάρηδες  για να τους καλοπιάνουν.  Του άρεσε αυτή η   ευγενική τους χειρονομία και τους ευχαρίστησε θερμά. Όση ώρα μιλούσαν πρόσεξε πως η γυναίκα κοντά στα τριάντα ήταν όμορφη με μάτια φλογοβόλα και ζωηρά. Είχε κοντά μαύρα μαλλιά και φορούσε ένα γκρι βαμβακερό φουστάνι που άφηνε τις γραμμές τους σώματός της να ξεχωρίζουν. Πιο πολύ όμως του άρεσε το χαμόγελό της και η τρυφερή της γλώσσα. Όταν μιλούσε το στόμα της έσταζε μέλι. Σε αντίθεση μ’ αυτή ο άντρας της, γύρω στα σαράντα, ήταν κοντός, χοντρός με μουστάκι και άδειο κεφάλι. Με την πρώτη ματιά καταλάβαινες τι δουλειά έκανε και απορούσες πως κατάφερε να κάνει ταίρι του μια τέτοια όμορφη φοραδίτσα. Όπως  και να ‘χει όμως ήταν καλοί άνθρωποι και η αγνότητα έδειχνε να κατοικεί στις ψυχές τους. Όσο για το γιο τους ήταν ένα έξυπνο και ζωηρό παιδί που δεν του έλειπε ούτε η ομορφιά ούτε και το θάρρος. Όση ώρα μιλούσαν αυτός στεκόταν σούζα και τους άκουγε χωρίς να βγάζει τσιμουδιά.

   Συζήτησαν πολύ και συμφώνησαν σε όλα που αφορούσαν τις σχέσεις ενοικιαστή και ιδιοκτήτη. Σαν  υπόγραψαν το συμφωνητικό της ενοικίασης  που οριζόταν ως την τριακοστή Ιουνίου με δικαίωμα ανανέωσης από το Σεπτέμβριο, ο κυρ- Παύλος, έτσι τον έλεγαν τον  ιδιοκτήτη, έβγαλε από την τσέπη μια αρμαθιά κλειδιά κι αφού αφαίρεσε όσα του ανήκαν του τα έδωσε. Του έδωσε κλειδί ακόμη και για την αποθήκη, το γκαράζ και την πόρτα του κήπου. Ο Λευτέρης τους ευχαρίστησε και χωμένος βαθιά ως τους ώμους του στην καρέκλα τους κοιτούσε με ευχαρίστηση, νιώθοντας ευτυχισμένος που βρήκε αυτούς τους εξαίρετους ανθρώπους να τον φροντίζουν και να κάνουν παρέα. Στις δέκα ετοιμάστηκαν να φύγουν. Πριν βγουν έξω του συνέστησαν ν’ ανάβει το καλοριφέρ χωρίς τη δική τους έγκριση γιατί το κρύο στην πόλη τους το φετινό χειμώνα ήταν τσουχτερό, ο αέρας της θάλασσας υγρός, και το Παναχαϊκό βουνό δε χάριζε κάστανα. Όσο για τη δαπάνη να μην τον νοιάζει γιατί θα πληρώσει όποτε έχει και μάλιστα και με έκπτωση.  Τον καληνύχτισαν και πιασμένοι και οι τρεις από τα χέρια έφυγαν αφήνοντάς τον στην ησυχία του.

 

 

 

                                                      2

 

 

   Από τον Άγιο Ανδρέα που ήταν το σπίτι του ως το Πανεπιστήμιο η απόσταση ήταν μεγάλη. Όμως επίτηδες δεν πήρε το λεωφορείο για να κάνει τη διαδρομή με τα πόδια και να δει και την πόλη. Έτσι μετά από ένα ύπνο που έπεσε ψόφιος και ξύπνησε το πρωί, ξεκίνησε στις οκτώ  μέσα σε αφόρητη υγρασία με ελάχιστο και ασθενικό ήλιο και με δυνατό κρύο αέρα που ερχόταν από τα απέναντι βουνά της Στερεάς Ελλάδας και του πάγωνε το αίμα. Σαν έφυγε από το σπίτι, ύστερα από μια μικρή ευθεία προς τα ανατολικά, έστριψε  αριστερά και με το δρόμο ν’ ανηφορίζει ως ένα μικρό λόφο, βγήκε σ’ ένα ξέφωτο που η θέα της πόλης ήταν καταπληκτική. Ρώτησε κι έμαθε πως το μέρος αυτό ήταν τα Ψηλά Αλώνια. Ο ανοιχτός ορίζοντας  που έφτανε πέρα μακριά ως τα νησιά του Ιονίου και τα ψηλά βουνά της Αιτωλοακαρνανίας  και της Φωκίδος τον καθήλωσε κι όσο η μεγαλοπρέπεια πρόβαλε παντού δεν έλεγε να το κουνήσει. Σιγά- σιγά όμως σαν η κίνηση έγινε πυκνή και άνθρωποι, και οχήματα  αυξήθηκαν μέσα σ’ ένα γκρίζο σύννεφο καπνού και σκόνης, ξεκίνησε προς τα βόρεια. Σε λίγα μέτρα πέρασε μια μικρή γέφυρα και μπήκε στη δημοσιά που θα τον έβγαζε στο Πανεπιστήμιο. Τώρα τα κτίρια πύκνωναν, τα μαγαζιά αύξαιναν και η κίνηση γινόταν ανυπόφορη σε όλους τους δρόμους. Ευτυχώς λίγα μέτρα πιο πέρα ένα μικρό δασύλλιο σ’ ένα ύψωμα άλλαξε την κακογουστιά που συναντούσε και το καινούριο όμορφο τοπίο που παρουσιαζόταν με τις στροφές του δρόμου να χάνονται στο βάθος, έδειχνε πως θα συνεχιζόταν και πως θα είχε ενδιαφέρον να το περπατήσει και να το παρατηρήσει.

   Και πράγματι δεν έπεσε έξω. Όλη αυτή η διαδρομή ως το Πανεπιστήμιο ήταν υπέροχη, αρκεί ν’ άφηνε τη λεωφόρο και να έπαιρνε τον παράλληλο με τους ανθώνες και τις δεντροφυτεύσεις στη μέση και στις άκρες του. Το έκανε και δε μετάνιωσε αντίθετα το ευχαριστήθηκε. Έτσι σαν είδε να προβάλλει μπροστά του το Πανεπιστήμιο στην περιοχή του Ρίο μέσα σ’ ένα κατάφυτο δάσος ούτε που το κατάλαβε.  Οι βροχές του χειμώνα, πρόσεξε πως το είχαν πλύνει και οι τοίχοι του άστραφταν στον πρωινό ήλιο.  Το σκούρο χρώμα της ομίχλης διαλυόταν σιγά- σιγά και το γαλάζιο τ’ ουρανού έδειχνε να θριαμβεύει. Κι όπως τα κτίρια ήταν κολλημένα το ένα κοντά στο άλλο με άριστο πολεοδομικό σχεδιασμό, έδειχναν ενιαίο σύνολο κάτω από φορεμένο σκουφί.

   Στο δρόμο που οδηγούσε ως την πόρτα του Πανεπιστημίου υπήρχε αρκετή δροσιά που έκανε την άσφαλτο να μοιάζει ιδρωμένη.  Δεξιά κι αριστερά  σειρές  από δάφνες  άπλωναν τα φουντωτά κλαδιά τους με μαγικό τρόπο και πολλά άγγιζαν ακόμα και το πρόσωπό του. Από τα φύλλα τους κυλούσαν οι στάλες της δροσιάς και όπως τις χτυπούσαν οι αχτίδες του ήλιου άστραφταν σαν μαργαριτάρια.  Λίγοι τρυποκάρυδοι που ανέμελα έπαιζαν κρυμμένοι στα φυλλώματα πέταξαν φοβισμένοι μόλις τον είδαν και χύθηκαν μ’ ένα συνεχόμενο τιτίβισμα στους γειτονικούς φράχτες.

   Στην πόρτα του κτιρίου ένα μικρό τεμπέλικο σκυλί αραγμένο κοντά στον τοίχο του φυλακίου, γρύλισε σαν τον είδε αλλά μετά έδειξε φιλικό κι αδιάφορο να τεμπελιάζει πάλι. Καλημέρισε το φύλακα και μπήκε στην αυλή του Πανεπιστημίου, παίρνοντας πληροφορίες απ’ αυτόν σε ποιο κτίριο έπρεπε να παρουσιαστεί για το θέμα του. Η πρόσβαση ήταν εύκολη και γρήγορη. Ο καθηγητής που τον περίμενε τον δέχτηκε με ιδιαίτερη χαρά και εγκαρδιότητα. Στη μισή ώρα που κράτησε η κουβέντα τους του είπε πως  δεν ήταν υποχρεωτική η παρουσία του στο Πανεπιστήμιο όλες τις μέρες της εβδομάδας, και πως τον ίδιο μπορούσε να τον συμβουλεύεται τα απογεύματα και να χρησιμοποιεί την προσωπική του βιβλιοθήκη για τις γνώσεις του στη διατριβή. Στη βιβλιοθήκη δε του Πανεπιστημίου υπήρχαν σχεδόν όλα τα βιβλία που θα του ήταν απαραίτητα να διαβάσει. Όταν θα νόμιζε πως είχε προχωρήσει αρκετά στη διατριβή του θα μπορούσε να του τη διαβάσει και να του πει τις εντυπώσεις του. Όφειλε να γράψει καλή διατριβή γιατί η επιτροπή κρίσης του Πανεπιστημίου δε χάριζε κάστανα και ήταν πολύ αυστηρή στις αποφάσεις της. Τελείωσε με ένα ωραίο χαμόγελο και του είπε:

   --- Για συμβουλές και πάσης φύσεως βοήθεια όταν απουσιάζω να αποτείνεσαι στη γραμματέα και βοηθό μου, τη δεσποινίδα Φοίβη! και απλώνοντας το χέρι του, του έδειξε το απέναντι γραφείο με την ανοιχτή πόρτα.

   Τα μάτια του Λευτέρη ταξίδεψαν για λίγο μέσα στο γραφείο. Αχ και να έβαζε ο Θεός το χέρι του να ήταν καμιά καλή, καλλονή και νέα. Όσο για μορφωμένη ούτε λόγος, γι’ αυτό ήταν βέβαιος. Σε Πανεπιστήμιο ήταν κι όχι σε χαρτοπαικτική λέσχη. Φυσικά και θα ήταν μορφωμένη αλλά και ηθική.

   --- Έχω κάποια δυσκολία με τη βιβλιογραφία! ψιθύρισε με το απαραίτητο τρακ και φάνηκε να μετάνιωσε γιατί σκέφτηκε πως αυτό ήταν λεπτομέρεια και θα τον ενέπαιζε. 

   Εκείνος αντίθετα έδειξε να τον ένιωσε απόλυτα. Έτσι σαν ισχυρός γνώστης του θέματος και της επιστήμης του, του είπε με βεβαιότητα:

   --- Για όλα θα σε βοηθήσει η Φοίβη η γραμματέας μου! Σ’ αυτή σε παραδίδω! και γέλασε ως ανταμοιβή της έκφρασής του που του φάνηκε αστεία και γενναιόδωρη.

   Εκείνη τη στιγμή η πόρτα του γραφείου της Φοίβης άνοιξε κι ένας νέος άντρας ως σαράντα χρονών βγήκε μ’ ένα φάκελο υπό μάλης. Φαινόταν να ήταν καθηγητής και το βλέμμα του έδειχνε διανοουμενίστικό. Έσκασε ένα   χαμόγελο και στους δυο σαν πέρασε έξω από την ανοιχτή πόρτα και χάθηκε στο διάδρομο με αργά μικρά βηματάκια.

   --- Ο κύριος Πανάρετος σίγουρα θα σε κάνει να ξεπεράσεις τις κανονικές σου ικανότητες! Πάντα καταφέρνει τους φοιτητές του να τους κάνει αστέρια πρώτου μεγέθους!

   Όταν ο κύριος Πανάρετος χάθηκε στο βάθος του διαδρόμου, συνέχισε την κουβέντα του, λέγοντας:

   --- Είναι κι αυτός καθηγητής και ίσως ένας από αυτούς που θα κρίνει τη διατριβή σου! Θαυμάσιος άνθρωπος κι επιστήμονας!

   Όση ώρα μιλούσαν οι δυο τους η πόρτα του γραφείου  ήταν ανοικτή. Το ίδιο και απέναντι η πόρτα του γραφείου της Φοίβης.  Ο Λευτέρης  μπόρεσε με κρυφές ματιές να δει κάποια πράγματα. Κάποια πράγματα πάνω στο σώμα της κοπέλας που του άρεσαν και του άναψαν φωτιές. Αν και καθισμένη, συμπέρανε πως ήταν ψηλή, ίσως ένα και εβδομήντα πέντε, με κορμί λάστιχο, ηλιοψημένο και καλλίγραμμο. Η ομορφιά της ήταν εντυπωσιακή και τα δυο της ζωηρά μάτια χόρευαν σαν τρελά στις κόγχες τους. Τα μαλλιά της ήταν μαύρα και κοντά με εξαιρετικές διπλώσεις στο κάτω μέρος που έπεφταν με χάρη στον άσπρο της λαιμό. Όλα αυτά και πολλά άλλα που δεν είδε και φαντάστηκε ο Λευτέρης τον έκαναν να καλλιεργήσει ένα γόνιμο έδαφος μεγάλης εκτίμησης απέναντί της και να τον προδιαθέσουν για μια άριστη συμπεριφορά εκ μέρους του σαν την επισκεπτόταν στο γραφείο της και της ζητούσε τις πληροφορίες που του χρειαζόταν για τη διατριβή του. Έτσι στη σιωπή που ακολούθησε στο τέλος της συζήτησής τους με τον καθηγητή, αποφάσισε να την επισκεφτεί αμέσως μετά την έξοδό του από το γραφείο του. Του το επέβαλαν τόσο η ανάγκη να πάρει τις πληροφορίες του αλλά και η περιέργειά του να γνωρίσει αυτή τη γυναίκα που είχε κρίνους τα δάχτυλα και ροδόφυλλα τα νύχια. Και πριν σηκωθεί, ρώτησε τον καθηγητή που είχε κιόλας σκύψει πάνω σ’ ένα φάκελο και τον άνοιγε:

   --- Μπορώ να πάω και τώρα αμέσως στη δεσποινίδα, Φοίβη;

   Εκείνος σταμάτησε την επεξεργασία του φακέλου και τον κοίταξε ενώ ακούστηκε να αναστενάζει. Κι αμέσως του είπε:

   --- Ναι! Πρέπει όμως να είσαι υπομονετικός κι ευγενικός αν θέλεις να τα πας καλά μαζί της. Είναι συνεργάσιμη αλλά και φοβερά ιδιότροπη. Δεν της αρέσουν οι εξυπνάδες και μισεί τους επιπόλαιους, τους τεμπέληδες και τους ανόητους.

   Ο Λευτέρης γέλασε και ενθουσιασμένος από τα λόγια του, είπε:

   --- Δηλαδή είναι ό,τι πρέπει! και χαιρετώντας τον ευγενικά γλίστρησε με απίστευτη ταχύτητα στο γραφείο της γραμματέας. Τη χαιρέτησε λέγοντάς της δυο τρεις φιλικές κουβέντες και κατακόκκινος από το τρακ της έσφιξε το χέρι αυθόρμητα και κάπως δυνατά και χοντροκομμένα. Αυτή όμως δεν κατάλαβε τίποτα  από την ταραχή του και βλέποντάς τα όλα φυσιολογικά γέλασε μ’ ένα ιδιαίτερο χαμόγελο και του συνέστησε με ευγένεια να καθίσει στην πολυθρόνα που βρισκόταν απέναντι από το γραφείο της.

   --- Μια στιγμή! του είπε με μα μουσικότητα στη φωνή της, να καταχωρίσω ένα επείγον έγγραφο και σε ακούω! Δε θα αργήσω! Ούτε ένα λεπτό δε θα σε καθυστερήσω!

   Αυτός της έκανε νεύμα με τα μάτια πως δεν υπάρχει λόγος ν’ ανησυχεί και έχει δικαίωμα να ρίξει το βάρος της σ’ αυτά που κρίνει ως προτεραιότητα. Κι αμέσως άρχισε με κλεφτές ματιές να την περιεργάζεται όσο αυτή ήταν σκυμμένη πάνω στο έγγραφο. Ναι, ήταν όμορφη με μια ωραία λεπτή μύτη κι ένα φωτεινό πρόσωπο που αν και κουρασμένο από τη δουλειά του γραφείου σκορπούσε λάμψη αυτοπεποίθησης και αισιοδοξίας. Τα μάτια της είχαν μια ειλικρινή έκφραση και οι κινήσεις τους μέσα στις κόγχες ήταν ζωηρές και πετούσαν φωτιές. Διάβαζε με ηρεμία το έγγραφο και μερικές φορές το πρόσωπό της έπαιρνε μια γοητευτική χροιά. Σαν γελούσε ελαφρά όταν κάτι της άρεσε έδειχνε να δήλωνε πως η ζωή ήταν γι’ αυτή ευχάριστη και πως όλα τα έπαιρνε από την αστεία τους πλευρά.  Όλα; Και τον έρωτα; Ποιος ξέρει να είχε ερωτευθεί;

   --- Είδες τι μου έκανε αυτό το κακό έγγραφο; τον διέκοψε με τη γλυκιά φωνή της παύοντάς του τις ματιές και τις ονειροπολήσεις του και τον κοίταξε βαθιά ίσα στα μάτια. Το βλέμμα της ήταν τόσο καυτό που τον έκανε να σαστίσει.

    Εκείνος τη ρώτησε, συνεσταλμένος:

   --- Τι σου έκανε;

   --- Να σε εγκαταλείψω! Άραγε τι να λες από μέσα σου!

   Αυτός γέλασε ελαφρά και σιώπησε. Η Φοίβη που έδειξε να τον έχει κερδίσει από την πρώτη ματιά, έβαλε το έγγραφο στο φάκελο και ύστερα σηκώθηκε και το έβαλε στο ράφι σιγοτραγουδώντας ένα λαϊκό σκοπό από κάποιο στίχο και του είπε σαν κάθισε, με μια γλύκα στη φωνή της:    

   --- Και τώρα στα δικά μας! Θα ήρθες για τις πληροφορίες της διατριβής σου και για τη βιβλιογραφία πιστεύω. Γι’ αυτό μ’ έχουν εδώ για να σας εξυπηρετώ και να σας μιλάω!

   Ο Λευτέρης ένιωσε πολύ ευχάριστα. Της πρόσφερε ένα γλυκό βλέμμα και με το ύφος του της έδειξε πως καμιά της φράση δεν ήταν βαρετή γι’ αυτόν. Η επιμονή του να την κοιτάζει ασάλευτος της τόνιζε πως αν και το συνήθιζε αυτό στο ωραίο φύλο να είναι προκλητικός, σ’ αυτή όμως το έκανε γιατί το άξιζε και τον  είχε συνεπάρει με την ομορφιά και το ταπεραμέντο της.

   Η Φοίβη ταχτοποίησε στο πέτο του ωραίου γαλάζιου φουστανιού της μια θαυμάσια διαμαντένια καρφίτσα και πήρε πάλι το λόγο:

   --- Να, εδώ έχω μια κατάσταση με όσα βιβλία θα χρειαστείς να διαβάσεις και να πάρεις πληροφορίες και τείνοντας το χέρι της του έδωσε το χαρτί. Θα τα βρεις όλα στη βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου.

   Ο Λευτέρης έσκυψε και διάβασε τους τίτλους και τους συγγραφείς των βιβλίων. Μετά της έριξε ένα βλέμμα επιβεβαίωσης που σήμαινε εντάξει  και περίμενε τη συνέχεια σαν μαθητής.

   Η Φοίβη έκανε μερικές νευρικές συσπάσεις στα χείλη και με μια ικετευτική φωνή του είπε:

   --- Δε θέλω να είσαι τεμπέλης! Οι αποτυχίες να ξέρεις φέρνουν δυστυχία στον κύριο Βρανά που σ’  είχε πριν λίγο στο γραφείο του. Ακόμη υποφέρει από πονοκεφάλους πολλές μέρες μετά την απόρριψη του υποψηφίου που κουράρει. Γι’ αυτό να βρεις την πλήρη αρμονία ανάμεσα στις απολαύσεις της ζωής και τη μελέτη για να πετύχεις το σκοπό σου αλλά και να μην πάθει και τίποτα και ο κύριος καθηγητής! Τουλάχιστον όσο θα είσαι εδώ να ξέρεις πως θα γίνεις καλόγερος. Οι ασωτίες κομμένες.

   Εκείνος γέλασε και της είπε:  

   --- Δε μου αρέσει να πηγαίνω ούτε στα εστιατόρια για φαγητό όχι να κάνω ασωτίες!  Θεωρώ την ατμόσφαιρά τους δηλητηριασμένη από τον καπνό που αφήνουν τα τσιγάρα και αποφεύγω την επαφή μαζί τους! Ίσως είναι προκατάληψη ή δείγμα ιδιοτροπίας αλλά ούτε και τα μπαρ με τις   κακές τους και δυνατές μουσικές συμπαθώ. Χωρίς να θεωρώ ανήθικους όσους τα επισκέπτονται πιστεύω όμως πως χάνουν το χρόνο τους αραγμένοι στα καθίσματά τους καπνίζοντας και πίνοντας. Όλοι αυτοί οι χώροι που δίνουν στα νεύρα! Μου φέρνουν ανία, πονοκεφάλους και αηδία!

   Η Φοίβη όση ώρα μιλούσε τον ακολουθούσε με το βλέμμα της κι έδειχνε πως συμφωνούσε μαζί του και ένιωθε γοητευμένη από τις ιδέες και τον τρόπο ζωής του. Κι αυτό γιατί κι αυτής το βασίλειό της ήταν  ο χώρος της δουλειά της και το διάβασμα. Φίλους είχε ελάχιστους, δεσμό με φίλο όχι  και οι έξοδοί της με τη διασκέδαση της έλειπαν. Η γλυκιά ζωή ελάχιστα την ενδιέφερε ως τότε. Είχε σπουδάσει φιλολογία και είχε διοριστεί μόνιμη διοικητική υπάλληλος στη Γραμματεία του Πανεπιστημίου και στο τμήμα των διατριβών για τους υποψήφιους Λέκτορες, Επίκουρους, Αναπληρωτές καθηγητές και Τακτικούς καθηγητές του Πανεπιστημίου. Οι γνώσεις της, η εργατικότητά της με την κομψότητα του σώματος και της ψυχής έκαναν τον κύριο Βρανά να την προσέξει και να την κάνει βοηθό του στην έδρα της Φιλοσοφικής που κατείχε.  Τα πήγαιναν περίφημα  και η συνεργασία τους ήταν άριστη. Καταγόταν από γονείς της κατώτερης τάξης κι αυτή η φτωχή όπως έλεγε καταγωγή την έκανε ν’ αγαπήσει όσους φοιτητές είχαν  τις ρίζες τους στην ίδια μ’ αυτή τάξη και να τους γιατρεύει τις αδικίες τους. Όμως ποτέ δεν απόβλεπε με τη βοήθειά της  να καταστήσει τα παιδιά αυτά άθλιους εμπόρους της κοινωνίας αλλά ισχυρούς υποστηρικτές των αρχών του δικαίου της και των αποδεδειγμένων αξιών της. Γι’ αυτό όσες φορές τύχαινα και τους μιλούσε ο χείμαρρος των λέξεων που έβγαινε από τα χείλη της ήταν αυτός που το περιεχόμενό τους είχε να κάνει με την εξάλειψη της κοινωνικής αδικίας και το σωστό καταμερισμό του πλούτου

   Είχε στην ιδιοκτησία της ένα δυάρι επιπλωμένο στα Ψηλά Αλώνια που το διατηρούσε πεντακάθαρο με τη φροντίδα της. Στο σαλόνι υπήρχαν πολυθρόνες με λουλουδιστά ριχτά καλύμματα   και στους τοίχους διάφορες ελαιογραφίες, όχι αυθεντικές αλλά απομιμήσεις διαφόρων ζωγράφων. Δυο τρεις που της άρεσαν πολύ τις είχε βάλει πρώτες- πρώτες για να φαίνονται. Η ξύλινη βιβλιοθήκη ήταν κατάμεστη με βιβλία ενώ στο μικρό της γραφείο οι καλοστημένες σειρές από λεξικά και τόμους βεβαίωναν τις ανώτερες σπουδές της. Της άρεσε να παίζει πιάνο και πήγαινε τρεις φορές την εβδομάδα στο Ωδείο της πόλης κι έπαιρνε μαθήματα σολφέζ.

   Με ήρεμο τρόπο η Φοίβη τον κοίταξε τόσο τρυφερά που λες και προέβλεπε τις ευτυχισμένες μέρες που έρχονταν μπροστά τους και για τους δυο. Ήταν μια αναπόφευκτη προφητεία εκείνης της στιγμής που της προκάλεσε αίσθημα ανεπανάληπτης χαράς. Κι αυτό που ένιωσε το αναζήτησε αμέσως και στα μάτια του για να δει και τη δική του ψυχική ανανέωση.

   Ο Λευτέρης που σχεδόν είχε μείνει άφωνος από την θεσπέσια ομορφιά της  και τη λαμπερή ακτινοβολία της είχε σκύψει εκείνη τη στιγμή κι έπαιρνε από κάτω ένα συνδετήρα μεταλλικό που είχε ξεφύγει από τα λεπτά της χέρια. Άπλωσε το χέρι του σαν σηκώθηκε και το έβαλε με εξαιρετική κίνηση στη θέση του μαζί με τους άλλους. Καθυστέρησε όμως επίτηδες  να πάρει γρήγορα το χέρι του ώστε να αγγίξει το δικό της που το είχε τεντώσει να πάρει μερικούς στυλούς για να τους  βάλλει στον προσωπικό της δερμάτινο χαρτοφύλακα. Το άγγιγμα ήταν τέτοιο που ένιωσε γιορτή μέσα του. Κι αμέσως την κοίταξε. Εκείνη κοκκίνισε μ’ ένα χαμόγελο και δείχνοντας ντροπιασμένη αλλά χαρούμενη έμεινε για λίγο σκυμμένη πάνω στα χαρτιά της. Όσο για το χέρι της το τράβηξε με κάποια νωχέλεια κι όταν το έκανε το έφερε μπροστά της με μια ιδιαίτερη ευλυγισία τινάζοντας με χάρη τα πόδια της ρυθμικά κάτω.

   Το συμπτωματικό και τυχαίο επεισόδιο έμεινε εκεί. Τα ανεπαίσθητα ουά ουά κάποιων μικρών που ακούγονταν από το γειτονικό πάρκο και εισέβαλλαν απ΄ το ανοιχτό παράθυρο μέσα τους έκαναν για λίγο να ξεσπάσουν σ’ ένα αυθόρμητο γέλιο. Κι αυτό ίσως έκανε τη Φοίβη να θυμηθεί όσα πριν της είχε πει ο Λευτέρης. Βρήκε έτσι την αφορμή να του πει:

   --- Και μένα δε μ’ αρέσουν οι αμφιβόλου ποιότητας χώροι, όπως λες. Ελάχιστα διασκεδάζω και λίγες φορές βγαίνω έξω. Περισσότερο διαβάζω και παίζω ή ακούω μουσική. Κάνω και μερικά άλλα ασήμαντα αλλά ουσιαστικά για μένα πράγματα που μ’ ευχαριστούν. Δε σε προτρέπω να κάνεις κι εσύ τα ίδια αλλά βλέπω πως μοιάζουμε στον απλό τρόπο ζωής!

   Εδώ ξαναγέλασαν και μάλιστα τρανταχτά. Σαν σταμάτησαν ο Λευτέρης της είπε:

   --- Αχ, αν σε ήξερα καλύτερα θα σε μάλωνα!  Να μάθεις να ζεις καλύτερα! Δεν είναι τρόπος ζωής αυτός! Σπίτι, γραφείο, γραφείο σπίτι! Θέλει και άρτο και θεάματα η ζωή!

   Η  Φοίβη φάνηκε πως είχε πολύ δουλειά και έπρεπε ν’ αφήσει την ωραία κουβέντα μαζί του. Ο  ήχος του κουδουνιού εξάλλου που ακούστηκε και την καλούσε από το  γραφείο του ο  κύριος Βρανάς την ειδοποιούσε πως τη ζητούσε επειγόντως. Έτσι κάνοντας μια κίνηση απελπισίας, στριφογύρισε στη θέση της νευρικά και του είπε:

   --- Τη δουλειά που κάνουμε τώρα, γατί δουλειά το θεωρώ αυτό που συμβαίνει μεταξύ μας, μπορούμε να τη συνεχίσουμε και στο σπίτι μου. Μένω στα Ψηλά Αλώνια, Αντιγόνης 7 κοντά στο Πνευματικό Κέντρο. Είναι εύκολο να βρεις το σπίτι. Έλα ένα απόγευμα να πάρεις τις πληροφορίες και να συζητήσουμε. Τον κοίταξε μ’ ένα ζεστό βλέμμα και γλίστρησε από την πόρτα για το γραφείο του καθηγητή.

   --- Καλά! Θα το προσπαθήσω! της ψέλλισε έκπληκτος ο Λευτέρης και  βγήκε από το γραφείο κάνοντας μικρά αδέξια βηματάκια σαν μικρό παιδί από τη χαρά του.

 

 

 

 

                                                       3 

 

 

 

 

 

   Στο δρόμο μέχρι να φτάσει στο κέντρο της πόλης είδε κι έπαθε από τις πολλές σκέψεις που έκανε για τη Φοίβη. Μία απ’ αυτή ήταν πως έπρεπε να την επισκεφτεί οπωσδήποτε αύριο το απόγευμα και το θεωρούσε αδιανόητο να πάει με τα ρούχα που φορούσε αλλά να ντυθεί με κάτι πιο σοβαρό και της προκοπής αν ήθελε να την εντυπωσιάσει και να την κερδίσει. Γι’ αυτό στο πρώτο εμπορικό που συνάντησε μπήκε μέσα κι αγόρασε ένα τζιν παντελόνι κι ένα μπουφάν μαύρο καπαρτινέ με επωμίδες και φαρδιά πέτα που του πήγαιναν θαυμάσια και τον έκανε πιο νέο και κομψό. Στο δρόμο σαν βγήκε από το κατάστημα σχεδίασε να της πάρει κι ένα μπουκάλι ουίσκι με λίγα κόκκινα γαρύφαλλα, πράγμα που τον εντυπωσίασε και το κλείδωσε στο μυαλό του.

   Μόλις έφτασε στο σπίτι η  σπιτονοικοκυρά τον προϋπάντησε καθισμένη σ’ ένα σκαμνί στην αυλή κεντώντας ένα εργόχειρο. Αμέσως σηκώθηκε και ερευνώντας με το μάτι την τσάντα που βαστούσε με τα ψώνια, τον ρώτησε όλο περιέργεια πως και γιατί αυτές οι επιτακτικές αγορές πριν καλά- καλά πατήσει το πόδι του στην πόλη. Εκείνος χαμογελαστός της διηγήθηκε τα πάντα. Ύστερα του ζήτησε να της δείξει τα ρούχα και να τα προβάρει μπροστά της. << Συνήθως τα έτοιμα έχουν πάντα ελαττώματα  >> του παρατήρησε << και εγώ ξέρω από μοδιστρική και θα σου τα μερεμετίσω αν χρειαστεί >> και τον έμπασε μέσα να τα φορέσει.

   Του τα βρήκε τέλεια πάνω του εκτός από το παντελόνι που χρειαζόταν δυο εκατοστά κόντεμα. Του το έφτιαξε σε δέκα λεπτά, ράβοντάς το με υπομονή  και τελειότητα. Ύστερα σαν τον καμάρωσε και τον κοίταξε από  την κορυφή ως κάτω τον έφτυσε λέγοντάς του, γελώντας: << Τέτοιος κούκλος που είσαι σίγουρα θα κάψεις καρδούλες! Κι όσο γι’ αυτή που μου είπες πως σου άρεσε στο Πανεπιστήμιο είμαι βέβαια πως δε σου γλιτώσει! >> Στη  συνέχεια  του έκανε πρόταση να φάνε μαζί το μεσημέρι σαν γυρνούσε και ο γιος της από το σχολείο και ο άντρας της από τη δουλειά. Εκείνος αρνήθηκε με τη δικαιολογία πως έχει διάβασμα αλλά στο τέλος η καπάτσα γυναίκα τον κατάφερε. Έτσι στις δυο το στρωμένο τραπέζι θα τον περίμενε. Τον χαιρέτησε και με την υπόσχεσή του πως θα είναι παρόν στο μεσημεριανό γεύμα, τον άφησε, μουρμουρίζοντας << πως δεν πρέπει να χασομερώ άλλο γιατί έχω κι άλλες δουλειές να κάνω και δεν μπορώ να τις παρατήσω >>

   Είχε μπροστά του ως το γεύμα δυο ακόμη ώρες και έπρεπε να τις εκμεταλλευτεί. Η μοναχική ζωή του δεν έπρεπε να τον πλήττει αλλά να τον ευχαριστεί. Οι μετακινήσεις και οι περίπατοι μέσα στην  πόλη  ήταν σίγουρα θεαματικοί αλλά όφειλε να τα περιορίσει αν ήθελε να βγει νικητής στην  προσπάθεια που είχε επιλέξει. Έτσι πλησίασε το τραπέζι με τα σκόρπια ακόμη βιβλία και άρχισε να τα τακτοποιεί σε ένα μικρό ράφι που βρέθηκε εκεί. Σαν τελείωσε κάθισε στην καρέκλα κι ενώ  έριχνε το βλέμμα του βαρετό πάνω τους, θυμήθηκε τη λίστα με τη βιβλιογραφία που του  έδωσε η Φοίβη  κι αμέσως την έβγαλε από το χαρτοφύλακα και την έβαλε μπροστά επάνω στο τραπέζι να τη διαβάσει. Τα ονόματα που διάβαζε ένα- ένα τον συνέπαιρναν γιατί ήταν από τα καλύτερα της συγγραφικής οικογένειας σε τέτοιου είδους μελέτη. Και όπως σημείωνε μερικά στο σημειωματάριό του για να τα προμηθευτεί θυμήθηκε εκείνα τα ωραία λόγια που του είχε πει στο πρώτο έτος των σπουδών του ένας αξιόλογος καθηγητής.  Του είχε πει πως τα πάθη είναι έμφυτα ή επίκτητα στον άνθρωπο κι έχουν σαν συνέπειες τον πόνο ή τη χαρά. Η δε Οργή είναι ένα ισχυρό από τα πολλά πάθη των ανθρώπων κι έχει σοβαρές κοινωνικές, ηθικές και μεταφυσικές προεκτάσεις.  Κυρίως επικίνδυνα από τα πάθη είναι τα διαρκή. Τόσο τα πηγαία όσο και τα επίκτητα αν δεν χαλιναγωγηθούν, οδηγούν τον άνθρωπο στην καταστροφή και στο θάνατο. Η Οργή ειδικά έχει τυραννήσει πολλούς ανθρώπους και η σκέψη των αρχαίων αφιερώθηκε σ’ αυτή με έγκυρους στοχασμούς και σημαντικές πραγματείες.  Τους είχε πει ακόμη, και τώρα τα θυμόταν όλα σαν θα διαπραγματευόταν την Οργή στη διατριβή του, πως μπορεί αν η Οργή συνδυαστεί με τον ορθό λόγο να ισοδυναμεί με μια μορφή γνήσιας ανδρείας. Βέβαια χωρίς αυτό να σημαίνει πως περιέχει μέσα της σ’ αυτήν την περίπτωση κάποιο στοιχείο αρετής. Εν κατακλείδι ο σοφός καθηγητής του, τους είχε τονίσει με έπαρση πως γενικά η Οργή πρέπει να είναι αποφευκτέα στον άνθρωπο όταν καταλήξει να είναι αχαλίνωτο πάθος.

   Έτσι τώρα αυτές τις σκέψεις τις έγραψε σ’ ένα χαρτί και το έβαλε στο φάκελο με τις άλλες σημειώσεις της διατριβής. Μετά συνέχισε να διαβάζει τα κείμενα με τον τίτλο << Γενικές μελέτες για τους τραγικούς, την τραγωδία και τα πάθη >> σημειώνοντας κάποιες περιληπτικές ενδιαφέρουσες απόψεις των παραπάνω συγγραφέων. Τότε ήταν που ακούστηκαν φωνές παιδιών από το δρόμο που σήμαινε πως τα σχολεία είχαν σχολάσει, ο μικρός της σπιτονοικοκυράς θα είχε έρθει  και η ώρα του φαγητού πλησίαζε. Δεν θα ήταν καθόλου ευγενικό να τους στήσει κι έπρεπε αν ήθελε να ήταν συνεπής στο ραντεβού του να εγκατέλειπε το σκάλισμα των βιβλίων και των χαρτιών και να κατέβαινε κάτω. Κι αυτό έκανε.  Πριν ανεβεί τη σκάλα για να ανεβεί στον όροφο που έμεναν, σταμάτησε στο πρώτο σκαλί και κοίταξε γύρω του. Ο χειμώνας κρατούσε καλά αλλά η μέρα ήταν ηλιόλουστη και η θερμοκρασία κοντά στους δώδεκα βαθμούς. Οι δρόμοι ήταν γεμάτοι ανθρώπους ενώ μια γκρίζα πάχνη σαν καπνός από τις εξατμίσεις των αυτοκινήτων κάλυπτε τον αέρα. Οι περισσότεροι διαβάτες  ήταν μεσόκοποι ενώ οι μαθητές που εκείνη τη στιγμή είχαν αφήσει τα δυο σχολεία που βρίσκονταν στην περιοχή, ένα δημοτικό κι ένα γυμνάσιο χαλούσαν τον κόσμο με τις φωνές και τα γέλια τους. Μια ηλικιωμένη κρατούσε  σφιχτά το σκυλί της, ένα μαύρο μπουλντόγκ με τη γλώσσα να κρέμεται σαν τηγανίτα για να προφυλάξει μια ομάδα πιτσιρικάδων που έπεσαν σαν τυφλά πάνω του και το έκαναν να γαβγίσει και να τους δείξει τα κοφτερά δόντια του. Τα περισσότερα παράθυρα των σπιτιών  ήταν  κλειστά κι από όσα ήταν ανοιχτά μπορούσες να διακρίνεις τις θαμπές φιγούρες των ανθρώπων που ζούσαν μέσα και φαίνονταν σαν εικόνες σε κινηματογραφική οθόνη καλυμμένες πίσω από τις κουρτίνες.

   Όλες αυτές οι εικόνες άρεσαν στο Λευτέρη και θα καθόταν ακόμα να τις θαυμάσει αν δεν έβγαινε από την πόρτα η σπιτονοικοκυρά να του φωνάξει ν’ ανεβεί πάνω γιατί το τραπέζι ήταν στρωμένο και η σούπα θα κρύωνε. Εκείνος της είπε φωναχτά << έρχομαι >> και με δυο τρία πηδήματα ανέβηκε τη σκάλα και μπήκε μέσα. Τους χαιρέτησε και κάθισε στο τραπέζι. Κι αμέσως  ετοιμάστηκε αθώα κι ανυποψίαστα  να τους ευχαριστήσει εκ των προτέρων για την πρόσκληση στο γεύμα, που αποτελείτο  από καλοθρεμμένη  όρνιθα απ’ αυτές που διατηρούσαν στον ορνιθώνα τους στο κτήμα στο Ρίο. Όμως τον πρόλαβε η  σπιτονοικοκυρά που απάγγειλε την προσευχή και τους υποχρέωσε όλους με το βλέμμα της να κάνουν το σταυρό τους ενώ ο ίδιος καμάρωσε ξαφνιασμένος μετά την προσευχή σαν πρωταθλητής σε κάποιο διαγωνισμό που έχασε το μετάλλιο.

   Ξεκίνησαν να τρώνε ξαναμμένοι στην αρχή χωρίς να μιλάνε και σαν στούμπωσαν με τις πρώτες κουταλιές βρήκαν την όρεξη για κουβέντα. Δειλά- δειλά μίλησαν οι σπιτονοικοκύρηδες για τη φτωχή τους ζωή, τη δυσκολία των οικονομικών τους και τη  φροντίδα του μοναχογιού τους που αντιμετώπιζε κάποια δυσκολία στην ομιλία του. Ο μικρός τους άκουγε και κάποια στιγμή άρχισε να γελάει ενώ σταμάτησε να τρώει κι έμεινε αδρανής να τους κοιτάζει με τους αγκώνες του ακουμπισμένους πάνω στο τραπέζι.  << Αυτά μας κάνει  και μας σκάει από τη στενοχώρια μας >>  είπε η γυναίκα και κοίταξε βαθιά στα μάτια το Λευτέρη λες και περίμενε κάποια βοήθεια.  Στη μικρή παύση που ακολούθησε ο μικρός ξανάρχισε να τρώει.  Τον μιμήθηκαν και οι άλλοι που είχαν σταματήσει εξαιτίας του μικρού διαλόγου και σε λίγο δεν είχε μείνει τίποτα στα πιάτα. Τότε βρήκε την ευκαιρία ο Λευτέρης να τους ευχαριστήσει για το ωραίο γεύμα που του πρόσφεραν και να τους πει με εύθυμο τρόπο επηρεασμένος από το νόστιμο κρασί που ήπιε πόσο ευτυχής ένιωθε μαζί τους.

   Ο σπιτονοικοκύρης γέλασε και διαισθανόμενος πως και τη γυναίκα του την έκαιγε το θέμα της δυσκολίας του μικρού να μιλάει καθαρά, του είπε με μια ξεψυχισμένη φωνή από τη συγκίνηση:

   --- Μας καίει, Λευτέρη η δυσκολία που έχει ο κανακάρης μας στη γλώσσα. Δε μιλάει σωστά για την ηλικία του και μου έρχεται να το σκοτώσω!  Στο σχολείο κάνει λάθη όταν γράφει αλλά και στο σπίτι με δυσκολία μαθαίνει την ορθογραφία του. Δεν είναι τίποτα μας λέει η δασκάλα του στη Δευτέρα τάξη θα είναι καλός. Κι εγώ αυτό πιστεύω γιατί είναι έξυπνος. Όμως δεν αντέχω αυτή την άκομψη γλώσσα που χρησιμοποιεί σαν μιλάει. << Τι λες ρε; Μας κούφανες! >> μου λέει κι όλο τέτοια. Πού τα έμαθε αυτά; Ούτε εγώ δε μιλάω έτσι που είμαι φορτηγατζής. Αυτή τη γλώσσα θα συνεχίσει να μιλάει και τώρα που πάει σχολείο; Δε θα στρώσει;

   Δίπλα του η γυναίκα του χουχούλισε τα χέρια της και σηκώθηκε κουνώντας με κάποια απελπισία το κεφάλι της. Γύρισε μετά από λίγο και τους έφερε λεμονάδα σ’ ένα μπουκάλι και τους γέμισε τα ποτήρια. Σαν ήπιαν μερικές γουλιές τους είπε ενώ έκανε μερικούς βηματισμούς σαν να χόρευε πάνω από τα κεφάλια τους : << Σε λίγο σαν χωνέψετε θα σας φέρω κι από ένα κουραμπιέ που τους έφτιαξα με τα χεράκια μου >> και κάθισε στη θέση της.

   --- Λοιπόν τι λέγαμε; ρώτησε ο σπιτονοικοκύρης και ήπιε το υπόλοιπο της λεμονάδας του.

   --- Για το μπόμπιρα! ψέλλισε ο Λευτέρης και του χάιδεψε το όμορφο κεφάλι του.

   --- Μπορείς να μας βοηθήσεις εσύ σε κάτι; Αν μπορείς κάνε το γιατί αν πάει έτσι ο μικρός θα μας στρίψει και των δυο!

   Ο Λευτέρης έμεινε λίγο σκεφτικός και μετά του είπε:

   --- Θα σας πω κάποια πράγματα που ξέρω τι συμβαίνει με τη γλώσσα των παιδιών σ’ αυτή την ηλικία και για τη διδασκαλία της στο δημοτικό  σωστά κι όσο για τα λαθάκια του στη γραφή είναι φυσιολογικά. Στο σχολείο λοιπόν η διδασκαλία  της γλώσσας  γίνεται για να μάθει το παιδί την ορθή χρήση του λόγου, να μη μιλάει δηλαδή μόνο καλά προφορικά αλλά και να γράφει σωστά. Το παιδί πριν πάει στο σχολείο έχει τη δική του γλώσσα, μιλάει δηλαδή όπως ο γιος σας. Εκεί θα μάθει καινούργιες λέξεις και τις οποίες θα τις μιλάει μέσα στις προτάσεις, έτσι θα του γίνουν κτήμα του. Αφού είναι επαρκείς ομιλητές πριν ακόμα πάνε στο σχολείο φανταστείτε πόσο καλύτεροι θα γίνουν με τη βοήθεια των βιβλίων, των κανόνων και της γραμματικής. Ακόμα η επικοινωνία με τα άλλα παιδιά θα τα κάνουν να γίνουν καλύτεροι ομιλητές.

   Ακόμη πρέπει  να ξέρετε πως τα παιδιά ξέρουν να μιλάνε αλλιώς στο συμμαθητή τους κι αλλιώς στους γονείς τους ή  στους παππούδες τους. Και στο γιατρό δε χρησιμοποιούν τις σωστές λέξεις. Παράλληλα να ξέρετε τα παιδιά εφαρμόζουν τους δικούς τους κανόνες όταν μιλάνε που εμείς τους θεωρούμε παραβιάσεις της γλώσσας. Ο παρατονισμός π.χ. μιας λέξης όπως << σιγά ρε πάτερα! >> στέλνει μηνύματα ανταρσίας ή αμφισβήτησης. Τώρα με τα λάθη όπως, << πολλά σιντιά >> τα παιδιά παράγουν μηνύματα κυριαρχίας των αισθημάτων τους. Αυτό δε μας πειράζει γιατί με τον καιρό θα μάθει να τα διορθώνει τα συντακτικά του λάθη. Προς το παρόν μας νοιάζει το νήμα της πρότασης να είναι σωστό. Αφού η γλώσσα του έχει νόημα δε μας στενοχωρεί και τόσο η επιλογή των λόγιων λέξεων ή των συντακτικών λαθών. Η κατάλληλη άρα  γλωσσική χρήση παράγει το νόημα που θέλει να μεταδώσει ο ομιλητής και όχι η << ορθή χρήση >>. Ίσως  να σας κούρασα λίγο αλλά θα σας πω και τούτο: όταν  ένα παιδί λέει << ο κολλητός μου είναι ο Γιώργος >> δε μας αρέσει. Όμως είναι ορθή διατύπωση για την παρέα των συνομηλίκων του. Αν όμως τη γράψει στην έκθεσή του ή στο διαγώνισμα του σχολείου απορρίπτεται.   Αυτό γίνεται γιατί δεν είναι στο μέτρο της νόρμας της γλώσσας που διδάσκεται στο σχολείο κι όχι γιατί δε μιλάει ή δε γράφει σωστά το παιδί.  << Με καράφλιασες, μ’ αυτά που λες! >> είναι ορθότατη πρόταση, έχει θετικό νόημα που το καταλαβαίνουμε όλοι αλλά δεν μπορείς να την  πεις στο διευθυντή κάποιας υπηρεσίας.

   Σας λέω και τούτο και τελειώνω. Οι καλές λέξεις, τα λέω απλά για να με καταλαβαίνετε, είναι καλές για να παίρνει άριστα στα μαθήματα ο μαθητής αλλά είναι ακατάλληλες να εκφράσουν σωστά τον έρωτα, την αγάπη, τη συμπόνια, το μίσος, την περιφρόνηση, την κριτική, τη διαφωνία. Μ’ ένα << άει χάσου! >> όχι μόνο περιφρονείς κάποιον αλλά και τον σβήνεις από το χάρτη της γης! Κι αυτό γιατί το νόημά του είναι κατανοητό και σαφές. Άρα ο γιος σας μπορεί να μη χρησιμοποιεί λόγιες λέξεις και συμβατικές, αυτές όμως που χρησιμοποιεί είναι από το γλωσσικό μποστάνι του λαού και είναι καταληπτές ώστε η χρήση τους να γίνεται όργανο επικοινωνίας  θαυμαστό. Δηλαδή να τον καταλαβαίνεται και να επικοινωνεί με τους φίλους τους άριστα.

   --- Σαν να μας λες πως ο γιόκας μας δεν έχει κανένα πρόβλημα! ψιθύρισε ο πατέρας και κοίταξε τη συμβία του ξαναμμένος και χαρούμενος.

   Ο μικρός λες και κατάλαβε πόσο ξαλαφρωμένοι αισθάνονταν οι γονείς του μετά τα λόγια του Λευτέρη, είχε σηκωθεί και έτρεχε γύρω από το τραπέζι κάνοντας φασαρία και φωνάζοντας δυνατά. Όμως για λίγο γιατί το αυστηρό βλέμμα του πατέρα του τον επανέφερε στην τάξη και τον καθήλωσε και πάλι στη θέση του.  Τρίφτηκε στο δεξί χέρι του Λευτέρη και  φάνηκε να του ζήτησε συμπαράσταση στη σκληρότητα του γονιού του. Εκείνος το κατάλαβε και του είπε στ’ αυτί μεν αλλά κάπως δυνατά για να τον ακούσουν όλοι: << σε λίγο να σηκωθείς και να πας να τρέξεις στο δωμάτιό σου. Ύστερα να σταματήσεις και να ξαπλώσεις στο κρεβάτι σου. Πρέπει να ξεκουραστείς >> . Ύστερα πρόσθεσε:

   --- Το παιδί μιλάει μια χαρά! Ας το ακούσει και το ίδιο! Τον άκουσα εγώ πριν μπω μέσα που φλυαρούσε όμορφα με τη μάνα του!  και τσιμπώντας του αστεία τη μύτη, ο μικρός τον άκουσε κι έφυγε για το δωμάτιό του.

   Οι τρεις τους τώρα  ανέδυαν μια ευχάριστη όψη σιγουριάς. Είχαν γίνει σε λίγες ώρες τόσο κολλητοί με το πρόβλημα του μικρού που ένιωσαν πολύ κοντά ο ένας με τον άλλο. Αυτό έκανε τον πατέρα του μικρού να πει στο Λευτέρη:

   --- Είπα κι εγώ μήπως το φταίξιμο είναι δικό μου που μιλά έτσι άσχημα! Αγράμματος είμαι και ίσως το έβλαψα το παιδί. Έχω βλέπεις και κατάλοιπα από τον πατέρα μου. Αν δε με βαριέσαι να σου διηγηθώ πως μου συμπεριφέρθηκε μια φορά στην ηλικία των πέντε ετών όταν με άκουσε να μιλάω άσχημα στη μητέρα μου. Και τι της είπα, λες;  << Είσαι μωρή μια τέλεια γαϊδουρίτσα, που σ’ αγαπώ πολύ! >>  Κάπου θα το είχα ακούσει φαίνεται. Αυτός ήταν στο δωμάτιό του και μ’ άκουσε. Ήρθε εξαγριωμένος και μου έπιασε τα χέρια. << Αν σου βάλλω εδώ δυο καρφιά >> μου είπε << δε θα ξαναπείς πια αυτά τα λόγια>> και με ξάπλωσε κάτω μπροστά στο έκπληκτο βλέμμα της μάνας μου. << Μην κουνιέσαι! >> μου κάνει και παίρνει από το συρτάρι δυο μικρά καρφιά και με το σφυρί έκανε πως τα κάρφωνε στο δέρμα μου. Εγώ φοβήθηκα και κόντεψα να λιποθυμήσω. Δυστυχώς μ’ αυτό τον τρόπο νόμιζε πως  θα με έκανε να μιλάω σωστά! Ήταν κι αυτός αγράμματος! Λέω μήπως και η αγραμματοσύνη μου βλάψει και το δικό μου παιδί! Όμως εγώ δεν το κακομεταχειρίζομαι το γιο μου! Σου το ορκίζομαι!

   Εκείνη τη στιγμή τους διέκοψε ο μικρός που μπήκε μέσα με μια ζωγραφιά σ’ ένα χαρτί και το κυμάτιζε στον αέρα σαν σημαιάκι. Την έδειξε στο Λευτέρη και άρχισε να τρίβεται στα γόνατά του. Αυτός συγκινημένος πήρε τη ζωγραφιά κι αφού την κοίταξε τον ρώτησε τι είχε ζωγραφίσει. Ο μικρός δυσκολευόταν να πει κι έδειχνε συνεχώς με το δάχτυλό του τον πιο ψηλό από τα τρία πρόσωπα της ζωγραφιάς λέγοντάς  του << εσένα! εσένα! >> και τρεμόπαιξε ντροπαλός τα ζωηρά και στρογγυλά σαν χαντρίτσες μαύρα μάτια του. Ο Λευτέρης πολύ σύντομα αποκωδικοποίησε   τη ζωγραφιά αναλύοντας με ξεχωριστή ικανότητα τι ήθελε να δείξει ο μικρός, λέγοντάς τους:

   --- Ο μικρός Παντελής ζωγράφισε όλη την παρέα του γεύματος! Αυτή εδώ είναι η μάνα, ο κύριος δίπλα της ο πατέρας του και ο ψηλός άντρας στη μέση η αφεντιά μου! θέλησε να μας ευχαριστήσει φαίνεται και έπραξε έτσι δημιουργικά! Είναι δυνατόν αυτό το παιδί να έχει προβλήματα; Η φωνή του και οι λέξεις του δένουν τόσο αρμονικά που σύντομα θα γίνει ο καλύτερος ρήτορας του σχολείου!

   Στο κάτω μέρος της ζωγραφιάς υπήρχαν κακογραμμένα γράμματα που δύσκολα διαβάζονταν. Ο Λευτέρης τα πρόσεξε και τον ρώτησε τι έγραφε.

   Ο μικρός γέλασε και με ναζιάρικη έκφραση είπε υποτονικά:

   --- << Είσαι καλός! >>

   Έβαλαν όλοι τα γέλια ως κι ο  μικρός ακόμα. Ο πατέρας του τον πήρε στην αγκαλιά του κι αφού τον σήκωσε ψηλά τον φίλησε πολλές φορές στο μάγουλο λέγοντάς του ευτυχής, << είσαι ευφυία, είσαι ευφυία! >>  και τον κατέβασε σπρώχνοντάς τον ελαφρά να πάει στη μαμά του

   Το ρολόι της πόλης που χτύπησε τέσσερις και μισή τους διέκοψε την πανηγυρική ατμόσφαιρα. Με το άκουσμα και του τελευταίου χτύπου ο Λευτέρης τινάχτηκε ξαφνικά δείχνοντας πως έπρεπε να φύγει. Απορροφημένος με τη συζήτηση είχε ξεχάσει την επίσκεψή του στα Ψηλά Αλώνια για να εντοπίσει το σπίτι της Φοίβης πριν πέσει η νύχτα, γιατί σκόπευε το απόγευμα της άλλης μέρας να την επισκεφτεί. Έτσι αφού κοίταξε από την κουρτίνα έξω στον κήπο, αναφώνησε με αγωνία:

   --- Σε λίγο ο ήλιος θα φύγει και δε θέλω να με βρει το σκοτάδι εκεί που θα πάω. Συγγνώμη που πρέπει να αφήσω την ευχάριστη συντροφιά σας αλλά δε γίνεται αλλιώς. Κι αφού τους ευχαρίστησε άλλη μια φορά για το ωραίο γεύμα που του προσφέρανε, σηκώθηκε και πήγε κατευθείαν στην πόρτα.

   Ο μικρός όταν αντιλήφθηκε πως έφευγε έτρεξε και του αγκάλιασε τα γόνατα, κλαψουρίζοντας, << μη φεύγεις! μη φεύγεις! >>  Εκείνος του χάιδεψε το κεφάλι και τον άφησε γελώντας, ενώ του υποσχέθηκε πως θα ξανάρθει και μάλιστα φέρνοντάς του κι ένα ωραίο δώρο. Ο μικρός επέμενε να τον συνοδέψει. Τότε ο πατέρας του επενέβη και με τρυφερότητα τον έπιασε και αφού τον ανασήκωσε στους αγκώνες του τον πήγε με μικρά πηδηματάκια τρέχοντας στο δωμάτιό του να παίξουν.

 

 

 

 

                                                    

 

                                                          4

 

 

 

 

    Στις πέντε και μισή ο ήλιος είχε βασιλέψει όταν ο Λευτέρης έφτασε στα Ψηλά Αλώνια  και το σούρουπο πύκνωνε ενώ τα φώτα της πόλης και στις βιτρίνες των μαγαζιών σκορπούσαν την ασύγκριτη ομορφιά των αχτίνων τους με θαυμαστό και περίτεχνο τρόπο.

   Βρήκε εύκολα την οδό Αφροδίτης και δε χρειάστηκε να περπατήσει μόλις τριάντα μέτρα για να δει το διώροφο σπίτι στ’ αριστερά του. Ήταν από τα σπίτια που είχαν χτιστεί κατά πιθανότητα μετά τη δεκαετία του εξήντα που δεν προξενούσαν καμία αισθητική, είχαν μικρά μπαλκόνια και ήταν χωρίς κεραμιδοσκεπές. Ευτυχώς που είχε διατηρήσει το παλιό παραδοσιακό σχέδιο των ξύλινων κουφωμάτων που με το καφέ χρώμα τους  έδιναν ένα ωραίο τόνο στο όχι και πολύ όμορφο, θα ‘λεγες, κτίσμα. Ωστόσο σε γενικές γραμμές ήταν ένα καλοδιατηρημένο σπίτι χάρη στην καθαρή πρόσοψη και το μεγάλο κήπο.

   Παράλληλα από το σπίτι είδε ένα δρομάκι που τον εντυπωσίασε. Άφησε το σπίτι κι άρχισε να τον περπατάει. Στο πίσω μέρος με έκπληξη είδε πως απλωνόταν ένα πανέμορφο τοπίο περίπου εκατό στρεμμάτων με γκρεμισμένα τείχη εδώ κι εκεί που έφταναν ως πάνω στους πρόποδες του βουνού. Δυτικά ένα ολοστρόγγυλο φρούριο σαν παλιό οχυρό,  διακρινόταν μέσα στο λιγοστό φως με τις πολεμίστρες του να μοιάζουν σαν στόματα σκύλων που έχασκαν.  Στο κέντρο αυτής της έκτασης μια ομαλή λάκα απλωνόταν σαν μεγάλο κεντημένο χαλί. Σε ορισμένα  σημεία υψώνονταν μικρά λοφάκια και απλώνονταν μικρές πεδιάδες με κοντό χορτάρι και αρκετά αιωνόβια δέντρα, κυρίως  γέρικες βελανιδιές, πεύκα με χοντρούς κορμούς καθώς επίσης και θάμνοι από σκίνα και αρκετές λυγαριές. Προς το νότο διακρίνονταν  λίγα ορύγματα και κάποια χαλάσματα μιας εποχής ακαθόριστης ηλικίας. Οι λόφοι που διακρίνονταν ολοτρόγυρα ήταν πανέμορφοι και σκεπασμένοι με αειθαλή δέντρα που είχαν πυκνά φυλλώματα ενώ πάνω στις λόχμες τους κουναρίζονταν πολλά νυχτοπούλια και σαν τις άφηναν διέγραφαν σπαθωτές τροχιές  ανάμεσα στα κλαδιά και τις διόδους των χαλασμάτων.

   Ο χείμαρρος που περνούσε κοντά είχε πολλές στροφές όσο να φτάσει έξω σχεδόν από το Πανεπιστήμιο και να χυθεί στη θάλασσα ενώ σ΄ ένα σημείο εξαφανιζόταν για να εμφανιστεί πάλι ξανά κοντά σ΄ ένα δασύλλιο με λεύκες και άγρια βλάστηση. Σ’ ένα σημείο υπήρχαν  θερμοκήπια που από μέσα τους ανέδυε  μια άσχημη μυρωδιά καμένου πυρήνα που σου έφερνε αναγούλα και τάση για εμετό. Σε όλα υπήρχαν λάμπες  που φώτιζαν τα φυτά και μεγάλες σόμπες πετρελαίου ή ηλεκτρικού για τη θέρμανση του χώρου και την ωρίμανση των καρπών. Τα φυτικά αυτά βασίλεια καλλιεργούσαν ντομάτες, μελιτζάνες και αγγουριές και μετά από κάθε  τέλος του κύκλου τους ανανεώνονταν με καινούρια φυτά δίνοντας νέες παραγωγές.

   Εκεί που τελείωναν τα θερμοκήπια κι άρχιζε το βουνό ανάμεσα σε πυκνούς θάμνους ξεχώριζαν μερικά καλυβόσπιτα με στέγες από ελενίτ και λαμαρίνες. Ήταν  ο καταυλισμός μιας ομάδας μεταναστών που δούλευαν στις καλλιέργειες, στα εργοστάσια και σε διάφορα άλλα επαγγέλματα και συντελούσαν στην οικονομική άνθηση της περιοχής. Η εικόνα δεν ήταν και τόσο καλή γιατί τα λασπόνερα με τις κάθε λογής ακαθαρσίες δέσποζαν  παντού και η ατμόσφαιρα είχε πάντα μια μυρωδιά μούχλας και σάπιων φρούτων.

   Ο Λευτέρης προχώρησε ως το τέλος του ανηφορικού δρόμου για να φτάσει σ’ ένα ξέφωτο μπαλκόνι που η θέα του από κει δύσκολα θα άφηνε κάποιον ασυγκίνητο. Βέβαια την ημέρα η θέα ήταν ασύγκριτη αλλά και τώρα με το λίγο σκοτάδι και το φωτισμό από τις λάμπες του δρόμου δεν υστερούσε σε ομορφιά και γοητεία. Αντίθετα την ημέρα έκανε τους επισκέπτες να αναφωνήσουν: << τι μαγευτικό τοπίο, Θεέ μου! >> και να κοιτάζουν αχόρταγα γιατί εκτός από το μέρος με τις συστάδες των δέντρων και το χείμαρρο  που απλώνονταν μπροστά τους, φαίνονταν ακόμα χωμένα μέσα στο γαλάζιο ορίζοντα όλα τα βουνά της Στερεάς Ελλάδας.  Το πιο συγκλονιστικό ήταν η εικόνα της παραλίας δεξιά κι αριστερά του λιμανιού που στιγματιζόταν από την ελαφριά κίτρινη άμμο και τις γαλαζωτές ραβδώσεις της θάλασσας. Στον  απέναντι κάμπο έβλεπες από τη θέα εκείνη τα σκορπισμένα χωριά σαν σμαράγδια απλωμένα πάνω στο πράσινο χαλί μαζί με τα καμπαναριά των εκκλησιών τους που τρυπούσαν τη ράχη του ουρανού και στραφτάλιζαν οι σταυροί τους σαν το λαμπερό φως του ήλιου έριχνε τις αχτίνες του πάνω στο λευκό ατσάλι τους. Μέσα σ’ αυτό το εξαίσιο παράδεισο που έβλεπες μπροστά σου πλανιόταν μια βαθιά σιωπή που την τάραζαν μόνο οι κραυγές των πουλιών και οι δυνατές ριπές του θαλασσινού ανέμου που δεν ξεχνά να επισκέπτεται τις γραφικές αυτές εκτάσεις.

   Ο επισκέπτης μας έμεινε εκεί σαν άγαλμα θα λέγαμε μαγεμένος από το ανεπανάληπτο αυτό τοπίο και τη νυχτερινή εικόνα της φωτισμένης πόλης, περίπου μισή ώρα. Ύστερα αναφώνησε << Θεέ μου τι βλέπουν τα μάτια μου! >> και ξεκίνησε να γυρίσει πίσω στο σπίτι της Φοίβης.

   Στάθηκε απέναντι κάτω από μια νεραντζιά από τις πολλές που στόλιζαν την πόλη στην άκρη του δρόμου για να μη γίνεται ορατός και κάρφωσε το βλέμμα του στο σπίτι περιφέροντάς το στα παράθυρα και στις βεράντες, μήπως τη δει.  Το πάνω σπίτι είχε φως ενώ το κάτω ήταν σκοτεινό. Στο πάνω έμενε η Φοίβη, το κάτω ήταν της αδερφής της. Ξαφνικά είδε στη βεράντα προς τη μεριά του δρόμου το μπρούτζινο πόμολο της μπαλκονόπορτας να υποχωρεί, ν’ ανοίγουν τα φύλλα και να βγαίνει η Φοίβη! Κι όπως πίσω της το δωμάτιο φωτιζόταν αρκετά η όλη αυτή φωτεινή εικόνα της με τη γοητεία που εξέπεμπε και να μοιάζει σαν σταρ σε κινηματογραφική οθόνη του προξένησε μεγάλη εντύπωση.  Ήταν ολοφάνερο πως χάρηκε αλλά και φοβήθηκε μήπως τον πάρει το μάτι της και μέσα στη νύχτα τον περάσει για κακοποιό.  Γιατί η παρουσία ενός αγνώστου κοντά σ’ ένα σπίτι πάντα αφήνει υποψίες για το σκοπό του. Μια δέσμη από τη λάμπα της κολόνας που φώτιζε το δρόμο κι έπεσε στο πρόσωπό της που έκανε πιο διάχυτη την ομορφιά της στα μάτια του, και την έδειξε πολύ ζωηρή, τον χαροποίησε ιδιαίτερα. Τόσο όμορφα και αγνά χαρακτηριστικά σε πρόσωπο γυναίκας δύσκολα έφτιαχνε η φύση. Η αρμονική συμμετρία τους ήταν καταπληκτική κι αν έβαζες να δέσει και με το καλλίγραμμο κορμί της έφτιαχνες μια θεά! Το φόρεμά της αν και ήταν απλά για τη χρήση του μέσα στο σπίτι, της εφάρμοζε τέλεια, πράγμα που  συμπέραινες πως είχε γούστο να ντύνεται καλά και κομψά. Πρέπει να το είχε ράψει σε μοδίστρα κι όχι να το είχε αγοράσει ετοιματζίδικο απ’ αυτά που πουλάνε σε προσφορά φτηνά σε κάποια ξεπεσμένα και χρεοκοπημένα μαγαζιά. Αλλά και στο γραφείο που την είδε το πρωί ήταν άψογα ντυμένη και πολύ της μόδας.

   Η Φοίβη λοιπόν ακούμπησε τα χέρια της στα κάγκελα κι αφού πήρε μερικές βαθιές αναπνοές τύλιξε με το βλέμμα της τη φωτισμένη πόλη κι άρχισε να την κοιτάζει πέρα δώθε με μια υπερβολική, θα ‘λεγες διάθεση. Αν και το κρύο ήταν τσουχτερό και η υγρασία μεγάλη δεν έλεγε να το κουνήσει από τη θέση της με τίποτα. Κοιτούσε όλο κοιτούσε κι έμενε ακούνητη λες και είχε την εντύπωση πως  έκανε κάποια γενναία πράξη. Αυτή της η επιμονή  να μένει έξω έκανε το Λευτέρη να πιστέψει πως τον είχε μυριστεί εκεί κρυμμένο κάτω από τη νεραντζιά και στεκόταν στη θέση της επίτηδες για να τον προκαλέσει. Όμως γιατί δεν κοιτούσε προς το μέρος του συνέχεια αλλά στρεφόταν και προς την αντίθετη κατεύθυνση;  Μπορούσε  όμως να σκέφτεται έτσι και να ενεργεί μ’ αυτό τον τρόπο μια καθώς πρέπει κοπέλα;  Αδύνατον. Απλά βγήκε να πάρει καθαρό αέρα και τίποτα άλλο. Έπρεπε λοιπόν να φύγει για να μην τον πάρει χαμπάρι και ρεζιλευτεί.  Κι αυτό θα τον εξέθετε πολύ.  Ίσως και να την έχανε για πάντα μ’ αυτή του την επιπολαιότητα. Κι εκεί που κούραζε το μυαλό του να λύσει το γρίφο της εξόδου της του ήρθε η επιθυμία να της φωνάξει το όνομα!  Θα το είχε κάνει κιόλας αν δεν τον σταματούσε ένας περαστικός που πέρασε ακάλεστος σαν σίφουνας μπροστά του και τον τρόμαξε. Αυτή η καθυστέρηση τον έκανε να λογικευτεί και να μην το κάνει. Θα ήταν μια αγενής πράξη  και χωρίς κανένα όφελος. Όμως όσο περνούσε η ώρα και δεν μπορούσε να έρθει σ’ επαφή με την εξοχότητά της το μαρτύριο που περνούσε να την βλέπει και να βρίσκεται μακριά της, γινόταν αβάσταχτο.  Να φύγει βέβαια ούτε λόγος. Του αρκούσε που την έβλεπε κι ας υπόφερε. Ως πότε όμως;  Ευτυχώς η γυναίκα κάποια στιγμή έσκυψε, κοίταξε κάτω το δρόμο κι αφήνοντας τα κάγκελα μπήκε μέσα. Μόλις εξαφανίστηκε από τα μάτια του, λυτρώθηκε προσωρινά από την εικόνα της αλλά η καρδιά του πονούσε. Πόσο θα ήθελε να ήταν μαζί της μέσα στο σπίτι της.

   Έμεινε για λίγο κρυμμένος κάτω από το δέντρο μήπως και ξαναβγεί. Δυστυχώς δε βγήκε. Αποφάσισε να φύγει. Πριν το κάνει, σκέφτηκε: << δόξα τω Θεώ, καλό ήταν κι αυτό που μου έδωσε, μην τα θέλω όλα από την πρώτη στιγμή >> κι έκανε το πρώτο βήμα να ξεκολλήσει τα πόδια του από το έδαφος.

   Στο δρόμο πηγαίνοντας για το σπίτι ένιωσε να αισθάνεται άσχημα. Τον πονούσε το κεφάλι του και νόμισε πως είχε πυρετό. << Από το κρύο θα είναι >> συλλογίστηκε και συνέχισε το δρόμο του, χαζεύοντας τις βιτρίνες των μαγαζιών και ρίχνοντας ερευνητικές ματιές στα γεμάτα καφενεία και τα μπαρ. Κάποια στιγμή αισθάνθηκε μια ευδαιμονία να μπει μέσα σ’ ένα και να σβήσει τον πόνο του για τη Φοίβη μ’ ένα ποτήρι ποτό. Δεν το έκανε όμως γιατί δεν ήταν τακτικός πελάτης τέτοιων χώρων. Όμως πολύ εκείνη τη στιγμή θα δεχόταν τη συντροφιά κάποιου φίλου του για να του μιλήσει για το ντέρτι που τον έτρωγε και να του εξομολογηθεί τον πόνο του. Κι επειδή δεν είχε άλλους εκτός από τους σπιτονοικοκύρηδες, σαν τους θυμήθηκε, ξέχασε κάθε βασανιστική σκέψη που τον βασάνιζε και αποφάσισε να τους συναντήσει.

 

 

 

 

                                                         5

 

 

 

 

 

   Το πρωί ξύπνησε με καλή διάθεση κι έδειχνε κεφάτος. Η νυχτερινή κουβέντα με τους φιλόξενους ιδιοκτήτες του έκανε καλό και τον ηρέμησε.  Έτσι τώρα μπροστά στον κ. Βρανά άκουγε με προσοχή όσα του έλεγε και κρατούσε σημειώσεις στο μπλοκάκι του με άπιαστη ταχύτητα στα πιο ενδιαφέροντα. Ύστερα αυτός σαν δεν τον χρειαζόταν άλλο τον έστειλε στη Φοίβη. Αυτή τον δέχτηκε μ’ ένα πλατύ χαμόγελο που έσταζε μέλι  και του μίλησε με χείλη ολάνοιχτα σαν κρίνα. Αυτό τον έκανε να βεβαιωθεί πως όλα θα πήγαιναν καλά μαζί της και πως σίγουρα τον είχε συμπαθήσει και γιατί όχι και ήταν γοητευμένη μαζί του. Ξεχείλισε από ένα  αίσθημα ικανοποίησης και την κοιτούσε με θαυμασμό άλλοτε στα μάτια άλλοτε στα πόδια και άλλοτε σε ολόκληρό το σώμα της νιώθοντας το φλογερό του πάθος γι’ αυτή όλο και να του μεγαλώνει. Κι ενώ ήταν σκυμμένη θέλοντας να τελειώσει μια εργασία για να τον αναλάβει, αυτός πλησίασε αυθόρμητα κοντά της κι έσκυψε στο χαρτί διώχνοντας ένα μικρό χαρακάκι που προφανώς σκέφτηκε πως την εμπόδιζε να διαβάζει. Βέβαια το έκανε απλά για να βρεθεί κοντά της. Εκείνη του χαμογέλασε και τον ευχαρίστησε μ’ ένα  τρυφερό βλέμμα βαθιά μέσα στα μάτια του. Ύστερα συνέχισε τη δουλειά της.

   Όταν διεκπεραίωσε το έγγραφο, του είπε τρυφερά:

   --- Πάει κι αυτό! Τώρα είμαι ολόκληρη στη διάθεσή σου, υποψήφιε λέκτορα!

   Η φωνή της ήταν πολύ αστεία πράγμα που του έδωσε κουράγιο να νιώθει πιο άνετα κι ευχάριστα μαζί της. Ύστερα του ζήτησε να πλησιάσει το κάθισμά του πιο κοντά της.  Πήρε το σοβαρό της  ύφος αυτό που είχε όταν εργαζόταν αλλά με μια γλυκιά φρεσκάδα απλωμένη πάνω στην υγιή και στιλπνή λάμψη του προσώπου της. Σηκώθηκε, τράβηξε την κουρτίνα να κρύψει τον ήλιο που έμπαινε μέσα και αφού κοίταξε τον ουρανό να δει τον καιρό έξω, κόλλησε στη συνέχεια το γλυκό μουτράκι της στο τζάμι και άρχισε να ρίχνει  γρήγορες ματιές στο χώρο της αυλής του Πανεπιστημίου. Μετά έκανε μερικά γουστόζικα βήματα προς το μέρος του και στάθηκε μπροστά του. Εκεί φάνηκε να ενθουσιάστηκε από την αθωότητα που  ακτινοβολούσε το πρόσωπο του Λευτέρη και πήρε μια αστραφτερή έξαρση όλη της η υπόσταση. Και ξαφνικά λες και την έλουσε μια θεία χάρη πέρασε στη θέση της σαν μια φλόγα που έλαμπε από το φως και στρώθηκε στην καρέκλα της. Εκεί χωρίς πλέον  άλλη καθυστέρηση αποφάσισε να του μιλήσει γιατί διαισθάνθηκε πως τον είχε κουράσει με την θεληματική της απαράδεκτη συμπεριφορά.

   --- Έχω να σου πω πολλά! του είπε και τον κοίταξε ενώ ένωσε τις μύτες των δακτύλων  των δυο ολόλευκων χεριών της. Αφορούν τη δουλειά που θα κάνεις στο Πανεπιστήμιο όσο καιρό θα είσαι εδώ αποσπασμένος. Ξέρω πόσο λατρεύεις αυτό τον πνευματικό χώρο και είμαι σίγουρη καμιά γραφτή συμφωνία δε θα σε αναγκάσει να κάνεις σωστά αυτό που θα σου ορίσουμε. Όλα θα γίνουν με την αγάπη σου για το αντικείμενο ΄που θα αναλάβεις ενώ παράλληλα θα γράφεις και τη διατριβή σου, βελτιώνοντας τις γνώσεις σου στη βιβλιοθήκη ή στις παραδόσεις των φοιτητών που μπορείς να τις παρακολουθείς  ελεύθερα ΄όποτε θέλεις. Έτσι με πράξη της πρυτανείας του Πανεπιστημίου και του τμήματος της Φιλοσοφικής Σχολής  θα δουλεύεις στη Γραμματεία και θα έχεις τα εξής αντικείμενα να διεκπεραιώνεις: Θα είσαι υπεύθυνος για το Μητρώο των φοιτητών του Πρώτου  έτους, για τη βαθμολογία τους και για την καταχώρηση των αιτήσεων των υποψηφίων για διδακτορική διατριβή. Τις λεπτομέρειες θα τις μάθεις στην πορεία της δουλειάς σου κι αν είσαι προσεκτικός κι εργατικός μαζί με τη δική μου βοήθεια νομίζω πως δε θα αντιμετωπίσεις δυσκολίες. Να ξέρεις όμως το τελευταίο καταφύγιο για να είσαι ευτυχισμένος κι αποδοτικός σε οποιαδήποτε δουλειά είναι η προσωπική σου ερωτική σχέση με το αντικείμενό της. Τότε μόνο θα βρεις την ησυχία σου και δε θα έχεις καμιά κρίση συνείδησης που θα σε βασανίζει αξιολογώντας αν τούτο το έκανες καλά ή όχι. Τώρα μπορείς να πηγαίνεις. Δε σε χρειάζομαι άλλο. Ωστόσο σου υπενθυμίζω και πάλι να μην ενεργείς νωχελικά αλλά με ενθουσιασμό και όρεξη. Του έδωσε ένα σημειωματάριο ενημερωτικό κι ετοιμάστηκε να πέσει στη δουλειά της.

   --- Εντάξει! της έκανε αυτός και σηκώθηκε. Τα λόγια της είχαν μπει στ’ αυτιά του και είχαν σφηνωθεί για τα καλά στο μυαλό του. Αυτό τον έκανε να της πει με λίγο τρακ:

   --- Είπες χθες σαν χρειάζομαι βοήθεια μπορώ να σε επισκέπτομαι και στο σπίτι σου! Ισχύει ακόμη;

   Η Φοίβη χάίδεψε το ρολόι της, κοίταξε αμήχανα την ώρα και άνοιξε και έκλεισε πολλές φορές τα μάτια δείχνοντας νυσταγμένη. Ύστερα κοίταξε στο βάθος του παραθυριού τη θάλασσα που την διέσχιζε ένα εμπορικό πλοίο και μετά  έξω στην αυλή ένα  φορτηγατζή που έφερνε προμήθειες γραφικής ύλης στη Γραμματεία. Κι αμέσως σαν πήρε το βλέμμα της απέξω   στύλωσε τα ωραία μάτια της πάνω του δείχνοντας πως ήθελε οπωσδήποτε κάτι απ’ τον άντρα αυτόν. Έτσι νωχελικά ξαπλωμένη στην καρέκλα της του είπε με μια ψιλή φωνή μέσα από τα όμορφα  χείλη της:

   --- Ισχύει! Έλα όποτε θέλεις! Αλλά μετά το απόγευμα!

   Ο Λευτέρης πέταξε στα σύννεφα μ’ αυτό που άκουσε. Τα τρελά λόγια της τον έκαναν ευτυχισμένο αλλά και τον έβαλαν σε σκέψεις.  << Πρέπει να γίνω πιο σοβαρός μαζί της και ν’ αφήσω τις βλακείες >> σκέφτηκε  << αν θέλω να την κατακτήσω. Να μην παριστάνω τον ηλίθιο και τον ντροπαλό και να της το πω στα ίσα πως την αγαπώ. Υπάρχουν όρια ανάμεσα  στην πλάκα και τη σοβαρότητα κι εγώ δείχνω να τα παραβιάζω. Η γυναίκα το δείχνει καθαρά πως με θέλει κι εγώ πέρα βρέχει!  Δείχνω σαν να μην καταλαβαίνω τίποτα! Ένα βήμα παραπάνω να κάνω και την έχω δική μου! Αλλιώς πέφτω στο γκρεμό! Πρέπει να μάθω να μη διστάζω  να εκφράζω τα συναισθήματά μου και να λέω εκείνο που νιώθω! Κι αυτό οφείλω να το κάνω τώρα οπωσδήποτε! >>

   --- Λέω να έρθω το απόγευμα γύρω στις πέντε! της είπε με βεβαιότητα και άνοιξε τα μάτια κοιτάζοντάς την με φόβο μήπως και είχε αντίρρηση.

   --- Ναι, ναι! επανέλαβε ενθουσιασμένη αυτή κι έκανε μια κίνηση με το λαρύγγι της λες και απολάμβανε τη λέξη.

   ---  Ωραία, είμαι σίγουρος πως θα με βοηθήσεις και θα περάσουμε καλά. Κι  αυτή η αποδοχή της επιθυμίας σου να σε επισκεφτώ  κατ’ οίκον δηλώνει τον απέραντο και χρηστό κόσμο των αισθημάτων σου.

   Η Φοίβη που ήδη τον είχε βάλει στην καρδιά της δεν ήθελε άλλο να ρισκάρει και να πει οτιδήποτε για να τον πείσει πόσο γενναιόδωρη ήταν. Έτσι θεωρώντας τη φλυαρία περιττή και λήξασα έδειξε καλοδιάθετη και του είπε χαριτολογώντας:

   --- Ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια αλλά αφουγκράζονται πολύ εδώ μέσα και θα ήθελα να σταματήσουμε τα κομπλιμέντα και τις φιλοφρονήσεις ο ένας στον άλλο. Μείνε αν θέλεις ευχαρίστως κάπου μέχρι να σου προσφερθεί γραφείο και ασχολήσου με κάτι. Το βράδυ θα έχουμε την αυτονομία μας μακριά από τη δουλειά να τα πούμε καλύτερα.

   --- Πολύ καλά! της είπε ξεφυσώντας από τη χαρά του εκείνος και ετοιμάστηκε να βγει από την πόρτα.

   Αυτή άπλωσε το χέρι και τον συγκράτησε από το μπράτσο.

   --- Πού θα πας; τον ρώτησε.

   --- Πού αλλού; Στη βιβλιοθήκη!

   --- Ωραία! Είναι εκεί ο βιβλιοθηκάριος  ο κύριος Πέτρος. Συνάντησέ τον και πες του πως του ζητώ εκ μέρους μου να σε απασχολήσει για λίγο. Είναι ενδιαφέρων άνθρωπος, αγαπά τα βιβλία και σέβεται τους φοιτητές. Κατέχει τη γνώση από τη φωτεινή της πλευρά και κάθε σκοτεινό το απορρίπτει. Στα μάτια του δε  λάμπει τίποτα εκτός από το αίσθημα της δικαιοσύνης και της αγάπης. Σε παρακαλώ να τον πλησιάσεις, έχεις πολλά να κερδίσεις. Έσκυψε στα χαρτιά της και ξεφύλλισε πεισματικά μια εγκύκλιο που θα είχε αποδέκτη σε λίγο όλα τα τμήματα της Φιλοσοφικής.

   Ο Λευτέρης βημάτισε ήρεμα πέρα δώθε πριν βγει από την πόρτα και  σαν το αποφάσισε τέντωσε την καλοδιατηρημένη κορμοστασιά του και χάθηκε στο διάδρομο των γραφείων ενώ τα βήματά του αντηχούσαν ρυθμικά στο γυαλιστερό μωσαϊκό.

   Διασχίζοντας το διάδρομο διάβασε την ταμπέλα << προς βιβλιοθήκη >> και σε λίγα μέτρα έπεσε πάνω στην είσοδο. Μπήκε μέσα και πριν νιώσει την ευχαρίστηση από το θέαμα που παρουσίαζε η εικόνα με τα φορτωμένα ράφια από βιβλία, ένας κύριος μέσης ηλικίας και μετρίου αναστήματος με ωραίο καλοραμμένο κοστούμι, σκούρου χρώματος τον πλησίασε. Πριν του μιλήσει, ο Λευτέρης τον πρόσεξε καλά γιατί τον είχε εντυπωσιάσει η αριστοκρατική εμφάνισή του και η  εν γένει κομψότητά του, που είδε, μαζί και το όμορφο και ροδαλό πρόσωπό του να είναι χαμογελαστό και τα  ανοιχτόξανθα μαλλιά του χωρισμένα στη μέση του κεφαλιού να πέφτουν με αρκετή γοητεία στο φαρδύ μέτωπό του. Οι φαβορίτες του ήταν κοντές  και περιποιημένες ενώ στα μάγουλά του που ήταν φρεσκοξυρισμένα δεν υπήρχαν ίχνη ρυτίδες ή κάποιου ενοχλητικού σημαδιού. Αυτό λοιπόν τον τζέντλεμαν θα συναντούσε ο Λεύτέρης χωρίς αμφιβολία.

   Ο βιβλιοθηκάριος, γιατί αυτός ήταν, τον σταμάτησε με ανεπιτήδευτη ευγένεια που σκλάβωνε και τον πιο απαιτητικό και δύσκολο χαρακτήρα. Στη συνέχεια τον ρώτησε:

   --- Ο κύριος πρέπει να είναι φοιτητής;  Αν, ναι, που η διαίσθησή μου και η εμφάνισή σου το επιβεβαιώνουν θα τον παρακαλούσα να μου δώσει τα στοιχεία του κατά το πρωτόκολλο  της βιβλιοθήκης για να καταχωρηθούν στο βιβλίο επισκεπτών η αναγνωστών. Κι έκανε μια στροφή επί τόπου για να  οδηγηθούνε στο γραφείο του. Στάθηκε λίγο στην πόρτα κι αφού κοίταξε το Λευτέρη με κατανόηση, άπλωσε το χέρι  και του  υπόδειξε να περάσει πρώτος.

   Εκείνος υπάκουσε και έτσι οι δυο άντρες κάθονταν ο ένας απέναντι στον άλλον έτοιμοι ν’ αρχίσουν τη συνομιλία τους. Στη διστακτικότητα του Λευτέρη ο έμπειρός κύριος Πέτρος  άρχισε σιγά- σιγά και σταθερά με σωστή προφορά των λέξεων και με ποιητική χροιά να του λέει:

   --- Έρχεσαι συστημένος το ξέρω σε εμένα, από τη δεσποινίδα Φοίβη! Το μυρίστηκα! Όλους τους αισιόδοξους νεαρούς μου τους χρεώνει χωρίς να με ρωτάει κι εγώ είμαι υποχρεωμένος να τους δεχτώ ιπποτικά, να τους μιλήσω ειλικρινά για το τι τους περιμένει και να τους διώξω τη θλίψη της απαισιοδοξίας που συνήθως έχουν. Είναι ενδιαφέρον όμως να συγκαταλέγεσαι με επιστήμονες όπως και η χάρη σου και γι’ αυτό δεν αντιδρώ. Πολλές φορές για να γελάσουμε λίγο της λέω! << Δεσποινίς Φοίβη τι ωραία παίζετε μαζί μου! >>

   Εδώ σταμάτησε κι έδωσε ένα χαρτί στο Λευτέρη να σημειώσει το βιογραφικό του. Όσο έγραφε αυτός, εκείνος διάβαζε ένα χοντρό βιβλίο κι ανασήκωνε πότε –πότε τα δασιά του φρύδια με αρκετή δεξιοτεχνία.

   Είχε τελειώσει το τμήμα της Φιλοσοφικής στο ίδιο Πανεπιστήμιο και η αγάπη του για τα βιβλία τον έκανε να αφήσει το διορισμό στη Μέση Εκπαίδευση και την καριέρα του στο σχολείο και να αφιερωθεί σ’ ένα  από τα ωραία του ΄όνειρα να φτιάξει μια πανεπιστημιακή βιβλιοθήκη πρότυπο. Το πέτυχε σε μεγάλο βαθμό κι αυτό τον έκανε ευτυχισμένο. Πέρα όμως από τη δουλειά του, ήταν συγγραφέας μυθιστορημάτων, επιστημονικών άρθρων για τον πολιτισμό, την γλώσσα και την εκπαίδευση σε εφημερίδες και περιοδικά ενώ ήταν πρόεδρος στο Ίδρυμα Νεοελληνικής Γλώσσας της πόλης που η προσφορά του κρινόταν μοναδική κι ανεπανάληπτη. Τελευταία προσπαθούσε να ιδρύσει και στο Πανεπιστήμιο τμήμα  εκμάθησης της ελληνικής γλώσσας σε αλλοδαπούς μικρούς και μεγάλους αλλά συναντούσε πολλές δυσκολίες λόγω έλλειψης κονδυλίων και ρατσιστικής προκατάληψης. Σ’ αυτόν  επίσης οφειλόταν και η πρόταση της τελειοποίησης του τρόπου δανεισμού  των βιβλίων με την ηλεκτρονική καταχώρηση και ο περιορισμός της  αγοράς άχρηστων βιβλίων  ύστερα από πιέσεις των εκδοτικών οίκων.

   Η βιβλιοφιλία του τον είχε αναγορεύσει σε πρύτανη της ευρυμάθειας, γνωστή σε όλη την πανεπιστημιακή οικογένεια που ανάγκαζε τους φοιτητές να  τρέχουν σ’ αυτόν  για να λύνει τις απορίες της γνώσης  τους ή και να βελτιώνουν τις μαθησιακές επιδόσεις τους με τον πλούτο των γνώσεών του. Πάντα όποιος έμπαινε στο γραφείο του, έβλεπε να έχει μπροστά του ένα βιβλίο ανοιχτό και να το διαβάζει. Το ίδιο βιβλίο σπάνια το έβλεπε εκεί την άλλη μέρα. Το είχε διαβάσει και το είχε αντικαταστήσει με άλλο! Κι αυτό χωρίς να γίνεται εις βάρος της εργασίας του. Εύρισκε τον τρόπο να προσφέρει στους πάντες και να ωφελείται όλη η πανεπιστημιακή κοινότητα από την παραγωγική παρουσία του.

   Ήταν άνθρωπος που έδειχνε ευτυχισμένος κι αυτό προσπαθούσε να το μεταφέρει και στους άλλους. Πολλές φορές έκανε εκπλήξεις στους φοιτητές φέρνοντάς τους τα πιο σπάνια και δυσεύρετα  βιβλία που χρειάζονταν πολύ χρόνο να τα εντοπίσει και να τα προμηθευτεί. Με αυτά που έκανε και με πολλά άλλα μικρά αλλά ουσιαστικά, τον αγαπούσαν οι πάντες ακόμα και οι τεμπέληδες αναγνώστες που τους προέτρεπε να μην αμελούν να τελειώνουν τις σελίδες του βιβλίου που αποφάσισαν να διαβάσουν όσο κουραστικές και δυσνόητες κι αν ήταν. Γενικά όλο το   προσωπικό, ανώτερο και κατώτερο τον εκτιμούσε και τον σεβόταν και δεν παρέλειπε να τον κοσμεί με τα καλύτερα λόγια.

   Ο Λευτέρης  σαν τελείωσε τη συμπλήρωση του βιογραφικού, του το έδωσε με μια αξιοσέβαστη κίνηση. Ο καθηγητής το πήρε κι αφού του έριξε μια προσεκτική ματιά γέλασε ικανοποιημένος. Ύστερα άρχισε να του λέει πως αν θέλει να γράψει τη διατριβή του πρέπει να αποφύγει τις χυδαίες ασχολίες της ηλικίας του και να σπαταλά το χρόνο του στο διάβασμα, την έρευνα και τη συγγραφή.  Οι όποιες στιγμές του να είναι πάντα εποικοδομητικές κι όχι καταστροφικές.  Αφού έχει βεβαιωμένες ικανότητες  να τις αξιοποιήσει και να μην περιμένει την υπέρτατη ευδαιμονία που θα έρθει μετά το τέλος της γραφής της διατριβής του να την απολαύσει με την αδιαφορία ή με τις ξένες πλάτες. Θα διαβάσει πολύ αν  θέλει να στεφθεί νικητής και θα μείνει πολλά βράδια άγρυπνος αν επιζητά να γίνει Λέκτορας.  Ακόμη του τόνισε πως το ήθος μετρά πάντα σε τέτοιες προσπάθειες και οφείλει να το κρατήσει αμόλυντο. Στις σχέσεις του με τους φοιτητές, προσωπικό υπαλλήλων και καθηγητικό σινάφι να είναι φειδωλός και να ζυγίζει κάθε κουβέντα που θα λέει μαζί τους. Υπάρχουν κρυφά διευθυντήρια μέσα κι έξω  από το Πανεπιστήμιο που αποφασίζουν ποιος θα γίνει μέλος της καθηγητικής ιεραρχίας. Οι  αρεστοί συνήθως γίνονται κι όχι οι άριστοι. Ένας ισχυρός παράγοντας του Πανεπιστημίου μαζί με το Γενικό Γραμματέα του Υπουργείου Παιδείας συν τον εκάστοτε Υπουργό και τους Φαρισαίους που τον περιτριγυρίζουν  και που αποκαλείται << Τρόικα >> αποφασίζει για την έγκριση της διατριβής και για τα περαιτέρω. Όμως αυτός έπρεπε να ξεφύγει από αυτές τις κακές και ζωηρές τσούχτρες και να κοιτάζει τη δουλειά του. Αν φλογίζεται από την επιθυμία να κερδίσει θα το πετύχει με την αξία του ρίχνοντας έτσι κι ένα γερό χαστούκι στο σάπιο σύστημα της κρίσης και της επιλογής. Τέλος του ζήτησε να τον επισκέπτεται όποτε τον χρειάζεται και να του ζητά την βοήθειά του. Να τον βλέπει σαν φίλο κι όχι σαν πληρωμένο υπάλληλο της γραφειοκρατίας και της αρρωστημένες δημόσιας διοίκησης.

   Ο Λευτέρης ένιωθε πολύ ενθουσιασμένος στο τέλος απ’ όσα άκουσε από το σοφό αυτό άνθρωπο. Σηκώθηκε και σκύβοντας το κεφάλι με σεβασμό κι ευγνωμοσύνη τον ευχαρίστησε κι ετοιμάστηκε να φύγει. Ο βιβλιοθηκάριος δεν τον άφησε αλλά σηκώθηκε κι αυτός  και πιάνοντάς τον από το μπράτσο τον οδήγησε σε μια κλειστή πόρτα με την επιγραφή << Καντίνα >>. Την άνοιξε με μια γρήγορη κίνηση της χειρολαβής και βρέθηκαν απέναντι σε μια μικρή κουζίνα που είχε όλα τα εφόδια για να φτιάξει κανείς γρήγορο φαγητό ή να απολαύσει καφέ ή αναψυκτικό. Του εξήγησε  πως αν για διάφορους λόγους βρισκόταν υπό την απειλή της πείνας ή της ανέχειας μπορούσε να καταφύγει εδώ σ’ αυτό τον άγιο τόπο και να τσιμπήσει ή να πιει κάτι πριν καταρρεύσει. Ήταν όπως του είπε δική του η έμπνευση η δημιουργία αυτού του τροφικού καταφύγιου για να βοηθήσει τους μαστιγωμένους που έρχονταν από την επαρχία και δεν έβρισκαν τα παραμικρά στηρίγματα από τους καθισμένους στις πολυθρόνες της εξουσίας.

   Βγήκαν έξω. Στην είσοδο του επισήμανε και πάλι πως θα τον έχει αρωγό σε ό,τι χρειαστεί. Κι αφού του υπενθύμισε να μην ενθουσιάζεται απ’ ότι κουδουνίζει βροντερά τον ελευθέρωσε. Έτσι ταχύνοντας τα βήματά τους και οι δυο χοροπηδώντας ανάλαφρα, κίνησαν ο μεν βιβλιοθηκάριος για τη δουλειά του ο δε Λευτέρης για το σπίτι του.

 

 

 

 

 

                                                      6

 

 

 

 

   Πέρασε όπως πέρασε το χρόνο του μέχρι το απόγευμα και στις πέντε ξεκίνησε να πάει να επισκεφτεί τη Φοίβη. Είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει όταν έφτανε έξω από το σπίτι της. Οι υγροί δρόμοι ζωγραφίζονταν από πορφυρούς ή κίτρινους λεκέδες που άφηναν τα φώτα και η σταχτιά κάπνα από τις εξατμίσεις των αυτοκινήτων  είχε κάνει την ορατότητα στο βάθος να χαθεί. Που και που τα δέντρα που στέκονταν στις άκρες του δρόμου συγχέονταν από το βλέμμα του και έμοιαζαν σαν  σιλουέτες  ψηλόσωμων γιγάντων. Στη δύση παρά το πύκνωμα της νύχτας το αχνό ροδαλό του ηλιοβασιλέματος δεν έλεγε ακόμη να διαλυθεί στο φόντο του ουρανού.

   Ένιωθε φόβο κι ανησυχία όσο βάδιζε για το σπίτι της. Ώσπου χωρίς να το καταλάβει στάθηκε στην είσοδο και πάτησε το κουδούνι. Η Φοίβη όταν το άκουσε να ηχεί πετάχτηκε από το γραφείο της σαν ελατήριο κι έτρεξε να του ανοίξει. Δεν είχε προφτάσει να ντυθεί της προκοπής και πήγε μ’ ένα μακρύ φουστάνι που το φορούσε για τις δουλειές του σπιτιού που την έδειχνε πολύ ψηλή και λεπτή και της έδινε  μια αρχοντική γοητεία. Καθ’ οδόν μέχρι την πόρτα έφτιαξε τα μαλλιά της με τα χέρια της και κοιτάχτηκε με σχολαστικότητα αλλά με γρήγορη ματιά στον καθρέφτη του χολ. Ύστερα στάθηκε μέσα από την πόρτα κι αφού αφουγκράστηκε  την καρδιά της που χοροπηδούσε από την αγωνία της, την άνοιξε  με έκδηλη στο πρόσωπό της τη συναισθηματική της γλυκύτητα μόλις τον αντίκρισε. Ο Λευτέρης πέρασε μέσα. Γρήγορα εκείνη τον οδήγησε στο καθιστικό. Εκεί πριν καθίσουν, της είπε:

   --- Καλησπέρα!

   Και ρίχνοντας μια ματιά πάνω της την κοίταξε από το κεφάλι ως κάτω με θαυμασμό. Ύστερα περιέφερε τα μάτια του στο λιτό αλλά όμορφο διακοσμημένο χώρο του σπιτιού και πρόσθεσε σε μια παραληρηματική ένταση:

   --- Δε μετανιώνω που ήρθα!

   Η Φοίβη άφησε τα λόγια του χωρίς σχόλια και του υπέδειξε να καθίσει στον καναπέ. Αυτός με προστατευτικά βήματα πλησίασε ενώ την περιεργαζόταν στα μάτια που ήταν μεν ντροπαλά αλλά είχαν πάθος και έξαρση. Αυτή το παρατήρησε και κοκκίνισε ελαφρά. Έδειξε όμως σαν να μη συνέβαινε τίποτα και γέρνοντας και το δικό της κορμί κάθισε δίπλα του ενώ ψέλλισε στη μικρή σιωπή που ακολούθησε:

   --- Δυστυχώς το παραμέλησα το σπίτι και ίσως δεν το βρίσκεις σε καλή κατάσταση και του γούστου σου!  Έχω πολλή δουλειά και του έδειξε στο βάθος το σωρό με τα χαρτιά πάνω στο γραφείο της, και, το εγκατέλειψα τούτες μέρες. Μετά είναι και το Πανεπιστήμιο. Έρχομαι κουρασμένη και που όρεξη για δουλειά.

   Ο Λευτέρης την πρόσεχε και ζήλευε την ακρίβεια και την καθαρότητα του λόγου της. Ο τρόπος που μιλούσε έδειχνε πως είχε απέναντί του μια σπάνια γυναίκα με έντονες προσωπικές εμπειρίες που σίγουρα θα του αποκαλυπτόταν.  Το ζωτικό στοιχείο της έδειχνε να φλεγόταν και πως την ωθούσε  να αναδείξει ό,τι σαν άγγιγμα εμπειρίας και ομορφιάς είχε μέσα της. Αυτό εξάλλου πρόδιδε η συγκίνηση και η ταραχή που διακρινόταν στο ευγενικό της πρόσωπο. Έτσι αναστατωμένος κι αυτός από το ανάλαφρο άρωμά της που αναδυόταν κι έφτανε ως τη μύτη του, της είπε μ’ ένα τρόπο για να την καθησυχάσει, που θύμιζε αύρα από δροσερό αεράκι:

   --- Μα τι λες! Είναι ένα από τα ωραιότερα σπίτια που έχω δει! Εδώ μέσα ο ήλιος δε θα πρέπει να δύει ποτέ! και κοίταξε μια αυτή μια τη δαντελωτή κουρτίνα της τζαμόπορτας.

   --- Τα παραλές! του είπε με τη μεταλλική και ψιθυριστή φωνή της. Ωστόσο το δέχομαι γιατί το λες εσύ!

   Σηκώθηκε.

   --- Κάτσε λίγο μόνος σου, πρόσθεσε, να πάω να ετοιμάσω καφέδες και γλυκό. Δε θα αργήσω, δε θέλω να με βασανίζουν οι τύψεις πως δεν είμαι καλή μαζί σου κι άριστη οικοδέσποινα! Έφυγε με μια χορευτική αεράτη κίνηση και χάθηκε στο βάθος του διαδρόμου που οδηγούσε στην κουζίνα.

   Ο Λευτέρης πίσω ένιωθε σαν να έβλεπε όνειρο. Κι αμέσως έφερε στη μνήμη του την Τάνια. Φοβήθηκε πως η στιγμή του προσωρινού αποχωρισμού τους θα τον έριχνε στην αγκαλιά τούτης της γυναίκας και του ήρθε να τρελαθεί. Το έβλεπε αναπόφευκτο αυτό μιας και η Φοίβη ήδη είχε δείξει πως άρχισε να αφιερώνεται σ’ αυτόν και να είναι ερωτευμένη μαζί του. Αν έχανε την Τάνια θα έχανε το κίνητρο για τη ζωή, θα έχανε την ίδια τη ζωή.  Και τότε η μελαγχολία θα του ρήμαζε την καρδιά ενώ μια βασανιστική πορεία θα τον περίμενε ως τα βαθιά γεράματά του αν έφτανε ποτέ.  Την αγαπούσε περισσότερο από οτιδήποτε στον κόσμο. Η επιθυμία του ήταν τρελή γι’ αυτή και δεν ήθελε με τίποτα να τη χάσει. Αν γινόταν κάτι τέτοιο σίγουρα η έλλειψή της θα έδινε ροή στα δάκρυά του για να την κλαίει συνεχώς σαν την έφερνε στο μυαλό του.

   Για να αποφύγει τις δυσάρεστες σκέψεις σηκώθηκε από τον καναπέ και πήγε και στάθηκε κοντά στο παράθυρο που κοίταζε προς το δρόμο. Τράβηξε την κουρτίνα και κόλλησε το πρόσωπό του στο τζάμι. Η εικόνα της πόλης τον ηρέμησε κάπως και μια ευχάριστη διάθεση απλώθηκε στο σώμα του σαν θυμήθηκε πως ήταν με τη Φοίβη. Η κουβέντα της και μόνο σίγουρα πίστευε πως θα ήταν βάλσαμο για την απελπισμένη του καρδιά για όσο καιρό θα ήταν μαζί της. Κάθισε ακόμη όρθιος και κοιτούσε αφού η Φοίβη δεν έλεγε να φανεί. Ο καιρός είχε ψυχράνει και ένα σύννεφο ήταν σκορπισμένο σ’ ένα κομμάτι του ουρανού. Το σκοτάδι είχε πυκνώσει και η κίνηση στο δρόμο είχε περιοριστεί. Δυο κοράκια πέρασαν με ταχύτητα μπροστά από το παράθυρο και χάθηκαν κράζοντας άσχημα στο πίσω μέρος της αυλής ενώ μια κουκουβάγια που καθόταν στο σύρμα της ΔΕΗ πρόγκιξε και έκοψε φτερό μ’ ένα τσιριχτό θρηνητικό  κουκουβάου. Ο ελαφρός αέρας κουνούσε μια σχισμένη τέντα στο απέναντι φωτογραφείο και την ανέμιζε σαν σημαία σε κάστρο ενώ δυο γάτες ανεβασμένες πάνω στον κάδο των απορριμμάτων γλεντούσαν τρώγοντας τη λεία τους. Όμως ένας περαστικός διαβάτης τους τα χάλασε ρίχνοντας μια γερή κλοτσά στον κάδο που τις έκανε ν’ αφήσουν το φαί και να το βάλουν στα πόδια γίνοντας μπουχός.

   --- Άργησα αλλά ήρθα! Η φωνή της Φοίβης που ακούστηκε γελαστή τον ξάφνιασε, τον διέκοψε από το ρεμβασμό του και τον έφερε πάλι στη θέση του. Εκεί με μια αβρότητα που μόνο οι τζέντλεμαν την έχουν την κοιτούσε χαμογελαστά όσο αυτή τοποθετούσε τα φλιτζάνια με τον καφέ, το νερό και τα πιατέλα με το γλυκό του κουταλιού στο τραπέζι. ‘Όταν ολοκλήρωσε την πράξη της και στάθηκε για λίγο κοιτάζοντάς τον όρθια, διαβρωμένη από την επιρροή του, της είπε μ’ ένα πρωτότυπο εκφραστικό τρόπο:

   --- Άξια!

   Της Φοίβης το πρόσωπο φωτίστηκε από χαρά. Σαν κάθισε και μετά από μια μικρή παύση, του είπε ήρεμα:

   --- Δυστυχώς οι συγκυρίες είναι τέτοιες που δεν μπορώ να ασχοληθώ με το σπίτι όπως θέλω. Για να κερδίσω τη ζωή οφείλω να εργαστώ κι αυτό με βγάζει έξω από τις τρυφερές ανθρώπινες στιγμές της. Δε λέω πως αγανακτώ που δουλεύω, κάθε άλλο, μου αρέσει αυτό που κάνω αλλά πώς να το πω η δουλειά φέρνει προσκόμματα στη ζωή και παύεις να είσαι αυθεντικός. Είσαι πάντα ο άλλος που σε έχει χρήσει η εργοδοσία για να εξυπηρετεί τα συμφέροντά της.

   Εκείνος έφερε το ποτήρι στα χείλη και πριν πιει της ευχήθηκε κάθε ευτυχία. Ύστερα σαν ήπιε  μια γουλιά νερό και  μια ρουφηξιά καφέ, της είπε ενώ έκανε κι αυτή το ίδιο πράγμα και του ευχόταν υγεία και καλή επιτυχία στο στόχο του:

   --- Μιλάς πολύ ωραία κι αυτά που είπες είναι εξαιρετικά σαν ιδέες! Όμως υπάρχουν πράγματα στη ζωή που είναι απαραίτητα να τα κάνουμε. Οφείλουμε να υποκλινόμαστε σ’ αυτά γιατί αλίμονό μας αν δεν υπήρχαν. Η ζωή μας θα ήταν μαρτύριο! Κενή περιεχομένου και ενδιαφέροντος θέλω να πω. Γεμάτη από ανία, πλήξη και μοναξιά.

   Μια έκφραση συγκατάβασης  ζωγραφίστηκε στα μάτια της Φοίβης. Συμφώνησε απόλυτα μαζί του και το φανέρωσε με τη χαρωπή αλλαγή στο βλέμμα της. Στη μικρή σιωπή που κράτησε, τον κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια σαν να τον γνώριζε από παλιά. Δε φάνηκε να ντράπηκε αλλά τουναντίον έδειχνε ευτυχισμένη. Μόνο σαν εκείνος έγειρε το κεφάλι του να πάρει το ποτήρι έχασε το βλέμμα του. Όμως σε λίγο πάλι σαν καλό πλάσμα του Θεού τον έτρωγε με τα μάτια. Ώσπου κάποια στιγμή δυο σταγόνες ιδρώτα που κύλησαν από το μέτωπό της, την ανάγκασαν να σηκωθεί για να φέρει το πακέτο με τα χαρτομάντιλα. Σκουπίστηκε σαν πήρε ένα και για να βγει από τη δύσκολη θέση, είπε χαριτολογώντας:

   --- Το ξέρω, είναι αφύσικο να είσαι άπραγος και τεμπέλης και πολύ ενοχλητικό! Γι’ αυτό καλά λες, ας δοξάζουμε το Θεό που φρόντισε μαζί με τη σπορά μας να μας ορίσει και τα ενδιαφέροντά μας! Σίγουρα το κυνήγι τους μας φέρνει και την ευτυχία.

   Έτσι να μιλούν σ’ αυτό το φιλοσοφικό επίπεδο πέρασε πολλή ώρα. Και το κατάλαβαν μόνο σαν το ρολόι της πόλης χτύπησε έντεκα. Τότε η Φοίβη που δεν ήθελε να τον χάσει με μια μεγαλόπρεπη χειρονομία του έδειξε το γραφείο της. Ύστερα με ωραίο τρόπο τον πήρε από το χέρι και τον οδήγησε μέσα. Κάθισαν στο μικρό καναπέ κι άρχισαν και πάλι την κουβέντα.

   --- Ω, Θεέ μου! Τι ευχάριστη έκπληξη ήταν αυτή που μου έκανες! ξεφώνισε ο Λευτέρης και ξεχνώντας για μια στιγμή τις τυπικότητες κοιτούσε έκθαμβος τη διακόσμηση, την πλούσια βιβλιοθήκη, τους πίνακες στους τοίχους και τις στοίβες από τα χαρτιά που ήταν στοιβαγμένα πάνω στο καλαίσθητο ξύλινο γραφείο της.

   --- Τι κοιτάς; τον ρώτησε αυτή. Πρώτη φορά βλέπεις γραφείο;

   Αυτός συνέχιζε να κάνει τη διαδρομή με το βλέμμα του πάνω στα όμορφα αντικείμενα που ήταν βαλμένα με γούστο παντού. Στους τοίχους,  στα τραπεζάκια, στα ράφια και όπου αλλού υπήρχε χώρος. Το πανταχού παρόν χέρι της Φοίβης που τα είχε τοποθετήσει είχε αφήσει ανεξίτηλα τα σημάδια του.

   --- Μα, είναι τόσο όμορφα όλα που δεν μπορώ να κάνω αλλιώς! της είπε και πήρε στα χέρια του δυο μπρούτζινα αστεράκια που βρίσκονταν πάνω στο τραπεζάκι.

   Αυτή γέλασε και του είπε:

   --- Όλα αυτά είναι ιδιοκτησία μου και τα προσέχω!

   --- Το βλέπω! Μου κάνει όμως εντύπωση τούτο: και στο Πανεπιστήμιο διατηρείς καθαρό και μοντέρνο το γραφείο όπως κι εδώ. Πώς τα καταφέρνεις; Θα ‘χεις πιστεύω κάποια υπηρεσία στο σπίτι που σε βοηθά και στο Πανεπιστήμιο κάποιο υπεύθυνο υπάλληλο. Εκτός πια αν το γούστο σου είναι τέτοιο που σε κάνει ν’ αγαπάς το χώρο που ζεις και να τον μεταμορφώνεις από το άχαρο γκρίζο στο έγχρωμο που είναι χαρούμενο. Αυτό δείχνει πως και η ψυχή σου είναι γιορταστική και χαρούμενη.

   --- Έτσι είναι όπως τα λες! Μόνη μου τα φροντίζω και τα δυο. Και το γραφείο στη δουλειά μου και το σπίτι μου, μάλιστα με λίγη φροντίδα και ελάχιστο κόστος. Τα πιο πολλά διακοσμητικά απ’ όσα βλέπεις είναι φτηνιάρικα. Έχουν όμως κάτι το αυθεντικό πάνω τους και περισώζονται. Εξάλλου και η γοητεία τους αυτή είναι. Πολλή εντύπωση από το τίποτα!

   --- Ναι, αλλά πρέπει να έχεις και πλούσια φαντασία!

   --- Δόξα τω Θεώ! Αυτό φαίνεται!

   Στο ξέσπασμα του γέλιου που ακολούθησε έγινε μικρή σιωπή για ένα λεπτό. Έτσι βρήκε ευκαιρία να σκεφτεί ο Λευτέρης και να της πει:

   --- Από τα χειρόγραφα, τα καλά βιβλία και τους αρχαίους κλασικούς που βλέπω πάνω στο γραφείο σου, συμπεραίνω πως δεν τα έχεις για τον τύπο αλλά τα αξιοποιείς, σίγουρα προς το καλύτερο. Με λίγα λόγια μήπως προετοιμάζεσαι για κανένα διδακτορικό σου σαν και μένα;

   Η Φοίβη τον κοίταξε  ντροπαλά κι έδειξε ταραγμένη. Σπάνια αποκάλυπτε τις προσωπικές της επιλογές  ακόμα και στους πιο στενούς φίλους ή συγγενείς της. Φοβόταν την κακία, τη ζήλια και  τη μοχθηρία τους και το απόφευγε. Ήταν βέβαιη πως θα την κουτσομπόλευαν ή θα την κορόιδευαν για το << σκύψιμο >> στα  χαρτιά που το θεωρούσαν χάσιμο χρόνου αντί μιας ζωηρής κι απολαυστικής ζωής, πλήρους ηδονών και θεαμάτων. Όμως τώρα απέναντι στο Λευτέρη ένιωσε ελεύθερη και θέλησε να του το αποκαλύψει. Εξάλλου ήταν σίγουρη γι’ αυτόν πως δε θα την κατσάδιαζε  που κλεινόταν μέσα για να ασχοληθεί με τα γράμματα αλλά αντίθετα θα την επαινούσε. Έτσι με μια βαθιά αναπνοή του είπε με το βλέμμα της ριγμένο πάνω του  ανέκφραστο από την αγωνία που θα είχαν τα λόγια της σαν τα άκουγε:

   --- Φιλόλογος είμαι  και είπα να αξιοποιήσω το πτυχίο μου όπως πρέπει. Σαν καθηγήτρια χωρίς βλέψεις για πανεπιστημιακή καριέρα. Πριν διοριστώ στη θέση της γραμματέας στο Πανεπιστήμιο, δίδασκα Αρχαία Ελληνικά σε ιδιωτικό Γυμνάσιο της Αθήνας. Ήμουν ενθουσιασμένη μ’ αυτό που έκανα κι ένιωθα ψυχικά και συναισθηματικά πλήρης. Σαν όμως ήρθα στην νέα μου θέση τα πράγματα άλλαξαν. Αυτό που κάνω στη Γραμματεία αλλά και κοντά στον κύριο Βρανά, είναι διαφορετικό απ’ αυτό που γίνεται στην αίθουσα. Η δουλειά μου εδώ έχει να κάνει περισσότερο με αξιολόγηση των γνώσεων των υποψήφιων για διδακτορικό παρά με δοτικές και υπερσυντέλικους. Είμαι ουσιαστικός κρίκος  ανάμεσα στους υποψήφιους και της Επιτροπής Κρίσης. Πριν κριθεί η διατριβή περνάει από μένα. Τη διαβάζω, τη διορθώνω και τη θέτω στην κρίση του υπεύθυνου καθηγητή. Αυτός την ξεσκονίζει για τα καλά κι εφόσον βρει αδυναμίες καλεί τον υποψήφιο και τον εγκαλεί να διορθώσει τη γραφή του. Ύστερα αρχίζουν κι άλλες διορθώσεις μέχρι που η διατριβή να στέκεται επιστημονικά. Τότε μόνο τυπώνεται και ο υποψήφιος μπορεί να την υποβάλλει στην Επιτροπή Κρίσης. Όλο αυτό το σκύψιμο πάνω από τόσες διατριβές μ’ έχει κάνει αν όχι σοφή σίγουρα παραφουσκωμένη από γνώσεις! Κάτι είναι κι αυτό. Είναι κέρδος γνώσης. Δυνατό όπλο για τη ζωή! Όμως στην πορεία κάποιοι εκδοτικοί οίκοι μου ζήτησαν να κάνω μεταφράσεις ξένων λογοτεχνικών κειμένων στην ελληνική. Το δοκίμασα και μου άρεσε.  Το συνέχισα κι αυτή τη στιγμή μεταφράζω << Τα σταφύλια της οργής >> του  ΤΖΩΝ ΣΤΑΙΝΜΠΕΚ. Όμως δε σταμάτησα εδώ! Ένας  άλλος εκδοτικός οίκος μου ζήτησε κι αυτός να επιμελούμαι τις εκδόσεις του που έχουν να κάνουν με αρχαίους κλασικούς. Δέχτηκα κι έχω μπει εδώ και τρία χρόνια για καλά στο χορό του καλού βιβλίου.

   Ακούγοντας όλα αυτά ο Λευτέρης πέταξε από τη χαρά του. Αισθάνθηκε υπέροχα και την κοιτούσε σιωπηλός θαυμάζοντάς την με ορθάνοιχτα  τα μάτια. Του ερχόταν να ορμήσει πάνω της να την αγκαλιάσει και να την φιλήσει πολλές φορές στα μάγουλα, στα χείλη, στο μέτωπο, όπου μπορούσε για να της δείξει την εκτίμησή του.  Μια τέτοια πληθωρική γυναίκα στο σώμα και το νου πρώτη του φορά συναντούσε.  Δεν έκανε όμως τίποτα απ’ όλα αυτά απλά με κάθε σεβασμό της είπε, γοητευμένος:

   ---  Είσαι αξιοθαύμαστη! Λίγες γυναίκες πετυχαίνουν τόσα πολλά όπως εσύ. Σου αξίζουν συγχαρητήρια!

   Ακούγοντας αυτά η Φοίβη έδειξε να συγκινήθηκε. Κατέβασε το κεφάλι κι έδειχνε να διάβαζε τον τίτλο ενός βιβλίου που υπήρχε μπροστά της. Πέρασε μισό λεπτό για να βρει τη δύναμη να το σηκώσει. Φαινόταν ευτυχισμένη. Όμως καθόταν ακίνητη και δεν έλεγαν τίποτα. Σε λίγο η έκφραση του προσώπου της έγινε σοβαρή και φυσιολογική όπως ήταν την ώρα που του αφηγούνταν  τα ελάχιστα από τη ζωή της. Τότε του είπε:

   --- Το  κάνω, αυτό με τις μεταφράσεις,  για να μην είναι η ιστορία της ζωής μου βαρετή!

   --- Θέλεις να πεις πως μ’ αυτό και με τα τόσα άλλα που κάνεις λύνεις κάπως το ζήτημα της ύπαρξης της ζωής σου; Νιώθεις αυτάρκης εννοώ!

   --- Εν μέρει ναι. Οι ώρες μου παύουν να είναι ατέλειωτες από άγχος και βαρετές. Η σκέψη μου είναι απασχολημένη στην ουσία των πραγμάτων και τη δημιουργικότητα. Βρίσκει διεξόδους ενθάρρυνσης και απεγκλωβίζει το ανιαρό και το ευτελές. Αυτό κάνει τη ζωή ενδιαφέρουσα και εμένα την ίδια να μη φοβάμαι κάθε επικείμενη σωματική και πνευματική φθορά.

   --- Συμφωνώ μαζί σου, της είπε και  βολεύτηκε καλύτερα στη θέση του.

   --- Αυτό σημαίνει πως κι εσύ θα έχεις δώσει αξία στη ζωή σου με κάτι δημιουργικό πέρα από τις επαγγελματικές σου δραστηριότητες και τις βλέψεις σου στην πανεπιστημιακή καριέρα.

   Ο Λευτέρης έδειξε να νιώθει υπέροχα απ’ αυτό που του είπε γιατί του δινόταν η ευκαιρία να μιλήσει για τον εαυτό του. Κι αυτό του άρεσε  επειδή ήθελε να την εντυπωσιάσει. Έτσι με το πρόσωπό του να γίνεται πιο ευχάριστο, άρχισε να λέει:

   --- Είμαι άνθρωπος της φτώχειας. Η διατροφή μου ήταν κυρίως σταρένιο ψωμί από φούρνο που το ζύμωνε και το φρόντιζε η μάνα μου. Το έφερνε στην πόλη ο πατέρας μου όταν πήγαινα στο γυμνάσιο μέσα σ’ ένα σακούλι μαζί με άλλα τρόφιμα που αποτελούνταν  από τραχανά, χυλοπίτες, αυγά, φασόλια, σύκα και λάδι. Μ’ αυτό το καρβέλι έπρεπε να περάσω όλη τη βδομάδα. Δόξα τω Θεώ όμως παρά τη φτώχεια τα κατάφερα και είμαι τώρα μπροστά σου επί διδακτορική διατριβή! Κι όλα αυτά γιατί είμαι φύση ανήσυχη και μου αρέσει η δημιουργία μαζί με το νέο που περιέχει. Να σκεφτείς πως όταν ήμουν φοιτητής η γειτονιά με φώναζε με το όνομα << ο θεληματάς >> Μου άρεσε να κάνω δικές τους δουλειές  όχι για να αμείβομαι αλλά για να δημιουργώ καινούριες παραστάσεις και γνωριμίες. Όλα αυτά τα έβλεπα σαν δημιουργία δική μου που μου έδινε χαρά. Όταν  γυρνούσα και είχα εκτελέσει τις παραγγελιές των εντολέων μου το θεωρούσα μέγα κατόρθωμα. Όμως μ’ αυτή τη συναναστροφή γνώρισα εκτός από την ευχαρίστηση και την απογοήτευση. Απογοήτευση από τον πόνο των ανθρώπων θέλω να πω. Αυτό με οδήγησε να στρωθώ προς τη λογοτεχνία και τη δημοσιογραφία. Αρθρογραφώ στις τοπικές εφημερίδες, γράφω διηγήματα σε περιοδικά και έχω ένα μυθιστόρημα με τίτλο << Οι δυνατοί >> σε χειρόγραφο. Δε σκοπεύω να γίνω επαγγελματίας συγγραφέας γιατί το ταλέντο μου είναι μικρό. Όμως σε ό,τι γράφω πραγματεύομαι σοβαρά κοινωνικά ζητήματα που αφορούν το λαό κι αυτό με ικανοποιεί. Εν τω μεταξύ  στις μέρες μας η λογοτεχνία έχει γίνει εμπόρευμα κι αυτό την έχει κάνει να χάσει την κλασική της αξία και να ντυθεί με την υποκρισία και την κακογουστιά εύκολων κι εύπεπτων ροζ συναισθηματικών ιστοριών που ψάχνουν αναγνώστριες ανάμεσα σε στερημένες κυρίως γυναίκες. Γράφουν τόσοι τέτοιες ευτράπελες ιστορίες δε χρειάζεται να γράφω κι εγώ.

   Η Φοίβη έδειξε πολύ χαρούμενη που βρήκε έναν ενδιαφέροντα άνθρωπο με τα ίδια δικά της πνευματικά γούστα.  Αυτό την έκανε να του κάνει μερικές ερωτήσεις  για να συνεχίσει την κουβέντα μαζί του που την έβρισκε τόσο συναρπαστική. Έτσι τον ρώτησε:   

   --- Δηλαδή αν θα ασχολιόσουν με τη λογοτεχνία συμπεραίνω πως θα ακολουθούσες το δρόμο του μυθιστορήματος ή μήπως κάνω λάθος;

   --- Σωστά μιλάς. Θα έγραφα μυθιστορήματα ναι. Μάλιστα δε με κοινωνικό περιεχόμενο όπως σου ανέφερα πιο πάνω στρέφοντας τα όπλα μου εναντίον της εκμετάλλευσης και της χυδαιότητας της πλούσιας και εν πολλοίς διαφθαρμένης αριστοκρατίας. Ρομάντζα με αγάπες, κλάματα, δακρύβρεκτους χωρισμούς και αυτοκτονίες μετά από ερωτικές απογοητεύσεις θα ήταν καταραμένα για να τα βάλω στα βιβλία μου.

   Κούνησε το κεφάλι της συγκαταβατικά δείχνοντας πως υιοθετούσε αυτά που έλεγε. Το πρόσωπό της είχε πάρει μια χαριτωμένη έκφραση και τον άκουγε σαν μαθήτρια. Στη μικρή σιωπή που ακολούθησε, είπε:

   --- Οι μεγάλες ερωτικές σκηνές ή οι προδοσίες από τρίτους και οι σκοτωμοί, αλήθεια τι χρειάζονται να γράφονται! Τόσα άλλα θέματα όπως η φτώχεια, η πείνα, η ανεργία, οι πόλεμοι με τους νεκρούς, τους κυνηγημένους και τους τραυματίες δε θα έπρεπε να απασχολούν το συγγραφέα πρωτίστως από τα ροζ σενάρια αγάπης και κουτσομπολιού;

   --- Θα έπρεπε. Δεν το κάνουν όμως. Εύκολα μπορείς να το μαντέψεις.

   --- Υπάρχουν όμως και μυθιστορήματα ερωτικά όπως είναι << Ο έρωτας στα χρόνια της χολέρας >> και διαβάζεται πολύ. Γι’ αυτό τις λες;

   --- Α, καλά, αυτό είναι αριστούργημα όπως κι άλλα. Δε μιλάμε γι’ αυτά. αλλά για εκείνα που δεν έχουν καλό περιεχόμενο ούτε και τεχνική και είναι γραμμένα για να διασκεδάσουν τον αναγνώστη κι όχι να τον προβληματίσουν. Αυτά είναι που χρειάζεται να ριχτούν στην πυρά.

   Αυτός μιλούσε και η Φοίβη απολάμβανε τα λόγια του. Είχε απορήσει μαζί του που ήταν τόσο ήπιος και τα έλεγε τόσο όμορφα. Δείχνοντας για λίγο αμήχανη  σηκώθηκε κι άρχισε να πηγαίνει πέρα δώθε στο δωμάτιο. Ωστόσο παρά το λίγο εκνευρισμό της είχε γίνει ένα πλάσμα ασύγκριτης γοητείας. Κι αυτό ερέθισε το Λευτέρη που όσο αυτή βημάτιζε αυτός την κοιτούσε κι ένιωθε συνεπαρμένος από το καλοδιατηρημένο κορμί της και τα ολόλευκα χέρια της που τους έδιναν μια άνευ προηγούμενου κομψότητα. Κι όπως περπατούσε η σκιά του σώματός της αντανακλόταν στον τοίχο αφήνοντας τη σιλουέτα του να φαίνεται σαν κάτι το περαστικό μεν αλλά αναλλοίωτο.  Αυτή η εικόνα  θα έμενε στη μνήμη του για πολλά χρόνια.

   Το βάδισμα κράτησε περίπου ένα λεπτό και μετά η Φοίβη κάθισε και πάλι στο γραφείο της. Μπροστά της ήταν ένα μικρό καθρεφτάκι και σαν το πήρε έριξε μερικές γρήγορες ματιές βλέποντας το πρόσωπό της μέσα και το άφησε. Αμέσως σταύρωσε τα χέρια της και αφού τον κοίταξε και τέντωσε πίσω το κεφάλι της του είπε:

   --- Είσαι ενδιαφέρων άνθρωπος  και η καρδιά μου έκανε τικ τακ από την πρώτη στιγμή που σε είδα. Δεν κοιμήθηκα όλη τη νύχτα εξαιτίας σου και κατάλαβα τελικά πως ο ήλιος θα ανατέλλει πια για μένα μόνο όταν είμαι κοντά σου.  Η καρδιά μου  μέσα μου λέει πως δε θα εξαφανιστείς και παρακαλεί την υψηλότητά σου  να είμαστε μαζί από εδώ και μπρος!

   Είχε κοκκινίσει και τα χείλη της έτρεμαν ελαφρά. Τα μάτια της φαίνονταν υγρά κι έδειχναν κλαμένα. Τον κοίταζε χωρίς να κουνιέται και περίμενε την απάντησή του.

   Ο Λευτέρης έδειχνε συγκινημένος. Αναστέναξε και της είπε:

   --- Σ’ ευχαριστώ για την αγάπη και την αφοσίωσή σου σε μένα! Αυτό είναι υπέροχο! Νιώθω πολύ ευτυχισμένος! Σου δηλώνω κι εγώ μετά παρρησίας πως και η πληγωμένη μου καρδιά από την ώρα που σε είδα ταξιδεύει με τη δική σου! Ω! Τι ευτυχία!

   Αυτή στο άκουσμα των λόγων του έβαλε τα κλάματα. Της φάνηκαν τόσο παράξενα αλλά κι αληθινά. Έκλαιγε γοερά και δεν υπήρχε λόγος να σταματήσει με τίποτα αν κάποιος δεν προσπαθούσε να την πλησιάσει με τρυφερότητα. Ο Λευτέρης ένιωσε το μαρτύριό της και σηκώθηκε. Έσκυψε πάνω από το κεφάλι της σαν την πλησίασε και αγγίζοντάς το απαλά, της ψιθύρισε με βαθιά συγκίνηση:

   --- Έχουμε πολύ χρόνο μπροστά μας για συγκινήσεις! Συγκρατήσου τώρα!

   Τα λόγια του τη συνέφεραν. Αυτός τότε έπιασε το χέρι της και το χάιδευε συνεχώς από τον καρπό ως πάνω το μπράτσο. Κι όσο το έκανε στο μυαλό του ήρθαν μια σειρά από συνειρμοί με πρωταγωνιστές τις δυο γυναίκες, την Τάνια και τη Φοίβη που τον είχαν μπλέξει στις  συναισθηματικές ορέξεις και μεταπτώσεις τους  και κανείς δεν ήξερε ποιο θα ήταν το τέλος του μαζί τους. Εκείνη όμως που του παρέλυε περισσότερο το νου ήταν η Τάνια που τη θωρούσε μπροστά του να τον ταλαιπωρεί με το φιλήδονο βλέμμα της και να τον βγάζει έξω από τα ρούχα του με τις περιπτύξεις που σίγουρα τώρα που έλειπε θα εξασκούταν με τον πίθηκο τον εραστή της πίσω στην πόλη που τους άφησε και τους δυο. Κι ένιωθε την καρδιά του να έχει γίνει πέτρα, το κεφάλι του να πονά, τα μάτια του να δακρύζουν και διαισθανόταν το μέλλον του να το περνά μέσα σε ατέλειωτες και κρύες νύχτες.  Κι όλα αυτά γιατί δεν ξεκαθάριζε ποιον από τους δυο ήθελε. Τον Αργύρη ή αυτόν;  Όπως και να ήταν ο ίδιος δεν ήθελε να την χάσει με τίποτα. Και ούτε λόγος να την εγκαταλείψει. Την αγάπη του για την Τάνια και τα συναισθήματά του με κανένα τρόπο δεν μπορούσε να τα καταπιέσει και το μαρτύριο της σχέσης του μαζί της όλο και θα του γινόταν ένας ανεπιθύμητος δυνάστης.

   Όταν έφυγε από το σπίτι της Φοίβης ήταν ράκος και σε άσχημη κατάσταση. Αφού περιπλανήθηκε για μια ώρα στο δάσος πήγε κουρασμένος κι εξαντλημένος στο σπίτι. Έπεσε κατευθείαν για ύπνο. Κάθε λίγο και λιγάκι πεταγόταν. Εκείνο το βράδυ είδε τους περισσότερους εφιάλτες όσο ποτέ άλλοτε.

 

 

 

 

 

                                                        7

 

 

 

 

 

   Η Φοίβη ήταν δυνατή και καλή γυναίκα και μαζί της εξάλειψε την απόγνωσή του αλλά όχι την απελπισία του που τον έκανε να πιστεύει πως  τώρα που ήταν τόσο μακριά σίγουρα θα την έχανε την Τάνια.  Δεν της ανέφερε τίποτα για τη γυναίκα αυτή που τον φόρτωσε τόσα δεινά και ποτέ του δεν της έκανε την παραμικρή νύξη για τον έρωτά τους. Της τα έλεγε όλα καλά και ποτέ δεν της ανέφερε αυτό που τον βασάνιζε. Απλά σαν πήγαιναν να παρακολουθήσουν καμιά κλασική ταινία και τον ρωτούσε στο τέλος να της πει τις εντυπώσεις του από τον έρωτα των πρωταγωνιστών το απόφευγε. Αν  αποφάσιζε να μιλήσει, δυσκολευόταν, ίδρωνε, οι λέξεις του κολλούσαν στο λαρύγγι του και αν συνέχιζε έλεγε ανοησίες. Γυναίκες δεν κοίταζε όσο ήταν μαζί αλλά μόνο ένα είδος. Αυτό που έμοιαζε με την Τάνια και είχε το στιλ της. Τότε η Φοίβη σαν τον ρωτούσε γιατί το κάνει, αυτός δεν απαντούσε αλλά αφηνόταν σ’ ένα ονειροπόλημα που γι΄ αυτόν ήταν αργός θάνατος.

   Οι μέρες του ήταν αλήθεια με τη Φοίβη  ομόρφυναν τη ζωή του. Όταν χρειαζόταν κάτι σ’ αυτή έτρεχε και σ’ αυτής την αγκαλιά έβρισκε θαλπωρή και θέρμη. Στο Πανεπιστήμιο ήταν συνεχώς κοντά της και ήταν η πολυαγαπημένη φίλη  και συνεργάτιδά του. Στη διατριβή τα πήγαινε περίφημα και η αρωγή της Φοίβης ήταν παραπάνω από αρίστη. Η παρέα τους είχε χρώμα και πάντα στις δύσκολες στιγμές είχαν βρει τον τρόπο να λένε και οι δυο ένα τραγούδι και να χαίρονται.

   Στο τέλος του Μάη μετά από την παρακολούθηση μιας θεατρικής παράστασης έδειχνε πολύ ευδιάθετος και της πρότεινε να πάνε σ’ ένα γραφικό ταβερνάκι της παραλίας.  Κατά την ώρα του δείπνου κι ενώ είχαν αδειάσει ένα μπουκάλι εύγεστο κοκκινέλι της ανακοίνωσε πως σκόπευε μετά το τέλος της διατριβής του και την αναγόρευσή του σε Λέκτορα του Πανεπιστημίου να την παντρευτεί. Αυτή χάρηκε τόσο που από τη συγκίνηση και την ταραχή της έριξε κάτω ένα ποτήρι με τον αγκώνα της και έγινε κομμάτια. << Γούρι! Γούρι! >> της φώναξε ο Λευτέρης  και τη φίλησε τρυφερά στο στόμα. Μετά  απ’ αυτό την παρατήρησε στο πρόσωπο ενώ είχε αποτραβηχτεί από κοντά της  και του φάνηκε πιο όμορφη απ’ ότι ήταν πριν. Η έκφρασή της είχε γίνει ήρεμη, η νεανικότητά της είχε τονωθεί μ’ ένα χρωματισμό ροδαλό κάτω από τα μάτια της και η λάμψη  στο βλέμμα της έδειχνε πως η εσωτερική της φλόγα ήταν ξεκάθαρο πως έκαιγε ασίγαστη για το πάθος της στο Λευτέρη εκείνη τη στιγμή.  Του άρεσε κι ανεπαίσθητα ένιωσε ένα βαθύ και δυνατό συναίσθημα για τη γυναίκα αυτή. Ένα συναίσθημα που περιείχε συμπάθεια, αγάπη και οίκτο.

   Στο δρόμο για τα σπίτια τους της είπε και τούτο: << πως στις 20 Ιουνίου άρχιζαν οι καλοκαιρινές διακοπές και θα άφηνε το Πανεπιστήμιο  επιστρέφοντας στην πόλη του και μένοντας μέχρι τα μέσα του Σεπτέμβρη όπου και θα επέστρεφε και πάλι. Στις 4 Ιουλίου θα έδινε με τους πρώην μαθητές του την παράσταση << Τρωάδες >> στην αίθουσα εκδηλώσεων του Λυκείου, παράσταση που είχε δουλέψει κατά τη διάρκεια των επισκέψεών του τα Σαββατοκύριακα στον τόπο του. Ακόμη της είπε πως τις διακοπές του θα τις περνούσε στην Κυπαρισσία και το χωριό αφού οι ομορφιές τους είναι τέτοιες που θα τις ζήλευε και ο ποιο άσπονδος εχθρός της φύσης.

 

 

 

 

 

 

 

 

                                      

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

                                       ΚΕΦΑΛΑΙΟ   ΕΝΑΤΟ

 

 

 

 

 

 

 

                                                           1

 

 

 

 

 

 

 

   Στις  22 Ιουνίου ήρθε στην Κυπαρισσία. Μόλις άνοιξε την πόρτα τον περίμενε μια έκπληξη που δεν μπορούσε να την φανταστεί. Η Τάνια του είχε στείλει κάρτα με το ταχυδρομείο εδώ κι ένα μήνα. Η καρδιά του χτύπησε γοργά σαν άνοιξε το φάκελο και πατώντας το διακόπτη να φωτιστεί ο χώρος γιατί ήταν σούρουπο, διάβασε το κείμενο τόσες φορές που άρχισε να το επαναλαμβάνει με μπρίο βαδίζοντας από το ένα δωμάτιο στ’ άλλο σαν τρελός και χοροπηδώντας σαν μικρό παιδί.  Η κάρτα που είχε σταλθεί από τη Μονεμβασιά σαν είχε πάει ταξίδι αναψυχής το Πάσχα, με τον άντρα της, έγραφε με  καλλιγραφικά εκλεπτυσμένα και χορευτικά γράμματα: << Σ’ εκείνον, που έφερε  την Ανατολή στη ζωή μου. Σ’ εκείνον που άγγιξε τα ενδόμυχα της ψυχής μου. Σ’ εκείνον που μ’ έλουσε με το φως της αιώνιας αγάπης! Τάνια >>.

   Έπεσε στο κρεβάτι και την έφερε στη φαντασία του. Έτσι όπως ήταν κομψή και πλημμυρισμένη από αχαλίνωτη θηλυκότητα. Τα φαντάστηκε όλα, το γέλιο της, τη φωνή της, τη γλυκύτητα του προσώπου της. Άκουσε τον ήχο από το χορευτικό βάδισμά της, αισθάνθηκε το άρωμα του κορμιού της, ένιωσε το άγγιγμα της ψυχής της και την τρυφερότητα της συμπεριφοράς της. Να, λοιπόν που τον αγαπούσε! Η πλάνη του είχε διαλυθεί, ο όλεθρος που νόμιζε πως θα τον έβρισκε σαν την έχανε είχε εξαλειφθεί. Ο άλλος; Τι όμως γινόταν με τον άλλο; Τίποτα! Ένα κομμάτι της ανόητης αρρωστημένης φαντασίας του  τα σκεπτόταν όλα αυτά και ήταν ψέματα. Έφταιγε πιο πολύ ο ίδιος  που νόμιζε πως τα είχε με το Δριμή παρά αυτή. Το αφύσικο και το πρόστυχο που έβλεπε πως δήθεν υπήρχε μεταξύ τους δεν ήταν παρά μια  συνηθισμένη ανθρώπινη σχέση συνάδελφου προς συνάδελφο. Ήταν δυνατόν να αγαπά τον ίδιο και να κάνει τιποτένια πράγματα με τον άλλον; Τι ανόητος που ήταν! Ο λανθασμένος εγωισμός του και το άρρωστο πάθος του γι’ αυτή τον έκανε να βλέπει και την παραμικρή της τρυφερή οικειότητα με το διευθυντή ύποπτη και ανήθικη. Ας σταματούσε λοιπόν να την περιφρονεί ώρες- ώρες που τους έβλεπε μαζί κι ας της συγχωρούσε κάποιες ανθρώπινες επιπολαιότητες και αδυναμίες της. 

   Από τη χαρά του έφυγε κατευθείαν και πήγε στο φίλο του τον Άρη. Δεν του είπε τίποτα και μίλησαν ήσυχα όπως συνήθιζαν για κοινωνικά κι άλλα σπουδαία θέματα γενικού ενδιαφέροντος. Του ζήτησε να καλύψει στην εφημερίδα μ΄ ένα άρθρο του τη σχολική παράσταση που θα δινόταν στις 4 Ιουλίου και ήταν μια θεατρική προσπάθεια άξιας επαίνου και καλοπροαίρετου σχολιασμού. Στη συνέχεια πήγαν και  γλέντησαν σ΄ ένα ταβερνάκι ως τις πρώτες πρωινές ώρες. Λίγο  πριν φύγουν η κουβέντα τους έφτασε στη γυναίκα. Ο Λευτέρης του ζήτησε τη γνώμη του για να τη χαρακτηρίσει. Αυτός με ετοιμότητα και ειλικρίνεια  χωρίς να ξέρει τι του συνέβαινε, του είπε: << Να ξέρεις, φίλε πως η ανθρώπινη αλλά περισσότερο η γυναικεία φύση είναι πολύ σκοτεινή κι αντιφατική. Εκεί που ο άντρας νομίζει πως του είναι υποταγμένη αυτή έχει το κομμάτι της απέχθειας σ’ αυτόν  και το πάθος της ηδονής στον άλλον, τον εραστή της! Κι ενώ αυτός την αγαπά με τη θέλησή του και χωρίς καταναγκασμό αυτή  προσποιείται πως του ανήκει ενώ τον κερατώνει ανεπανόρθωτα >>.

   Τα λόγια του αυτά τον τρόμαξαν τόσο που τα σκεφτόταν όλη τη νύχτα μένοντας άγρυπνος. Μόνο μια ώρα πριν φέξει τον πήρε ο ύπνος κι αυτός δεν ήταν τόσο καλός αλλά γεμάτος με εφιάλτες, που κάθε τόσο τον ξυπνούσαν.

 

 

 

 

                                                2

 

 

 

 

   Η παράσταση με τις << Τρωάδες >> πέτυχε και όλοι οι ερασιτέχνες ηθοποιοί του Λυκείου ήταν άριστοι. Αν  και η απειρία τους δυσκόλεψε να μπουν στο πετσί του ρόλου τους  και κάποιες υποκριτικές ατέλειες τους κούρασαν εντούτοις διορθώθηκαν στις πρόβες και τα κατάφεραν πολύ καλά. Τις αδυναμίες τις διόρθωσαν με τη θεατρική αγωγή και το σκηνικό ήθος που τους δίδαξαν τόσο ο Λευτέρης όσο και η Τάνια.  Ο Λευτέρης στο ρόλο του Μενέλαου ήταν άψογος κι έδωσε ένα προϊόν ερμηνείας ασύγκριτο. Το ίδιο και η Τάνια  στο ρόλο της Ελένης. Ανυπέρβλητη και χωρίς να το  παρατραβήξει το σκοινί όπως το ήθελε ο μύθος σε κάποιες στιγμές κρίσιμες, στάθηκε στο ύψος της.  Σοβαρή με καλή άρθρωση και βλέμμα που μπορούσε να μεταμορφώσει ένα  απειλητικό ξίφος σε αναμμένο φαλλό απέσπασε τα πιο πολλά χειροκροτήματα. Όσο για τους υπόλοιπους μαθητές, ηθοποιούς το ήθος, το κύρος, η ευγένεια, η εσωτερικότητα και η πειθαρχία που ακολούθησαν κατά την ερμηνεία τους, τους οδήγησαν σε μια εντυπωσιακή έκφραση που συντάραξε τους θεατές.  Με λίγα λόγια το τόλμημα αυτό του Λευτέρη να ανεβάσει την παράσταση στέφθηκε από  επιτυχία.

   Μετά την παράσταση όλοι  αισθάνθηκαν καλά και είπαν να το διασκεδάσουν μ’ ένα δείπνο στο << τουριστικό περίπτερο >> της πόλης που βρισκόταν στην παραλία του Άη- Λαγούδη. Στην τραπεζαρία  που κάθισαν ο Λευτέρης προσπάθησε να την πλησιάσει  και να  καθίσει δίπλα της αλλά δεν τα κατάφερε. Τον πρόλαβε ο αντίζηλός του που με μια καθηλωμένη από θαυμασμό ματιά πάνω στην Τάνια της ζήτησε τη θέση δίπλα της κι αυτή του την παραχώρησε μ΄ ένα σπινθηροβόλο κοίταγμα όλο λαγνεία ενώ δεν παράλειψε σαν αυτός κάθισε να διευθετήσει με το χέρι της και το έξοχο φόρεμά της που είχε καταλάβει μέρος του καθίσματος, τραβώντας το ανάλαφρα προς το πόδι της, σκεπάζοντάς το ως το γόνατο.

   Έτσι η σειρά τώρα των ηρώων μας ήταν η εξής: Δεξιά του άντρα της καθόταν η Τάνια, δίπλα της ο Αργύρης και πιο πέρα ο Λευτέρης. Αυτή η κακή διάταξη που τον ανάγκασε να βρίσκεται μακριά της και κοντά στον εχθρό του, τον εκνεύρισε τόσο που αμέσως μόλις κάθισε η καρδιά του χτυπούσε γοργά από τα νεύρα του ενώ η σκέψη του πως όλη την ώρα του δείπνου ο άλλος θα της κρατούσε αναμμένη τη λαμπάδα του πάθους της αγγίζοντάς την που και που κρυφά από τον άντρα της κι απ’ αυτόν τον τρέλαινε. Και είχε δίκιο γιατί σε λίγο οι δυο τους  έπιασαν μια ακατάσχετη φλυαρία με γελάκια και  τρυφερότητες που χωρίς να ντρέπονται για την υπόληψή τους και την επισημότητα του τραπεζιού αλλά και τα βλέμματα των καλεσμένων που έπεφταν πάνω τους τη συνέχιζαν όσο περνούσε η ώρα, μάλιστα με απαράδεκτη προκλητικότητα.

   Οι άνθρωποι το έδειχνε καλά η σκηνή που έπαιζαν ήταν ερωτευμένοι αν μη τι άλλο. Κι αυτό φαινόταν στα μάτια τους που κοιτάζονταν και περισσότερο της Τάνιας που έλαμπαν κι έδειχνε γοητευμένη μαζί του ενώ κι ο Αργύρης φαινόταν να χαίρεται πολύ τα ξετσίπωτα σκερτσάκια της.  Όλα αυτά έκαναν το Λευτέρη να φανταστεί πως δεν είχε άλλο μέλλον πια μαζί της και πως σίγουρα ανήκε στον άντρα που του δινόταν εκείνη τη στιγμή μπροστά του ενώ σ’ αυτόν δεν του έριχνε ούτε ένα βλέμμα τρυφερό. Έτσι μ’ ένα αίσθημα αηδίας μέσα του για τη γυναίκα που αγαπούσε παράφορα τους κοίταζε σιωπηλός όλα ζήλια με τα μάτια του καρφωμένα πάνω τους και του ερχόταν να κλάψει.

   Ο άντρας της τους κοιτούσε κι αυτός αλλά δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Είχε χάσει κάθε έλεγχο πάνω της και ο εγωισμός της τον είχε αποδυναμώσει από κάθε προσπάθεια να της συγκρατήσει τα πάθη της φιληδονίας. Έτσι την άφηνε να λειτουργεί με υπερβολική ελευθερία και να γοητεύεται από την ασυδοσία των επιλήψιμων πράξεών της. Ήταν υπερβολικά γοητευτική και εξαιρετικά ελκυστική και το ήξερε καλά πως στις γυναίκες αυτές που υπερτερούν τα στοιχεία αυτά είναι αδύνατον να τις τιθασεύσεις. Βέβαια ήταν ανάρμοστο για το συζυγικό τους βίο να εκτίθεται η γυναίκα του αλλά δυστυχώς σε μια τέτοια γυναίκα σαν την Τάνια μόνο η έκλυτη συμπεριφορά της ταίριαζε. 

   Κάποια  στιγμή η Τάνια του έριξε ένα ασήμαντο βλέμμα και του χαμογέλασε. Αυτός  την κοίταξε έντονα, έσφιξε τα χείλη του ειρωνικά και κούνησε με  περιφρόνηση το καλοχτενισμένο κεφάλι του. Εκείνη τέντωσε με δύναμη τους ώμους της, πέταξε μπροστά τα στήθη της και κάρφωσε τα μάτια της πάνω του, σηκώνοντας τα φρύδια και κάνοντας νόημα με το χέρι της πως δεν τρέχει τίποτα.  << Τι πρόστυχη! >> σκέφτηκε ο Λευτέρης << αν δεν μπορούσε να με ερωτευθεί όπως εγώ γιατί με κοροϊδεύει!  Πως μπορεί το κύμα ζεστασιάς της καρδιάς της να το μοιράζεται και με τους δυο! >>  Αυτή γρήγορα τον ξέχασε και έπιασε πάλι την κουβέντα με τον άλλον. Είπαν κάτι κι άρχισαν να γελούν. Πέρασαν δέκα λεπτά και κάθε φορά που αυτός της έλεγε κάτι ξεσπούσαν σε γέλια. Με τον άντρα της ελάχιστα μιλούσε και όταν το έκανε γρήγορα τον εγκατέλειπε και γυρνούσε στον άλλον.

   Το φαγητό ήταν πλούσιο και νόστιμο κι έφαγαν καλά. Ήπιαν και αρκετό κρασί και ήρθαν όλοι στο τσακίρ κέφι. Έπιασαν κουβέντα για το θέατρο, την παράσταση, μίλησαν για τους επιτυχημένους ρόλους των  δυο καθηγητών και των μαθητών  και τους συγχάρηκαν ολόψυχα με δυνατά και ενθουσιώδη χειροκροτήματα. Κάποιοι τραγούδησαν και ορισμένοι είπαν αστείες ιστορίες του σχολείου και ανέκδοτα. Μόνο ο Λευτέρης έμενε σιωπηλός κι αμίλητος και κοίταζε την Τάνια με έκφραση γεμάτη λύπη και περιφρόνηση. Ήταν μια από τις πολλές κακές στιγμές της ζωής του που έζησε με την Τάνια.

   Κάποια στιγμή δυο μαθητές πλησίασαν τον Αργύρη και του ανακοίνωσαν πανικόβλητοι πως ένας μαθητής από τους ηθοποιούς είχε νιώσει αδιαθεσία κι έπρεπε να τον μεταφέρουν στο νοσοκομείο. Αυτός σηκώθηκε και τον ακολούθησε καθώς και ο άντρας της Τάνιας. Ο μαθητής απ’ ότι ειπώθηκε αργότερα δεν είχε τίποτα το σοβαρό και γρήγορα συνήλθε. Όμως οι δυο καθηγητές για παν ενδεχόμενο τον κράτησαν σ’ ένα δωμάτιο του μαγαζιού μέχρι να γιατρευτεί πλήρως. Κάθισαν και μαζί του για να του προσφέρουν συντροφιά και ψυχαγωγία. Έτσι η Τάνα έμεινε με το Λευτέρη και φάνηκε πως αυτό  άρεσε και στους δυο αφού έδειξαν να αισθάνονται πολύ άνετα και πλησίασαν ο ένας τον άλλο. Η Τάνια που διακρινόταν για τους κομψούς τρόπους της τον καλοδέχτηκε μ’ ένα << γεια σου, τι κάνεις; >> και τον κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια.  Εκείνος της απάντησε με μεγάλη προθυμία << καλά! επί τέλους σε συναντώ μόνη! >> και ακούμπησε σχεδόν στον ώμο της.  Αμέσως έπιασαν την κουβέντα που είχε σαν θέμα την ανόητη συμπεριφορά της.

   --- Δεν καταλαβαίνω αυτή σου την αποστροφή στο πρόσωπό μου! της είπε με πόνο στην καρδιά ο Λευτέρης και το μίσος του θέριεψε μέσα του. Κρύβεις τα αισθήματά σου για μένα τόση ώρα και φανερώνεις κάποια άλλα σ’ αυτόν το γελοίο! Πώς το κατορθώνεις; Και μάλιστα μπροστά στους άλλους και στον άντρα σου! Ανήθικη τελείως είσαι; Γιατί δε σταματάς μαζί του; Αφού λες πως αγαπάς εμένα πως τα έχεις μ’ αυτόν;

   Εκείνη ξαφνιάστηκε και ανασηκώθηκε λίγο στη θέση της εκνευρισμένη και ταραγμένη λες και την τρύπησαν με σουβλί. Τα πόδια της χτύπησαν δυνατά κάτω και τα μάτια της φαίνονταν πιο μεγάλα απ’ ότι ήταν στο φως που έπεφτε πάνω της. Ύστερα αφού δυσκολεύτηκε να αρθρώσει την πρώτη λέξη, του είπε:

   --- Με συγχωρείς! Τι το κακό είδες;

   Τώρα ήταν εκείνος που δεν μπορούσε να αρθρώσει λέξη με την προκλητικότητα που του μίλησε. Έτρεμε ολόκληρός και ήταν αφάνταστα αναστατωμένος. Έμενε βουβός κι έδειχνε αναποφάσιστος και φοβισμένος. Όμως σε λίγο βρήκε την αυτοκυριαρχία του και της είπε:

   --- Έτοιμη να πέσεις στην αγκαλιά του ήσουν! Αμ’ τα μάτια σου πως τον κοίταζαν! Αν ήξερες πόσο υπόφερα που σας έβλεπα να μιλάτε και να προβάλλετε τις ερωτικές σας διαχύσεις ίσως δε θα το έκανες. Όμως δε σε νοιάζει για τίποτα και ούτε έναν παρά δε δίνεις για μένα αν ζω ή πεθαίνω! Είσαι σκληρή, πρωτόγονη και ανήθικη!

   Η Τάνια στα λόγια του κοκκίνισε ολόκληρη και νόμισε πως βρέθηκε στην κόλαση.  Έχασε το μυαλό της από την ταραχή της και καθόταν σιωπηλή κλεισμένη στις μαύρες της σκέψεις. Τον μισούσε εκείνη τη στιγμή και ήθελε πολύ να τον χαστουκίσει. Μόνο σαν πέρασε πολλή ώρα βρήκε το κουράγιο να του πει:

   --- Και νομίζεις για μένα πως είναι εύκολο να φύγω από κοντά του; Αφού το ξέρεις καλά πως είναι οικογενειακός μας φίλος! Δεν μπορώ να το κάνω αυτό όσο κι αν το θέλεις και το νομίζεις εύκολο.

   --- Σ’ αγαπώ όμως και μ’ αγαπάς και οφείλεις να το είχες κάνει από καιρό και να μην τον πλησιάζεις. Εσύ όμως όλο και ζητάς τη συντροφιά του. Γιατί το κάνεις αυτό; Δε σε έλκει κοντά του κάποιο συναίσθημα; Μη μου πεις όχι. Φαίνεται  στα μάτια σου, στον τρόπο που του μιλάς και στο τρέξιμο από πίσω του σαν τη σκυλίτσα.  Τόση ώρα πιο πέρα σου και ούτε που με πρόσεξες καθόλου. Αυτό με κάνει να πιστεύω πως δεν έχεις ούτε μια σπίθα αγάπης στην καρδιά σου για μένα. Με κοροϊδεύεις πως μ’ αγαπάς και στη δική μου αχτίδα φωτός που σου στέλνω και του μεγάλου μου έρωτα που σου έχω εσύ μου τα επιστρέφεις με σκοτάδι. Γιατί; Γιατί το κάνεις αυτό; Ποιος δαίμονας σ’ έκανε να πέσεις στην αγκαλιά του και να κυλιέσαι μαζί του στο βούρκο της διαφθοράς; Ποιος;

   Σταμάτησε να της μιλάει κι έδειχνε πολύ απελπισμένος. Αυτή τον κοιτούσε έντρομη κι έδειχνε να είχε φοβηθεί πολύ. Ωστόσο βρήκε μια ελάχιστη ψυχραιμία για να του πει:

   --- Εγώ μόνο σένα αγαπώ και το ξέρεις καλά! Δεν έχω τίποτα με τον άνθρωπο. Φίλος είναι και συνάδελφος και τον εκτιμώ όπως όλους τους συναδέλφους. Αν εσύ βλέπεις κάτι που δε σου αρέσει μεταξύ μας δε φταίω εγώ.

   Ο Λευτέρης δε φάνηκε και πολύ να πίστεψε αυτά που είπε. Είχε ετοιμάσει τα λόγια της απάντησής του ήδη στη σκέψη του πριν την ακούσει να λέει τις δικαιολογίες της και της ψέλλισε:

   --- Βρήκες το αστέρι σου μου είπες στο πρόσωπό μου και ήρθες! Τώρα όμως δείχνεις πως αυτό το αστέρι έσβησε για σένα! Αν είναι αλήθεια γιατί δε μου το λες να σ’ αφήσω ήσυχη και να φύγω αλλά όλο και μου ορκίζεσαι αιώνια αγάπη;

   --- Δεν ξέρεις τι λες! του είπε εκνευρισμένη και ανακάθισε τρέμοντας στη θέση της. Στ’ ορκίζομαι πως μόνο σένα αγαπώ! Στ’ ορκίζομαι!

--- Όχι! της έκανε ο Λευτέρης δε μ’ αγαπάς και λες ψέματα! Αν μ’ αγαπούσες δε θα πήγαινες μ’ αυτόν συνέχεια στο γραφείο του! Ούτε και θα μιλούσατε στα διαλείμματα και στους δρόμους της πόλης τόσο πολύ. Φοβάμαι πως το καταραμένο το πάθος σου να ρίχνεσαι στους άντρες σε φέρνει κοντά του. Όμως να ξέρεις πως το πάθος αυτό σίγουρα θα σε καταστρέψει!

   Η Τάνια και πάλι αμύνθηκε στα λόγια του με έντονο τρόπο. Η προσβολή που δέχτηκε φάνηκε να την ταρακούνησε για τα καλά. Έτσι της απάντησε πικραμένη:

   --- Στ’ ορκίζομαι στο Θεό, μόνο σένα αγαπώ! Στ’ ορκίζομαι! επανέλαβε και δάκρυσε. Απλά σκέφτηκα πως δεν κάνω και τίποτα το αμαρτωλό με το να τον βοηθάω στο γραφείο και γι’ αυτό πάω.  Τις ανάγκες του σχολείου ικανοποιώ κι όχι το πάθος μου, όπως λες γι’ αυτόν. Αν είναι λάθος μου να μην ξαναπατήσω εκεί μέσα. Να μην ξαναπατήσω! Πονάω να μου λες κάθε τόσο και λιγάκι τα ίδια και τα ίδια! Πως τα ‘χω καλά και τα ‘χω καλά μαζί του! Βαρέθηκα να τ’ ακούω!

   Φάνηκε να την πίστεψε τούτη τη φορά αλλά κανένας δεν του έβγαζε την ιδέα από το μυαλό του πως τον κορόιδευε και σίγουρα τα είχε καλά με τον Αργύρη. Κι επειδή τα μάτια του είχαν δει πολλά στις συναντήσεις τους ήταν βέβαιος γι΄ αυτό. Όμως η αμφιβολία πάντα τον κυρίευε και δεν έπεφτε έξω. Σαν όμως την είδε να υπερασπίζεται με τόσο αυθορμητισμό τον εαυτό της, σκέφτηκε να πάψει να της μιλά άλλο γι’ αυτό και με ήπιο πια τρόπο, της είπε αγγίζοντας ελαφρά το χέρι της:

     --- Έλα! Έλα! φτάνει πια, ηρέμησε! Δε σου μιλάω άλλο γι’ αυτό. Το ξέρω σε προσβάλλω πολύ αλλά και με το δίκιο μου. Πάω να τρελαθώ σαν σκέφτομαι πως ανήκεις σ’ αυτόν.

    Αυτή  για να του δείξει μια σπίθα αγάπης που πριν της είχε παραπονεθεί πως του την αρνιόταν του είπε με  κείνη την προκλητική της ερωτική επιθυμία που είχε όταν κοίταζε άντρα στα μάτια:

    --- Θα σηκωθώ να πάω στο διάδρομο να τακτοποιήσω λίγο την τουαλέτα μου. Έχει ερημιά εκεί. Ακολούθησέ με αμέσως μόλις ξεκινήσω κι έλα να συναντηθούμε. Θα δεις τι καλή που είμαι!  Σηκώθηκε και χωρίς την αίσθηση της ντροπής ή του φόβου χάθηκε στο σκοτεινό βάθος του διαδρόμου.

   Εκεί ταξίδεψαν στις γλύκες του έρωτά τους για δέκα λεπτά. Γύρισαν με τις καρδιές του ήρεμες και χορτασμένες με υποσχέσεις εκατέρωθεν για αιώνια αγάπη!  Τα χάδια της προς το παρόν είχαν γιατρέψει το Λευτέρη κι έδειχνε πως είχε ξεχάσει τα ψέματά της.  Μέσα του όμως σαν κάθισαν στις θέσεις τους θυμήθηκε και πάλι με πόση αγένεια  τον περιφρονούσε στο σχολείο όταν προτιμούσε τον άλλον και με πόση αγωνία έτρεχε  για να συναντήσει αυτόν τον ηλίθιο και βαρετό εραστή της. Και τότε η αγάπη του γι’  αυτή  άλλη μια φορά έγινε μίσος.

  

 

 

 

 

                                              3

 

 

 

 

   Συναντήθηκαν στις 26 Ιουλίου στο χωριό.  Ήταν της Αγίας Παρασκευής και είχε πανηγύρι. Μετά το τέλος της εκκλησίας ο Λευτέρης την είδε μπροστά του με τον άντρα και τα παιδιά της να κατηφορίζουν για το σπίτι. Τάχυνε το βήμα του και τους έφτασε. Τους χαιρέτησε και φίλησε και τα τρία κορίτσια στο μάγουλο.  Η Τάνια όση ώρα ασχολιόταν με τα παιδιά χαμογελούσε ευγενικά ενώ έδειχνε και λυπημένη που της έλειπε τόσο καιρό. Αυτό την έκανε να σκεφτεί να πει ένα ψέμα στην οικογένειά της για να τον ακολουθήσει ως το σπίτι του. Τους είπε πως χρειαζόταν ένα βιβλίο γραμμένο ειδικά για το θέατρο στην αρχαία Ελλάδα και ήθελε να το συμβουλευτεί απαραιτήτως. Το βιβλίο δυστυχώς μόνο ο Λευτέρης το είχε κι έπρεπε να της το δανείσει. Αυτοί  έχαψαν το ψέμα της και την άφησαν να πάει μαζί του. Της συνέστησαν δε πως θα τους έβρισκε στο κεντρικό καφενείο του χωριού. Ύστερα αφού συμβούλεψε τα κορίτσια να μην είναι άτακτα και στενοχωρήσουν τον μπαμπά, αναστέναξε απαλά και χωρίς το παραμικρό αίσθημα αμηχανίας ακολούθησε το Λευτέρη που έδειχνε μεν ταραγμένος αλλά δεν έπαυε στιγμή να μυρίζει το ακριβό άρωμά της που αναδυόταν από το τορνευτό κορμί της όση ώρα βάδιζαν μαζί.

   Η έκθεσή τους στους περαστικούς και η θρησκευτική φόρτιση επηρέασε τον ψυχικό τους κόσμο με αποτέλεσμα να αποφύγουν τις ερωτικές διαχύσεις και να αναλωθούν σε απλή κουβέντα και σε αστεϊσμούς της καθημερινότητας. Η Τάνια βέβαια δεν ξέχασε να του υπενθυμίζει πολλές φορές πόσο της έλειψε αυτόν τον καιρό και πως είχε περάσει μαύρες μέρες μακριά του. Αυτός την καθησύχαζε και της έλεγε πως τώρα όλα πέρασαν και είναι μαζί. Ας το ευχαριστηθούν λοιπόν κι ας μην γκρινιάζουν. Ακόμη την ευχαρίστησε για το ψέμα της να τον ακολουθήσει και της τόνισε την επινοητικότητά της.  Προ το τέλος της κουβέντας ο Λευτέρης της μίλησε  για τις προετοιμασίες που έκανε ο Μορφωτικός Σύλλογος για να διοργανώσει << ΤΑ ΑΡΚΑΔΙΝΑ >>  στις αρχές του Αυγούστου και πόσο δύσκολο ήταν αφού οι  δυνάστες της πόλης θα αρνιόταν να τους παραχωρήσουν την πλατεία τορπιλίζοντας έτσι τις  ευαισθησίες τους για μια αυξημένη πολιτιστική έκφραση με αποδέκτη το λαό που δυστυχώς η δημοτική αρχή τον είχε αποκοιμίσει στην ομίχλη της σήψης και της ακινησίας.

   Αυτή του συνέστησε ν’ αποφύγει τις κόντρες με τις αρχές γιατί έχουν πάντα το πάνω χέρι και θα τους κατηγορήσουν για αναρχικούς και οχλοκράτες. Οι προβληματισμοί της αυτοί τον συγκίνησαν που δεν ξέχασε να της αναφωνήσει σαν έφευγε και την αγκάλιασε ευτυχισμένος:

   --- Τάνια αγάπη μου! Συμπαθητικό κι εξαίρετο πλάσμα!  Να είσαι σίγουρη πως θα προσέξω πολύ μαζί τους για να μην πάθω τα περσινά!

   Τη φίλησε θερμά στα χείλη και χώρισαν ενώ η Τάνια έφυγε βιαστικά κοντανασαίνοντας και με το πρόσωπό της ελαφρά κοκκινισμένο.

 

 

 

 

 

                                                 4

 

 

 

 

 

    Οι εκδηλώσεις  << ΤΑ ΑΡΚΑΔΙΝΑ >> άρχισαν την πρώτη Αυγούστου και δυστυχώς αναβλήθηκαν τρεις μέρες μετά την έναρξή τους. Αιτία ήταν η μεγάλη φωτιά που ήρθε από τα Κοντοβούνια βορειανατολικά της πόλης και λίγο έλειψε να την κάνουν στάχτη. Σώθηκε όμως χάρη στις προσπάθειες των κατοίκων της και τη βοήθεια του στρατού και της πυροσβεστικής.  Ήταν η πιο φοβερότερη και η πιο καταστροφική πυρκαγιά στην ιστορία του τόπου από την εποχή του Ιμπραήμ. Ξημέρωνε η Τετάρτη Αυγούστου που η φωτιά έζωσε τα γύρω βουνά και οι θεόρατες και αδηφάγες πύρινες γλώσσες της κατέστρεφαν ό,τι έβρισκαν μπροστά τους. Τις τρεις μέρες που κράτησε, έκαψε τη γη σε μεγάλη έκταση και αφάνισε θάμνους και δέντρα, ροκάνισε τη βλάστηση, εξαφάνισε ελαιώνες, αμπέλια και οπωρώνες και ρήμαξε τα άγρια και οικόσιτα ζώα.

   Το πρώτο εκείνο βράδυ που η φωτιά έτρωγε τις πλαγιές του Ψυχρού και του Γεράνιου, κανένας κάτοικος της πόλης και της περιοχής δεν έμεινε σπίτι του. Όλοι έτρεξαν να σβήσουν τις φωτιές με ότι μέσο διέθεταν. Κι όχι μόνο το πρώτο βράδυ αλλά τρεις συνεχώς μέρες και τρία βράδια που οι φλόγες δεν έλεγαν να σταματήσουν κι έπαιζαν με την αγωνία και το φόβο των κατοίκων έτοιμες να μπούνε στα σπίτια τους Δυστυχώς όμως οι φωτιές έκαναν του κεφαλιού τους και σχεδόν ανενόχλητες εκεί που δεν μπορούσε να κάνει τίποτα το ανθρώπινο χέρι και οι δυνάμεις καταστολής τα έκαναν όλα στάχτη. Έτσι μπορεί να γλίτωσαν η πόλη και τα χωριά οι ζημιές όμως στην περιοχή της Τριφυλίας ήταν βιβλική αφού κάηκαν πάνω από 100.000 ελαιόδεντρα. Περισσότερο επλήγησαν τα χωριά, Μύρου, Αλιμάκι, Ράχες Μουριατάδα, Βρύσες, Καρβούνι, Μπλεμενιάνοι, Καλονερό, Δώριο και Κοπανάκι.

   Δυστυχώς σ’ αυτές τις περιπτώσεις της καταστροφής κάποιοι βρίσκουν ευκαιρία να δοξαστούν ή να ηρωποιηθούν. Κι αυτό δεν έλειψε κι από τη μεγάλη αυτή πυρκαγιά. Έτσι δεν προσέφεραν τίποτα και ούτε έπαιξαν τη ζωή τους κορώνα γράμματα στις φλόγες. Έτσι με το σβήσιμο παράσταιναν τους σπουδαίους και  αυτοπροβάλλονταν σωτήρες της πόλης. Όμως η ιστορία είναι αδέκαστος κριτής πολλές φορές και τοποθετεί πρώτους τους ανώνυμους κι όχι τους αυτόκλητους προστάτες. Κι αυτοί οι ανώνυμοι ήρωες που έσωσαν ό,τι έσωσαν ήταν ο λαός.

   Ο Λευτέρης επηρεασμένος από το καταστροφικό αυτό γεγονός, έγραψε στο φύλλο της << Μεσσηνιακής Γνώμης >> στις εφτά Αυγούστου 1984: << Ο αέρας ούρλιαζε εκείνο το βράδυ της τετάρτης Αυγούστου και νόμιζες πως τα είχε βάλει με την ύπαρξή μας και ζητούσε να την αφανίσει. Τυλιγμένος με τ’ αποκαίδια που άφηναν οι φλόγες πάνω από την Τριφυλιακή ύπαιθρο μαζί με φριχτά κύματα ζέστης κι αποπνικτικής στάχτης και μαύρου καπνού που σου έκοβαν την ανάσα, νόμιζες πως είχε έρθει η συντέλεια του κόσμου.  Παράλληλα δε οι κακές διαθέσεις του για την ολοσχερή καταστροφή με τη σύμπραξη και της φωτιάς που της στεκόταν αρωγός ύπουλός της, σου εξαγρίωνε τόσο τις ανθρώπινες αντοχές  σου για το συνταίριασμα αυτό που δεν έμενε άλλος χώρος σκέψης στο  μυαλό σου παρά αυτής της ολοσχερούς καταστροφής και συμφοράς.

   Όλοι μας, άλλος περισσότερο κι άλλος λιγότερο νιώθαμε την κρισιμότητα τούτων των κακών στιγμών. Η φωτιά από το χέρι του ασυνείδητου ή ασυνειδήτων  εμπρηστών απειλούσε χωρίς έλεος και διακρίσεις το βιος των πατεράδων μας και το δικό μας, τις  καλλιέργειες, τις ελιές των φτωχών, τον κόπο του μεροκαματιάρη και τα σπίτια των ξωμάχων της γης.

   Όταν οι φλόγες κόπαζαν για να ξεκουραστούν από το πολύ στούμπωμα που δεν άφηνε τίποτα όρθιο στο πέρασμά τους, ξανάρχιζαν σε λίγο με το πρώτο κύμα του στρατηγού ανέμου, και, συνέχιζαν και πάλι την καταστροφή. Οι ειδήσεις που έφταναν από τα μέτωπα της φωτιάς ήταν βιβλικές που έλεγαν τα εξής: << Η Μουριατάδα συνεχίζει να καίγεται ενώ ο Αη- Βλάσης έγινε κάρβουνο. Στις Βρύσες κάηκε κι έχασε τη ζωή του ένας φτωχός βοσκός στη μάχη με τις φλόγες ενώ στις Ράχες όλη η γύρω περιοχή μοιάζει σαν κόλαση ύστερα από το πέρασμα της πύρινης λαίλαπας. Τη  δεύτερη μέρα η φωτιά πέρασε τις παρυφές της πόλης ευτυχώς χωρίς να τη βλάψει κι έφτασε στο Ροντάκι και στο Στασιό ενώ απείλησε να ανεβεί και στο Γεράνιο. Με μαθηματική ακρίβεια απειλούνταν όλα τα χωριά του κάμπου με τον  πλούσιο και καρπερό τους ελαιώνα. Ευτυχώς όμως η τόλμη και η αυτοθυσία των κατοίκων έσωσαν και τις περιουσίες και τα σπίτια τους. Ομάδες από κόσμο, με τρακτέρ, τσάπες, πριόνια, υδροφόρες που κατάβρεχαν τις φλόγες και λάστιχα στα χέρια συνδεμένα στις βρύσες, σταμάτησαν το θηρίο και σώθηκαν. Την τρίτη μέρα η φωτιά συνέχιζε την καταστροφή της αργά- αργά πνέοντας τα λοίσθια. Με το σούρουπο ο αέρας έπεσε και το μένος του εξανεμίστηκε. Και τότε όπου υπήρχε εστία με μια αποτελεσματική επιχείρηση οι κάτοικοι συν γυναιξί και τέκνοις την κατέσβησαν. Κι αυτό έγινε σε όλα τα χωριά της Τριφυλίας >>.

 

 

 

 

                                                 5

 

 

 

   Στις 14 Σεπτεμβρίου ημέρα της Ύψωσης του Τιμίου Σταυρού γιόρταζε η πόλη. Εκτός από τη θρησκευτική τελετή γινόταν και εμποροπανήγυρις κατά μήκος  του δρόμου της πόλης προς τα Φιλιατρά, όπου οι έμποροι στέγαζαν τα εμπορεύματά τους σε ξύλινα κιόσκια ή σε παράγκες για να θυμίζει για εφτά μέρες ο χώρος ατμόσφαιρα από ανατολίτικο παζάρι.

   Οι πιστοί ήταν μαζεμένοι στην εκκλησία της Ευαγγελιστρίας, άλλοι μέσα κι άλλοι έξω όταν ήρθε και ο Λευτέρης για να προσκυνήσει και να ανάψει ένα κερί όπως το συνήθιζε όσα χρόνια υπηρετούσε στην πόλη. Χωρίς να νοιάζεται  πολύ για τη λειτουργία, βγήκε έξω και βάδισε με βήματα αργά ανάμεσα στις παράγκες χαζεύοντας με τα εμπορεύματα και τις λαϊκές και αστείες συμπεριφορές των πωλητών. Φτάνοντας στο τέρμα είδε μπροστά του τον απέραντο ελαιώνα και μια έλξη γι’ αυτόν αλλά και μια ευχάριστη διάθεση που του γεννήθηκε μέσα του, τον έκαναν να συνεχίσει την πορεία του και να τον απολαύσει. Λίγα βήματα όμως σαν απομακρύνθηκε από τα χώρο του πανηγυριού, είδε την Τάνια στο αριστερό μέρος του  δρόμου να βαδίζει γοργά και πηδηχτά προς την έξοδο της πόλης σε άγνωστη κατεύθυνση όσο μπορούσε να κρίνει. Αμέσως  την πήρε από  πίσω κι άρχισε να την παρακολουθεί. Αυτή συνέχιζε να προχωρά και με βήματα που όσο προχωρούσε γίνονταν πιο γρήγορα, διήνυσε μια απόσταση πεντακοσίων μέτρων και σταμάτησε στην είσοδο ενός πέτρινου αγροτόσπιτου.  Ο Λευτέρης γνώριζε σε ποιον ανήκε. Ανήκε στον Αργύρη Δριμή κι αυτό τον έκανε έξω φρενών.  << Η πρόστυχη, έχει ραντεβού μαζί του >> σκέφτηκε τρέμοντας ολόκληρος ενώ λίγο έλειψε να λιποθυμήσει. Όμως την ακολούθησε αφού εκείνη είχε περάσει την εξώπορτα και είχε μπει στην αυλή. Έξω από την περίφραξη κρύφτηκε σ’ ένα θάμνο και τότε την είδε να στέκεται στην πόρτα του σπιτιού. Στην πόρτα  σταμάτησε και φοβισμένη έριχνε ανήσυχες ματιές γύρω της ενώ χτυπούσε κάτω τα πόδια της με δύναμη, Κι όταν σιγουρεύτηκε πως δεν την είδε κανείς έσπρωξε  την πόρτα και γλίστρησε μέσα. Ύστερα η πόρτα έκλεισε και ο Λευτέρης δεν μπορούσε να δει τίποτα.

   Μέσα την περίμενε ο Αργύρης. Αγκαλιάστηκαν και με πάθος έπεσαν στο κρεβάτι. Εδώ σ’ αυτό το σπίτι οι δυο εραστές  κι άλλες φορές ανακουφίζονταν από το πάθος τους σαν έσμιγαν. Ήταν το κρησφύγετό τους κάτι που δεν ήξερε ο Λευτέρης. Οι θυελλώδεις ερωτικές σκηνές που εξελίσσονταν εδώ ούτε στη φαντασία του δεν γεννιόνταν. Αυτός συμφιλιωμένος με την αγάπη του για τη γυναίκα αυτή την είχε για  καταπραϋντικό στο πάθος του και δεν άφηνε χρόνο να σκεφτεί για τις δηλητηριώδεις μπηχτές που του έριχνε πισώπλατα. Τώρα όμως που η κολλημένη βδέλλα ήταν στο κορμί του αντίζηλού του, κατάλαβε πόσο πρόστυχη ήταν η ζωή της και πόσο τον κορόιδευε.

   Έτσι αφού δεν έβλεπε τίποτα γλίστρησε μέσα στην εξώπορτα που τη βρήκε ξεκλείδωτη και με κάθε προφύλαξη πήγε νότια του σπιτιού, στο μέρος που φαινόταν η άκρη από το παντζούρι του ανοικτού παράθυρου.  Προσέχοντας μην κάνει καμιά κίνηση αδέξια και προδοθεί από το θόρυβο, πλησίασε και σηκώνοντας τα πόδια του στις μύτες των δαχτύλων, κοίταξε μέσα. Το παραθυρόφυλλο ήταν ελαφρώς ανοικτό και ο αέρας του δρόμου που έμπαινε με δύναμη έκανε τη χοντρή κουρτίνα να στροβιλιστεί και να παραμεριστεί όσο χρειαζόταν από μπροστά του. Και τότε είδε τη γυναίκα που αγαπούσε τρελά να δίνει το κορμί της στο βδελυρό οικοδεσπότη!  Η σκηνή ήταν τόσο δυσάρεστη γι’ αυτόν που ένιωσε αηδία και μίσος που τον έκαναν να ζαλιστεί και να στηριχθεί στον τοίχο για να μην πέσει. Κι όταν συνήλθε μέσα σε θαμπωμένη ματιά είδε πια τη γυναίκα που δινόταν με ασίγαστο και τρελό πάθος στον εραστή της και γευόταν την εισβολή του σώματός του μέσα της. Κι αμέσως ένα σκοτάδι τον τύλιξε που τον ανάγκασε να εγκαταλείψει την αναρρίχηση και να φύγει τρέχοντας απεγνωσμένα να λυτρωθεί βγαίνοντας από την εξώπορτα. Όμως μια κραυγή  ευχαρίστησης ξέφυγε από τα χείλη της Τάνιας κι έφτασε στ’ αυτιά του την ώρα που ελάχιστα δευτερόλεπτα πριν είχε αφήσει τον καταραμένο χώρο και βγει στο δρόμο. Του τρύπησε σαν κοφτερό λεπίδι την καρδιά και πόνεσε αφάνταστα. Σταμάτησε ενώ η ζήλια που τον κυρίεψε του ζήτησε εκδίκηση μέσα στο άρρωστο εκείνη στιγμή μυαλό του. << Θα τους σφάξω και τους δυο >> σκέφτηκε και σύροντας το μαχαίρι από τη πίσω τσέπη του παντελονιού του, όρμησε με τη λάμα να σκίζει τον αέρα προς την πόρτα. Εκεί συγκρατήθηκε απρόσμενα λες και μια  δυνατή ριπή ανέμου να έπεσε μπροστά  του και  τον σταμάτησε. Αθόρυβα πια, αλλά τρέμοντας έβαλε το μαχαίρι στην τσέπη και έγειρε με την πλάτη στον τοίχο. Αφού έμεινε συνοφρυωμένος για λίγο και έκλεισε τα μάτια του για δευτερόλεπτα, με βήματα γρήγορα βγήκε από την εξώπορτα κι έφυγε.

   Φτάνοντας στο σπίτι του δεν ένιωθε καλά και ξάπλωσε. Είχε  δυνατούς πονοκεφάλους και είχε ιδρώσει ενώ οι λυγμοί που είχαν ξεσπάσει και τα δάκρυα που κυλούσαν στα μάγουλά του τον κούραζαν αφάνταστα. Οι σκέψεις που του έρχονταν τον βασάνιζαν και τον φόβιζαν ενώ αισθανόταν ταπεινωμένος από τη γυναίκα που με πάθος αγαπούσε και την είχε πιστέψει. Όσο περνούσε η ώρα γινόταν ερείπιο  και νόμιζε πως από στιγμή σε στιγμή θα αποχαιρετούσε τον κόσμο με κανένα εγκεφαλικό ή έμφραγμα και θα γλίτωνε έτσι μια για πάντα από το δαίμονα που άκουγε στο όνομα Τάνια. Ήταν όμως νέος και  δεν ήθελε ούτε να αρρωστήσει ούτε και να πεθάνει. Γι’ αυτό έκανε μια υπερπροσπάθεια  και σηκώθηκε για να πάει στην κουζίνα. Εκεί αφού πήρε ένα ποτήρι νερό και δυο  ηρεμιστικά χάπια τα έριξε κάτω περιμένοντας με στωική υπομονή τη δράση τους. Σε λίγο έδειξε σημάδια ανάρρωσης.  Κάθισε στο γραφείο του και  ήρεμος αλλά εξαντλημένος κοιτάζοντας έξω το φθινοπωρινό μούχρωμα, σκέφτηκε πως ό,τι και να έκανε εδώ που έφτασαν τα πράγματα με την Τάνια να τον απατήσει ξεδιάντροπα, δεν ήταν δυνατόν να τα βρούνε πάλι με την << κόμισσα >>. Κι αυτό του έφερε μελαγχολία. Όμως ένιωθε και παράξενη χαρά που είχε αποφύγει το έγκλημα. << Ευτυχώς, δόξα τω Θεώ, που συγκρατήθηκα! >> ψέλλισε. << Αν το έκανα θα κατέστρεφα τη ζωή μου! Ευτυχώς! Ευτυχώς! Θεέ μου! >> πρόσθεσε ψιθυρίζοντας και πήρε μια βαθιά ανάσα ανακούφισης.

 

 

 

                                                6

 

 

 

 

   Την άλλη μέρα το πρωί σαν ξύπνησε ήταν πολύ θυμωμένος. Η ψυχή του ήταν μαύρη και η σκέψη του δεν έλεγε να ξεκολλήσει από τη χτεσινή εικόνα. Αυτός ο τρόπος προδοσίας που δέχτηκε που γι’ αυτόν ήταν σκέτη πανουργία από τη μεριά της Τάνιας τον έφερε σε απόγνωση που τον ανάγκασε να πάρει μια απόφαση με απρόβλεπτη εξέλιξη. Η απόφαση αυτή ήταν η εξής: να γράψει δυο επιστολές τη μια προς το σύζυγό της και την άλλη στη σύζυγο του Αργύρη Δριμή και να τους αναφέρει την απιστία της με κάθε λεπτομέρεια  σαν ανωνυμογράφος μεν αλλά σαν παρόν θεατής της μοιχείας τους. Και πράγματι  μέσα σε λίγα λεπτά οι δυο επιστολές είχαν συνταχθεί και σκεφτόταν τον τρόπο της αποστολής τους. Το ταχυδρομείο θα αργούσε κι αυτός ήθελε να πληροφορηθούν το συμβάν οι παραλήπτες αμέσως χωρίς καθυστέρηση για να είναι πιο πειστική η ανήθικη πράξη περισσότερο της μοιχαλίδας και να μην μπορέσει να βρει ισχυρό άλλοθι για να δικαιολογήσει την απουσία της από το σπίτι. Και τότε είδε από το παράθυρο ένα χαμίνι του δρόμου, γνωστό για τα θελήματα  που έκανε έναντι μικρής αμοιβής σε όσους προσέφευγαν στην υπηρεσία του. Το φώναξε και χωρίς περιττά λόγια του είπε τι θα έκανε. Αυτό ήξερα καλά τις διευθύνσεις  τους κι αφού τακτοποίησε τα γράμματα με ασφάλεια στον κόρφο του εξαφανίστηκε στο πι και φι σαν ο Λευτέρης του γέμισε τη χούφτα με τα κέρματα της πληρωμής του.

   Ο Ιάσονας ήταν πρώτος που είδε το γράμμα κάτω στο δάπεδο σαν μπήκε μέσα, μπαίνοντας στο σπίτι. Έσκυψε και το πήρε και στάθηκε λίγο για να το περιεργαστεί. Η Τάνια που ακολουθούσε  απόρησε σαν είδε το λευκό φάκελο στα χέρια του χωρίς γραμματόσημο και σφραγίδες του ταχυδρομείου και το κοίταξε με καχυποψία γιατί διαισθάνθηκε πως κάτι κακό έκρυβε. Ο άντρας της χωρίς να το ανοίξει το περιεργάστηκε ακόμα λίγο με προσοχή αλλά δεν το άνοιξε κι ανέβηκαν μαζί τα σκαλιά με βήματα γρήγορα ενώ τα μάτια τους πετούσαν σπίθες από την αγωνία να διαβάσουν το περιεχόμενό του. Σαν μπήκαν στο σαλόνι αυτός το ακούμπησε στο κομοδίνο κι έφυγε για το δωμάτιό του να ξεντυθεί. Αυτή το κοίταξε ενώ την έτρωγε η αγωνία και η περιέργεια να δει τον αποστολέα.  Το πήρε στα χέρια της και σαν είδε την ανωνυμία του αποστολέα την έζωσαν τα φίδια. Αν και ο Λευτέρης είχε αλλάξει το χαρακτήρα της γραφής του αυτή τον αναγνώρισε και δεν είχε καμία αμφιβολία πως το είχε στείλει αυτός. Εκείνο που την μπέρδευε ήταν πως βρέθηκε εκεί και τους είδε; Τυχαία ή την παρακολουθούσε; Αδιευκρίνιστο. Κι ενώ έκανε πολλές σκέψεις να ανακαλύψει ποιος άλλος θα κρυβόταν πίσω από την ανωνυμία αν δεν ήταν ο Λευτέρης και τι σκόπευε να κερδίσει σαν το έκανε γνωστό στον άντρα της, εκείνος επέστρεψε κι αφού πήρε το γράμμα το άνοιξε και καθισμένος στον καναπέ άρχισε να το διαβάζει ενώ το χρώμα του προσώπου του όσο περνούσε η ώρα γινόταν πιο ερυθρό.

   Η Τάνια φοβήθηκε την έκρηξή του αν φυσικά η διαίσθησή της έβγαινε αληθινή και ήταν από το Λευτέρη κι έφυγε για το δωμάτιό της ενώ χτύπησε με κακία και δύναμη κάτω τα πόδια της που έκαναν τον άντρα της να ξαφνιαστεί και να της ψιθυρίσει << σιγά >>.

   Αυτός μόλις διάβασε το γράμμα από κόκκινος έγινε κάτωχρος. Σηκώθηκε απότομα κι έτρεξε να τη βρει. Της έδειξε το γράμμα με τα μάτια του πεταμένα έξω από τις κόγχες και της είπε δυνατά και με άσχημο τρόπο:

   --- Αν αυτό που λέει εδώ είναι αλήθεια τότε είσαι ελεεινή και πρόστυχη! Και με μια πρωτοφανή περιφρόνηση πρόσθεσε έξω φρενών τώρα από το θυμό του: φύγε να μη σε βλέπουν τα μάτια μου!

   Η Τάνια κοκκίνισε κι αυτή κι άρχισε να τρέμει. Έπρεπε όμως να αντισταθεί στο λάθος της και να υπερασπιστεί τον εαυτό της αν ήθελε να μην παραδοθεί άνευ όρων. Για τον εξευτελισμό της δεν την ενδιέφερε. Μόνο να μην καταλάβει ο άντρας της πως πήγε μ’ αυτόν τον άνθρωπο την έκαιγε εκείνη τη στιγμή. Και γι’ αυτό με τρόπο που έδειχνε ψυχραιμία σαν να μην συνέβαινε τίποτα τον ρώτησε με την άχρωμη φωνή της:

   --- Τι λέει το γράμμα;

   --- Πως συναντήθηκες στο αγροτόσπιτό του με τον Αργύρη και αμαρτήσατε στο κρεβάτι του χθες το πρωί! Είναι αλήθεια; πες μου;

   --- Εγώ με τον Αργύρη! Θεέ μου τι συκοφαντία κι αυτή! ξεφώνισε με υποκρισία φριχτή κι έκρυψε το πρόσωπό της μέσα στα χέρια της.

   --- Θα βρούμε την  άκρη! ψιθύρισε αυτός και έκανε ένα βήμα προς το παράθυρο να κοιτάξει έξω.

   --- Πως μπορούσα να κάνω ένα τέτοιο πράγμα εγώ! διαμαρτυρήθηκε η Τάνια και τον πλησίασε να τον αγκαλιάσει.

   Εκείνος την έσπρωξε δείχνοντας πως δε θα ανεχόταν καμιά δικαιολογία της. Το πρόσωπό του έδειχνε πως την έβλεπε βαρετά και με κρύα καρδιά.

   --- Το βράδυ να τον φέρεις εδώ για να λογαριαστούμε οι δυο μας! της ξεφώνισε κι έτριξε τα δόντια του από θυμό.

   --- Άφησε τον άνθρωπο στην ησυχία του, χριστιανέ μου, που θα τον φέρεις εδώ για κάτι που δεν έκανε, διαμαρτυρήθηκε αυτή και συνέχισε: δε με πιστεύεις; Συκοφαντίες είναι όλα αυτά από κάποιον εχθρό μας που μας ζηλεύει! Ξεχνάς πόσοι επιβουλεύονται την ευτυχία μας!

   Ο άντρας της, της το ξέκοψε φωνάζοντας:

   --- Το βράδυ θα ξετυλίξουμε το νήμα της ντροπής να είσαι σίγουρη! Ξεκουμπίσου από μπροστά μου!

   Η Τάνια τρομαγμένη άρχισε να κλαίει. Τα μάτια της γέμισαν δάκρυα και το κλάμα της ακουγόταν γοερό σε όλο το σπίτι. ως και τα τρία της κορίτσια την άκουσαν και βγήκαν από τα δωμάτιά τους να δουν τι συνέβαινε κι έκλαιγε η μαμά. Αυτή αισθανόταν σχεδόν άρρωστη και καταπονημένη. Τους είπε  δεν έχει τίποτα και πως μια παρεξήγηση με τον μπαμπά τους την πλήγωσε συναισθηματικά άσχημα και σε λίγο θα είναι εντάξει. Αυτά πείστηκαν και πήγαν ξανά στα δωμάτιά τους. Η Τάνια μπήκε στην κρεβατοκάμαρα κι αφού έκλεισε την πόρτα έπεσε στο κρεβάτι επιδιώκοντας τη μοναξιά για να ηρεμήσει. Ο άντρας της ούτε που νοιάστηκε γι’ αυτή ως το βράδυ που το κουδούνι χτύπησε και τους επισκέφτηκαν ο Αργύρης Δριμής και η νηπιαγωγός σύζυγός του για να συζητήσουν το θέμα. Ο Ιάσονας είχε φροντίσει να τους ειδοποιήσει μ΄ ένα νεαρό συγγενή του.

   Η κουβέντα στην αρχή διεξήχθη μέσα σε ένταση και ζωηρές αντεγκλήσεις. Σιγά- σιγά όμως η ζωηράδα της εξανεμίστηκε και κατέληξε σε φιλική και ενδιαφέρουσα συζήτηση. Και τούτο γιατί ο Αργύρης με την υποκρισία του και η Τάνια με την ύπουλη καπατσοσύνη της τα κουκούλωσαν όλα και βγήκαν κι από πάνω πως έπεσαν θύματα μιας κακής συκοφαντίας και ποιος ξέρει ποια ήταν τα κίνητρά της. Οι άλλοι δυο αποκοιμήθηκαν με τις πανουργίες τους  και πίστεψαν ΄ό,τι σαχλό και ψεύτικο τους σερβίρισαν. Μόνο που στο τέλος τα χέρια δεν έσφιξαν!  Αυτό έλειπε! Ο Αργύρης, μέγας παμπόνηρος και δόλιος δικαιολογήθηκε λέγοντα πως τέτοιο πράγμα ποτέ δε θα έκανε στο φίλο του που διατηρούσαν και άριστες οικογενειακές σχέσεις κι αν ακόμη του το ζητούσε η Τάνια, τόσο τον σεβόταν και τον εκτιμούσε! Ακόμη ισχυρίστηκε με πλήρη αυτονομία της σκέψης του και με επίλεκτες πειστικές λέξεις, πως την ώρα που ο αναίσχυντος επιστολογράφος λέει πως τον είδε με την Τάνια στο σπίτι του έξω από την πόλη, αυτός κι έχει μάρτυρα τη γυναίκα του βρισκόταν στο άλλο εξοχικό του στην παραλία και φρόντιζε τα δέντρα του κήπου του.  Και για να τον πιστέψουν τους έδειξε τα χέρια του που ακόμα φαίνονταν οι ρωγμές από το τσαπί και το κλαδευτήρι. Τα λόγια του που τα είπε με κλαψιάρικο τρόπο τους συγκίνησαν αλλά περισσότερο τον Ιάσονα που κοίταξε τη γυναίκα του με τρυφερότητα που έμοιαζε να της ζητούσε συγγνώμη για την παρεξήγηση και το διασυρμό που της έγινε ενώ ήταν τόσο αθώα. Κι αφού  ο Αργύρης τελείωσε με κομπασμό τονίζοντας πως ποτέ δε θα έφτανε στο σημείο μηδέν της ασχήμιας και της ανηθικότητας με τη γυναίκα του καλύτερού του φίλου, έδωσε το λόγο στην Τάνια ενώ αυτός βυθίστηκε σε  μελαγχολικές σκέψεις φέρνονταν στο μυαλό του  όλη την πράξη της μοιχείας που διέπραξαν αλλά και τον αποστολέα της επιστολής που όπως και η Τάνια έτσι κι αυτός ήταν σίγουρος πως δεν ήταν άλλος από το Λευτέρη γιατί είχε τους λόγους του να το κάνει.

   Η Τάνια κι αυτή σαν μίλησε κολύμπησε τόσο πολύ στο ψέμα που λίγο ακόμη αν συνέχιζε θα πνιγόταν και η ίδια στα βρόμικα νερά του. Είπε με τρακ αλλά με  μια ύπουλη ζωηράδα στα μάτια πως ούτε να το διανοηθούν ποτέ πως μπορεί να έχει σχέση με τον Αργύρη αφού της είναι τόσο οικογενειακός φίλος και καλός συνάδελφος και είναι πιστή στις ανθρώπινες αξίες και στην ιερότητα του γάμου.  Το χρόνο  που κατηγορείται  πως τον πέρασε με τον Αργύρη αυτή ήταν στην αδερφή της και συζητούσαν για τα δώρα που θα πήγαιναν την Κυριακή στο γάμο μιας εξαδέλφης τους. Μπορούσαν εξάλλου να την  ρωτήσουν. Τόσο η  ηθική της υπόσταση όσο και ο έρωτας που έχει με τον άντρα της ποτέ δε θα την έφερναν στο σημείο να πέσει στο βούρκο της αμαρτίας όχι με τον Αργύρη αλλά με κανένα άντρα. Ακόμη τόνισε με δάκρυα στα μάτια της πως η ζωή της με τον άντρα της και τα παιδιά της, της δίνει τόση ευτυχία που δεν την  αλλάζει με καμιά άλλη ρηχή και πρόσκαιρη. Η ζήλια που έχουν γι΄ αυτή  άνθρωποι με νοσηρή και μεταβλητή συμπεριφορά είναι η αιτία αυτού του διασυρμού που επιχείρησαν να της φορτώσουν.  Ισχυρίστηκε ακόμη με ένταση στη φωνή της που έκανε όλους να συγκινηθούν πως μπορεί να δείχνει άστατη και ζωηρή αλλά η ιδιοσυστασία της είναι τέτοια που δεν παρασύρεται εύκολα στις σειρήνες της απιστίας και της ηδονής.  Παντρεύτηκε έναν άντρα και μ’ αυτόν θα ζήσει ως τα γεράματα. Κάθε άλλος κρετίνος που θέλει να γευτεί τις γλύκες του κορμιού της, της περισσεύει και τον αγνοεί.

   Ο άντρας της την κοίταξε κάπως παράξενα όταν τελείωσε λες και δεν πίστευε σ’ αυτά που άκουσε  και του φάνηκαν τόσο παρωχημένα και ψευδή γιατί την ήξερα καλά τη Μέγαιρα ήταν, που τον έκαναν κάποια στιγμή να γελάσει ειρωνικά. Ο Αργύρης μ’ ένα κούνημα πάνω κάτω του κεφαλιού του υπογράμμισε  πως συμφωνούσε μαζί της πλέοντας σε πελάγη ευτυχίας για τα ψέματα που αράδιασε και τους κοίμισε ενώ η γυναίκα του  μια χοντρή θεούσα με τα μαλλιά της κότσο και μακρύ γκρι φουστάνι ως τους αστραγάλους, άκουγε αμίλητη κι έμοιαζε σαν να τα είχε χαμένα. Ίσως  γι’ αυτήν αυτά που άκουγε κι αυτά που υπονοούνταν πως έκανε ο άντρα της με την οικογενειακή της φίλη να της φαίνονταν σοβαρά αλλά χωρίς στοιχεία τα θεωρούσε χωρίς να το πιστεύει αστεία και γραφικά.

   Και η συζήτηση τελείωσε με συγγνώμες και τα τέτοια που συνηθίζονται σε παρόμοιες συζυγικές απιστίες.  Από τη μεγάλη του ευφροσύνη ο άντρα της που η γυναίκα του βγήκε λάδι, αγνή, τίμια, αναμάρτητη και υπεράνω πάσης υποψίας της ζήτησε να βάλλει στο τραπέζι μεζέδες  και κρασί και να το γλεντήσουν. Η Τάνια τον υπάκουσε και αμέσως έφερε ακόμη και του πουλιού το γάλα για να τους ευχαριστήσει.  Ο Αργύρης την καμάρωνε και πέθαινε από αγάπη ενώ αυτή του έριχνε κρυφές λάγνες  ματιές που έδειχναν πόσο πυρωμένη ένιωθε από την παρουσία του. Ήταν και οι δυο χαρούμενοι και κατακόκκινοι από την ευτυχία τους. Οι άλλοι δυο έδειχναν να πεινούσαν και έριχνα κάτω ό,τι βρισκόταν στο πιάτο τους χωρίς να βλέπουν το ερωτικό γαργαλητό και των δυο τους. Και όταν ήρθαν και τα τρία κορίτσια στο τραπέζι και τους είδαν και τους τέσσερις γελαστούς κι ευτυχισμένους άρχισαν να τρέχουν γύρω από το τραπέζι λες και ήθελαν να τους ειρωνευτούν διασκεδάζοντάς τους. Αυτά κι άλλα παιχνίδια έκαναν τα παιδιά ώσπου να διαλυθεί η παρέα και να φύγει το ζεύγος Δριμή από το φιλικό τους σπίτι που σαν ο Ιάσονας και τη Τάνια τους αποχαιρέτησαν φαινομενικά ήταν όλα μέλι γάλα.

 

 

 

 

 

                                              7

 

 

 

 

 

   Την άλλη μέρα το πρωί ο Λευτέρης πήγε περίπατο ως το πάρκο του σιδηροδρομικού σταθμού να χαρεί τις ομορφιές και τις μυρωδιές των λουλουδιών του.  Το συνήθιζε αυτό όταν ήταν στις καλές του και σήμερα παρά τα προχθεσινά γεγονότα ένιωθε μια παράξενη ηρεμία και τις αισθήσεις του χαλαρές ως το έπακρον. Ο κήπος ήταν χωρισμένος στον παλιό και το νέο κι αυτός προτίμησε τον παλιό που δεν ήταν εγκαταλειμμένος αλλά είχε αγριόχορτα που η πυκνή βλάστησή τους του άρεσε που σαν την έβλεπε την περνούσε με ιδιαίτερη χαρά και ικανοποίηση βλέποντας και πατώντας το βελούδινο στρώμα της. Ακόμη  τον εντυπωσίαζαν και τα ψηλά δέντρα που σε μερικές μεριές δημιουργούσαν απροσπέλαστα τείχη με τους χοντρούς κορμούς τους.  Σε ελάχιστα μέτρα από την είσοδο του κήπου ανάβλυζε δροσερό και γάργαρο νερό από ένα αριστοτεχνικό σιντριβάνι  που σαν  η αύρα του ανακατευότανε με το άρωμα που ερχόταν από τις τριανταφυλλιές  έκαναν τον αέρα ιδιαίτερα ευχάριστο και μυρωδάτο. Πάνω από το δρόμο οι φωνές που ακούγονταν από το νηπιαγωγείο της πόλης έρχονταν  στ’ αυτιά του σαν μελωδίες τραγουδιού, πράγμα που του άρεσε και του έφτιαξαν τη διάθεση πιστεύοντας κάποια στιγμή πως βρισκόταν σε κάποια γωνιά του παραδείσου. Όμως ήταν και το φτερούγισμα των πουλιών που τον συνέπαιρνε με τις σπαθωτές και ελικοειδείς τροχιές τους.  Όταν ήταν βράδυ, γιατί και τις νύχτες ερχόταν εδώ γιατί του άρεσε πολύ, το πελώριο  κίτρινο φεγγάρι ήταν ο πιο πιστός του φίλος και σ’ αυτόν έλεγε τα παράπονά του και ό,τι τον βασάνιζε στη ψυχή. Και πάντα ένα παράθυρο άνοιγε από τα απέναντι σπίτια και μια γυναίκα τον κοιτούσε στέλνοντάς του με το βλέμμα της όλο το νόημα της ζωής.

   Αφού χάρηκε όλες τις ομορφιές του κήπου, περπάτησε στα πλακόστρωτα δρομάκια του και ύστερα κάθισε για λίγο σ΄ ένα από τα ξύλινα παγκάκια του που υπήρχαν σε κάποια σημεία του. Όταν πια όλα τριγύρω του, του φάνηκαν πως κινούνταν, ζωήρευαν και  σκαρφάλωναν στα ύψη ή έπαιρναν τους δρόμους  μέσα από τη φαντασία του, αποφάσισε να φύγει. Ο θαυμασμός του για τη ζωή είχε ενισχυθεί και τον άγγιξε μέσα του όπως ο ούριος κυματιστός άνεμος της άνοιξης. Έτσι με προορισμό το ξυλουργείο να πάρει μερικές σανίδες για να επισκευάσει την πέργκολα στο πίσω μέρος τους σπιτιού του, κατευθύνθηκε προς την αγορά.  Εκεί σαν χάζεψε στις προθήκες των μαγαζιών πήρε το δρόμο που οδηγούσε στο εργοστάσιο ξυλείας προς τα νότια της πόλης. Απείχε γύρω στα πεντακόσια μέτρα από το τελευταίο σπίτι και βρισκόταν μέσα σε μια κατάφυτη έκταση του κάμπου. Ο καιρός ήταν ζεστός και η ορατότητα ιδανική για βόλτα. Ο αέρας που μέσα στην πόλη ήταν αποπνικτικός εδώ ήταν δροσερός ερχόμενος από τα νοτιοδυτικά και μύριζε ιώδιο και αρμύρα αφού περνούσε πάνω από το καταγάλανο και ήρεμο Ιόνιο.

   Δε βιαζόταν και περπατούσε αργά και ρυθμικά. Η δασική και κατάφυτη έκταση από οπωροφόρα και ελιές απλωνόταν πάνω σ’ ένα υψίπεδο βόρεια και το  διέσχιζε ένας αγροτικός δρόμος που τον χρησιμοποιούσαν ακόμη και οι βοσκοί και οι ξυλοκόποι.  Σε μερικά σημεία ήταν τόσο κακοφτιαγμένος που για να τον ανέβουν αγκομαχούσαν τόσο τα ζώα όσο και οι άνθρωποι. Στο δασύλλιο αυτό το πιο εντυπωσιακό ήταν το πλήθος των πουλιών που ζούσαν και φώλιαζαν στα δέντρα του. Πολλά πετούσαν τόσο χαμηλά στα κλαδιά που καμιά φορά τον άγγιζαν με τα φτερά τους.

   Ο Λευτέρης  αφού πέρασε όλη αυτή την παράλληλη διαδρομή για να φτάσει στο εργοστάσιο σταμάτησε προς το τέλος κοντά σ’ ένα ερειπωμένο αγροτόσπιτο για να θαυμάσει μια χελώνα που άρχισε να σαλεύει μέσα στα ξερόχορτα στην άκρη του δρόμου. Καθώς είχε σκύψει ένιωσε ένα ίσκιο να τον πλησιάζει και κάτι  παράξενο να σφυρίζει στον αέρα.  Ενστικτωδώς  αντέδρασε κάνοντας ένα βήμα μπροστά και τότε είδε δίπλα του να διαγράφεται απειλητικά εναντίον του η τροχιά μιας σανίδας που στόχευε το κεφάλι του. Κι όπως  ο απρόσμενος εχθρός του έχασε την ισορροπία του και  πήγε να σωριαστεί κάτω  με τη σανίδα να του ξεφεύγει από τα χέρια, γνώριζε τον Αργύρη μέσα σε  άθλια κατάσταση να τρέμει και να τον κοιτάζει με το πρόσωπό του κατακόκκινο, τα μάτια του γουρλωμένα και το στόμα του να βγάζει αφρούς.

   Μέσα  σ’ αυτή την κατάσταση  ο Λευτέρης τον παράτησε και πήγε να φύγει. Ο Αργύρης όμως του ξαναεπιτέθηκε και με τα χέρια προσπάθησε να του καταφέρει κάποιο χτύπημα στο κεφάλι. <<Τρελάθηκες τελείως! >> του φώναξε τότε αυτός και έκανε ό,τι μπορούσε για να τον συγκρατήσει. << Θα πληρώσεις γι’ αυτό που έκανες >> του αποκρίθηκε με λύσσα εκείνος και επιχείρησε πάλι να τον πλησιάσει και να τον χτυπήσει. << Τι έκανα ; >> τον ρώτησε ο Λευτέρης και έκοψε δρόμο για να τον αποφύγει.

   Ο Αργύρης είχε αγριέψει πολύ και η όψη του έμοιαζε σαν του κατάδικου που έχει δραπετεύσει από τη φυλακή. Παραπατούσε από τα νεύρα του και πήγαινε πότε δεξιά και πότε αριστερά, βρίζοντας και ανασαίνοντας σαν άλογο που έχει τεκνοφέσι. Κάποια στιγμή αναζήτησε με το βλέμμα του τα μάτια του Λευτέρη και του ξεφώνισε με οργή και μίσος: << Γι’ αυτό που έκανες θα πληρώσεις!  Για το γράμμα που έστειλες, αχρείε >> και έσκυψε με απίστευτη σβελτάδα πάνω σ’ ένα σωρό με σβώλους και πέτρες που βρισκόταν στην άκρη του δρόμου. Και πριν ο Λευτέρης ν’ απομακρυνθεί άρπαξε ένα σβώλο και του τον πέταξε κατακέφαλα. Ο Λευτέρης ούρλιαξε, έπιασε τα μάτια του με τα χέρια γιατί το χώμα τον είχε σχεδόν τυφλώσει και αδιαφορώντας για το αίμα που έτρεχε από το κούτελό του το έβαλε στα πόδια. Χωρίς να καλοβλέπει έφτασε με ελάχιστες δυνάμεις στο ξυλουργείο. Εκεί ο ιδιοκτήτης με τους εργάτες τον περιέθαλψαν και τον συνέφεραν ενώ με τις πρώτες εκτιμήσεις αποφάνθηκαν πως το τραύμα δεν ήταν σοβαρό και τα μάτια του δεν είχαν βλαφτεί από τη σκόνη απλά είχαν ερεθιστεί.  Τίποτα το δυσάρεστο δεν είχε και δεν έπρεπε να ανησυχεί. Εκείνος ικανοποιημένος  που έφυγε από την εμπόλεμη ζώνη σώος και αβλαβής με μόνο λίγες εκδορές, γέλασε και είπε: << Είμαι μωρό ακόμη! Έπρεπε να το περιμένω αυτό αλλά το υποτίμησα! Δόξα τω Θεώ που είμαι γερός κι απ’ ό,τι είδα κι ο αντίπαλός μου είναι καλά! >>

   Σαν  έκλεισε τη δουλειά ετοιμάστηκε να φύγει. Ο ιδιοκτήτης του συνέστησε ν’ αλλάξει δρόμο και να πάει από τον κεντρικό γιατί αν επέστρεφε από τον ίδιο που είχε έρθει ίσως να συναντούσε και πάλι τον ύπουλο εχθρό του. <<Αν την πρώτη  φορά σε χτύπησε  μ’ ένα σβώλο χώμα>> του είπε << τη δεύτερη θα σου πετάξει κάποιον κορμό δέντρου που υπάρχουν άφθονοι τριγύρω  και θα σε αποτελειώσει μια  και καλή. Γι’ αυτό μην πέσεις στο λάθος να γίνεις θύμα του >>. Ο  Λευτέρης τον άκουσε κι έκανε όπως του είπε. Έτσι  το μεσημέρι  βρισκόταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι του και έφερνε στο μυαλό του με θλίψη όλη αυτή την παράξενη κι άσχημη ιστορία. Κι όχι μόνο αυτό  αλλά ήρθαν κι εκείνες οι κακές στιγμές που είχε περάσει με την Τάνια από τότε που γνωρίστηκαν και ορκίστηκαν αιώνια αγάπη ο ένας στον άλλον με πρώτη και καλύτερη αυτή. Και τώρα δυστυχώς μετρούσε τις πληγές του απ’ αυτή την ιστορία που ξεκίνησε σαν ερωτικό παιχνιδάκι και εξελίχτηκε σ’ ένα μεγάλο έρωτα και έδειχνε να καταλήγει σε τραγωδία. Που να περίμενε πως αυτή η χαριτωμένη περιπετειούλα μαζί της θα του έφερνε τόσο πόνο. Έτσι γίνεται με όλους ή μόνο σ’ αυτόν που ήταν καλός κι έντιμος; Ή μήπως έφταιγε πως αυτή η ελκυστική γυναίκα ήταν μπελάς για τους άντρες και δεν  μπορούσε ν’ αντισταθεί στην πολιορκία τους;

   Παραδόξως θυμήθηκε  μια εικόνα μαζί της που έγινε πριν ακόμη τα φτιάξουν και του προξένησε ιδιαίτερα κι έντονα συναισθήματα. Ήταν ένα απόγευμα κι αυτός καθόταν στην καφετέρια << Αίγλη >> κι έπινε τον καφέ του. Η Τάνια πέρασε με βήμα γρήγορο που έμοιαζε να χόρευε από μπροστά του, πηγαίνοντας στο σπίτι της αδερφής της. Η έκφραση στο ωραίο πρόσωπό της, το ντελικάτο περπάτημά της, το καλοραμμένο φόρεμά της, τα χτενισμένα με γούστο μαλλιά της και η αυτοπεποίθηση που έδειχνε σαν σύνολο τον εντυπωσίασαν που χωρίς να το θέλει όχι μόνο τη θαύμασε και τη ζήλεψε που ανήκε σ’ άλλον αλλά κι ένιωσε μοναχικός σαν έμεινε μόνος στο τραπέζι κι αυτή χάθηκε στο βάθος του δρόμου. Και τώρα; Η κυρία αυτή που τόσο τον είχε ενθουσιάσει τότε, τώρα του ανήκε μεν αλλά έβαζαν χέρι πάνω της, εκτός από το νόμιμο σύζυγό της και ο φριχτός κι ανέραστος Αργύρης Δριμής!

   Η σκέψη του πως η σχέση του μαζί της έδειχνε πως ήταν μια σύντομη και εφήμερη περιπέτεια ενός ανίσχυρου ειδυλλίου τον πλήγωσε αφάνταστα. Κι αναρωτήθηκε: Ας πούμε πως θα κρατούσε μ’ αυτό το καθεστώς της προδοσίας, τι μέλλον θα είχε; Μ’ αυτές τις σκέψεις κοιμήθηκε χωρίς να φάει τίποτα και σηκώθηκε στις πέντε το απόγευμα μ’ ένα πονοκέφαλο που νόμιζε πως θα του σμπαράλιαζε το κεφάλι.

 

 

 

 

                                           8

 

 

 

 

   Ο πονοκέφαλος του πέρασε σαν ξύπνησε αλλά η ατμόσφαιρα στο δωμάτιο ήταν ασφυκτική. Κοίταξε το ρολόι κάποια στιγμή και είδε πως ήταν εννιά. Καθόταν στο γραφείο του κι έγραφε κάτι απλές σημειώσεις για τη γλώσσα δυο ώρες κι αυτό τον είχε κουράσει. Ήθελε να δραπετεύσει αλλά υπήρχε μέσα του μια σύγχυση αν έπρεπε να το κάνει ή να συνεχίσει να σκύβει πάνω στα χαρτιά και να τα μουτζουρώνει. Κάποια στιγμή το σφρίγος της νεότητάς του εξανέστη και πετάχτηκε πάνω. Ντύθηκε και  τριγυρνούσε πέρα δώθε στο δωμάτιο ανίκανος να αποφασίσει που και με ποιον θα περνούσε το βράδυ του. Και τότε  κοντά στην πόρτα είδε ένα γράμμα που δεν το είχε προσέξει ως εκείνη τη στιγμή. Το πήρε, το άνοιξε και σαν το διάβασε το πρόσωπό του φωτίστηκε και γέλασε ενώ φαινόταν πολύ χαρούμενος και ευδιάθετος. Ήταν από το φίλο του τον Άρη και του ζητούσε να συναντηθούν στη << Λέσχη των δημοσίων υπαλλήλων >> για μια υπέροχη συντροφιά και μια μεγαλειώδη κουβέντα. Ακόμη συμπλήρωνε πως άμα το ζητούσε ο οργανισμός τους μπορούσαν μετά από εκεί να πάνε για κανένα ποτηράκι στην ταβέρνα της αποβάθρας.

   Ενθουσιασμένος έβαλε το γράμμα στο γραφείο του και βγήκε.  Κοιτάζοντας τις βιτρίνες των μαγαζιών πότε από δω και πότε από κει έφτασε χωρίς  να το καταλάβει.

   Η Λέσχη  ήταν γεμάτη. Ο Άρης τον περίμενε όπως πάντα καθισμένος στο τραπέζι που ήταν κοντά στο παράθυρο και κοίταζε προς το δρόμο του νοσοκομείου. Χαιρετήθηκαν  κι αμέσως έπιασαν την κουβέντα που τόσο ανάγκη είχαν και οι δυο αλλά περισσότερο ο Λευτέρης μετά τα προχθεσινά και τα σημερινά γεγονότα που τον είχαν διαλύσει κυριολεκτικά και αισθανόταν τον κόσμο να χάνεται κάτω από τα πόδια του. Ο Άρης με τον εξαιρετικό και παραληρηματικό τρόπο που τον διέκρινε σαν αφηγούταν καθημερινές ιστορίες ή κοινωνικά συμβάντα, του είπε πολλά που όχι μόνο του άρεσαν του Λευτέρη αλλά και του έφτιαξαν την κακή του συναισθηματική του φόρτιση. Έτσι τον άκουγε που του έλεγε, πως κυκλοφόρησε το περιοδικό << Τριφυλιακή Εστία >> με ενδιαφέροντα λογοτεχνικά θέματα και με μια ιδιαίτερα προσεγμένη αφιέρωση στη γνωστή ζωγράφο της Κυπαρισσίας Βασιλική Μπινιώρη με άρθρα και φωτογραφίες από πίνακες της δουλειάς της. Η ζωγράφος αυτή που ζούσε στην Αθήνα  σε μεγάλη ηλικία πλέον, ήταν και δασκάλα στα νιάτα της και από τις πρώτες που εφήρμοσε την << ολική μέθοδο διδασκαλίας >> στην πρώτη τάξη με θαυμάσιο τρόπο και άριστα αποτελέσματα. Κι αυτό τη βοήθησε βέβαια και η τέχνη της ζωγραφικής αφού έπιανε το χέρι της και κατά τη διάρκεια της διδασκαλίας που χρειαζόταν απαραίτητη εικονογράφηση, αυτή γέμιζε τον πίνακα με αριστουργήματα εμπνευσμένα από τις λέξεις του βιβλίου. Τότε έκανε και τα πρώτα της συγγραφικά βήματα γράφοντας και το εκπαιδευτικό βιβλίο, << Πως εφήρμοσα την ολική μέθοδο >> που άρεσε στους δασκάλους κι άφησε  άριστες εντυπώσεις. Στο περιοδικό αναφερόταν, όπως έλεγε ο Άρης και όλες οι εκθέσεις της που είχαν γίνει στο Παρίσι, στο Μόναχο, στη Βιέννη κι αλλού, εκτός από αυτές που είχαν γίνει στην Ελλάδα όπου και απέσπασε κολακευτικές κριτικές για τη ζωντάνια των έργων της. Κι όπως γράφει το περιοδικό τόνισε, τα έργα της << μιλάνε >> και αγγίζουν το θεατή γλυκύτερα κι από τους στίχους του ταλαντούχου ποιητή. Έχουν μια διάχυτη απαλότητα και η χαρακτηριστική αρμονία των χρωμάτων στους πίνακές της δίνουν στα έργα της την ουσία της  ολοκληρωμένης αισθητικής. Το περιοδικό είχε διαλέξει κάποιους απ’ αυτούς και τους είχε προβάλλει στις σελίδες του με έγχρωμες φωτογραφίες σημειώνοντας από κάτω με λεζάντα το περιεχόμενό του. Ιδιαίτερα τον συγκίνησαν, όπως του είπε, αυτοί οι πίνακες που έδειχναν την περιοχή τους και παρουσίαζαν διάφορα σημαντικά μέρη και ομορφιές, όπως  το λιμάνι της πόλης, το κάστρο, το σιδηροδρομικό σταθμό, τα ξωκλήσια, τα αρχοντικά σπίτια, και τον κάμπο της.

   Όλα αυτά του τα είπε τόσο γρήγορα κι ωραία που  σχεδόν δεν πήρε ανάσα. Ο Λευτέρης τον κοιτούσε συνεπαρμένος ενώ έπαιζε ανεπαίσθητα με το  σερβίτσιο του καφέ που το άγγιζε με το κρυστάλλινο ποτήρι του. Όταν σταμάτησε συνέχιζε να έχει τα μάτια του πάνω του λες και ήταν αφηρημένος. Έδειχνε γοητευμένος από το περιεχόμενο της αφήγησής του γιατί ενώ όλα γύρω τους ήταν διαλυμένα, το περιοδικό αντιστεκόταν στη σήψη και είχε τον τρόπο να στείλει μέσα από τις σελίδες του μια πνευματική όαση δροσιάς. Ήταν κι αυτό μια  νέα επαναστατική μέθοδος της συντακτικής επιτροπής του περιοδικού.

   Ο Άρης έδειχνε όμως πως και κάτι άλλο είχε κατά νου και στη μικρή παύση που ακολούθησε μετά την αφήγησή του, ψιθύρισε: << σε τι εποχή ζούμε! >> και συνέχισε να του αναφέρει το έγκλημα που έγινε στον καταυλισμό  των μεταναστών που έστειλε στον άλλο κόσμο με τρεις μαχαιριές έναν Αφρικανό από έναν Ασιάτη. Και με αφορμή το φονικό αυτό του εξήγησε πως αυτό οφειλόταν στην πλήρη εξαθλίωση αυτών που ζούσαν εκεί μέσα και την αδιαφορία της πολιτείας με τους πάσης φύσεως Κροίσους της που δεκάρα δε δίνουν για ό,τι συμβαίνει σ’ αυτό το κολαστήριο των ψυχών. << Κάποια στιγμή ήμουν σίγουρος πως θα γινόταν αυτό! << ψέλλισε και του εξήγησε το λόγο, λέγοντάς του πως μέσα σ’ αυτό το κάτεργο ζούσαν πολλές φυλές που προέρχονταν από την Ασία, την Αφρική και την Ευρώπη. Αυτός ο συνωστισμός τους εντείνει το ρατσισμό και το  φυλετικό μίσος  περπατάει στην κόψη του ξυραφιού. Λίγο να το ζορίσεις και η κοφτερή του λεπίδα βάφεται με αίμα. Οι Ευρωπαίοι δε θέλουν ούτε τους μεν ούτε τους δε, οι Ασιάτες διώχνουν τους Αφρικανούς διεκδικώντας την αρχηγία, εκείνοι ζητούν τη μεσολάβηση των Ευρωπαίων, αυτοί το παίζουν προστάτες και οι συγκρούσεις μίσους αρχίζουν στο λεπτό, μ’ ένα ξέσπασμα πρωτογονισμού που η ζωή από κει και πέρα κρέμεται σε μια κλωστή.

   Ο Λευτέρης έδειξε πως ασπαζόταν τα λόγια του και θέλησε κι αυτός να βάλλει ένα λιθαράκι σε όσα του ανέφερε. Έτσι του είπε:

   --- Πρέπει νομίζω ν’ αλλάξουν πολλά γι΄ αυτούς τους μετανάστες όχι μόνο εδώ στην πατρίδα μας αλλά και σ’ ολόκληρο τον κόσμο με πρώτη την Ευρώπη που δέχεται αυτή τη στιγμή την επέλαση των << βαρβάρων >> που εισβάλλουν στρατιές- στρατιές στις χώρες της. Φροντίδα κύρια να προσδιοριστούν οι τόποι που θα εγκατασταθούν οι κοινότητες των αλλοδαπών από τις κυβερνήσεις και να τους σεβαστούν. Ύστερα πρέπει να αντιμετωπιστούν με σοβαρότητα τα προβλήματά τους και κυρίως της εργασίας, της περίθαλψης και της εκπαίδευσης. Θα πω κάτι πάνω στην εκπαίδευση, ίσως ουσιαστικό. Πολλοί αρνιούνται να στείλουν τα παιδιά τους στα σχολεία και τα οδηγούν στους χώρους εργασίας με τις άθλιες φυσικά συνθήκες τους. Θα πρέπει να τους δοθεί η δυνατότητα να οργανώσουν εκείνοι της εκπαίδευσή τους αλλά και να τους χορηγηθούν οι απαραίτητες οικονομικές ενισχύσεις. Οι κρατικοί φορείς να τους εποπτεύουν και να τους συμβουλεύουν. Το ίδιο πρέπει να γίνει και για το θέμα της υγείας και της εργασίας. Όλοι ξέρουμε πως αυτό που χαρακτηρίζει τη χιλιετή πείρα της Ευρώπης είναι το κράμα των πολιτισμών και η σταδιακή ενοποίησή των. Από τη  συγχώνευση αυτών των πολιτισμών γεννήθηκε η Ευρώπη, δηλαδή των Ρωμαϊκών ή Ισπανορωμαϊκών πληθυσμών  που κι αυτοί κάποτε ήταν << βάρβαροι >>. Βέβαια  τα τελευταία χρόνια  ο αριθμός των μεταναστών στην Ευρώπη και στην πατρίδα μας έχει αυξηθεί. Αλλά και μετά την αρχαία εποχή και το Μεσαίωνα πάλι το ίδιο γινόταν και ήταν ακόμα μεγαλύτερος. Τότε κινητήρας της ενσωμάτωσής τους ήταν η μύηση στο Χριστιανισμό. Σήμερα τη θέση της θρησκείας πρέπει να πάρει ένα κοινό πρόγραμμα επιστημονικό, εκπαιδευτικό και κυρίως πολιτικό. Και εδώ οφείλει να πάρει θέση ένα καινούργιο ουμανιστικό κίνημα μιας και οι ιδέες του για τον άνθρωπο τον εξαθλιωμένο είναι η κυρίαρχη ιδεολογία του. Αλλιώς όλοι αυτοί οι μετανάστες που αποκαλούνται << βάρβαροι >> θα δέχονται απανωτά χαστούκια.

   Ο Άρης  όχι μόνο χάρηκε γι’ αυτά που είπε αλλά και τον συνεχάρη για τις άριστες κοινωνιολογικές και πολιτικές τοποθετήσεις του. Ύστερα με μια ειρωνική διάθεση του είπε σιγά μεν αλλά ζωηρά δείχνοντας πως πολύ θα ήθελε να ξεφωνίσει:

   --- Ζήτω οι σωτήρες που θα τους σώσουν!

   Εκείνος γέλασε και με κάποια επιφύλαξη είπε:

   --- Γίνεται όμως κάποια προσπάθεια.

   --- Ναι, αλλά σκοντάφτει σε συμφέροντα.

   --- Θέλεις να πεις κάποιοι δεν τους θέλουν ούτε ζωγραφιστούς τους μετανάστες.

   --- Ναι, όπως και τους τσιγγάνους!

   --- Δίκιο έχεις και μόνο όταν ωφελούνται απ’ αυτούς τους υπερασπίζονται.  Είδες τι γίνεται στον καταυλισμό της περιοχής μα;. Ιδιοκτήτες του τόπου που μένουν, δήμαρχοι, κομματικές οργανώσεις, χριστιανικές ενώσεις, κοινωνικοί φορείς, κομματάρχες, πολιτικοί, βρίσκονται στα μαχαίρια για το ποιος θα υπερισχύσει την επιρροή τους πάνω τους να τους κερδίσει. Τους θεωρούν ψηφοφόρους τους και πολιτική δύναμη και τους εκμεταλλεύονται.

   --- Όπως και να’ χει ας το αφήσουμε τώρα  αυτό κι ας έρθουμε στο δικό σου. Καλά έκανες και πήγες στην Πάτρα. Το γεγονός πως πηγαίνεις για ένα σκοπό εκεί είναι σημαντικό. Θα βγεις κερδισμένος  μ’ αυτές τις σπουδές  και το διδακτορικό σου και θα γλιτώσεις από τον κυκεώνα της ρηχής γνώσης. Άσε που τα πολλά βιβλία που θα διαβάσεις για να πάρεις πληροφορίες και γνώσεις θα σε οπλίσουν  και με ισχυρό πνεύμα αλλά και με σιδερένιο χαρακτήρα. Σε ζηλεύω και πολύ θα ήθελα να ήμουν στη θέση σου.

   Εκείνος  θεώρησε τα λόγια του ωραία πρόκληση για να ανοίξουν ένα διάλογο ουσιαστικό τόσο για την μελλοντική πανεπιστημιακή του καριέρα όσο και μέσα στο πνεύμα του Λόγου και της Σκέψης. Έτσι του είπε:

   --- Άρη, είμαι πρόθυμος να χύσω και το αίμα μου προκειμένου να πετύχω αυτό που θέλω. Σου φαίνεται υπερβολικό αυτό που λέω αλλά έτσι είναι. Η ψυχή του ανθρώπου ζητάει πολλά. Αν βάλλεις πλάτη μπορείς να πετύχεις αρκετά. Αυτό κάνω κι εγώ.

   --- Αυτό είναι αλήθεια! Πόσοι όμως το κάνουν ή και το πετυχαίνουν;

   --- Κάποιοι ναι, κάποιοι όχι! Σημασία έχει το ταξίδι πολλές φορές κι όχι ο προορισμός! Κι εγώ τώρα μ’  αυτό που κάνω απολαμβάνω τις ομορφιές του ταξιδιού μου! Ο προορισμός δε μ’ ενδιαφέρει και τόσο. Η διατριβή έτσι κι αλλιώς θα γραφτεί. Λίγο το ΄χεις αυτό;

   --- Καθόλου λίγο! Είναι πολύ που με ξεσηκώνει και μένα να κάνω ένα   τόλμημα ίδιο με το δικό σου!

  --- Δηλαδή;

   --- Όχι για ντοκτορά αλλά να πάω σε καμιά σχολή δημοσιογραφίας της προκοπής και να βελτιώσω τις γνώσεις του ρεπόρτερ.

   --- Γιατί δεν το κάνεις;

   --- Δεν το έχω αποφασίσει ακόμη. Το αφήνω για αργότερα.

   --- Κάνε κάτι τώρα που είσαι νέος κι ελεύθερος γιατί αν το τρενάρεις θα συναντήσεις δυσκολίες.

   --- Όπως κι εσύ. Αλήθεια δε μου λες πόσο χρόνο θα τραβιέσαι με την απειλητική αυτή εξαφάνισή σου στα πανεπιστημιακά έδρανα;

   --- Δεν έχω ιδέα ούτε τον έχω υπολογίσει αλλά ξέρω σίγουρα πως και  φετινό σχολικό έτος θα ξεχάσω τη μεγαλοπρέπεια της τεμπελιάς. Και πρέπει να ξέρεις πως δεν γράφεις τη διατριβή σου διαβάζοντας βιβλία με κλεφτές ματιές και στα πεταχτά αλλά με την αίσθηση της προσωπικής εκτίμησης πως οφείλεις να υποστείς υλικές ή ψυχαγωγικές θυσίες. Αν τα μάτια σου πλανηθούν άσκοπα σε ό,τι ωραίο βλέπεις τριγύρω σου, πας χάθηκες.

   --- Για να τη γράψεις χρειάζεται περίπου δυο χρόνια, ε;

   --- Ναι κι αν εγκριθεί από την επιτροπή γίνεσαι λέκτορας αν το επιθυμείς.

   --- Λέκτορας; Μπράβο! Και πόσο χρόνο μένεις εκεί για να συνεχίσεις μετά για το άλλο σκαλοπάτι της καθηγητικής ιεραρχίας;

   --- Τέσσερα!

   --- Και μετά;

   --- Με καινούρια διατριβή γίνεσαι επίκουρος, μένεις άλλα τέσσερα χρόνια και με καινούρια διατριβή γίνεσαι αναπληρωτής καθηγητής και στη συνέχεια μετά, αφού μείνεις κι εκεί άλλα τέσσερα χρόνια έχεις το δικαίωμα να διεκδικήσεις θέση κανονικού καθηγητή και να πάρεις έδρα αν υπάρχει φυσικά!

   Ο Άρης έφερε το χέρι του κοντά στο στόμα του κι αφού το έφραξε από τη δεξιά μεριά, του είπε χαμηλόφωνα και σε αστείο τρόπο:

   --- Καλά γεράματα!

   Εκείνος τον κάρφωσε με τα μάτια σαν να του έλεγε πως δεν είναι έτσι. Κι αφού ανακάθισε πιο καλά στη θέση του και πήρε σοβαρή στάση του είπε:

   --- Έχεις δίκιο εν μέρει. Γιατί κι αν ακόμη δεν κατορθώσεις να φτάσεις ως την κορυφή της κλίμακας θα είσαι σίγουρα ο νικητής της γοητείας. Γοητευμένος και χορτασμένος για εκεί που έφτασες θέλω να πω. Γιατί μην ξεχνάς και τον Καβάφη που λέει: << Εδώ που έφτασες, λίγο δεν είναι, τόσο που έκαμες μεγάλη δόξα. Κι αυτό ακόμη το σκαλί το πρώτο πολύ από τον κοινό τον κόσμο απέχει >>.

   Εκείνη τη στιγμή άρχισε να βρέχει με το τουλούμι και το τζάμι δεχόταν με ορμή τις χοντρές σταγόνες της βροχής που κυλούσαν στη λεία επιφάνειά του σαν τα νερά μικρού καταρράκτη. Κοίταξαν ξαφνιασμένοι έξω, σταματώντας τη συζήτηση και φάνηκε να δέχτηκαν όλη αυτή τη φθινοπωρινή μπόρα σαν χαιρετισμό της φύσης. Σε λίγο ο ουρανός και η γη είχαν γίνει ένα και οι δυνατές ριπές του ανέμου έσπρωχναν τη βροχή και την έριχναν με μεγαλύτερη ορμή στο τζάμι. Κι όσο περνούσε η ώρα οι σταγόνες γίνονταν ρυάκια που έκρυβαν τη διαφάνειά του και τους έκρυβε από τη θέα του δρόμου που είχε γίνει από τα πολλά νερά ορμητικός χείμαρρος. Ένας μουσκεμένος ως το κόκαλο που μπήκε μέσα και προκάλεσε θυμηδία και οίκτο έκανε τον Άρη να θυμηθεί την Πάτρα και να του πει:

   --- Κι εκεί που είσαι ρίχνει πολλές βροχές κι έχει υγρασία. Σου συνιστώ να προσέξεις την υγεία σου και να προφυλαχτείς απ’ αυτή. Είναι ύπουλη και κακή επισκέπτρια. Μέχρι και βρογχικό άσμα μπορεί να σου δημιουργήσει.

   --- Είμαι αναγκασμένος να το προσέξω καλέ μου φίλε, του είπε, ενώ τα μάτια του προστατευτικά πηδούσαν πότε στο τζάμι που έτριζε από τη βροχή και πότε στα τραπέζια με τους καθισμένους που με τις υψωμένες  φωνές  τους συζητούσαν κι έλυναν τις  διαφωνίες τους.

   --- Θα λυπόμουν πολύ αν αρρώσταινες, του είπε ο Άρης και με το δικαίωμα του φίλου και του συνάδελφου ν’ ανιχνεύει την ψυχή του άλλου, τον ρώτησε με φωνή που ηχούσε γαργαλιστή λες και το λαρύγγι του είχε μέσα κάποια γουλιά νερού. Αλήθεια οφείλεις να που πεις καλέ μου φίλε, επανέλαβε τη φράση, τι σπίτι έπιασες; Καλό με ανέσεις ή σε ξελόγιασε καμιά όμορφη σουρλουλού χήρα και σου πρόσφερε το άνετο τριάρι της μαζί με το κρεβάτι της με αντάλλαγμα της νεότητάς σου τον ανθό;

   Ο Λευτέρης κοίταξε γύρω του τον χώρο που άρχισε να αδειάζει και γέλασε. Μ΄ ένα τίναγμα ύστερα του κεφαλιού του που έμοιαζε νευρική πήρε χαρούμενη όψη έτσι που το πρόσωπό του έλαμψε σαν του παιδιού που του είπαν κάποιο έπαινο μετά από μια καλή του πράξη. Τα  χείλη του άνοιξαν με γλυκύτητα και σηκώνοντας το δείκτη του δεξιού χεριού του που τον κούνησε αρκετέ φορές πότε τεντωμένο και πότε λυγισμένο του απάντησε με τη φωνή του σαν φτερούγισμα αύρας:

   --- Ευτυχώς βρήκα και σπίτι καλό και σπιτονοικοκύρηδες καθώς πρέπει. Είναι ένα πέτρινο παραδοσιακό διώροφο με κεραμίδια κι εγώ μένω στο ισόγειο. Στο δεύτερο όροφο μένει η οικογένεια του ιδιοκτήτη με το γιο τους. Είναι επιπλωμένο, βαμμένο με  έντονα χρώματα χαρούμενα και το δάπεδο είναι στρωμένο με πλάκες μαύρες και λευκές σε σχήματα ρόμβου. Έχει βεράντες και ακάλυπτο χώρο που  χρησιμοποιείται για κήπος. Αμέσως μόλις μπεις στην αυλή του σε καλωσορίσουν οι τριανταφυλλιές, οι βασιλικοί και οι βιολέτες του.  Πίσω οπωροφόρα δέντρα σε σκεπάζουν με τα πράσινα κλαδιά τους και σου προτείνουν τους καρπούς τους, να τους κόψεις και να τους γευτείς απλώνοντας τα χέρια σου. Κυρίως υπάρχουν πολλές πορτοκαλιές και κομψότατές πολύκαρπες μανταρινιές. Απέναντι προς το νότο υπάρχει κι ένα μικρό δασύλλιο γεμάτο με πεύκα, βελανιδιές και λεύκες που ορθώνονται πίσω από μια σειρά φοίνικες κομμένους ισομέγεθα και κλαδεμένους με μια ασύγκριτη αισθητική. Με λίγα λόγια αν δεις το σπίτι σίγουρα θα αναρωτηθείς ποιο τυχερά και ξεχωριστά πρόσωπα ζουν εδώ μέσα!

    Κι όμως αυτοί που ζουν εδώ μέσα είναι φτωχοί και απλοί άνθρωποι, για τους σπιτονοικοκύρηδες μιλώ, που τους θεωρώ ξεχωριστούς. Άνθρωποι μάλαμα και με χρυσή καρδιά. Άκακοι σαν αρνάκια και γελαστοί σαν παιδάκια. Ο άντρας έχει φορτηγό και κάνει μεταφορές και η γυναίκα είναι οικοκυρά, φροντίζει τα του οίκου. Είναι όμως και άριστη μοδίστρα και ό,τι ράβει έχει την όψη του αριστουργήματος. Πάντα στη λιτή και ευρύχωρη τραπεζαρία της που στρώνει αφήνει και μια άδεια θέση για μένα το<< φοιτητή >>.  Ο γιος τους είναι χαριτωμένος, όμορφος κι έξυπνος και πάει στο δημοτικό. Πιάνει πουλιά στον αέρα όπως συνηθίζεται να λέγεται για τέτοια παιδιά και τους συνέστησα να τον προσέξουν τώρα που είναι μικρός και να του εξαλείψουν την ελάχιστη ανυπακοή που εξελίσσεται σε ανταρσία και που μπορεί να γίνει απροκάλυπτη. Η ατμόσφαιρα μαζί τους είναι ευχάριστη και η φιλία μας από απλή ανθρώπινη σχέση φτάνει να γίνει πνευματικός  δεσμός αφού κάθε τόσο και λιγάκι με ζητάνε να μιλήσουμε για σοβαρά κοινωνικά θέματα που έχουν σχέση με τη φτώχεια, την εκμετάλλευση, τη διαφορά, την παιδεία, τους αδικημένους και τους ξεχασμένους. Εγώ που δεν έχω και μεγάλη εκτίμηση για τους αμόρφωτους, τους συμπάθησα και τους αγάπησα αμέσως για την ευφυϊα τους και την αμερόληπτη θέση που παίρνουν  σε θέματα της καθημερινότητας. Μου  έμαθαν δε πως το μεγάλο αποκορύφωμα της ζωής είναι η απλότητα σύμμεικτη με την καλλιτεχνική αναζήτηση. Φτιάξε κάτι απλό έστω και μια μαγκούρα και χρησιμοποίησέ την, μου είπε ο άντρας  και θα δεις σε τι ουρανούς ευτυχίας θα βρεθείς!  Η έκφραση είναι το μόνο αληθινό παιχνίδι στη ζωή κι αυτή την κάνουν μόνο τα παιδιά. Εμείς οι μεγάλοι κοιτάμε να πλουτίζουμε. Έχουμε χρόνο για έκφραση αλλά το θεωρούμε αστείο, βάρβαρο και χάσιμο χρόνου να αρχίσουμε να παίζουμε μαζί της. Μου συνέστησε και μου τόνισε, να είμαι όλη μέρα στο δρόμο, εννοούσε το δρόμο της ζωής και να κάνω και λίγο σαματά σαν ανάγωγο παιδί! Δε θα με βλάψει, αυτό θέλει η ζωή!

   Όταν έγινε παύση ο Άρης σκέφτηκε πως ίσως τον ενοχλούσε με τις ερωτήσεις του και φάνηκε διστακτικός για μια καινούρια. Ωστόσο τον πρόλαβε ο Λευτέρης εκμεταλλευόμενος τη θέση του αφού ήταν το επίκεντρο της συζήτησης για να συνεχίσει:

   --- Όσο για το Πανεπιστήμιο έχω να δηλώσω πως είναι από τις ωραιότερες επιλογές που έκανα στα τριάντα μου! Απασχολούμαι στο διοικητικό τμήμα ή καλύτερα στη Γραμματεία με αρμοδιότητες και στα προγράμματα εκπαίδευσης όταν με χρειαστούν αναγκαίο. Παρακολουθώ μαθήματα, διαβάζω και γράφω τη διατριβή μου. Είμαι συνέχεια δίπλα στον καθηγητή μου και προστάτη μου κύριο Βρανά και στην όμορφη και πνευματώδη γραμματέα και βοηθό του δεσποινίδα Φοίβη που με έχει σκλαβώσει με την καλοσύνη της και τον ενδιαφέρον της για μένα. Έχει γεννηθεί κι ένας μεγάλος έρωτας μεταξύ μας συν τοις άλλοις που αν όλα πάνε καλά και δε σκαλώσει κάτι στο δρόμο μας θα παντρευτούμε!

   Ο Άρης χαμογέλασε ικανοποιημένος. Έμεινε για λίγο βουβός από την έκπληξη που ένιωσε για αυτά που  άκουσε, ιδιαίτερα δε με τη σχέση του με τη γραμματέα και μην μπορώντας ν’ αντισταθεί στον πειρασμό να τον πειράξει, του είπε:

   --- Ω! Αυτό είναι για να είναι είδηση! και τείνοντας  με εγκαρδιότητα το χέρι του, του έσφιξε το δικό του μ’ ένα πανηγυρικό τρόπο πέρα για πέρα ενθουσιώδη.

   Εκείνος  αφού  συγκράτησε το γέλιο του, τον ρώτησε με τη σειρά του:

   --- Εσύ τώρα!  Πες μου τι κάνεις; Το ρεπορτάζ είναι σκληρό και η δημοσιογραφία απαιτητική! Τα καταφέρνεις καλά ή έχεις δυσκολίες; Η εφημερίδα που δουλεύεις είναι με την εργατική τάξη ή πατρονάρει την πλούσια αστική τάξη υπολογίζοντας στα ψίχουλα που μπορεί να της πετάξει;

   Αυτός γέλασε όσο ποτέ άλλοτε και πρόσθεσε χαριτολογώντας:

   --- Έχει γίνει το δεκανίκι της πες καλύτερα!

   --- Οχ! Τότε τα κόκαλα του Μαρξ θα τρίζουν μέσα στον τάφο του κι όχι άδικα!

   Μετά τα πολιτικό αριστερό αυτό ξέσπασμα επανήλθαν και πάλι στην τάξη. Ο Άρης που πριν λίγο καθόταν με σκυμμένο το κεφάλι, έγειρε πίσω, το σήκωσε κι άνοιξε διάπλατα τα μάτια κι ετοιμάστηκε κάτι να πει. Φάνηκε στην αρχή να δίστασε και μόνο σαν μπήκε μέσα ένας κουρελής ζητιάνος απλώνοντας το χέρι του στους θαμώνες να συλλέξει το κέρμα τους, λύθηκε η γλώσσα του για να του πει:

   --- Τα ρεπορτάζ μου είναι αιχμηρά κι αυτό  μου δημιουργεί προβλήματα. Δέχομαι απειλές κι ακούω τον εξάψαλμο απ’ αυτούς που έχουν λόγους να μη δέχονται τις απόψεις και τις κριτικές στις άσχημες και υβριστικές ενέργειές τους. Δυστυχώς όλα τα κοινωνικά θέματα που θίγω και προτείνω λύσεις λιμνάζουν και κανένα δεν προωθείται στο τραπέζι του διαλόγου με σκοπό να φτάσει στη λύση του. Ο βιολογικός καθαρισμός βούλιαξε εν τη γενέσει του, η ρύπανση του κόλπου συνεχίζεται, το αποχετευτικό θέλει νέα μελέτη κι αντικατάσταση του σαθρού υπάρχοντος δικτύου, το λιμάνι κοντεύει να γίνει γεφύρι της Άρτας. Όσο για το περιβάλλον, τον περιορισμό των φυτοφαρμάκων και τη φροντίδα των σκουπιδιών, διάβασα σε μια εφημερίδα πως θα μείνουν ανενεργά λόγω έλλειψης κονδυλίων. Όταν είσαι δημοσιογράφος και γράφεις για όλ’ αυτά ενώ βλέπεις πως τίποτα δε βρίσκει τη λύση του σε πιάνει  απελπισία. Όμως ο δρόμος που ανοίχτηκε μπροστά μου είναι προκαθορισμένος και δεν τον εγκαταλείπω. Μπορεί να εγκαταλείψω το επάγγελμα του καθηγητή αλλά την ερασιτεχνική δημοσιογραφία ποτέ!  Έχω απόλυτη συνείδηση του δημοσιογραφικού μου καθήκοντος και είμαι  περήφανος που το αναλώνω για το λαό. Έτσι όσες απειλές δέχομαι ούτε καν τις παίρνω στα σοβαρά.

   Τις τελευταίες λέξεις τις τόνισε με έμφαση ενώ έδειχνε αγανακτισμένος.

   --- Αυτό δείχνει πως δεν έχεις μετανιώσει γι’ αυτό που κάνεις, του είπε ο Λευτέρης για να του δώσει την ανταπόκριση πως τα αισθήματά του από τη μεριά του είναι καλά για τη δυναμικότητα της δουλειά του.

   --- Όχι! Όχι! του ψιθύρισε αυτός και τα μάτια του έλαμψαν. Είμαι περισσότερο ευτυχισμένος τώρα με τις απειλές. Δείχνει τη σπουδαιότητα της παρέμβασής μου στα κοινωνικά δρώμενα. Τι πιο σπουδαίο απ’ αυτό!

   Σταμάτησαν την κουβέντα γιατί έξω στο δρόμο που τα νερά είχαν σταματήσει να τρέχουν αφού η βροχή λιγόστεψε, περνούσε ο ζητιάνος που λίγο πριν είχε μπει μέσα στη Λέσχη. Τον κοίταξαν και οι δυο κι έδειχναν συνοφρυωμένοι. Ήταν γέρος, μετρίου αναστήματος, αδύνατος και καμπούρης. Είχε ακανόνιστα γένια κι ένα μουστάκι άχρωμο που σ’ ένα σημείο αριστερά ήταν αραιοφυτρωμένο. Το μακρόστενο κεφάλι του προκαλούσε θυμηδία ενώ τα σαντάλια  στα πόδια του που τα έσουρνε λες και το έκανε επίτηδες, κροτάλιζαν τόσο ενοχλητικά που θαρρούσες πως κάποιος χτυπούσε τις πλάκες του δρόμου με σφυρί. Αν και μέσα στο λιγοστό φως  της νύχτας τα μάτια του δεν φαίνονταν έδειχνε να ρίχνει  συνεχώς ματιές δεξιά κι αριστερά. Σαν ξεμάκρυνε από την πρόσοψη της Λέσχης, έβγαλε κάτι από την τσέπη του κι άρχισε να το τρώει με μια ασυνήθιστη λαιμαργία που έκαναν τα χείλη και το στόμα του γελοία. Λίγο πριν φτάσει  στην κεντρική οδό  Ελευθερίου Βενιζέλου, τυλίχτηκε καλά με το γκρίζο σακάκι του και περνώντας προσεκτικά απέναντι έφτασε στην πλατεία και χάθηκε.

   --- Αυτά να μην υπήρχαν! Μουρμούρισε ο Λευτέρης κι έσκυψε για να δει καλύτερα το ρολόι του τοίχου. Βλέποντας τους δείκτες να δείχνουν δώδεκα μεσάνυκτα, ανακάθισε, τύλιξε τα χέρια του στα μπράτσα του κι αφού έγειρε πίσω, ρώτησε τον Άρη:

   --- Θέλεις να καθίσουμε κι άλλο ή θέλεις να φύγουμε;

   --- Μια ώρα ακόμη μπορούμε να τη δαπανήσουμε!

   Κι αμέσως άρχισαν πάλι την κουβέντα με θέματα της καθημερινότητας από τη ζωή της πόλης, τους ανθρώπους της, την  αθλιότητα που επικρατούσε στις δημόσιες υπηρεσίες, την αδιαφορία του Δήμου και των αξιότιμων αρχών που ποτέ τους δεν έβλεπαν με στοργή τα προβλήματα των  κατοίκων, το παιχνίδι που παιζόταν με τη μοίρα των δυστυχισμένων στον καταυλισμό, με την κοροϊδία της Επισκοπής να τους ενισχύσει με ψίχουλα και τους άλλους τους φτωχούς της πόλης που κατά δεκάδες στοιβάζονταν στα γιαπιά, στις αποθήκες και στα εγκαταλειμμένα βαγόνια του σταθμού να ξεχειμωνιάσουν. Ακόμη διηγήθηκαν αστείες και ζωηρές ιστορίες από τη σχολική τους ζωή, μίλησαν για τους συντηρητικούς κι αυταρχικούς δασκάλους τους, τις νεανικές ερωτικές τους περιπέτειες, την πρώτη τους επαφή με τις ηδονές και τις αμαρτίες, τη ζήλια τους και το μίσος τους για τους πλούσιους γείτονές τους που ανάμεσα από τις γρίλιες των παραθυριών τους έβλεπαν σαν κρυφοκοίταζαν να λάμπει εκτυφλωτικά η λάμψη της χλιδής τους.

   Σηκώθηκαν από τις καρέκλες τους όπως είχαν δηλώσει στις μία το πρωί. Έξω στο δρόμο στάθηκαν για λίγο και είπαν ακόμη ελάχιστα ενδιαφέροντα. Στο τέλος και πριν ξεκινήσει ο Λευτέρης για το σπίτι του είπε με χιούμορ πως εκτός απροόπτου αύριο το μεσημέρι πρέπει να ταξιδέψει για την Πάτρα. Στις 20 Σεπτέμβρη όφειλε να δώσει το παρόν στο Πανεπιστήμιο κι έπρεπε να είναι νωρίτερα για να ετοιμαστεί ψυχολογικά και να κάνει κάποιες απαραίτητες και σβέλτες κινήσεις για να προμηθευτεί  ένα απαραίτητο βιβλίο που είχε προσωρινή έλλειψη και του ήταν χρήσιμο στη διατριβή του. Ύστερα με μια εγκάρδια καληνύχτα χώρισαν οι δυο φίλοι μ’ ένα κεφάτο βηματισμό που φανέρωνε πόσο ευτυχισμένοι ήταν.

 

 

                      

                          

 

                                                   9

 

 

 

                          

 

   Γύρω στις δέκα το πρωί ο Λευτέρης σηκώθηκε κι αφού έκαμε την τουαλέτα του πήγε στην τραπεζαρία να πάρει το πρωινό του. Ένιωθε ευχάριστα και παρά τα περασμένα γεγονότα αισθανόταν σαν να μην είχε συμβεί τίποτα. Κι αυτό χάρη στην κουβέντα που είχε κάνει το βράδυ με το φίλο του που σαν τη σκεφτόταν τώρα καταλάβαινε πόσο καλό του είχε κάνει. Έτσι έφαγε ό,τι βρήκε πρόχειρο στο ψυγείο και με το φλιτζάνι του καφέ στο χέρι βγήκε στη βεράντα να πιει εκεί την τελευταία του γουλιά που το είχε συνήθεια να το κάνει σαν ο καιρός ήταν καλός και ζεστός. Στο διπλανό σπίτι η γειτόνισσά του η κυρία Πίτσα, είχε βγει στο μπαλκόνι της και κατσάρωνε τα φρεσκολουσμένα μαλλιά της με το ηλεκτρικό πιστολάκι σιγοτραγουδώντας κι ένα σκοπό μοντέρνου τραγουδιού με ερωτικούς στίχους. Τον είδε κι όπως πάντα του ξεφούρνισε τα νέα.  Δυστυχώς σήμερα το νέο που άκουσε απ’ τα χείλη της ήταν από τα χειρότερα. << Δολοφόνησαν >> του είπε κι έτρεμε ολόκληρη << τον πρόεδρο των αδυνάτων του καταυλισμού και όλη η πόλη ήταν ανάστατη και πνιγμένη στον πόνο και τη θλίψη. Τον πενθούν ενώ αύριο στις έντεκα το πρωί θα γίνει η κηδεία του από το παρεκκλήσι του Αγίου Γεωργίου στο νεκροταφείο >>.

   --- Σιγά το ανδραγάθημα που έκαναν οι δειλοί! Ξεφώνισε αγανακτισμένος και συγκινημένος ο Λευτέρης και μπήκε μέσα.  Κάθισε στο γραφείο του και αντέδρασε με μια κραυγή άναρθρη που έβγαλε απ’ το στόμα του που και του ίδιου του φάνηκε παράξενο γιατί το έκανε αυτό. Ύστερα άρχισε να φέρνει στο μυαλό του όλη τη ζωή του θύματος, τις σχέσεις του μαζί του και το ξεχωριστό ήθος του κατά τη θητεία του στο αξίωμά του που από τη θέση του υποστήριζε τα δίκαια των ανθρώπων του καταυλισμού. Σύμφωνα με τα γεγονότα της πορείας του ήταν ένας ασυμβίβαστος άνθρωπος, επικριτής των καταχρήσεων της εξουσίας και άοκνος υπερασπιστής των φτωχών, των αδικημένων και των μεταναστών καθώς και άλλων ευάλωτων ομάδων που είχαν εισχωρήσει την κοινωνία της περιοχής. Κατήγγειλε χωρίς φόβο και με πάθος την αστυνομία για την αδιαφορία της να συλλαμβάνει τους εμπόρους των ναρκωτικών προκαλώντας έτσι τη διάδοσή τους στους νέους και το θησαυρισμό εκείνων που τα είχαν για κύρια εργασία τους. Και για την αυξανόμενη εγκληματικότητα στην περιοχή την κατηγορούσε τονίζοντας πως με την αδιαφορία της έριχνε τους κατοίκους  όλο και πιο βαθιά στα χέρια των κακοποιών που λεηλατούσαν τις περιουσίες τους και τους ίδιους τους σκότωναν. Και σε άλλα σοβαρά προβλήματα της τοπικής κοινωνίας έπαιρνε θέση ο δραστήριος αυτός άνθρωπος που δυστυχώς είχαν λόγο να εξοντώσουν κάποιοι που έμπαινε εμπόδιο στα άνομα σχέδια τους.

   Στην προσπάθειά του αυτή  είχε αρωγό κι έναν αρχιμανδρίτη τον Άνθιμο. Ο εν λόγω κληρικός είχε σπουδάσει θεολόγος, φιλόσοφος και κοινωνιολόγος με τρία χρόνια θητεία στη Γουινέα της Αφρικής, υπεύθυνος για τον καταυλισμό των νέων ανάπηρων παιδιών. Σαν επέστρεψε  στη γενέτειρά του ο δεσπότης εκτιμώντας το κοινωνικό και φιλάνθρωπο έργο του τον διόρισε βοηθό του στην επαρχία Τριφυλίας και του έδωσε εντολή να στρέψει το ενδιαφέρον του στη σωτηρία των ανθρώπων του καταυλισμού. Έτσι γνωρίστηκε με τον εκλιπόντα και συνεργάστηκαν άριστα στον τομέα ευθύνης τους. Όμως δυστυχώς απ’ ότι έλεγαν οι φήμες συναντούσαν μεγάλες δυσκολίες στο έργο τους  από τους γαιοκτήμονες στους οποίους ανήκε η γη που είχε στηθεί ο καταυλισμός αλλά και από άλλες κοινωνικές ομάδες που τους έβλεπαν << επικίνδυνους >> για τα συμφέροντά τους. Και οι δυο, πρόεδρος και αρχιμανδρίτης είχαν σύγχρονες αντιλήψεις, υποστήριζαν τους γάμους των γκέι  και έβλεπαν με ιδιαίτερο τρόπο τις γυναίκες που εκδίδονταν. Είχαν δηλώσει δημόσια πως τους γάμους των ομοφυλοφίλων τους βλέπουν με λογική και φυσική συνέπεια και δεν αντιτίθενται στη νομιμοποίησή τους αφού ως ανθρώπινα όντα είναι άξια σεβασμού όσον αφορά τις πράξεις και τις επιλογές τους. Ακόμη και για την υιοθεσία από τους ομοφυλόφιλους είχαν πάρει θέση και περισσότερο ο εκλιπών και θαυμάσιος αυτός άνθρωπος. Είχε ταχθεί αναφανδόν δηλαδή υπέρ της υιοθεσίας παιδιών από ομοφυλόφιλα ζευγάρια. Τα τελευταία λόγια του δε σε μια συνέντευξη που είχε δώσει στην τοπική εφημερίδα << Μεσσηνιακή Γνώμη >> είχε πει : << Γνώρισα ένα ζευγάρι του ίδιου φύλου που είχε υιοθετήσει εικοσιπέντε παιδιά, αγόρια και κορίτσια, επιτρέποντάς τα να μάθουν γράμματα και να εργαστούν. Έκαναν καλό στα πρόσωπα αυτά και δεν τα έβλαψαν. Από τη στιγμή που τα παιδιά αυτά ορφάνεψαν από μόνα τους δεν είχαν καμία ευκαιρία στη ζωή. Αυτό το ζευγάρι τα έσωσε >>.

   Για όλα αυτά φαίνεται πως η συντηρητική  επαρχίας μας πήρε απόφαση να τον βγάλει από τη μέση  με τρεις σφαίρες στην καρδιά στις οχτώ το περασμένο βράδυ λίγο πριν περάσει την πόρτα του καταυλισμού. << Θα αναλάβω το ταξίδι μου για αύριο το απόγευμα >> σκέφτηκε ο Λευτέρης << γιατί πρέπει να παρευρεθώ στην κηδεία. Ένας άνθρωπος που αγωνίστηκε να προστατέψει τα ανθρώπινα δικαιώματα και να προωθήσει την κοινωνική δικαιοσύνη δεν είναι τίμιο να φύγει μόνος. Όσο πιο πολλοί τον συνοδέψουν στην τελευταία του κατοικία τόσο και η αναγνώριση γι΄ αυτό που προσέφερε επιβεβαιώνεται.       Χρέος μου να τον τιμήσω κι εγώ >>.

   Έμεινε για λίγο αναποφάσιστος να δει τι θα κάνει στη συνέχεια και μετά έστρεψε το βλέμμα του στη βιβλιοθήκη που του φάνηκε σαν μια προσηλωμένη μάζα από χαρτιά να αιωρείται στου χρόνου την άβυσσο.

 

 

 

                                                        10

 

 

 

 

 

   Ο καημένος ο πρόεδρος θάφτηκε στο νεκροταφείο του Αγίου Γεωργίου όπου εκεί του έγινε και η νεκρώσιμη ακολουθία κατά την επιθυμία των οικείων του και περισσότερο της γυναίκας του που ήθελε να διατυπώσει μ΄ αυτόν τον τρόπο την απλότητά του μακαρίτη και ζήτησε να μην εκπονηθούν επικήδειοι λόγοι και να μην κατατεθούν στεφάνια στον τάφο του αλλά τα χρήματα να διατεθούν στους πάσχοντες του καταυλισμού για τους οποίους ο συχωρεμένος θυσιάστηκε τόσο άδοξα.

   Κόσμος πολύς παρακολούθησε την κηδεία και όπως ήταν φυσικό με τις Αρχές πρώτες και τον επίσκοπο που η φυσιογνωμία του ήταν αμφισβητούμενη στους κόλπους της ιεραρχίας της περιοχής αλλά και  στου ποιμνίου. Φυσικά παρευρέθηκαν και ο Λευτέρης με τον Άρη που συνωστισμένοι κοντά στο φέρετρο με δυσκολία συγκρατούσαν τα δάκρυά τους ενώ η θλίψη τους ήταν αφόρητη.  Το παρεκκλήσι του νεκροταφείου  ήταν μικρό και δεν μπορούσε να χωρέσει  όλο αυτό το πλήθος που είχε μαζευτεί γι΄ αυτό οι μισοί σχεδόν έμειναν έξω, παρακολουθώντας από εκεί τη νεκρώσιμη ακολουθία. Όλων τα πρόσωπα ήταν θλιμμένα, άλλων ωχρά και μερικών καταπονημένα. Στη διάρκεια της μακράς τελετής ο Λευτέρης σου έδινε την εντύπωση πως ήταν πολύ στενοχωρημένος απ΄ το θάνατο του προστάτη των αδυνάτων και το έδειχνε με τα απότομα και νευρικά τινάγματα και σηκώματα του κεφαλιού του προς το φέρετρο και τα δακρυσμένα του μάτια.

   Πάνω από τον τάφο οι άντρες σήκωσαν το καπάκι του φέρετρου για να δει ο κόσμος το λείψανο, και μετά το ξανασκέπασαν με τις νεκρώσιμες ευχές του ιερέα. Ο Λευτέρης πλησίασε τα σωρομένα χώματα και κάνοντας το σταυρό του ξέσπασε σε θρήνο ενώ του έριξε μέσα στον τάφο ένα λευκό γαρύφαλλο. Ο Άρης που ήταν κοντά του τον τραβολόγησε γρήγορα μακριά για να βρεθούν σε λίγο μαζί με τους άλλους στο τραπέζι της παρηγοριάς για το συνηθισμένο καφέ, το κονιάκ και το παξιμάδι, στο πίσω μέρος του παρεκκλησιού τον ειδικά φτιαγμένο για τέτοιου είδους συγκεντρώσεις.

   Πολλοί είπαν καλά λόγια για τον εκλιπόντα που τα άκουγαν οι δυο φίλοι και χαίρονταν, ενώ κάποιοι άλλοι έκαναν λόγο << για υπερβολικό φιλανθρωπικό εθνικισμό >> που έδειξε ο μακαρίτης κι εξόργισε τους εχθρούς  του που έκαναν ότι έκαναν. Ο Λευτέρης ένιωσε αηδία και σχολίασε σιγανά και με επιφύλαξη στον Άρη πως ο νεολογισμός αυτός είναι προϊόν μιας ισχυρής κάστας ανθρώπων που αγγίζει τα όρια του Σατανά και δε σέβονται τον πενόμενο και ηρωικό άνθρωπο. Είπαν στη συνέχεια κι άλλα μεταξύ τους κι αφού εξήραν την προσωπικότητα του νεκρού κι εξάντλησαν με υπερβολικό τρόπο θέματα, όπως ζωή, ύπαρξη, γήρας, μοναξιά, αρρώστια, θάνατο, ψυχή και ματαιότητα, έφυγαν, πράγμα που το ζήτησε ο Λευτέρης γιατί η ώρα πλησίαζε που θα ξεκινούσε με το τρένο των τρεις για την Πάτρα.

   Ως την πλατεία που χώρισαν πήγαν σχεδόν αμίλητοι. Εκεί χαιρετίστηκαν και πήρε ο καθένας το δρόμο του. Στον ουρανό ο ήλιος παρά το φθινοπωρινό κρύο του Σεπτέμβρη  ήταν ζεστός και φώτιζε με άπλετο φως τη θλιμμένη πολιτεία και το γαλάζιο Ιόνιο που έστελνε τους ανεπαίσθητους θρηνητικούς φλοίσβους του στις παγωμένες καρδιές των ανθρώπων της.

  

 

 

 

                                                 10  

 

 

 

 

    Μέσα στο τραίνο προσπάθησε να διαβάσει  ένα καλό βιβλίο που πήρε μαζί του, του ΓΚΥΝΤΕΡ ΓΚΡΑΣ << Το τενεκεδένιο ταμπούρλο >> αλλά του  φάνηκε πολύ βαρύ για την περίπτωση αν και το είχε διαβάσει παλιά και το είχε κρίνει ως αριστούργημα. Έτσι το ενδιαφέρον του στράφηκε σ’ ένα αφιέρωμα που είχε η λογοτεχνική στήλη του περιοδικοί << Σκέψη >> στον Κάφκα. Διάβασε το κείμενο ή καλύτερα το ρούφηξε στην κυριολεξία. Τόσο του άρεσε. Μετά θαύμασε μερικά χειρόγραφά του από το ημερολόγιό του που του έκαναν ιδιαίτερη εντύπωση. Ένα δε μεταφρασμένο, έλεγε: << Κάθε μέρα τουλάχιστον μια αράδα θα στρέφεται σε μένα, όπως τα τηλεσκόπια στρέφονται στους πλανήτες >>. Με αυτά και μ’ ένα μικρό κείμενο που αναφερόταν στο φίλο του Κάφκα, Μαξ Μπροντ, που το κράτησε στο αρχείο του και ήθελε να  τον αγιοποιήσει, κύλησε ο υπόλοιπος χρόνος του, που στιγμές- στιγμές ένιωθε αφόρητη πλήξη και ανία και δεν έβλεπε την ώρα και τη στιγμή που θα πατούσε το πόδι του στην Πάτρα να συναντήσει τη Φοίβη.

 

                                           ΚΕΦΑΛΑΙΟ   ΔΕΚΑΤΟ 

 

 

 

 

 

                                                    1

 

 

 

 

   Στις αρχές Ιουλίου του Ι985 η Τάνια και ο σύζυγός της Ιάσονας πήγαν ταξίδι αναψυχής στη Ρόδο. Βέβαια χωρίς τα τρία κορίτσια τους που τα άφησαν στη φροντίδα των παππούδων στο χωριό. Δυστυχώς κι ενώ την πρώτη βδομάδα ήταν όλα ευχάριστα ο σύζυγός  της αρρώστησε, φυσικά από τον καρκίνο που τον είχε μέσα του και τον τυραννούσε όπως έχουμε πει χρόνια τώρα, ανεβάζοντας  πυρετό που έφτασε το σαράντα     και του δημιούργησε  παραληρήματα, κρυάδες, ζαλάδες και εξάντληση. Κι όταν μια μέρα είχε παραισθήσεις ενώ διάβαζε στο κρεβάτι ξαπλωμένος ένα βιβλίο, η Τάνια ανησύχησε και κάλεσε επειγόντως ασθενοφόρο και τον μετέφερε στο νοσοκομείο. Ο γιατρός που τον είδε εκεί, εξετάζοντας και το ιστορικό του. τους συνέστησε να φύγουν για την Αθήνα  και να μπει σ’ ένα νοσοκομείο της προκοπής για νοσηλεία λόγω της κρισιμότητας της κατάστασής του, όπως τους τόνισε με παγωμένη έκφραση, κι αυτό, γιατί, όπως είπε αργότερα ιδιαίτερα στο γραφείο του στην Τάνια, διέβλεπε επιδείνωση της αρρώστιας του. Αυτή έβαλε τα κλάματα στο άκουσμα της κακής είδησης και αμέσως έφυγαν για την Αθήνα.

   Στο Λαϊκό νοσοκομείο που μπήκε οι γιατροί διέγνωσαν προχωρημένο καρκίνο τετάρτου βαθμού στους πνεύμονες και στους λεμφαδένες κι αμέσως διέταξαν γενικές και ειδικές εξετάσεις στο αίμα και στα όργανα. Οι αξονικές δυστυχώς επαλήθευσαν τους φόβους των γιατρών για μετάσταση των όγκων και τον έβαλαν να κάνει χημειοθεραπεία. Παράλληλα του έδιναν και φαρμακευτική αγωγή και τον παρακολουθούσαν συνεχώς χωρίς να λείψουν ούτε ένα λεπτό από το κεφάλι του. Από την αρχή φάνηκε πως δεν πήγαινε καλά και μέρα με τη μέρα αδυνάτιζε, έχανε βάρος και δεν είχε όρεξη να φάει τίποτα. Παρόλα αυτά προς το τέλος της βδομάδας έδειξε βελτίωση ενώ είχε μερικές αναλαμπές ευδαιμονίας και καλές διαθέσεις κάποιες στιγμές αλλά ώρες- ώρες δε θυμόταν πολλά πράγματα ενώ δεν του έκανε τίποτα εντύπωση και αδιαφορούσε για τα πάντα. Μόνο τα παιδιά του θυμόταν και ό,τι άφηνε πίσω του κι έδινε εντολές στην Τάνια με τι τρόπο θα φρόντιζε τις ελιές και θα τις έσωζε από την ξηρασία που έπληττε την περιοχή μέχρι να έρθουν οι βροχές του φθινοπώρου. Προς το τέλος όμως και της δεύτερης εβδομάδας της νοσηλείας του η υγεία του βελτιώθηκε, τρόπος του λέγειν γιατί ποιος βελτιώνεται απ’ αυτή την αρρώστια, και, πήρε εξιτήριο. Όμως  θα επισκεπτόταν  μια φορά το μήνα το νοσοκομείο  για την απαραίτητη χημειοθεραπεία και ο Θεός να έβαζε το χέρι του.

   Στην πόλη που επέστρεψαν προσπάθησαν να βρουν και πάλι το ρυθμό τους που τον είχαν χάσει με τις συνεχείς επισκέψεις  και τις διαμονές τους στα ιατρεία και τους θαλάμους του νοσοκομείου. Εδώ ήταν στο σπίτι τους, είχαν τα παιδιά τους, γνώριζαν τους ανθρώπους και ήταν ο ένας κοντά στον άλλον με περισσότερη ένταση και τρυφερότητα απ’ ότι πριν.  Έτσι άρχισαν σιγά- σιγά να ζουν  όπως και πρώτα, να φροντίζουν την οικογένεια, να ντύνονται και να βγαίνουν έξω, να μιλούν σε παρέες που συναντούσαν και ήταν δικοί τους άνθρωποι και να αποκτούν τις παλιές τους συνήθειες. Αυτό τους έκανε καλό και περισσότερο στον άντρα της Τάνιας που είχε σχεδόν ξεχάσει την αρρώστια του και είχε πάρει τα πράγματα από την καλή τους πλευρά δείχνοντας αισιόδοξος για το μέλλον του. Η καλή του διάθεση την έκανε να βρει  τις χαμένες της δυνάμεις και να αποκτήσει και πάλι την πρότερή της ζωντάνια και ζωηράδα. << Η μάχη τώρα άρχισε >> έλεγε για την ασθένεια του άντρα της << που ξέρεις, μπορεί τον πόλεμο να τον κερδίσουμε >> και με το δικό της τρόπο αγκάλιαζε αχόρταγα ό,τι γύρω της ήταν μέσα στο οπτικό της πεδίο.                                             

   Ο άντρας της  και κάθε μέρα έφευγε και πήγαινε στο χωριό. Περνούσε εκεί τον καιρό του φροντίζοντας τον κήπο του ή επισκεπτόταν  μαζί με τους εργάτες τα χτήματά του. Κάποια απ’ αυτά είχαν αρδευτικό σύστημα και τα πότιζαν όταν διψούσαν  κι όσα στερούνταν έφερναν το νερό με τις υδροφόρες. Πάντως ότι και να έκανε αυτός, το χαιρόταν γιατί μόνο που πατούσε το πόδι του γερός στο χώμα και το αισθανόταν του έφτανε ύστερα απ’ αυτά που τραβούσε με την αρρώστια του. Έτσι για να νιώσει τη χαρά της ύπαρξης που έρχεται ύστερα από μια δοκιμασία  προσπαθούσε να μη λείπει ποτέ από τα χωράφια του και να κάνει όνειρα για τις δουλειές που θα επιμέριζε στους εργάτες.

   Το βράδυ που επέστρεφε η Τάνια άκουγε το θόρυβο της μηχανής του αυτοκινήτου στην αυλή και τον αναγνώριζε. Έβγαινε στο πρώτο σκαλί  και τον υποδεχόταν με συγκρατημένη αισιοδοξία. Το ό,τι βρισκόταν ακόμη μπροστά της την έκανε ευτυχισμένη χωρίς όμως να την εμποδίζει να σκέφτεται αυτούς που βρίσκονταν μακριά της και τους είχε τόση ανάγκη εκείνες τις στιγμές. Μετά τα προκαταρτικά ο άντρας της σκυθρωπός σήκωνες το χέρι του, της χάιδευε το πρόσωπο και πήγαινε για μπάνιο. Επέστρεφε φροντισμένος και καθαρός αλλά και με κάποια ανεπαίσθητη αγωνία στα μάτια να του αφήνει τα ίχνη της. Ύστερα έπιαναν την κουβέντα, μιλούσαν με τα παιδιά και όλοι κάνοντας καλοπροαίρετα αυτό που πρέπει να κάνει μια οικογένεια που έχει έναν άρρωστο στα μέλη της, δηλαδή μια προσποιητή ευχάριστη ατμόσφαιρα, έφταναν στο τέλος της βραδιάς για να πάρει σιωπηλά ο καθένας το δρόμο του για το κρεβάτι.

   Μετά στις δεκαπέντε Αυγούστου άρχισε να πλήττει.  Η σκέψη της αρρώστιας του άντρα της και η ανικανοποίητη ψυχή της στο υπάρχον και στο απλό, άρχισαν να την  ενοχλούν. Επιθυμούσε να δει κάποιον από τους δυο εραστές της, ποιον όμως δεν ήξερε, και της φαινόταν παράξενο που κανείς ακόμη δεν έδωσε σημεία ζωής, αναζητώντας την με κάποιο γράμμα ή μ’ ένα μήνυμα από στενό συγγενή της ή φίλο. Γι’ αυτό σκέφτηκε να τους αναζητήσει η ίδια. Στο σχολείο δεν μπορούσε να τους δει αφού οι καλοκαιρινές διακοπές της στερούσαν την επίσκεψή της ως εκεί, στο δρόμο ήταν δύσκολο αφού τόσα μάτια θα έπεφταν πάνω τους κι αλλού πουθενά της ήταν δύσκολο αφού αυτή δεν σύχναζε σε πολυπληθείς χώρους ή σε βιβλιοπωλεία και μέρη που η προσέλευση ανθρώπων είναι άκρως ανθηρή. Έτσι αποφάσισε να κάθεται στη βεράντα και να τους πετύχει να περνούν από το δρόμο κάνοντάς τον περίπατό τους ή μια επίσκεψη στα πλησιέστερα μαγαζιά. Δυστυχώς γι’ αυτή είχε έρθει τέλος Αυγούστου και κανένας τους δεν είχε εισβάλλει με την παρουσία του μέσα της για να της αναθερμάνει το αλόγιστο πάθος της και να της υπενθυμίσει τους ερωτικούς στίχους που είχαν σβηστεί στην ψυχή της εξαιτίας της νοσηρής πραγματικότητας που ζούσε. Και τότε ήρθε το όνειρο. Η νύχτα του Αυγούστου ήταν ζεστή με έντονη πνιγηρή υγρασία. Μια παράξενη ησυχία απλωνόταν έξω κι αυτή ξύπνια κοιτούσε απ’ τη τζαμόπορτα της κρεβατοκάμαρας το ολόγιομο φεγγάρι που περπατούσε στον ουρανό κι έμοιαζε δεμένο με τα άλλα αστέρια να τα τραβά στο δικό του δρόμο. Από το πάρκο οι σκιές των δέντρων σαν σμιλεμένες γραμμές έπεφταν στο τζάμι και κάποιες πιο τορνευτές έσμιγαν με τα λουλούδια της κουρτίνας φτιάχνοντας ένα απίθανο συνδυασμό.  Τα μεγάλα αστέρια στον ουρανό της φαίνονταν  πως κρέμονταν πάνω από τις σκεπές των σπιτιών ενώ τα μικρά σαν φωτεινές μαργαρίτες τρεμόσβηναν σαν σε ανοιξιάτικο λιβάδι. Στη σκέψη της γεννήθηκαν στίχοι από ποιήματα ερωτικά και πολυσέλιδες ιστορίες ερωτευμένων που τόσο  πολύ της άρεσε να τις αναπολεί. Έτσι με το νανούρισμά τους την πήρε ο ύπνος. Ένας ύπνος γλυκός που έμοιαζε με θάνατο. Και τότε ονειρεύτηκε το Λευτέρη. Αυτή κάτω από ένα πεύκο στο δασύλλιο του χωριού κι αυτός πιο πέρα να της μαζεύει ανεμώνες. Και όταν τις έφερε φτιαγμένες σ’ ένα ματσάκι και τις της έδωσε η βαθιά και βραχνή φωνή του που της είπε << σ’ αγαπώ >> την τρέλανε και τη βύθισε στη λάμψη και στη γαλήνη της ευτυχίας. Αλλά πριν προλάβει να τον  αγκαλιάσει της έφυγε κι έμεινε μόνη. << Πού ‘σαι Λευτέρη! >> του φώναξε μέσα στον ύπνο της και η φωνή της ακούστηκε τόσο αγωνιώδη και δυνατή στ’ αυτιά του άντρα της. που τον ξύπνησε. << Τι έπαθες; >> τη ρώτησε αυτός << τι σου συμβαίνει; >> << Τίποτα! >> του ψιθύρισε αυτή << είδα μια ασαφή μορφή στο όνειρό μου και φοβήθηκα >> και γυρίζοντας πλευρό αναλύθηκε σε λυγμούς.

   Η νύχτα πέρασε για να έρθει η μέρα που της επεφύλασσε μια έκπληξη. Η ώρα ήταν έντεκα το πρωί κι ενώ είχε στα χέρια της λίγα κέρματα και ήταν έτοιμη να κατέβει στο ισόγειο και να τα δώσει στη νοικάρισσά της να της αγοράσει ψωμί μαζί με το δικό της  σαν θα έβγαινε έξω, άκουσε το κουδούνι να χτυπά και ξαφνιάστηκε πολύ.  Επισκέψεις δεν περίμενε κι αυτό την έκανε να ανησυχήσει αλλά και να μεγαλώσει την περιέργειά της ως προς την ταυτότητα του επισκέπτη. Κι αμέσως με βήματα γοργά κατέβηκε τη σκάλα κι άνοιξε την πόρτα. Και τότε αντίκρισε μπροστά της το γλυκό της Αργύρη με τη γυναίκα του που αμέσως την ασπάστηκαν και της ευχήθηκαν, περαστικά στον άντρα της, ενώ η ίδια σαν χαμένη τους έσπρωχνε να τους μπάσει μέσα. Στο σαλόνι που κάθισαν η Τάνια έδειχνε ακόμη ταραγμένη αλλά και χαρούμενη που τον έβλεπε και δεν ξεκόλλαγε τα μάτια της από πάνω του ούτε στιγμή αδιαφορώντας για το τι εντύπωση θα έκανε στη γυναίκα του. Κι αυτός το ίδιο έκανε. Της χαμογελούσε συνεχώς και με μάτια μισόκλειστα την έτρωγε ολόκληρη και της άγγιζε το μπράτσο επίτηδες σαν να της έλεγε << εδώ είμαι εγώ μη σε νοιάζει κι αν μας βλέπουν>>.

   Μετά τα αναψυκτικά αντάλλαξαν τα τυπικά και ύστερα έφτασαν και στην αρρώστια του Ιάσονα. Ο τρόπος που τους εξέθεσε όλα όσα τράβηξαν κατά την παραμονή του στο νοσοκομείο τους συγκίνησε και όταν τη ρώτησαν για θέματα ιατρικής φύσης η Τάνια  έμοιαζε με μαριονέτα που περίμενε κάποιον να την καθοδηγήσει. Σε  κάποια στιγμή δεν άντεξε τόση  ψυχολογική πίεση και ξέσπασε σε λυγμούς που έκανε τον Αργύρη να την πλησιάσει και να τη συγκρατήσει, ψιθυρίζοντας κάτι στ’ αυτί της που έμοιαζε σαν << κουράγιο >> ή << κάνε υπομονή >>. Κι όμως και οι δυο τους έδειχναν ευχαριστημένοι απ΄ αυτή τους την οδυνηρή έστω προσέγγιση και με συνωμοτική διάθεση μπόρεσαν κι έριξαν ο ένας στον άλλον τρυφερές ματιές δηλώνοντας ταυτόχρονα με τη λύπη τους και τα έντονα και διακαή αισθήματά τους.

   Για την Τάνια εκείνη η στιγμή ο Αργύρης ήταν μια δύναμη που τη χρειαζόταν αν και πολύ θα επιθυμούσε να ήταν στη θέση του ο Λευτέρης. Και τούτο γιατί πολλές φορές όταν ήταν στις μαύρες της εκείνος με σχολαστικότητα και υπομονή της συμπαραστεκόταν και με όσα της έλεγε διέλυε τη θολή της πραγματικότητα και την έβαζε στο όνειρο. Κι αυτό συνεχιζόταν πάντα όταν τον είχε ανάγκη στις δύσκολες στιγμές της. Τώρα όμως άλλος έπαιζε αυτό το ρόλο του προστάτη και συμβούλου το ήθελε ή δεν το ήθελε αυτή κι έπρεπε να τον δεχτεί στην κατάσταση που βρισκόταν.

   Τους διέκοψε η μικρή Χαρά που ήρθε κλαίγοντας να ζητήσει συμπαράσταση από τη μαμά μετά από κάποια επιθετικότητα που έδειξαν οι άλλες δυο  αδερφές.  << Πάψε να κλαις ζωηρούλα μου >> της είπε παρακαλεστά η Τάνια σαν την αγκάλιασε και της χάιδεψε τα όμορφα καστανά μαλλιά της που έπεφταν με χάρη στους ώμους  της. Αυτή συνέχιζε να κλαψουρίζει. Οι  επισκέπτες την κοιτούσαν αμίλητοι αλλά με τρυφερή έκφραση.  << Σκούπισε τα δάκρυά σου και τρέξε στις αδερφές σου, γρήγορα >> της είπε χαμογελώντας η Τάνια  και την έσπρωξε ελαφρά από την αγκαλιά της. Η μικρή αντιστάθηκε λίγο και μετά τρίβοντας την πλάτη της στο μπράτσο της μεμιάς την άφησε και γλίστρησε στο δωμάτιό της. << Αυτό μου κάνει συνέχεια >> διαμαρτυρήθηκε η Τάνια ενώ έδειχνε  ικανοποιημένη που είχε ανατραπεί το ενοχλητικό σκηνικό με την γκρίνια της κόρης της μπροστά στους δυο οικογενειακούς φίλους κι επισκέπτες.

   Σαν έφυγε η μικρή η κουβέντα έγινε πιο ενθαρρυντική και πήρε τη χροιά της καθημερινότητας για να φτάσουν και στο νέο σχολικό έτος που ερχόταν και θα χαίρονταν πολύ να πήγαιναν όλα καλά με την υγεία του Ιάσονα και να είναι στις θέσεις τους μακριά από τα νοσοκομεία και τα σούρτα φέρτα στους διαδρόμους και τους πνιγηρούς θαλάμους που μυρίζουν αντισηπτικά κι έχουν να κάνουν με το φόβο του θανάτου.

   Πάνω στην ώρα που έλεγαν να φύγουν η πόρτα άνοιξε και πέρασε μέσα ο Ιάσονας. Χαιρετήθηκαν και κάθισε απέναντί τους ενώ τους κοίταζε με εξεταστικό βλέμμα απορώντας για την επίσκεψή τους. Η αλήθεια είναι πως δεν τους ήθελε και περισσότερο τον Αργύρη γιατί τον θεωρούσε << πρόστυχο >> και ελεεινό >> και λίγο πολύ κάτι είχε υποψιαστεί πως έτρεχε με αυτόν και τη γυναικά του. Βέβαια δεν είχε δει κάτι χειροπιαστό και πάντα τον θεωρούσε καλό συνάδελφο και οικογενειακό φίλο μέσα στα πλαίσια της ανθρώπινης σχέσης. Βέβαια οι ψύλλοι στ’ αυτιά που του είχαν μπει δεν έβγαιναν με τίποτα μ’ αυτά που έβλεπε στο σχολείο και στο γραφείο αλλά η διάγνωση της αλήθειας αυτής της ιδιαίτερης σχέσης τους, πολύ απείχε από το ολίγιστο μυαλό του. Παρακολουθούσε με τη δική του στωικότητα τα γεγονότα και σκεφτόταν μάλιστα πως έκανε πολύ καλά σαν σύζυγος να την απελευθερώσει από τα δεσμά της αντρικής τυραννίας. Έτσι ο ρόλος που έπαιζε του ανεκτικού και του αδιάφορου εξυπηρετούσε και τους δυο εραστές που η υπέρμετρη οικογενειακή φιλία τους, τους οδηγούσε σε ανήθικες ακρότητες ακόμη και μπροστά στα μάτια της σχολικής κοινότητας και της μικρής κοινωνίας της πόλης. 

   Ο Ιάσονας αν κι έδειχνε κουρασμένος από την αγροτική δουλειά που είχε κάνει από το πρωί στις εφτά ήταν ευδιάθετος κι άρχισε να μιλάει για τους εργάτες και τον  καθαρισμό των ελιών από τα ξερόκλαδα και τα τσούμπια που τις αδυνατούσαν όσο ήταν κολλημένα πάνω τους και τους απομυζούσαν τους χυμούς. Στην αρρώστια του στάθηκε ελάχιστα λέγοντας πως << ο καθένας τραβάει το Γολγοθά του και από κάτι θα πάει >> και μετά μίλησε με ιδιαίτερο καμάρι για έναν << ταλαντούχο >> όπως τον χαρακτήρισε εργάτη μετανάστη που κλαδεύει και φτιάχνει τις ελιές με τέτοιο καλλιτεχνικό τρόπο που μοιάζουν σαν δεκαοχτάχρονες κοπελίτσες.  Με λίγα λόγια τους τόνισε πως τις μεταμορφώνει κυριολεκτικά ενώ συνάμα και τις ανανεώνει. Αυτά τα λόγια του, άρεσαν πολύ στους επισκέπτες που γέλασαν ζωηρά, δίνοντας στην καταθλιπτική ως τότε ατμόσφαιρα ευχάριστη διάθεση. Τέλος  στην πρότασή του να καθίσουν για φαγητό, αυτοί αρνήθηκαν, λέγοντας πως πρέπει να βρίσκονται σε λίγο στο σπίτι  γιατί τα δυο τους παιδιά, ένα αγόρι κι ένα κορίτσι στην ηλικία των  παιδιών τους, ώρα με την ώρα επιστρέφουν από τους παππούδες τους και οφείλουν να είναι παρόντες για να τα παραλάβουν. Σηκώθηκαν κι ετοιμάστηκαν να βγουν από την πόρτα και να κατέβουν τη σκάλα. Ο Ιάσονας τους χαιρέτησε και τους άφησε πηγαίνοντας να βγάλει τα ρούχα της δουλειάς και να κάνει ένα μπάνιο. Η γυναίκα του Αργύρη κατέβηκε πρώτη τη σκάλα για να ακολουθήσουν πίσω της  οι δυο ερωτοχτυπημένοι με τα σιρόπια τους να τρέχουν όσο έσφιγγαν τα χέρια τους κι έδειχναν πως γεύονταν με μεγάλη ανατριχίλα τη θέρμη τους.

   Όταν οι επισκέπτες βγήκαν στο δρόμο, η Τάνια μπήκε μέσα κλείνοντας την πόρτα κι άρχισε ν’ ανεβαίνει τη σκάλα αργά- αργά για να τρέφεται από τις σκέψεις της από την απροσδόκητη αυτή χαρά που ένιωσε. Κάποια στιγμή ύψωσε τα μάτια της και με έκπληξη είδε τον άντρα της να την κοιτάζει με απορία και περιφρόνηση λες και είχε δει ή  μυριστεί κάτι από τα αλλεπάλληλα σφυροκοπήματα των ματιών και των δυο τους.

   Και τότε αυτή ήταν σίγουρη πως την παρακολουθούσε. 

 

 

 

 

                                                  2

 

 

 

 

      Ο Νοέμβρης είχε φτάσει στο τέλος του όταν τα προμηνύματα για το τι θα ακολουθούσε στο σπίτι της Τάνιας έδειχναν να μην είναι ευχάριστα. Οι ζέστες εξακολουθούσαν, ο χειμώνας αργούσε, η συγκομιδή των ελιών γινόταν αλλά δεν είχε γιόμο και με την τιμή του λαδιού χαμηλή ενώ η υποτροπή της αρρώστιας του άντρα της είχε αρχίσει να εκδηλώνεται.

     Ήταν η τελευταία Κυριακή του Νοέμβρη όταν γύρισε το βράδυ από το χτήμα του με υψηλό πυρετό, κρυάδες και τάση για εμετό. Παρόλο που το μυαλό τους δεν πήγε στο κακό γιατί υπέθεσαν πως θα είναι ένα απλό κρυολόγημα που θα περάσει ο πυρετός όμως συνεχίστηκε για τρεις μέρες και τότε κάλεσαν σε βοήθεια τον οικογενειακό τους γιατρό. Εκείνος ξέροντας το ιστορικό της αρρώστια του, του συνέστησε να φύγει αμέσως χωρίς καθυστέρηση για το Λαϊκό  νοσοκομείο της Αθήνας που είχε νοσηλευτεί. Έφυγαν και την άλλη μέρα πρώτη Δεκεμβρίου μολονότι στο Λαϊκό επικρατούσε συνωστισμός και δεν υπήρχε κρεβάτι λόγω του επείγοντος ο γιατρός που τον πρόσεχε τον κράτησε μέσα. Τις πρώτες μέρες το ενδιαφέρον των γιατρών εστιάστηκε στους λεμφαδένες και στους πνεύμονες εξαιτίας της προχωρημένης μετάστασης του καρκίνου και προσπάθησαν με ισχυρές χημειοθεραπείες να τον σταματήσουν. Το κατόρθωσαν δίνοντας έτσι την ελπίδα πως θα πήγαινε καλύτερα σαν ολοκληρώνονταν και οι υπόλοιπες.

   Οι μεγάλες ζέστες συνεχίζονταν δυστυχώς και εξαιτίας του μικρού χώρου του θαλάμου και το μεγάλο αριθμό των ασθενών η θερμοκρασία ανέβαινε κάνοντας τη ζωή τους τραγική. Τα κλιματιστικά ήταν χαλασμένα και όσα δούλευαν λειτουργούσαν πλημμελώς. Μαζί με τους ασθενείς υπόφεραν και οι γιατροί και το νοσηλευτικό προσωπικό που για να δροσιστούν άνοιγαν τα παράθυρα. Δυστυχώς όμως ο αέρας που έμπαινε από μια πόλη κακόχτιστη με τσιμεντένια κτίρια και έλλειψη πράσινου και πάρκων ήταν και ζεστός αλλά και μολυσμένος και τους έπνιγε αντί να τους ανακουφίζει. Σ’ αυτή την ανυπόφορη κατάσταση υπεύθυνη ήταν και η διοίκηση του νοσοκομείου που λίγο πολύ αδιαφορούσε για την κατάσταση που επικρατούσε. Έτσι οι ασθενείς στο περιβάλλον αυτό δεν ένιωθαν και πολύ ευτυχείς και κάποιοι διαμαρτύρονταν με την συνεχή γκρίνια τους στις νοσοκόμες που ήταν οι μόνες που άκουγαν όλα τα παράπονά τους. Όπως και να είχαν τα πράματα την ημέρα τις νύχτες η κατάσταση ήταν πολύ καλύτερη. Και τούτο γιατί από τον Υμηττό το αεράκι που κατέβαινε ήταν δροσερό και μπαίνοντας μέσα από τα ανοιχτά παράθυρα δρόσιζε τους θαλάμους. ΄Όμως και οι νύχτες είχαν τον εχθρό τους. Κι αυτός ήταν τα κουνούπια.  Όχι πάντα, αλλά σαν οι κάδοι των απορριμμάτων δεν είχαν αδειάσει οι εστίες έβρισκαν έδαφος για αύξηση του αριθμού τους. Έτσι η επιδρομή τους σαν το αποφάσιζαν να μπούνε στους θαλάμους ήταν άκρως οχληρή.

   Στις  δεκαπέντε Δεκεμβρίου οι γιατροί ανακοίνωσαν στην Τάνια πως ήταν ανώφελο να μένουν μέσα αφού η θεραπεία μπορούσε να γίνει και κατ’  οίκον εκτός από τις χημειοθεραπείες που θα πήγαιναν δυο φορές το μήνα να τις κάνει. Τους συνέστησαν λοιπόν να εγκαταλείψουν το νοσοκομείο και να το επισκέπτονται μόνο σε εξαιρετικές περιστάσεις ή όταν έπρεπε να κάνει εξειδικευμένες εξετάσεις του αίματος κυρίως για την παρακολούθηση των λευκών αιμοσφαιρίων.  Είχαν μια συγγενή στο Παγκράτι και εγκαταστάθηκαν εκεί προσωρινά ελπίζοντας κάποια στιγμή να επιστρέψουν στην πόλη αν όλα πήγαιναν καλά. Δυστυχώς όμως στις 22 Δεκεμβρίου ο Ιάσονας μπήκε  πάλι μέσα γιατί ανέβασε σαράντα πυρετό και η Τάνια φοβήθηκε πολύ σαν τον είδε εξαντλημένο και είχε σχεδόν λιποθυμήσει στα χέρια της. Εκεί άρχισαν πάλι τις εξετάσεις και κρίθηκε αναγκαία η παραμονή του στο νοσοκομείο μέχρι νεωτέρας.

   Δυστυχώς  όμως μέρα με  τη μέρα η υγεία του άντρα της χειροτέρευε. Είχε αδυνατίσει, τα μαλλιά του είχαν πέσει, το δέρμα του είχε γεράσει και στριφογυρνούσε πάνω στο κρεβάτι ώρες ολόκληρες με δυσφορία και δυσκολία στην αναπνοή.  Τα βράδια είχε κρίσεις αϋπνίας, ίδρωνε και ζήτημα ήταν αν κοιμόταν έστω και δέκα λεπτά. Ο πυρετός πότε ανέβαινε και πότε έπεφτε και του έφευγε μόνο με ισχυρά αντιβιοτικά και αντιπυρετικά φάρμακα. Τα πολλά φάρμακα αυτά τον πείραξαν στα μάτια κι έκαναν τον αμφιβληστροειδή  να γυαλίζει και στις κόγχες να τρέχει μια γλοιώδη ουσία σαν τσίμπλες.  Δυο μέρες πριν τις 30 Δεκεμβρίου δεν έτρωγε τίποτα και τρεφόταν μόνο με ορρό που η συνεχής χρήση του. του είχε ματώσει το δεξί χέρι και του το είχε κάνει αγνώριστο στο μέρος της εισόδου της πεταλούδας. Αυτή η πληγή τον πονούσε και ώρες- ώρες τη νύχτα σαν ξέσπαγε σε κρίσεις τραβούσε το σωληνάκι και αφαιρούσε τον ορρό με οργή και μίσος.

   Η Τάνια όλες αυτές τις μέρες της νοσηλείας του δεν έλειψε ούτε λεπτό από κοντά του. Μαζί με τους γιατρούς και τις νοσοκόμες του προσέφεραν ό,τι χρειαζόταν κι όταν αυτοί έλειπαν τον φρόντιζε η ίδια μέρα και νύχτα. Ευτυχώς που  υπήρχε κρεβάτι αδειανό και ξάπλωνε όταν έδειχνε κουρασμένη η παραπατούσε από την αϋπνία.  Ξαπλωμένη και κοιτάζοντας το ταβάνι αναπολούσε  τα παλιά κι έφτανε ως εκείνα τα χρόνια που γνωρίστηκαν και αγκυροβόλησε στην καρδιά του σαν το μόνο λιμάνι σιγουριάς που θα μπορούσε να βρει την ευτυχία, τον έρωτα και τη χαρά.  Τα χρόνια πέρασαν θες καλά θες κακά και να που μέσα σ’ αυτό το λιμάνι άρχισαν οι φουρτούνες  κι ένας Θεός ξέρει αν θα περάσουν. Όλα όμως  έδειχναν πως ο άντρας της, το λιμάνι της, γρήγορα θα απελευθερωνόταν από το βάρος των στοιχειών της ζωής για να αράξει στην ηρεμία και να ξεκουραστεί.  Οι τρικυμίες, οι φουρτούνες και οι καταιγίδες της ζωής ηρεμούν πάντα μετά την καταστροφή και υπό την πίεση μιας ανεξέλεγκτης δύναμης αρχίζει ένας άλλος κύκλος στους ζωντανούς.

   Κάτω από τις σκέψεις της δύσκολα κοιμόταν κι έμενε κι αυτή ξάγρυπνη μαζί του. Όπως εκείνο το πρωινό της 30ης Δεκεμβρίου, με τους δείχτες του ρολογιού στον τοίχο του θαλάμου να δείχνουν τρεις και κάτι. Πετάχτηκε πάνω από μια έντονη κρίση του άντρα της και του έπιασε το σφυγμό. Τον βρήκε αυξημένο κι έτρεξε να καλέσει το γιατρό. Εκείνος ήρθε και δεν μπόρεσε να κάνει τίποτα.  Απλά του έπιασε το χέρι μετρώντας τον ενώ ο Ιάσονας χανόταν μέσα σ’  ένα βασανιστικό θάνατο που  άφηνε τα σημάδια του στο λευκό  σχεδόν πρόσωπό του. Ο γιατρός κούνησε το κεφάλι του, την κοίταξε με συμπόνια και της ψιθύρισε, << όλα τελείωσαν. Δυστυχώς δεν μπορέσαμε  να αποφύγουμε το μοιραίο όσο κι αν προσπαθήσαμε να το αποτρέψουμε >> και τη συλλυπήθηκε. Η Τάνια  έπεσε στην αγκαλιά του κλαίγοντας μέσα σε γοερές κραυγές. Σταμάτησε μόνο σαν είδε την προϊσταμένη αδερφή να του κλείνει τα μάτια.

 

 

                                                        3

 

 

 

 

   Η κηδεία θα γινόταν στις έντεκα την Κυριακή το πρωί πρώτη Ιανουαρίου 1986 στο χωριό. Στο πένθος της οικογένειας συμμετείχε και ο καιρός με την εμφάνιση του σφοδρού αέρα στην πόλη και την περιοχή του Καρτελά. Είχε ξεκινήσει από τις βραδινές ώρες φέρνοντας μαζί του εκτός από σταγόνες βροχής και λάσπη με χαλίκια που  σηκώνονταν από τους δρόμους, τις ταράτσες και τα χωράφια. Όπως και τις άλλες φορές που επισκεπτόταν την πόλη  έτσι και σήμερα έδειχνε πολύ δυνατός και την έβαζε σε μεγάλο κίνδυνο. Δυνατός βορειοανατολικός αφαιρούσε τα κεραμίδια από τις στέγες, έσπαζε παράθυρα, βιτρίνες, κεραίες τηλεοράσεων και παρέσυρε κιβώτια και κάδους απορριμμάτων. Ακόμη ξερίζωνε δέντρα, έσπαζε σύρματα της ηλεκτροδότησης, παρέσυρε διαβάτες, γκρέμιζε ερειπωμένους μαντρότοιχους και ό,τι δεν ήταν στερεωμένο γερά το εξαφάνιζε.

   Οι κάτοικοι κλείνονταν μέσα στα σπίτια τους κι αυτοί που περπατούσαν ήταν ελάχιστοι και οι πιο γενναίοι. Ο σημερινός όμως αέρας ήταν πολύ ισχυρός ειδικά στην κάτω πόλη η έντασή του θα έφτανε τα δώδεκα μποφόρ  πράγμα που έκανε κι αυτούς τους γενναίους να κλειστούν μέσα. Το θέαμα στην πόλη ήταν αποκρουστικό και ασυνήθιστο. Οι τσίγκοι έτριζαν, τα παντζούρια χτυπούσαν στους τοίχους, οι κεραίες λύγιζαν και κλαδιά δέντρων σούρνονταν από εδώ κι από εκεί και μαζεύονταν στις πόρτες των σπιτιών. Κι όπως έδειχναν τα πράγματα όλη μέρα της Πρωτοχρονιάς έτσι θα πήγαινε και ίσως και η άλλη.

   Η Τάνια και τα τρία κορίτσια της στέκονταν πλάι στο φέρετρο μέσα στη θλίψη κι έμοιαζαν σαν να προσεύχονταν σιωπηρά. Ο κόσμος ήταν πολύς και η εκκλησία της Αγίας Παρασκευής έδειχνε να είναι μικρή για να τον χωρέσει. Έτσι γέμισε και ο χώρος της αυλής ως και στις σκάλες του καμπαναριού ακόμη είχαν σκαρφαλώσει κάποιοι. Αυτό ήταν φυσικό γιατί ο Ιάσονας ήταν εκπαιδευτικός και γνωστός στην κοινωνία, στους επαγγελματίες και στα ανώτερα στρώματα της δημόσιας ζωής. Αυτός ο συνωστισμός μέσα στην εκκλησία έκανε την ατμόσφαιρα αποπνικτική όσο περνούσε η ώρα της νεκρώσιμης ακολουθίας και η μυρωδιά από το λιβάνι και τη ναφθαλίνη των μαύρων ρούχων σου έφερνε λιποθυμία. Κι όταν μετά από τον επικήδειο λόγο από το συνάδελφο καθηγητή των θρησκευτικών το φέρετρο άνοιξε η Τάνια ξέσπασε σε δυνατούς λυγμούς που της έφεραν ζαλάδα κι αν δεν τη συγκρατούσε ο αδερφός της που βρισκόταν πίσω της ίσως θα σωριαζόταν στο δάπεδο. Όταν η   νεκρώσιμη ακολουθία έφτασε στο τέλος της όλη η πομπή με το φέρετρο να προηγείται οδηγήθηκε στο νεκροταφείο του χωριού.

   Η Τάνια όση ώρα  βάδιζαν μέχρι το νεκροταφείο ακολουθούσε  από πίσω πιασμένη χέρι- χέρι με τα τρία παιδιά της και υποβασταζόμενη από τον αδερφό της ενώ που και που έβγαζε τραβηχτές κραυγές πόνου. Όποιος την άκουγε τη λυπόταν  που είχε βρεθεί σ’ αυτή την τραγική στιγμή να χάσει το σύντροφό της, ξέροντας πως το μέλλον της που θα την περίμενε με τρία ορφανά παιδιά δε θα ήταν και τόσο ρόδινο. Λίγο πιο πίσω της ακολουθούσε και  Λευτέρης με τον Άρη χωρίς να τους έχει αντιληφθεί που στη νεκρώσιμη ακολουθία ο Λευτέρης δεν το κούνησε ρούπι από την απόσταση του μισού μέτρου που είχε σταθεί δίπλα της παρά σαν πήγε και τη συλλυπήθηκε. Έτσι και τώρα σαν το φέρετρο  με τους νεκροθάφτες στάθηκαν πάνω από το στόμα του τάφου, ξέκοψε από το τσούρμο και την πλησίασε για να της κάνει μ’ ένα νεύμα με τα μάτια  που έμοιαζε να της έλεγε, << κρατήσου  ζωντανή ό,τι και να σου συνέβη >> και μ’ ένα τρεμούλιασμα στα χείλη φάνηκε να τη συλλυπήθηκε για δεύτερη φορά. Όταν το φέρετρο πια σκεπάστηκε και οι φτελιές με τις κλαίουσες  ταλαντεύτηκαν πάνω στον τάφο ο κόσμος διαλύθηκε και η Τάνια με όλα τα μέλη της οικογένειά της και των συγγενών της αφού δέχτηκαν και τα τελευταία συλλυπητήρια οδηγήθηκαν στο καφενείο του χωριού για τον απαραίτητο καφέ της παρηγοριάς. Ο Λευτέρης κάθισε ακριβώς απέναντί της και  παρακολουθούσε με λεπτομέρεια όλες της τις αντιδράσεις. Αυτή κάποια στιγμή τον πρόσεξε και μ΄’ ένα σφίξιμο στα χείλη τού ψιθύρισε << σ΄ ευχαριστώ για τη συμπαράστασή σου >> ενώ σήκωσε αθόρυβα το φλιτζάνι με τον καφέ και ρούφηξε μια γουλιά. Ως την ώρα της λήξης του καφέ της παρηγοριάς δεν συνέβη τίποτα το απρόβλεπτο ή το ουσιαστικό και όταν και οι τελευταίοι αποχώρησαν αφήνοντας μόνους τους τεθλιμμένους συγγενείς, έφυγαν και ο Λευτέρης με τον Άρη. Λίγα μέτρα πιο πέρα ο Λευτέρης γύρισε πίσω και έριξε μια τελευταία ματιά στην Τάνια που τον χαιρέτησε μ’ ένα κούνημα του δεξιού χεριού της σχεδόν κάτω από το τραπέζι για να μην γίνει αντιληπτή από τους δικούς της. Και τότε πρόσεξε λίγο πιο πέρα ανάμεσα στους καθηγητές  που είχαν έρθει στην κηδεία του νεκρού συναδέλφου τους και τον Αργύρη Δριμή να κοιτάζει την Τάνια σαν χαμένος.

 

 

 

 

 

                                                     4

 

 

 

 

 

 

   Στην ψυχή του Λευτέρη  σαν γύρισε στο σπίτι όλα είχαν ανατραπεί και μπερδευτεί μέσα του τόσο που δεν είχε διάθεση να κάνει τίποτα και ούτε ν’  ασχοληθεί με κάτι ιδιαίτερο  για να ηρεμήσει. Δεν ήξερε τι ήθελε και βιαζόταν ν’ αφήσει το σπίτι και να βγει έξω  σαν θα νύχτωνε να βρει κάποιον στην τύχη ή τον Άρη στη Λέσχη των δημοσίων υπαλλήλων και να τα πούνε για να ξεχάσει το  θάνατο που όσο τον σκεφτόταν του ξερίζωνε την ψυχή. Έπρεπε  κάποιον να επισκεφτεί οπωσδήποτε. Κι όσο καθόταν εκεί μέσα στους τέσσερις τοίχους όχι μόνο έχανε άσκοπα τον πολύτιμο χρόνο του αλλά και κορόιδευε  τον εαυτό του κοιτάζοντας με άδειο βλέμμα τα γνωστά γύρω του ασήμαντα πράγματα.  Έξω από το παράθυρο ο δυνατός αέρας  δεν έλεγε να σταματήσει κα συνέχιζε να χαλάει τον κόσμο   και να παρασύρει ό,τι έβρισκε μπροστά του ανελέητα και να τα σκορπίζει όλα μέσα σ΄ ένα σύννεφο σκόνης και αντάρας. Ακόμη δεν είχε σκοτεινιάσει κι αυτό τον εκνεύριζε. Το θεωρούσε πολύ νωρίς να βγει με τον ήλιο σχεδόν στον ουρανό έστω και λίγα εκατοστά πάνω από τη θάλασσα του Ιονίου.  Γι’ αυτό για να περάσει την ώρα του  και να  ‘ρθει  τουλάχιστον οκτώ αποφάσισε  να ρίξει μια ματιά στα λίγα χειρόγραφα που είχε γράψει κατά καιρούς από τότε που ήταν ακόμη φοιτητής και είχε σκοπό να τα εκδώσει κάποτε.  Τα πιο πολλά ήταν άρθρα με κοινωνικό περιεχόμενο δημοσιευμένα σε εφημερίδες, μερικά διηγήματα για τους φτωχούς και τους αδικημένους κι ένα προσχέδιο για ένα μυθιστόρημα σχετικό με τον έρωτα ως την κινητήρια δύναμη του ανθρώπου.  Υπολόγιζε το μυθιστόρημα να το αρχίσει να το γράφει μετά τα αποτελέσματα της διατριβής  αφού και με τη βοήθεια του ελεύθερου χρόνου του αλλά και με τη μνήμη που ξέρει να συγκρατεί καλά ό,τι αξίζει και δεν πρέπει να χαθεί θα πετύχαινε καλύτερα ως προς τον σκοπό της τέχνης.  Όμως δε βιαζόταν γιατί ήθελε μέσα από την πείρα και τα βιώματά του να σχηματίσει μια προσωπική φιλοσοφία για τον άνθρωπο και να την μεταφέρει μέσα στις σελίδες του έργου του αψεγάδιαστη. Και για να το πετύχει αυτό  διάβαζε πολύ, παρακολουθούσε  διαλέξεις, συμμετείχε σε σεμινάρια της γλώσσας, της ιστορίας, της ποίησης και της λογοτεχνίας και συνέχιζε και τις σπουδές του με κατ’ οίκον  μαθήματα από το Πανεπιστήμιο της Αθήνας. Ακόμη και στο Πανεπιστήμιο της Πάτρας η συμμετοχή του ήταν ανελλιπής σε ειδικές και ενδιαφέρουσες παραδόσεις μαθημάτων και διαλέξεων που γίνονταν υπό τη μορφή του ανοικτού Πανεπιστημίου.

   Μεγάλη ήταν και η επιρροή  του φίλου του Άρη για να γράφει. Και ίσως να λειτούργησε πολύ αποτελεσματικά αφού στην κουβέντα τους πάνω, δεσμεύτηκε πως σίγουρα στο μέλλον θα εκδώσει βιβλίο γιατί δεν του έλειπαν ούτε το ταλέντο αλλά ούτε και οι γνώσεις. Δε βιαζόταν όμως

γιατί όπως είπαμε δεν ήθελε αυτό που θα έγραφε και θα το διάβαζε ο κόσμος  να είχε τη σφραγίδα της προχειρότητας και της αυθαιρεσίας.

   Έτσι  ξεφυλλίζοντας αυτά τα χειρόγραφα τα έφερνε στο μυαλό του τα  φιλόδοξα λογοτεχνικά του μελλοντικά σχέδια και σκεπτόταν πως θα ένιωθε αν έβγαζε έναν τόμο χειρογράφων του σε βιβλίο. Όμως αυτά τα έργα του τα θεωρούσε πρωτόλεια και σχεδόν τα είχε απορρίψει να πάρουν το δρόμο του τυπογραφείου. Ίσως μια καλή κριτική κάποιου ειδικού να τον  ανάγκαζε να τα εκδώσει! Έτσι δεν του είχε περάσει καμία σκέψη να τα πετάξει ή να τα κάψει όπως έκανε ο Κάφκα με ένα μέρος από τα χειρόγραφά του. Θα  τα κρατούσε στα συρτάρια του ως τη Δευτέρα Παρουσία που λέει ο λόγος και θα έβλεπε για την τύχη τους με τον καιρό.

   Διαβάζοντας μερικά και διορθώνοντας κάποια άλλα η ώρα πέρασε και το ρολόι της πόλης χτύπησε οκτώ. << Πολύ ωραία >> ψιθύρισε ικανοποιημένος από το πέρασμα του χρόνου και ταχτοποίησε πάλι τα χαρτιά στους φακέλους τους. Ύστερα σηκώθηκε και ντύθηκε. Έβαλε τα καινούρια του ρούχα που τα είχε αγοράσει πριν από μέρες για τις γιορτές των Χριστουγέννων κι αφού κοιτάχτηκε στον καθρέφτη  και του άρεσαν ετοιμάστηκε να βγει από την πόρτα. Πριν την ανοίξει έκανε τη σκέψη μήπως δε θα έβρισκε  τον Άρη  στη Λέσχη κι όφειλε να τον ψάξει κάπου αλλού αλλά θυμήθηκε πως το απόγευμα πριν χωρίσουν μετά την κηδεία του είχε πει πως αν ήθελε μπορούσε να τον βρει εκεί μετά τις εφτά. Βγαίνοντας από την πόρτα έπεσε πάνω στον κρύο και δυνατό αέρα. Διπλώθηκε με το μπουφάν του και  βάζοντας τα χέρια στις τσέπες του έφτασε σε λίγα λεπτά στη Λέσχη. Ο Άρης πράγματι βρισκόταν στο τραπέζι του και διάβαζε μια τοπική εφημερίδα πίνοντας τον καφέ του. Έπιασαν αμέσως την κουβέντα δείχνοντας πως την ήθελαν πολύ για να διώξουν όλα εκείνα τα κακά συναισθήματα και το φόβο που νιώθει κανείς σαν χάσει κάποιον δικό του άνθρωπο. Είπαν πολλά και διάφορα, καλά κι άσχημα, απλά και σύνθετα αλλά όλα με τον σκωπτικό και αστείο τρόπο τους. Στο θέμα της κηδείας στάθηκαν λίγο κι αρνήθηκαν και οι δυο να μείνουν επί μακρού. Μόνο κάποια στιγμή που ο Άρης είπε << Θεός σχωρέσ’ τον  το μακαρίτη τη γυναίκα του λυπάμαι >> ο Λευτέρης τον κοίταξε με ειρωνικό βλέμμα και φάνηκε να ψυχράθηκε χωρίς να το πάρει χαμπάρι ο φίλος του. Στην ερώτηση στη συνέχεια του Άρη πότε με το καλό θα τελειώσει τη διατριβή του και θα κριθεί από την Επιτροπή που θα ορίσει το Πανεπιστήμιο, εκείνος απάντησε με ήρεμο τρόπο, τον Ιούλιο που μας έρχεται και γέλασε σαν μαθητής γυμνασίου. Ύστερα του είπε κι αν ακόμη τον απορρίψουν θα ζητήσει να παρακολουθεί στο τμήμα Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου κάποιες ώρες ως πρόσθετος και παρείσακτος εθελοντής φοιτητής για να πλουτίσει τις γνώσεις του. Όσο για τη συνέχεια της  απόσπασής του εκεί και την αναπλήρωσή του στο Λύκειο που υπηρετεί έχει τον τρόπο του να τα ταχτοποιήσει. Ο νόμος συμπλήρωσε με κάποιο δισταγμό δείχνοντας πως δεν ήταν βέβαιος, σε κάποιες εξαιρετικές περιπτώσεις φιλομάθειας του υποψήφιου είναι ελαστικός και σου αφήνει ανοικτό κάποιο παράθυρό του! Έτσι κουβέντα την κουβέντα  έφτασαν και σ’ ένα ενδιαφέρον θέμα που αφορούσε τη δημοσιογραφική λόξα του Άρη και όπως είχε δηλώσει ο ίδιος την αγαπούσε και τη λάτρευε πολύ του είπε πως από τις δώδεκα Μαρτίου ως τις είκοσι θα παρακολουθήσει ένα σεμινάριο για τα Μ.Μ.Ε. στο Πάντειο Πανεπιστήμιο που θα διεξαχθεί υπό την αιγίδα του τμήματος πολιτικών επιστημών και δημοσιογραφίας. Κι επειδή γνώριζε πόσο άρεσε του Λευτέρη να του αφηγείται όσα άκουγε και μάθαινε σε όσα σεμινάρια συμμετείχε, άρχισε να του λέει με ύφος δασκάλου τα εξής:

   --- Πίστευα ως τώρα πως η δημοσιογραφία για μένα ήταν παιχνιδάκι και πως τα ήξερα όλα γι’ αυτή. Δυστυχώς όμως άλλαξα γνώμη με όσα άκουσα και σε παρακαλώ να βάλεις αυτί ν’ ακούσεις κι εσύ. Στα σεμινάρια έμαθα  πως είναι τελειωμένη. Και γιατί;  Πρώτον επειδή τα μέσα ενημέρωσης δε λένε την αλήθεια και αποκρύπτουν τις πληροφορίες από το λαό. Δεύτερον είναι όργανα καπιταλιστών και λειτουργούν για λογαριασμό τους με στήριγμά τους εκτός από τα χρήματά τους και την προπαγάνδα τους. Η συγκέντρωση, η επιλογή και η μετάδοση των ειδήσεων γίνεται από ανθρώπους ταγμένους να υποστηρίζουν τα συμφέροντα μιας ελίτ και γράφουν στα παλιά τους τα παπούτσια τον κόσμο που είναι υποχρεωμένοι να τον πληροφορούν σωστά, αντικειμενικά κι αληθινά. Με λίγα λόγια όσα γίνονται στα Μ.Μ.Ε. για πληροφόρηση είναι λάθος. Οι φλυαρίες που λένε οι υποθέσεις που  αφορούν το κοινό τους, η επιλογή των θεμάτων που κρίνονται απαραίτητα να μάθει το κοινό και πάνω απ’ όλα η δουλική υποταγή των δημοσιογράφων στα αδίσταχτα αφεντικά τους  είναι   μια άρρωστη κατάσταση συμπεριφοράς στον κόσμο των Μ.Ε.Ε. που δε διορθώνεται με τίποτα. Κι αν πεις πως ο πρόεδρος του Ιράν έχει πυρηνικά ή οι χώρες γύρω από το Πακιστάν οπλίζονται με την Αμερικάνικη υποστήριξη για να προφυλαχτούν από τις επιθετικές του βλέψεις, τι έγινε; Διορθώνεται τίποτα; Θα θεραπευτεί κάτι; Όχι. Θα  θεραπευτεί η δημοσιογραφία;

   Η θεραπεία θα έρθει μόνο σαν η δημοσιογραφία υποταχτεί όχι σε μεγιστάνα του πλούτου αλλά σ’ ένα έντιμο ιδιοκτήτη, που θα είναι το κοινό.  Οι εταιρείες και τα κράτη μακριά. Κι αυτό θα γίνει μ΄ ένα ταμείο όπου οι δημοσιογράφοι θα πληρώνονται απ’ αυτό. Έτσι θα έχουμε χώρα και ταμείο. Το κοινό θα συζητά και θα ψηφίζει τα θέματα που τα θεωρεί ενδιαφέροντα και θέλει να ερευνηθούν και να δημοσιοποιηθούν. Οι δημοσιογράφοι χωρίς να έχουν πάνω από το κεφάλι τους το αφεντικό τους ή τα σκληρό διευθυντή ειδήσεων του καναλιού ή της εφημερίδας θα κάνουν τις απαραίτητες έρευνες όπως αυτοί θέλουν κι όχι όπως συμφέρει τους άλλους. Ύστερα θα μπορούν και να πουλάνε τις ειδήσεις τους σε άλλα Μ.Μ.Ε που θα δείξουν ενδιαφέρον για μερικές απ’ αυτές.

   Μπορεί να φαίνεται δύσκολο αυτό το είδος της ελεύθερης από τα οικονομικά τραστ δημοσιογραφίας με πρώτη ματιά αλλά δεν πρέπει να ξεχνούμε πως στην ιδανική δημοκρατία όλοι οφείλουν να μοιράζονται εξίσου τη γη ώστε να εξασφαλίζεται η σωστή ισότητα. Αλλά η ισότητα πρέπει να εφαρμόζεται και στην ενημέρωση. Ίσως φαίνεται ή ακούγεται αυτό συνθηματικό αλλά συμφέρει να το δούμε σαν πραγματικό γιατί η ενημέρωση μέρα με τη μέρα έχει χάσει το σωστό της νόημα και η κακή της λειτουργία είναι άλλο ένα πρόβλημα στα τόσα που έχουν συσσωρευτεί στις σύγχρονες  δημοκρατίες. Στην Ασία και την Αφρική η δημοσιογραφία είναι φυλακισμένη, στη Ρωσία και την Ιταλία οι κυβερνώντες εξαγοράζουν τα κανάλια και τις εφημερίδες και τάζουν θέσεις χρυσοφόρες στους ιδιοκτήτες διευθυντές ειδήσεων και προπαγάνδας, ενώ στην Αμερική οι πάντες που έχουν δύναμη στα Μ.Ε.Ε πουλάν ψέμα και θησαυρίζουν.

   Τελειώνοντας ο Άρης τόνισε όπως ακριβώς το άκουσε, πως η αποστολή της δημοσιογραφίας είναι ιερή και οφείλει να καλύπτει την αλήθεια. Όσοι διάλεξαν να την υπηρετήσουν και της εξασκούν είτε από χόμπι όπως αυτός είτε από ανάγκη βιοπορισμού πρέπει να έχουν βάλει βαθιά μέσα στο μυαλό τους πως εκπαιδεύουν τους πολίτες μ’ αυτό που κάνουν.

   Μετά την αφήγηση του Άρη που φάνηκε να έκανε μεγάλη εντύπωση στο Λευτέρη που το έδειξε μ’ ένα φωτεινό χαμόγελο θαυμασμού, ακολούθησε ολιγόλεπτη σιωπή. Την ήθελαν και οι δυο με απόλυτη βεβαιότητα ύστερα από την πολύωρη συζήτηση που είχαν κάνει και μάλιστα σε δύσκολα και πολύπλοκα θέματα. Έτσι αφέθηκαν να κοιτάζουν απ’ το τζάμι τη φωτισμένη πόλη που δεν είχε ακόμη απαλλαγεί από το φριχτό της αέρα και δυνάστη << Καρτελά >>.

   Από το χώρο του νοσοκομείου ξεκινούσαν δυο δρόμοι με κατεύθυνση ο ένας την κεντρική πλατεία κι ο άλλος τη θάλασσα. Ο πρώτο βόρεια κι ο άλλος δυτικά. Ο ένας ο δυτικός  σ΄ ένα  σημείο του στη μέση ήταν σκαμμένος γιατί γίνονταν έργα ύδρευσης από το Δήμο εδώ και πολύ καιρό πράγμα που τον είχε καταντήσει αδιάβατο κι επικίνδυνο για ανθρώπους και τροχοφόρα. Ο άλλος που πήγαινε στην πλατεία ήταν πολύ καλύτερος και σπάνια σκαβόταν. Στην πλατεία που κατέληγε συνέχιζε ένας πεζόδρομος που έφτανε μέχρι το σιδηροδρομικό σταθμό. Εκεί συναντιόνταν με το πάρκο. Στην άκρη του πάρκου υπήρχε μια μικρή πλατεία που εξυπηρετούσε τους ταξιτζήδες και τους ταξιδιώτες και είχε κι ένα καφενείο όπου σύχναζαν λογής- λογής άνθρωποι κι έλεγαν τα δικά τους. Από εκεί ξεκινούσε κι ένας χωματόδρομος που κατευθυνόταν στη θάλασσα. Εκείνες τις μέρες είχε πέσει μια λεύκα και είχε διαλυθεί κυριολεκτικά καταμεσής του. Υπήρχαν κούτσουρα από εδώ κι από κει, σπασμένα κλαδιά πιο πέρα κι όσο προχωρούσες  ο γίγαντας κορμός της έφραζε το δρόμο αφού είχε ξαπλώσει κάθετα και χωρίσει το δρόμο στη μέση. Σ΄ ένα σημείο  ένας άλλος τον συναντούσε που τον έκανε σχεδόν άχρηστο ο αποκλεισμένος τούτος δρόμος. Κι αν προσθέσεις κι ένα συνεργείο του Δήμου που έφτιαχνε τα πεζοδρόμια στο χωματόδρομο τότε εύκολα μπορείς να καταλάβεις τι κομφούζιο γινόταν μέρες τώρα σ’ αυτό το σημείο. Όσοι περαστικοί  προσπαθούσαν να διαβούν το δύσβατο αυτό μέρος του δρόμου μετάνιωναν κι επέστρεφαν ενώ οι κινήσεις των χεριών τους και η νευρικότητα στα βήματά τους έδειχναν την αγανάκτησή τους για την αμέλεια των αρχών να αποκαταστήσουν τη βατότητα του δρόμου. Κι όσο ο << καρτελάς >> δεν έλεγε να κοπάσει η μεταφορά των σκουπιδιών που μετέφερε από εκείνο το σημείο που είχαν συσσωρευτεί αύξαινε  την  οδυνηρή κατάσταση και τη γκρίνια των πολιτών. Κι ενώ όλα  έδειχναν πως  ο αέρας τη νύχτα θα συνεχιζόταν ξαφνικά σταμάτησε για να έρθει από δυτικά ένα μαύρο σύννεφο που απλώνοντας τη φτερούγα του πάνω από την πόλη άρχισε να ρίχνει χοντρές στάλες στην αρχή και μετά να ξεσπά μια άγρια μπόρα τόσο δυνατή που άρχισε να δέρνει ανελέητα τη γη μέσα από ένα δάσος φωτεινά ζιγκ- ζαγκ που χάραζαν οι αστραπές.  Οι λίγοι διαβάτες έτρεξαν να κρυφτούν στα υπόστεγα και στις τέντες κι όσοι πρόφτασαν μέσα στα καφενεία και τη Λέσχη όπου κι άρχισαν να φλυαρούν με τις ώρες άσκοπα χαζεύοντας απ’ τις ανοιχτές πόρτες και τα τζάμια την ξαφνική και σφοδρή νεροποντή.  Το ίδιο έκαναν και οι δυο μας φίλοι που κοιτούσαν τώρα με περισσότερο ενδιαφέρον τη βροχή απ’ ότι πριν τον αναμαλλιασμένο αέρα με το σφυριχτό του ουρλιαχτό και το  τρέξιμό του στους σκονισμένους  δρόμους. Όταν οι δρόμοι πια γέμισαν νερά κι έγιναν ποτάμια που κυλούσαν με ορμή και παρέσυραν ότι χαμένο θησαυρό έβρισκαν στο διάβα τους, με προορισμό τη θάλασσα και τα χαντάκια λες κι ένα χέρι ευλόγησε τη φύση και η νεροποντή δια μαγείας σταμάτησε απότομα. Έτσι  όλα πια βρήκαν το ρυθμό τους και οι άνθρωποι  την ευκαιρία να γυρίζουν το κεφάλι τους ο ένας στον άλλον και να λένε: << Είδες; Μπράβο βροχή! Μας  έσωσε από την ορμή του Καρτελά κι από την ανομβρία του  χειμώνα που ήταν  ο πιο στεγνός τα τελευταία χρόνια >>.

   Ο Άρης έφερε  το δεξί του χέρι στο μάγουλο και αφού κοίταξε το Λευτέρη, που έδειχνε λίγο μελαγχολικός, του είπε χαμογελώντας και με τη φωνή του δυναμωμένη για να ξεχωρίσει από τη φασαρία που γινόταν ακριβώς εκείνη τη στιγμή στην αίθουσα:

   --- Τούτος ο αέρας δεν ξέρω γιατί, μου φουσκώνει τις φλέβες στους κροτάφους όταν ξεσπάει και νιώθω άρρωστος. Νομίζω δεν έχω δει πιο πανούργο και πιο βιαστή απ’ όλους τους άλλους αέρηδες.

   Ο Λευτέρης του έριξε ένα βλέμμα κατανόησης. Αντιλήφθηκε πως μέσα στον αστείο τρόπο που εκφράστηκε είχε και μια αλήθεια. Η αλήθεια ήταν πως τούτος ο αέρας έκρυβε πολλές καταστροφές και κανένας κάτοικος της περιοχής δεν τον ήθελε. Ερχόταν σαν ένας τύραννος  με το σπαθί και τους σκληρούς του νόμους και τους έκοβε τα κεφάλια.

   --- Δίκιο έχεις, του είπε, αλλά ποιος μπορεί να τα βάλει με τα στοιχειά της φύσης;

   Εκείνος έσκυψε και συμμάζεψε κάτι πεσμένα κομμάτια από μια χαρτοπετσέτα κάτω από το τραπέζι. Σαν τα έκανε ένα μικρό σβολαράκι με τα δάχτυλά του τα βύθισε στο υγρό χώμα της γλάστρας που βρισκόταν δίπλα του, λέγοντας  στο Λευτέρη που τον κοιτούσε περίεργα, πως θα γίνουν θαυμάσιο λίπασμα και θα ωφελήσουν το φυτό, απ’ ότι να βρίσκονται εκτεθειμένα στο δάπεδο και να το μολύνουν! 

   --- Κανείς! του ψέλλισε αλαφιασμένος κι έδειξε σαν κάτι να θυμήθηκε. Κι αμέσως φέρνοντας το ποτήρι στα χείλη του ήπιε αρκετό νερό ενώ σαν το άφησε κι έφτιαξε το ρολόι του στο χέρι, κοίταξε έξω τους μουσκεμένους και χάζεψε μ’ ένα ηλικιωμένο που προσεχτικός και αλαφροπατώντας πήγαινε για το σπίτι του. Μετά απ’ αυτό έδειξε να σκέφτηκε κάτι ξαφνικά. Κι ενώ ο Λευτέρης άγγιζε σαν να χάιδευε το φυτό του χώρου που βρισκόταν λίγο αριστερά του, του είπε, αφού έφερε την καρέκλα του που έτριξε πιο κοντά στο τραπέζι:

   --- Όλος αυτός ο αέρας μου έφερε στο μυαλό το φριχτό ναυάγιο που έγινε την παραμονή των Χριστουγέννων  μέσα στο λιμάνι μας και πάω να τρελαθώ. Κι όμως κανένας αέρας δεν έφταιγε πόσο μάλλον ο Καρτελάς που ακούει κάθε φορά που έρχεται τα εφ’ αμάξης από τον κόσμο. Ήταν βέβαια βράδυ, πρωινές ώρες κι όλα σκεπασμένα με αχλή και μόνο μικρά  ολόσγουρα συννεφάκια περπατούσαν στον ουρανό αν και μεσοχείμωνο. Η θάλασσα ήταν λάδι που έμοιαζε όπως είπαν οι ναυαγοσώστες σαν  βαθυγάλαζο λιβάδι. Στους έρημους δρόμους της πόλης και του λιμανιού, περπατούσε μόνο η ησυχία και στις στέγες των σπιτιών η πρώτη χαϊδευτική αύρα που ερχόταν από το πέλαγος. Στις αυλές τότε άρχιζαν να βαδίζουν οι πρώτοι άνθρωποι που έχοντας ένα ρούχο στην πλάτη να προφυλαχτούν από το ελάχιστο πρωινό κρύο, έκαναν τις τελευταίες προετοιμασίες τους για τη μεγάλη γιορτή των Χριστουγέννων που την άλλη μέρα θα ξημέρωνε. Κι όμως το σάπιο καράβι βούλιαξε με τους μετανάστες και πήγε στον πάτο. Πνίγηκαν μια Πακιστανή μάνα με την κόρη και το γιο της ενώ ο άλλος ο μικρότερος που ήταν πέντε χρονών τους κοίταζε κλαίγοντας να χάνονται από την πλώρη που δεν είχε βυθιστεί ακόμη του σαπιοκάραβου.

   Με τα μάτια του υγρά σαν να είχε δακρύσει, συνέχισε:

   --- Πνίγονταν ενώ ο αφρός γύρω από το καράβι του δουλεμπόρου έπαιζε στην σκουριασμένη και βρώμικη καρίνα του. Οι όμορφοι ψαροφάγοι που μόλις είχαν ξυπνήσει για να τους υποδεχτούν, τους καλωσόρισαν ενώ πετούσαν σαν τρελοί και χαρούμενοι πάνω από τα ξεχαρβαλωμένα ξάρτια του ξύλινου φέρετρου. Στο βάθος  της ακτής οι λεύκες  υψώνονταν μεγαλοπρεπείς κι αυστηρές και ο άνεμος τους χάιδευε τις μικρές κι ασύμμετρες φούντες τους  λέγοντας   στίχους πονεμένους της θάλασσας και της ξενιτιάς. Πνίγονταν τότε που ο ήλιος πίσω από το Ψυχρό έστελνε ζεστό μήνυμα στα κορίτσια της πόλης να ντυθούν με τα καινούργια τους φουστάνια τα Χριστούγεννα που θα ξημέρωναν την άλλη μέρα και να πάνε στην εκκλησία να προσευχηθούν και να δουν από κοντά με τα μάτια της ψυχής τους το νεογέννητο βρέφος. Τότε που όλα αυτά ήταν τόσο όμορφα η μάνα με τα δυο της αγγελούδια άφησαν το μάταιο τούτο κόσμο για το αγύριστο ταξίδι εξαιτίας κάποιου προδότη δουλεμπόρου Ιούδα που αγάπησε τα τριάκοντα αργύρια όσο τίποτα άλλο στη ζωή του! Τι φρίκη!  

   Ο Λευτέρης τον είδε τόσο συγκινημένο σαν τελείωσε, που απόφυγε να τον κοιτάξει για να μην τον κάνει και κλάψει. Εκείνος όμως γρήγορα έδιωξε τη συγκίνησή του για να τον ρωτήσει:

   --- Δεν ήξερες τίποτα για το ναυάγιο; Είδα πως δεν με διέκοψες όση ώρα μιλούσα πράγμα που σημαίνει πως το αγνοούσες.

   --- Επιστρέφοντας από την Πάτρα αρχές Δεκεμβρίου, έλειπα στην Ολυμπία και με το γεγονός της ασθένειας και του θανάτου του Ιάσονα δεν είχα καλή πληροφόρηση. Όμως κάτι πήρε τ’ αυτί μου.  Φταίει όμως και ο τύπος που δεν ανέφερε το περιστατικό ή κι εγώ που δεν το διάβασα.

   --- Το ανέφερε η   <<Μεσσηνιακή Γνώμη>> με δικό μου εκτενές ρεπορτάζ στις 27 Δεκεμβρίου. Αν την έπαιρνες τότε θα το διάβαζες.

   --- Δυστυχώς αυτό δεν έγινε! του είπε με μια γκριμάτσα δυσαρέσκειας στο πρόσωπο ο Λευτέρης και άρχισε  να κουνάει με δυσφορία το κεφάλι του, υπονοώντας την τραγικότητα των φτωχών λαών που η μοίρα τους,  τους στέλνει δουλοπάροικους στα  πλούσια αφεντικά των ανεπτυγμένων κρατών.

   Ο Άρης άργησε να πει κάτι αλλά σαν έβγαλε τις λέξεις από το στόμα του είπε σαν να αναρωτήθηκε:

   --- Να ναυάγησε με τέτοιο καλό καιρό φαίνεται περίεργο. Ποιος το περίμενε!

   Ο Λευτέρης που τον άκουσε χωρίς να τον κοιτάξει για λίγο, συμπλήρωσε:

   --- Θα ευθύνονται και τα ναυαγοσωστικά συνεργεία αν είναι έτσι όπως τα λες πως έγινε το ναυάγιο. Φαντάζομαι θα άργησαν να πάνε να τους περιμαζέψουν.

   --- Δεν πήγαν καθόλου δε λες!  Οι ψαράδες τους έσωσαν και κανείς άλλος. Αλλά για ποιους ναυαγοσώστες μιλάς και για ποια πράσινα άλογα; Υπάρχουν συνεργεία διάσωσης στην πόλη και δεν το ξέρω; Υπάρχουν εκπαιδευμένοι διασώστες με μισθό ή εθελοντές και το αγνοώ! Τίποτα δεν υπάρχει και ούτε πρόκειται να υπάρξει.

   Ο Λευτέρης  ξύνοντας ελαφρά το δεξί του μάγουλο και με ένα ύφος που ήθελε να ενισχύσει τη συμπάθειά του για τους οικονομικούς μετανάστες  τον ρώτησε:

   --- Πόσοι τελικά υπήρχαν στο καράβι;

   --- Δεκαεννιά! και ο καπετάνιος είκοσι Τρεις απ’ αυτούς πνίγηκαν!

   --- Ο καπετάνιος συνελήφθη;

   --- Ναι!

   --- Πού θα καταλήξουν οι υπόλοιποι;

   --- Στον καταυλισμό!

   --- Θα τους χωρέσει;

   --- Ναι. Δεν υπάρχει άλλος χώρος υποδοχής.   

   --- Όλοι εκεί μέσα θα στριμωχθούν ο ένας πάνω στον άλλο;

       Έπεσε σιωπή. Στη συνέχεια ο Λευτέρης σηκώθηκε και  το ίδιο έκανε και ο Άρης και αφού πλησίασε τον ιδιοκτήτη της Λέσχης και του είπε ψιθυριστά κάτι προσωπικό χώρισαν επιστρέφοντας στο Λευτέρη που βρισκόταν κιόλας κοντά στην έξοδο. Εκεί με παρακαλεστικό τρόπο του είπε:

   --- Καλά έκανες και σηκώθηκες! Στ’ ορκίζομαι πως θέλω να καθίσουμε κι άλλο αλλά δεν μπορώ γιατί με περιμένει πολλή δουλειά για την εφημερίδα. Πρέπει να γράψω ένα άρθρο οπωσδήποτε και να το παραδώσω το πρωί για το αυριανό φύλλο.  Βλέπω να το ξενυχτάω και σηκώνοντας τα φρύδια του κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια το Λευτέρη.

   --- Τρελάθηκες βρε, που θα καθίσουμε άλλο! του είπε εκείνος και σκύβοντας λίγο το κεφάλι ξεκίνησε για να περάσει την πόρτα. Είναι μία πρωινή και δεν πάει πιο πέρα, συμπλήρωσε και ξέσπασε στα γέλια. Τι θέλεις αύριο να μην μπορούμε να πάρουμε τα πόδια μας απ’ το ξενύχτι!

   Έτσι συμφώνησαν με τα βλέμματά τους πως έπρεπε να του δίνουν και το έκαναν. Σαν βγήκαν έξω ο αέρας είχε σχεδόν σταματήσει, ο ουρανός είχε γεμίσει αστέρια κι ένα ελαφρύ βοριαδάκι κατέβαινε από το Ψυχρό που τους χάιδευε τα πρόσωπα. Στην πλατεία σαν έφτασαν στάθηκαν και χάζευαν τους φωτισμούς και τις βιτρίνες των καταστημάτων  που μετά τη βροχή είχαν αλλάξει όψη κι έδιναν την εντύπωση του καινούριου. Οι διαβάτες ήταν μετρημένοι στα δάχτυλα και μόνο κάποιοι ξεχασμένοι μετανάστες που έπιναν μπίρες και ξεφώνιζαν ήταν οι μόνοι νυχτερινοί παρείσακτοι  εκείνη την ώρα. Οι δυο φίλοι τους προσπέρασαν γρήγορα και αφού καληνύχτισαν ο ένας τον άλλο έφυγαν για τα σπίτια τους.

 

 

 

 

                                                   5

 

 

 

 

   Το Σάββατο 7 Ιανουαρίου το απόγευμα ο Λευτέρης θα έφευγε για την Πάτρα.  Πριν αναχωρήσει σκέφτηκε να επισκεφτεί την Τάνια στο σπίτι της και να τη δει. Μετά  από όσα πέρασε σίγουρα θα είχε ανάγκη να τον δει και ν’ ακούσει δυο λόγια παρηγοριάς και στήριξης από τα χείλη του με τον τρόπο που αυτός ήξερε και τα έλεγε και θα της άρεσε πολύ. Κάποια στιγμή συλλογίστηκε πως έπρεπε να την αφήσει ήσυχη στη θλίψη της και να μην πάει αλλά η αγάπη του τον έσπρωξε να της χτυπήσει την πόρτα οπωσδήποτε μέχρι το μεσημέρι. Είχε κάποιους ενδοιασμούς  μη συναντήσει κι άλλους επισκέπτες εκεί αλλά το ξεπέρασε μιας και η επίσκεψη ήταν καθαρά κοινωνική και δεν θα δημιουργούσε υπόνοιες στις κακές γλώσσες να πουν πως αυτή η εσπευσμένη πρωινή συνάντηση έκρυβε την κρυφή προσέγγιση των δυο εραστών. Για τα παιδιά της δεν τον ένοιαζε  τα οποία ούτως ή άλλως  τον ήξεραν σαν καλό συνάδελφο της μητέρας τους και φίλο των γονιών τους. Όμως ήταν και τόσο μικρά που τίποτα το ανήθικο δε θα υποπτεύονταν σ’ αυτή την τόσο αγαθή επίσκεψη.

   Ήξερε πως όλη τη βδομάδα είχε εκεί τη μάνα και την αδερφή της και της συμπαραστέκονταν κάνοντάς της συντροφιά και βοηθώντας την στις δουλειές του σπιτιού. Κι αυτό το είχε μάθει από μια γειτόνισσα. Χθες όμως το μεσημέρι στο σταθμό του λεωφορείου κατά τύχη τις είδε που έφευγαν φορτωμένες τις βαλίτσες τους κι αυτό του άνοιξε τα φτερά να πετάξει ως το σπίτι της βέβαιος πως οι δυο στενοί της συγγενείς έλειπαν. Πήγαιναν στα Φιλιατρά όπου εκεί ήταν και η διαμονή τους. Όσο για την άλλη αδερφή που έμενε στην ίδια πόλη με την Τάνια δεν τον ενδιέφερε ούτε και του καιγόταν καρφί αν τον έβλεπε να την επισκέπτεται κι αυτό γιατί ήταν τόσο αθώα και θεούσα που ίσως και να του φιλούσε τα πόδια που την επισκέφτηκε από οίκτο κι ανθρωπιά κι έδειξε τόση αλληλεγγύη σε  μια  πολύ πονεμένη και δυστυχισμένη γυναίκα όπως ήταν εκείνη τη στιγμή η αδερφή της.

   Η ώρα ήταν έντεκα που χτύπησε το κουδούνι της πόρτας και περίμενε με αγωνία λίγα δευτερόλεπτα ώσπου να του ανοίξει.  Αυτή έφτασε ελάχιστα αργοπορημένη και του άνοιξε. Εκείνος γλίστρησε φουριόζος μέσα λες και βιαζόταν να ξεφύγει από κάποιον που τον κυνηγούσε και τον μαστίγωνε από πίσω. Κι αμέσως έπεσε σχεδόν  πάνω της με άγαρμπο τρόπο αλλά τόσο τρυφερό και πρωτότυπο.  Η Τάνια τον έσφιξε στην αγκαλιά της αλλά όμως γρήγορα έδειξε ξαφνιασμένη και φοβισμένη  και η πρώτη της κουβέντα ήταν << φύγε, γιατί ήρθες; >> κι έκανε  ένα βήμα πίσω. Φαινόταν πως εκείνη τη στιγμή είχε  σηκωθεί από το κρεβάτι που κοιμόταν και η διάθεσή της δεν ήταν και πολύ καλή.  Όμως τον κοιτούσε με μια ματιά που τον θέριζε σαν δρεπάνι και μια απόγνωση σαν του μικρού φοβισμένου παιδιού.

   --- Δε φταίω εγώ! της ψιθύρισε ο Λευτέρης κι έκανε ένα βήμα πιο μέσα από την ανοιχτή ακόμη πόρτα. Ξέρεις τι μ’ έκανε να έρθω!

   Η Τάνια τον έσπρωξε ελαφρά για να τον εμποδίσει, λέγοντάς του:

   --- Μη! Μη! Μην προσπαθείς να μπεις! Όπου και να ΄ναι θα ‘ρθει η αδερφή μου και δε θέλω να μας δει μαζί!  Εξάλλου είναι και τα παιδιά πάνω, τι θα πουν σαν σε δουν έτσι απρόσκλητο να μας επισκέπτεσαι! Είναι αρκετά μεγάλα πια και μπορούν να τους μπούνε ψύλλοι στ’ αυτιά. Και τότε πως θα φαίνομαι στα μάτια τους.

   Ο Λευτέρης όλα αυτά τα άκουσε βερεσέ. Κι αμέσως σαν να μέτρησε το ρυθμό των βημάτων του  ένα, δύο, τρία, τέσσερα ανέβηκε τη σκάλα κι έφτασε στην πόρτα του χολ. Εκεί σταμάτησε και κοίταξε πίσω του να δει τι γίνεται. Όταν είδε την Τάνια να τον ακολουθεί  κι αυτή ανεβαίνοντας γρήγορα τα σκαλιά ένιωσε υπέροχα και η καρδιά του μπήκε στη θέση της. Αυτή όταν τον πλησίασε γέλασε λίγο κι έσπρωξε την πόρτα ελαφρά με το χέρι της. Τον πέρασε στο σαλόνι και κάθισαν ο ένας δίπλα στον άλλο στον καναπέ.  Έμειναν για λίγο σιωπηλοί από τη συγκίνηση και το τρακ και το μόνο που έκαναν ήταν να κοιτάζονται σαν δυο μαλωμένα αγριοπαπάκια. Πόσο κράτησε η σιωπή;  Όσο και να κράτησε ο Λευτέρης τη φιλούσε με τη σκέψη, δίχως ντροπή και του φαινόταν πως την αγκάλιαζε με πόθο ενώ τα λόγια του που ήθελε να της πει τα έβγαζε βουβά  από τα χείλη του που τα ένιωθε πως δε τα σάλευε. Το ίδιο ίσως να έκανε κι αυτή.  Γιατί κάποια στιγμή τινάχτηκε λες και συνήλθε από κάποιο γλυκό σκίρτημα  που ένιωσε όταν το καρφωμένο βλέμμα της  δεν έλεγε να φύγει από πάνω του. Και μόνο όταν ακούστηκαν γέλια από τα παιδικά δωμάτια αναδύθηκαν από μέσα τους οι θύμησες για κουβέντα που την άρχισε πρώτη η Τάνια, λέγοντάς του με ένα τρέμουλο΄ στα χείλη

που έφτασε ως τα σκαμμένα μάγουλά της από το κλάμα:

   --- Σ΄ ευχαριστώ που ήρθες αλλά πρέπει να φύγεις! Τι θα πει αν σε δει κάποιος! Ποιος ακούει όλα αυτά που θα μου βγάλουν στη φόρα, χήρα γυναίκα! Φύγε! Φύγε! Σε παρακαλώ! Άφησέ με ήσυχη στην ερημιά μου!

   Εκείνος ανακλάδισε τα  χέρια του στον αέρα και γέλασε συγκαταβατικά σαν να της έλεγε να μη φοβάται δεν πρόκειται να επαληθευτεί ο φόβος της  και άρχισε να την κοιτάζει  ενώ τη θαύμαζε ταυτόχρονα παρά τα ίχνη που είχε αφήσει πάνω της ο πόνος και η κούραση των ημερών. Φορούσε μια μαύρη ρόμπα. Οι ρόμπες μέσα στο σπίτι  την ενθουσίαζαν γιατί της φαινόταν πως της πήγαιναν στο καλοφτιαγμένο σώμα της ενώ το θεωρούσε αρχοντικό και κομψό ντύσιμο για τη γυναίκα που είχε γούστα φιλάρεσκα και της τόνιζαν τη σεξουαλικότητά της. Επειδή το  οικογενειακό πατρικό περιβάλλον της ήταν αυστηρών αρχών και της καταπίεζε τα γυναικεία πάθη και τις συμπεριφορές της, τώρα ως παντρεμένη είχε λασκάρει λίγο τα λουριά της ηθικής και είχε  παραδοθεί με μεγαλύτερο ζήλο στη φροντίδα του σήματος και της απολαβής των ηδονών του. Εκτός από τις ματιές που της άρεσε να ρίχνει στους άντρες της άρεσε να ντύνεται κομψά και να έχει στην κατοχή της πολλά και καλοραμμένα ρούχα. Τα αγόραζε στα καλύτερα  μαγαζιά και φρόντιζε να έχουν γούστο, φινέτσα και φαντασία. Πάντα ήταν ντυμένη σικ κι όλα πάνω της ήταν άψογα ως την παραμικρή λεπτομέρεια, Σήμερα αν και αυτή η ρόμπα που φορούσε ήταν περισσότερο για το σπίτι παρά για τουαλέτα ημέρας που θα μπορούσε να κυκλοφορήσει έξω, εντούτοις της ταίριαζε τόσο πολύ και της έδινε μια χαρούμενη όψη στο πρόσωπο παρά την τόση του ταλαιπωρία που είχε υποστεί εδώ και μήνες. 

   Αλλά δεν ήταν μόνο η ρόμπα της που έκανε την  πονεμένη χήρα και ζωηρούλα κόμισσα ν’ αρέσει πολύ εκείνη τη στιγμή στο Λευτέρη. Ήταν και τα πλούσια και μαύρα μαλλιά της, στολισμένα μ’ ένα μπλε βελούδινο φιόγκο στο πίσω μέρος, πράγμα που το απόφευγε στις εξόδους της, όταν δούλευε ή κυκλοφορούσε έξω. Κι όσο ήξερε η ίδια πως το παρουσιαστικό της με τα όμορφα μαλλιά της άρεσε πολύ στην πιάτσα των αντρών, τα χάιδευε επίμονα με ανάερες κινήσεις και όπως προεξείχαν και τα πεταχτά και φιλήδονα χείλη της προς τα έξω, έμοιαζε σαν να τους προκαλούσε μ’ αυτές τις φιλάρεσκες ακροβασίες των χεριών της και το έκανε επίτηδες για να τους ανάψει τα αίματα.   Αυτά όμως ανήκαν στο παρελθόν. Εκείνη τη στιγμή που ο Λευτέρης την είχε κοντά του, έβλεπε πως όσα υπήρχαν πάνω της δεν τον προκαλούσαν από τη δική της γυναικεία έπαρση αλλά επειδή ήταν ωραία. Τα βλέφαρά της ήταν αφρόντιστα αλλά βαμμένα ελαφρώς έδιναν στη θλίψη της μια πρωτόγονη λαμπεράδα. Τα καλοσχηματισμένα χέρια της, άλλος μπελάς κι αυτός, τώρα έλεγε πως θα τον αγκάλιζαν σαν δυο λευκά βλαστάρια κρίνου. Οι καρποί της τυλιγμένοι απαλά μέσα στα σκέλη της και σκεπασμένα με τη ρόμπα, έμοιαζαν σαν κρυμμένα σουβενίρ έτοιμα να αναδυθούν από την μπιζουτιέρα τους. Ως και τα περιποιημένα φαρδιά ρεβέρ των μανικιών της έδειχναν πως η κομψότητά τους έδενε θαυμάσια πέφτοντας στους λεπτούς και  γυμνασμένους καρπούς της.  

     Δίπλα της στην πολυθρόνα ήταν αφημένο ένα μπλουζάκι της Χαρούλας της κόρης της. Το κοίταξε κι αμέσως θυμήθηκε τα παιδιά. Φοβισμένη του είπε:

   --- Πρέπει να φύγεις! Φοβάμαι πως θα έρθουνε τα παιδιά! Δε θέλω να μας δούνε μαζί! Καταλαβαίνεις…

   --- Μα, εγώ ήρθα για σένα!  Θέλω να σε δω και να κουβεντιάσουμε! διαμαρτυρήθηκε ήρεμε ο Λευτέρης.

   --- Μα, δεν το βλέπεις πως δεν μπορούμε! Είναι δυνατόν να γίνει αυτό  μέσα στο σπίτι μου;

   ---  Ναι, αλλά δε θα κάνουμε τίποτα κακό, απλά να μιλήσουμε!

   --- Τι να πούμε;

   --- Αυτά που λένε οι άνθρωποι στις άτυχες στιγμές τους.

   ---Τι; Για τον άντρα μου; Ό,τι και να πούμε μπορεί να έρθει πίσω; Όχι! Ε, τότε ας τ’ αφήσουμε. Μια άλλη φορά που θα είμαι  πιο ήρεμη θα τα πούμε. Τώρα δεν μπορώ γιατί η κατάστασή μου δεν μου το επιτρέπει. Σου δίνω το ξέρω διαφορετική εντύπωση απ’ ότι με ξέρεις αλλά έτσι είναι. Δεν μπορώ να μιλήσω και σε παρακαλώ να φύγεις!

   Ο Λευτέρης είδε την αξιοπρέπειά της να βλάπτεται όσο την πίεζε γι’ αυτό αποφάσισε να γίνει  λιγότερο πιεστικός. Έτσι σκέφτηκε να της πει κάτι ευχάριστο και να της δώσει την ευκαιρία να νιώσει ευτυχισμένη μπαίνοντας στη λογική της κουβέντας του. Και με κάποια ελαφρά συγκίνηση και την αγωνία ζωγραφισμένη στα μάτια του, τη ρώτησε σιγανά:

   --- Μ’ αγαπάς;

   Η ολιγόλεπτη σιωπή της τον φόβισε και σκέφτηκε πως σίγουρα θα του απαντούσε << όχι, πια >>. Η Τάνια όμως χαμογέλασε, έμεινε λίγο σκεπτική και με μελαγχολική διάθεση του είπε σιωπηλά:

   --- Σ’ αγαπώ! Κι αυτό το ξέρεις καλά!

   Εκείνος ένιωσε να πετάει στον έβδομο ουρανό. Ύστερα γελώντας της είπε:

   --- Δε  θέλω να στο επιρρίψω στην καλή σου αγωγή αυτό που είπες! Το είπες γιατί το νιώθεις, ελπίζω να πιστεύω! και σκύβοντας πάνω της προσπάθησε να τη φιλήσει.

   Η Τάνια  τραβήχτηκε από κοντά του λες και την χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα. Με μια ελαφρά δε νευρικότητα του ψιθύρισε κοιτάζοντας προς τις πόρτες των παιδικών δωματίων:

   --- Μα, τι πας να κάνεις! Το βλέπεις σωστό;  Μπροστά στα μάτια των παιδιών μου; Θέλεις να γίνω ρεζίλι!

   Κι αμέσως πετάχτηκε πάνω και πήγε κοντά στην πόρτα και στάθηκε όρθια. Εκεί εκνευρισμένη τον παρακάλεσε ακόμη για μια άλλη φορά να φύγει, λέγοντάς του ικετευτικά:

   --- Έλα, Λευτέρη σε παρακαλώ, φύγε! Κάνε μου τη χάρη!  Έλα, φύγε! Αρκετά έχω περάσει ως τώρα μη θέλεις να περάσω κι άλλα.

   Αυτός  την κοίταξε και το βλέμμα του πρόδιδε την επιθυμία του να τη σφίξει στην αγκαλιά του με όποιο κόστος κι αν χρεωνόταν και στους δυο τους αυτή η πράξη του. Έτσι αποφάσισε να μείνει ακόμη καθισμένος περιμένοντας ν’ αλλάξει η σκληρή της συμπεριφορά και το πείσμα της να αντιστραφεί και να μετατραπεί σε θέληση να τον ανεχτεί. Και για να κερδίσει χρόνο της είπε με φωνή καθησυχαστική που από την ταραχή του έμοιαζε με γρύλισμα:

   --- Μην κάνεις έτσι, Τάνια μου, μην κάνεις έτσι! Συγκρατήσου  σε παρακαλώ κι άφησε να κάνω αυτό που θέλω! Δε νομίζεις πως είσαι αρκετά υπερβολική να με διώχνεις, ενώ δεν το αξίζω και δεν πρέπει!

   --- Υπερβολική! Υπερβολική! Μουρμούρισε αυτή και έκανε βήματα πέρα δώθε. Φύγε σε παρακαλώ, του είπε ακόμη μια φορά κάνοντας μια τελευταία προσπάθεια με απεγνωσμένη γλυκύτητα να τον ξεκολλήσει από τον καναπέ.

   Αυτός το βιολί του. Την κοίταζε και δεν το κουνούσε με τίποτα. Μόνο της είπε:

   --- Τι σε πειράζει αν μείνω λίγο ακόμη!  Με κανένα τρόπο δε θα σε βλάψω ούτε θα σε αγγίξω αν δεν το θέλεις εσύ. Άφησέ με πέντε λεπτά ακόμη και ύστερα να είσαι σίγουρη πως θα γίνω καπνός!

   Αυτή τον κοίταξε με πείσμα. Ήξερε πως έλεγε ψέματα  για να την πείσει και τα πέντε λεπτά θα τα έκανε είκοσι και παραπάνω. Ο χρόνος την πίεζε. Αν ερχόταν κάποιος ξαφνικά να τη συλλυπηθεί τι θα γινόταν; Το ρεζίλεμα  την τρέλανε και αποφάσισε όσο κι αν τον αγαπούσε  να τον αναγκάσει να της αδειάσει τη γωνιά. Έτσι με υψωμένη και παρακαλεστική τη φωνή, του είπε με τρόπο που φάνηκε πως ήθελε να την προσέξει πολύ εκείνος: 

   --- Θα έρθει η αδερφή μου όπου να ‘ναι για να μου φέρει κάτι χρήματα που της είχα δανείσει. Δε θέλω να μας βρει μαζί. Σίγουρα θα υποπτευθεί για τη σχέση μας και τότε αλίμονό μου! Ξέρεις τι με περιμένει! Κι αμέσως κινήθηκε να τον πιάσει απ’ το χέρι να τον σηκώσει.

    Εκείνος  κατάλαβε πως αυτή η δήθεν επίσκεψη της αδερφής της ήταν ψέμα για να τον αναγκάσει να της αδειάσει τη γωνιά. Έτσι χωρίς να ζητήσει άλλη παράταση χρόνου παραμονής αποφάσισε να φύγει. Σηκώθηκε και έφτασαν μαζί ως την πόρτα. Εκεί πριν περάσει το χολ για να κατεβεί την εσωτερική σκάλα, έσκυψε και τη φίλησε αστραπιαία, ξαφνιάζοντάς την και πιάνοντάς την στον ύπνο. Ο αιφνιδιασμός αυτός της άρεσε τόσο που τον φίλησε κι αυτή. Χώρισαν με τις καρδιές τους παλλόμενες από το υπέροχο αίσθημα που τους ένωνε. Η συνέχεια ήταν όπως την ήθελε η Τάνια αλλά δεν την επιθυμούσε.  Εκείνος άρχισε να κατεβαίνει τα σκαλιά αμίλητος και σιωπηλός κι εκείνη να του λέει, ψιθυριστά για να μην την ακούσουν τα παιδιά:

   ---  Είναι αυτονόητο, Λευτέρη! Κάτω από τέτοιες συνθήκες  δεν μπορούμε να πούμε πιο πολλά ούτε και να κάνουμε αυτά που θέλουμε! Δυστυχώς τα παίρνει όλα η μπόρα!

   Αυτός την άκουσε αλλά δεν της απάντησε. Μόνο σαν βγήκε από την πόρτα και η Τάνια ετοιμάστηκε να την κλείσει πίσω του, της είπε με χαριτωμένο αλλά και πληγωμένο τρόπο:

   --- Ας πούμε πως είχαμε μια μικρούλα αισθηματική πτώχευση! Σίγουρα όμως θα έρθει και η ανάκαμψη!  Ο χρόνος θα το δείξει πιστεύω εκτός αν εσύ εγκαταλείψεις τα παζαρέματα μαζί μου και πας να καθίσεις και να κουβεντιάσεις σ’ άλλα τραπέζια!

   Εκείνη έκανε ένα ψιθυριστό << Ωω… αχα! τι λες καλέ ! >> και γύρισε βιαστικά στα δωμάτια των παιδιών της που ακριβώς εκείνη τη στιγμή της φώναζαν να τα επισκεφτεί για μια διαφωνία που είχαν στο επιτραπέζιο παιχνίδι του << Γκρινιάρη >> που έπαιζαν.  Τα ησύχασε και μετά πήγε και ξάπλωσε. Ήθελε πολύ να κοιμηθεί και να τον ξεχάσει. Όμως μάτι δεν έκλεισε και στριφογύριζε πότε στο ένα πλευρό και πότε στο άλλο ενώ κάρφωνε το βλέμμα της στην πόρτα γιατί είχε την ψευδαίσθηση πως θα ερχόταν πάλι, πράγμα που το ήθελε πολύ. Κάποια στιγμή νόμισε πως είχε πυρετό και σηκώθηκε κι έβαλε το θερμόμετρο.  Το θερμόμετρο έδειξε 36 και 6 και ησύχασε. Ξάπλωσε πάλι και έπαθε τα ίδια. Από στιγμή σε στιγμή νόμιζε πως  θα ακούσει το θόρυβο από τα βήματά του και να έρχεται στην κρεβατοκάμαρά της. Έτσι ανακαλώντας και αναπολώντας τον έμεινε στο κρεβάτι πάνω από μια ώρα και σηκώθηκε μόνο όταν την επισκέφτηκαν τα παιδιά της και της ζήτησαν να τους ετοιμάσει μεσημεριανό φαγητό.

 

 

 

 

                                                 6

 

 

 

 

   Το απόγευμα  έφυγε με το τρένο για την Πάτρα κι όπως το είχε υπολογίσει έφτασε εκεί στις εφτά και μισή το βράδυ. Από το σταθμό που κατέβηκε πήρε ταξί για το σπίτι γιατί η βροχή ήταν καταρρακτώδης  και οι δρόμοι πλημμυρισμένοι ως τα κράσπεδα. Στην πόρτα τον υποδέχτηκε κατά τύχη η σπιτονοικοκυρά  του που τον καλωσόρισε μ’ ένα φαρδύ χαμόγελο  και τον βοήθησε  να κουβαλήσει τις αποσκευές του μέσα. Σαν έφυγε του ζήτησε να την επισκεφτεί σαν νιώσει μοναξιά και να τους τιμήσει με τη συντροφιά του στο δείπνο που θα ετοίμαζε σε λίγο γιατί θα την επισκεπτόταν κι ένας ξάδερφός της φοιτητής της φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο ο οποίος ήθελε πολύ να τον γνωρίσει. Εκείνος της υποσχέθηκε πως θα τους τιμούσε και άρχισε να βγάζει τα ατομικά του είδη από τις βαλίτσες και να τα τακτοποιεί  στις θέσεις και στα συρτάρια τους. Όταν τελείωσε κάθισε κοντά στο παράθυρο και κοιτούσε αμέριμνος έξω τη φωτισμένη πολιτεία που άστραφτε πλυμένη από την ήσυχη εκείνη τη στιγμή βροχή που έδειχνε πως θα σταματούσε. Όσο νύχτωνε το κρύο γινόταν πιο τσουχτερό ενώ ο ουρανός έδειχνε να παίρνει την όψη του χιονιά. Αν όχι μέσα στην πόλη σίγουρα  στις κορυφές των βουνών και του Παναχαϊκού τη νύκτα θα χιόνιζε.

   Θα καθόταν ακόμα να κοιτάζει αν δεν άκουγε τη φωνή της σπιτο νοικοκυράς να τον καλεί ν’ ανέβει πάνω και να παρευρεθεί στο δείπνο. Σηκώθηκε με καλή διάθεση γιατί ήταν σίγουρος πως θα περνούσε καλά μ’ αυτούς τους απλούς και συμπαθητικούς ανθρώπους. Φεύγοντας και κρατώντας το πόμολο στο χέρι του πριν κλείσει την πόρτα, σκέφτηκε τη Φοίβη και υποσχέθηκε στον εαυτό του να μην υποταχθεί στη θέληση και τη μαγεία της παρέας να μείνει μαζί τους απ’ αόριστον αλλά εκεί κοντά στις δέκα να την επισκεφτεί. Το ήθελε πολύ και την είχε τόσο ανάγκη.

   Βρήκε όλη την οικογένεια να κάθεται γύρω από το τραπέζι και τον ξάδερφό της όρθιο να απλώνει το χέρι να τον χαιρετήσει. Αφού έκαναν την πρώτη και τυπική γνωριμία ο φοιτητής κάθισε ενώ ο Λευτέρης χαιρέτησε το νοικοκύρη με μια ζωηρή κίνηση του χεριού του και μετά χάιδεψε το όμορφο κεφάλι του μικρού που η έκφραση που τον κοίταζε έδειχνε πως του άρεσε αυτό που έκανε. Ύστερα  κάθισε δίπλα στο φοιτητή και χωρίς να πάρει καθόλου ανάσα,  είπε μ’ ένα ευγενικό τρόπο ενώ ταχτοποιήθηκε πιο άνετα στη θέση του:

   --- Χαίρομαι που συντρώγουμε όλοι μας μ’ ένα συνάδελφο και μέλλοντα δάσκαλο! Τιμή μου που σε γνώρισα!   

   Εκείνος ξαφνιάστηκε από τον ανεπιτήδευτο  και ειλικρινή τρόπο που το είπε και φάνηκε να έμεινε ξερός. Όμως δεν ήταν κανένας ασήμαντος φοιτητάκος αλλά αριστούχος, ευφυής και ομιλητικός και όπως ήταν γεμάτος υγεία και τα ζωηρά του μάτια πετούσαν φωτιές, του απάντησε:

   --- Χαίρομαι κι εγώ που είμαι μαζί σου! Και μένα με τιμά ιδιαίτερα αυτό γιατί έχω ακούσει πολλά για το πρόσωπό σου και πόσο σπουδαίος είσαι!

   Ο Λευτέρης θέλησε να τον ευχαριστήσει αλλά το απέφυγε. Έτσι αφέθηκε να του πει μόνο απλά:

  --- Έλα, συνάδελφε τα παραλένε! Τίποτα δεν είμαι αλλά και ο καθένας μας! Οι τίτλοι και οι γνώσεις δεν κάνουν τον άνθρωπο!

   Όλοι συμφώνησαν μαζί του με μια επίμονη και συνεχή κίνηση του κεφαλιού τους. Στη σιωπή που ακολούθησε η νοικοκυρά βρήκε την ευκαιρία να τους πει με το βλέμμα της να τους αγκαλιάζει όλους σαν παιδιά:

   --- Αρχίστε! Το κυνήγι δεν πρέπει να κρυώσει γιατί χάνει τη νοστιμάδα και τη φρεσκάδα του!

   Έκαναν το σταυρό τους κι άρχισαν να τρώνε. Από τις εκφράσεις των χειλιών και των ματιών τους καταλάβαινες πως το φαγητό το έβρισκαν νόστιμο και πολύ του γούστου τους. Τα πουλιά που τα σκότωνε ο οικοδεσπότης ποτέ δεν τα έτρωγαν μόνοι τους. Το θεωρούσαν αμαρτία και πλεονεξία. Γι’ αυτό πάντα καλούσαν φίλους και τους έκαναν το τραπέζι, μοιράζοντας μαζί τους την ιδιαίτερη ευωχία του κυνηγιού. Ακόμη και τους λαγούς τους έτρωγαν με τους φίλους. Οι μερίδες τους έλεγαν αβγαταίνουν όταν τις τρως με άλλους στο τραπέζι.

   Στη συνέχεια ήπιαν κρασί, καλό κόκκινο από το βαρέλι του φτωχού αλλά φιλόξενου νοικοκύρη κι έκαναν τις απαραίτητες προπόσεις κι ευχές. Έτσι έφτασαν και στην κουβέντα στο τέλος του φαγητού, μια κουβέντα που την διέκρινε η γνώση, η απλότητα και η κατανόηση όσων έλεγαν. Κυρίως στα φιλολογικά μίλησαν  οι δυο τους, τόσο ο Λευτέρης όσο και ο Αντώνης ο φοιτητής. Οι άλλοι δυο άκουγαν και επικροτούσαν χωρίς πολλές φορές να εννοούν τα λόγια τους ενώ ο μικρός έδειχνε να βαριέται. Κάποιες στιγμές όμως ο μικρός έδειχνε πως τους άκουγε και έμενε ακούνητος στην καρέκλα του χωρίς να κάνει ούτε ένα ρούπι από τη θέση του. Μπορεί να του φαινόταν σκληρή αυτή η δοκιμασία της ακινησίας που ήταν αναγκασμένος να υποστεί όμως πειθαρχούσε σαν να ήταν μεγάλος και φαινόταν σαν να το διασκέδαζε.

   Την αφορμή να μιλήσουν για τη γλώσσα την έδωσε ο μπόμπιρας που είπε την ξένη λέξη σιντί στον πληθυντικό σιντιά. Αυτό ξένισε τον πατέρα που παρά την έλλειψη παιδείας είχε βγάλει μόνο το δημοτικό, που τον διόρθωσε, λέγοντάς του << να μιλάει σωστά >>. Η παρατήρησή του αυτή στο γιο του έκανε το Λευτέρη ν’ αρπαχτεί από τη φράση του και να πει, απευθυνόμενος κυρίως στο φοιτητή, ενώ τα έλεγε για να τα ακούσει ο πατέρας:

   --- Είναι ξένη λέξη και ο μικρός την έφερε στην ελληνική και είπε σωστά σιντιά όπως θα έλεγαν τα παιδιά. Τι το παράξενο; Εγώ πιστεύω πως είναι καιρός να σταματήσουμε να πιστεύουμε πως στα σχολεία τα παιδιά θα μάθουν να μιλάνε σωστά κι όχι μέσα στην οικογένεια και το κοινωνικό περιβάλλον που ζούνε. Κι αυτό γιατί έξω από το σχολείο μαθαίνουμε τη φυσική μας γλώσσα. Περνώντας την πόρτα του νηπιαγωγείου τα παιδιά ξέρουν και μιλάνε και εφαρμόζουν σχεδόν ακόμα και τους πιο δύσκολους κανόνες της δομής  της γλώσσας. Σχεδόν το γλωσσικό σύστημα το γνωρίζουν καλά ώστε είναι ικανά όχι μόνο να μιλάνε σωστά αλλά και να επισημαίνουν και τα λάθη.  Αν πεις στον Αλέξανδρο και τον κοίταξε τρυφερά, <<ο φίλος του θα έρθουν σε λίγο >> αμέσως θα σε διορθώσει και θα σου πει πως το σωστό είναι << ο φίλος του θα έρθει σε λίγο >>. Εδώ σιώπησε γιατί είδε τον Αντώνη να τον κοιτάζει κατάματα δείχνοντας  πως ήθελε να τον διακόψει και να προσθέσει ίσως κι αυτός κάτι. Του έκανε τη χάρη για να πει εκείνος:

   --- Εμένα όμως μου κάνει εντύπωση τούτο: πως οι φυσικοί ομιλητές της γλώσσας  υποχρεούνται σαν πάνε σχολείο να ξεχάσουν τη γνώση τους γύρω από τη μητρική γλώσσα και να ακολουθήσουν τη γλωσσική ορθότητα που διδάσκει το σχολείο.  Κι αυτή η ορθότητα είναι η  γλωσσική νόρμα που κυριαρχεί στις  αίθουσες διδασκαλίας και στα κείμενα των βιβλίων. Τα παιδιά τα βλάπτει αυτό και τα δυσκολεύει να μάθουν τη γλώσσα της νόρμας επειδή έμμεσα τους τονίζει το λάθος σε κάποιες λέξεις που λένε και είναι από την καθημερινή γλώσσα. Ιδίως θεωρούν πως αποκλίνουν φωνολογικά, συντακτικά και λεξιλογικά ενώ στην πραγματικότητα δεν πρόκειται για σοβαρές αποκλίσεις αλλά υποτυπώδεις που θα τις μάθει το παιδί χωρίς αναγκαστική πίεση και διδακτικό καταναγκασμό.

   Σαν τελείωσε τις σκέψεις του  ρώτησε το Λευτέρη σαν είδε πως του είχαν κάνει εντύπωση, αν συμφωνεί ή διαφωνεί.

   Εκείνος γέλασε ικανοποιημένος και του είπε:

   --- Συμφωνώ κι επαυξάνω! Όμως θέλω να προσθέσω κι εγώ κάτι ακόμη στα όσα ωραία είπες. Θέλω να πω πως τα παιδιά είναι τόσο ευφυή και ξέρουν καλά τους κανόνες της γλώσσας κι ας μην έχουν ανοίξει ούτε σελίδα της γραμματικής που τους είναι εύκολο να κατανοήσουν ακόμη και την έννοια της γλωσσικής καταλληλότητας.  Δηλαδή αλλιώς θα μιλήσουν με τον αδερφό τους στο σπίτι, αλλιώς στους ηλικιωμένους ή στο θείο και τον παπά. Και στις συνθήκες επισημότητας κι εκεί ξέρουν να μιλήσουν σωστά!

   --- Ναι, ναι, πολύ σωστά, ψιθύρισε ο φοιτητής και ανεπαίσθητα του έσφιξε το χέρι. Χαίρομαι που τ΄ ακούω αυτά και είναι ένα καλό γλωσσικό μάθημα για μένα. Δε θα ξεχάσω ποτέ αυτό που είπες!

   Ο Λευτέρης προσπέρασε  τα λόγια του σαν να μην τ’  άκουσε. Και σαν να θυμήθηκε κάτι βιάστηκε να το πει για να μην το ξεχάσει. Έτσι με το πρόσωπό του ελαφρά κόκκινο από το κρασί και την ενδιαφέρουσα συζήτηση, είπε:

   --- Ένα παράδειγμα για να μη φοβόμαστε αν τα παιδιά μάθουν ή δε μάθουν σωστά τη γλώσσα είναι ο Μακρυγιάννης. Ο αγωνιστής αυτός για να γράψει τα απομνημονεύματά του, έμαθε ελάχιστα γράμματα μόνος του χωρίς να πάει σχολείο! Και είδατε τι αριστούργημα κείμενο βγήκε! Από τότε που βρέθηκαν τα γραφτά του, γιατί έθαψε τα χειρόγραφα για τις επόμενες γενιές, φοβούμενος τους  βασιλιάδες, τους αυλοκόλακες και τους καθαρευουσιάνους, η επίσημη φιλολογία και γλωσσολογία τα θεωρεί παράδειγμα γλωσσικού προτύπου της ελληνικής γλώσσας.

   Εδώ τέλειωνε ο φιλολογικός κύκλος της συζήτησης για να αρχίσει ο άλλος που αφορούσε τη διατριβή του Λευτέρη με όλα τα παρασκήνια που μεθοδεύονταν σε τέτοιες καταστάσεις και που είχαν σχέση με την έγκρισή της ή την απόρριψή της. Η άποψη του φοιτητή ήταν ρητή και κατηγορηματική. Αν  είσαι << ημέτερος >> ανεβαίνεις στην έδρα, αν δεν είσαι, λες << ό,τι έγινε, έγινε >> και τραβάς σπίτι σου. Ο Λευτέρης συμφώνησε μαζί του και του υποσχέθηκε τον Ιούνιο που θα την παρουσίαζε θα τον καλούσε να τον παρακολουθήσει ομιλούντα εκ του βήματος.

   Μετά έφτασαν και τα φρούτα κι αφού άρχισαν να τα τρώνε, συνέχισαν να συζητάνε και πάλι ευχάριστα, όχι οι δυο τους, αλλά παίρνοντας μέρος και οι οικοδεσπότες. Έπιασαν καθημερινά θέματα ρουτίνας και είπαν κωμικές ιστορίες και ανέκδοτα. Ο μικρός που τον χαρακτήριζε εξυπνάδα και ζωηρότητα είπε ένα τραγούδι και μια ιστοριούλα μ’ ένα συμμαθητή του στο σχολείο. Ξεκαρδίστηκαν  στα γέλια ενώ ο μικρός ένιωθε πανευτυχής κοιτάζοντας σαν ήρωας που έκανε κάποιο κατόρθωμα με τα διασταλμένα όμορφα καστανά μάτια του. Τότε ήταν που ο Λευτέρης κοιτάζοντας το ρολόι του τοίχου είδε πως οι δείκτες είχαν περάσει ελάχιστα από το όριο που είχε υποσχεθεί στον εαυτό του, πως δε θα παραβίαζε και θα βρισκόταν στη Φοίβη. Έτσι κάνοντας ένα << ωω! >> ζήτησε συγγνώμη κι αφού τους εξήγησε πως λόγοι ανεξάρτητοι της θέλησής του τον αναγκάζουν να εγκαταλείψει την όμορφη συντροφιά τους, σηκώθηκε. Αφού τους χαιρέτησε στη συνέχεια έναν – έναν με άπλετη εγκαρδιότητα, φίλησε το μικρό και ευχόμενος με την κρυστάλλινη φωνή του, << εις το επανιδείν >> βγήκε από την πόρτα με το πρόσωπό του να λάμπει εξαιτίας της ευχάριστης ατμόσφαιρας που είχε ζήσει αλλά και της επικείμενης επίσκεψής του στην καλή του Φοίβη

 

 

 

 

 

                                                   7

 

 

 

 

 

 

   Η Φοίβη από τότε που γνώρισε και τα έφτιαξε με το Λευτέρη ήταν ευτυχισμένη αλλά και στενοχωριόταν σαν της έλειπε τα Σαββατοκύριακα και τις διακοπές. Ήθελε να τον έχει συνέχεια δίπλα της και να τον αγκαλιάζει κάθε φορά που θα της έλεγε κάτι για τον έρωτά τους ή για ένα απλό πράγμα της καθημερινότητας, γιατί ο τρόπος που το ‘λεγε της θύμιζε την παιδική γλώσσα και την αθωότητα.  Ειδικά απόψε ένιωθε πολύ μοναξιά και αποζητούσε  οποιοδήποτε φίλο ή φίλη να μπει μέσα κι έστω με τη φλυαρία του να της γέμιζε τις άδειες της ώρες. Ακόμη  ήταν πολύ λυπημένη γιατί δεν είχε συγκρατήσει καλά στη μνήμη της, αν και της το είχε πει ο Λευτέρης σαν χώρισαν πριν από τις διακοπές, τη μέρα της επιστροφής του. Και κάποια στιγμή μην  μπορώντας να θυμηθεί ξέσπασε σε κλάματα  και σκέφτηκε να κοιμηθεί νωρίς για να ηρεμήσει. Κάποια στιγμή δε φοβήθηκε μην  μπουν μέσα οι γονείς της που έμεναν στο ισόγειο με την αδερφή της και την πιάσουν στα πράσα κλαίγοντας κι αναγκάστηκε να σταματήσει ενώ πλησίασε το αναμμένο τζάκι για τη συνηθισμένη της προσήλωση στις φλόγες και τη σιωπηλή κουβέντα που έπιανε μαζί τους, ενώ εκείνες λες κι ένιωθαν τα συναισθήματά της, της έβγαζαν ένα παραπονιάρικο ήχο που έμοιαζε με τραγούδι, όπως κάνει το δάσος που καίγεται.

   Ο Λευτέρης  στάθηκε λίγο έξω από την πόρτα κι αφού πήρε δυο τρεις δυνατές εισπνοές, χτύπησε το κουδούνι. Η Φοίβη αν και φοβήθηκε, έτρεξε κι άνοιξε χωρίς να ρωτήσει ποιος είναι. Τα συναισθήματά της δύσκολα τη γελούσαν  κι εκείνη τη στιγμή κάτι της έλεγε πως ο επισκέπτης ήταν δικός της άνθρωπος. Έπεσε στην αγκαλιά του σαν τον είδε μπροστά της και τον τράβηξε μέσα, λέγοντάς του τρυφερά ενώ τον βοηθούσε να απαλλαγεί από το μπουφάν του:

   --- Καλώς το, το αστέρι μου! και τον γέμισε φιλιά.

   Και σαν τον άφησε πρόσεξε σαν το φως της λάμπας έπεφτε άπλετο από πλάγια στο πρόσωπό του, πόσο όμορφος ήταν. Αφού στάθηκαν λίγο και οι δυο όρθιοι ο ένας απέναντι στον άλλον ύστερα κάθισαν κοντά στο τζάκι που ζέσταινε όσο περνούσε η ώρα περισσότερο και τα κούτσουρά του έβγαζαν ένα μελωδικό ήχο από τρίξιμο.

   Κοιτάζονταν ευτυχισμένοι και οι σκέψεις τους όλο και γυρνούσαν γύρω από την ομορφιά της ζωής και τις συγκινήσεις της που σου χαρίζουν τόσες απρόβλεπτες χαρές και σε ανεβάζουν με τις βαθιές τους φωτοχυσίες τους ως τον έβδομο ουρανό. Κι όπως έδειχναν οι χαρούμενες εκφράσεις των προσώπων τους οι καρδιές τους  σφυροκοπούσαν άταχτες από τη λατρεία του ενός για τον άλλον και την απρόσμενη αυτή συνάντηση που κανένας τους δεν την είχε προγραμματίσει από καιρό αλλά ήταν δώρο και απόρροια της στιγμής. Κι αφού  για κάμποσα λεπτά έμοιαζαν να τους έχει κυριεύσει ένα γλυκό μεθύσι ευτυχίας κι έμοιαζαν σαν αφηρημένοι, ο Λευτέρης έδειξε να συνέρχεται πρώτος κι αφού έριξε μια ματιά στον ωραίο κι εντυπωσιακό χώρο του καθιστικού της είπε χαρίζοντάς της κι ένα τρυφερό γέλιο:

   --- Τι ωραίο σπίτι που έχεις Φοίβη! Την πρώτη φορά που ήρθα δεν το είχα προσέξει αρκετά. Όμως θυμάμαι το καταπληκτικό σου γραφείο. Πιστεύω να σ’ εμπνέει ο χώρος του και να εργάζεσαι σωστά και με χαρά εδώ μέσα!

   Αυτή γέλασε κι ένιωσε υπέροχα. Βρήκε τα λόγια του αρκετά εύστοχα και ζεστά γιατί η αλήθεια είναι πως είχε κοπιάσει πολύ τις γιορτές να στολίσει και να συγυρίσει το σπίτι Είχε μια τελειομανία σε όλα και την είχε μεταφέρει και στις δουλειές του σπιτιού. Όμως δεν ήταν μετανιωμένη γι’ αυτό που έκανε κι ας την χαρακτήριζαν << αποκοντριασμένη και σχολαστική >> οι φίλες και οι γονείς της και  πάντα το εισέπραττε αυτό που της έλεγαν με εύγε και φιλοφρονήσεις.

   --- Έτσι είναι πάντα! του είπε κρύβοντας  τον ενθουσιασμό της. Μου αρέσει να το διατηρώ καθαρό γιατί η καθαριότητα είναι μισή αρχοντιά, μαθαίναμε στο σχολείο. Ελπίζω αυτό να συμβαίνει και στην ψυχή μας και παντού.

   --- Συμφωνώ! Αλλά τέτοια σχολαστικότητα και τάξη μεγαλοπρεπή στο ντεκόρ σπάνια έχω δει σε σπίτια. Σου αξίζουν συγχαρητήρια!

   --- Καλέ! Καλέ! του απάντησε αυτή, τα παραλές! και γέλασε. Ύστερα σηκώθηκε κι αφού στάθηκε δυο μέτρα πιο πέρα από το τζάκι τον ρώτησε: 

   --- Τι θέλεις, τσάι ή καφέ;

   --- Καφέ τέτοια ώρα είναι αργά.

   --- Τότε θα φέρω δυο φλιτζάνες τσάι να πιούμε!

   Έφυγε για την κουζίνα με μια σβελτάδα γαζέλας. Πίσω της το άρωμα που άφησε το κορμί της έφερε στο Λευτέρη μια απαλή γλυκιά ζάλη. Όσο να γυρίσει αυτός κοίταζε κάτι φωτογραφίες που βρίσκονταν πάνω σε ένα σκαμνάκι και ήταν τραβηγμένες από τα ορεινά μέρη της περιοχής. Ήταν εντυπωσιακές και χάζεψε με τόση αφοσίωση που ούτε κατάλαβε τη Φοίβη που ήρθε κι άφησε το δίσκο πάνω στο μικρό ξύλινο τραπεζάκι. Μόνο σαν ο θόρυβος του σερβίτσιου ακούστηκε σήκωσε το κεφάλι του και εγκατέστησε με θαυμασμό τα μάτια του για λίγο στις φλιτζάνες και πολύ στη Φοίβη για να της πει, χαριτολογώντας, δείχνοντας τις φωτογραφίες:

   --- Είχες πάει χειμερινή εκδρομή;

   --- Εγώ, όχι! Ο πατέρας μου.

   --- Αυτός τις τράβηξε;

   --- Ναι, αυτός.

   --- Τι δουλειά κάνει;

   --- Είναι υπάλληλος της εφορείας όπως και η μητέρα μου.

   --- Τι ηλικία έχουν;

   --- Ο πατέρας πενήντα πέντε και η μητέρα δυο χρόνια μικρότερη.

   --- Και του αρέσει το βουνό;

   --- Είναι κυνηγός!

   --- Τι κυνηγάει;

   --- Μόνο λαγούς. Πουλιά όχι. Κι απ’ αυτούς ζήτημα είναι να φέρνει δυο όλη την κυνηγετική περίοδο. Δεν του αρέσει να σκοτώνει. Πάει περισσότερο για άσκηση και ορειβασία. Το τουφέκι το ‘χει για πρόσχημα. Ο σκοπός της εξόδου του είναι η αγάπη για τη φύση και η απόλαυση που δίνουν οι τόσες μυθικές ομορφιές της.

   Όση ώρα μιλούσε ο Λευτέρης είχε αδειάσει τη φλυτζάνα του. Η Φοίβη το πρόσεξε και τον ρώτησε:

   --- Θέλεις κι άλλο;

   Ο Λευτέρης της έκανε << ναι >> μ’  ένα  νεύμα του κεφαλιού. Αυτή του γέμισε τη φλυτζάνα ρίχνοντας με χαριτωμένη κίνηση απ’ την τσαγιέρα. Όταν αυτός την πήρε και την έφερε στα χείλη του, του είπε:

   --- Η ζάχαρη είναι στη ζαχαριέρα. Ρίξε με  το κουταλάκι και σαν του το πρόσφερε, πρόσθεσε: Νομίζω  πως η πολλή ζάχαρη το χαλάει, του διώχνει το άρωμα. Εγώ το πίνω με λίγη.

   Αυτός συμφώνησε.

   --- Το τσάι είναι πολύ αρωματικό, της είπε. Πού το προμηθεύθηκες;

   --- Μας το φέρνει ένας φίλος. Κάνει ταξίδια στην Ασία κι όταν επιστρέφει έρχεται πάντα με γεμάτα τα χέρια. Είναι επιχειρηματίας. Είναι καλό να έχεις γνωριμίες.

   --- Ναι, είναι καλό, της έκανε και τη ρώτησε πως τα πέρασε τις μέρες  των διακοπών.

   Αυτή του είπε τα πάντα. Καλά μεν και πλουσιοπάροχα αλλά την έφαγε η ρουτίνα. Δεν πήγε ούτε θέατρο, ούτε κινηματογράφο. Οι  επισκέψεις σε συγγενείς και φίλους την κούρασαν και περίμενε πως και πως την επιστροφή του. Ούτε και το ελάχιστο διάβασμα που έκανε την ευχαρίστησε.  Βαριόταν εύκολα κι έκλεινε γρήγορα τη σελίδα. Όμως ξεκουράστηκε κι αυτό της έκανε καλό, την αναζωογόνησε. Έτσι από τη Δευτέρα στο Πανεπιστήμιο θα δουλεύει με κέφι και πολλή - πολλή εσωτερική δύναμη.

   --- Ναι, πράγματι αυτό είναι αλήθεια, της είπε κι εκείνος γιατί αυτό συμβαίνει και σε μένα. Είμαι ξεκούραστος αλλά κι εγώ εκεί που ήμουνα ένιωθα πλήξη. Είχαμε κι ένα θάνατο ενός συναδέλφου και μου στοίχισε πολύ. Τώρα δεν μου απομένει να ριχτώ με τα μούτρα στη διατριβή και να την τελειώσω γιατί στις 4 Ιουλίου θα κάνω την παρουσίασή της. Σκοπεύω να ζητήσω περισσότερη βοήθεια από τον καθηγητή μου γιατί είδα πως μου λείπουν γνώσεις. Άκουσα πως όλοι οι μαθητές του πέρασαν και σε κανέναν δεν απορρίφτηκε η διατριβή του. Ως τώρα είναι ευχαριστημένος μαζί μου και με ενθαρρύνει, λέγοντάς μου πως δεν έχω να φοβηθώ τίποτα. Θα γίνω σίγουρα Λέκτορας και μάλιστα με το σπαθί μου.

   Η Φοίβη του είπε αν θέλει μπορεί να έρθει να μείνει μαζί της, αφού αύριο θα γίνει γυναίκα του, για να έχει τη φροντίδα της και να διαβάζει καλύτερα. Δεν την νοιάζει τι θα πει ο κόσμος και  γι’ αυτή προέχει η ευτυχία τους  και το αίσιο τέλος της διατριβής του. Εξάλλου οι γονείς της

 με την αδερφή της δε θα έχουν καμιά αντίρρηση αφού είναι προοδευτικοί άνθρωποι και με σύγχρονες ηθικές και κοινωνικές αντιλήψεις. Η μετακόμιση κοντά της θα του εξασφάλιζε πέρα από τη συντροφιά της και κέρδος από τα έξοδά του αφού θα γλίτωνε το ενοίκιο, το ρεύμα, τα κοινόχρηστα και το φαγητό. Όμως δεν τον πίεσε  και του συνέστησε να το σκεφτεί και να το αποφασίσει χωρίς βιασύνη αλλά με γνώμονα το συμφέρον του.  Ύστερα σαν τον ρώτησε αν τον μυρίστηκαν οι γονείς της την ώρα που ήρθε κι εκείνος της έγνεψε με το κεφάλι << όχι >> συνέχισε. λέγοντάς του πως το χειμώνα μόνο μένουν κοντά της γιατί τον άλλο καιρό σαν πιάνει άνοιξη μετακομίζουν σ’ ένα σπίτι στο Ρίο  και ασχολούνται με τον κήπο, τα ζώα και διάφορες δουλειές που κάνουν στο κτήμα.

   Ο Λευτέρης έδειξε χαρούμενος αλλά και διστακτικός. Έτσι της είπε:

   --- Δεν ξέρω τι θα κάνω αλλά θα το δούμε! Ας μην πάρουμε βιαστικές αποφάσεις που μπορεί να μη μας βγάλουν σε καλό!

   Η Φοίβη συμφώνησε και του είπε πως απλά σκέφτηκε αυτό για το καλό του και το θεωρούσε σωστό και του το ζήτησε από την αγάπη που του έχει. Τον θεωρεί μελλοντικό άντρα της και με τίποτα δε θέλει να τον βλέπει να υποφέρει.

   --- Θα δούμε! Θα δούμε! της ψιθύρισε  και πήγε πιο κοντά στο τζάκι. Είσαι πολύ ευχάριστος άνθρωπος και γι’ αυτό σ’ αγάπησα! Είναι ωραίο να είμαι εδώ μαζί σου! Πολύ ωραίο!

   Στη συνέχεια είπαν πολλά και γύρισαν και πάλι στο χαμένο συνάδελφό του. Είπαν για το νεαρό της ηλικίας του, πως ήταν στην ίδια ηλικία με το Λευτέρη, τριάντα δύο ετών, για το γάμο του, τα τρία κορίτσια του και τη γυναίκα του την Τάνια. Η Φοίβη παραδόξως, ποιος ξέρει γιατί, στάθηκε σ’ αυτή την κόμισσα  του μακαρίτη και του ζήτησε να της πει περισσότερα   για το χαρακτήρα της, τη ζωή της και την ομορφιά της. Ειδικά για την εμφάνισή της επέμενε και τον ρώτησε αν ήταν ελκυστική και άρεσε στους άντρες. Ύστερα ζήτησε να της πει, αν θα παντρευτεί πάλι στο μέλλον κάποιον άλλο, αν θα  έπιανε φίλο ή θα έμενε πιστή στο στεφάνι της. Ακόμη αν ήξερε αν είχε απατήσει τον άντρα της κι αν ζούσε ευτυχισμένη μαζί του. Αυτά όλα του φάνηκαν  παράξενα του Λευτέρη και δεν απάντησε σε τίποτα παρά ψιθύρισε << δεν μπορώ να πω τίποτα ούτε καλό ούτε κακό για τη χήρα του μακαρίτη  σ’ αυτή τη θέση που βρίσκεται γιατί την εκτιμώ >> και γέλασε ανόρεχτα. Τότε η Φοίβη για να διασκεδάσει όλα αυτά που της είπε και να δώσει μια χροιά ρεαλιστική στις απορίες της, του είπε βγάζοντας ένα τρανταχτό γέλιο:

   --- Οι ζωηρές και νέες γυναίκες όταν χάνουν τους άντρες τους, αυτό κάνουν. Ψάχνουν αμέσως για άλλον και ρίχνονται στην αγκαλιά του πρώτου τυχόντα. Δεν έχεις ακούσει που λένε: << στις εννιά του μακαρίτη άλλον έβαλε στο σπίτι! >>

   Ο Λευτέρης πάλι γέλασε ανόρεχτα και με το στανιό άνοιξε τα χείλη του. Σε λίγο της είπε:

   --- Μα η γυναίκα του δεν είναι ζωηρή!

   --- Δεν είναι αλλά θα γίνει! Άβυσσος η ψυχή της γυναίκας Λευτέρη! Για να μπει σε μια ψεύτικη ευτυχία αρκεί να βρει είσοδο και μπαίνει! Η ανοιχτή πόρτα της αρκεί!

   Ο αέρας έξω ακούστηκε δυνατός κι αυτό έκανε το Λευτέρη να στρέψει το κεφάλι του προς το παράθυρο. Το μάτι του όμως πήρε τους λεπτοδείκτες του ρολογιού στον τοίχο που έδειχναν μία μετά τα μεσάνυχτα κι έσμιξε τα φρύδια. << Είναι μια πρόφαση να δικαιολογήσω την αποχώρησή μου για να μην εκθέσω δυσάρεστα τη χήρα >> σκέφτηκε και της είπε:

   --- Κοίταξε την ώρα! Μία πρωινή! Ωραίο το τσάι, ωραίο το τζάκι, ωραία και η αίσθηση που νιώθω να είμαι δίπλα σου αλλά κοντεύει να ξημερώσει! Δε θέλω να παραβώ τους κανόνες που ρυθμίζουν τη ζωή σου και πρέπει να φύγω. Είμαι σίγουρος πως σαν φύγω θα πέσεις ξερή στο κρεβάτι να κοιμηθείς!

   Η Φοίβη τότε του είπε μεταξύ αστείου και σοβαρού:

   --- Σαν φύγεις εγώ θα συνεχίσω τη δουλειά! Μόλις αισθανθώ τη μοναξιά σου θα πάω στο γραφείο να γράψω! Για ποιο ύπνο μου μιλάς;

   Εδώ γέλασαν τρανταχτά και οι δυο. Ο Λευτέρης όμως σηκώθηκε. Άρχισε να νυστάζει και να νιώθει κουρασμένος. Μπορεί να έκανε καλό ταξίδι και να είχε μια καλή βραδιά  στους σπιτονοικοκύρηδες και κοντά της, ένιωθε  όμως τα μάτια του να κλείνουν όσο κι αν η τρυφερή αύρα της  προσπαθούσε να τον κρατήσει άυπνο. Έτσι αφού την αγκάλιασε και τη φίλησε της είπε με τον τρόπο που αυτός ήξερε να λέει στις γυναίκες:

   --- Την ευχαρίστηση που ένιωσα μαζί σου θα τη συνεχίσω να τη νιώθω και στον ύπνο μου σαν σε ονειρευτώ! Γι’ αυτό άφησέ με να φύγω!

   Τον ξεπρόβαλε ως τη σκάλα. Ύστερα σαν είδε το περίγραμμά του να χάνεται στο λιγοστό φως στο τέλος της αυλής και να περνά την εξώπορτα τον καληνύχτισε και με αργά και ρυθμικά βήματα μπήκε μέσα και έκλεισε την πόρτα με νυσταγμένα κι αυτή βλέφαρα.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

                                ΚΕΦΑΛΑΙΟ  ΕΝΔΕΚΑΤΟ

 

 

 

 

 

                                                        1

 

 

 

   Ο Λευτέρης το 1972 ήταν πρωτοετής φοιτητής και βασικός υποκινητής της εξέγερσης των φοιτητών της Νομικής Σχολής της Αθήνας, εναντίον της χούντας των συνταγματαρχών του Παπαδόπουλου.  Ο ίδιος συνέταξε  τη χάρτα των αιτημάτων η οποία δόθηκε στη δημοσιότητα και έκανε τη μυστική αστυνομία να σκυλιάσει ώσπου να τον συλλάβει και να τον κλείσει στο κρατητήριο για ένα μήνα. Έτσι χαρακτηρίστηκε με μια ομάδα συμφοιτητών του ως διαφωνούντες με το καθεστώς και άσπονδοι εχθροί του που με το παραμικρό τους τραβολογούσαν στο αστυνομικά τμήμα. Το μανιφέστο που είχε υπογράψει πρότεινε τη βελτίωση του επιπέδου διδασκαλίας των φοιτητών, το σεβασμό των ατομικών τους δικαιωμάτων και την απόσυρση του νόμου που όριζε την αναγκαστική στράτευσή τους με συνοπτική διαδικασία. Ως τότε ο Λευτέρης είχε πάρει μέρος σε απεργίες πείνας ένα μήνα πριν την εξέγερση και σε διαδηλώσεις μαζί με πολίτες υπέρ της επιστροφής της Δημοκρατίας στην πλατεία Συντάγματος και Ομονοίας. Ακόμη υποστήριζε όπου μιλούσε σθεναρά τις δημοκρατικές πολιτικές μεταρρυθμίσεις που είχε ανάγκη η χώρα του και επέκρινε έντονα και λυσσαλέα την αυταρχικότητα και τη βία της στρατιωτικής κυβέρνησης της χούντας. Για τον αντικαθεστωτικό του αυτό αγώνα υποστηριζόταν από πολλές πολιτικές οργανώσεις και από ανθρώπους των τεχνών και των γραμμάτων που έπαιρναν ανοιχτά θέση υπέρ της ανατροπής του δικτατορικού καθεστώτος.

   Το Φεβρουάριο του 1973 δημοσίευσε άρθρο στην  Ελεύθερη Έκφραση που υπογράμμιζε πως οι Έλληνες δεν στηρίζουν καμιά επαναστατική κυβέρνηση που πήρε με τη βία την εξουσία σκοτώνοντας και σφάζοντας τους πατριώτες του και επιθυμούν εδώ και τώρα να φύγει η χούντα και να επιστρέψει η Δημοκρατία. Όλες οι προσπάθειες και οι αγώνες τους κατευθύνονται προς ένα και μόνο σκοπό: την πτώση της δικτατορίας και τη διεξαγωγή εκλογών για την επαναφορά του κοινοβουλευτισμού. Ευτυχώς τον γλίτωσε από νέα δίωξη ο πρύτανης της σχολής που μεσολάβησε σε γνωστό του αξιωματικό της αστυνομίας και τον άφησαν ελεύθερο χαρακτηρίζοντάς τον ως έναν συνηθισμένο << ταραξία >> κι όχι ως  << συνειδητό εκ πεποιθήσεως αντιφρονούντα >>.

   Όλη αυτή η φοιτητική δράση του Λευτέρη παρέμεινε στο φάκελό του. Κανένας δεν ενδιαφέρθηκε να την πετάξει στα σκουπίδια ή να την αξιολογήσει ως πράξη εθνικής αντίστασης κατά του δουλικού καθεστώτος. Απλά κάποιος αφελής γραμματολόγος που έκανε και χρέη ρουφιάνου σε κάποιο τμήμα εξουσίας σημείωσε με κόκκινο στυλό  στο φάκελό του:  << αναρχικός λίαν επικίνδυνος >> και τον  σφράγισε για να τον δει κάποιος άλλος ευπατρίδης έξυπνος που τον προώθησε για τα << περαιτέρω >>. Έτσι έφτασε και στην Επιτροπή Κρίσης της διατριβής που θεώρησε εθνικό καλό να του την απορρίψει << διότι τον βάρυνε η υποκίνηση της ανατροπής της κρατικής εξουσίας μιας πράξης ανεπίτρεπτης και μη αρμόζουσας σε μελλοντικό πανεπιστημιακό δάσκαλο >>.

 

 

 

                                                      2

 

 

 

   Στις 15 Ιουλίου μετακόμισε από την Πάτρα και ήρθε στην Κυπαρισσία. Στο σταθμό η Φοίβη έκλαιγε σαν γλίστρησε από την αγκαλιά της και μπήκε στο βαγόνι κι όσο τον έβλεπε  από το τζάμι να σπρώχνει στο διάδρομο και να συνωστίζεται με τους άλλους επιβάτες να πάει στη θέση του της ερχόταν να μπει κι εκείνη μέσα και να ταξιδέψει μαζί του. Σε χρόνο όμως ανύποπτο το τρένο κύλησε πάνω στις ράγες και με τους τροχούς του να τρίζουν, τη μηχανή να μουγκρίζει και τον κόσμο να σκορπίζεται από εδώ κι από εκεί, ο σταθμός άδειασε κι αυτή βρέθηκε μόνη σαν καλαμιά στον κάμπο να προσπαθεί να εξηγήσει τον αναπάντεχο χωρισμό που τη βρήκε. Έμεινε για λίγο ακόμη μόνη κι απροστάτευτη και σαν θυμήθηκε τα λόγια του πως γρήγορα θα ήταν κοντά της, συνήλθε κι αφήνοντας το επιβλητικό κτήριο του σταθμού βγήκε στο δρόμο και κίνησε για το σπίτι της.

   Ο Λευτέρης μέσα στο βαγόνι καθισμένος δίπλα στις αποσκευές του, μια μικρή βαλίτσα κι ένα χαρτοφύλακα, έπαιζε με τα απειλητικά σύννεφα που είχαν απλωθεί στον ουρανό παρά την καλοκαιρία και περίμενε το ξέσπασμα της βροχής. Στον κάμπο κοιτούσε τις φλογερές ακτίνες του ήλιου που όλα τα έλουζαν κάνοντάς τα να λάμπουν περασμένες από τα κενά που άφηναν και χάζευε ακούγοντας τον ακατάπαυστο και ρυθμικό θόρυβο της μηχανής. Που και που έπαιρνε τα μάτια του και τα έριχνε πάνω στους επιβάτες. Αυτοί στέκονταν όρθιοι μπροστά από τα παράθυρα και γελούσαν με ότι έβλεπαν ή συζητούσαν σε δυνατό τόνο για τις κακές συνθήκες που είχαν ακόμη στην πατρίδα τους οι συρμοί. Στο πάτωμα, στα καθίσματα, και σε τραπεζάκια υπήρχαν ακατάστατα ριγμένα δέματα, κουτιά, ξεχασμένα ρούχα και πλαστικά μπουκάλια που θύμιζαν τα τρένα της Ασίας και της Αφρικής. Κι όταν σε καμιά στροφή ο συρμός έγερνε, άνθρωποι, και δέματα γίνονταν ένας σωρός από την άλλη μεριά. Όλα αυτά τον διασκέδαζαν και του άρεσαν όχι γιατί είχαν κάτι το παραδοσιακό, το ελληνικό, αλλά γιατί σαν μέρος της ζωής είχαν την ομορφιά τους. Κι όταν ακόμη κάποιοι έβριζαν ή έπαιζαν τάβλι ή χαρτιά, θύμιζαν την παρουσία του λαού, αυτού του ξεχασμένου είλωτα από την εποχή της δημιουργίας του κόσμου.

   Στις στάσεις που έκανε το τραίνο ήταν πανευτυχής. Έβλεπε τους ταξιδιώτες που περίμεναν να σπρώχνονται στις πόρτες για να μπουν μέσα και να διαπληκτίζονται με τους εξερχόμενους και τον έπιαναν κάτι γέλια, μα τι γέλια, τρανταχτά. Κι αυτό γινόταν σε κάθε σταθμό. Καβγάδες, βήματα, σπρωξιές, φασαρίες και γέλια, όλα ανακατωμένα με φωνές των ανθρώπων που αποχαιρετούσαν τους δικούς τους, έδιναν πανηγυρικό κι εύθυμο χαρακτήρα.

   Έτσι η διάθεση του Λευτέρη σιγά - σιγά έφτιαξε και όταν είδε κι από μακριά σαν πέρασε τον Πύργο και τη Ζαχάρω τα βουνά της πόλης του, η ψυχή του ένιωσε τόση χαρά που νόμισε πως είχε γίνει αποδέκτης ενός σπάνιου θησαυρού. Ένιωθε το άρωμα από τα λουλούδια στους κήπους, έβλεπε τα αγριόχορτα του κάμπου να  γέρνουν τα κεφάλια τους να τον καλωσορίζουν, μικρά έντομα να πετούν από μίσχο σε μίσχο και παντού όπου και να κοιτούσε σε χλόη, σε όχθο ή σε αναβόλα μια ήρεμη υπέροχη σιωπή να είναι τρυπωμένη στις ισκιερές φυλλωσιές.

   Στο σταθμό της πόλης ο κόσμος που περίμενε ήταν τόσο πολύς που έγινε το αδιαχώρητο στην εξέδρα σαν το τρένο σταμάτησε και οι ταξιδιώτες βγήκαν κι έσμιξαν μαζί τους. Ο Λευτέρης δε βιάστηκε να κατεβεί, παρά όταν ο χώρος άδειασε και μπορούσε να περπατήσει με την άνεσή του. Η ώρα ήταν οχτώ που ήρθε και το φως της μέρας ήταν ακόμη αρκετό. Αυτό του έδωσε την ευκαιρία να περπατήσει λίγο και να κάνει την αγαπημένη του διαδρομή  μέσα από το πάρκο του σταθμού με τα πυκνά δέντρα και τα πλούσια φυλλώματα που διατηρούσαν το άρωμα των λουλουδιών και κρατούσαν δροσερά τα παρτέρια. Ως το σπίτι του τα κοιτούσε και δεν τα χόρταινε. Έτσι σαν έφτασε και μπήκε μέσα ένιωθε τόσο φρέσκος και ανανεωμένος όσο ποτέ άλλοτε. Αφού έκανε ένα χλιαρό μπάνιο και ξεκουράστηκε μισή ώρα, κάθισε στο γραφείο του να σκεφτεί τι είχε να κάνει από αύριο το πρωί. Και τότε θυμήθηκε πως προείχαν οι αρχαιρεσίες στο Μορφωτικό Σύλλογο και επιθυμούσε να βάλει υποψηφιότητα για  το νέο διοικητικό συμβούλιο.  Όφειλε όμως να πει δυο λόγια στη συνέλευση των μελών και πήρε χαρτί και μολύβι. Την Κυριακή που γίνονταν οι εκλογές έπρεπε να είναι έτοιμος.

 

 

 

                                                 3

 

 

 

   Πράγματι εξελέγη με μεγάλη πλειοψηφία κι αυτό ήταν αρκετό να γίνει πρόεδρος. Έχοντας πείρα από τις προηγούμενες θητείες του αμέσως στρώθηκε μαζί με τους άλλους στη δουλειά για να καταστρώσουν το σχέδιό τους με τις πολιτιστικές εκδηλώσεις του καλοκαιριού << ΤΑ ΑΡΚΑΔΙΝΑ >>.

   Ήξερε πως υπήρχαν άνθρωποι στην πόλη και κύρια η δημοτική αρχή με τους στενοκέφαλους και αχρείους συμβούλους της πλειοψηφίας που δεν ήθελαν ούτε ν’ ακούσουν για τέτοιου είδους πολιτιστικές εκδηλώσεις που ανέβαζαν το επίπεδο μόρφωσης του λαού, αλλά και ως ένα σημείο τον ψυχαγωγούσαν. Αυτών των ανθρώπων το αυτί τους δεν ίδρωνε για τίποτα και το μόνο που έκαναν σαμποτάριζαν κάθε τέτοια εκδήλωση με την παρεμπόδιση του κόσμου να πηγαίνει. Οι ίδιοι προτιμούσαν να πίνουν στην πλατεία και να γυρνάνε μεθυσμένοι σπίτια τους παρά να επισκεφτούν μια θεατρική παράσταση. Ο Λευτέρης τους αγνοούσε και με τίποτα δεν λάβαινε σοβαρά τη λυσσαλέα τους αντίδραση.

   Έτσι όσες μέρες έμεναν μέχρι την πρώτη Αυγούστου που θα γινόταν η έναρξη των << ΑΡΚΑΔΙΝΩΝ >> έβαλε όλα τα δυνατά του με τους συνεργάτες του και τη συμμετοχή των μελών του Συλλόγου και του κόσμου κι έφτιαξε ένα πρόγραμμα για δεκαπέντε μέρες τόσο πλούσιο σε θέαμα που θα το ζήλευαν ακόμη και οι πιο οικονομικά εύρωστοι σύλλογοι και οι Δήμοι με τις παχουλές επιχορηγήσεις από τον κρατικό κορβανά.

   Πραγματικά η έναρξη έγινε με επιτυχία. Το θεατρικό του Δημήτρη Ψαθά, << Φωνάζει ο κλέφτης >> παίχτηκε με άριστο τρόπο από το εργαστήρι του << Μικρού θιάσου >> της πόλης και το παρακολούθησε πλήθος κόσμου που στάθηκαν και όρθιοι εξαιτίας της έλλειψης θέσεων. Την Τρίτη όμως μέρα συνέβησαν τραγικά πράγματα που όλα ξεκίνησαν από ένα μικρό λάθος που η σπίθα του έγινε φλόγα και φωτιά.

   Και να πως: στις εννιά το βράδυ στον κινηματογράφο <<ΑΣΤΕΡΙΑ >> σύμφωνα με το πρόγραμμα θα παιζόταν ένα ντοκιμαντέρ με την ιστορία της πόλης και το βομβαρδισμό της από τους Γερμανούς στον πόλεμο του 1940.  Η κινηματογραφική εταιρεία  έκανε λάθος κι έστειλε ένα άλλο άσχετο μεν με την πόλη αλλά είχε περιβαλλοντικό χαρακτήρα γενικής φύσης. Δυο όμως τραμπούκοι μέλη κάποιας εκφυλισμένης πατριωτικής οργάνωσης εξανέστησαν και βγήκαν από την αίθουσα με άτσαλο τρόπο βρίζοντας και ήταν ολοφάνερο πως  ζητούσαν να κάνουν επεισόδια και φασαρίες. Στάθηκαν στην είσοδο του κινηματογράφου και με τα πρόσωπά τους άγρια και τα μάτια τους  σκοτεινά, περίμεναν τον πρόεδρο του Μορφωτικού Συλλόγου. Ήθελαν να το διασκεδάσουν προφανώς, ζητώντας του το λόγο της περιπέτειας του ντοκιμαντέρ.  Ο Λευτέρης ήταν εκείνη τη στιγμή στην πλατεία παρόντας στην έκθεση βιβλίου που γινόταν εκεί και είχε τη γενική εποπτεία μαζί με τους άλλους τέσσερις του διοικητικού συμβουλίου. Ένας μέλος του Συλλόγου που βρέθηκε στην είσοδο του σινεμά κι άκουσε το διάλογο που διημείφθη μεταξύ των δυο αυτών τραμπούκων και τον κατέθεσε στον αστυνομικό τμήμα κατά την ανάκριση, είχε πει ό,τι άκουσε τα εξής:

   Ο ένας ο ψηλός με τα λιγοστά μαλλιά και το άσχημο ωοειδές πρόσωπο είπε  πρώτος στον άλλον τον κοντό με τα μεγάλη στρουμπουλή μύτη και τα σγουρά άπλυτα μαλλιά:

   --- Μας κοροϊδεύουν! Είναι χτήνη!

   --- Θέλουν ένα γερό μάθημα, νομίζω!

   --- Σαν τι;

   --- Δεν ξέρω! Δεν έχω σκεφτεί ακόμα! Πάντως θέλουν, το χρειάζονται!

   Ο ψηλός φάνηκε πως το βρήκε. Χτύπησε τη γροθιά του στον τοίχο και έδειξε να τον βασάνισε πολύ αυτό που έβαλε στο μυαλό του. Κι αφού πλησίασε το κεφάλι του στο τζάμι της πόρτας και κοίταξε τη φωταγωγημένη πλατεία με τον κόσμο, έσφιξε τα χείλη. Ύστερα του είπε:

   --- Πάμε!

   Ο κοντός είδε το κοκκινισμένο και αιμοβόρικο πρόσωπό του και φοβήθηκε. Μαζί είχαν κάνει κι άλλες φασαρίες κι όταν το πρόσωπό του άσπριζε ή τα μάτια του κοκκίνιζαν ήταν σίγουρος πως είχε αποφασίσει να κάνει ταραχές. Προσπάθησε να τον συγκρατήσει αν και μέσα του ψοφούσε κι αυτός για περιπέτειες. Έτσι για να κοροϊδέψει τον εαυτό του άπλωσε το χέρι του, τον έσπρωξε ελαφρά πριν βγει από την πόρτα και τον ρώτησε:

   --- Πού θα πάμε;

   --- Έλα μαζί μου και θα σου πω! Όχι, εδώ, μπορεί να μας ακούσουν. Στο λέω εκεί σαν φτάσουμε.

   Εκείνος περισσότερο για να μάθει τον σκοπό του παρά για να τον κάνει ν’ αλλάξει γνώμη του είπε:

   --- Δεν πιστεύω να έχεις βάλλει τίποτα κακό στο μυαλό σου! Είναι οι χωροφύλακες στην πλατεία και θα μας μυριστούν. Κάθισε να ηρεμήσεις και να βγάλεις αυτή την άσχημη ιδέα από το ταραγμένο σου μυαλό. Κάθισε στη θέση σου!

   Για τον ψηλό που είχε αποφασίσει τι θα επακολουθούσε του ήταν αδύνατο να καθίσει στη θέση του. Προαισθανόταν φασαρία με ήρωα τον εαυτό του κι αυτό τον τραβούσε όπως την πεταλούδα το φως. Έκανε ένα βήμα και απομακρύνθηκε από τη τζαμαρία χωρίς να κοιτάζει έξω κι αυτό έκανε τον άλλο να πιστέψει πως το μετάνιωσε. Όμως γρήγορα ο άλλος  πλησίασε και με κολλημένο το πρόσωπό του τώρα πάνω στην τζαμαρία κοιτούσε την πλατεία με βλέμμα λύκου και προσπάθησε να του ψιθυρίσει κάτι. Όμως ένας  θεατής που έβγαινε από την αίθουσα και πέρασε κοντά τους για να φύγει, τον διέκοψε. Τότε ο ψηλός πιάνοντάς τον  από το χέρι τον τράβηξε έξω από την αίθουσα με πείσμα κι επιθετικότητα που τον έκανε να τρομάξει. Και κάνοντας το πρώτο βήμα, του είπε:

   --- Έλα πάμε! Θα το μάθεις εκεί τι θα κάνουμε! Εδώ δεν είναι χώρος για ανακοίνωση μυστικών αποστολών. Και συνεχίζοντας να τον τραβά, βγήκαν έξω. Έφτασαν στην πλατεία και άρχισαν να κόβουν βόλτες ανάμεσα στα κιόσκια με τα βιβλία και να προσποιούνται χαμηλώνοντας τα κεφάλια πάνω στους πάγκους πως έψαχναν να αγοράσουν βιβλία. Ακόμη ο κοντός δεν είχε μάθει γρι για τις προθέσεις του ψηλού συντρόφου του. Τον ακολουθούσε και παρά την ειλικρινή φιλία τους  τον κατόπτευε ύποπτα ενώ μέσα του τα φιλικά αισθήματά του γι’ αυτόν όσο περνούσε η ώρα γίνονταν εχθρικά επειδή τον ταλαιπωρούσε και δεν του αποκάλυπτε το σκοπό του. Έτσι με μια νευρικότητα και μ’ ένα  αδιόρατο φόβο μέσα του, τον ακολουθούσε όσο αν αυτή η καταναγκαστική του συνοδοιπορία του φαινόταν χλευαστική για τον ίδιο.

   Στο τελευταίο κιόσκι που βρισκόταν στα δυτικά της πλατείας ο ψηλός σταμάτησε απροσδόκητα. Τι να αισθάνθηκε άραγε στα κατάβαθα της ψυχής του εκείνη τη στιγμή; Όσο κι αν τον κοίταζε ο φίλος του δεν μπόρεσε να το διαγνώσει. Εκείνος τον πλησίασε, κοίταξε ολόγυρά του, βεβαιώθηκε πως ο κόσμος είχε απομακρυνθεί και αραιώσει και οι χωροφύλακες μπεκρόπιναν όρθιοι στο μπαρ << ΕΛΙΑ >> χασκογελώντας και συζητώντας φλύαρα. Μέτρησε με το μάτι την απόσταση και σαν την είδε μεγάλη, το μπαρ ήταν σχεδόν στην άλλη άκρη της πλατείας, την ανατολική, είπε στο σύντροφό του:

   --- Θα δεις τι θα κάνω κι αμέσως θα φύγεις τρέχοντας! Θα σ΄ ακολουθήσω κι εγώ και θα πάρουμε την 25η Μαρτίου για να βγούμε πίσω από τα γραφεία του Μορφωτικού Συλλόγου. Εκεί θα πηδήξουμε το μαντρότοιχο και θα βρεθούμε μέσα στην αυλή. Τότε θα σου αποκαλύψω το σχέδιό μου!

   Κι αμέσως δίνει μια κλοτσιά στον πάγκο με τα βιβλία και τον αναποδογύρισε. Ο κοντός αν και ξαφνιάστηκε το ‘βαλε στα πόδια κι εξαφανίστηκε. Πίσω τον ακολούθησε κι αυτός με τον ίδιο καλπασμό και σε λιγότερο από ένα λεπτό έφτασαν έξω από τον τοίχο. Μ’  ένα νεύμα ο ψηλός του μήνυσε να σκαρφαλώσει πάνω και να πηδήσει ενώ ήταν έτοιμος να κάνει κι αυτός το ίδιο. Εκείνος το έκανε χωρίς άλλη κουβέντα. Κι αμέσως ο υπόκωφος θόρυβος που ακούστηκε στο ξερό χώμα του κήπου, έδειξε πως τα δυο σώματα βρέθηκαν εκεί ασφαλή. Αφού πήραν δυο τρεις ανάσες  ο κοντός τον κοίταξε με απορία και τον ρώτησε λαχανιάζοντας:

   --- Τι ήρθαμε να κάνουμε στα γραφεία του Συλλόγου;

   Αυτός του έριξε ένα βλέμμα που πετούσε κόκκινες φωτιές και του είπε ψυχρά:

   --- Θα τους βάλουμε φωτιά να τα κάψουμε!

   --- Δεν αμφέβαλα γι’ αυτό! του απάντησε ο άλλος και φάνηκε να χάρηκε.

   Κι ενώ ο ψηλός έβγαλε από τον κόρφο του ένα μικρό μπουκάλι βενζίνη κι ένα κομμάτι λερωμένο στουπί που τα είχε κρύψει εκεί από πριν κι ετοιμαζόταν να το περιχύσει, του είπε μ’ έναν ανόητο τρόπο:

   --- Το είχες προαποφασισμένο, να βάλλεις φωτιά, ε!

   --- Ναι, αλλά είχα σκεφτεί να κάψω το κιόσκι με τα βιβλία! Κάποια στιγμή άλλαξα γνώμη. Τα ζιζάνια του Συλλόγου πολύ μου τη δίνουν. Μου έρχεται να ξεράσω με ό,τι κάνουν! Πολύ θέλω να τους κάψω κι αυτούς ζωντανούς!

   Εκείνος άλλαξε χρώμα και του είπε, φοβισμένος;

   --- Καλά, άλλη φορά! Τώρα πρόσεξε το μπουρλότο σου  ν’  ανάψει καλά και πες μου τι να κάνω.

   Του είπε να σπάσει το τζάμι του ενός γραφείου χωρίς να κάνει θόρυβο. Αυτός πλησίασε κι αφού δίπλωσε το δεξί του χέρι μ’ ένα πατσαβούρι που βρήκε κάτω, έσπασε το τζάμι ανοίγοντάς του μια τρύπα όσο ένα κεφάλι. Ο άλλος έβαλε φωτιά στο βρεμένο στουπί με τη βενζίνη και το πέταξε μέσα απ’ την τρύπα σαν να έριχνε χειροβομβίδα.  Όταν είδε πια από το τζάμι ο χώρος να φωτίζεται από τις φλόγες και να υψώνονται ως το ταβάνι, είπε τρομερά ενθουσιασμένος:

   --- Φεύγουμε από εκεί που ήρθαμε. Σαν πηδήξουμε και σκάσουμε κάτω στο δρόμο χωρίζουμε.  Θα συναντηθούμε στο << ΙΟΝΙΟ >>.

 

 

 

 

                                                    4

 

 

 

   Η πυρκαγιά απλώθηκε γρήγορα γιατί βρήκε εύφλεκτα υλικά και μέσα σε δέκα λεπτά λαμπάδιασε όλο το διώροφο πέτρινο παραδοσιακό κτήριο που στεγαζόταν ο Μορφωτικός Σύλλογος. Οι πρώτοι που είδαν τη φωτιά ήταν οι γείτονες που άρχισαν με κραυγές να φωνάζουν << φωτιά! φωτιά! >> που έφταναν ως την πλατεία. Κάποιος δε που μυρίστηκε τον εμπρησμό, φώναξε σαν άφησε το σπίτι του, <<μας έβαλαν φωτιά οι τραμπούκοι! >> και όρμησε με το λάστιχο της βρύσης να καταβρέξει μια μεγάλη πύρινη εστία. Η φωτιά εξαιτίας  και του ισχυρού νοτιοδυτικού ανέμου μεταδόθηκε γρήγορα απ’ το ισόγειο που ήταν τα γραφεία του Συλλόγου τόσο στον πάνω όροφο όσο και σ’  άλλα τρία γειτονικά κτήρια που ήταν κολλημένα το ένα στ’ άλλο. Έτσι καιγόταν σχεδόν μια μεγάλη έκταση, απειλώντας όσο πλησίαζε και τη συνοικία  που ζούσαν οι φτωχοί και οι άνεργοι. Η πλατεία άδειασε αμέσως κι ο κόσμος έτρεξε να τη σβήσει με ότι μέσο διέθετε. Όμως δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα. Απλά καθόταν και την κοιτούσαν χαζεύοντας με τις φλόγες που καταβρόχθιζαν αχόρταγα ό,τι ξύλινο ή πλαστικό υλικό έβρισκαν στο δρόμο τους. Το πυροσβεστικό όχημα που ήρθε  έριξε το βάρος του  στα  υπάρχοντα κτίρια που δεν είχαν πιάσει φωτιά και προσπάθησε να σταματήσει τη φωτιά να επεκταθεί νότια που ήταν και τ΄  άλλα σπίτια τα περισσότερα με ξύλινες στέγες και φτηνές κατασκευές και υλικά που έπαιρναν αμέσως φωτιά. Η αυταπάρνηση των τριών πυροσβεστών ήταν απαράμιλλη κι έδωσαν μεγάλη μάχη με τις φλόγες για να τις σταματήσουν. Ευτυχώς το πέτυχαν και γλίτωσαν τα υπόλοιπα σπίτια που ήταν στη σειρά. Τα τέσσερα όμως έγιναν στάχτη. Βοήθησε βέβαια και ο αέρας που έχασε την ισχύ του και σε λίγο έπεσε αισθητά. Σ’ ένα όμως μεγάλο εγκαταλειμμένο κτήριο  που παλιά στεγαζόταν η Εθνική Τράπεζα λόγω της μεγάλης ανάφλεξης και της έκτασης της φωτιάς δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα οι πυροσβέστες ούτε και να πλησιάσουν και το κτήριο καιγόταν για τα καλά σκορπώντας τριγύρω στάχτες, σπίθες, τούφες καπνού και αποκαίδια. Όλα ήταν τόσο φωτεινά που θαρρούσες πως ήταν μέρα. Τώρα στις παρόδους των δρόμων γύρω από το τετράγωνο της φωτιάς τα τρεχάματα, οι φωνές, οι ψίθυροι και ο συνωστισμός ήταν κάτι το πρωτοφανές. Πολλοί φοβόντουσαν  πως η φωτιά μπορούσε να φτάσει και στα σπίτια τους και έριχναν πάνω στο φουντωμένο κτήριο ότι μπορεί να φανταστεί ο νους του ανθρώπου για να σβήσουν οι φλόγες. Έριχναν από κουβάδες με νερό μέχρι σάπια βρεγμένα πορτοκάλια και τσουβάλια με άμμο που έφερναν από τις αυλές τους. Πολλοί άντρες ετοιμάστηκαν να κόψουν μερικά δέντρα που ήταν αρκετά μέτρα από το κτήριο που καιγόταν για να εμποδίσουν την εξάπλωση της φωτιάς αλλά δε χρειάστηκε να το κάνουν γιατί έγκαιρα το όχημα της πυροσβεστικής τα κατάβρεξε με άφθονο νερό που εκτόξευσε με τη μάνικα και τα έκανε μούσκεμα. Ως και τις φράχτες κάποιοι γκρέμισαν των κήπων τους για να σταματήσουν τις φλόγες αν πλησίαζαν.

   Η αλήθεια είναι πως αυτό το κτήριο δυσκόλεψε πολύ τα πράγματα κι έκανε τα παιδιά και τις γυναίκες που ζούσαν δυτικά στο άλλο τετράγωνο να κλαίνε και να φωνάζουν απελπισμένα ενώ είχαν αφήσει τα σπίτια τους και είχαν ξεχυθεί στους δρόμους. Κι όσο περνούσε ή ώρα δεν έλεγε να σβήσει κι ο χαλασμός δεν έλεγε να κοπάσει στις αίθουσές του. Οι σπίθες και τα αναμμένα ξύλα πετάγονταν μακριά και γέμιζαν κάθε σημείο του δρόμου ενώ ο καπνός που έβγαινε ήταν τόσο πυκνός που είχε ντουμανιάσει ο τόπος από στάχτη και αιθάλη και δυσκόλευε την όραση και την αναπνοή.

   Κάποιοι βρήκαν την ευκαιρία να φιλοσοφήσουν και να εκφραστούν είτε στο διπλανό τους είτε δημόσια και να πουν πως αυτό δεν έπρεπε να γίνει γιατί ήταν εμπρησμός που κουβαλούσε τη φρίκη και την καταστροφή κι όχι μια αθώα τυχαία φωτιά της κακιάς ώρας. Εμπρησμός εκ προθέσεως για εκδίκηση. Κι αυτό γιατί ο εμπρησμός ερεθίζει το λογικό του ανθρώπου και  προκαλεί τα καταστροφικά του ένστιχτα που κρύβονται μέσα στην ψυχή του! Και οι εμπρηστές αυτό πέτυχαν με τη φωτιά που έβαλαν να ικανοποιήσουν αυτό το ζοφερό συναίσθημα που συνοδεύεται με κάποια αόριστη γοητεία από μια τέτοια βδελυρή πράξη. Ένας άλλος έλεγε: << ξέρεις πόσοι από αυτούς που κοιτούν νιώθουν ευχαρίστηση απ’ αυτό που βλέπουν! >>  Άκουγες πολλά τέτοια μέχρι που η φωτιά στο κτήριο έσβησε αφού δεν είχε τίποτα πια να κάψει. Τότε η πυροσβεστική που είχε ενισχυθεί κι από άλλο ένα όχημα από τη γειτονική πόλη θεωρώντας πως όλα πια τελείωσαν κατάβρεξε όλες τις σβησμένες εστίες του κτηρίου που κάπνιζαν καθώς και τις άλλες που έδιναν κάποια σημεία αναζωπύρωσης κι έφυγε.

   Ως τις τρεις το πρωί που έφυγε και ο τελευταίος πολίτης δεν είχαν ανακοινωθεί θύματα εξαιτίας αυτής της μεγάλης πυρκαγιάς. Η τοπική όμως εφημερίδα Μεσσηνιακή Γνώμη έγραψε για μια ογδοντάχρονη γυναίκα που βρέθηκε αποτεφρωμένη στο υπόγειο του μεγάλου κτηρίου και ζούσε εκεί μόνη της, γνωστή στον κόσμο της πόλης ως ρακοσυλλέκτρια. Η ανάκριση που έγινε για τη φωτιά έβγαλε το συμπέρασμα πως επρόκειτο για συνηθισμένο ατύχημα που είχε ως αφετηρία έναρξης κάποια εστία που την προκάλεσε κάποιο βραχυκύκλωμα. Απέκλεισαν τον εμπρησμό και η δικογραφία μπήκε στο αρχείο. Όσο για τους δράστες εκείνο το βράδυ της φωτιάς ξενύχτησαν γλεντοκοπώντας στο << ΙΟΝΙΟ >> ως το πρωί.

 

 

 

 

                                                              

 

 

 

     

                                              5

 

 

 

 

 

     Η έναρξη της σχολικής χρονιάς το Σεπτέμβρη του 1986 βρήκε την Τάνια πολύ ωραία και να νιώθει θαυμάσια. Όχι πως τους άλλους μήνες ή τις άλλες εποχές δεν ακτινοβολούσε τόσο υπέροχα και δεν έλαμπε στο σώμα και στην ψυχή σαν ήλιος, αλλά φέτος το παράκανε. Είχε μια ακαθόριστη ομορφιά που πήγαζε ίσως από κάποια ανέλπιστη χαρά, από κάποιο ενθουσιασμό ή κάποια επιτυχία που της ήρθε απροσδόκητα και ξαφνικά. Έδειχνε πως οι πόθοι της, οι πίκρες της που είχε περάσει με το θάνατο του άντρα της και η στερημένη ως εκείνη τη στιγμή απόλαυση της ζωής είχαν ξεχαστεί και πως στα καινούρια όνειρα και σχέδιά της θα άρχιζε να τρέφεται πάλι με εκείνον τον εξωραϊσμό του σώματος και της ψυχής που του δίνουν οι πάσης φύσεως συγκινήσεις. Τα βλέφαρά της ήταν περιποιημένα, τα μάτια της είχαν  γίνει πιο ερωτικά μ’ ένα βλέμμα βαθύ, ενώ η ρυθμική και ήρεμη αναπνοή της που η δίοδός της απ’ τα στρογγυλά σαν όμορφες τρυπούλες ρουθούνια της αποκάλυπτε την αλλαγμένη θηλυκότητά της και μια έντονη ζωτικότητα. Τα μαλλιά της κι αυτά ήταν καλοχτενισμένα και με κόμμωση ιδιαίτερα προσεγμένη που συνδυαζόταν υπέροχα με τα μικρά χρυσά σκουλαρίκια σε σχήμα μαργαρίτας στα δυο αυτιά της που έπαιρναν κι αυτά την κομψότητα κοσμημάτων.  Ως κάτω τώρα όπως και να την κοίταζες δεν της έβρισκες το παραμικρό ψεγάδι κι όλα ήταν πάνω στο σφριγηλό και μεστό σώμα της ανάλογα κι όμορφα με τις ιδιοτροπίες και τις παραξενιές της άπιστης αυτής κόμισσας.

   Ακόμη κάτι ξεχωριστό που πρόσεξε μαζί με τις αλλαγές της ιδιαίτερα ο Λευτέρης, που είχε να τη δει από τη μέρα της επίσκεψής του στο σπίτι της τον Ιανουάριο μια βδομάδα μετά το θάνατο του συζύγου της, ήταν και η φωνή της. Όταν μιλούσε έπαιρνε άλλοτε απαλές κι άλλοτε πιο έντονες εκφράσεις, πράγμα που μεταδιδόταν και στο κορμί της. Και τότε  τα ρούχα της, το τέντωμα των ποδιών της κι ο φιδίσιος ελιγμός του σώματός της ανέδιδαν κάτι το αιθέριο που μεταδιδόταν κύρια στους άντρες και τους έκανε να χάνουν τα λογικά τους.

   Η κρίση της σχέσης τους που υπήρξε πριν το θάνατο του άντρα της, ξεπεράστηκε και ο έρωτάς τους αναζωπυρώθηκε πάλι καυτός και ασυγκράτητος. Έτσι όταν το μάθημα τους κούραζε, συναντιόνταν στα διαλείμματα και με την ακατάλυτη επιθυμία να βλέπονται και να είναι ο ένας κοντά στον άλλον, συζητούσαν διάφορα και ξαναζούσαν ωραίες και ανεπανάληπτες τρυφερές στιγμές αγάπης και πάθους. Άλλοτε μιλούσαν για καθημερινά θέματα της ζωής, άλλοτε για τα υπηρεσιακά τους προβλήματα  ενώ ποτέ δεν παρέλειπαν να αναφερθούν και στο ζωοποιό έρωτά τους που τους κρατούσε στη ζωή, περισσότερο την Τάνια, όπως έλεγε και τους έκανε ευτυχισμένους. Ήταν στιγμές που ο Λευτέρης έδειχνε με τις σκέψεις της που εκφραζόταν σε μορφασμούς περιφρόνησης στα μάτια του, πως όσα κι αν του έλεγε περί έρωτος ήταν ψέματα και τα έλεγε για λόγους εντυπωσιασμού και εγωιστικής απληστίας. Ωστόσο καθόταν μαζί της και την άκουγε γιατί του άρεσε και τον ερέθιζε αυτή η πρόστυχη αλλά τόσο γλυκιά παρουσία της. Πολλές φορές  τον ερέθιζε τόσο αυτό το αιθέριο που εξέπεμπε από μέσα της κι από έξω της που έφτανε στο σημείο να μην μπορεί να συγκρατηθεί και να ζητάει να τη χαϊδέψει ή να τη φιλήσει δημόσια. Αυτή φυσικά αρνιόταν και τραβιόταν προκλητικά από κοντά του, αφήνοντας το άρωμά της να ξεχυθεί στον αέρα και να τον ζαλίζει σαν έμπαινε στα ρουθούνια του ενώ το καταλάβαιναν και οι δυο πως η θέα τους άφηνε υποψίες για σχόλια από τους συναδέλφους τους.

   Σιγά- σιγά  αυτή η αλλαγή της, τον τρόμαζε και άρχισε όχι μόνο να τη ζηλεύει αλλά και να την παρακολουθεί στενά, τόσο έξω στην πόλη όσο και στο σχολείο. Η είσοδός της ταχτικά στο γραφείο του διευθυντή του έστελνε το σάλπισμά της πως η σχέση τους ήταν ζεστή κι ανθηρή και πως κρατούσαν άσβεστο το πάθος τους, όσο κι αν οι μασκαρεμένες τους συμπεριφορές αγωνίζονταν να κουκουλώσουν τις αμαρτίες τους και να του κλείσουν τα μάτια σε ό,τι έβλεπε να κάνουν τόσο κρυφά του όσο και μπροστά στα μάτια του. Και το ‘βλεπε καθαρά πως οι δυο τους, Τάνια και διευθυντής συνέχιζαν να είναι μαζί μέσα στο γραφείο ή αλλού, ο ένας κοντά στον άλλον, να περπατούν στα διαλείμματα στην αυλή και να κουβεντιάζουν ακουμπώντας πότε εκείνος πάνω της και πότε εκείνη και να ψιθυρίζουν ή να γελάνε ακατάπαυστα με κοκκινισμένα μάγουλα και μάτια που φλέγονταν με πάθος ερωτικό. Όλα αυτά εκνεύριζαν το Λευτέρη και του ερχόταν να τρέξει και να τους ρίξει ένα μπερντάκι ξύλο και στους δυο ή να τους σπρώξει και να τους πετάξει πάνω στο φράχτη της αυλής ή στα κάγκελα της περίφραξης. Δεν το έκανε αλλά έτρεμε από το θυμό και τη ζήλια του, γούρλωνε τα μάτια, την κοίταζε με μίσος κι άγριο βλέμμα περιφρόνησης κι έμπαινε στην αίθουσα ν’ απαλλαγεί από τις αμαρτωλές και χυδαίες ασχήμιες της που ξεπερνούσαν τα όρια του ηθικού ξεπεσμού.

   Έτσι έφτασε το τέλος Νοεμβρίου. Την τελευταία εβδομάδα  και την τελευταία μέρα των μαθημάτων, την Παρασκευή οι καθηγητές μετά τη συνηθισμένη προσευχή συγκεντρώθηκαν στο γραφείο τους για να συζητήσουν για ένα τραγικό γεγονός που συντάραξε την προηγούμενη μέρα την εκπαιδευτική τους οικογένεια. Σε μια σφοδρή σύγκρουση αυτοκινήτων είχε σκοτωθεί η σύζυγος ενός συναδέλφου τους που ήταν καθηγήτρια Γαλλικής στο Τ.Ε.Ε της πόλης και τους είχε συγκλονίσει πολύ. Συζήτησαν για το ατύχημα, είπαν ό,τι λένε σ’ αυτές τις άσχημες στιγμές που βρίσκουν τους ανθρώπους και σιγά - σιγά ένας - ένας πήγαινε στην τάξη του για μάθημα.

   Αφού έφυγαν όλοι η Τάνια έμεινε τελευταία.  Τότε γλίστρησε στο γραφείο του Αργύρη κι αφού έκλεισαν την πόρτα και μίλησαν δέκα λεπτά ύστερα βγήκαν έξω στην αυλή και στάθηκαν όρθιοι σ΄ ένα στεγασμένο χώρο και άρχισαν να φλυαρούν ακατάσχετα ενώ αυτή γελούσε τόσο έντονα κι άσχημα και με ηλίθιο πάθος που οποιοσδήποτε την έβλεπε θα καταλάβαινε πως ο υπερφίαλος εραστής της, σίγουρα κάτι << ορεκτικό >> της έλεγε.

   Κάποιες φορές την άγγιζε και κάποιες άλλες την τραβούσε απ’ το χέρι και τη συγκρατούσε να μη φύγει αλλά να μείνει κι άλλο μαζί του. Θα είχαν αργήσει  πάνω από είκοσι λεπτά για να πάνε στις αίθουσες όταν ο Λευτέρης  που βγήκε τυχαία έξω από την αίθουσα για να ελέγξει ένα θόρυβο που άκουσε και τον ανησύχησε, τους είδε να τα λένε μια χαρά και του ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι. Ξερόβηξε για να τον αντιληφθούν αλλά αυτοί ούτε που τον άκουσαν και συνέχισαν τις ερωτικές γλύκες τους. Το επανέλαβε και τότε εδέησαν να τον κοιτάξουν και να μείνουν στήλη άλατος και οι δυο από την απρόσμενη παρουσία του. Όμως δεν έδειξαν να ενοχλήθηκαν κι άρχισαν πάλι τη φλυαρία τους και τα χάχανά τους. Μπήκε μέσα και τους παραμόνευε από τη μισόκλειστη πόρτα. Έφυγαν πέντε λεπτά αργότερα κι έδειχναν ευχαριστημένοι που ξόδεψαν έστω και παράνομα αυτό το χρόνο που έκλεψαν από τους μαθητές τους σε ερωτικές συγκινήσεις παροξυσμού.  Σε αντίθεση με το Λευτέρη που ώσπου να χτυπήσει το κουδούνι και να ελευθερωθεί από τα δεσμά της τάξης είδε κι έπαθε. Βρισκόταν σε κακή ψυχολογική διάθεση κι έβραζε από το θυμό του τόσο που δεν μπόρεσε να κάνει μάθημα της προκοπής κι όλα του έφταιγαν. Η σκέψη του ήταν συνέχεια σ’ αυτή και σε όσα είδε και τον ερέθιζαν. Ένιωθε μια σιχασιά για τη γυναίκα που αγαπούσε και τίποτα άλλο και μέσα του ξεχείλιζε η οργή και το μίσος για την αμαρτωλή ψυχή της. Στο διάλειμμα ανάπνευσε λίγο καθαρό αέρα για να νιώσει καλύτερα αλλά ουδέν το καλύτερο. Η καρδιά και η ψυχή του έμεναν βαριά πληγωμένες και παγερές. Δεν πλησίασε κανέναν συνάδελφό του  και ούτε άλλαξε κουβέντα με κάποιον. Έμεινε μόνος αρκετή ώρα να σκέφτεται και να υποφέρει. Κάποια στιγμή έφυγε από το χώρο της αυλής και πήγε στο χημείο που σπάνια υπήρχε άνθρωπος εκεί τα διαλείμματα. Λυπόταν που την είχε εμπιστευτεί και να  τώρα που τον είχε καταντήσει. Δεν είχε  δικαίωμα να το κάνει αυτό και το καλύτερο θα ήταν αντί να πηγαίνει με τον έναν και με τον άλλον να του το πει καθαρά πως διακόπτει τη σχέση τους για να οργανώσει και αυτός τη ζωή του όπως έπρεπε. Και τέλος γιατί δεν ξεκαθάριζε τις προθέσεις της και να αποφασίσει ποιον από τους δυο ήθελε;

   Μ’ αυτές τις σκέψεις  μπήκε για μάθημα όταν χτύπησε το κουδούνι. Συγκεντρώθηκε όσο μπορούσε αλλά μάθημα δεν μπορούσε να κάνει κι έδειχνε αφηρημένος στις απαντήσεις που έδινε στις ερωτήσεις των μαθητών.  Στιγμές - στιγμές  ήταν σκυθρωπός και θυμωμένος. Είχε νευρικά ξεσπάσματα και φοβόταν μήπως οι μαθητές του ζητήσουν το λόγο για την παράξενη αυτή αλλαγή της συμπεριφοράς του. Έτσι κάποια στιγμή δεν ένιωσε καλά και βγήκε έξω. Στάθηκε λίγο στην πόρτα και κοίταξε τον άδειο χώρο της αυλής  του σχολείου. Και τότε έκπληκτός είδε πάλι τους δυο ερωτευμένους να φλυαρούν στον ίδιο χώρο που λίγο πριν είχαν συναντηθεί. Ο Αργύρης και η Τάνια πάλι μαζί! Ω! Θεέ μου! Τους κοίταζε ενώ είχε βγει από τα ρούχα του! Αυτός της έδινε μια αρμαθιά κλειδιά κι έφευγε με μια ευπροσήγορη έκφραση του προσώπου του από την εξώπορτα, ενώ η Τάνια γελούσε με μια λάμψη που φάνηκε στα ζωηρά της μάτια. Ύστερα μπήκε μέσα στο γραφείο του και γύρισε με το ανθοδοχείο άδειο ενώ στα χέρια της βαστούσε ένα μπουκέτο γαρύφαλλα που σαν πλησίασε τη βρύση και έβαλε νερό στο βάζο, ταχτοποίησε στη συνέχεια τα γαρύφαλλα μέσα με μια αργή και αδιάφορη κίνηση κι αφού τα περιεργάστηκε λίγο σηκώνοντας το ανθοδοχείο μπροστά στα μάτια της, γλίστρησε με μια γρήγορη και ένοχη ταχύτητα φοβισμένη στο γραφείο. Αφού το άφησε πάνω στο γραφείο του διευθυντή, βγήκε έξω και με το κεφάλι ψηλά, το σώμα καμαρωτό και το βήμα της ταχύ και ρυθμικό πήγε στην τάξη της.

   Ο Λευτέρης σαν είδε όλη αυτή τη σκηνή τρόμαξε. Τρόμαξε για τον εαυτό του μήπως αδύνατος να ελέγξει τα τεντωμένα νεύρα του, ξεσπούσε σε κάποιο επεισόδιο μαζί της με αναπόφευκτες συνέπειες. Και τούτο γιατί αμέσως άφησε τους μαθητές του μόνους και ξεχύθηκε με ορμή εναντίον της, αποφασισμένος να μπει στην τάξη της και να της ζητήσει το λόγο γι’ αυτή της την αβρότητα προς τον κύριο διευθυντή να του αλλάξει τα λουλούδια στο ανθοδοχείο του που μόνο αβρότητα δεν ήταν αλλά πράξη που έκρυβε ανηθικότητα πίσω από το κάλυμμα της ευγένειας.

   Στάθηκε στην ανοιχτή πόρτα της και της έκανε νεύμα να βγει έξω στο διάδρομο. Αυτή ταραγμένη δίστασε αλλά βλέποντας να την κοιτάζει με οργισμένο βλέμμα του έκανε τη χάρη και ήρθε κοντά του. Αυτός κάρφωσε πάνω της τα μάτια του με θυμό, έσφιξε τα δόντια και της είπε με τη φωνή του χαμηλωμένη αλλά άγρια:

   --- Ως πότε  θα συνεχίζεις να είσαι διεφθαρμένη; Δεν ντρέπεσαι να το κάνεις αυτό μπροστά στα μάτια όλων; Ντροπή σου! Δεν ήξερα πως είσαι τόσο σιχαμένη και πρωτόγονη!

   Έβαλε τα χέρια του μπροστά στο στήθος του και παρέμεινε να την κοιτάζει με θυμό.

   --- Τι έκανα; του έκανε εκείνη σαν χαμένη και τον ατένιζε σαν αθώα περιστερά. Τα λουλούδια άλλαξα! Με είδες να κάνω τίποτα κακό;

   Του ήρθε να της γυρίσει μια ανάποδη  στο μάγουλο και να γεμίσει τα σκοτεινά και ύπουλα μάτια της δάκρυα. Αλλά το απόφυγε για να μη γίνει ρεζίλι μπροστά στους μαθητές που τους είχαν μυριστεί και ψιθύριζαν τα δικά τους υπονοούμενα. Με κόκκινο πρόσωπο τότε της είπε με ειρωνεία:

   --- Αυτό έκανες μόνο, ε; Αυτό; Σαν δε ντρέπεσαι! Κι όλα τα άλλα που κάνεις τόσες μέρες και τα θεωρείς σχέσεις αβρότητας ενώ είναι άρρωστες πρωτόγονες ενστικτώδεις συμπεριφορές πάθους και ηδονισμού, τα ξέχασες;  Για τελευταία φορά σου λέω τούτο: αν δεν κόψεις τις σαχλαμάρες και τα σαλιαρίσματα μ’ αυτόν τον πίθηκο να με ξεγράψεις!   Θα το σκεφτώ πολύ αν σου μιλήσω και σε συναντήσω!

    Η Τάνια είχε γίνει κόκκινη και το ασπράδι στα μάτια της είχε κιτρινίσει. Δυσκολεύτηκε να μιλήσει για λίγο όμως σαν τον είδε αποφασισμένο και για τα χειρότερα φοβήθηκε και θέλησε να τον καλμάρει. Έτσι με χείλη που έτρεμαν του είπε:

   --- Το ξέρεις καλά πως  μόνο σένα αγαπώ! Δεν έχω να πω τίποτα! Δεν κάνω τίποτα κακό και τα βλέπεις όλα ανόητα.

   Εκείνος άναψε και πάλι. Είχε βαρεθεί τα ψέματά της και την υποκρισία της. Περισσότερο την υποκρισία της. Ήξερε καλά πως την είχε για την παντοδυναμία και την κυριαρχία της πάνω του. Αυτή η ικανότητά της να υποκρίνεται την έκανε να πιστεύει πως η αλήθεια που πίστευαν οι άλλοι ήταν ένα ψέμα. Γι’ αυτό δεν ξεχώριζε το ψεύτικο από το αληθινό κι ό,τι ψέμα έλεγε το πίστευε για αλήθεια!

   --- Μου κάνεις τόσα, μου λες κι ένα σωρό ψέματα και κάθομαι και σ’ ακούω! της είπε ενώ η ανάσα του κόπηκε και φάνηκε πως θα έσβηνε.

   --- Σε παρακαλώ! του ψιθύρισε αυτή κι έσκυψε προς το μέρος του.

   --- Φύγε! της ψέλλισε και την έσπρωξε με  δύναμη προς την πόρτα της αίθουσας. Φύγε! Δε θέλω να σε ξαναδώ! Ψεύτρα κι ανήθικη!

   Η Τάνια έτοιμη να κλάψει τον στραβοκοίταξε και μπήκε στην τάξη. Εκεί αφού κάθισε στην έδρα πήρε από μπροστά της ένα αρχαίο κείμενο που δίδασκε κι άρχισε να το διαβάζει μονορούφι από μέσα της. Ήθελε πολύ να ξεχάσει τη σκηνή και να ηρεμήσει.

   Ο Λευτέρης μ’ ένα υστερικό ξεφωνητό βγήκε από το διάδρομο και τράβηξε για την τάξη του. Έβαλε στους μαθητές του να λύσουν μερικές  ασκήσεις γραμματικής και θυμωμένος πήγε κοντά στη μικρή βιβλιοθήκη και αφού στάθηκε όρθιος, προσποιούταν πως έψαχνε για κάποιο ιδιαίτερο βιβλίο. Και μόνο σαν ηρέμησε ύστερα από λίγο προχώρησε σιωπηλός στ’ ακροδάχτυλα για να μην ενοχλήσει τους μαθητές και κάθισε στην έδρα. Εκεί  σφίγγοντας τα χέρια του δυνατά στο στήθος του, κοίταξε έξω από το παράθυρο το συννεφιασμένο ουρανό που ήταν έτοιμος να ξεσπάσει σε βροχή. Έτσι ένιωθε και τη δική του ψυχή συννεφιασμένη και θα ξεσπούσε σε δάκρυα αν δεν τον λύτρωνε ο ήχος του κουδουνιού που τον έβγαλε έξω στη φύση που έχει τον τρόπο της να γιατρεύει κάποιες προσωρινές ψυχικές κρίσεις με τη σοφία της.

 

 

 

 

                                                           6

 

 

 

 

   Τρεις  μέρες πριν τις διακοπές των Χριστουγέννων οι καθηγητές συγκεντρώθηκαν και πάλι στο γραφείο τους για τη συζήτηση των προβλημάτων τους. Έτσι κουβέντα την κουβέντα έπιασαν και το θέμα της κατήχησης των μαθητών στο σχολείο που τόσες ενστάσεις είχαν από καιρό πολλοί καθηγητές και εύρισκε και το Λευτέρη ένα τέτοιο υποστηρικτή των ενστάσεων αυτών. Με λίγα λόγια  η συζήτηση αφορούσε τη σχέση  θρησκείας και σχολείου. Ακούστηκαν πολλές απόψεις άλλες αρνητικές κι άλλες θετικές. Ο Λευτέρης έπιασε καλύτερα το θέμα λέγοντας  πως η πρωινή προσευχή που γίνεται πριν το μάθημα, ο οργανωμένος εκκλησιασμός  που πάνε τους μαθητές στην εκκλησία σαν αγέλη ζώων, το μάθημα των θρησκευτικών, οι θρησκευτικές εικόνες που είναι κρεμασμένες στο γραφείο των διευθυντών, των εκπαιδευτικών και στις αίθουσες διδασκαλίας πάνω από τον πίνακα είναι κατήχηση στο ορθόδοξο χριστιανικό δόγμα. Και το πράγμα περιπλέκεται όταν στα σχολεία φοιτούν αλλόθρησκοι μαθητές που καμία σχέση δεν έχουν με το Χριστιανισμό. Έτσι οι θεολόγοι και οι νομικοί έχουν τεκμηριώσει πως η θρησκευτική κατήχηση από το σχολείο είναι αντίθετη με τις  αρχές της ελευθερίας της συνείδησης και στον ορθολογισμό ως θεμέλιο της μετάδοσης γνώσεων. Αλλά δεν είναι το πρόβλημα μόνο στον αριθμό των αλλόθρησκων μαθητών. Μεγάλος αριθμός παιδιών που πιστεύουν στο Χριστιανισμό, πιστεύουν πως η θρησκεία είναι ιδιωτικό θέμα συνείδησης και το σχολείο δεν έχει το δικαίωμα να εξασκεί εξαναγκαστική θρησκευτική κατήχηση. Δηλαδή μήπως στην εποχή που ζούμε και χαρακτηρίζεται από τόσες ριζοσπαστικές καινοτομίες η κατήχηση δεν είναι έργο του σχολείου αλλά της εκκλησίας; Μήπως το σχολείο θα έπρεπε να διδάσκει θρησκειολογία και την ιστορία των θρησκειών;

   Τα πλεονεκτήματα τόνισε ενός τέτοιου μαθήματος θα ήταν πολλά γιατί η κατήχηση θα φαινόταν σαν έργο της εκκλησίας κι όχι του σχολείου αφού όπως γίνεται σήμερα το μάθημα των θρησκευτικών που είναι υποχρεωτικό και με βαθμολογία,  μόνο εμπόδια φέρνει στη θρησκευτική γνώση των μαθητών. Οι μαθητές σ’ ένα τέτοιο μάθημα θα  συμμετέχουν με τη θέλησή τους κι όχι με εξαναγκασμό ενώ δε θα ζηλεύουν για τους αλλόθρησκους που την ίδια ώρα θα παίζουν έξω στην αυλή του σχολείου.

   Επομένως η θρησκευτική διαπαιδαγώγηση γίνεται συνειδητά από το μαθητή και είναι έξω από το μοντέλο της θρησκευτικής επιταγής.  Ακόμη

το σχολείο   στο πρόγραμμα ύλης μπορεί να περιλαμβάνει και μια επιλογή από κοινές αρχές που περιέχονται στις μεγάλες μονοθεϊστικές θρησκείες και να τις διδάσκει στους μαθητές ως ηθικές αξίες που είναι γενικά αποδεκτές σε πολλές χώρες κι ενδιαφέρουν όλο τον κόσμο να τις πληροφορηθεί. Τελειώνοντας ο Λευτέρης τόνισε πως στο κάτω -κάτω της γραφής όλες οι θρησκείες έχουν ως βάση της διδασκαλίας τους την αγάπη και το σεβασμό των ανθρώπων. Γιατί να μην τις φέρουμε κοντά τη μία με την άλλη;

   Σαν τελείωσε κι έγιναν οι σχετικές ενστάσεις και ακολούθησαν κάποιες θετικές παρεμβάσεις η αίθουσα άδειασε κι έμειναν μέσα η Τάνια, ο Λευτέρης και δυο καθηγήτριες που φλυαρούσαν στην άλλη άκρη του τραπεζιού για πράγματα που σίγουρα δεν έπρεπε να ήσουν μεγαλοφυϊα για να κουβεντιάσεις. Ο Λευτέρης διάβαζε μπροστά του ένα βιβλίο λογοτεχνίας χωρίς να προσέχει την Τάνια που για  να υποτάξει τη θέλησή του να την προσέξει πετούσε που και που ελάχιστες κουβέντες στις κυρίες, συμφωνώντας μαζί τους. λέγοντας ένα ηχηρό << ναι >> ή ένα << Ωω >>.  Ήθελε πολύ να του έλεγε, ωραία τα είπες, έχεις τεράστια μόρφωση, ξέρεις τι λες και σίγουρα σε όλους άρεσαν αυτές οι πρωτότυπες και φρέσκες ιδέες σου. Είμαι βεβαία πως όλα αυτά που είπες θα εφαρμοστούν μια μέρα και θα πάψει να υπάρχει ο μυστικισμός στα σχολεία αλλά η αλήθεια που στηρίζεται στον ορθολογισμό και την επιστήμη, όμως  η ίδια ποτέ δε θα έκανα ένα στραβοπάτημα και να πω αυτά που είπες! Όχι γιατί φοβάμαι αλλά γιατί δεν έχω τη δύναμη να το κάνω!  Πόσο σε θαυμάζω γι’ αυτή σου την τόλμη να λες τη γνώμη σου! Πόσο! Αλλά και πόσο σε λατρεύω και σ’ αγαπώ έτσι που είσαι όμορφος και μιλάς με τόση φιλολογική χροιά! Ξέρεις τα πάντα απέξω κι ανακατωτά, ξέρεις να προκαλείς εντύπωση, ξέρεις να αποκαλύπτεις αυτό που είσαι! Εγώ; Εγώ; όμως;…

   Εκείνος κάποια στιγμή σήκωσε το κεφάλι του και κοίταξε τις δυο κυρίες που συνέχιζαν την ακατάσχετη φλυαρία τους. Τότε μόνο την πρόσεξε ενώ αμέσως της χάρισε μια πονηρή ειρωνεία με το μισό βλέμμα του που της έριξε πάνω της. Αυτή το πρόσεξε. Την προκαλούσε μ’ αυτό που έκανε ή απλά την περιφρονούσε; Δεν μπόρεσε να το διαισθανθεί. Γι’ αυτό χωρίς να του μιλήσει περίμενε στη θέση της ακίνητη για να της δώσει άλλη μια ευκαιρία που σαν την εκμεταλλευόταν θα του μιλούσε. Και αποφασισμένη να του μιλήσει αν την ξαναπροκαλούσε με οποιοδήποτε τρόπο, έστω και με την ανάσα του σαν περνούσε από κοντά του, συνέχισε να κάθεται σιωπηλή κι ασάλευτη στη θέση της και να τον κοιτάζει σαν αποχαυνωμένη.

   Αυτός συνέχιζε να αδιαφορεί και να διαβάζει. Κι όταν πια είδε πως η περιφρόνησή του δεν είχε όρια, σηκώθηκε πάνω σαν τρελή ενώ αυτός σήκωσε το κεφάλι του από το θόρυβο που έκανε το σώμα της σαν άφησε την καρέκλα και είδε τη φρίκη του προσώπου της. Άφησε ύστερα  την καρέκλα της και υψώνοντας τα χέρια της σαν να ήθελε να προφυλαχτεί από κάτι, έκανε δυο πηδηχτά βηματάκια, κι αφού σταμάτησε, τον  κοίταξε και χαμογέλασε μ’ έναν τέτοιο εγωισμό που έκανε το Λευτέρη να τη μισήσει περισσότερο. Μετά απ’ αυτό πετάχτηκε με τέτοια σβελτάδα έξω που εξαφανίστηκε στο λεπτό ενώ όσο απομακρυνόταν άρχισε να τρέχει με γρήγορα βήματα που σ’ ένα  σημείο παραλίγο να την κυλήσουν κάτω. Όταν πια χάθηκε στο βάθος μπαίνοντας στην τάξη της οι συνάδελφοί της που την είδαν να περνά την πόρτα έλεγαν την άλλη μέρα πως έκλαιγε και τους έκανε κατάπληξη αυτό γιατί ποτέ δεν την είχαν δει να κλαίει αλλά ούτε και στενοχωρημένη.

   Ο Λευτέρης έμεινε με το κεφάλι όρθιο να κοιτάζει μπρος του ασάλευτος και σιωπηλός όση ώρα αυτή έφευγε. Ξανάφερε στη μνήμη του τις τόσες κακές στιγμές που του είχε χαρίσει και το πρόσωπό του έγινε πιο σκυθρωπό απ’ ότι ήταν.  Αυτός ο αλλοπρόσαλλος κυνισμός της τον είχε κουράσει και ήταν διάχυτη μέσα του η απελπισία που έβραζε ενώ ένιωθε και άσβεστο μίσος με μια ακόρεστη μοχθηρία για τη γυναίκα αυτή που αγάπησε παράφορα ως τα μύχια της ψυχής του. Κι ενώ αποζητούσε κρυφά μέσα του την καταστροφή της, έσκυψε πάλι πάνω απ’ το βιβλίο και συνέχιζε να διαβάζει για να ξεχάσει κάθε κακή σκέψη που γεννιόταν στο μυαλό του.

 

 

 

 

                                                         7

 

 

 

 

   Δεν  είχαν μιλήσει καθόλου μέχρι την παραμονή της 25ης  Μαρτίου του 1989 που συναντήθηκαν στο ηρώο της πάνω πόλης και είχαν πάει με το σχολείο τους να καταθέσουν στεφάνι. Από την αρχή της τελετής η Τάνια, στάθηκε δίπλα του σιωπηλή ενώ τον κοιτούσε συνεχώς με ύφος δικτατορικό και τολμηρό. Στιγμές- στιγμές το άλλαζε και το έκανε τρυφερό μ’ ένα βλέμμα παρακλητικό που έμοιαζε να του λέει << φτάνει πια αυτό το πείσμα σου, δε σε κούρασε να το κουβαλάς συνέχεια τόσο καιρό >>. Η ιδέα πως κάτι θα βγει απ’ αυτή τη συμπεριφορά της, την έκανε κι  άρχισε να τον πολιορκεί πιο στενά σκάζοντάς του μάλιστα κι ένα χαριτωμένο γελάκι που  αναστάτωσε το Λευτέρη και εννόησε πόσο ασυμβίβαστη ήταν με την περιφρόνηση και την αδιαφορία του που της έδειχνε. Έτσι πήρε την απόφαση να της πει στα ίσα:

   --- Αν είσαι ελεύθερη μετά τη λήξη της κατάθεσης έλα στο σπίτι του θείου μου, που είναι λίγο πιο πάνω στο δρόμο που πάει για τη Γελουδά. Θα το γνωρίσεις με τα δυο γύψινα λιοντάρια που κοσμούν την είσοδό του. Θα σε περιμένω μέσα! Δε θα είναι κανένας άλλος εκεί!  Της μίλησε μάλιστα χωρίς περιστροφές και φαινόταν απαιτητικός και σοβαρός. Και χωρίς να πάρει απάντηση έφυγε κοιτάζοντας γύρω την  ομήγυρη που είχε αρχίσει τις χειραψίες.

   Η Τάνια τραντάχτηκε σύγκορμη. Χάρηκε τόσο που νόμισε πως θα λιποθυμούσε από τη συγκίνησή της. Θα πήγαινε, τι είχε να χάσει. Ήταν πράγματι μόνη κι ελεύθερη αφού τα παιδιά της έλειπαν στο χωριό με τους παππούδες και θα πήγαινε να τα πάρει την Κυριακή. Θα περνούσε ζωή και κότα με τον άντρα που αγαπούσε κι αυτό της έδωσε την ευκαιρία να νιώσει εκείνη τη στιγμή πραγματική γυναίκα. Γιατί κανένα αρσενικό δεν την εξουσίαζε επειδή ζούσε μέσα στη μιζέρια και τη λυπόταν, αλλά επειδή το άξιζε και πήγαινε μαζί της γιατί τον έκανε να ανατριχιάζει και μόνο με το βλέμμα της και το όμορφο κορμί της. ΄Έτσι  αφού απόφυγε κάποιους που σκοτώθηκαν κυριολεκτικά να τη χαιρετήσουν στο τέλος της κατάθεσης αδιαφορώντας για το απλωμένο χέρι τους, έκοψε δρόμο, σαν να τους έλεγε, << αφήστε με ήσυχη, πάω με τον άνθρωπό μου, δεν το βλέπετε; >> και τους άφησε σύξυλους.

   Η πόλη στο σημείο που ήταν το σπίτι και την περίμενε ο Λευτέρης ήταν αραιοκατοικημένη και άδεια από κόσμο. Επειδή όμως φοβήθηκε μήπως την έβλεπε κανένας, δεν πήγε από τον κεντρικό δρόμο αλλά πήρε ένα καλντερίμι που περνούσε μέσα από χαλάσματα και κήπους και ήταν συντομότερος και πιο ασφαλής. Προς το τέλος του δε χωνόταν μέσα σ΄ ένα μικρό δασύλλιο  που κανένα μάτι δεν θα την έβλεπε εκτός πια κι αν κάποιος την είχε καταραστεί κι έπεφτε πάνω του. Εκεί βρισκόταν και μια βρύση αλλά είχε στερέψει και φυσικά δεν είχε λόγο κανένας να την επισκεφτεί αφού η ύδρευση της πόλης γινόταν με το δίκτυο του υδραγωγείου. Όσο για τα παιδιά κι αυτά δεν τα φοβόταν γιατί  είχαν βρει άλλους χώρους να μαζεύονται και να παίζουν κι όχι στην αλάνα του δασυλλίου.  Εξάλλου σήμερα ήταν μικροί μεγάλοι στο ηρώο και δε σουλάτσαρε σ’ εκείνο το μέρος ούτε  γάτα. Όταν πέρασε το δασύλλιο, πήρε το κεντρικό δρόμο και σε λίγα μέτρα αριστερά της έφτασε στο σπίτι. Το γνώρισε από τα δυο γύψινα λιοντάρια και βρίσκοντας την εξώπορτα ανοιχτή μπήκε στην αυλή και χτύπησε το κουδούνι στην πόρτα. Αμέσως της άνοιξε ο Λευτέρης που τη δέχτηκε μ΄ ένα τρυφερό σφιχταγκάλιασμα και την έμπασε μέσα.

   Στο σαλόνι που κάθισαν ήπιαν καφέ, έφαγαν δίπλες και απόλαυσαν εύγεστα πορτοκάλια από τα δέντρα του κήπου που τα φρόντιζε με ιδιαίτερη αγάπη ο θείος του. Ύστερα άρχισε ο κατακλυσμός από φιλιά για να παραχωρήσει τη θέση του σε μια ωραία συζήτηση κι ενδιαφέρουσα για πολλά θέματα μέσα από μια μεγάλη πυκνότητα λέξεων και συναισθημάτων. Στη ρήξη της σχέσης τους δεν αναφέρθηκαν γιατί ποιος ήθελε τώρα που είχαν το μέλι στα χέρια τους και το έγλειφαν να πέσουν σε λύπες και σε αφορισμούς;  Έτσι την απόφυγαν και οι δυο αυτή την αναφορά τους όπως ο διάβολος το λιβάνι. Έγιναν όλα σαν να μην είχαν τσακωθεί και έμοιαζαν σαν να γνωρίστηκαν εκείνη τη στιγμή.

   Το   μεσημέρι έφαγαν και όταν ο Λευτέρης της ζήτησε να μείνει εκεί και όλη τη νύχτα αυτή δεν έφερε καμία αντίρρηση κι έδειξε να πέταξε από τη χαρά της. Τον κοίταξε δε κατάματα με τόση γλύκα που ήταν σαν να του έλεγε: << να είσαι σίγουρος πως δε θα μετανιώσεις σαν κοιμηθούμε μαζί >>.   Αυτός το μυρίστηκε και φάνηκε να τον κυρίεψε κάποια ανησυχία εξαιτίας του κακού της παρελθόντος ενώ ετοιμάστηκε να της κάνει κάποια παράπονα. Γρήγορα όμως κατάπιε τις κουβέντες του γιατί η χαρά που ένιωθε μαζί της και μόνο του έφτανε και ξέχασε όλες τις αμαρτίες της. Το φιλήδονο βλέμμα και το διψασμένο για έρωτα  κορμί της που το ένιωθε κιόλας να σπαρταράει στην αγκαλιά του, τον έκαναν να τη βλέπει σαν ένα αθώο πλασματάκι μπροστά του και να μη σκέφτεται τίποτα άλλο.

   Κάποια στιγμή ήρθε η ώρα του κρεβατιού. Ήταν μεγάλο από ξύλο καρυδιάς και είχε το σχήμα τετραγώνου. Οι κουρτίνες της μπαλκονόπορτας με θέα το Ιόνιο ήταν φίνες, καλοραμμένες κι από μεταξωτό ακριβό ύφασμα κι όπως έπεφταν από την οροφή με τις όμορφες πτυχές τους έμοιαζαν με αψίδα. Τα μαξιλάρια ήταν πλατιά και βαμβακερά, στολισμένα με σειρές από άστρα όπως και το σεντόνι που ήταν ριγμένο στο κρεβάτι. Κι όπως η Τάνια ξάπλωσε ο Λευτέρης πρόσεξε πως τίποτα εκείνη τη στιγμή δεν τον συγκινούσε στον κόσμο και δεν ήταν ωραίο όπως αυτή με τα καλοχτενισμένα μαύρα μαλλιά της, το αφράτο άσπρο δέρμα της που λαμποκοπούσε όταν δυο φωτεινές αχτίδες γλιστρούσαν από το τζάμι και το άγγιζαν σκορπίζοντας τις χρυσαφένιες αποχρώσεις τους ως το μπράτσο της που το είχε βάλλει κάτω από το κεφάλι της και το στήριζε. Ξάπλωσε κι αυτός δίπλα της ζαλισμένος από τη θέα του κορμιού της και το άρωμα που απόπνεε. Το δωμάτιο ήταν ζεστό, η ιδιαίτερη περιποίησή του, τα ζωηρά παραδοσιακά στολίδια του. το αδύνατο φως που έμπαινε από τις γρίλιες και η ησυχία που απλωνόταν από τη μοναξιά του εξωτερικού χώρου, έδινε την εντύπωση πως είχε φτιαχτεί επίτηδες για φωλιά δυο ερωτευμένων όπως ήταν οι δυο τους.

   Πόσο αγάπησαν και οι δυο αυτό το όμορφο δωμάτιο που έδειχνε χαρούμενο αν και είχε αρκετό καιρό να δει τη μαραμένη του λαμπρότητα να ξανανθίζει με τα παιχνίδια του έρωτα! Στη σκέψη της, της ήρθε η ιδέα πως εκεί ο Λευτέρης κάτι θα της είχε σκαρώσει με καμιά σουρλουλού και μετά από ένα ωραίο και χορταστικό γεύμα ή δείπνο, όπως τώρα, θα είχαν κυλιστεί πάνω στο ίδιο κρεβάτι μέσα σε βογκητά κι αναστεναγμούς. Γέλασε μ’  ένα ήρεμο γέλιο και τον  αγκάλιασε κάνοντας άλλη σκέψη << πως είναι ντροπή να τον υποψιάζεται τη στιγμή που τον έχει στην αγκαλιά της και της δίνεται με τόση πίστη και αθωότητα >>.

   Εκείνος λες και διάβασε τη σκέψη της, την έσφιξε πάνω του και άρχισε να της χαϊδεύει όλο της το κορμί και να παίζει με τα δάχτυλά του όποιο μέρος το έβλεπε γυμνό. Όσο την άγγιζε νόμιζε πως για πρώτη φορά απολάμβανε την ηδονή που αισθανόταν και πως η γυναικεία της κομψότητα  μόνο εκείνη τη στιγμή είχε καταδεχτεί να υποταχτεί στα ένστιχτά του. Όλα  πάνω της, ακόμη και η χαρά της συντροφιάς της, η επιμελημένη επιδερμίδα της και οι τρυφερές της ερωτικές εκδηλώσεις, είχε την εντύπωση πως τα ένιωθε για πρώτη φορά.  Ένιωθε γι΄ αυτό αφόρητη ένταση αλλά και ικανοποίηση  και την ποθούσε περισσότερο ανεβάζοντάς την στο ψηλότερο σημείο του κόσμου απ’ όλες τις άλλες γυναίκες. Κι όσο σκεφτόταν πως αυτή ήταν και μια κατακτημένη παντρεμένη, το θεωρούσε τύχη μεγάλη διπλή και τρίδιπλη που την βαστούσε στην αγκαλιά του.

   Όσο περνούσε η ώρα και ήταν ξαπλωμένοι στο κρεβάτι η ποικιλία των συναισθηματικών της εκφράσεων που την έκαναν άλλοτε σοβαρή, άλλοτε μυστικοπαθή κι άλλοτε φλύαρη, τρυφερή, ήσυχη, ακόρεστη, του διέγειραν αφάνταστα και του διατηρούσαν τα πρωτογενή αρχέγονα ερωτικά ένστικτά του στα υψηλότερά τους αναμμένα σημεία. Ήταν ο τύπος της γυναίκας εκείνη τη στιγμή γι’ αυτόν, που ζηλεύουν όλοι οι άντρες, επιθυμούν να βάλουν στα βιβλία τους οι συγγραφείς μυθιστορημάτων και απεικονίζουν στους πίνακές τους οι ζωγράφοι. Αυτή

θα διάλεγαν οι ποιητές να δώσουν ερωτική πνοή στους στίχους τους κι αυτή οι διηγηματογράφοι να περιγράψουν τη στιλπνότητα του σώματος και την άβυσσο της ψυχής της.

   Την κοίταξε και του φάνηκε πως η ψυχή της τον καλούσε απλωμένη σαν αύρα πάνω στο λευκό κορμί της να μπει ολόκληρος μέσα της και να γίνουν ένα σώμα και μια πνοή. Και όταν το βλέμμα της και μετά και το δικό του  βρέθηκαν στυλωμένα στην αιωνιότητα του κόσμου γλίστρησε στην άβυσσο της αιώνιας μήτρας.  Κι όταν η ερωτική ζάλη που τους τρέλανε τους άφησε ύστερα από πολλούς σπασμούς και τους δυο η Τάνια, του ψιθύρισε στ’ αυτί με γρήγορη καυτή αναπνοή:        

--- Αχ, μείνε εκεί που είσαι! Όλη αυτή η γλύκα που βγήκε από το είναι σου, έχει μείνει στα μάτια σου! Μείνε ακίνητος να τη χαρώ και με το βλέμμα σου!

   Και τον κοίταξε. Ο πόθος της όμως ήταν τόσο μεγάλος που τον φίλησε στα χείλη πολλές φορές. Και συνέχισε να το κάνει με όλο και πιο έντονο πάθος.

   --- Μ’ αγαπάς; τη ρώτησε ο Λευτέρης σαν τον άφησε και πήρε μια παιχνιδιάρικη στάση, σηκώνοντας το κεφάλι της.

   --- Σαν τρελή! του ψέλλισε  και γέλασε τρανταχτά κοιτάζοντάς τον με αχόρταγο και τρυφερό βλέμμα.

   Πάνω από τα κεφάλια τους υπήρχαν δυο πίνακες με δυο γυναίκες ημίγυμνες σε  ερωτικές πόζες. Ξεθεωμένοι όπως ήταν τις χάζευαν μέχρι που αποκοιμήθηκαν. Ξύπνησαν μόνο όταν η νύχτα είχε απλωθεί για τα καλά έξω. Τότε εκείνη κοιτώντας απ’ το τζάμι το φεγγάρι στον ουρανό, σηκώθηκε και αφού τον έπιασε απ’ τα δυο χέρια τον έσυρε στη βεράντα.

   --- Θα δούμε μαζί το φεγγάρι! του ψιθύρισε και κάθισαν στις ξύλινες αναπαυτικές πολυθρόνες.

   Το φεγγάρι ήταν πανσέληνος και χρυσαφένιο και ταξίδευε προς τη δύση, κάνοντας τα νερά του Ιονίου που στεκόταν από πάνω τους να φωσφορίζουν. Πήγαινε γρήγορα ανάμεσα σε λευκά σύννεφα που έμοιαζαν σαν σκορπισμένα άνθη λεύκας. Πιο κάτω τα σύννεφα το άφησαν για να μείνει μόνο στον απέραντο ουρανό σαν φωτισμένος βασιλιάς να εποπτεύει το βασίλειό του που απλωνόταν κάτω στη γη ως εκεί που το φώτιζαν οι λαμπερές του αχτίδες.  Στιγμές- στιγμές φαινόταν πως έσπαζε σε χιλιάδες αστέρια και σκόρπιζε στον ουρανό σαν ένα βεγγαλικό που το έριξαν μικρά αθώα παιδιά. Άλλοτε πάλι θαρρούσαν πως έμοιαζε μ’ ένα μεγάλο αναμμένο πολυέλαιο που αχτιδοβολούσε  μικρά ψήγματα χρυσού. Η νύχτα προχωρούσε μαζί του κι αυτοί κοίταζαν μια αυτό μια τα φυλλώματα των δέντρων του κήπου που ζωγράφιζαν πολύχρωμες  φιγούρες στο φωτισμένο χώμα. Δε μιλούσαν. Είχαν μείνει με μισόκλειστα τα μάτια κι ανάπνεαν βαθιά το δροσερό βραδινό ανοιξιάτικο αεράκι που κατέβαινε από το βουνό και εισχωρούσε σαν κλέφτης στο υπνοδωμάτιο. Χαμένοι  στο ονειροπόλημα γύριζαν πίσω στις καλές στιγμές  τους και γέμιζε η καρδιά τους πότε  τρυφερότητα και πότε έντονες συγκινήσεις. Εκείνη τη στιγμή όμως, δόξα τω Θεώ η τρυφερότητα ήταν εκεί και τους πλημμύριζε και μάλιστα πλούσια που την ένιωθαν ως μέσα βαθιά στα σπλάχνα τους κάνοντάς τους να πλέουν σε πελάγη ευτυχίας. Θα ήθελαν ποτέ  να μη φτώχαινε και ποτέ να μην ένιωθαν την τρυφηλότητα και τη μιζέρια όπως είχε συμβεί πριν από λίγο πριν συναντηθούν.

   Ένα μικρό κουνάβι σκάρισε στον κήπο  και πατώντας πάνω στα ξερά φύλλα ψάχνοντας για τροφή έκανε θόρυβο που τους απέσπασε την προσοχή και τους έκανε να σηκώσουν τα κεφάλια τους και να τον αφουγκραστούν. Τότε η Τάνια που έφερε τα μάτια της ως κάτω στη θάλασσα και γοητεύτηκε από τη νυχτερινή πανδαισία, του είπε χαριτωμένα μ’ έναν απαράμιλλο ενθουσιασμό:

   --- Α! τι θεσπέσια βραδιά!

    Εκείνος την κοίταξε με λύπη. Στιγμάτισε την υπερβολική της ευτυχία και σκέφτηκε πόσο εγωίστρια και αδύναμη είναι ταυτόχρονα. Στο χέρι της ήταν να είχαν περάσει κι άλλες τέτοιες στιγμές ονείρου αλλά με τα λάθη της τις είχε απομακρύνει. Τώρα με ποιο δικαίωμα πανηγύριζε έτσι;   

   --- Δε μετάνιωσες πού ήρθες, ε; τη ρώτησε με μια ανεπαίσθητη ψυχρότητα και ειρωνεία ενώ φρόντισε να της στείλει ένα αφοσιωμένο βλέμμα.

   --- Ίσια- ίσια που το ευχαριστήθηκα! του ψέλλισε αυτή και του έπιασε τρυφερά και τα δυο χέρια.

   --- Αφού είναι έτσι τότε σου υπόσχομαι πως και το υπόλοιπο βράδυ μας θα είναι υπέροχο! της απάντησε και ακούμπησε τρυφερά πάνω της.

   Ύστερα από λίγο σηκώθηκε και μπήκε μέσα. Γύρισε με δυο ποτήρια ουίσκι και της πρόσφερε το ένα. Τα τσούγκρισαν κι αφού ευχήθηκαν στην υγειά τους και την αιώνια αγάπη τους τα έφεραν στα χείλη και ήπιαν από μια γουλιά.

   --- Είσαι τζέντλεμαν, του είπε. Δεν ξεχνάς τίποτα!

   --- Ήταν απαραίτητο! Το αλκοόλ ανεβάζει τη λίμπιντο! Δεν το ξέρεις;

   --- Το ξέρω, γι’ αυτό πίνω!

   Εκείνος κατένευσε με το κεφάλι. Κοίταξε το όμορφο πρόσωπό της που χρύσιζε μέσα στο νυχτερινό φως και τη φαντάστηκε να μεταμορφώνεται από θεά σε φάντασμα κι από φάντασμα σε θεά. Λυπήθηκε αλλά έριξε το φταίξιμο στο σκοτάδι. Αυτός την ήθελε θεά. Αμέσως όμως του ήρθε στο νου να της πει:

   --- Δε σε κοροϊδεύω! Η νύχτα μας θα δεις πόσο παραδεισένια θα είναι! Δε θα την ξεχάσεις ποτέ!

   Η Τάνια γέλασε μ’ ένα τρανταχτό και κακαριστό γέλιο όπως ήξερε να γελάει. Ύστερα τον κοίταξε με βλέμμα φιλήδονο κι όλο πάθος. Ήθελε να τον κάνει να μην αθετήσει την υπόσχεσή του.

   Η αλήθεια είναι πως πέρασαν ένα ανεπανάληπτο βράδυ. Το πρωί κι ενώ η Τάνια γλίστρησε από την αγκαλιά του και χώρισαν αυτός ακούμπησε σε μια κολόνα της βεράντας και την κοιτούσε που χανόταν στο βάθος του δρόμου, περπατώντας σαν γαζέλα και χορτασμένη με όλες τις απολαύσεις της σάρκας. Τη λυπήθηκε και τη σιχάθηκε μαζί. Δύσκολα ξεχώριζε αν την αγαπούσε ή τη μισούσε εκείνη  τη στιγμή. Έτσι ατενίζοντας τον ορίζοντα προς τα  Επτάνησα, ψιθύρισε σαν την έχασε από τα μάτια του:

   --- Σήμερα με μένα, προχθές με κάποιον και ποιος ξέρει με ποιον άλλο θα κοιμηθεί στο μέλλον! Κι όμως να την ξεχάσω δεν μπορώ! Θα προσπαθήσω όμως να κάνω κάτι να φύγω από κοντά της πριν με ξεκάνει!

   Και πήρε την απόφαση να πάει μεθαύριο κιόλας στα γραφεία της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης και να κάνει μετάθεση για το Τεχνικό Επαγγελματικό Λύκειο της πόλης για να μην είναι μαζί της με τη νέα; σχολική χρονιά! Θα ήταν πάρα πολύ κουτό πια και ανόητο να μένει κοντά της στο ίδιο σχολείο!

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

                                   ΚΕΦΑΛΑΙΟ  ΔΩΔΕΚΑΤΟ 

 

 

 

 

 

                                                        1

 

 

 

 

 

    Γενάρης του 1990. Η Τάνια ζει μόνη της με τα παιδιά της, έχοντας χάσει τον άντρα της πριν τέσσερα χρόνια και τον εραστή της τον Αργύρη πριν ένα χρόνο ύστερα από οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου. Νιώθει δυστυχισμένη και μόνη. Ο μόνος που τη νοιάζεται και την αγαπά είναι ο Λευτέρης αλλά είναι μακριά της στο Τεχνικό Λύκειο. Έχει να τη δει από τότε που πέρασαν μια όμορφη νύχτα στο σπίτι του θείου του στην πάνω πόλη.   Ήταν  βράδυ  παραμονής 25ης Μαρτίου του 1989.Ο Λευτέρης τη μετάθεση την πήρε και τώρα αυτή κλεισμένη πίσω από τα κλειστά παντζούρια του σπιτιού της, τις νύχτες που μένει άγρυπνη ή στους περιπάτους της τον θυμάται  και τον νοσταλγεί μέχρι θανάτου. Ήταν λοιπόν ευτυχισμένη με το Λευτέρη και τώρα που της έλειπε  το ένιωθε η δόλια. Οι αδιάκοπες όμως περιφρονήσεις και απιστίες της  να που την κατάντησαν. Κι όλο τον θυμόταν κι όλο έκανε βαχ κι αχ που τον έχασε.

    Τις Κυριακές συνήθιζε να μένει στο κρεβάτι της ως το μεσημέρι και να τον αναπολεί στη μνήμη της. Από εκεί ξαπλωμένη κοίταζε έξω το φως του ήλιου ή τη συννεφιά και σαν τον θυμόταν τα ρόδινα και τρυφερά μάγουλά της που άρχιζαν και δέχονταν την επίδραση του χρόνου, γέμιζαν δάκρυα και έβρεχαν σχεδόν όλο το πρόσωπό της. Τις μέρες της δουλειάς σηκωνόταν με δυσκολία  κι αφού φρόντιζε τα παιδιά της πήγαιναν όλοι μαζί ως τη μέση του δρόμου κι αφού τα άφηνε να πάνε στο δικό τους σχολείο αυτή τραβούσε με κρύα καρδιά για το Λύκειο.

   Το μαρτύριο για την Τάνια άρχιζε όταν επέστρεφε από τη δουλειά της στο σπίτι. Η μοναξιά της, της την έδινε ενώ ζητούσε απεγνωσμένα κάποιον να κουβεντιάσει και δεν τον έβρισκε. Δεν τον έβρισκε και τότε έτρεχε στα δωμάτια των παιδιών και με τις καλές της ικανότητες της νοικοκυράς τους φρόντιζε και την τελευταία τους λεπτομέρεια για να της περάσει η ώρα και να πάψει να κάνει σκέψεις που την στενοχωρούσαν. Βέβαια το σπίτι ήταν μεγάλο και τα δωμάτια πολλά και την κούραζαν  αφάνταστα αλλά το έβρισκε  διασκεδαστικό να ασχολείται με τη φροντίδα τους.

   Πολλές φορές  αυτή τη μετριότητα της ζωής της την έβλεπε σαν κάτι το τυχερό και τη δεχόταν ενώ άλλες φορές επαναστατούσε, λέγοντας πως δεν άξιζε μια τέτοια και σκληρή ζωή. Και τότε η επιθυμία της για ανεμελιά και απολαύσεις μεγάλωνε αλλά δεν είχε την πολυτέλεια να τις ζήσει, έτσι που είχε συνηθίσει να βρίσκεται ώρες πολλές κλεισμένη στο σπίτι, στον εαυτό της και τα πάθη της. Όσο κι αν οι στεναγμοί της τα βράδια έξω στη βεράντα κάτω από τα άστρα ή τη μέρα κοιτάζοντας τα γράμματα του Λευτέρη με τους μουσικούς κι ερωτικούς του στίχους που είχε κλειδωμένα στα συρτάρι της, της έδιναν χαρά κι ένα τρυφερό λίγωμα δεν μπορούσαν να την κάνουν ιδιαίτερα ευτυχισμένη. Απλά της άφηναν μια στιγμιαία ερωτική ευχαρίστηση και ύστερα η σκέψη της συνέχιζε πάλι να κολλάει πάνω στο Λευτέρη και να βασανίζεται με τις αναμνήσεις που τους έδεναν. Και τότε ξεσπούσε σε δάκρυα αλλά ούτε κι αυτά την ανακούφιζαν παρά νόμιζε πως της έφερναν πυρετό στο σώμα της που έκαιγε και το ένιωθε σαν παραλυμένο.

   Τα απογεύματα κατέβαινε στο ισόγειο που καθόταν μια νοικάρισσα για να κουβεντιάσει και να ξεσκάσει. Η κυρία αυτή ήταν Γερμανίδα και τα κατάφερνε καλά να μιλά την ελληνική γλώσσα. Αλλά και η ίδια η Τάνια μιλούσε καλά Γερμανικά αφού είχε ζήσει εκεί τρία χρόνια με τον άντρα της πριν διοριστεί ενώ αυτός ήταν αποσπασμένος και δούλευε σε ελληνικό σχολείο της διασποράς. Καθόταν συνέχεια κι αυτή στο σπίτι, φορούσε μια ρόμπα όπως και η Τάνια με μεγάλα κουμπιά που έκρυβε από μέσα τα αφράτα στήθη της μ’ ένα ζιπουνάκι και την περίμενε γύρω στις πέντε με το χαμόγελο στα χείλη. Κι εκείνη ερχόταν απλά ντυμένη με ένα κοντό φουστάνι όταν δεν φορούσε τη ρόμπα, με μικρές πράσινες παντούφλες και τα μαλλιά της μαζεμένα και δεμένα πίσω με μια καφετιά λουρίδα. Πίνοντας τον καφέ τους έπιαναν την κουβέντα περί ανέμων και υδάτων αλλά ποτέ για άντρες κι έρωτες. Η κυρία ήταν κι αυτή πληγωμένη από το βέλος του έρωτα αφού ο άντρας της την είχε παρατήσει για χάρη μιας άλλης νεότερης, πληθωρικής και σπιρτόζας. Έτσι  αυτή ζούσε με την οκτάχρονη κόρη της και ήταν αφιερωμένη πιστά σ’ αυτή φροντίζοντάς την όλη μέρα και βοηθώντας την στα μαθήματα του σχολείου.

   Φεύγοντας από τη νοικάρισσα ανέβαινε σπίτι. Έριχνε μια ματιά στα παιδιά της που διάβαζαν ήσυχα στα δωμάτιά τους και αποτραβιόταν και πάλι στο γραφείο της. Άνοιγε ένα χαρτοφύλακα που είχε χρόνια γεμάτο σημειώσεις προσωπικές, κάτι σαν ημερολόγιο και διάβαζε κάποιες αράδες που τις έκρινε εκείνη τη στιγμή απαραίτητες.  Σαν χόρταινε τις σοφίες τους τις εγκατέλειπε στο φάκελο και διάβαζε τώρα μερικές σελίδες από κάποιο μυθιστόρημα από τα τρία  που της είχε κάνει δώρο ο Λευτέρης σε στιγμές τρυφερότητας και πάθους. Ύστερα το άφηνε με ένα λυπητερό αναστεναγμό κι έπιανε μερικά αποκόμματα εφημερίδων που είχε κρατήσει και είχαν άρθρα και επισημάνσεις του Λευτέρη. Στη συνέχεια σηκωνόταν, πλησίαζε τον καθρέφτη που ήταν πάνω από το μικρό σαλόνι του γραφείου και κοιταζόταν. Έβλεπε το πρόσωπό της για λίγο και μετά άφηνε το κεφάλι της  να πέσει με δύναμη κάτω λες και ήθελε να το ξεκολλήσει από πάνω της. Έτσι σκυμμένη έμενε για λίγο βλέποντας όνειρα που επιθυμούσε να τα ζούσε κάποια στιγμή. Ευχόταν δε από μέσα της αν και της φαινόταν τραγικό και παράξενο να πέθαινε καλύτερα αν δεν της παρουσιαζόταν κάποια ευκαιρία για να ζήσει και πάλι τη ζωή της με κάποιον άντρα ή  με το Λευτέρη αν ξαναγύριζε.  Όταν πια περπατούσε ξεκολλώντας από τον καθρέφτη  πέρα δώθε στο δωμάτιο και βαριόταν, ξεσκόνιζε τα ράφια, ταχτοποιούσε τα βιβλία, τίναζε τα χαλιά και περνούσε με γυαλιστικό τα δυο κηροπήγια που της είχε χαρίσει ο άντρας της. Αν και δεν της άρεσε η μοδιστρική καθόταν μετά κοντά στη τζαμαρία του σαλονιού για να βλέπει κι έξω και περιποιόταν τα ρεβέρ των δικών της φουστανιών αλλά και των κοριτσιών της. Στη συνέχεια πήγαινε στην κουζίνα, μαγείρευε ένα ορεκτικό φαγητό για την άλλη μέρα κι επέστρεφε πάλι στο καθιστικό. Τα παιδιά της είχαν τελειώσει το διάβασμα και την περιτριγύριζαν σαν τις πεταλούδες το φως.   Αυτή τα χάιδευε κι έπιαναν την κουβέντα. Ύστερα έτρωγαν. Τους έκανε παρέα και δεν τους χαλούσε το χατίρι να φάει κι αυτή κάτι αν και το απόφευγε τα βράδια για να διατηρεί τη σιλουέτα της κομψή χωρίς περιττά κιλά. Κατάπινε με ευχαρίστηση μια δυο μπουκιές, έτσι να τα ξεγελάσει και καθάριζε κι έτρωγε ένα μήλο. Σιγά- σιγά τα παιδιά αποτραβιόταν και πάλι στα δωμάτιά τους κι ετοιμάζονταν για ύπνο. Αυτή μάζευε το τραπέζι, ταχτοποιούσε το νεροχύτη και καθόταν πάλι στο σαλόνι. Την ευχαριστούσε αυτή η αίσθηση που ένιωθε να σκέφτεται διάφορα και απολάμβανε τη μοναχική αλλά φιλική ατμόσφαιρα του σπιτιού. Μέχρι να πάει να κοιμηθεί περπατούσε σχεδόν όλο της το μικρό δρομάκι της ζωής με την αχαλίνωτη φαντασία της.

   Για να σπάσει την πλήξη της, σκέφτηκε να γίνει συνδρομήτρια σε λογοτεχνικά περιοδικά κι εφημερίδες. Πλήρωσε τη συνδρομή της κι αμέσως εκείνα αποστέλλονταν ανελλιπώς χαρίζοντάς της ώρες ατελείωτες με το ευχάριστο διάβασμά τους. Τα δυο λογοτεχνικά περιοδικά η << Τριφυλιακή Ζωή >> και <<Θέσεις και Αντιθέσεις >> της προσέφεραν τρυφερά λογοτεχνικά κείμενα αγάπης και ποιήματα που της εξήπταν τη φαντασία και της ζέσταιναν την ήδη κατεψυγμένη της ψυχή. Στην εφημερίδα << Μεσσηνιακή Γνώμη >> που έγραφε ο Λευτέρης, έβρισκε πάσης φύσεως ρεπορτάζ κι ενδιαφέροντα άρθρα για τον πολιτισμό, την οικονομία και την επιστήμη. Διάβαζε συνήθως μετά τον απογευματινό καφέ, το βραδινό φαγητό και τις Κυριακές και τις αργίες που ήταν ελεύθερη. Έβρισκε ανακούφιση στο διάβασμα και το συνέχιζε χωρίς να το σταματά. Για το λόγο αυτό προμηθευόταν και λογοτεχνικά βιβλία από τα βιβλιοπωλεία της πόλης σαν  έβγαινε στην αγορά για τα ψώνια της.

   Την αγορά των βιβλίων την είχε και για τρόπο ζωής να ξεδίνει γυρίζοντας στους δρόμους με τα μαγαζιά αφού οι έξοδοί της ήταν περιορισμένοι ενώ δεν πήγαινε ποτέ σε καφετέρια ή εστιατόριο με φίλους ή με τα παιδιά της. Κι αυτό γιατί έτσι είχε συνηθίσει κι όταν ζούσε κι ο άντρας της. Μάλλον αυτός την είχε συνηθίσει να κάνει τέτοια στερημένη ζωή γιατί φοβόταν να την βγάζει έξω για να μην τη χάσει. Οικογενειακές φιλίες δεν είχε παρά με την οικογένεια του συχωρεμένου εραστή της Αργύρη.  Με τις δυο αδερφές και τους άντρες τους έκανε που και που παρέα αλλά χωρίς ιδιαίτερες εξάρσεις και σπουδαίες συγκινήσεις. Εξαιτίας του εγωισμού και της σκληρότητας της συμπεριφορά της οι γύρω της δεν την ήθελαν και την απόφευγαν όπως ο διάβολος το λιβάνι. Ίσως και να την ζήλευαν για τις καλές σχέσεις με τους άντρες.  Αλλά κι επειδή είχαν ακούσει και πολλά για τα κέρατα που έβαζε στον άντρα της.

   Ζούσε έτσι με την ηθική της υπό αμφισβήτηση  από τον κόσμο χωρίς αυτό να την πειράζει και να τη στενοχωρεί. Μέσα της η σιωπηλή φλόγα για τη ζωή διατηρούταν κι όλο έψαχνε την ευκαιρία που θα την έκανε να ξεσαλώσει και πάλι και ν’ αρχίσει τις τρέλες της όπως μια φορά. Καθόταν και σκεφτόταν τον άντρα της. Της είχε κακοφανεί που δεν είχε πάρει έναν άντρα της προκοπής από έρωτα αλλά από τύχη, χωρίς να ρωτήσει την καρδιά της. Έναν άντρα που να την έκανε ευτυχισμένη όσο ζούσε και να μην τον βαρεθεί όπως έγινε με το συχωρεμένο από την πρώτη κιόλας μέρα του γάμου τους! Θα ήθελε έναν άντρα όμορφο και ψηλό, έξυπνο και με μπρίο κι όχι σαν το δικό της, τόσο κακοκαμωμένο, και μίζερο κι ελάχιστα γνωστό στο χώρο της κοινωνικής και δημόσιας ζωής.  Αν και ήταν καθηγητής την είχε ταπεινώσει πολλές φορές και οι επιλογές του στον τρόπο ζωής του, της θύμιζαν συντηρητισμό και μοναχισμό που μόνο ντροπή της προξενούσαν. Για να ξεσπάσει πολλές φορές βλέποντάς τον να ζει σαν περιθωριακός, κλεινόταν στο δωμάτιό της κι έκλαιγε ενώ χτυπούσε με δύναμη τα πόδια της κάτω από αγανάκτηση και τσίριζε σαν μικρό παιδί για το λάθος της να τον παντρευτεί. Και ύστερα ανοίγοντας το παράθυρο να μπει κρύο αέρας και να την δροσίσει από τη νευρική θέρμη  που την έκαιγε, ξεφώνιζε, δαγκώνοντας τα χείλη της από λύσσα: << Ω! Θεέ μου! Τι μικρός άνθρωπος  μου έτυχε! >>  

   Συνέχεια όσο ζούσαν μαζί αισθανόταν τον εαυτό της πληγωμένο κι αυτόν τον ένιωθε σαν ένα ξένο πράγμα που το σιχαινόταν και ήθελε να απαλλαγεί αλλά δεν μπορούσε. Με τον καιρό οι τρόποι του γίνονταν πιο χοντροί κι άξεστοι κι αυτό την έκανε να τον μισεί αφάνταστα και να μην τον θέλει. Πάντα μετά το φαγητό σαν έτρωγε δυο πιάτα φαγητό, ό,τι κι αν ήταν κι έπινε ακατάπαυστα μια πίσω απ’ την άλλη μέχρι δέκα ρουφηξιές κρασί, σηκωνόταν από το τραπέζι και καταπίνοντας ακόμη στο διάδρομο, κατέβαινε και μπαίνοντας στο αγροτικό αυτοκίνητο έφευγε για το χωριό. Εκεί έκανε κάποιους λογαριασμούς στο σπίτι και μετά ριχνόταν σαν είλωτας στα χωράφια του και τα καλλιεργούσε ως τη δύση του ήλιου, γυρνώντας στο σπίτι καταλασπωμένος με κόκκινα μάτια και πρησμένα χέρια.

   Η Τάνια σαν έφευγε έκλαιγε κρυφά όχι γιατί την πείραζε αλλά γιατί ένιωθε πως την πρόσβαλλε και την περιφρονούσε. Και για να συνέλθει έβγαινε έξω στο μπαλκόνι και κοίταζε τους περαστικούς άντρες που περνούσαν στο δρόμο στέλνοντάς τους με το φιλήδονο βλέμμα της κάτι σαν νευρικό πείραγμα. Στο βάθος της ψυχής της, άθελά της ή θελημένα περίμενε την ευκαιρία. Την ευκαιρία να τον απατήσει πάλι!  Έτσι τώρα μετά το θάνατό του συνέχιζε να βγαίνει στο μπαλκόνι και να ψάχνει με το βλέμμα της κάποιον άλλο αλλά και να θυμάται τους δυο της εραστές. Πρώτα σκεφτόταν τον Αργύρη, αυτόν τον συχωρεμένο. Ούτε που κατάλαβε πως αυτή μια κόμισσα αστραφτερή έπεσε στην αγκαλιά ενός τόσου βρώμικου χοιριδίου. Απλά θυμόταν πως όταν του είπε το << ναι >> μέσα στο γραφείο που ξεροστάλιαζε, φορούσε ένα βελουδένιο όμορφο φόρεμα με ωραίες γιακάδες και καθισμένη στην καρέκλα τον κοίταζε και του κουνούσε ελαφρά φοβισμένη τα δάχτυλά της. Τίποτα άλλο. Πως μετά έμπλεξε μ’ αυτόν τον άνθρωπο που την εκνεύριζε το ντύσιμό του, το κοντό του ανάστημα με το καραφλό κεφάλι και το πιθηκίσιο περπάτημα, ούτε και η ίδια ποτέ δεν μπόρεσε να το χωνέψει!  Κι όμως πήγαινε μ’ αυτό τον άνθρωπο που κάποτε είχε πει στο Λευτέρη, στην επιμονή του πως τα έχει μαζί του: << όταν έχεις ένα πιάτο μπροστά σου καθαρό ποτέ δεν θα το αφήσεις για να πάρεις ένα άλλο βρώμικο! >> υπονοώντας σαν βρώμικο τον Αργύρη και καθαρό το Λευτέρη!

   Αλλά αφιέρωνε ελάχιστο χρόνο της μνήμης της μαζί του. Τον είχε σιχαθεί τόσο που θα ήθελε και τώρα ακόμη που ήταν πεθαμένος να τον έβλεπε να σέρνεται στο δρόμο σαν άρρωστο φίδι για να τον εκδικηθεί που την παρέσυρε.

   Ύστερα ερχόταν στη μνήμη της ο Λευτέρης. Ω! Τη δύστυχη! Γι’ αυτή σήμαινε πολλά! Ναι, δεν ήταν ευτυχισμένη μακριά του και ο μαρασμός της ζωής της, το ‘ξερε καλά οφειλόταν στην αχαριστία της, τα πάθη της και την απιστία της! Αν μπορούσε να τα τιθασεύσει! Όχι, δυστυχώς δεν μπορούσε και να που έφτασε τώρα να πέσει από την ευτυχία στη δυστυχία, να ζει μόνη της ενώ αυτός είναι τόσο κοντά της, σχεδόν δίπλα της που ώρες- ώρες νιώθει πως ακούει την ανάσα του. Κι αν υπήρχε ένας άντρας ωραίος, δυνατός και καλλιεργημένος που να την αγαπάει σαν τρελός, αυτός ήταν μόνο ο Λευτέρης.  Φύση γενναία, όλο ενθουσιασμό, λεπτότητα κι ευγένεια  με καρδιά χρυσάφι και όψη αγγέλου που πάντα ήξερε να κάνει τις χορδές της καρδιάς της να ηχούν με μουσικές ουράνιες που την έκαναν να ζει για μέρες και νύχτες ολόκληρες στον παράδεισο.

   Τα ‘βαζε με την τύχη της. Δεν τη βοηθούσε όπως ήθελε και αναζητούσε τους λόγους. Αλλά δεν την ωφελούσε σε τίποτα. Όσες σκέψεις κι αν έκανε να βρει αυτό που την έφερε μακριά του, χανόταν στο ειρωνικό χαμόγελο που έσκαγε στα χείλη της, λέγοντας πως η ίδια δεν έφταιξε σε τίποτα αλλά κάποια κατάρα την κυνηγούσε και την απομάκρυνε από την ευτυχία που ζητούσε.

   Τον έβλεπε στον ύπνο της. Τον έβλεπε να κάνουνε έρωτα και να πετιέται πάνω λουσμένη στον ιδρώτα ενώ οι κραυγές της ηδονής που έβγαζε έφταναν μέχρι τα δωμάτια των παιδιών της.  Ακόμη να κάνουνε περίπατο πιασμένοι χέρι –χέρι ή να συζητούν στο σχολείο ή να ταξιδεύουν σε νησιά και μακρινά μέρη. Το πρωί σαν ξυπνούσε η πλήξη της, της έφευγε και η θέληση της να πάει και να τον ξαναβρεί μεγάλωνε. Ένιωθε πως την κυβερνούσε ακόμη αυτός και της άρεσε που ήταν ο αφέντης κι ο δαμαστής της. Η σκληρότητά της υποχωρούσε και η σιωπηλή της καρτερικότητα να τον περιμένει την έκανε ευτυχισμένη. Ακόμη θυμόταν το πρωί που ξυπνούσε πως όταν τον ρωτούσε αν  την προσβάλλει  σαν γυναίκα αυτό που κάνει να απατά τον άντρα της μαζί του, αυτός της απαντούσε νηφάλιος πως δεν τον ένοιαζε τι έκανε γιατί γι’ αυτόν ήταν μια γυναίκα με ευαίσθητες ερωτικές ορμές που όσο τις δονούσε τόσο και αύξαναν τον ηδονισμό και την απόλαυσή του. Και τότε αυτή σαν ένα παραχαϊδεμένο παιδί αφηνόταν στις θωπείες του και της ήταν δύσκολο να ξεκολλήσει από πάνω του και συμπιεσμένη από τη λαχτάρα της να τον κατακτήσει όλο και πιο πολύ έβαζε τα κλάματα και την έπνιγαν τα δάκρυα.

   Τα θυμόταν τώρα όλα αυτά κι ένιωθε δυστυχισμένη. Αν υποχωρούσε έστω και αργά ο δεσποτισμός της ίσως δε θα ήταν αυτή που θα πλήρωνε τα σπασμένα, όμως δε συγκρατήθηκε και να που βρισκόταν κοντά στην καταστροφή. Είχε μαντέψει καιρό τώρα πως μόνο θλίψεις την περίμεναν στο μέλλον κι αυτό την τρέλαινε και την έκανε να πονά βαθιά μέσα της.

   Ζούσε με το φόβο της καταστροφής. Νόμιζε πως θα αρρωστήσει και θα πεθάνει, πίστευε πως κάποια αρρώστια θα ξεσπάσει στα παιδιά της και πως μια οικογενειακή τραγωδία θα ξεσπούσε σύντομα για να την εκδικηθεί για όσα ανεπανόρθωτα κακά διέπραξε στον άντρα της, το Λευτέρη και στον εαυτό της. Έτσι καθόταν συνέχεια στα προσκεφάλια των παιδιών της, απόφευγε να κουράζεται και να σκέφτεται ζωηρές επιθυμίες ή να επιζητεί να εκφραστεί στον εαυτό της ή σε άλλους πόθους που της θύμιζαν τον παρελθόν και την τραυμάτιζαν. Όταν σκεφτόταν το Λευτέρη για να μην πληγώνεται, ψιθύριζε, πως μια φιλική σχέση κι ανθρώπινη είχε μαζί του, μια αθώα σχέση που συμβαίνει σε πολλούς ανθρώπους και τίποτα παραπάνω. Μια δύναμη που κι αυτή αγνοούσε από που ερχόταν, προσπαθούσε να της συγκαλύψει την αγάπη της γι΄ αυτόν, ενώ συνέχιζε να υποφέρει και να ζει μέσα σε μια σαγηνευτική χαύνωση κάτι σαν μια γλυκύτητα από τη θεϊκή του ύπαρξη που  παρά τη θέλησή της ερχόταν με ασέβεια για να την τυραννήσει στη μνήμη της. Έτσι η ζωντανή και μυστηριακή αγάπη για αυτόν τον άνθρωπο ενεργούσε μέσα της μέρα με τη μέρα σαν πνευματικό θυμίαμα. Ώσπου της παρουσιάστηκε μια άλλη ευκαιρία κι έκρινε καλό να δοκιμάσει τα συναισθήματά της που έμοιαζαν σαν ένας αποχαλινωμένος χείμαρρος που μεταβάλλεται σε καταστροφή στο διάβα του και παρασέρνει τα πάντα.

 

 

 

 

                                              2

 

 

 

 

   Το καλοκαίρι κάποιος άνθρωπος του περιβάλλοντός της, σκέφτηκε πως έπρεπε να παντρευτεί πάλι και να φτιάξει τη ζωή της. Έτσι της έγινε κολλιτσίδα και όπου την έβρισκε την πίεζε και άνοιγε μαζί της λεπτομερή συζήτηση για τα οφέλη ενός τέτοιου γάμου χωρίς να θιγεί βέβαια η οικογενειακή της συνοχή. Την πρώτη φορά που της  ξεφούρνισε το νέο, της είχε πει, πως μόνη της χωρίς σύζυγο ήταν δύσκολο να τα φέρει βόλτα και πως της συνιστούσε να βρει κάποιον να ζει μαζί κι αν ταίριαζαν να προχωρούσε σε γάμο. Μπορεί να της φαινόταν παράλογο και ρηξικέλευθο ή ακόμη κι ανήθικο είχε όμως το δικαίωμα να προχωρήσει σε μια  τέτοια κοινωνική ανάγκη αδιαφορώντας για τα μάτια του κόσμου που θα έπεφταν πάνω της σαν το έκανε ή και τις κακές γλώσσες που θα της έσουραν τα εξ’ αμάξης για την ανηθικότητα που την κατάτρωγε.

   Αυτή από τη λαχτάρα της για δράση  και να βρεθεί πάλι στο επίκεντρο μιας άλλης ζωής λιγότερης μίζερης απ’ αυτή που ζούσε, τα άκουσε με έκπληξη αλλά και μ’ ευχαρίστηση και του είπε πως θα το σκεφτεί. Σαν έμεινε μόνη ο πόθος της που είχε ανάψει με τα λόγια του για έναν ακόμη άντρα στο κρεβάτι της άναψε και με βίαιο τρόπο της αναστάτωσε την ψυχή, έτσι που ορκίστηκε πως άμα της  παρουσιαζόταν η ευκαιρία που τόσο ωραία την είχε εξιστορήσει ο άνθρωπός της δε θα την κλοτσούσε αλλά θα γαντζωνόταν πάνω στον άντρα που θα της προσφερόταν και θα του ρουφούσε όλο του το μεδούλι. Κι όσο περνούσαν οι μέρες ανυπομονούσε να την επισκεφτεί πάλι ο άνθρωπός της για να του πει πως σκέφτηκε αυτό που της είπε και πως το θεωρεί σωστό και πως πολύ αυτή τη στιγμή τον έχει ανάγκη έναν τέτοιο άντρα και δε βλέπει την ώρα και τη στιγμή να της παρουσιαστεί.

   Και τότε σκεφτόταν τη δυσάρεστη προοπτική της που την περίμενε στο σπίτι μόνη χωρίς άντρα με το χρόνο να τη μαραζώνει και να τη γερνά όχι χαρούμενη κάτω από την φροντίδα του αλλά παντέρημη μέσα στη θλίψη και τη μοναξιά.  Ένας άντρας όσο κι αν μπερδεύεται στα πόδια της γυναίκας μέσα στο σπίτι, εκπροσωπεί τη δύναμη, την εξουσία, την πετυχημένη οικογενειακή συνοχή και την αντίληψη πως το ζευγάρι ζει σιωπηλές μεν αλλά αναγκαίες ερωτικές στιγμές. Ήταν και τα παιδιά της. Όσο κι αν θα τον έβλεπαν για ξένο σώμα στην οικογένεια, το ζωηρό του ενδιαφέρον γι΄ αυτά σίγουρα θα ενίσχυε την πίστη τους στον άνθρωπο και θα κοιτούσαν με χαριτωμένο βλέμμα τη ζωή, μετά το σοκ που είχαν πάθει σαν έχασαν τον πατέρα τους. Ακόμη με αυτόν τον άντρα δίπλα της θα μπορούσε να στηρίξει τα παιδιά της και ψυχολογικά όταν θα έμπαιναν σε λίγο στην εφηβεία  και  τα τρία, να τους συντηρήσει τη δύναμη που χρειάζεται για να μη διαλυθεί κανείς στα εύθραυστα αυτά χρόνια.

   Ο συχωρεμένος της είχε αφήσει μεγάλη περιουσία. Χιλιάδες ρίζες ελιές, δεκάδες στρέμματα καλλιεργήσιμης γης, σπίτια, ακίνητα σε παραθαλάσσιες περιοχές και μετρητά. Της άφηναν μεγάλο ετήσιο εισόδημα που το επένδυε χωρίς σπατάλες και δεν αντιμετώπιζε το φάσμα της φτώχειας και της οικονομικής κρίσης. Δεν πουλούσε ούτε αγόραζε αλλά ό,τι είχε το διατηρούσε προσέχοντας να κρατά τις αντικειμενικές του αξίες στα ύψη της αγοράς. Όμως με τον καιρό σήκωσε τους  ώμους και είπε << δεν μπορώ άλλο να τα φροντίζω μόνη μου, κουράστηκα! Θέλω κάποιον άντρα να κάνει το όργωμα, το κλάδεμα, το μάζεμα των ελιών και το εμπόριο του λαδιού!>> και σκέφτηκε ή να τα παρατήσει και να ρημάξουν ή να τ’ αναλάβει κάποιος έστω και μισακά. Τα έδωσε σε κάποιον που με τη σειρά του τα μεταβίβασε σε αλλοδαπούς μετανάστες να τα καλλιεργούν, να τα συντηρούν και να μαζεύουν τους καρπούς. Γρήγορα κατάλαβε πως την εκμεταλλεύονταν και της τα έτρωγαν. Αυτή έβλεπε όλα αυτά που γίνονταν στην περιουσία της και στύλωνε τα μάτια της ικετευτικά πάνω στα τρία κορίτσια της, λέγοντάς τους με παράπονο: << Τι λέτε να κάνουμε! Αν  τα αφήσουμε θα χαντακωθούμε οικονομικά, να τα δουλέψουμε δεν μπορούμε, τι να τα κάνουμε τότε; Να τα πουλήσουμε;>> Αυτά την κοιτούσαν συγκινημένα και δεν απαντούσαν. Εξάλλου στην ηλικία που ήταν τι ήξεραν από περιουσίες;

   Αυτός ήταν κι ένας λόγος ακόμη που ήθελε να βρει έναν άντρα  για να τον ρίξει στη δουλειά αλλά και να τον ανεβάσει στο κρεβάτι της βάζοντάς τον στο σπίτι της. Το ευχόταν αυτό πολύ και τα βράδια έμενε άυπνη πολλές φορές να σκέφτεται ευτυχισμένες στιγμές μαζί του, κάνοντας σκέψεις όπως αυτή που θα του ζητούσε αν τον έμπαζε στην κάμαρά της να είναι τρυφερός μαζί της και να επικεντρώνει και το ενδιαφέρον του σαν του έμενε ελάχιστος χρόνος από την ασχολία του με τα χωράφια και σ΄ αυτή και να την προσέξει  ιδιαίτερα, δίνοντάς  της όχι συντροφιά ή σαρκική  επαφή μόνο, αλλά και αγάπη. Για έρωτα δε μιλούσε γιατί είχε πάθει τέτοια σύγχυση μέσα της μ’ αυτά τα δυο συναισθήματα του έρωτα και της αγάπης που δεν τα ξεχώριζε.

   Όταν περπατούσε κατά μήκος κάποιου δρόμου ή το πρωί που πήγαινε στο σχολείο ή γυρνούσε, σκεφτόταν πόσο αυτό θα ήταν ωραίο αν το έκανε το  απόγευμα στο δρόμο της παραλίας περπατώντας συντροφιά μ’ έναν άντρα. Σκεφτόταν το Λευτέρη.  Δύσκολο να περπατήσει μ’ αυτόν ή να τον βάλλει στο κρεβάτι της γιατί αφ’ ενός είχαν σχεδόν χωρίσει αφ’ ετέρου αυτός είχε δρόμο να κάνει μπροστά του στεφανωμένο με δόξες και τιμές. Ένιωθε μια ευχάριστη ζάλη και μετά μια ελαφρά νάρκωση που έχανε το βήμα της. Της φαινόταν  τότε πως περπατούσε κι αυτός ρυθμικά δίπλα της και πως η ανάσα του της ζέσταινε τον κρύο αέρα του προσώπου της. Συνέχιζε να περπατάει. Κι όταν τον έχανε από δίπλα της, τότε της ερχόταν πάλι στη σκέψη ο οποιοσδήποτε άντρας που θα την έκανε ευτυχισμένη. Στο σπίτι όταν έβγαινε στο μπαλκόνι και κοιτούσε κάτω το δρόμο άπλωνε τα χέρια της και τα κουνούσε γεμάτη μυστήριο λες και θα ‘πιανα το Λευτέρη!  Μετά υψώνοντας τα μάτια της στον ουρανό έμοιαζε σαν να προσευχόταν, ψιθυρίζοντας: << Θεέ μου, ξέρεις πως πονώ! Φέρ’ τον πάλι πίσω γιατί χωρίς αυτόν θα τρελαθώ! >> Και αμέσως μετανιώνοντας γιατί ήταν σίγουρη πως ο Λευτέρης την είχε ξεγράψει από την ατζέντα του, σκεφτόταν από μέσα της: << Αν όχι το Λευτέρη  τουλάχιστον τον άλλον που μου προξένεψε ο άνθρωπος του περιβάλλοντός μου! Κι αν κάτι στραβώσει μ’ αυτόν, ε, τότε κάποιον άλλον! >>

   Φαίνεται πως η προσευχή της εισακούσθηκε  κι ένα ωραίο πρωί μιας  Κυριακής του Ιουλίου  την επισκέφτηκε μια μεσόκοπη κυρία κοντά στα σαράντα πέντε. Είχε μεγάλη εγκαρδιότητα από την πρώτη στιγμή μαζί της και της εξήγησε χωρίς περιστροφές το λόγο της επίσκεψής της. Την είχε στείλει ο άνθρωπος του περιβάλλοντός της, της είπε, για να συζητήσουν μ’ αυτή πλέον το πρόβλημά της. Γνώριζε, της είπε, πόσο καλή ήταν και πόσο δυστυχισμένη και την προτίμησε να της συστήσει τον ενδιαφερόμενο γαμπρό που δεν έβλεπε την ώρα και τη στιγμή να γίνει ταπεινός της δούλος και να μοιραστούν στιγμές ευτυχίας μαζί. 

     Της Τάνιας αυτά της φάνηκαν πολύ γοητευτικά ενώ έδειξε μ’ ένα μικρό γέλιο ικανοποίησης πως  λίγο ακόμη και θα έλεγε το << ναι >> στον υποψήφιο γαμπρό. Κι ενώ ετοιμαζόταν να την ρωτήσει κάτι σχετικά με τον άνθρωπο που της πρότειναν να γίνει άντρας της, η γυναίκα που έδειχνε να είναι  από τη μικροαστική τάξη των εμπόρων, άνοιξε το στόμα της και με άνεση αλλά και ακατάσχετη φλυαρία της είπε, πως ο άντρας αυτός που προοριζόταν γι’ αυτή ήταν ο αδερφός της, στην ίδια ηλικία με την ίδια που δυστυχώς η γυναίκα του τον εγκατέλειψε με μια κόρη δέκα  ετών και ζει μόνος του στην Αθήνα. Πάνε πέντε χρόνια που χώρισαν και θέλει να ξαναφτιάξει τη ζωή του. Είναι έτοιμος ανά πάσα στιγμή να βρει μια γυναίκα στην ίδια μοίρα μ’ αυτόν, έντιμη και ηθική και να την παντρευτεί. Δεν τον νοιάζει το παρελθόν και η οικονομική της κατάσταση του αρκεί να είναι  γοητευτική στην εμφάνιση και ευγενική στους τρόπους.  Εσύ της είπε, αυτά που ζητάει τα διαθέτεις γιατί σε ξέρω τόσο καλά κι έχω ακούσει για σένα τόσα  καλά λόγια.  Ακόμη συνέχισε να της λέει η γυναίκα που όσο περνούσε η ώρα έδειχνε αποκαμωμένη που σου ερχόταν να γελάσεις, πως  ο αδερφός της είναι ιδιοκτήτης  μεταφορικού μέσου, φορτηγατζής δηλαδή, που κάνει ταξίδια στη Γερμανία μεταφέροντας αγροτικά προϊόντα και επιστρέφει φορτωμένος με βιομηχανικά είδη. Η νταλίκα του είναι καινούρια και τα ταξίδια γίνονται ευχάριστα αν και η απόσταση είμαι μεγάλη. Κερδίζει όμως αρκετά κι αυτό μετρά πολύ. Της είπε πως η ίδια είχε κάνει ένα τέτοιο ταξίδι μαζί του που  της έχει μείνει αξέχαστο. Την προέτρεψε αν όλα πάνε καλά και ζήσει μαζί του να κάνει κι αυτή το ίδιο και να ταξιδέψει.

   Όση ώρα μιλούσε η γυναίκα η Τάνια την άκουγε με προσοχή αλλά και με καχυποψία. Όταν δε της συστήθηκε πια ήταν και  η Τάνια τη γνώρισε και τη θυμήθηκε, φάνηκε να ψυχράθηκε και κούρνιασε στη θέση της σαν κουκουβάγια απογοητευμένη ρίχνοντας τα μάτια κάτω ενώ θα ήθελε πολύ  να εκπέμψουν μια φωτεινή λαμπεράδα. Κι’ αυτό γιατί άντρας και γυναίκα ήταν μίζεροι, τσιγκούνηδες και από τους πιο παλιανθρώπους στην πόλη. Έτσι η κοινωνική τους θέση έκανε κακή εντύπωση στην κόμισσα και την εξόργισε. Αυτό το είδε η γυναίκα και ορκίστηκε να μη λυγίσει  και ξανάρχισε πάλι τη φλυαρία για να περάσει το δικό της  και να εξυμνήσει τα πλεονεκτήματα του αδερφού της που μία τον ανέβαζε νοικοκύρη και την άλλη διαμάντι ανεκτίμητης αξίας. Επίσης της τόνισε πως η κατάκτησή του από μέρος της θα ήταν μια νίκη γι’ αυτή που θα την έβγαζε από την ψύξη και θα την έστελνε στη ζεστασιά της αγκαλιάς του που τόσο σοφά θα είχε επιλέξει η τύχη να βρεθεί αν αυτή έλεγε το << ναι >>.

   Όταν η γυναίκα της είπε όλα αυτά η Τάνια  την κοίταξε προσεχτικά κι έδειχνε πως σκεφτόταν υποτιμητικά  για τα προσόντα του αδερφού της. Κι αυτό φάνηκε κι από τη σιωπή της που κράτησε σαν τελείωσε να μιλάει και δεν την ρώτησε κάτι ή τουλάχιστον να υπαινιχθεί κάτι με ενδιαφέρον απ’ ότι άκουσε. Αυτή της η επιφυλακτικότητα ανάγκασε τη γυναίκα να ασχοληθεί στη συνέχεια με τις επιχειρησιακές δραστηριότητες του αδερφού της. Έτσι με μια δυνατή τώρα φωνή για να την πείσει πως ο αδερφός της πρόκειται για κελεπούρι γαμπρό και δεν πρέπει επ’ ουδενί λόγο να τον χάσει, συνέχισε λέγοντας, πως στο χωριό, το χωριό Ράχες εννοούσε γιατί από εκεί ήταν αυτή κι ο αδερφός της, υπήρχε το πατρικό σπίτι ακόμη που ίσως να το είχε δει η Τάνια αφού ζούσε εκεί, και πως ο υποψήφιος είχε μετατρέψει την αποθήκη του σε οινοποιείο που εμφιάλωνε κρασί και το πουλούσε στα εστιατόρια της Γερμανίας. Μπορεί και να το είχε ακούσει η ίδια ή να τον είχε πάρει το μάτι της στο χωριό. Έβγαζε αρκετά λεφτά κι από αυτή τη δουλειά, πράγμα που θα τους έκανε τη συμβίωση ευτυχισμένη χωρίς τις στερήσεις που σκοτώνουν τον άνθρωπο. Κι αυτά βέβαια πρώτα με το καλό αν τον παντρευόταν και τον έμπαζε στο σπίτι της και τον έκανε κορώνα στο κεφάλι της και αφέντη της.

   Μετά απ’ αυτά  η προξενήτρα  άλλαξε την έκφρασή της και της είπε  σοβαρή και δείχνοντας στενοχωρημένη, πως αν δεν δεχόταν την πρότασή της, την περίμεναν μαύρες μέρες χωμένη μέσα στη μοναξιά της και πως το χαμόγελο στα χείλη της όσο θα περνούσε ο καιρός θα σπάνιζε. Κανένα της όνειρο δε θα πραγματοποιούταν  και καλά θα έκανε να έβρισκε από τώρα τη γωνιά της για να αράξει. Τη φόβισε ακόμη λέγοντάς της πως μπορούσε να αρρωστήσει και τότε ποιος θα την κοίταζε ενώ αυτός αν ήταν μαζί της σίγουρα θα τη φρόντιζε και θα τη στήριζε. Όσο για τον κόσμο που θα έβλεπε με ζήλια και καχυποψία αυτή τη σχέση, όφειλε να τον αγνοήσει για το  καλό της και να τον γράψει στα παλιά της τα παπούτσια. Και πως οι κακές γλώσσες αντί να  ακονίσουν το γλωσσίδι τους για να της ψάλλουν τον εξάψαλμο καλό είναι να το βουλώσουν και να κοιτάξουν πρώτα τα δικά τους σακούλια που κουβαλούνε στις πλάτες τους  και ύστερα να ξεράσουν τα φαρμάκια τους. Τελειώνοντας της ανέφερε με πείσμα  πως δεν είναι υποχρεωμένη να δώσει λόγο σε κανέναν κερατά για ό,τι θα κάνει ακόμη και στα παιδιά της αλλά μόνο στο Θεό!

   Η Τάνια πήρε μια στάση τρυφερή και δουλική που θύμιζε καλογριά σε ώρα προσευχής. Η έκφραση του προσώπου της πήρε μια απροσδιόριστη χροιά και χωρίς να είναι ούτε θυμωμένη αλλά και ούτε χαρούμενη της είπε με μια ελαφρά λάμψη στα μάτια:

   --- Σε ευχαριστώ καλή μου, γυναίκα! Δεν μπορώ να σου ανακοινώσω τώρα τις προθέσεις μου αλλά επιφυλάσσομαι για άλλη φορά. Προς το παρόν ας αρκεστούμε να πιούμε έναν καφέ που η ταπεινότητά μου αφοσιωμένη στη γλαφυρή εξιστόρησή σου, ξέχασε να προσφέρει.

   Αυτή αρνήθηκε. Σηκώθηκε και πηδώντας νευρικά κατά την πόρτα της εξόδου, της είπε με μια απροσδόκητη ταχύτητα:

   --- Την άλλη φορά που θα ξανάρθω και θα έχουμε καλά νέα τον απολαμβάνουμε! Τώρα ας μου επιτρέψεις να φύγω!

   Και ασπάζοντάς την και στα δυο μάγουλα κατέβηκε γρήγορα την σκάλα σαν να την κυνηγούσαν.

   Η Τάνια σαν έκλεισε την πόρτα  πίσω της, ανέβηκε και κάθισε στο σαλόνι. Ένιωθε υπέροχα και ήταν βέβαιη πως αν έλεγε το << ναι >> σίγουρα θα βάδιζε στο σωστό δρόμο. Και καθώς στεκόταν βυθισμένη στις σκέψεις της έφερε στο μυαλό της τον αδερφό της γυναίκας. Ναι, τον θυμόταν, τον είχε δει στο χωριό αλλά δεν του είχε δώσει σημασία. Εκείνος όμως πάντα όταν την πλησίαζε της έσκαγε ένα χαμόγελο και την έγδυνε με τα μάτια. Σ’ αυτόν λοιπόν τον τυχοδιώκτη της ασφάλτου και θαμώνα των μπαρ από εκείνη τη στιγμή η Τάνια αποφάσισε να δώσει την καρδιά της και να μοιραστεί τη ζωή της. Το << ναι >> ήταν ζήτημα ωρών ή ημερών.

 

 

 

                                                3

 

 

 

   Σε δέκα μέρες ο άντρας αυτός ήρθε στο σπίτι της. Ήταν ένας κοντός γεροδεμένος άντρας με χοντρό κεφάλι και μ’ ένα κοντό γκρίζο γενάκι που του έδινε αγριότητα.  Φορούσε τζιν παντελόνι, κοντομάνικο μπλουζάκι και στα χέρια του βαστούσε σφιχτά το πακέτο με τα τσιγάρα του. Δεν ήταν ιδιαίτερα εντυπωσιακός κι αυτό την έκανε να τρομάξει να του μιλήσει σαν εκείνος στάθηκε μπροστά της κι  έδειχνε ντροπαλότητα κι αμηχανία. Αφού τον έφαγε η ορθοστασία και ανέπνεε τον ανοιξιάτικο αέρα που έμπαινε από την ανοιχτή μπαλκονόπορτα, άκουσε να του λέει να καθίσει και του έδειξε ένα κίτρινο καναπέ δίπλα στην τηλεόραση.  Αυτός σαν κάθισε φάνηκε πως ήταν αφοσιωμένος πάνω της και την εξέταζε προσεκτικά σε σημεία που εξέθετε τον εαυτό του. Η Τάνια προσπάθησε να εξοικειωθεί μαζί του και σαν του ζήτησε συγγνώμη έτρεξε και του έφερε μια φλιτζάνα καφέ κι ένα ποτήρι νερό. Έτσι αφού έσπασε τον πάγο ανάμεσά τους ο Θάνος, έτσι τον έλεγαν, πέρασε τα χέρια του στα μαλλιά του κι αφού τα χάιδεψε, άρχισε να της μιλά για την επαγγελματική του δραστηριότητα, τα ταξίδια του στη Γερμανία, τις δυσκολίες της δουλειάς του, την  οικονομική κατάστασή του και τέλος μ’ ένα  τρόπο κάπως άκομψο της είπε και για την οικογενειακή του ζωή που ήταν να τη φτύνεις. Στο σημείο αυτό έριξε μια ματιά στην Τάνια από την κορφή ως τα νύχια και σαν την κοίταξε αμήχανα φάνηκε να ντροπιάστηκε κι έδειχνε έτοιμος να ξεσπάσει σε κλάματα. Μετά της είπε για το καλό και των δυο τους πρέπει να μην απορρίψουν αυτή τη προσέγγισή τους να γνωριστούν και που μπορεί να τους φέρει την ευτυχία σαν παντρευτούν. Την κοίταξε πάλι με μια ικετευτική ματιά ενώ έσβηνε το τσιγάρο του στα τασάκι  που είχε μπροστά του και ήταν το τρίτο   που είχα καπνίσει σε είκοσι λεπτά. Η Τάνια κοίταζε το σύννεφο του καπνού που  σκορπιζόταν ψηλά και μετά καθόταν πάνω στις κουρτίνες και πότε το έβλεπε σαν διασκέδαση και πότε σαν αστείο ενώ νευρίαζε και τιναζόταν από τη θέση της, κάνοντας μια κίνηση που λες και ήθελε να το βάλει στα πόδια σαν έκανε τη σκέψη πως όλη τη νύχτα θα μύριζαν καπνίλα.  Εκείνος συνέχιζε  να μιλάει και να τονίζει μία - μία τις λέξεις και περισσότερες εκείνες που είχαν σχέση με τη χωρισμένη γυναίκα του και την δεκάχρονη κόρη του. Λυπόταν που έγινε αυτό και ήταν μακριά τους αλλά δυστυχώς έτσι το έφερε η τύχη και ήταν υποχρεωμένος να το δεχτεί.

   Όταν έφτασε στην πρότασή του να τη ρωτήσει αν δέχεται να ζήσουν  κάποιο καιρό δοκιμαστικά μαζί και φυσικά αν ταίριαζαν να παντρευτούν θα είχε καπνίσει ίσως το δέκατο τσιγάρο του. Κι όσο να πάρει την απάντησή της δεν έλεγε να ξεκολλήσει από τα χείλη του το τσιγάρο που κάπνιζε.

   Η Τάνια έδειχνε συγχυσμένη. Τι να πει σ΄ έναν άγνωστο που στα καλά καθούμενα χτυπά την πόρτα της και της ζητά να γίνει γυναίκα του, ξέροντας πως δεν την αγαπάει; Τα νεύρα της τεντώθηκαν, η καρδιά της χτύπησε γρήγορα και νόμιζε πως θα λιποθυμούσε. Μετάνιωσε που τον έμπασε στο σπίτι της και σκέφτηκε να τον διώξει και να αφήσει τις διαπραγματεύσεις για άλλη φορά που θα είχε προετοιμαστεί κατάλληλα. Ακόμη να ισχυριστεί πως η ξαφνική του παρουσία αντί να την διασκεδάσει την λύπησε και πως θέλει χρόνο για να αποφασίσει για ένα τέτοιο πολύ σοβαρό θέμα που πρόκειται για τη ζωή τους.

   Όλα αυτά όμως κράτησαν για λίγο στο μυαλό της κι αμέσως με μια στάση προκλητική που τον σοκάρισε και μ’ ένα βλέμμα φιλήδονο κι αλαζονικό, διψασμένο από το κορμί του άντρα, του αναφώνησε με αποφασιστικότητα:

   --- Η πρότασή σου με τιμά. ιδιαίτερα! Θα κάνουμε παρέα κι αν δούμε πως ταιριάζουμε θα ενωθούμε! Εξάλλου γιατί να μην ταιριάζουμε! και με

στοργική φροντίδα σηκώθηκε και έφερε ένα γύρο από τον εαυτό της.

   Από τότε τον έφερε πολλές φορές σπίτι τόσο μέρα όσο και νύχτα. Στα παιδιά της είπε πως ο άνθρωπος αυτός έχει σοβαρό σκοπό για τη μητέρα τους και να τον βλέπουν σαν πατέρα τους. Μετά όμως από δυο μήνες ούτε και η ίδια καταλάβαινε πραγματικά τι είχε συμβεί και οι επισκέψεις του αραίωναν ενώ και η ίδια δεν τις αποζητούσε όπως στην αρχή. Έτσι η αποδοχή της  να δεχτεί να γίνουν ζευγάρι την κλόνιζε και καταριόταν την ώρα και τη στιγμή που αποφάσισε να κάνει και παντρειά μαζί του. Γιατί έγινε κι αυτό και τα Χριστούγεννα έκαναν πολιτικό γάμο στο δημαρχείο της πόλης. Έκτοτε κήρυξε τον εαυτό της εχθρό γι΄ αυτή της την απόφαση να βάλλει μια θηλιά στο λαιμό της.

    Ο Θάνος που βέβαια την εκτιμούσε δεν ήταν καλά μυημένος στα δεσμά της οικογενειακής σκλαβιάς και αγαπούσε την ελευθερία του, Γι’ αυτό ήταν και ο λόγος που χώρισε με τη γυναίκα του. Οι δρόμοι που του άρεσε να περπατά ήταν οι γκρίζοι και τον ζάλιζε η αρωματισμένη σκόνη που υπήρχε στα μαγαζιά εκείνα που μ’ ένα ποτήρι αλκοόλ στο χέρι, ένα τσιγάρο στα χείλη και δίπλα του κολασμένες γυναίκες του έδιναν πολύ κέφι στη ζωή του. Έτσι σύχναζε  μέσα σ’ αυτούς τους χώρους, ξεχνώντας το σπίτι του και την Τάνια που μόνο σαν χάιδευε τη γκρίζα γενειάδα του που της θύμιζαν λίγο τα χοντρά και πυκνά της μαλλιά την έφερνε στο νου του ενώ έκανε βαριεστημένος : << πρέπει να πάω να δω κι αυτή τη σκύλα που μου κόλλησε σαν τσιμπούρι! Ωχ! Θεέ μου! Ειλικρινά χαίρομαι που το λέω δεν κάνω κέφι να πάω! >> και τραβούσε απανωτές ρουφηξιές από το ποτήρι του, αραγμένος στην καρέκλα του μπαρ.

   Έτσι πότε στη Γερμανία να βρίσκεται και πότε στην Αθήνα ούτε που την έβλεπε την Τάνια. Την επισκεπτόταν  στην Κυπαρισσία μια φορά το εξάμηνο και πάντα ύστερα από τα δικά της παρακάλια. Η Τάνια είχε ρέψει από τη στενοχώρια της και είχε αποβάλλει για πάντα την καλοσυνάτη έκφρασή της. Εκνευριζόταν με το παραμικρό μπροστά στα παιδιά της και βρισκόταν συνέχεια αφηρημένη ενώ εκείνη η λαμπράδα που είχε άλλοτε στο λευκό της πρόσωπο ξεθώριασε που το έκανε κι έχασε τη φρεσκάδα του ενώ μια στεγνή και αφυδατωμένη επιδερμίδα άρχισε να ζωηρεύει, που της αλλοίωνε τα όμορφα χαρακτηριστικά της.

   Δεν ήταν όμως μόνο ο λόγος των αραιών επισκέψεών του στο σπίτι της που την έκαναν να νιώθει δυστυχισμένη που τον παντρεύτηκε. Ο κυριότερος λόγος ήταν αυτός της έλλειψης πνευματικής κατανόησης. Έτσι ακοινώνητος κι άξεστος που ήταν ο Θάνος, ποτέ δεν την ευχαρίστησε η συντροφιά του και όταν περνούσαν δέκα λεπτά μαζί του αυτή τον βαριόταν και η σκέψη της σκορπούσε από εδώ κι από εκεί σκοτεινιασμένη τόσο που πολλές φορές ένιωθε πως τον σιχαινόταν κι ας ντρεπόταν να το παραδεχτεί. Κι αν τύχαινε κι έφερνε στο μυαλό της  το Λευτέρη και τον σύγκρινε μ’ αυτόν τον άξεστο, ένιωθε αηδία για τον άντρα που ξάπλωνε γυμνή τις νύχτες μαζί του και χαράμιζε το κορμί της στην αγκαλιά του και μην μπορώντας να αντέξει άλλο τα κόκκινα από τον καπνό και το αλκοόλ μάτια του, σηκωνόταν κι έφευγε για το δωμάτιό της παρατώντας τον μονάχο του.

   Έτσι μετά από δυο χρόνια περίπου δυστυχισμένης έγγαμης ζωής μαζί του και συγκεκριμένα το καλοκαίρι του 1995 καθισμένη στην κρεβατοκάμαρά της, πήρε τη μεγάλη απόφαση. Είχε ξυπνήσει μετά από ένα κακό όνειρο και ήταν κακοδιάθετη. Είχε την αίσθηση της εγκαταλειμμένης  αφού αυτός της έλειπε για να του διηγηθεί και να μιλήσει μαζί του και κάθε αίσθηση χαράς είχε σβήσει από μέσα της. Έτσι όλα έδειχναν πως ο Θάνος την είχε ξεγράψει και τίποτα πλέον δεν τον τραβούσε κοντά της. Αλλά κι αυτής η καρδιά ήταν πάγος και ούτε της έκανε καμιά αίσθηση σαν άντρας.

   Ανακάθισε στην καρέκλα της, έγειρε πίσω το κεφάλι, έφερε τα μπράτσα της στα πόδια της και κοίταξε έξω τις αχτίδες του ήλιου που εισχωρούσαν από το τζάμι πάνω στις κουρτίνες και τις ανασκάλευαν παίζοντας με τα χρώματά τους και η ψυχή της χάρηκε.  << Τόσες λουρίδες φως τριγύρω μου κι εγώ δεν έχω καμία >> σκέφτηκε. << Όλα σκοτάδι και μόνο σκοτάδι >> και  παίρνοντας τα χέρια της από τα πόδια της ανακάτεψε με βία τα άφθονα μαλλιά της. Κι εκεί πάνω σ’ αυτή την τρέλα της, πήρε την απόφαση να τον διώξει. << Ναι το ζώο >> ψέλλισε << δεν αξίζει περισσότερο από ένα γουρούνι >> και κουνώντας πολλές φορές το κεφάλι της πήγε να ετοιμαστεί και να τον καλέσει μέσω της αδερφής του να έρθει για να βάλλουν μπροστά τη διαδικασία του διαζυγίου.

 

 

 

                                                    4

 

 

 

   Μετά το διαζύγιο   ένιωθε ήρεμη κι έβαλε πάλι τα γιορτινά της για μια καλύτερη ζωή. Ο Θάνος βέβαια την πολιορκούσε μέσω της αδερφής του και την πίεζε να ζούνε έστω και σαν φίλοι αλλά αυτή κακοποιημένη τόσο καιρό από τη συντροφιά του δεν ήθελε ούτε να τον βλέπει όχι και να ζούνε και μαζί. Θα ήταν μεγάλο λάθος της να τον κουβαλήσει και πάλι στο σπίτι της και να τον ρίξει στο κρεβάτι. Έτσι αυτός το πήρε απόφαση κι έμεινε μακριά της ζώντας το δικό του Γολγοθά μένοντας με τις αναμνήσεις της.

   Έτσι μόνη πια για να βρει τη γαλήνη της και την πνευματικότητά της αποφάσισε να φεύγει από την πόλη και να πηγαίνει στο χωριό, κάνοντας περιπάτους και να φροντίζει το σπίτι με τον κήπο του. Τα παιδίά της την άφηναν να περπατάει μονάχη της ως το κοντινότερο κτήμα, ντυμένη με φόρμα και παπούτσια γυμναστικής ενώ κατά μήκος της διαδρομής μιλούσε με πολλούς χωρικούς που σαν γνωστή τους την χαιρετούσαν και πολλοί ήταν ευλαβείς θαυμαστές της και προσκυνητές της θα λέγαμε. Πολλές φορές άφηνε το δρόμο πριν φτάσει στο χτήμα της κι έστριβε αριστερά για να μπει σ’ ένα λιβάδι κι από εκεί στο δάσος που τόσος φορές είχε επισκεφτεί με το Λευτέρη. Εκεί καθόταν για λίγο και ανέπνεε τον καθαρό και μυρωδάτο αέρα του και ξανάνιωνε. Ο αέρας αυτός της έκανε καλό και μαζί με την ομορφιά του τοπίου γινόταν πιο χαρούμενη σε σημείο που να ανακαλύπτει το πραγματικό νόημα της ζωής. Η ζωή σκεφτόταν δεν είναι πάθη, απιστίες και όνειρα απατηλά αλλά μία παράφορη ηδονή που πρέπει ο καθένας μας να την επιζητεί. Και τότε έφερνε στο μυαλό της όλα της τα λάθη που την οδήγησαν στην καταστροφή και τη δυστυχία.

   Ένα καλοκαίρι η Τάνια έφτασε στο χτήμα της μετά από ένα κουραστικό περίπατο κι ένιωθε πολύ εξαντλημένη. Κάθισε αλλά παραδόξως αισθάνθηκε μια απέραντη απογοήτευση παρά την τόση ομορφιά που απλωνόταν γύρω της. Άρχισε να γίνεται καχύποπτη για την ψυχική  και σωματική της υγεία πράγμα που δεν είχε κάνει ποτέ στο παρελθόν. << Ίσως να είναι στο χαρακτήρα μου >> σκέφτηκε << και στη γενναιοδωρία της σκέψης μου να σκαλίζει το παρελθόν και να προμαντεύει δυσάρεστο το μέλλον >> και ένιωσε ένα φόβο για την υγεία της. Από τότε έμενε περισσότερο  στο σπίτι  παρά στην αγκαλιά της φύσης που τόσο τη λάτρευε. Όμως εκεί ένιωθε πολύ μόνη κι απέραντη μοναξιά. Όταν ξυπνούσε νόμιζε πως ήταν οι πρώτες μέρες της χηρείας της που  έψαχνε για τον άντρα της, που δυστυχώς της έλειπε ενώ αυτή συνέχιζε να κοιμάται γυρίζοντας από την άλλη πλευρά πνιγμένη στο  κλάμα. Τα μεσημέρια πάλι στο τραπέζι ένιωθε μόνη παρά τη  συντροφιά των παιδιών της και με δυσκολία κατέβαζε κάτω το φαγητό, νιώθοντας μια παράξενη πια βεβαιότητα πως είναι εντελώς  μια νωθρή κι άχρηστη πινελιά στα παζλ της ζωής. Κι όσο περνούσαν οι μέρες κι ο Λευτέρης δεν έδινε σημεία ζωής αυτή υπόφερε και ζούσε κάτω από την απειλή της παράνοιας ή της τρέλας.

   Έτσι τα απογεύματα που ήταν και τα πιο δύσκολα άρχισε να βρίσκεται πιο πολύ στην κουζίνα και να τρώγεται με τις κατσαρόλες και τα πιρούνια και κουβεντιάζοντας μ’ αυτά πολλές ώρες όρθια μπροστά στο νεροχύτη ή τα ντουλάπια. Αισθανόταν καλύτερα και για να συνεχίσει αυτή την καλή της διάθεση πήγαινε ύστερα στα δωμάτια των παιδιών της και τα βοηθούσε στα μαθήματά τους, λύνοντάς μαζί τους τις ασκήσεις της αριθμητικής ή ανοίγοντας την εγκυκλοπαίδεια να πάρει τις πληροφορίες που ήθελαν. Ωστόσο ποτέ δεν μπορούσε να διώξει από τη σκέψη της τον άντρα της ή να ξεχάσει το Λευτέρη που κάθε τόσο και λιγάκι τσουπ της παρουσιαζόταν στο μυαλό.  Όσο για τον Αργύρη και το Θάνο τους είχε θάψει στο χειρότερο σημείο της λίμπιντο βάζοντάς τους πάνω του; και την πιο βαριά ταφόπλακα.

   Ό,τι και να έκανε μέσα στο σπίτι, ότι και να σκεφτόταν της παρουσιαζόταν μπροστά της ο Λευτέρης και από τη μια την ευχαριστούσε από την άλλη όμως την έκανε να πονάει αφάνταστα. Ήθελε πολύ να κάνει κάτι για να μην της παρουσιάζεται αλλά δυστυχώς πάντα στεκόταν δίπλα της σαν εφιάλτης ή  σαν συμπαραστάτης που την αναστάτωνε. Έτσι πήρε τη δραστική απόφαση μια μέρα να τον ξεχάσει και να μάθει να ζει χωρίς αυτόν. Αυτό όμως αν το πέτυχε την ημέρα δεν μπορούσε να το πετύχει στον ύπνο της τα βράδια. Κι αν τον άντρα της τον είχε ξεχάσει, χαρίζοντας τα ρούχα του ή καταστρέφοντας ότι άλλο της τον θύμιζε, με το Λευτέρη ήταν διαφορετικά. Αυτός της έλειπε πολύ γιατί τον αγαπούσε και ο παραμικρός θόρυβος την αναστάτωνε και νόμιζε πως ήταν εκείνος  που είχε παραβιάσει την πόρτα και είχε μπει μέσα. Αυτές λοιπόν οι αναμνήσεις ερχόταν και στα όνειρά της και τον έβλεπε συνέχεια. Και το μαρτύριό της συνεχιζόταν καθώς το ξύπνημα  την προσγείωνε στην πραγματικότητα  με το Λευτέρη μακριά της κι αυτή να μένει στο κρεβάτι κλαίγοντας μαζί με το φάντασμά του ώσπου να σηκωθεί.

   Πάντα το πρωί σαν ξυπνούσε και τον είχε δει στον ύπνο της, ένιωθε πως της είχε σπείρει το μίσος μέσα της και τον μισούσε αφάνταστα. Κι όσο το φάντασμά του βρισκόταν κοντά της και τον έβλεπε με τα μάτια της φαντασίας της, τη ενοχλούσε τόσο πολύ και την τρόμαζε που χάνοντας το φυσιολογικό τρόπο ζωής της, έκανε μια κίνηση χωρίς να ξέρει αν είχε σκοπό να τον αγκαλιάσει ή να του βγάλει τα μάτια. Πολλές φορές τη νύχτα που εκείνος παρουσιαζόταν στον ύπνο της για να της επαναλάβει πόσο τρελός ήταν ερωτευμένος μαζί της, τον αγκάλιαζε χωρίς ξεδιαντροπιά  ξεχνώντας κάθε φρικτό σχέδιο εξόντωσής του.

   Όσο τον θυμόταν τόσο και ο θυμός της που την είχε εγκαταλείψει μεγάλωνε. Η σκέψη της ήταν πάντα κοντά του και χαιρόταν που δεν μπορούσε να τον βγάλει από το μυαλό της όσο κι αν ο θυμός της ξαναγύριζε στη θέλησή της και της ζητούσε να τον ξεχάσει. Πολλές φορές προσπαθούσε να βρει κι ένα τονωτικό διεγερτικό για να τον θυμάται. Και το έβρισκε είτε διαβάζοντας κάποια γράμματά του που της είχε στείλει  είτε κοιτάζοντας τις φωτογραφίες που ήταν μαζί βγαλμένες από κοινές εκδηλώσεις του σχολείου. Και τότε αναπολούσε με δάκρυα στα μάτια και νοσταλγία τον χαμένο καιρό που έφυγε αλλά είχαν ζήσει μαζί. Κι αυτό την έκανε πιο δυστυχισμένη γιατί τώρα της έλειπε και ο μεγάλος τους έρωτας είχε πέσει στο κενό.

   Η επιμονή της ανάμνησής του κυρίως τις νύχτες τη θύμωνε τόσο που έβαζε τις φωνές. Κι εκεί που προσπαθούσε να στρέψει την προσοχή της κάπου να σου και της ερχόταν πάλι στη σκέψη η ερωτική της ζωή με το Λευτέρη και ήθελε δεν ήθελε πια άρχιζε να τη θυμάται. Αρχινούσε από την πρώτη  τους γνωριμία στο χωριό, προχωρούσε στη συνταρακτική τους σχέση ύστερα και κατέληγε πάντα στις συναντήσεις τους και κυρίως σ’ εκείνες που είχαν  ρομαντισμό και ποίηση όπως αυτές που γίνονταν στο δάσος του χωριού και της είχαν αφήσει ανεξίτηλα σημάδια στη μνήμη της. Κι όμως  μετά απ’ αυτές  τις αναμνήσεις αντί να βυθιστεί στον ύπνο έμενε ώρες άυπνη νιώθοντας πως είναι ένα σκοροφαγωμένο ερείπιο που υπάρχει μόνο για να θυμίζει φριχτές εικόνες περασμένης καταστροφής. Κοιμόταν  τις πρωινές ώρες κι εκεί που έμενε για λίγο ήσυχη κάποιο όνειρο την επισκεπτόταν και την έκανε πάλι άνω κάτω. Όνειρο φυσικά με το Λευτέρη που σαν ξυπνούσε κι έβλεπε πως της έλειπε και ό,τι αυτές οι όμορφες στιγμές που πέρασε μαζί του ήταν περασμένες  έβαζε τα κλάματα, δυσκολευόταν να αναπνεύσει και το μόνο που ζητούσε εκείνη τη στιγμή ήταν να πεθάνει.

   Σηκωνόταν και τριγυρνούσε χωρίς προορισμό στο διάδρομο και αναρωτιόταν τρομαγμένη πως έφτασε ως εκεί ενώ κοιτούσε με αγωνία από τις χαραμάδες των παραθυρόφυλλων να δει το φως της μέρας για να τη λυτρώσει πηγαίνοντας στη δουλειά της. Κι όσο  δεν άντεχε να μένει μέσα στο σπίτι έβγαινε έξω στη βεράντα νιώθοντας κυνηγημένη και σαν να ήταν σε κατάσταση ανάγκης όπως μια πόλη, ένα νοσοκομείο φλεγόμενο ή ένα δάσος που καίγεται στις φλόγες. Εκεί αποξεχνιόταν λίγο κοιτάζοντας από τις ανοιχτές πόρτες ή τα ανοιχτά παράθυρα τους ανθρώπους των διπλανών σπιτιών που άρχιζαν να ντύνονται μετά το πρωινό τους ξύπνημα για να πάνε στις δουλειές τους και τους ζήλευε ενώ αυτή στεκόταν εκεί σαν κατάρα και στοίχειωνε κάτω από το βάθος των λαθών της.

   Τρία χρόνια μετά το διαζύγιο   ένα απόγευμα του Αυγούστου γύρω στις εφτά ήταν καθισμένη στη βεράντα της προς τη δυτική μεριά, και διάβαζε ένα βιβλίο ενώ όταν κουραζόταν έκανε διάλειμμα κοιτάζοντας στο δρόμο τους περαστικούς διαβάτες. Άλλοτε πάλι  κοίταζε τον ήλιο που πήγαινε πάνω από τη θάλασσα του Ιονίου να δύσει. Αυτή χαιρόταν  το ταξίδι του  και απολάμβανε τη δροσερή αύρα που  ερχόταν μυρωμένη με ιώδιο και από τις μεθυστικές μυρωδιές των κήπων. Κάποια στιγμή  άφησε το βιβλίο και πήρε στο χέρι της ένα μήλο και το δάγκωνε, ενώ που και που μασούσε και κάτι μικρές μπουκίτσες από μια χωριάτικη φέτα ψωμί που συνήθιζε να τρώει πολλές φορές τέτοιες ώρες  του απογεύματος. Επισκέπτες σπάνια δεχόταν και οι πιο συνεχείς γίνονταν από την αδελφή της που έμενε στην παραλία. Ακόμη και από μια φίλη της συνάδελφο που είχε παιδιά στην ηλικία με τα δικά της.  Έτσι ξαφνιάστηκε και τρομοκρατήθηκε όταν άκουσε το κουδούνι της πόρτας να χτυπά με το συνεχή ήχο του τόσο δυνατό που αν συνέχιζε ακόμη έτσι να ακούγεται θα της διέλυε το τύμπανο. Τότε μέσα σε κατάσταση υπερδιέγερσης  από την αγωνία να μάθει ποιος ήταν ο επισκέπτης ή η επισκέπτρια τινάχτηκε πάνω από τη θέση της κι άρχισε να κατεβαίνει τα σκαλιά. Στη διαδρομή καθυστέρησε για να ηρεμήσει λίγο και όταν πράγματι το πέτυχε χωρίς όμως και να μη νιώθει σαστισμένη άνοιξε την πόρτα.

   Της φάνηκε απίθανο που είδε την αδερφή του Θάνου και ξαφνιασμένη χωρίς να την ασπαστεί όπως πήγε να κάνει αυτή,  την απόφυγε και της έκανε δρόμο να περάσει με μόνο ένα τυπικό << καλώς την! ποιος καλός δρόμος σ’ έφερε στο σπιτικό μου >>κι  ανέβηκαν μπροστά η επισκέπτρια πίσω αυτή και κάθισαν στο μπαλκόνι. Η γυναίκα φαινόταν λυπημένη κι εξαντλημένη πράγμα που σήμαινε πως είχε περάσει κάποια δύσκολη στιγμή ή στενοχώρια. Ίσως θανάτου ή αρρώστιας. Είχε όμως μια τρυφερότητα στο βλέμμα της που σαν κοίταξε την Τάνια από την πρώτη κιόλας στιγμή ήταν σαν να έλεγε, << αυτά δυστυχώς συμβαίνουν στον κόσμο μας δεν είμαστε οι πρώτοι ούτε οι τελευταίου που μας βρήκε>> και ετοιμάστηκε ν’ ανοίξει το στόμα της για να ομολογήσει το σκοπό της άφιξής της, την τόσο ξαφνική κι απρόσμενη. Στη θέα της γυναίκας η Τάνια ένιωσε μια πυρετώδη αναστάτωση γιατί θυμήθηκε και πάλι την ωμή πραγματικότητα που πέρασε εξαιτίας του αδερφού της που την είχε φέρει κι αυτός  μαζί με τους άλλους άντρες που είχε σχέσεις στο αμήν και τώρα δεν ήξερε  που να σταθεί και από που να κρατηθεί. Και το μυαλό της πήγε και πάλι στο Λευτέρη.  Γιατί ποιος της έλεγε πως ίσως να είχε πληροφορηθεί το γάμο τους με το Θάνο κι αυτό να τον έκανε να μη γυρίσει ποτέ πια κοντά της;  Ένιωσε ζαλάδα και νόμισε πως θα σωριαζόταν κάτω αλλά τη γλίτωσε. Η ζαλάδα ήταν παροδική και αισθάνθηκε πάλι καλά.  Έτσι αποφασισμένη να την ακούσει της ζήτησε να περιμένει και αφού φέρει καφέ και νερό να της πει το λόγο της επίσκεψής της. Και ήθελε πολύ να την ακούσει γιατί διαισθάνθηκε πως κάτι σημαντικό θα είχε να της ανακοινώσει και να αφιερώσει το απόγευμά της να την επισκεφτεί ενώ θα μπορούσε να το σπαταλήσει για τη δική της ανεμελιά.

   Η γυναίκα διατύπωσε με ειλικρίνεια  << πως ναι, θα τον ήθελε πολύ τον καφέ  και θα την ευχαριστούσε αυτό >> κι αφού  η Τάνια την άφησε αυτή έστριψε το κεφάλι της προς το δρόμο και με το βλέμμα της  κοιτούσε προσεχτικά μια νέα μητέρα που έσπρωχνε το καρότσι με το μωρό της, κυλώντας το για την παιδική χαρά του Δήμου που βρισκόταν στα νότια της πόλης. Η Τάνια που γύρισε πολύ γρήγορα της διηγήθηκε ενώ άφηνε τα σερβίτσιο πάνω στο τραπέζι πως πάντα τις απογευματινές ώρες ο καφές κάνει καλό γιατί τονώνει το ήδη κουρασμένο από το πρωί και το μεσημέρι νευρικό σύστημα. Το διάβασε της είπε σ’ ένα επιστημονικό περιοδικό κι από τότε το εφαρμόζει και νιώθει καλύτερα.

   Όταν η γυναίκα ήπιε ως τη μέση του φλιτζανιού τον καφέ, άρχισε με μια αργή προφορά που διακοπτόταν από συγκίνηση να της διηγείται αυτό που σίγουρα δεν γνώριζε η Τάνια και που εν ολίγοις την αφορούσε γιατί επρόκειτο  για την ιστορία την κακή ιστορία του συχωρεμένου πια αδερφού της και δεύτερου συζύγου της Τάνιας, έστω κι αν είχαν πάρει διαζύγιο, του Θάνου.  Έτσι αν και ο χαρακτήρας της έδειχνε αδάμαστος ξεκίνησε με τη συγκίνηση βαθιά μέσα στα μάτια στα υγρά μάτια της για να της πει με την ψυχή τους σαν κουρέλι πως ο Θάνος δε ζούσε πια και πέθανε πριν μια βδομάδα εξαιτίας μιας αδιαφορίας του που τον έστειλε στον άλλο κόσμο και τώρα αναπαύεται στο νεκροταφείο της Κοκκινιάς, αφήνοντας πίσω του ανθρώπους συντριμμένους από τη θλίψη της απώλειάς του. Δυστυχώς δεν πρόλαβαν να την ειδοποιήσουν κι αυτό οφείλεται  καθαρά σε σύγχυση και αμέλεια των οικείων τους. Τη στιγμή που η Τάνια  ολοφάνερα ξαφνιασμένη, πετάχτηκε πάνω, τσιρίζοντας και σφίγγοντας με τα δυο της χέρια το κεφάλι της, λέγοντας, << ω, το δύστυχο τι του έμελλε να πάθει! >> εκείνη την ακούμπησε με το δεξί της χέρι και τη συγκράτησε για να της τονίσει πως θα της τα πει όλα με τη σειρά και δε θα αφήσει κανένα σημείο σκοτεινό που να κάνει την Τάνια να υποψιαστεί πως δεν φρόντισαν τον άνθρωπο, φίλοι και συγγενείς και πήγε τζάμπα σαν το σκυλί στ’ αμπέλι. Αυτή  ησύχασε και με δυο τρία αναφιλητά που έκανε  ηρέμησε ενώ ετοιμάστηκε να την ακούσει με μάτια δακρυσμένα, καθισμένη σε αναμμένα κάρβουνα. Τουλάχιστον έτσι έδειχνε αν δεν προσποιούταν.  Η αδερφή του συχωρεμένου Θάνου, συνέχισε, λέγοντάς της πως ήταν σίγουρη πως δεν είχε μάθει τίποτα για τον ξαφνικό θάνατό του γι΄ αυτό κι έκρινε  καλό σαν γυναίκα του που υπήρξε κάποτε να την ενημερώσει και να της κάνει γνωστή την απώλειά του έτσι για την ψυχή του.

   Στις δεκαέξι Αυγούστου, της είπε, ο συχωρεμένος ένιωσε ενώ ήταν στο σπίτι του στην Αθήνα, αδιαθεσία και έντονους πόνους στο στήθος. Μπήκε στο νοσοκομείο Ευαγγελισμός όπου διαπιστώθηκε βρογχίτιδα οξείας μορφής και του παρείχαν αγωγή με την οποία γιατρεύτηκε. Βγήκε σε τρεις μέρες και την τέταρτη πάλι το βράδυ γύρω στις έντεκα ένιωσε όπως και την πρώτη φορά τα ίδια συμπτώματα. Πήγε πάλι στο νοσοκομείο και οι γιατροί διέγνωσαν οξεία πνευμονία, συστήνοντάς του να παραμείνει μέσα και να του δώσουν θεραπευτική αγωγή. Ο Θάνος δυστυχώς αρνήθηκε να παραμείνει μέσα και υπόγραψε δήλωσε με την οποία ζητούσε να του δώσουν εξιτήριο. Το πήρε παρά τη συμβουλή των γιατρών πως έθετε σε κίνδυνο τη ζωή του και την άλλη μέρα πήρε την νταλίκα του και κατέβαινε στο χωριό. Στον Ισθμό της Κορίνθου οι πόνοι που ένιωσε στο στήθος και η δυσφορία τον ανάγκασαν να ζητήσει βοήθεια και να μεταφερθεί στο νοσοκομείο της Κορίνθου. Εκεί έπεσε σε κώμα. Σε λίγο παρά τις προσπάθειες των γιατρών πέθανε. Ξεψύχησε από οξύ πνευμονικό οίδημα που δυστυχώς μπορούσε να γιατρευτεί αν ο ίδιος δεν αδιαφορούσε παίζοντας τη ζωή του κορώνα γράμματα.

   Εδώ τελείωσε ενώ είχε ξεσπάσει στα κλάματα. Μαζί της άρχισε να κλαίει και η Τάνια και μόνο σαν πίστεψαν πως ο νεκρός δεν  θα ερχόταν πάλι στη ζωή σταμάτησαν. Και τότε βρήκε τη δύναμη η γυναίκα να πει με θλίψη:

   --- Έχω και κάτι να προσθέσω αλλά είναι κι αυτό πολύ κακό!

   Η Τάνια που σκούπιζε τα δάκρυά της μ’ ένα  άσπρο μαντηλάκι το άφησε αμέσως τρέμοντας πάνω στο τραπέζι και έκανε σφυριχτά:  << Οχ, οχ! τι άλλο; >>

    Η γυναίκα σαν να έδειχνε πιο ψύχραιμη τώρα απ’ ότι ήταν πριν. Άρχισε:

   --- Καλύτερα που πέθανε! Θα δικαζόταν αν ζούσε σ’ ένα μήνα για συνεργία σε φόνο και οπλοκατοχή.  Και να πως: Είχε πάει σ’ ένα μπαρ μαζί με το φίλο του. Εκεί βρισκόταν κι ο εραστής της φίλης του που εξαιτίας του είχαν χωρίσει και σκνίπα στο μεθύσι λογομάχησαν.  Τότε ο φίλος του τράβηξε το όπλο και τον πυροβόλησε. Οι σφαίρες τον βρήκαν στην καρδιά και τον σκότωσαν επί τόπου. Από την ανάκριση προέκυψε πως το όπλο ανήκε στον Θάνο. Ακόμη πως αυτός τον παρακίνησε να κάνει το έγκλημα γιατί είχε προηγούμενα με το θύμα.

   --- Ουχού! Ουχού! έβαλε τις φωνές η Τάνια και σωριάστηκε στην καρέκλα κλαίγοντας.

   Η άλλη προσπάθησε να τη συνεφέρει. Δεν έκανε τίποτα και σε λίγο και οι δυο έκλαιγαν αγκαλιασμένες.

   Συνήλθαν ύστερα από αρκετή ώρα. Τότε η γυναίκα είπε με θλίψη και δυνατή φωνή:

   --- Πόσο γελοία είναι η ζωή καμιά φορά!

   --- Ναι, τραύλισε η Τάνια και σκούπισε τα μάτια της με την άκρη του μαντηλιού της.

   --- Άφησε γυναίκα και παιδί πίσω του!

   --- Δυστυχώς! Ας πάει στο καλό ο άνθρωπος που  τόσο επιπόλαια μπλέχτηκα μαζί του. Όμως…

   Σταμάτησε σαν να κατάπιε τη γλώσσα της.

   --- Όμως τι; τη ρώτησε η γυναίκα και την κάρφωσε με τα μάτια για να την κάνει να συνεχίσει.

   --- Όμως, είπε τότε αυτή, τον έβαλα σπίτι μου σκεφτόμενη επιπόλαια. Δεν πέρασα καλά μαζί του… δεν τον αγάπησα… και ανακάθισε με έμφαση στη θέση της, δείχνοντας μετανιωμένη για την εξομολόγησή της.

   Η γυναίκα φάνηκε να πειράχτηκε. Έτσι της ζήτησε να στραφεί η συζήτηση αλλού και να πάψουν να μιλάνε για το νεκρό. Αυτό κι έγινε. Μίλησαν για τη ζωή, τα γηρατειά, το θάνατο, τον παράδεισο και την κόλαση. Ακόμη  και για τη ματαιότητα τούτης της ζωής και την αθανασία της άλλης. Έτσι σαν πέρασε άλλη μια ώρα συζητώντας και το σούρουπο έκανε την εμφάνισή του απλώνοντας τις φτερούγες του στις στέγες των σπιτιών και τα πρώτα φώτα στις κολόνες των δρόμων φεγγοβόλησαν με τις αχτίδες τους να ρίχνουν άπλετο το φως η γυναίκα σηκώθηκε να φύγει.

   Πριν  σφίξει το χέρι τής Τάνιας, της είπε με ένα λυπημένο, ψιθυριστό και σιγανό τρόπο:

   --- Την τελευταία Κυριακή του Σεπτέμβρη  θα κάνουμε τα σαράντα στην Αγία Παρασκευή στο χωριό. Πρέπει να έρθεις. Ζήσατε τρία χρόνια περίπου μαζί μια καινούρια ζωή σαν αντρόγυνο! Μην το ξεχνάς!

   Εκείνη κοκκίνισε ελαφρά και της έγνεψε με το κεφάλι σκυμμένο πως θα πάει. Ύστερα της έκλεισε την πόρτα και σαν η γυναίκα βρέθηκε στο δρόμο, επέστρεψε στη βεράντα και κάθισε πάλι. Και σύντομα άρχισε να σκέφτεται  πως η δυστυχία όσο αποτραβηγμένη κι αν φαίνεται καμιά φορά δεν παύει να εμφανίζεται σε στιγμές που δεν την περιμένεις.

 

 

 

                                                   5

 

 

 

   Η Τάνια με τη δουλειά της στο σχολείο πάλι δεν ένιωθε ευτυχισμένη. Εκεί ζούσε τις υποθέσεις του σχολείου που την κούραζαν, στο σπίτι τις έγνοιές του που την τρέλαιναν κι αν βάλεις και τα αναρίθμητα συναισθήματα που ένιωθε μόνη να σκέφτεται το χαμένο της θησαυρό το Λευτέρη ζούσε μια ζωή κόλαση.  Έτσι σιγά- σιγά  το πήρε απόφαση πως θα έμενε πια μόνη και συλλογιζόταν με πόνο πως όλα γι’ αυτήν είχαν τελειώσει ενώ ήταν τόσο νέα και όλες οι ταπεινότητες με τις επιθυμίες της θα την βασάνιζαν από εδώ και μπρος συνεχώς. Κι αυτός ο φόβος την έκανε να μισεί τα πάντα και να σκεπάζει κάθε μέρα που περνούσε ένα σκοτάδι το νου της και ν’ ακούει μόνο τους θορύβους της ζωής κι όχι τα μελωδικά τραγούδια της. Ώσπου  αρρώστησε. Ήταν αρχές Νοέμβρη που ένιωσε τα πρώτα συμπτώματα που την ανησύχησαν και επισκέφτηκε αμέσως το γιατρό απουσιάζοντας από τη δουλειά της. Τη ρώτησε τι αισθάνθηκε που τον επισκέφτηκε κι αυτή του είπε, ζαλάδες, αφιδρώσεις, ταχυπαλμίες και δυσφορία στο στήθος που της έκοβε την αναπνοή και την ατονούσε. Της συνέστησε ξεκούραση κι αφού της έδωσε αγωγή για να ρυθμίσει την πίεσή της που όπως είπε και η ίδια της έφτανε και δεκαοκτώ για πολλές ώρες και μέρες την έδιωξε. Όμως της τόνισε πως ένα τσεκ θα έπρεπε  να γίνει οπωσδήποτε αν και η αρρώστια της ήταν περισσότερο μια κατάθλιψη που οφειλόταν σε κακές ψυχικές εντάσεις που ίσως ζούσε. Κι όταν αυτή συμφώνησε μαζί του πως τέτοια προβλήματα της ψυχής έχει πολλά αυτός κούνησε  το κεφάλι λέγοντάς της πως έπρεπε να προσέξει και να μην φτάσει ως εδώ. Αυτή τότε του ζήτησε να της πει αν θα χρειαζόταν ψυχίατρο κάποια στιγμή κι αυτός της συνέστησε αν δε νιώθει καλά μπορεί να πάει. Η Τάνια τότε χωρίς δυσκολία του είπε πως θα πάει το συντομότερο. Κι όλα αυτά πρόσθεσε ο γιατρός που ένιωθε, σίγουρα οφειλόταν στην ευαισθησία της και ξεκινούσαν από τα προβλήματα που αντιμετώπιζε και ξεσπούσαν στην ψυχή της. Ας έδειχνε και κάποια υπερβολική φροντίδα για τον εαυτό της όσο αφορούσε την υγεία της και όλα ίσως πήγαιναν καλά.

   Στις αρχές του Δεκέμβρη  πάλι ένιωθε δυστυχισμένη και ο μαρασμός της, της έφερνε τα ίδια συμπτώματα της αρρώστιας αλλά αυτή τη φορά πιο επίμονα κι έντονα που ευτυχώς προνόησε και πήρε αναρρωτική άδεια δέκα ημερών και την έβγαζε στο κρεβάτι αφού οι ζαλάδες δεν έλεγαν να υποχωρήσουν. Πολλές φορές ήταν τόσο έντονες που ο κόσμος γυρνούσε γύρω της κι αυτή με δυσκολία στεκόταν στα πόδια της και ξάπλωνε ή καθόταν στην καρέκλα. Μια μέρα η ζαλάδα της ήταν τόσο ξαφνική που τη συγκράτησε η μεγάλη κόρη της για να μην βρεθεί κάτω ξαπλωμένη   και την έβαλε στο κρεβάτι. Της έδωσε τις πρώτες βοήθειες κι αμέσως κατέβηκε στη νοικάρισσα και ζήτησε βοήθεια.  Εκείνη κάλεσε το γιατρό κι αυτός ήρθε  γρήγορα. Η Τάνια ξαπλωμένη στο κρεβάτι με τα ρούχα ακόμη του σπιτιού, βογκούσε κι έδειχνε να υποφέρει από φοβερούς  πονοκεφάλους. Τα χείλη της ήταν ξερά και γύρω από τα μάτια  της ήταν μια χλομάδα σε στρογγυλούς κύκλους που απλώνονταν ως τα μήλα του προσώπου της. Έτρεμε λες και κρύωνε και είχε πυρετό.

   Ο γιατρός την εξέτασε και σαν το όμορφο κεφάλι της αναδεύτηκε και φάνηκε να συνέρχεται ζήτησε από τις δυο γυναίκες να την σηκώσουν πιο ψηλά, προσθέτοντας άλλο ένα μαξιλάρι στην πλάτη της. Κι αμέσως όταν το έκαναν αυτή συνήλθε κι άνοιξε τα βυθισμένα στο σκοτάδι ως εκείνη τη στιγμή μάτια της. Όλοι μουρμούρισαν μια λέξη ικανοποίησης κάτι σαν << Οο!  μπράβο! >> ενώ  η Τάνια τους κοιτούσε στητή σαν να μην τους είχε γνωρίσει ακόμη. Όσο περνούσε η ώρα έδειχνε πως η υγεία της βελτιωνόταν και το ωχρό της πρόσωπο έπαιρνε και πάλι την υγιή όψη του. Κάποια στιγμή ζήτησε να σηκωθεί, πράγμα που ο γιατρός της το απαγόρεψε, τονίζοντάς της πως χρειάζεται ξεκούραση και θεραπευτική αγωγή προς το παρόν. Της έδωσε  μια λίστα με φάρμακα και της συνέστησε πως αν εξακολουθήσει να έχει αυτές τις κρίσεις καλό είναι να νοσηλευτεί.  Η ασθένειά της όπως ο ίδιος έκρινε ήταν σοβαρή και τη χαρακτήρισε καταθλιπτικό άγχος με νευροφυτικές και ψυχολογικές διαταραχές που θα περάσουν με έγκαιρη ιατρική υποστήριξη. Κι αφού σηκώθηκε έφυγε, ενώ όση ώρα περπατούσε στο διάδρομο, επαναλάμβανε << σύντομα τις εξετάσεις, σύντομα, αύριο κιόλας αν μπορείτε, αύριο >> και κάποια στιγμή άλλο ένα << αύριο >> σβηστό ακούστηκε με το κλείσιμο της πόρτας πίσω του.

   Σε τρεις  μέρες πήρε τις εξετάσεις της από το Διαγνωστικό Ιατρικό Κέντρο της Καλαμάτας με τη διάγνωση  << παροξυτική κατάσταση με ευρήματα νευροφυτικού άγχους >>. Το κεφάλι της άναψε κυριολεκτικά σαν διάβασε τη γνωμάτευση και ξέσπασε σ’ ένα υστερικό κλάμα που την έστειλε να ξαπλώσει στο κρεβάτι για να της περάσει. Εκεί γύρισε το κεφάλι της στο κομοδίνο, άπλωσε το χέρι της, πήρε το κουτί με τα ηρεμιστικά κι αφού έβαλε ένα χάπι στο στόμα και το πήγε κάτω πίνοντας κι ένα ποτήρι νερό, προσπάθησε να κοιμηθεί ενώ ένα κακιωμένο χαμόγελο είχε ανθίσει στα άχροα χείλη της.

   Θα κοιμήθηκε μία ώρα. Σαν ξύπνησε η ώρα ήταν τέσσερις το απόγευμα. Στη σκέψη της ήρθε ο Λευτέρης. Άνοιξε το συρτάρι του κομοδίνου, έβγαλε μια κόλλα χαρτί κι ένα μολύβι κι άρχισε να του γράφει:

         << Αγαπημένε μου, Λευτέρη.

    Το ξέρω  δεν αξίζω τη γενναιοδωρία σου  να με συγχωρήσεις για ό,τι σου έκανα και σε πλήγωσα. Όμως  για μένα είσαι ο άγγελός μου και σε λατρεύω. Αυτός είναι ο  λόγος που σου γράφω. Να σου θυμίσω πως σε αγαπώ και πως η καρδιά μου πονάει μακριά σου. Το μέλλον μου είναι στα χέρια σου κι αυτό που έχω μέσα στην καρδιά μου για σένα αν μου φύγει  σίγουρα θα πεθάνω. Δώρο μυστηριώδες που μου έφερε τη γαλήνη και τη χαρά κι εγώ δεν το εκτίμησα όπως του άξιζε. Και τώρα όσο  γιγαντώνεται που μου λείπεις άλλο τόσο πιστεύω θα αποδυναμώνεται στη δική σου καρδιά εξαιτίας της άμετρης ζωής μου που σου έδειξα με τις επικίνδυνες κι άπειρες παγίδες μου. Ζω άθλια μακριά σου. Είμαι άρρωστη και δυστυχισμένη. Σου ζητώ μια χάρη έστω κι αν είναι αργά. Έλα να μου δώσεις την ευτυχία πριν η μόνη μου ευχαρίστηση θα είναι πια μακριά σου, το παγωμένο χάδι του θανάτου που μέσα στην αντήχηση της μοναξιάς μου θα το ζητώ!      

                                                             Με άπειρη αγάπη  

 

                                                            Η Τάνια σου   >>

 

 

   Το διάβασε αρκετές φορές και το έβαλε σ’ ένα φάκελο. Ύστερα έγραψε το όνομά του και τη διεύθυνση του σχολείου του και το έκρυψε μέσα βαθιά στο συρτάρι. << Θα το στείλω αύριο με το ταχυδρομείο >> ψιθύρισε κι ένιωσε μια ιδιαίτερη χαρά που δεν συνθλίφτηκε ανάμεσα στον εγωισμό και στη δειλία της και έκανε αυτό που της πρόσταζε η καρδιά της.

 

 

 

                                                

 

 

 

                                                       6

    

 

 

 

 

   Ο Λευτέρης από τότε που πέρασαν όμορφα με την Τάνια στο σπίτι του θείου του στην πάνω πόλη κι αποφάσισε να μην την ξαναδεί, δεν ήξερε τι έκανε αλλά ούτε και είχε ενδιαφερθεί να μάθει κάτι για την προσωπική της ζωή. Αλλά μια μέρα του στάθηκε πολλή σκληρή που τον έκανε να πονέσει πολύ και να μην ξεχάσει την εικόνα που είδε ποτέ στη ζωή του. Ήταν Σάββατο και  είχε βρεθεί στην Αμαθούντα για να επισκεφτεί ένα μικρό ιδιωτικό Λαογραφικό Μουσείο κάποιου φίλου του. Στις μία το μεσημέρι έφυγε και κατηφόρισε με σκοπό να επισκεφτεί το βιβλιοπωλείο << Βιβλιοδρόμιο >> για να αγοράσει το βιβλίο του Τζων Στάινμπεκ << Ο δρόμος με τις φάμπρικες >> που είχε κυκλοφορήσει σε καινούρια έκδοση. Λίγα μέτρα από το σπίτι της Τάνιας αντί να πάρει την οδό Γερμανού, προτίμησε να περάσει από την Αμβροσίου Φραντζή που του άρεσε η καλή  εξωραϊστική της όψη στα καθαρά και δεντροφυτεμένα πεζοδρόμια και γιατί όχι να ικανοποιήσει και το ενδιαφέρον του που του ξύπνησε μέσα του γι’ αυτή να τη δει ίσως σαν περάσει έξω από το σπίτι της ρίχνοντας μια τυχαία ματιά στα παράθυρά του που του προξενούσαν εντύπωση για την ιδιαίτερη φροντίδα τους και την παραδοσιακή τους γραμμή. Εξάλλου πάντα του άρεσε το σπίτι της έτσι περιποιημένο που το είχε και το κρατούσε κομψό και όμορφο με τον κήπο της πάντα σε αξιοζήλευτη κατάσταση. Ειδικά τώρα που ήταν και άνοιξη τα λουλούδια και το πράσινο οργίαζαν κι έκαναν όχι το χώρο παραδεισένιο αλλά και τους φράχτες που με τις πυκνές αναρριχήσεις των περικοκλάδων, του κισσού και της αγράμπελης  έδιναν την όψη των κήπων της Βαβυλώνας. Το μέρος  κατηφόριζε και τριάντα μέτρα πριν ο Λευτέρης βράδυνε το βήμα του για να μην πάρει καμιά τούμπα στην κατηφόρα αλλά και για να θαυμάσει τον κήπο της Τάνιας που με όλη του την απλωσιά  ξεχώριζε όπως είπαμε για την ιδιαίτερη ομορφιά του. Σ΄ ένα σημείο το έδαφος του δρόμου υψωνόταν αρμονικά που έμοιαζε με λοφίσκο κι όταν βρισκόσουν πάνω του έβλεπες ακόμη και τον ορίζοντα ως πέρα τη Ζάκυνθο.  Σ’ αυτή την κορυφή του υψώματος σταμάτησε για να δει τα πάντα, από τον κήπο, τα σπίτια και τα εκτεθειμένα στον ανοιξιάτικο ήλιο ξύλινα μπαλκόνια. Όσο κοιτούσε πρέπει να ήταν υπέροχα γιατί τα μάτια του είχαν στρογγυλέψει και το πρόσωπό του είχε πάρει μια έκφραση χαράς κι ευχαρίστησης. Όταν όμως έριξε το βλέμμα του λίγο πιο κάτω κι έξω στην άκρη του δρόμου που ήταν το σπίτι της Τάνιας πρόσεξε κάτι που η διαδικασία του, του προξένησε για μια στιγμή σκοτοδίνη που του έφερε τέτοια ατονία που λίγο έλειψε να σωριαστεί κάτω. Στο μικρό αυτοκίνητο που ήταν σταθμευμένο εκεί, ένας άντρας, ο Θάνος, έστεκε σκυμμένος πίσω από το πορπαγκάζ και ταχτοποιούσε μερικά χαρτόκουτα και δυο βαλίτσες με προσοχή και σε αργό ρυθμό. Δεξιά από το αυτοκίνητο και στο δρόμο στεκόταν όρθια η Τάνια  κοιτώντας τον, φορώντας μια λουλουδιαστή μπλε πουκαμίσα  με λευκό παντελόνι και στον αριστερό ώμο της κρεμόταν μια μαύρη δερμάτινη τσάντα που την κρατούσε με το χέρι της. Ο Λευτέρης ταράχτηκε σαν την είδε έτσι ξαφνικά μπροστά του και με τη σκέψη πως  ο άντρας εκείνος ήταν ο καινούριος της εραστής κόντεψε να πάθει. Στα λίγα δευτερόλεπτα που βρέθηκε εκεί μπόρεσε να δει πως η Τάνια ήταν έτοιμη να μπει στο αυτοκίνητο και ήταν ζήτημα χρόνου να γίνει αυτό και να φύγουν με τον άντρα προφανώς για ταξίδι. Προχώρησε και με την καρδιά του να χτυπά γρήγορα έφτασε δίπλα της, την κοίταξε εξαγριωμένος και σκέφτηκε να της χιμήξει ή να την βρίσει. Όμως τίποτα δεν έκανα απ’ όλα αυτά παρά έστριψε το κεφάλι του και την κοίταξε μήπως και πάρει τη ματιά της και να δει την αντίδρασή της. Αυτή όχι μόνο δεν γύρισε το κεφάλι της προς το μέρος του αλλά ούτε τον πήρε χαμπάρι και συνέχιζε να είναι επικεντρωμένη στον άντρα της, γιατί αυτός ήταν που ταχτοποιούσε ακόμη τα πράγματα. Ο Λευτέρης τη στιγμή ακριβώς που ήταν έτοιμος να την προσπεράσει σκέφτηκε και πάλι να της δώσει μια σπρωξιά και να την κολλήσει στο αυτοκίνητο, συντρίβοντας το κεφάλι της στο μπαμπρίζ,  ξεστομίζοντάς της και καμιά βαριά βρισιά γα την απιστία της αλλά φοβήθηκε το σκάνδαλο και την συμπεριφορά του άντρα της και το απόφυγε για να γλιτώσει τα χειρότερα. Προσπέρασε ενώ πίσω του αντηχούσαν τα βραχνά σκουξίματα των χαρτόκουτων και οι μικρές παύσεις από τη φωνή ενός σπίνου που έμοιαζε τόσο λυπητερή κι έβγαινε από κάποιο σαραβαλιασμένο φλάουτο.

   Έκανε το γύρο του τετραγώνου για να εξαντλήσει το χρόνο της προετοιμασίας τους που χρειαζόταν ώσπου να φύγουν. Κι όταν υπολόγισε πως θα είχαν γίνει μπουχός και θα βρίσκονταν κάπου έξω από την πόλη στον εθνικό δρόμο, ταξιδεύοντας για την Αθήνα, επέστρεψε και πάλι στο μέρος του εγκλήματος. Είχαν φύγει, ναι, και στο μέρος που ήταν σταματημένο πριν το αυτοκίνητο ένας μαλλιαρός μαύρος γάτος μύριζε τα λάδια που είχαν στάξει από τη χαλασμένη βίδα του κιβωτίου λαδιού της μηχανής.

   Έτσι έμαθε τον καινούριο της  εραστή που έγινε στη συνέχεια άντρας της και στη συνέχεια συχωρέθηκε. Και παρά τον πόνο που ένιωθε στην καρδιά του για τη γυναίκα που είχε αγαπήσει τρελά, κόλλησε τα πόδια του στο δρόμο και κοίταζε το σπίτι της.  Ήταν θεόκλειστο κι έμοιαζε με ένα σωριασμένο βράχο ακατέργαστο. Μόνο στο ισόγειο μέσα από το ανοιχτό παράθυρο ακουγόταν φωνές κι ερχόταν  μια ξένη μουσική σε χαμηλό τόνο. Αποφάσισε να μάθει κάτι για τη γυναίκα που αγαπούσε και χωρίς ντροπή χτύπησε την πόρτα του ισογείου. Η γυναίκα που βγήκε, έκανε μερικά βήματα πίσω για να περάσει ο Λευτέρης μέσα αλλά αυτός αρνήθηκε. << Μόνο θέλω να μου πεις >> την παρακάλεσε με φωνή που έσβηνε << λίγα πράγματα για την Τάνια, τη συνάδελφό μου. Έχω καιρό να μάθω νέα της κι αυτό με ανησυχεί >>.

   Ο ήλιος είχε γείρει πολύ προς τη δύση όταν άκουγε όλα όσα του έλεγε κι όσο κι αν ήθελε να φύγει δεν το κουνούσε από τη θέση του. Η διήγησή της θα κράτησε πάνω από μία ώρα και όταν πια του μέτρησε και πόσες φορές ο άντρας που την πήρε με το αυτοκίνητο είχε μπει στο σπίτι της, την άφησε κι έφυγε ενώ σαν βάδιζε στο δρόμο η έξαψή του ήταν τέτοια που άκουγε τους παφλασμούς του αίματός του να καλπάζουν στα μελίγγια του.

  

 

 

 

                                              7

 

 

 

 

    Με όλες τις αμαρτίες της γνωστές έλαβε το γράμμα της.  Το άνοιξε και σαν το διάβασε, κούνησε το κεφάλι του ενώ ψιθύρισε σαν το έσκισε και το πέταξε  μέσα στη λεκάνη της τουαλέτες για να εξαφανιστεί κάθε του ψεύτικο και ηχηρό φώνημα: << Απαίτηση κι αυτή!  Να επιμένει ύστερα από όσα μου έκανε να κρατήσω την αλκαλική της γεύση από τα χείλη της! Σαν δεν ντρέπεται η ανήθικη! >> και φουντωμένος έφυγε για την τάξη του κάνοντας μεγάλες αφύσικες δρασκελιές.

 

 

 

 

 

 

 

  

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

                     ΚΕΦΑΛΑΙΟ  ΔΕΚΑΤΟ ΤΡΊΤΟ

 

 

 

                                             1

 

 

 

   Στο Λευτέρη  επειδή η κοινωνία της επαρχίας ήταν μικρή και το παραμικρό μαθαινόταν δεν απόμεινε τίποτα από τη ζωή της Τάνιας που να μην το ήξερε. Πληροφορήθηκε όπως είπαμε τόσο το γάμο της από τη νοικάρισσά της όσο  και το θάνατο του δεύτερου άντρα της του Θάνου  τυχαία τη μέρα του Αι - Γιαννιού όταν είχε  επισκεφτεί ένα φιλικό σπίτι για να χαιρετήσει τον οικοδεσπότη που γιόρταζε κι έπιασαν κουβέντα για το συχωρεμένο πια  που ήταν καλός φίλος του και συνεργάτης του στη δουλειά. Ο Λευτέρης δεν εξέφρασε καμιά δυσαρέσκεια ή κάποιον υπαινιγμό για τη ζωή της  και η κουβέντα κύλησε σε άλλα επίπεδα καθημερινότητας και βιοπάλης.

   Ο Λευτέρης την άνοιξη του 1998 παντρεύτηκε με τη Φοίβη  και  διήγαν ευχάριστο έγγαμο βίο στην Κυπαρισσία μένοντας στο σπίτι του που το ανακαίνισε και το διαμόρφωσε με τα επιλεκτικά και κομψά γούστα της όμορφης συζύγου του. Παιδιά δεν είχαν αποκτήσει κι αυτό τους πλήγωνε την ευτυχία. Όμως το πρόβλημα της σύλληψης της Φοίβης σύμφωνα με τη γνωμάτευση του κορυφαίου γυναικολόγου της οφειλόταν σε ψυχολογικούς λόγους κι όχι σε οργανική ανωμαλία του γενετικού της συστήματος. Έτσι ο πελαργός έστω κι αργά κάποια στιγμή θα το έφερνε το παιδί. Όμως έκανε και κάποια θεραπευτική αγωγή και τις απαραίτητες εξετάσεις μια φορά το χρόνο που κρίνονταν απαραίτητες.

   Η Φοίβη υπηρετούσε στο Τεχνικό Επαγγελματικό Λύκειο με το Λευτέρη και είχε πάρει απόσπαση από το Πανεπιστήμιο της Πάτρας.  Εφόσον θα αποφάσιζαν να μείνουν μόνιμα στην Κυπαρισσία θα ζητούσε μετάθεση παίρνοντας έτσι οργανική θέση.

   Το διάβασμά της είχε γίνει ένα βίτσιο ακόρεστο κι από τότε που παντρεύτηκε συνήθισε να διαβάζει ταχτικά εξαιτίας και του Λευτέρη που τη συμβούλευε να το κάνει ενώ εκείνος είχε αρχίσει δειλά – δειλά τις πρώτες του ουσιαστικές προσεγγίσεις στη Λογοτεχνία. Έγραφε διηγήματα που τα δημοσίευε στα λογοτεχνικά περιοδικά και μια σειρά από ιστορίες τρόμου και φαντασίας που δημοσιεύονταν απαραίτητα στο περιοδικό << Θέσεις και Αντιθέσεις >> και κυκλοφορούσε πανελλήνια μια φορά το μήνα.   Όμως το μεγάλο έργο του ήταν η γραφή ενός μυθιστορήματος με  τίτλο  << Έρωτας στο φως του φεγγαριού >> που είχε αποφασίσει να αρχίσει στο μέλλον  και το θεωρούσε σαν μια διαταγή της μοίρας του που δεν έπρεπε με κανένα τρόπο να τον αφήσει ασυγκίνητο και να το προσπεράσει.

   Γι’ αυτό  αποφάσισε σαν ήρθε το καλοκαίρι του 2000 να προετοιμαστεί για το μεγάλο πνευματικό του άλμα στη Λογοτεχνία διαβάζοντας τουλάχιστον εκατό μυθιστορήματα επιλεγμένα από τα αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Σ’ αυτό θα τον βοηθούσε και η Φοίβη που θα του έβρισκε όσα βιβλία ήθελε γιατί είχε εξοικειωθεί πολύ μαζί τους και ήξερε ακόμη και τον εκδότη που τα διακινούσε. Η Φοίβη ακόμη και στην Αθήνα πήγαινε αν χρειαζόταν να βρει κάποιο βιβλίο για το Λευτέρη που το θεωρούσε απαραίτητο να το διαβάσει. Εκείνη ακόμη έπεφτε με τα μούτρα στο διάβασμα  και μέσα σε  δυο μέρες μπορούσε να διαβάσει ένα βιβλίο με τριακόσιες σελίδες. Όταν δεν είχε κανένα βιβλίο της προκοπής να διαβάσει κατέφευγε ακόμη και στα φθηνά και δακρύβρεχτα που αν και τα θεωρούσε βέβηλα έκρινε πως αρκετά ήταν καλά γιατί ήταν όπως έλεγε οι ακτινογράφοι  μιας παλιάς και περασμένης εποχής ή και της σύγχρονης και αποκόμιζε  πολλές ηθογραφικές γνώσεις και πληροφορίες σκύβοντας και ξεφυλλίζοντας τις σελίδες τους. Και με την ποίηση τα είχε καλά ο Λευτέρης και σαν η έλλειψη των μυθιστορημάτων του γινόταν αισθητή διάβαζε τους Έλληνες ποιητές αλλά και τους ξένους για να συνάξει τόσο το νέκταρ της ποιητικής τους δημιουργίας αλλά και να πλουτίσει και τις δικές του γνώσεις πάνω στη γλώσσα, στο ύφος και στα νοήματα της σκέψης των στίχων.

   Με λίγα λόγια για να πετύχει τον άθλο του να γράψει αυτό το πολυσέλιδο μυθιστόρημα διάβαζε ό,τι του έπεφτε στα χέρια χωρίς να νοιάζεται και πολύ για το περιεχόμενό του. Αν όμως στην πορεία του φαινόταν πολύ ρηχό κι άτεχνο το πετούσε στα << σκουπίδια>>, σημειώνοντας στο εξώφυλλο << συνιστάται η αποφυγή της ανάγνωσής του >> και το υπόγραφε μ’ ένα κόκκινο στυλό.  Τα<< σκουπίδια >>δεν ήταν τίποτα άλλο από κάποια ράφια στη βιβλιοθήκη του που τα καταχωρούσε  εκεί για να υπάρχουν γιατί δεν ήταν της άποψης πως ό,τι δεν μας αρέσει έπρεπε να το ξεφορτωνόμαστε αλλά να το κρατάμε τιμώντας μ’ αυτό τον τρόπο τόσο το συγγραφέα του όσο και  την υπάρχουσα έστω και ελάχιστη πνευματική αξία του.

   Κι ενώ  συνέβαιναν αυτά το καλοκαίρι του 2000 ο Λευτέρης δέχτηκε μια πρόταση με βαριά γραφική δουλειά από το Δήμο της πόλης για τη συγγραφή ενός πονήματος με την ιστορία της από την εποχή της ύπαρξής της  το 2500 π.χ. μέχρι σήμερα με πληρωμένη βέβαια την εργασία του αλλά του έφερνε προσκόμματα στην πνευματική του δημιουργία και στη γραφή του μυθιστορήματός που τόσο αισιόδοξα ετοιμαζόταν να την αρχίσει. Με λίγα λόγια θα τον έφερνε πίσω και ίσως το μυθιστόρημα να αργούσε να γραφτεί. Αυτό το φοβόταν και γι’ αυτό έδειξε μικρό ενδιαφέρον να πάρει τη δουλειά.

   Τα χρήματα όμως ήταν καλά και τον δελέασαν αφού τα είχε και ανάγκη. Ήθελε όμως και να δει το όνομά του γραμμένο σ’ ένα τουριστικό φυλλάδιο ευρείας κυκλοφορίας για να γίνει γνωστός και σε περισσότερο κόσμο. Η φιλοδοξία του αυτή τον ανάγκασε να σκεφτεί να δεχτεί να πάρει τη δουλειά και να γράψει την ιστορία της πόλης αδιαφορώντας αν έπρεπε να εργαστεί πολύ ή να αφήσει πίσω το δικό του έργο. Και όταν ρώτησε και τη Φοίβη αν θα έπρεπε να πάρει τη δουλειά ή όχι εκείνη του απάντησε πως ο κάθε συγγραφέας  έχει τεράστια ευθύνη να συγκινεί τον κόσμο με τα γραφτά του και να μη θάβει την εποχή και τον παρελθόν της με κανένα τρόπο.  

   Αυτά τα λόγια της τον συγκίνησαν και πήρε τη δουλειά ενώ της εξήγησε πως πρέπει και πάλι να τον βοηθήσει αναποδογυρίζοντας ράφια και ράφια βιβλιοθηκών για να προμηθευτεί βιβλία που έχουν γραφτεί για την πόλη. Έτσι της έγραψε σε μια λίστα τα βιβλία που χρειαζόταν με πρώτο την << Ιλιάδα >> του Ομήρου,  τα << Μεσσηνιακά >> του Παυσανία, << Το χρονικό του Μωρέως >>,  << Επιτομή της Ιστορίας της Αναγεννηθείσης Ελλάδος >> του Γρηγοριάδη  και τους σύγχρονους μελετητές και ιστορικούς της πόλης. Όσα δεν τα είχαν τα τοπικά βιβλιοπωλεία της ζήτησε να τα προμηθευτεί από τους οίκους της Αθήνας και να μη λυπηθεί τα χρήματα όσο και να στοιχίζουν.

   Πολλές φορές πίνοντας τον καφέ τους μέσα στο σπίτι ή έξω στη βεράντα η Φοίβη έβγαζε από ένα μεγάλο κίτρινο φάκελο αποκόμματα εφημερίδων ή περιοδικών που ήταν αφιερωμένα στην ιστορία της πόλης και του τα έδινε λέγοντάς του, πως πάντα ένα κομμάτι χαρτιού γραμμένο έχει κάτι να πει και να διδάξει και καλά θα κάνει να τους ρίξει μια ματιά και να πάρει ό,τι χρήσιμο τον ενδιαφέρει για την ιστορία της εργασίας του. Εκείνος δεχόταν και τα αποκόμματα και τα λόγια της χαμογελαστά και της απαντούσε πως στις αμέτρητες ελλείψεις που έχει για την ιστορία της πόλης θα τον βοηθούσαν πολύ και τα έβαλε στο αρχείο του. Σαν ερχόταν η νύχτα τα διάβαζε μέχρι τα ξημερώματα ενώ η Φοίβη κοιμόταν ευχαριστημένη που ο σύζυγός της ξεψαχνούσε το πνευματικό φορτίο που του παρέδωσε.

   Αρχές Ιουλίου πήρε προκαταβολή από το δήμο σαν τους δήλωσε πως θα έγραφε την εισαγωγή και την ιστορία της πόλης στο τουριστικό έντυπο. Όλο τον Ιούλιο διάβαζε κι έγραφε αδιαφορώντας για τις υλικές απολαύσεις και τις κοσμικές συναναστροφές. Την πρώτη Αυγούστου άρχιζαν << ΤΑ ΑΡΚΑΔΙΝΑ >> και ως πρόεδρος του Συλλόγου είχε πολλή δουλειά να κάνει με τις εκδηλώσεις που θα κρατούσαν δεκαπέντε μέρες και παραπάνω.   Εκείνη τη μέρα της πρώτης Αυγούστου η Φοίβη πήγε στα βιβλιοπωλεία της πόλης  για να αγοράσει ένα βιβλίο δικό της κι αυτός βρέθηκε στο σιδηροδρομικό σταθμό μαζί με άλλους φορείς για να αντιδράσουν στην απόφαση του Υπουργείο Συγκοινωνιών που καταργούσε τον ΟΣΕ και σταματούσε τη γραμμή του τρένου.  Εκείνες τις μέρες γινόταν η κατάθεση του νομοσχεδίου στη Βουλή κι έπρεπε ο λαός της πόλης να αντιδράσει με δυναμικό τρόπο στην παράλογη και επιζήμια για την περιοχή και την πόλη αυτή απόφαση.

 

 

 

 

                                                2

 

 

 

 

   << ΤΑ ΑΡΚΑΔΙΝΑ >> δυστυχώς εκείνη την πρώτη Αυγούστου του 2000 άρχισαν με ξεσηκωμένο το λαός της πόλης για να μην περάσουν τα οικονομικά τεχνάσματα κάποιων ισχυρών εταιρειών που ήθελαν το φιλέτο της γραμμής και να περάσει ο σταθμός στα χέρια τους αφού έκλεινε προσωρινά αγοράζοντάς τον ύστερα για ένα κομμάτι ψωμί, απολύοντας τους εργαζόμενους οδηγώντας τους στην ανεργία και στη φτώχεια. Έτσι ο λαός της πόλης και οι εργαζόμενοι στον ΟΣΕ μαζί με άλλες αγωνιστικές ομάδες αποφάσισαν εκείνη τη μέρα εκδήλωση διαμαρτυρίας με πορεία στους δρόμους της. Η συγκέντρωση θα γινόταν στις έντεκα το πρωί στην πλατεία του Σταθμού με τις απαραίτητες ομιλίες και χαιρετισμούς και θα ακολουθούσε η πορεία στην Ελευθερίου Βενιζέλου με κατάληξη και λήξη μπροστά στο δημαρχείο όπου και θα κατάθεταν ψήφισμα όλων των φορέων.

   Η Επιτροπή Οργάνωσης  και Περιφρούρησης που είχε και την ευθύνη της συγκέντρωσης και της  καθοδήγησης της πορείας είχε λάβει τα μέτρα της ώστε η εκδήλωση να εξελιχθεί ειρηνικά και να αποφευχθούν τα επεισόδια. Έτσι με τη βοήθεια της αστυνομίας που ενίσχυσε τη δύναμη των αντρών της και με δικούς της εθελοντές που για να ξεχωρίζουν φόρεσαν ένα λευκό περιβραχιόνιο στο αριστερό τους χέρι με την ένδειξη << ΟΣΕ- ΟΜΑΔΑ ΠΕΡΙΦΡΟΥΡΗΣΗΣ >> η τάξη και η ασφάλεια της συγκέντρωσης ήταν  εξασφαλισμένες. Κάποιοι είπαν πως δε χρειαζόταν  αυτή η  υπερβολική εκτίμηση της επιτροπής για επεισόδια και πως τα μέτρα ήταν χωρίς λόγο αφού τίποτα δεν προδίκαζε την εκτροπή της ειρηνικής και δίκαιας διαμαρτυρίας. Όμως η Επιτροπή κρίνοντας με το δικό της τρόπο ενήργησε έτσι, όπως δήλωσε ένας από τα μέλη της για να έχει το κεφάλι της ήσυχο και να προστατέψει τον κόσμο από τυχόν εξτρεμιστικά στοιχεία.

   Φοβόταν όμως και την οργή  του λαού της πόλης αλλά και όλης της περιοχής. Μια οργή που πολλές φορές έχει τις ρίζες της στην κοροϊδία και σαν ματώσει και πονέσει δεν ξέρεις που θα καταλήξει και τη ζημιά θα προκαλέσει στην εξουσία και στην κοινωνία. Κι αν τα κίνητρα των διαδηλωτών είναι αγνά δεν μπορείς να προδικάσεις το ίδιο και για τις δυνάμεις καταστολής. Η ισχυρή λαϊκή θέληση μόνο με τη βία υποτάσσεται κι αυτό το ξέρουν πολύ καλά οι κυβερνώντες.

    Ο κόσμος άρχισε να μαζεύεται από τις εννιά  και μέχρι της έντεκα που θα ξεκινούσε η πορεία θα είχε δυο ώρες μπροστά του να διαμαρτυρηθεί. Με την εμφάνιση των πρώτων διαδηλωτών έκανε και η αστυνομία την παρουσία της, βάζοντας μπροστά από το ξενοδοχείο Ιόνιο μια μικρή διμοιρία οπλισμένων ανδρών  ενώ μια άλλη αποτελούμενη από είκοσι άνδρες στήθηκε κατά μήκος της οδού νοσοκομείου ανά δέκα σε κάθε πεζοδρόμιο. Στα γραφεία του Σταθμού δεν χρειάστηκε να προστεθούν άντρες γιατί ήδη εδώ και δέκα μέρες φρουρούνταν από ισχυρή αστυνομική δύναμη που είχε έρθει από την Καλαμάτα.

   Ο κόσμος συνέχισε να μαζεύεται όσο περνούσε ή ώρα και συγκεντρωμένος σε μικρές ομάδες κουβέντιαζαν ή φώναζαν συνθήματα κατά της απόφασης του υπουργείου. Οι περισσότεροι ήταν ήσυχοι και υποστήριζαν με ήπιο τόνο πως με κανένα τρόπο δεν ήθελαν να συναινέσουν στο θάνατο του καλού αγαθού όπως ήταν το τρένο που εξυπηρέτησε γενιές και γενιές με τη μεταφορά τους και που είχε φτιαχτεί με τον ιδρώτα των παππούδων τους και είχαν ιερό καθήκον να σεβαστούν το έργο τους. Γιατί έλεγαν αν κληροδοτήσουμε  στα παιδιά μας το θάνατο του Σταθμού και του τρένου τότε προς τι η συνέχεια της ζωής όταν τα δημιουργήματά της πεθαίνουν αντί να διατηρούνται; Συμπλήρωναν ακόμη αυτοί οι απλοί άνθρωποι. ότι με την ίδια ευκολία που μπορούσαν να σπαταλήσουν δισεκατομμύρια ευρώ τα οικονομικά επιτελεία της κυβέρνησης για άχρηστες επενδύσεις με την ίδια ευκολία θα μπορούσαν να εξοικονομήσουν και λίγα εκατομμύρια για τον εκσυγχρονισμό και τη λειτουργία του ΟΣΕ.

   Κι ενώ γίνονταν τέτοιου είδους συζητήσεις η μικρή πλατεία γέμιζε και άρχισαν σιγά- σιγά να ακούγονται και τα πρώτα οργανωμένα συνθήματα κατά των αρχών. Οι άνθρωποι έδειχναν να το διασκέδαζαν ενώ πολλοί εξαιτίας του άτσαλου τρόπου που συμμετείχαν φαίνονταν πως δεν είχαν ξαναπατήσει άλλη φορά στη ζωή τους σε διαδήλωση. Αυτό οφειλόταν κιόλας και στην ήσυχη ζωή της πόλης που δεν τους είχε συνηθίσει σε τέτοιους είδους ξεσηκώματα. Μέσα στο πλήθος διέκρινες πάσης φύσεως ανθρώπους. Πολλοί ήταν ευκατάστατοι, άλλοι εργάτες και αγρότες και αρκετοί δημόσιοι και ιδιωτικοί υπάλληλοι. Οι πιο γενναίοι φορούσαν μαύρες κονκάρδες με το σύνθημα << ΟΣΕ- ΜΕΝΟΥΜΕ ΜΑΖΙ! >> Υπήρχαν και γυναίκες μεσαίας και μεγαλύτερης ηλικίας καθώς και μαθήτριες με σφυρίχτρες στο στόμα που σφύριζαν  ρυθμικά παιχνιδίσματα και σήκωναν τα χέρια τους ψηλά, φωνάζοντας, << ΟΛΕ! ΟΛΕ! >> Όσο  για τους νέους αυτοί έδιναν ισχυρό παρόν άλλοτε φωνάζοντας δυνατά συνθήματα κι άλλοτε χτυπώντας τα ταμπούρλα τους σε ρυθμούς  λαϊκών  τραγουδιών.

   Οι κυβερνώντες απουσίαζαν έχοντας αφήσει στις θέσεις τους κάποιους διορισμένους υφισταμένους διευθυντές των δημοσίων υπηρεσιών και μέλη κομμάτων που στέκονταν πολλά μέτρα μακριά από τον πυρήνα των διαδηλωτών και που εύκολα ξεχώριζες στο βλέμμα τους τη διαφωνία τους για το σκοπό της συγκέντρωσης. Ήταν όμως και κάποιοι που είχαν συνειδητοποιήσει την αναγκαιότητά της έστω κι αν θα εύχονταν να μην είχε γίνει. Κάποιοι άλλοι διαφωνούσαν κάθετα. Ένας δε  απ΄ αυτούς ακούστηκε να λέει στο διπλανό του, πως μια χούφτα διαδηλωτές τι μπορούν να κάνουν στην κυβέρνηση και πως με καμία δύναμη δεν θα  περάσει το δικό τους. Έτσι κι αλλιώς το νομοσχέδιο θα ψηφιστεί και θα γίνει νόμος από τη Βουλή των Ελλήνων. Γι’ αυτό ας διαλυθούν για να βρει και η πόλη την ησυχία της.

   Στις δέκα και μισή ο επικεφαλής της οργάνωσης έδωσε εντολή ν’  αρχίσουν οι χαιρετισμοί και οι ομιλίες των εκπροσώπων. Όλες οι λέξεις των ομιλητών δικαιολογούσαν το λαϊκό αυτό ξεσήκωμα κι εξέφραζαν την ιερή αγωνία των εργαζομένων στον ΟΣΕ για το δυσοίωνο μέλλον τους που διαγραφόταν αν έκλεινε ο Σταθμός του τρένου στην πόλη. Και οι ομιλίες έκλεισαν στις έντεκα ακριβώς με τον τελευταίο ομιλητή και εκπρόσωπο των εργαζομένων του ΟΣΕ που είπε πως το ξεσήκωμα αυτό του λαού ήταν και μια αντίσταση εναντίον των δυναστών που καταπατούν τα δικαιώματα  του λαού και δεν λαμβάνουν υπόψη τους. τους   αγώνες και τις θυσίες του.

   Όλα ήταν έτοιμα για την πορεία της διαδήλωσης που θα περνούσε μέσα από ένα καντούνι για να βγει στην Ελευθερίου Βενιζέλου κι από εκεί διασχίζοντας την οδό Χριστιανουπόλεως  θα κατέληγε στο Δημαρχείο για να επιδώσει το ψήφισμα. Οι δρόμοι της πόλης κοντά στο Σταθμό και την κεντρική πλατεία της Δημοκρατίας ήταν πλημμυρισμένοι από ανθρώπους, βαστώντας στα χέρια τους κλωνάρια ελιάς, δάφνης ή βάγιας ενώ στα μπαλκόνια και στα κατώφλια των σπιτιών οι παραστεκάμενοι ήταν έτοιμοι να  υποδεχτούν τους διαδηλωτές με συνθήματα και ζωηρά χειροκροτήματα. Τα συναισθήματά τους ήταν διάχυτα από αγωνιστικό παλμό, η σκέψη τους έφτανε ως το δικό τους περασμένο παρελθόν και το μέλλον των παιδιών τους ενώ η πίστη τους για μια σεβαστή επίγεια ζωή που θα έμοιαζε κάτι σαν θρησκεία καινούρια έκανε τις συνειδήσεις τους να αναριγούν από προσδοκία κι ευτυχία. Από τα μάτια όλων, έβγαινε μια  λαμπερή ακτινοβολία που διαμήνυε πως η οργή τους ήταν μία κι αυτή με των διαδηλωτών και όπως αυτοί έτσι και τούτοι ζητούσαν δικαίωση του αγώνα τους.

   Κουράγιο, διαδηλωτές τους εύχονταν και τους παρότρυναν να προχωράνε για το φως με όσα εμπόδια κι αν τους έστηναν οι σκοτεινές δυνάμεις της καταστολής. Κουράγιο για να έρθει  η δικαιοσύνη στη γη και η ανατολή της αλήθειας να στοιχηθεί μαζί με κάθε ανατολή της μέρας. Γιατί αυτό θα φέρει την ένωση των λαών και την ευημερία του. Θα διώξει την εκμετάλλευση και θα του διώξει τη μίζερη ζωή του. Όχι άλλα λάθη πια. Σκοπός είναι να χορτάσουν ψωμί και οι φτωχοί και να συνεδριάζει σε κάθε ψυχή η ευτυχία.   Τούτη η μικρή επανάσταση στους δρόμους της πόλης είθε να είναι η συνέχεια της μεγάλης οικουμενικής που όλοι οι λαοί προσδοκάνε. Κι όπως φωτίζεται τούτη η απλή και ειρηνική διαδήλωση από το φως των ψυχών των διαδηλωτών έτσι και οι μεγάλες ιδέες που θα ξεπηδήσουν από μέσα της να φωτίζουν και κάθε άλλη εστία αντίστασης και προόδου που καίει σε κάθε άκρη της γης. Έτσι θα φτάσουμε στο σεβασμό της ζωής και στη προστασία της από το κράτος. Και στη συνέχεια στην προστασία των δικαιωμάτων των ανθρώπων. Και να φτιάξουμε μια κοινωνία όπου οι κυριαρχίες θα καταρρεύσουν και στα ερείπιά τους   θα αναδειχθούν  οι άνθρωποι. Άνθρωποι ελεύθεροι που πάνω στην ισότητα θα χτίσουν το γήινο παράδεισο της δημιουργίας και των ιδεών, κάνοντας πέρα την ωμή εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο. Να φτάσουν οι λαοί να στηρίζονται σ’ ένα όργανο εξουσίας που θα λέγεται ισότητα με κύριο σκοπό τη δωρεά χαρά της αυτάρκειας. Να ξεχαστούν οι άρπαγες επιδρομείς της ευτυχίας τους και να κρεμαστούν οι σκοταδιστές της προόδου. Να εκλείψουν οι  τύραννοι που ανευλαβώς καταπατούν τη θέληση των λαών. Να συντριφτούν οι αυτοκράτορες που διαιωνίζουν τη φτώχεια, την πείνα, την ανεργία, τη διατήρηση των φυλακών, την κήρυξη και την επιβολή των πολέμων.

   Και όταν θα φύγουν αυτοί οι διαβόλοι η ζωή θα βρει τη δική της ιστορία, οι ψυχές την ηρεμία τους, οι λαοί την ευτυχία τους και από ένα αστέρι θα ανατείλει για να φωτίζει την κάθε ευτυχία των θνητών. Οι κραυγές των διαδηλωτών που ακούγονταν λίγο πριν αρχίσει η πορεία αυτά διεμήνυαν. Πως τα οδοφράγματα και η βία με τίποτα δεν μπορεί να σταματήσουν αυτό το χείμαρρο της θέλησης που λέγεται λαός.

   Η πορεία ξεκίνησε τα χείλη συνέχιζαν να σαλεύουν και οι ψίθυροι που ακούγονταν έκαναν τις καρδιές να ριγούν από τη συγκίνηση και το αγωνιστικό πάθος. Στο τέλος όμως της παρόδου που έφτασαν και συνάντησαν την Ελευθερίου Βενιζέλου υπήρχε ένα οδόφραγμα στημένο από σανίδες και βαρέλια από τους αναρχικούς που τους δυσκόλεψε. Το οδόφραγμα έφραζε όλο το πλάτος του δρόμου κι όπως ήταν συμπαγές με την ενίσχυσή του κι από κάδους απορριμμάτων έμοιαζε σαν τείχος φρουρίου. Οι διαδηλωτές το προσπέρασαν πατώντας και σπάζοντας τα αντικείμενα και πετώντας τα ύστερα με δύναμη πάνω από το μαντρότοιχο του γειτονικού σπιτιού μέσα στον κήπο. Λίγο έλειψε να προκληθούν κι επεισόδια με την εμφάνιση δυο αναρχικών αλλά χάρη στη γρήγορη εξαφάνισή τους από την ομάδα περιφρούρησης αποφεύχθηκαν. Μπήκαν στην Ελευθερίου Βενιζέλου από δυτικά τραβώντας ανατολικά χωρίς να λυθεί ούτε μύτη.  Ο κόσμος συγκεντρωμένος στα πεζοδρόμια τους ζητωκραύγαζε και τους χειροκροτούσε., φωνάζοντας << μπράβο! μπράβο! >> ενώ ξεχώρισαν και κάποιες γροθιές υψωμένες  από τους συγκεντρωμένους έξω από το κτήριο της Αγροτικής Τράπεζας. Οι αναρχικοί είχαν εξαφανιστεί αλλά που και που έβλεπες κάποιον να κινείται ύποπτα δίπλα στους διαδηλωτές και να δημιουργεί μικροεπεισόδια σπρώχνοντας ή λογομαχώντας με το διπλανό του. Κι αν τα πράγματα στην ουρά της πορείας ήταν ήσυχα δεν συνέβαινε το ίδιο στην κεφαλή που δυστυχώς ήταν δυσάρεστα. Στο ύψος της κεντρικής πλατείας της Δημοκρατίας ο Λευτέρης και η Φοίβη μαζί με άλλους ακολουθούσαν με την ομάδα περιφρούρησης χέρι- χέρι δίνοντας συμβουλές για την ειρηνική πορεία της διαδήλωσης. Όταν όμως έφτασαν έξω από το ταχυδρομείο ένας άγνωστος νεαρός κρυμμένος πίσω από ένα κάδο απορριμμάτων έτρεξε μ’ ένα δοχείο βενζίνη στο χέρι και περνώντας μέσα από τους διαδηλωτές πήγε στο Σταθμό και στάθηκε στον εκθεσιακό του χώρο  εκεί που  βρισκόταν μια παλιά ατμομηχανή τραίνου για λόγους τουριστικής προβολής και διαχρονικής μνήμης. Είχε βάψει το πρόσωπό του με μαύρο χρώμα και στο μέτωπό του διακρινόταν μια λευκή νεκροκεφαλή. Ήταν γυμνός από τη μέση και πάνω και πολύ γυμνασμένος. Οι κινήσεις του έδειχναν άγριο άνθρωπο που αγαπούσε τη βία. Ήταν άγνωστος στους πολίτες και η ρωμαλέα του κορμοστασιά έδειχνε πως καταγόταν από την ορεινή κι απρόσιτη περιοχή της επαρχίας.  Κατέβρεξε τη μηχανή με τη βενζίνη και της πέταξε το αναμμένο στουπί ίσα μπροστά και κάτω της. Οι φλόγες αμέσως την έζωσαν ενώ ο εμπρηστής εξαφανίστηκε στο λεπτό. Ένας άλλος τότε πετάχτηκε από το πάρκο και πετώντας άλλο ένα αναμμένο στουπί στην πόρτα του καφενείου του Σταθμού, έφυγε κι αυτός τρέχοντας βόρεια και χάθηκε μέσα στους δρόμους..

   Ο Λευτέρης ήταν βέβαια μακριά από τους εμπρησμούς αλλά η διορατικότητά του τον ανάγκασε να παρακολουθήσει τον ύποπτο και να τον ακολουθήσει. Έτσι σαν έφτασε εκεί η πρώτη του δουλειά ήταν να ανοίξει τον κρουνό και να στρέψει το λάστιχο μία στη μηχανή και μία στο καφενείο. Οι φωτιές έσβησαν και με τη βοήθεια των εθελοντών που έτρεξαν και άδειαζαν πάνω στις φλόγες τον έναν κουβά μετά τον άλλον.

   Τότε με δυο τρεις πηδηξιές ο Λευτέρης άφησε το χώρο του εμπρησμού και έτρεξε να βρει τη Φοίβη. Αυτή όταν την άφησε έφυγε και τον πήρε από πίσω. Και τώρα την έβλεπε μπροστά του ακριβώς πάνω σε μια ράγα να απλώνει το χέρι της για να τον πιάσει. Μια ομάδα όμως αναρχικών άρχισε να τους χτυπά και να τους βρίζει. Τράβηξε τότε τη Φοίβη με δύναμη αυτός και τρέχοντας και οι δυο νότια μπόρεσαν και τους ξέφυγαν. Σε λίγο βρέθηκαν σ’  ένα πέτρινο ισόγειο σπίτι. Ξεκουράστηκαν στην αυλή του και μετά πήραν πάλι το δρόμο για να συναντήσουν την πορεία. Την έφτασαν όταν αυτή διέσχιζε την οδό Χριστιανουπόλεως προχωρώντας προς στο Δημαρχείο. Πάλι φωνές, συνθήματα, υψωμένες γροθιές, και συμπυκνωμένη λαϊκή οργή. Στην πόρτα του Δημαρχείου ένας υπάλληλος πήρε το ψήφισμα, οι διαδηλωτές τραγούδησαν τον Εθνικό Ύμνο και διαλύθηκαν.

 

 

 

                                               3

 

 

 

   Στην επιστροφή ο Λευτέρης και η Φοίβη έκαναν ένα μικρό διάλογο μέχρι να επιστρέψουν σπίτι τους.

   --- Τους βλάκες! Μας στρίμωξαν λίγο και χάσαμε την πορεία! γκρίνιαξε ο Λευτέρης και την κοίταξε τρυφερά.

   --- Δε λες που γλιτώσαμε! του είπε αυτή με κάποια αισιοδοξία κι έσκασε στα γέλια.

   --- Αυτό να μου πεις!  Μπορεί τα πράγματα να ήταν και χειρότερα για μας! είπε αυτός κι έδειξε να συμφωνεί μαζί της. Ωστόσο, συμπλήρωσε χάσαμε λίγο απόν τον παλμό της διαδήλωσης, δε συμφωνείς;

   --- Δεν χάσαμε τίποτα! Τη ζήσαμε! Τη ζήσαμε! Κι αυτή και τον παλμό της!   

     Από το πεζοδρόμιο ακούστηκαν γνώριμες φωνές και γέλια. Κοίταξαν και είδαν κάποιους φίλους και γνωστούς. Ένας άπλωσε το χέρι και τους χαιρέτησε, λέγοντάς τους με εγκαρδιότητα:

   --- Είσαστε αξιοθαύμαστοι και οι δυο! Μπράβο σας! Η πορεία ήσαστε εσείς!

   --- Μα τι λες; διαμαρτυρήθηκε η Φοίβη, Τόσο κόσμο που τον βάζεις;

   --- Ναι, αλλά κι εσείς είστε ήρωες!

   Ο άντρας που είχε μιλήσει, κοίταξε το Λευτέρη. Αυτός ψέλλισε ένα << ευχαριστώ >> και της έπιασε το χέρι. Ύστερα την τράβηξε μαζί του και της είπε:

   --- Χρειάζεται τόλμη στη ζωή κι εμείς την είχαμε! Καλά μας είπε ο άνθρωπος!

   Αυτή τον αγκάλιασε στη μέση του δρόμου και τον φίλησε. Ύστερα περπάτησαν για λίγο στην οδό Ανθέων και μπήκαν στο σπίτι τους.

 

 

 

 

                                                       4

 

 

 

   Το βράδυ  στις οχτώ έφαγαν λιτά και η Φοίβη άρχισε να σιδερώνει ενώ ο Λευτέρης καθόταν στο γραφείο του έχοντας βάλλει αριστερά του το άρθρο του για την εφημερίδα που είχε σχέση με την πορεία και στα δεξιά του τα χειρόγραφα για το κείμενο της ιστορίας της πόλης που του είχε ζητήσει ο Δήμος έναντι αμοιβής. Από την ανοιχτή πόρτα κοιτούσε τη Φοίβη  και τη θαύμαζε σκεφτόμενος << ότι εποίησέν μοι μεγαλεία ο δυνατός >>εννοώντας το Θεό για τα τόσα πλούσια κάλλη της και πως  δε θα τη σύγκρινε με καμία άλλη γυναίκα για τη μεγαλοθυμία των συναισθημάτων της. Και κάποια στιγμή που έφερε στη σκέψη του τα γεγονότα της μέρας κι ενώ το βλέμμα του συναντήθηκε με το σπινθηροβόλο δικό της, άρχισε μια φλύαρη κουβέντα που από την αρχή της φάνηκε πως έκρυβε μια διάχυτη φιλοσοφία και μια αγωνία για τη δική του ύπαρξη αλλά και για κάθε ανθρώπου.

    << Διαβάζουμε και ξαναδιαβάζουμε << τους   Άθλιους >> του Βίκτορα Ουγκώ και τους << Δαιμονισμένους >> του Ντοστογιέφσκι και τι βγαίνει μ’ αυτό; Μήπως  γινόμαστε καλύτεροι; Έχω παραβρεθεί σε τόσες και τόσες συζητήσεις για την τέχνη και στο τέλος όλοι οι ομιλητές και οι ακροατές ξεχνούν όσα είπαν και άκουσαν κι αρχίζουν μεταξύ τους να μιλάνε για τα οικονομικά τους προβλήματα και για τις αγορές τους και να την περιφρονούν, εννοώ την τέχνη, στριμώχνοντας την στα στενά όρια της υλικής ευμάρειας. Αυτή η περιφρόνηση της τέχνης, μ’ εκνευρίζει και περισσότερο όταν κάποιο έργο της που κρύβει μια αλήθεια κρίνεται από τον άνθρωπο ως ελάχιστο αγαθό που έχει τη δύναμη να τον κάνει καλύτερο. Εγώ πιστεύω πως η τέχνη δεν είναι απλά μια φόρμα, μια απλή δημιουργία αλλά ένα ιδανικό περιεχόμενο που έχει μέσα του φως και με μικρή προσπάθεια μπορεί ο καθένας να το νιώσει σε κάθε κύτταρό του.

   Ας πάρουμε για παράδειγμα ένα λογοτεχνικό έργο. Ό,τι και να είναι αυτό. Μυθιστόρημα, διήγημα, ποίημα, θεατρικό ή ό,τι άλλο. Σου μιλάνε με το περιεχόμενό τους, με τα γεγονότα, την πλοκή, το ύφος, τη γλώσσα και τους χαρακτήρες των ηρώων τους. Πάνω απ’ όλα όμως, πιστεύω πως μιλούν με την ομορφιά και τη δύναμη της τέχνης που έχουν μέσα τους. Έτσι πολλές φορές σε διάφορα λογοτεχνικά έργα η παρουσία της τέχνης ξεπερνάει κι αυτά τα συγκλονιστικά γεγονότα των ηρώων τους.  

   Με αυτά θέλω να πω, πως η τέχνη από την εποχή ακόμη των Αιγυπτίων, των Ασσυρίων, των Φοινίκων και των Ελλήνων μέχρι σήμερα είναι σχεδόν η ίδια. Δηλαδή το αντικείμενό της που έχει ως βάση την επιβεβαίωση της ζωής είναι αναλλοίωτο. Η ίδια δύναμη που προσπαθεί  με τον καιρό κι έτσι πρέπει να οδηγεί την τέχνη στην πιο καλύτερη σύνθεση του όλου για να υπερτερεί συνεχώς η βαρύτητα της τέχνης από οποιοδήποτε άλλο στοιχείο στο έργο. Γιατί η ψυχή και η βάση του έργου, σ’ αυτή τη βαρύτητα στηρίζεται >>.

   Εδώ έκανε ένα διάλειμμα κι αφού δέχτηκε την επιβεβαίωσή της μ’ ένα νεύμα των ματιών  και του κεφαλιού της, έσκυψε πάνω στα χαρτιά του αναστενάζοντας ελαφρά. Ύστερα αφού ξεφύλλισε ένα τόμο που αναφερόταν στο κάστρο της πάνω πόλης, άρχισε να λέει: << Τούτο το βιβλίο διαβάζοντάς το να πάρω τις πληροφορίες που χρειάζομαι για το κείμενο της ιστορίας της πόλης είναι μια απόδειξη της βαρύτητας της δύναμης που σου έλεγα πως πρέπει να έχει η τέχνη σε κάθε λογοτεχνικό ή εικαστικό έργο. Κι αυτό με συγκίνησε τόσο που μ’ έφερε και πάλι να ξαναζήσω εκείνα τα γεγονότα της εφηβικής ηλικίας που τα πέρασα σκαρφαλώνοντας στη ράχη του και στις αραχνιασμένες ντάπιες του. Κι αυτό έγινε όταν ήμουν δώδεκα μέχρι δεκάξι ετών γιατί τα δυο τελευταία χρόνια συνέχισα στην Αθήνα το Λύκειο σαν οι γονείς μου μετανάστευσαν εκεί. Τότε ακόμη δεν είχα διαβάσει << Το χρονικό του Μορέως >> που αναφέρεται στην εκπόρθηση του κάστρου από τους Φράγκους το 1204 και τα πάντα γι’ αυτό ήταν θολά μέσα μου.  Τα λίγα που ήξερα για το κάστρο ήταν από ιστορίες των κατοίκων κι από τους θρύλους που γράφονταν στο περιοδικό << ΤΡΙΦΥΛΙΑΚΗ ΕΣΤΙΑ >>. Έτσι λοιπόν όταν ο Σοφοκλής, ο Πλάτων, ο Βιζυηνός και ο Παπαδιαμάντης  μας  κούραζαν με τα κείμενά τους και τις ασκήσεις τους, τους άφηνα και το επισκεπτόμουν με τους συμμαθητές μου τις απογευματινές ώρες. Εκείνα τα χρόνια πρέπει να ξέρεις η γνώση για μας τους μαθητές ήταν δύσκολη στην κατάκτησή της για πολλούς λόγους και η λίγη ακόμη ύλη του μαθήματος μας τυραννούσε πολύ ώσπου να γίνει κτήμα μας και να τη μάθουμε. Ξεθεωμένος  από το διάβασμα έβγαινα στο κατώφλι του σπιτιού να πάρω αέρα. Τότε πρόβαλλαν οι συμμαθητές μου, φορώντας  ρούχα εκστρατείας και μου έδειχναν το κάστρο, λέγοντάς μου,  << έλα >>. 

   Τι να έκανα, μπορούσα να μην πάω; Ο πειρασμός ήταν μεγάλος και η περιπέτεια μου άρεσε. Έτσι έμπαινα στην ομάδα και τολμηρός καθώς ήμουν σκαρφάλωνα στην πιο ψηλή ντάπια του. Οι άλλοι ανέβαιναν στην άλλη και αρχίζαμε παίρνοντας ξύλα για σπαθιά να λιανίζουμε στη φαντασία μας τους κατακτητές. Σε λίγο όμως μαζευόμαστε όλοι σε μια ντάπια κι αρχίζαμε από κοντά τη μάχη χτυπώντας ο ένας τον άλλο. Και η μάχη τελείωνε μέσα σ’ ένα παραλήρημα πολεμικού παροξυσμού από φωνές και βρισιές που αναστάτωναν το μυρωμένο αέρα του κάστρου.

   Ανεβαίναμε μετά στην τόσο αγαπητή σε όλους μας ντάπια του Ιουστινιανού και καθόμαστε οκλαδόν.  Παρά τις απειλές των γονιών  και των καθηγητών μας πως το χαρτί είναι κακούργημα το στρώναμε στο παιχνίδι και δε σηκωνόμαστε μόνο σαν χάναμε το χαρτζιλίκι μας και μέναμε με άδειες τσέπες. Όταν κι αυτή η εφηβική μας πράξη έπαιρνε τέλος   κατεβαίναμε και περπατούσαμε στα διαζώματα, και στις πλαγιές και θαυμάζαμε τη θέα που απλωνόταν ως κάτω τη θάλασσα. Και τότε θεατές του ωραίου που είχε ζωγραφίσει η φύση γινόμαστε ασυνείδητα ωτακουστές του θροϊσματος που τραγουδούσε το φύλλωμα των πεύκων που τόσο μελωδικά συνέθεταν οι κλώνοι τους.

   Ο ήλιος χαμήλωνε όταν πηγαίναμε στο δυτικό του μέρος. Σε μια μικρή ομαλή επιφάνεια που έμοιαζε με αλώνι υπήρχε  μια τρύπα τετράγωνη, όμοια με στόμα και ήταν είσοδο της καταπακτής. Μια σιδερένια σχάρα την προστάτευε και μια μυρωδιά μούχλας έφτανε στα ρουθούνια μας σαν σκύβαμε να δούμε το σκοτεινό βάθος της. Ο μύθος έλεγε πως η σήραγγα που υπήρχε από κάτω έβγαζε στη θάλασσα και την χρησιμοποιούσαν οι πολιορκημένοι μέσα να προμηθεύονται εφόδια ή να δραπετεύουν. Στο βάθος ακόμη έλεγαν οι φήμες της καταπακτής υπήρχε φυλακή που φυλάκιζαν τους αιχμαλώτους.

   Κατεβαίναμε και το μόνο που μπορούσαμε να διακρίνουμε στο πυκνό σκοτάδι ήταν φωλιές θαλασσοαητών, νυχτερίδες και ριζωμένα αγριόχορτα στους υγρούς τοίχους που έσταζαν νερό και μύριζαν άσχημα μούχλα και λάσπη. Μέσα στις λακουβωμένες κόγχες των βράχων οι γυπαετοί μας κοιτούσαν με τα μάτια τους να κρύβουν μια μελανάδα που μας έκαναν να τρέμουμε από το φόβο μας.

   Επιστρέφαμε πάλι στην επιφάνεια. Με κουρασμένα και στεγνά μάτια πηγαίναμε στο κάτω διάζωμα. Εκεί υπήρχε ένα μπαλκόνι με θέα την πόλη και το Ιόνιο απερίγραπτου κάλλους και ομορφιάς. Στη μέση ήταν στημένο ένα κανόνι από την εποχή της τουρκοκρατίας με στραμμένη την μπούκα του προς το νότο. Το καβαλούσαμε  και αρχινούσαμε κι εδώ πόλεμο  και στέλναμε τις μπάλες του στα πέρατα του κόσμου, σκούζοντας, << μπαμ, μπαμ! Αγαρηνοί σας φάγαμε! >> και γελούσαμε μ’ ένα προκλητικό ηρωισμό.

   Ύστερα στο μικρό ίσιωμα που απλωνόταν ανατολικά παραβγαίναμε στο πήδημα. Μετά κι απ’ αυτό περπατούσαμε σ’  όλα του τα σημεία  και σαν σύγχρονοι κατακτητές, τρέχαμε, γελούσαμε και φωνάζαμε με κραυγές άναρθρες έτσι για το θεαθήναι, μέχρι τη δύση του ήλιου. Κατηφείς τότε οδεύαμε για τον άθλιο χειμώνα του σπιτιού μας! Εκεί  μας περίμενε ο Όμηρος σαν ξηρός και κρύος βοριάς κρυμμένος πίσω από την πόρτα.  Ο Τηλέμαχος στο παλάτι οπλισμένος είχε πάρει την απόφαση να σκοτώσει τους μνηστήρες. Έπρεπε να διαβάσουμε την περικοπή. Η ραψωδία ζητούσε  τον υψηλό ασπασμό μας στα ηρωικά της κατορθώματα.  Έπεφτα πάλι με τα μούτρα στο διάβασμα και μετά πήγαινα στην κουζίνα. Η μάνα μου. μου έβαζε φαγητό και ο πατέρας μου λίγο πιο πέρα έδειχνε θυμωμένος, ποιος ξέρει γιατί και τέντωνε τ’  αυτιά του  ν’ ακούσει καμιά κουβέντα από το διπλανό σπίτι των γειτόνων  που είχαν πιάσει καβγά που τόσο τον συνήθιζαν την ίδια ώρα. Σαν άδειαζα το πιάτο μου έφευγα. Ξάπλωνα στο κρεβάτι μου κι έκρυβα στο μαξιλάρι το πρόσωπό μου. Ποτέ δεν είχα καταλάβει ούτε και σήμερα ακόμη αν ήταν από δυστυχία ή ευτυχία >>.

   Η Φοίβη σήκωσε το κεφάλι της από το σίδερο, μάσησε για μια στιγμή τα χείλη της αμήχανα και τον ρώτησε μ’ ένα χαμόγελο ενώ τον κάρφωνε στα μάτια με μια γλυκιά ματιά:

   --- Γιατί τα είπες όλα αυτά; Πού θέλεις να καταλήξεις;

   Ο Λευτέρης θορύβησε ξαφνικά ρίχνοντας από απροσεξία πάνω στο γραφείο του ένα μικρό μαρμάρινο αγαλματάκι μιας κουκουβάγιας που συμβόλιζε τη γνώση και σαν το έβαλε στη θέση του, της είπε με βλέμμα ακονισμένο από το φως του παρελθόντος:

   ---  Πέρασα άσχημες στιγμές στο χωριό  όπως και οι γονείς μου. Οι χωρικοί δεν είχαν να φάνε και το λιγοστό στάρι τους, τους το έπαιρνε η τράπεζα για να ξεχρεώσουν τα χρέη τους. Οι γονείς μου ούτε στάρι δεν είχαν. Μόνο μια σποριά χωράφι που φύτρωναν λίγες χουφτίτσες χόρτα. Μ’ αυτά και με λίγα κηπευτικά που μας προμήθευε ο θείος μου, τη βγάζαμε. Ο πατέρας μου ήταν κολίγας στο θείο, ώσπου άφησε το χωριό και μας έφερες την πόλη. Κι εδώ τα ίδια. Έσβηνε ασβέστη στους ασβεστόλακκους και πουλούσε πάγο στα μαγαζιά. Αυτά έκανε για να ζήσουμε. Ώσπου μια μέρα όταν έγινα δεκάξι ετών φύγαμε για την Αθήνα. Τίποτα το ιδιαίτερο κι εκεί. Η φτώχεια έφερνε καβγάδες έτσι χωρίς λόγο. Γι’ αυτό λέω πως αν και τα παιδικά και εφηβικά μου χρόνια είχαν και κάποια ευτυχία με τις ανεμελιές και τις τρέλες της νεότητας στο βάθος κρύβανε τη δυστυχία. Όμως τότε ήμουν…

   --- Νέος θέλεις να πεις…

   --- Ναι, και γι’ αυτό θυμήθηκα διαβάζοντας το βιβλίο αυτό του χρονικού του Μορέως, την εφηβεία μου, τη νεότητά μου! Τα νιάτα μου! Η εφηβεία είναι το παν στον άνθρωπο!

   --- Και σ’ έπιασε ο συναισθηματισμός και η νοσταλγία σου γι’ αυτό μου τα είπες όλα αυτά, ε;

   --- Ναι!

   --- Καλά έκανες! Κι όσο για το άλλο που είπες, συμφωνώ! Η εφηβεία είναι το παν!

   --- Αρκεί όμως να μην είναι κι αυτή θύμα εκμετάλλευσης! Όπως ήταν η δική μου!

   --- Ήταν;

   --- Ναι, ήταν. Μην ακούς τις ωραιοποιήσεις που σου διηγήθηκα από το περιστατικό και πέσεις στην παγίδα πιστεύοντας πως η νεότητά μου ήταν ανώδυνη χωρίς εκμετάλλευση. Η όλη εικόνα της θα βγάλει την κρίση. Κι επειδή  δεν έχω όρεξη να σε κουράσω με ένα σωρό λεπτομέρειες σου λέω τούτο: στα δεκάξι πριν φύγω, έγινα εργάτης την άνοιξη για να βγάλω το χαρτζιλίκι μου σκάβοντας μαζί με άλλους ένα αμπέλι κι έφτιαχνα κουτρούλια.   Στο τέλος  της μέρας η απόδοσή μου κρίθηκε από τον εργοδότη μου ως μη προσδόκιμη και πληρώθηκα με μειωμένο μεροκάματο κατά είκοσι δραχμές. Αυτό δεν ήταν εκμετάλλευση;

   Η Φοίβη έριξε μπροστά της το χρυσό σταυρό της που είχε γυρίσει στην πλάτη της κι αφού τελείωσε το σιδέρωμα σ’ ένα λευκό ψηλό πετσετάκι και το δίπλωσε βάζοντάς το στο σωρό με τα σιδερωμένα, σταμάτησε και τον κοίταξε με μισόκλειστα μάτια που έδειχναν τις κόρες τους να τραμπαλίζονται στο φως που τα έλουζε. Ύστερα με μια έκφραση στο πρόσωπο σαν να τη μαστιγώνουν, του είπε:

   --- Και βέβαια ήταν εκμετάλλευση!

   --- Κι εγώ θύμα της!

   --- Ναι, ναι!        

   --- Και φυσικά αυτή η εκμετάλλευση των νέων συνεχίζεται!

   --- Αυτό είναι για να είναι! Μήπως και των μεγάλων;

   --- Γι’ αυτό στην αρχή μίλησα για την ουσία της δύναμης της λογοτεχνίας. Αυτός είναι ο σκοπός της να αναδεικνύει μέσα από την τέχνη αυτά τα θύματα της κοινωνικής ζωής που πάντα είναι οι άνθρωποι! Και την αναδρομή μου στην εφηβική ηλικία μου με τους ηρωισμούς της στο κράτος της δύναμής της την οφείλω! Μια σπίθα της και σου ανάβει φωτιές η λογοτεχνία που δε σβήνουν ποτέ, μονάχα με το θάνατο.

    Αυτή γέλασε κι ετοιμάστηκε να μεταφέρει τα ρούχα στα δωμάτια και να τα ταχτοποιήσει στα συρτάρια. Έτσι πριν μπει μέσα στην κρεβατοκάμαρα με τον μπόγο στην αγκαλιά της, του είπε τρυφερά, κοιτώντας τον με καμάρι που είχε απέναντί της έναν τέτοιο καλλιεργημένο άντρα:

   --- Στέκομαι προσοχή και σου βγάζω το καπέλο σ’ αυτά που λες αλλά αρκετά για απόψε γιατί πρέπει μετά τα σημερινά να ξεκουραστεί το κεφάλι μου! Γι’ αυτό σαν απαλλαγώ από τα ρούχα θα πάω να ξαπλώσω. Έλα κι εσύ! Αρκετά είπες κι αρκετά τραβήξαμε και σήμερα!

   --- Ναι, της έκανε αυτός κι ετοιμάστηκε να σηκωθεί. Όμως δε θα πάω αν δεν μ’ ακούσεις για λίγο μόνο. Σηκώθηκε και κάνοντας δυο βήματα έξω από το γραφείο, σταμάτησε και μολονότι έδειξε μια μικρή σαστιμάρα, της είπε:

   --- Έχοντας διαβάσει  Μαρξ, Γκράμσι, Φουκώ, Μπουρνιέ έμαθα πως οι άνθρωποι πέφτουν θύματα εκμετάλλευσης όχι μόνο από τους ισχυρούς καπιταλιστές εργοδότες τους αλλά κι από το χρόνο!  Κι αυτός ο τρισκατάρατος δυστυχώς είναι πιο στυγνός εκμεταλλευτής από τον Κινέζο επιχειρηματία!

   Η Φοίβη τον άκουσε προσοχή σαν άγαλμα! Στη συνέχεια τον άφησε χωρίς να κάνει κανένα σχόλιο αλλά από την έκφρασή της έδειχνε απόλυτα ενθουσιασμένη με τις απόψεις του και συνέχισε τη δουλειά της. Ο Λευτέρης υπάκουσε στην προτροπή της να πάει στο κρεβάτι κι εκεί σαν ξάπλωσε κοιτούσε συνέχεια την πόρτα μ’ ένα παράξενο βαρύθυμο βλέμμα να τη δει να εμφανίζεται.

    

 

                          

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

                          ΚΕΦΑΛΑΙΟ  ΔΕΚΑΤΟ ΤΕΤΑΡΤΟ

 

 

 

 

 

                                                        1

 

 

 

 

   Στις 22 Απρίλη, Μεγάλη Πέμπτη του 2001 η Τάνια πήγε εκδρομή στη Μονεμβασιά με τη μεγάλη της κόρη τη Χριστίνα για να περάσουν εκεί το Πάσχα. Τις άλλες δυο κόρες τις άφησε στο χωριό με τα πεθερικά της.  Ο σκοπός του ταξιδιού της ήταν να περάσει λίγες μέρες μακριά από το σπίτι  της  και να νιώσει κάτι διαφορετικό από την πλήξη και τη μονοτονία που την είχαν σφίξει μέσα στους τοίχους του σπιτιού της και την υποχρέωναν να περπατά αθόρυβα και να κάνει δουλειές φορώντας τη ρόμπα και τις παντούφλες της από το πρωί μέχρι το βράδυ όταν δεν ήταν στο σχολείο. Νοίκιασαν  ένα δωμάτιο σ’ ένα ξενοδοχείο και με το λεωφορείο της γραμμής το μεσημέρι της Μεγάλης Πέμπτης  ήταν εκεί. Πριν φύγει φρόντισε να ταχυδρομήσει κι ένα γράμμα από τη Μεγάλη Δευτέρα στο Λευτέρη με τη διεύθυνση του Μορφωτικού Συλλόγου για να μην πέσει στα χέρια της γυναίκας του, αφού το είχε πληροφορηθεί πως ήταν παντρεμένος,  και τον καλούσε να κάνει κι αυτός το ίδιο και να επισκεφτεί με τη σύζυγό του τη Μονεμβασιά  και να προσπαθήσει να συναντηθούν και οι τέσσερις! Η συνάντησή τους, του τόνιζε θα παρουσιαζόταν σαν συμπτωματική κι έτσι δε θα υποψιαζόταν τίποτα η καλή του και η κόρη της τι γινόταν μέσα στην ψυχή τους ενώ θα τους δινόταν η ευκαιρία να ιδωθούν και να συζητήσουν  διάφορα ευχάριστα και ουσιαστικά πράγματα!

   Την ίδια ώρα πάνω κάτω τη Μεγάλη Πέμπτη το πρωί που αυτή ξεκινούσε από τα σταθμό του ΚΤΕΛ για τη Λακωνία  ο Λευτέρης νιώθοντας   αποπνικτικά μέσα στο σπίτι, εξήγησε στη Φοίβη πως θα έβγαινε να πάει σε κάποιο βιβλιοπωλείο να ξεσκάσει κι αφού την κοίταξε με μια τρυφερή ματιά για να κερδίσει την εύνοιά της που την εγκατέλειπε και το πέτυχε, έγινε μπουχός πηγαίνοντας κατευθείαν  στο << Βιβλιοδρόμιο >> που τόσο αγαπούσε και του άρεσαν τα βιβλία που πουλούσε. Τούτο το βιβλιοπωλείο είχε εισβάλλει στη ζωή του σαν καθαρός λόγος και με τον καλό κι ευγενικό βιβλιοπώλη του, του χάριζαν ωραίες στιγμές και μια σωστή πνευματική τροφή και τον έκαναν να ξεχνά τα προβλήματά του σαν άρχιζαν την κουβέντα ή ξεφύλλιζε τις καινούριες εκδόσεις των βιβλίων. Όταν ερχόταν και ο Άρης  ο οποίος πρωταγωνιστούσε στη ζωηρότητα και τις διαφωνίες η συζήτηση άναβε και κατέληγε να είναι ένα μικρό Πανεπιστήμιο που οι άνθρωποι του αναγνωστηρίου στο πίσω μέρος, άφηναν τα βιβλία τους ανοιχτά πάνω στα τραπέζια κι έπαιρναν μέρος στη συντροφιά είτε σαν ομιλητές είτε σαν ακροατές.

   Σαν μπήκε μέσα και καλημέρισε το βιβλιοπώλη αμέσως του έκανε νύξη για τα δυο του βιβλία που είχε παραγγείλει πριν λίγες μέρες η Φοίβη.   Εκείνος  τον κοίταξε σιωπηλός και του είπε, δείχνοντας ένα πακέτο διπλωμένο << εδώ σ’  έχω! >> και του το έδωσε. Ο Λευτέρης το πήρε κι αφού τον ευχαρίστησε  και πλήρωσε πήγε και κάθισε στο πίσω μέρος σε μια άκρη του αναγνωστηρίου για να μην ενοχλεί τους ανθρώπους που διάβαζαν. Εκεί άνοιξε το δέμα κι αφού έριξε μια ματιά πρόχειρη στα δυο εξώφυλλα ύστερα άρχισε να ψελλίζει ρυθμικά : << ΝΙΚΟΛΑΙ  ΓΚΟΓΚΟΛ : Οι πεθαμένες ψυχές >> και << ΜΑΞΙΜ ΓΚΟΡΚΙ: Η μάνα >>    και τα έβαλε το ένα πάνω στ’  άλλο με μια κατανυκτική κίνηση.

   Πάνω στο τραπέζι υπήρχαν διάφορα έντυπα, εφημερίδες με άρθρα, μικρά βιβλία τσέπης κι ελάχιστα τουριστικά φυλλάδια γραμμένα για την πόλη. Άρχισε να τα σκαλίζει για να πάρει κάποια και να περάσει την ώρα του μέχρι να μπει κανείς γνωστός και να πιάσουν την κουβέντα για όμορφα πράγματα. Κι όταν  μια στιγμή είδε στην πόρτα να μπαίνουν δυο πελάτες  με χαρά διαπίστωσε  πως ο ένας ήταν ο Άρης. Του μίλησε κι εκείνος σαν τον πλησίασε κάθισε και με πρωτοφανή έξαρση κι εγκαρδιότητα του είπε γελαστά:

   --- Καιρό είχα   να σε δω! Είσαι καλά; ΄Τα νέα σου!

   Ο Λευτέρης  σαν τον χαιρέτησε με  το δικό του τρόπο πιάνοντάς του τον καρπό μ΄ ένα τρυφερό σφίξιμο, του απάντησε χαμηλόφωνα για να μην τον ακούσουν οι άλλοι:

   --- Καλά! Τα νέα μου όμως δεν έχουν τίποτα το ιδιαίτερο. Τα ίδια και τα ίδια.                     

   Εκείνος τρεμόπαιξε τα μάτια. Ύστερα του είπε:

   --- Έχω εγώ νέα!

   --- Για το βιβλίο πού γράφεις; Πολύ καλά ας πιάσουμε τότε την κουβέντα.

   Εκείνος έριξε μια γρήγορη ματιά στα μπροστινά τραπέζια που διάβαζαν δυο νεαρές μαθήτριες κι αφού φάνηκε τυφλωμένος από την ομορφιά τους, του απάντησε με τρόπο πομπώδη για να τραβήξει την προσοχή του:

   --- Έπρεπε! Κι απ’ ότι ακούω να ψιθυρίζεται στα λογοτεχνικά και πνευματικά στέκια της πόλης η απόφασή μου αυτή θα στεφθεί από επιτυχία!

   --- Παρήγορο αυτό αλλά και φιλόδοξο! Όμως θα έχεις την καλοσύνη να μου πεις με ποιο κομμάτι της ιστορίας θ’ ασχοληθείς; Και  φυσικά όταν λέμε ιστορία εννοούμε για την ιστορία της πόλης. Δηλαδή για ποια εποχή θα γράψεις;

   Ο Άρης έστριψε λίγο το σώμα του προς το Λευτέρη για να τον βλέπει καλύτερα.  Ύστερα  έβγαλε το γκρίζο μπουφάν του και το κρέμασε στην κρεμάστρα  λασκάροντας ελάχιστα την ανοιχτόχρωμη καφέ δερμάτινη λουρίδα του που τον έσφιγγε. Όταν   κάθισε σήκωσε τα μανίκια του πουκαμισού του και με απόλυτη αφοσίωση στο πρόσωπο του Λευτέρη του είπε:

   --- Θα γράψω για την εποχή της Φραγκοκρατίας και θα ξεκινήσω από την αρχή της πορείας της ως την πλήρη επικράτηση των Φράγκων στην Πελοπόννησο. Σκοπός μου είναι να γράψω για το πάρσιμο του κάστρου της Αρκαδιάς και την κατάκτηση της πόλης. Ακόμη όσα έγιναν από το 1202 που κατέλαβαν την περιοχή ως το 1432 που έφυγαν.

   Ο Λευτέρης τον κοίταξε ενθουσιασμένος. Η απόφασή του αυτή που είχε πάρει τον έβρισκε  σύμφωνο και θα του άνοιγε το δρόμο για μια καλή πορεία στο χώρο των γραμμάτων. Θ’ άφηνε πίσω του το σκοτεινό και γκρίζο τοπίο της δημοσιογραφίας που στήνει παγίδες στους ανθρώπους της διανόησης. << Ξέφυγε άλλος ΄ένας από τη  μιζέρια του ρεπορτάζ >> σκέφτηκε και με καθαρή συνείδηση που δεν έκανε λανθασμένη σκέψη για την επιλογή του φίλου του, του είπε με βλέμμα ζωηρό:

   --- Σου σφίγγω το χέρι για τη σωστή επιλογή σου! Θα με βρεις αρωγό σου σε κάθε σου πνευματική και ιστορική αναζήτηση ή πληροφορία που θα χρειαστείς. Έλα  στο σπίτι και πάρε από τη βιβλιοθήκη μου όσα βιβλία θέλεις! Κι έχω πολλά μα πολλά που θα σε βοηθήσουν. Μην αμελήσεις, έλα! Γιατί για να τα βγάλεις πέρα πρέπει να διαβάσεις ένα κάρο βιβλία. Ελπίζω να το ξέρεις αυτό.

   Ο Άρης σκέφτηκε λιγάκι και μετά του είπε;

   --- Τα ξέρω όλα αυτά! Όμως θέλω τη γνώμη σου πάνω σ’ αυτό: << Το χρονικό του Μορέως >>θα με βοηθήσει; Θέλω ν’ ακούσω τη γνώμη σου.

   Εκείνος χάρηκε που δεν βρισκόταν στην άβυσσο εκείνη τη στιγμή και είχε έναν πνευματικό άνθρωπο απέναντί του με τους προβληματισμούς και τις αγωνίες του μπροστά στο έργο που θα έγραφε και προσπαθούσε να στεριώσει και να συναρμολογήσει τα πνευματικά του θεμέλια. << Καλά αρχίζει >> σκέφτηκε και του είπε με μια αναρτημένη μετατόπιση των φρυδιών του:

   --- << Το χρονικό του Μορέως >> ναι, σου συνιστώ να το μελετήσεις καλά γιατί θα σε βοηθήσει πολύ αλλά πρόσεξε ν’ αποφύγεις τις παγίδες του. Είναι ένα καλό θα έλεγα παρά τις αδυναμίες του, γραφτό. Μ’ όλη  την ανθελληνικότητά του, τη συμπάθειά του στους Φράγκους και το μίσος του για τους Έλληνες είναι γεμάτο πληροφορίες  για τη γενναία εκείνη εποχή του νεοελληνικού στοιχείου.

   --- Όμως μ’  ενδιαφέρει η ορμή  και η ισχύς αυτού του αναγεννώμενου ελληνικού κράτους. Υπάρχει εκεί μέσα  κάτι που μπορεί να με βοηθήσει για να τις βρω και περισσότερο την ορμή;

   --- Ναι, τη βρίσκεις αυτή την ορμή. Κι αυτό γιατί οι αντίπαλοι καταχτητές, Φράγκοι, Τούρκοι, πολιτισμένοι κι απολίτιστοι, βάρβαροι ή ήμεροι, θέλουν δε θέλουν στυλώνουν αυτή την πραγματικότητα του αναγεννώμενου έθνους.

   --- Η γλώσσα του όμως μπορεί να με δυσκολέψει; Από τα ελάχιστα που έχω διαβάσει στο << χρονικό >> μ’ έχει δυσκολέψει. Τι λες γι’ αυτή;

   --- Συμφωνώ μαζί σου, είναι βάναυση!

   --- Δε μιλούσε καλά ο συγγραφέας ελληνικά; Αυτό φταίει;

   --- Σίγουρα! Εγώ νομίζω πως αυτός που το έγραψε τη στραγγαλίζει συνειδητά τη γλώσσα για τους δικούς του λόγους.

   --- Δηλαδή έγραφε όπως του ερχόταν;  

   --- Δεν μπορώ να το πω αυτό. Όμως έχει κάποιους μουσικούς ρυθμούς, χρώματα εκείνης της εποχής, μια μητρικότητα.

   --- Αναδύεται θέλεις να πεις μια νοσταλγική ποίηση.

   --- Κι αυτό αλλά έχει μέσα της μ’ όλες τις ατέλειές της την ψυχή της αναγέννησής μας σαν έθνος.

   --- Κι αυτό είναι αναμφισβήτητα ιστορική υπόσταση.    

   --- Είναι.

   --- Κάτι σαν πηγή.

   --- Σημάδι των βιωμάτων μας.

   --- Με λίγα λόγια της ιστορίας μας!

   --- Ναι. Μέσα από ποιητικές μορφές της εποχής εκείνης που κυριαρχούσε η βυζαντινοϊπποτική δημοτική μας λογοτεχνία. Έτσι ό,τι διαβάζουμε στο <<χρονικό >> είναι η παράδοσή μας. Μετά  από αυτό το << χρονικό >> γράφτηκαν η Λιογέννητη, η αδερφή του Μαυριανού, του νεκρού αδερφού και όλα τα άλλα υπόλοιπα λογοτεχνικά παραδοσιακά αριστουργήματα. Συστατικά μας και σαν ατόμων αλλά ΄και σαν κυττάρων του ελληνικού λαού.

   Ο Άρης εξεπλάγη από τις ιστορικές και λογοτεχνικές γνώσεις του κι απόμεινε να τον κοιτάζει ακούνητος σαν άγαλμα. Και κάποια στιγμή σαν το βλέμμα του Λευτέρη τον περόνιασε με το λαμπερό του φως και τον ξύπνησε, αποφάσισε να κάνει κι άλλη ερώτηση:

   --- Για πες μου τώρα κάτι που θα με βοηθήσει στη συγγραφή της ιστορίας της πόλης. Η κατάληψη του φρουρίου από τους Φράγκους έγινε εύκολα ή είχε δυσκολίες;

   --- Δύσκολα. Την πόλη της Αρκαδιάς την κατάλαβαν με μεγάλη δυσχέρεια. Κι αυτό γιατί το κάστρο βρισκόταν πάνω στον απότομο βράχο εκεί που είναι και σήμερα και με τα ισχυρά τείχη του, τις ντάπιες και τις πολεμίστρες του, ήταν δύσκολο να το εκπορθήσουν.

   --- Όμως το εκπόρθησαν!

   --- Ναι, ποιος μπορούσε ν’ αντισταθεί στο σιδηρόφραχτο στρατό του Καμπανέση με τους τζογρατόρους και τα τριπουτσέτα τους!  Οι Αρκαδινοί τι είχαν; Σχεδόν τίποτα. Τα κορμιά τους και την αντοχή της ράτσας τους! Έτσι σαν τους έκλεισαν μέσα κι άρχισε το μαρτύριο της πείνας, της στέρησης, της αύξησης των νεκρών, των τραυματισμένων και των συνεχών βομβαρδισμών με τα ισχυρά τριπουτσέτα οι Αρκαδινοί είδαν πως ο πόλεμος ήταν άνισος κι αποφάσισαν  να παραδοθούν. Κι αυτό έγινε. Αλλά αυτό έγινε μετά από γενναία αντίσταση.

   --- Και μετά τι έγινε;

   --- Ό,τι γίνεται μετά τους πολέμους σαν κάποιοι είναι νικητές και οι άλλοι ηττημένοι. Σφαγές, λεηλασίες, δολοπλοκίες, βιασμοί και πλήρη εξαθλίωση της περιοχής. Αυτό έγινε και στην Αρκαδιά για διακόσια περίπου χρόνια με τους σκληρούς αυτούς κατακτητές.

   --- Έγιναν οι καινούριοι αφέντες μας!

   --- Ναι και τους είχε σχεδόν όλος ο λαός της Πελοποννήσου. Αφού τα κάστρα του Μοριά το ένα μετά το άλλο πριν είχαν πέσει, ποιος να κάνει την αντίσταση;

   Όση ώρα ο Λευτέρης έδινε αυτές τις απαντήσεις πρόσεξε πως ο Άρης είχε βγάλει ένα μπλοκάκι και σημείωνε κάποια πράγματα. Το ενδιαφέρον του ήταν αμέριστο και διακρινόταν στη γυαλάδα των ζωηρών ματιών του. Με την είσοδο όμως ενός νέου άντρα που βαστούσε στα χέρια του ένα μαύρο φάκελο και  πλησίασε τον Άρη  φάνηκε πως ως εδώ ήταν ο ελεύθερος χρόνος τους. Έτσι αφού εξήγησε στο Λευτέρη πως ο συνεργάτης του στην εφημερίδα τον χρειάζεται για μια επείγουσα συνομιλία  για ένα του άρθρο, του ζήτησε συγγνώμη και τον άφησε. Του τόνισε δε πηγαίνοντας προς το φωτοτυπικό μηχάνημα πως θα συνεχίσουν την ενδιαφέρουσα αυτή συζήτηση ίσως και αύριο. Η Φράγκικη κυριαρχία τον ενδιέφερε πολύ.

   Ο Λευτέρης μένοντας μόνος αποφάσισε να πάει μέχρι τη δημοτική βιβλιοθήκη και να διαβάσει κάποιο ενδιαφέρον βιβλίο. Όταν έφτασε στο αναγνωστήριο πήγε στο ράφι, πήρε ένα βιβλίο που είχε σχέση με τη γραφή του μυθιστορήματος και κάθισε στο τραπέζι. Ο χώρος δεν ήταν και πολύ μεγάλος αλλά ήταν αρκετός για να φιλοξενήσει είκοσι άτομα. Είχε πολλά παράθυρα βόρεια και δυτικά που έκαναν ευχάριστη την ανάγνωση με το άφθονο φως που έμπαινε κυρίως τις φθινοπωρινές και τις χειμωνιάτικες μέρες που τόσο πολύ είναι επιθυμητό και αναγκαίο. Είχε δυο σειρές από τραπέζια και τα βιβλία ήταν γύρω- γύρω στα ράφια και στους τέσσερις τοίχους. Όμως υπήρχε κι ένα μικρό δωμάτιο για τους ιστορικούς, τους λογοτέχνες και τους ειδικούς των γραμμάτων που τους προσέφερε καλύτερη άνεση και περισσότερη ησυχία. Ο Λευτέρης δεν το προτιμούσε γιατί του θύμιζε κελί φυλακής με το αυστηρό και λιτό του ντεκόρ.

   Πριν πληροφορηθεί την ύπαρξη της βιβλιοθήκης ο Λευτέρης   σπαταλούσε τον ελεύθερο χρόνο του γυρνώντας τους δρόμους της πόλης χωρίς σκοπό. Με την ανακάλυψη όμως της βιβλιοθήκης η ζωή του  άλλαξε και περνούσε εκεί τις περισσότερες ελεύθερες ώρες του σκυμμένος πάνω στη ζεστασιά της γνώσης που άφηναν οι σελίδες των βιβλίων.

   Λόγω των ημερών του Πάσχα και των πολλών αργιών διαπίστωσε πως η βιβλιοθήκη σιγά- σιγά γέμιζε ενώ πολλοί μη βρίσκοντας θέσεις την εγκατέλειπαν.  Αυτός καθόταν στο δυτικό παράθυρο όπου μονάχα άνθρωποι του δικού του χαρακτήρα πήγαιναν γιατί ο χώρος ήταν θα λέγαμε το κέντρο του αναγνωστηρίου και τα μάτια έπεφταν απροκάλυπτα πάνω στον αναγνώστη.  Μπροστά σ’ ένα μεγάλο παράθυρο υπήρχε κι ένα μικρό  μπαράκι όπου ο καθένας μπορούσε να πάρει κι ένα φλιτζάνι καφέ μαζί μ’ ένα ποτήρι νερό από μια μεγάλη γυάλινη κανάτα που το διατηρούσε πάντα κρύο. Ένας υπάλληλος της βιβλιοθήκης φρόντιζε να υπάρχει πάντα ζεστός καφές στην καφετιέρα και φρέσκο δροσερό νερό στο κανάτι.

   Ενώ τις άλλες μέρες τις συνηθισμένες οι επισκέπτες στη βιβλιοθήκη ήταν στην πλειοψηφία τους λογοτέχνες και μορφωμένοι, σήμερα ο Λευτέρης παρατήρησε και πολλούς από το λαϊκό κόσμο. Οι άντρες βέβαια ήταν περισσότεροι αλλά υπήρχαν όμως και μερικές γυναίκες ντυμένες φτωχικά που αν και είχαν πάψει να φροντίζου τον εαυτό τους έδειχναν πως το πνεύμα τους το διατηρούσαν στο ακέραιο σφριγηλό. Ήταν και δυο νέες σχετικά που έδειχναν πολύ παραμελημένες αλλά είχαν μπροστά τους βιβλία δύσκολα που μελετούσαν ενώ  δίπλα βρίσκονταν  και κάποια κλασικά για να τα ανοίξουν. Εντύπωση έκανε στο Λευτέρη μία νέα κοπέλα γύρω στα είκοσι με πρησμένα μάτια και με μια έκφραση πόνου, που είχε μπροστά της ένα τόμο από το βιβλίο του Τόμας Μαν << Οι Μπούντενμπροκ >> και το διάβαζε με τέτοιες συναισθηματικές μεταπτώσεις και εξάρσεις που την έκαναν να ιδρώνει και να σκουπίζεται συνέχεια με το λευκό μαντήλι της.  Αν και η βιβλιοθήκη  είχε πολλά παιδικά βιβλία τα παιδιά ήταν ελάχιστα κι εκείνα όμως τα τέσσερα που ήταν έκαναν φασαρία παρά διάβαζαν και κοίταζαν πως να πειράξει το ένα το άλλο.  Ο βιβλιοθηκάριος, ένας μεσόκοπος ωραίος κύριος, καλοστεκούμενος, με  ωραίο πρόσωπο και βλέμμα διανοούμενου σηκωνόταν και εξυπηρετούσε τους αναγνώστες και πάντα ύστερα απομονωνόταν στο γραφείο του που χωριζόταν μόνο μ’ ένα πάσο από το αναγνωστήριο για να είναι ορατοί οι αναγνώστες  και να τους εξυπηρετεί αμέσως σαν ζητούσαν τη βοήθειά του.  Καμιά φορά όταν το αναγνωστήριο είχε πολύ κόσμο, συνήθως τα απογεύματα, υπήρχε άλλος ένας βοηθός βιβλιοθηκάριος που ήταν αποκλειστικά εντεταλμένος υπεύθυνος στο δανεισμό  των βιβλίων. Κρατούσε ένα χοντρό βιβλίο με τις ημερομηνίες του δανεισμού των τόμων και ήταν πολύ αυστηρός στην ημερομηνία της επιστροφής των βιβλίων. Αν κάποιος αργούσε να το επιστρέψει  έπαιρνε την σοβαρή όψη του και με θυμωμένο ύφος τον καλούσε στην τάξη  και του συνιστούσε  να μην το ξανακάνει γιατί δε θα ξανάβλεπε βιβλίο στο μέλλον.

   Πριν μερικά χρόνια θυμήθηκε ο Λευτέρης ενώ έβαζε τις σημειώσεις στην τσέπη του που είχε κρατήσει από το βιβλίο  << Τα εκατό λογοτεχνικά αριστουργήματα  >> κι ετοιμαζόταν να φύγει, υπήρχε μια γυναίκα βιβλιοθηκάριος που τον είχε βοηθήσει να γνωρίσει ένα σπάνιο γι’ αυτόν βιβλίο που τόσο το χρειαζότανε στη δουλειά του. Ήταν το λεξικό του σωστού ή του λάθους στον καθημερινό λόγο. Το δανείστηκε και το βρήκε πολύ ενδιαφέρον. Αργότερα το επέστρεψε ικανοποιημένος ενώ ένα ίδιο αντίτυπο παρήγγειλε από το  << Βιβλιοδρόμιο >> που το χρησιμοποιούσε από τότε πάντα όταν συναντούσε δυσκολίες στον προφορικό ή τον γραπτό λόγο. 

   Η βιβλιοθήκη έκλεινε στις δύο και μισή και η ώρα ήταν δύο. Ο Λευτέρης  σηκώθηκε, παρέδωσε το βιβλίο στον υπάλληλο και στάθηκε για λίγο στο δυτικό παράθυρο. Η όψη της πόλης που φαινόταν ήταν  φανταστική, ο ορίζοντας καθαρός και ο ήλιος έμοιαζε σαν να άλλαζε θέση περνώντας πίσω από τα λευκά ανεπαίσθητα συννεφάκια που είχαν πάρει σχήμα αραχνούφαντου σεντονιού γεμάτο κόμβους. Αυτή η ομορφιά του  ελαφρού φωτός και της ησυχίας του γέννησε την επιθυμία να περπατήσει ως τα γραφεία του Μορφωτικού Συλλόγου και ν’ απολαύσει έναν περίπατο καθυστερώντας να πάει κατευθείαν σπίτι.  Το έκανε αμέσως και σαν  βγήκε έξω από το κτήριο πήρε  το δρόμο που έβγαζε στο Σταθμό και τον περπάτησε με απόλυτη αφοσίωση παρατηρώντας ό,τι αξιοθέατο υπήρχε δεξιά κι αριστερά του. Στο Σιδηροδρομικό Σταθμό είδε μια συγκινητική σκηνή που τον κατέπληξε και σταμάτησε. Ένας ζητιάνος είχε απλώσει κάτω το λερωμένο του μαντήλι και μάζευε εικοσάλεπτα  καλώντας με τη  βραχνή και παραπονιάρικη φωνή του τους περαστικούς να τον ελεήσουν. Ένας μικρός μπόμπιρας τριών ετών άφησε το χέρι της μάνας του και τον πλησίασε. Ύστερα έσκυψε και του έριξε ένα νόμισμα. Ο ζητιάνος τον ευχαρίστησε και ο μικρός ξανάσκυψε και του χάιδεψε το κεφάλι. Σαν επέτρεψε στην αγκαλιά της μητέρας του, εκείνη το χιλιοφιλούσε τρυφερά στα μάγουλα και έδειχνε πολύ περήφανη για την πράξη του κανακάρη της. Στη συνέχεια τον άφησε κάτω και πιάνοντάς τον από το χέρι βημάτιζαν και οι δυο καμαρωτά και περισσότερο η μάνα κολακευμένη προφανώς γιατί είχε έναν τέτοιο σπουδαίο γιο.

   Όταν ο Λευτέρης άφησε το Σταθμό κι έστριψε να περάσει μπροστά από το πάρκο και να πάει να συναντηθεί με την 25η Μαρτίου είδε πάλι μια άλλη όμορφη εικόνα μέσα σ’ ένα παλιό πέτρινο παραδοσιακό σπίτι που ήθελε δεν ήθελε σταμάτησε κι αφού ακούμπησε στο χαμηλό μαντρότοιχο την κοιτούσε αχόρταγα. Από το πηγάδι μια μεγάλη γυναίκα έβγαζε το σίγλο γεμάτο νερό με το μαγκάνι και κουβαλώντας τον πότε στο ένα χέρι και πότε στο άλλο πότιζε τα δέντρα και τα λαχανικά. Στο κεφάλι της είχε ένα μαύρο μαντήλι δεμένο σαν τσεμπέρι που στις άκρες του κρέμονταν μικρά κρόσσια. Φορούσε μακρύ φουστάνι που το είχε σφίξει πρόχειρα στη μέση   με μια  φαρδιά υφασμάτινη ζώνη.  Σαν τα πότισε, έδεσε τον κουβά στο μαγκάνι και περπάτησε λίγα μέτρα προς το βορινό μέρος του κήπου. Εκεί έσκυψε κοντά στο φράχτη και πήρε στην αγκαλιά της δυο ολόλευκα κουνελάκια. Τα χάιδεψε πολλές φορές στο κεφάλι και την πλάτη της και τ’  άφησε μ’ ένα τρυφερό << Οο! Οο! >>. Ύστερα μάζεψε  τρυφερά λαπατόφυλλα  και τα έριξε στις ταίστρες τους να φάνε ενώ γέμισε μ’ ένα μικρό κουβαδάκι που ήταν εκεί κοντά γεμάτο νερό τις ποτίστρες τους. Έπειτα έφυγε προς το πίσω μέρος του σπιτιού βγάζοντας το μαντήλι από το κεφάλι της κι ανακατεύοντας άτσαλα τα γκρίζα μαλλιά της. 

    Συνέχισε το δρόμο του, αφήνοντας πίσω τη γυναίκα με όλη την όμορφη σκηνή. Έτσι μπήκε στην 25η Μαρτίου. Δεξιά κι αριστερά υπήρχαν παλιά παραδοσιακά σπίτια που τον εντυπωσίαζαν πάντα σαν την περπατούσε και που τα θαύμαζε για την αρχιτεκτονική τους ομορφιά. Αυτά έκανε και τώρα και πήγαινε αργά για να μη χάσει κανένα από τα μάτια του. Μερικά ήταν μισογκρεμισμένα, άλλα είχαν ρωγμές βαθιές στους τοίχους τους από το χρόνο και κάμποσα είχαν απομείνει χωρίς παράθυρα και στέγες. Υπήρχαν όμως και αρκετά ανακαινισμένα που έδειχναν αληθινά παλάτια ανάμεσα στα εγκαταλειμμένα.

   Έτσι με το δρόμο ανοιχτό μπροστά του και το βλέμμα του στα παραδοσιακά  αλλά και στα σύγχρονα κτήρια έφτασε  έξω από τα γραφεία του Μορφωτικού Συλλόγου. Σταμάτησε και σκέφτηκε μήπως είχε κάποιο ιδιαίτερο λόγο να τα επισκεφτεί και του είχε διαφύγει. Και τότε θυμήθηκε πως έπρεπε να συντάξει την πράξη συζήτησης διαφόρων θεμάτων του Διοικητικού Συμβουλίου που είχε γίνει στη συνεδρίασή του στις 2 Απριλίου. Αν κι αυτό ήταν δουλειά του Γραμματέα πολλές φορές την αναλάμβανε αυτός γιατί του άρεσε να υποκλίνεται μπροστά στο χάρισμα του γραπτού λόγου.

   Αμέσως έβαλε το κλειδί στην πόρτα και σαν ξεκλείδωσε μπήκε μέσα. Στο έμπα όμως της πόρτας κάτω υπήρχε ένα γράμμα κι έσκυψε και το πήρε. Διασκέδασε λίγο με τα δάχτυλά του το απαλό λευκό χαρτί του φακέλου και το έφερε στα μάτια του για να διαβάσει τον αποστολέα   ενώ ήταν σίγουρος πως ο παραλήπτης θα ήταν ο Μορφωτικός Σύλλογος αφού η δική του αλληλογραφία ερχόταν στο σπίτι. Όμως όταν  διάβασε πως ο παραλήπτης ήταν ο ίδιος και αποστολέας η Τάνια Μαργαρίτη κρέμασαν τα χέρια του και το γράμμα του έπεσε κάτω. Έσκυψε μέσα σε ταραχή κι αγωνία και το πήρε πάλι στα χέρια του, που συνέχιζαν να τρέμουν και πήγαιναν πέρα δώθε. Κάθισε στο γραφείο το άνοιξε και με κομμένη την ανάσα το διάβασε ως το τέλος.

   << Ευτυχώς  που δεν πρόκειται για κάτι κακό >> ψιθύρισε κι έδειξε χαρούμενος. Όμως όχι για πολύ γιατί αμέσως μια θλίψη σκέπασε το πρόσωπό του μαζί με μια περιφρόνηση όταν ξανάφερε το μυαλό του την επιθυμία της να την επισκεφτεί μαζί με τη Φοίβη στη Μονεμβασιά. << Ε, αυτό δε γίνεται! >> ξεφώνισε κι έσκισε το γράμμα πετώντας τα κομμάτια του μέσα στο καλάθι των αχρήστων.  << Μια ζωή  ανοησίες έκανε και συνεχίζει να τις κάνει ακόμη και τώρα! Η άχρηστη! >> συνέχισε και έφυγε βιαστικά εκνευρισμένος αλλά και στενοχωρημένος προς την έξοδο. Εκεί σαν βγήκε έξω έκλεισε την πόρτα με τόση δύναμη που λες και ήθελε να ρίξει κάτω το ξένο  κτήριο και πήρε το δρόμο για το σπίτι του.

   Λίγο πριν στρίψει όμως η εικόνα της Τάνιας στο μυαλό του, του είχε βάλει φωτιά στο κεφάλι και νόμιζε πως θα του το έλιωνε. Ένιωθε πως είχε πυρετό κι όλος ο αυχένας του πονούσε τρομερά. Φοβήθηκε πως κάτι δεν πάει καλά με την υγεία του. << Αν είναι να πέσω ας πέσω κατευθείαν κάτω >> ψιθύρισε και συνέχισε το βήμα του, χωρίς να στρίψει για το σπίτι του αλλά πηγαίνοντας ευθεία για τη θάλασσα.  << Νομίζω και ψυχολογικά δεν είμαι και τόσο καλά και είναι κρίμα να με δει η Φοίβη σ’ αυτή την τόσο άθλια στιγμή της ζωής μου! Το καλύτερο που έχω να κάνω είναι να κρυφτώ από τα μάτια της και να πάω για καθαρό αέρα στη  θάλασσα μέχρι να συνέλθω >> πρόσθεσε και πήρε την απόφαση για έναν ρομαντικό περίπατο ως την παραλία.

   Έφτασε στο πάρκο  με το όνομα του ποιητή Μιχάλη Κατσαρού,  και σταμάτησε. Η θερμοκρασία είχε ανεβεί  και στις όχθες του πάρκου τα πουλιά ξεθαρρεμένα χαίρονταν την άνοιξη πετώντας από το ένα κλαδί στο άλλο, τιτιβίζοντας σαν μεθυσμένα. Στο  δίπλα λιβάδι οι μέλισσες χόρευαν ενώ μέσα στους θάμνους οι μικρές χελώνες και τα άλλα κρυμμένα ζωάκια κεντούσαν θαρρείς με τα πόδια τους τη γη, σγαρλίζοντας τα χορταράκια, να βρουν σκουλήκια και τρυφερές ριζούλες. Οι δρόμοι είχαν ερημώσει. Οι ελάχιστοι διαβάτες που περπατούσαν χάνονταν κάποια στιγμή για να έρθουν άλλοι που κι αυτοί με τη σειρά τους έμπαιναν στις αυλές των σπιτιών τους και εξαφανίζονταν.

   Στην πόρτα του πάρκου πήρε το δρομάκι που ξεδιπλωνόταν κάτω από τα πόδια του σαν πράσινη κορδέλα και κάθισε στο παγκάκι κοντά στο μικρό ζωολογικό χώρο. Από εκεί είχε μεγάλη ορατότητα και μπορούσε ν δει καλά τη θάλασσα και το συρματένιο κλουβί των αιχμάλωτων ζώων και πουλιών. Τα πουλιά σαν τον είδαν μαζεύτηκαν κοντά στο σύρμα κι άρχισαν να τσιμπολογούν στον αέρα ένα σμήνος από μύγες που πέρασε. Σγαρλούσαν με τα πόδια τους κάτω και τινάζονταν σαν τόπια ψηλά. Ύστερα ξαναέπεφταν δημιουργώντας μια κωμική και παράξενη εικόνα που εντυπωσίασε το Λευτέρη, χαρίζοντάς του προς στιγμή μια ευφορία και μια ηρεμία. Κάποια στιγμή αισθάνθηκε τόσο ναρκωμένος που σηκώθηκε για να περπατήσει και αργά- αργά πλησίασε το σύρμα. Οι παπαγάλοι μόλις τον μυρίστηκαν τον καλωσόρισαν με τις κραυγές τους και οι φραγκόκοτες με το βραχνό τους σκούξιμο. Στις  δυο μαϊμουδίτσες που τον κοιτούσαν με μάτια καστανά και ζωηρά που έμοιαζαν σαν ελίτσες τους μοίρασε μια σοκολάτα που είχε στην τσέπη του και άγγιξε με το χέρι του το πυκνό τρίχωμά τους. Ύστερα έκανε μια βόλτα γύρω από το κλουβί τους, μίλησε με τα άλλα αιχμάλωτα  ζώα και σαν τα λυπήθηκε που ήταν εκεί μέσα στριμωγμένα στις ακαθαρσίες και τις βρωμιές άφησε το πάρκο και πήρε το δρόμο μπροστά από την πηγή του Αι- Λαγούδη για να περπατήσει κατά μήκος της παραλίας που κατευθυνόταν προς το νότο.

   Περπάτησε ως το μικρό χείμαρρο. Το νερό που κατέβαινε αρκετό και ήσυχο τον έκανε να σταματήσει πάνω στο γεφύρι και να χαζεύει με τη ροή του που σε μερικά σημεία ήταν αφρισμένη ενώ στην επιφάνεια του νερού έπλεαν πολύχρωμα κομμένα ανθάκια.  Σε μια καμπή του ποταμού καθώς κατευθυνόταν προς αριστερά και μετά ίσιωνε, σχηματιζόταν μια λιμνούλα που μέσα της ακουμπούσαν και δροσίζονταν οι κορφές των δέντρων από το διπλανό δασάκι. Στις όχθες του ποταμού διάφορα καφέ και κιτρινωπά αγκαθωτά φυτά έδιναν τη δική τους ομορφιά ενώ τα φύλλα μιας λεύκας που τότε είχαν ολότελα ολοκληρωθεί έδειχναν πως όχι μόνο ο Απρίλης τη βοήθησε σ’ αυτό αλλά και ο ποταμός αφού οι ρίζες της κολυμπούσαν στα δροσερά νερά του.

   Αν και κατάλαβε πως η ώρα είχε περάσει και η Φοίβη θα ανησυχούσε, συνέχισε  τον περίπατό του. Πίσω από τον ποταμό, νότια το δασάκι άρχιζε και πύκνωνε και είπε να το δει και να το χαρεί. Ήταν γεμάτο πεύκα, πουρνάρια, οξιές, σφεντάμια και θάμνους από σκίνα. Σ’  ένα μέρος του είχαν φυτρώσει και σπάρτα με σφέλαχτρα και σαν τα βρήκε η άνοιξη είχαν ανθίσει και το κίτρινο χρώμα των λουλουδιών τους έμοιαζε σαν ένα μεγάλο χρωματιστό χαλί. Αυτό το όμορφο και γοητευτικό δασύλλιο τελείωνε στην αρχή μιας απέραντης πεδιάδας που έφτανε ως τον Αγρίλη και πιο πέρα, και ήταν γεμάτη  με φυτά ντομάτας, πιπεριάς, πατάτας και μελιτζάνας.

   Ο Λευτέρης τα έβλεπε όλα αυτά και δεν τα χόρταινε. Κι όταν ένα μελίσσι με τους βόμβους του τον πλησίασε, σκέφτηκε πως το έκανε για να τον κυνηγήσει. Αυτή η συμβολική επίθεσή του, του θύμισε πως έπρεπε ν’ αφήσει την εξοχή με το χλωρό της χορτάρι και να πάει στο σπίτι του. Και το έκανε. Όταν στην πόρτα τον δέχτηκε η Φοίβη και τον ρώτησε γιατί  άργησε, αυτός τίναξε με μεγαλοπρέπεια το κεφάλι του, σαν να μην συνέβαινε τίποτα σοβαρό και της είπε:

   --- Είχα κάποια κουβέντα στο βιβλιοπωλείο με έναν πεσιμιστή και είπα δε θα έφευγα αν δεν τον έβαζα στη θέση του!

   Αυτή έκανε πως το έχαψε και του έκανε χώρο να περάσει. Εκείνος μπήκε μέσα και κάθισε στο καθιστικό ενώ αυτή πήγε στην κουζίνα να στρώσει τραπέζι. Τα είχε σχεδόν όλα έτοιμα και δε χρειάστηκε πολλή ώρα να το ετοιμάσει. Μόλις σερβίρισε και το κρέας στα πιάτα τον φώναξε να πάει να καθίσει στο τραπέζι. Ο Λευτέρης έτρωγε με κατεβασμένο το κεφάλι χωρίς να μιλάει αλλά να ρίχνει ματιές λοξές και πλάγιες στη Φοίβη. Άφησε σχεδόν το μισό φαγητό του κι έδειχνε στενοχωρημένος. Καθόταν στη θέση του σαν φοβισμένος γάτος και το μόνο που έκανε ήταν να κάνει διάφορες γκριμάτσες. Η Φοίβη τον παρατηρούσε και αναρωτιόταν τι του είχε συμβεί και ήταν έτσι; Κι όσο περνούσε η ώρα έδειχνε πιο ανήσυχος και πιο νευρικός. Αυτή συνέχισε να δείχνει μπερδεμένη. Αυτό δεν του είχε συμβεί άλλη φορά. Τον λυπόταν να τον βλέπει σαν άρρωστο και κάποια στιγμή δεν άντεξε και τον ρώτησε:

   --- Τι σου συμβαίνει και δεν έφαγες; Δεν πεινάς;

   Ο Λευτέρης φάνηκε να ενοχλήθηκε. Δεν της μίλησε αλλά βούτηξε μέσα στο πιάτο του μια μπουκιά ψωμί και αφού την έβρεξε με σάλτσα και κρεμμύδι την έβαλε στο στόμα του, μασώντας την, αργά- αργά χωρίς καμία αλλαγή στην ψυχρότητα που διατηρούσε. Η Φοίβη κούνησε το κεφάλι της και με ανήσυχα μάτια τον ξαναρώτησε:

   --- Τόσο πολύ σε ενόχλησε ο πεσιμιστής; Τι τέλος πάντων ήταν αυτό που είπε και σε πείραξε τόσο πολύ; Μπορώ κι εγώ να μάθω!

   Αυτό βοήθησε το Λευτέρη γιατί διαφορετικά τα πράγματα θα έπαιρναν φοβερή τροπή. Έτσι πιάνοντας σαν χέρι βοήθειας τα λόγια της, της είπε με μια καλή τώρα διάθεση ενώ η τρυφερή επιδερμίδα στο πρόσωπό του επί τέλους συσπάστηκε ελαφρά:

   --- Υποστήριζε πως καμιά προσπάθεια όσο κι αν κρύβει μέσα της μια πανανθρώπινη ιδεολογία στήριξης των δοκιμασμένων ανθρώπων δε θα τους βελτιώσει τις συνθήκες διαβίωσης. Ό,τι και να κάνουμε να τους βοηθήσουμε απλά ικανοποιεί το ένστιχτό μας για υπεροχή κι εξουσία και η αθλιότητα θα ζει και θα βασιλεύει! Ν’ αφήσουμε, έτσι έλεγε, τα πράγματα να εξελιχθούν μόνα τους γιατί η μοίρα των ανθρώπων είναι προκαθορισμένη. Άλλοι να είναι δούλοι κι άλλοι αφέντες.

   --- Και σε πείραξε αυτό;

   --- Με πείραξε. Να μη βλέπει μέλλον σ’ αυτούς τους ανθρώπους! Ε, δεν είναι πεσιμισμός; Τι είναι τότε;  Και ποιανού τα συμφέροντα εξυπηρετεί μ’ αυτά που πιστεύει; Δεν εξυπηρετεί τα συμφέροντα των επιγόνων και των θαυμαστών των ολοκληρωτικών καθεστώτων που θέλουν τους ισχυρούς να αναλώνουν τα αγαθά του κράτους και της κοινωνίας για τη δική τους ισχύ και διατήρηση της εξουσίας;

   --- Τι σε πείραξε για να μάθω κι εγώ;

   --- Πως έλεγε βλακείες!

   --- Ωραία! Ας τον να λέει!

   --- Ναι, αλλά μου έσπασε τα νεύρα. Να περιφρονεί τόσο πολύ τον άνθρωπο. Ήταν φοβερό αυτό.

   --- Μα, φυσικά και είναι φοβερό. Όμως για τ’ όνομα του Θεού πρέπει ν’ αρρωστήσεις κιόλας;

   --- Δεν είπα πως θ’  αρρωστήσω αλλά αν έβλεπες πως χτυπούσε πάνω στο τραπέζι τα κοκαλιάρικα χέρια του θα με δικαιολογούσες και ίσως του έριχνες και τίποτα βαρύ στο άδειο κεφάλι του.

   --- Σιγά μην το ‘κανα! Δεν είμαι για τέτοια εγώ!

   --- Το ξέρω ούτε κι εγώ αλλά κάτι τέτοιους δεν πρέπει να τους αφήνουμε ατιμώρητους. Με κάθε μέσο οφείλουμε να τους πολεμάμε.

   --- Κι εσύ με τι τον πολέμησες; Με τον εκνευρισμό σου;

   --- Όχι! του έριξα ένα φάσκελο στα μούτρα και το ‘βαλα στα πόδια. Τι νόμιζε πως θα καθόμουν να με τρέλαινε με τις άναρχες φιλοσοφίες του.

   --- Έκανες πολύ καλά! Δε βλέπω όμως το λόγο γιατί να έχει χαλάσει η διάθεσή σου.

   --- Δεν τον βλέπεις κι επόμενο είναι αφού δε συμβαίνει σε σένα! 

   --- Τι θέλεις να πεις;

   --- Πως ο εσωτερικός μας κόσμος είναι άβυσσος!

   Η Φοίβη έκανε μια άκαμπτη κίνηση με τα χέρια της που την έφερναν μακριά από τις συνηθισμένες χαριτωμένες που συνήθιζε να κάνει θέλοντας να δείξει πως δεν της έλεγε και τίποτα καινούριο. Στη συνέχεια με μια ιδιαίτερη ζωντάνια σαν να μετάνιωσε για την απροσδόκητη συμπεριφορά της που εκδήλωσε και το μεγάλο της ενδιαφέρον για τον άντρα της, τον ρώτησε κοιτάζοντάς τον κατευθείαν βαθιά στα μάτια:

   --- Έχεις κάποιο ιδιαίτερο πρόβλημα που σε απασχολεί και μου το κρύβεις;

   --- Όσο να ‘ναι. Και ποιος δεν έχει!

   --- Για να τ’ ακούσω.  

   Και πάλι της είπε ψέματα για να της ξεφύγει. Το πρόβλημά του ήταν η απουσία της Τάνιας και η μεγάλη αγάπη που της είχε.

   --- Έχει σχέση με σένα!

   --- Με μένα;

   --- Ναι! Με σένα!

   --- Λέγε λοιπόν τι είναι αυτό που έχει σχέση με μένα και σ’ έχει ρίξει στα μαύρα πανιά!

   --- Η εγκυμοσύνη σου!

   --- Η δυσκολία να μείνω έγκυος θέλεις να πεις.

   --- Ναι, αυτό.

   --- Ο γιατρός είπε δεν είναι οργανικό. Με τον καιρό θα συλλάβω. Ας περιμένουμε λίγο.

   --- Περιμένουμε κοντά τρία χρόνια! Κι άλλο να περιμένουμε;                Μήπως χάθηκαν οι ελπίδες ν’ αποκτήσουμε παιδί; Αυτό με βασανίζει συνεχώς μέρα και νύχτα. Γι’ αυτό είμαι έτσι.

   Του έριξε ένα σύντομο βλέμμα για να του πει:

   --- Κι από πότε νιώθεις αυτό το φόβο με μένα;

  --- Εδώ κι ένα χρόνο..

  --- Πριν;

  --- Πίστευα πως θα ταχτοποιηθεί το θέμα και δεν ανησυχούσα τόσο. Σαν όμως ο καιρός περνά και δεν μένεις έγκυος χάνω τον ύπνο μου.

  Η Φοίβη σηκώθηκε χωρίς να του πει τίποτα. Ύστερα μάζεψε μερικά πιάτα και τα πήγε στο νεροχύτη. Επιστρέφοντας μπήκε στο μπάνιο να πάρει το απορρυπαντικό. Άργησε να γυρίσει κι αυτός έπεσε σ’ ένα γρήγορο ονειροπόλημα. Είδε την Τάνια να κάθεται σε μια καφετέρια στη Μονεμβασιά και μέσα σ’΄ ένα λεπτοδουλεμένο από ασήμι φλιτζάνι να πίνει το τσάι της απολαμβάνοντάς το με δυο κουλουράκια και λίγες φέτες βουτυρωμένες ψωμιού. Αυτός καθόταν δίπλα της και με καθαρό πρόσωπο και φρεσκοχτενισμένα μαλλιά, ντυμένος στην πένα να μιλά μαζί της κι αυτή να τον προσέχει κρεμασμένη από τα χείλη του. Το έβρισκε πολύ αρχοντικό και ρομαντικό αυτό εκείνη τη στιγμή που σκέφτηκε να χαρεί και να γελάσει. Όμως ποτέ δε θα έπαιρνε την απόφαση να πάει. Κι αυτό ήταν που τον είχε αρρωστήσει τώρα αλλά και η οριστική πλέον απουσία της.

   Η Φοίβη επιστρέφοντας τον βρήκε ιδρωμένο και το πρόσωπό του κόκκινο. Μολονότι ήξερε πως δεν είχε πίεση φοβήθηκε μήπως του παρουσιάστηκε εκείνη τη στιγμή μια ξαφνική αύξησή της για τους λόγους που της ανέφερε. Αν και δεν ήταν αφελής αποφάσισε να μη μιλήσει άλλο μαζί του και να διακόψει κάθε συζήτηση που θα μπορούσε να καταστρέψει την υγεία του. Γι’ αυτό τον παρακάλεσε να πάει να ξαπλώσει για να ξεκουραστεί. Ο ύπνος και η ηρεμία θα του κάνουν καλό, του συνέστησε και τον κοίταξε τρυφερά και με οίκτο στα μάτια ενώ έσκυψε και τον φίλησε στο στόμα.

   Εκείνος παρότι δεν ένιωθε καλά δεν έλεγε να το κουνήσει από τη θέση του.  Τα ψέματά του τον είχαν κάνει ακόμη χειρότερα και υπόφερε πολύ που αναγκάστηκε και τα ξεφούρνισε στη σύζυγό του την πολύ τρυφερή και γλυκιά που τόση αγάπη και φροντίδα του χάριζε. Δεν έβλεπε με καλό μάτι αυτό που της έκανε και φάνηκε πως ήθελε να της το πει και να ξαλαφρώσει. Όμως τι εντύπωση θα της έκανε σαν πιστοποιούταν πως ήταν ένας ψεύτης!  Ω! Θεέ μου, δεν ήταν δυνατόν να γίνει αυτό!  Η γυναίκα του αποφάσισε πως ποτέ δε θα το μάθαινε πως της είπε ένα σωρό ψέματα για να δικαιολογήσει το παραλήρημά του για μια άλλη γυναίκα! Μόνο στον τάφο του θα έπαιρνε το μυστικό! Κι αυτό εξαρτιόταν από το δικό του θάρρος και την ψυχραιμία του. Έτσι παρά την ψυχική συντριβή που ένιωθε, χαμογέλασε αλλά έμεινε σκεπτικός και μελαγχολικός. Ήταν ένα χαμόγελο πλαστικό, ένα χαμόγελο υποκρισίας και σκότους. Έμεινε για λίγο ακόμη σιωπηλός όταν πήγε να πει κάτι αλλά τον διέκοψε η Φοίβη για να του ψιθυρίσει στ’ αυτί:

   --- Με μπερδεύεις μ’ αυτή τη διακύμανση της συμπεριφοράς σου. Από τη μια γελάς κι από την άλλη δείχνεις σαν να είσαι χωρίς μοίρα στον ήλιο. Το μυαλό μου πάει αλλού…

   --- Χριστός και Παναγιά! της ξεφώνισε αυτός και της έκλεισε το στόμα με το χέρι του. Μην το ξεστομίσεις γιατί πηδάω κιόλας από το παράθυρο! Μην το ξεστομίσεις…

   Σαν να ντράπηκε τη γυναίκα του εκείνη τη στιγμή, έσκυψε, κρέμασε κάτω τα δυο του χέρια κι έκανε πως έσφιγγε τα κορδόνια από τα παπούτσια του. Μετά σηκώθηκε κι αφού τα έβαλε πάνω στο τραπέζι την κοίταξε κάνοντας ένα μορφασμό με ένα ψιθυριστό << αχά! >> και τα ψηλάφισε  μ’ ένα καχύποπτο τρόπο λες και τα βρήκε ακάθαρτα.

   --- Δε φαντάστηκα τίποτα συγκεκριμένο, του ψέλλισε αυτή και φάνηκε όμως πως δεν αστειευόταν. Ω! Θεέ μου, ψιθύρισε ξάφνου, μακάρι να με διαψεύσει η απροκάλυπτη διαίσθησή μου.

   Αυτός την κοίταξε φοβισμένος. Μισοσηκώθηκε και ξανακάθισε. Έδειχνε να έχει μια μικρή κατάρρευση και να βρίσκεται σε απόγνωση. Κι εκεί που νόμισε πως έχανε τον κόσμο κι έτρεμε μήπως του ξεφύγει και της κάνει  κάποια αποκάλυψη που είχε σχέση με την Τάνια   η τρυφερή φωνή της που έσταζε μέλι και τον ρώτησε κάτι οικογενειακό και συνηθισμένο τον συνέφερε από την τρέλα της απόγνωσης της στιγμής που είχε πέσει.

   --- Σε ρωτώ, για να ξεφύγουμε από τους λάκκους που έχει η συζήτησή μας, αγαπημένε μου άντρα, πού σκοπεύεις να περάσουμε το Πάσχα;

   Αυτός φρόντισε να λογικευτεί και να βρει τη χαμένη αυτοκυριαρχία του. Κατά πόσο το πέτυχε μόνο ο ίδιος το γνώριζε. Έτσι κολλώντας πάνω της τα γεμάτα με θλίψη και απόγνωση μάτια του, της είπε μ’ ένα τρόπο αστείο:

   --- Μα, έχεις αποφασίσει να πάμε στους δικούς σου στο Ρίο! Το ξέχασες;

   Η Φοίβη έμεινε για λίγο συλλογισμένη και του είπε, δείχνοντας ξαφνιασμένη:

   --- Δεν το ξέχασα αλλά αν δεν θέλεις εσύ να πάμε εκεί κι έχεις κάτι καλύτερο να μου προτείνεις ίσως αλλάξω γνώμη!

   --- Δε θέλω να το κάνεις αυτό! Προς Θεού! Κι εγώ το δέχτηκα όταν μου το πρότεινες. Πως μπορώ να αρνηθώ αφού έχω συναινέσει σ’ αυτό!

   --- Είσαι σίγουρος πως δεν θέλεις να περάσουμε το Πάσχα κάπου αλλού;                                            

   --- Ω! Θεέ μου! Γιατί θέλεις να επιμένεις τόσο!

   --- Γιατί είχες αναφέρει αν το θυμάμαι καλά, πως έχεις καιρό να δεις τους δικούς σου στην Αθήνα και λέω μήπως τώρα με την ευκαιρία των γιορτών  πρέπει να τους επισκεφτείς.

   --- Το είπα, αυτό;

   --- Το είπες!

   --- Ωραία! Ας είναι! Τώρα δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα. Είναι αργά. Ο κύβος  ερρίφθη. Το Πάσχα θα το περάσουμε στους γονείς σου και να το θυμάσαι αυτό θα είναι ένα από τα ωραιότερα της ζωής μας!

   Η Φοίβη γέλασε μ’ ένα τρανταχτό γέλιο και του έκανε τραγουδιστά:

   --- Το εύχομαι!

   --- Να δεις για πότε θα περάσουν οι μέρες! Ούτε που θα τις καταλάβουμε!

   --- Πάντα όταν πηγαίνω εκεί αυτό συμβαίνει! Είμαι κολλημένη με τα πατρικά μου χώματα!

   --- Την τελευταία φορά που είχες πάει θυμάμαι δεν έλεγες να ξεκολλήσεις από τα μέρη σου.

   --- Το θυμάμαι! Το έκανα επίτηδες για να έρθεις εσύ να με πάρεις, αλλά εσύ είχες τις δικές σου σκοτούρες με το Σύλλογο και την πολιτιστική ανάπτυξη του τόπου και δεν ήρθες! Επέστρεψα μόνη μου!

   --- Σου στοίχισε;

   --- Όσο να ‘ναι! Καλή είναι η πνευματική ανάπτυξη αλλά και η γυναίκα μαραίνεται και αηδιάζει όταν νομίζει πως την παραμελεί και την περιφρονεί ο άντρας της!

   --- Ναι, αλλά εγώ όταν επέστρεψες σε δέχτηκα με μια ανθοδέσμη γαρύφαλλα και σαν τα ‘βαλες στην μπουτονιέρα, έλεγες, τι ωραία και τι ωραία είναι και πως δε μ’  αλλάζεις με τίποτα! Το ξέχασες;

   --- Όχι, Το θυμάμαι!  Θεός φυλάξοι!

   --- Βλέπεις πως νοιαζόμαστε και οι δυο για την ευτυχία του άλλου!

   --- Και είναι ωραίο αυτό! Μ’ αρέσει!

   --- Και μένα!

   Σηκώθηκε. Φαινόταν κουρασμένος. Δεν ήθελε να εκτεθεί στον κίνδυνο της κουβέντας άλλο και πέσει σε καμιά παγίδα και αποφάσισε να φύγει. Η επανάσταση μέσα του ίσως έτσι καταλάγιαζε. Έσκυψε πάνω της και της είπε τρυφερά:

   --- Με συγχωρείς αγάπη μου! Πρέπει να πάω στο γραφείο μου. Έχω αφήσει κάτι στη μέση και πρέπει να το τελειώσω. Ύστερα μπορεί να ξαπλώσω. Θα εξαρτηθεί από τη διάθεση και την ψυχική μου ισορροπία.

   Τη φίλησε στο μάγουλο και διέσχισε βιαστικά το διάδρομο που οδηγούσε στο γραφείο του.

 

 

 

 

 

                                                 2

 

 

 

 

 

 

 

   Κάθισε στο γραφείο του. Μπροστά του υπήρχαν πολλά περιοδικά, εφημερίδες και χειρόγραφα σκορπισμένα εδώ κι εκεί. Μερικά βιβλία που ούτε τα είχε ανοίξει ακόμη και μια σειρά από φακέλους του ταχυδρομείου, διάσπαρτοι ανάμεσα στον όγκο των διάφορων εντύπων που χρειάζονταν άνοιγμα. Χάρηκε όταν είδε δύο βιβλία που του είχε φέρει η Φοίβη και τα πήρε στα χέρια του με χαρά. Το ένα ήταν << Οι μεγάλοι φιλόσοφοι >> του ΦΡΑΝΣΟΥΑ ΝΤΑΓΚΟΝΙΕ  και το άλλο << Τα άνθη του κακού >> του ΜΠΩΝΤΛΑΙΡ.  << Να, τώρα που τα έχω δικά μου και δεν θα παρακαλώ εκείνον τον τρισάθλιο βιβλιοθηκάριο με το κουστούμι και τη μεταξωτή γραβάτα να μου τα δανείζει >> σκέφτηκε κι άρχισε να τα ξεφυλλίζει πότε το ένα και πότε το άλλο με μια προσεκτική απαλότητα των δαχτύλων του.

   Τα άφησε και βυθίστηκε στο σωρό με μια αφοσίωση που έδειχνε πως ήθελε πολύ να τα ταχτοποιήσει και να κρατήσει τα πιο ενδιαφέροντα για τον εαυτό του. Γι’ αυτό ξεφύλλιζε ό,τι έβρισκε μπροστά του με βλέμμα απορροφημένο, πότε στους τίτλους και πότε σε κάποιο κείμενο που το έκρινε σημαντικό και του γούστου του. Σιγά- σιγά βρήκε το ρυθμό του κι αφοσιώθηκε μέσα στις σελίδες  που ούτε σκεφτόταν τίποτα αλλά και ούτε κοιτούσε γύρω του. Αυτό κράτησε πάνω από δυο ώρες μέχρι που στα χέρια του ήρθαν δυο μικρά βιβλιαράκια κλασικής λογοτεχνίας που τον εντυπωσίασαν και μόνο σαν διάβασε τους τίτλους και τους συγγραφείς. Τα είχε διαβάσει παλιά και τώρα που τα βρήκε χάρηκε και του κέντρισαν τον ενδιαφέρον να τους ρίξει μια ματιά. Στάθηκε στο ένα που το περιεχόμενό του ήταν ερωτικό κι αμέσως  έφερε στη μνήμη του τη γυναίκα του τη Φοίβη. Την αγαπούσε πολύ, τη θαύμαζε και  χαιρόταν τη φροντίδα της, την αθωότητά της και την αγάπη της. Η ξάστερη σκέψη του μυαλού της ήταν το πιο σημαντικό πράγμα γι’ αυτόν κι έκανε τα πάντα για να υπερασπιστεί τις ιδέες  της, το σπίτι της και την προσωπική της ζωή.  Είχε μεγάλη αφοσίωση στον άνθρωπο και μπορούσε να κόψει κομματάκια τον εαυτό της για να τον υποστηρίξει. Ήταν περήφανος για τη γυναίκα του και όμως να που τώρα αυτός την πρόσβαλε.

   Ένιωθε σαν εγκληματίας και η άγνοια που είχε για την εκτίμηση των αισθημάτων των γυναικών, τον είχε κάνει εχθρό της, προτιμώντας κι αγαπώντας μέχρι τρέλας μια  άλλη που ούτε στο νυχάκι της δεν έμοιαζε της Φοίβης. Η αμέριστη  αγάπη του γι’ αυτή την άλλη που δεν μπορούσε να την εξηγήσει τον είχε βάλει σε θανάσιμο μαρτύριο. Τόσο η δική του ενοχή όσο και της Τάνιας σίγουρα είχαν γίνει εφιάλτες του  που θα τον κυνηγούσαν σε όλη του τη ζωή.

    Ξαφνικά αισθάνθηκε πως ήταν καταδικασμένος σε μια ηθική καταδίκη. Με την Τάνια δεν υπήρχε διέξοδος. Αυτή ήταν τυχοδιώχτισσα και υπέρμαχος των εφήμερων ηδονών. Η Φοίβη προσγειωμένη, ρεαλίστρια και χαρισματική. Όφειλε να αποτραβηχτεί από την Τάνια και να αγκαλιάσει οριστικά τη γυναίκα του. Αυτό έπρεπε να κάνει. Μα, πως όμως, μπορούσε;

   Ένιωσε έναν πονοκέφαλο και μια ζαλάδα που νόμισε πως θα ξάπλωνε κάτω. Έπρεπε να σταματήσει να σκέφτεται άλλο αν ήθελε να μην έχει κανένα κακό απρόοπτο για την υγεία του. Έτσι με την αίσθηση του φόβου μέσα του πήγε κακήν κακώς ως την κρεβατοκάμαρα και ξάπλωσε. Ωστόσο τα δάκρυά του κυλούσαν σαν αισθάνθηκε τη ζεστασιά του κρεβατιού, συνειδητοποιώντας πόσο δυστυχισμένος ήταν.

 

 

 

 

                                             3

                                               

 

 

    Στο κρεβάτι  κατάλαβε τι πάει να πει να είσαι προδομένος από τη μια μεριά κι ανικανοποίητος από την άλλη. Εντωμεταξύ ο πονοκέφαλος που τον ταλάνιζε όλη σχεδόν μέρα τον ταλαιπωρούσε αφάνταστα και τώρα και αισθανόταν  οδυνηρή την ενόχλησή του όχι μόνο στο σώμα αλλά και στην ψυχή. Κοιμήθηκε λίγο αλλά μετά ξύπνησε πνιγμένος στην αγωνία από έναν αόρατο φόβο που τον έκανε να  νιώθει τιποτένιος κι απογοητευμένος. Κι όλα αυτά γιατί τη σκέψη του την τριβέλιζε η Τάνια. Αυτή η γυναίκα που του είχε κάνει κόλαση τη ζωή και τον είχε τρελάνει για τα καλά.

        Η Φοίβη σαν είδε πως η ώρα έφτασε οκτώ και δεν ξύπνησε ανησύχησε και τον επισκέφτηκε στο κρεβάτι. Τον είδε σε κακά χάλια και προσφέρθηκε να τον βοηθήσει. Αυτός της είπε πως δεν έχει τίποτα και θέλει να συνεχίσει τον ύπνο του μέχρι το πρωί. Νιώθει κουρασμένος και δεν είχε τίποτα. Έφυγε μ’ ένα  << οχ, δεν τρώγεσαι >> και πήγε να συνεχίσει τις δουλειές της.

          Τον ξαναπήρε ο ύπνος με τα χίλια ζόρια  αλλά μέχρι στις πέντε το πρωί έκανε πολύ άσχημο ύπνο. Στριφογύριζε στο κρεβάτι, ανάσαινε βαριά και ξεσκεπαζόταν συνέχεια. Η Φοίβη άκουγε το βογκητό του και ένιωθε να τη σκουντά πότε με τους αγκώνες και πότε με τα πόδια και του ψιθύριζε με τον ήρεμο τρόπο της << προσπάθησε να κοιμηθείς αγάπη μου και μη σκέφτεσαι τίποτα >> και του χάιδευε πολλές φορές το πρόσωπο κα τα μαλλιά. Στις έξι ξύπνησε πάλι ύστερα από ένα κακό όνειρο απ’ αυτά που δεν τα ξεχνάς εύκολα στη ζωή σου. Ήταν ιδρωμένος κι ένιωθε πως είχε πυρετό. Είχε δει την Τάνια σ’ ένα τραπέζι μαζί με το συχωρεμένο πια εραστή της Αργύρη. Ο Λευτέρης καθόταν απέναντί τους  κι έλιωνε από τη ζήλια του βλέποντάς την να είναι ριγμένη στην αγκαλιά του και να χαϊδεύονται! Πετάχτηκε πάνω  κι έμεινε άυπνος υποφέροντας. Η Φοίβη ένιωσε το τίναγμά του και ανησυχώντας τον ρώτησε τι έχει. Εκείνος της απάντησε πως είναι καλά κι απλά νιώθει αϋπνία. Όσο όμως κι αν προσπάθησε να ξανακοιμηθεί δεν τα κατάφερε ενώ η σκέψη του ήταν κολλημένη στην Τάνια. Δεν μπορούσε να διώξει τη μορφή της από το μυαλό του ούτε και να ηρεμήσει. Τότε αποφάσισε να σηκωθεί και να πάει στο γραφείο του. Ίσως του ήταν πολύ αναγκαίο εκείνη τη δύσκολη στιγμή που περνούσε μέσα στην τόση απελπισία του. Κάθισε και με δυσκολία έφερε μπροστά του ένα λογοτεχνικό βιβλίο που βρέθηκε τυχαία εκεί. Το θεώρησε σημαντικό να ρίξει μια ματιά και να διαβάσει μερικές αράδες και να ξεχαστεί. Στη μέση της σελίδας η μορφή της Τάνιας τον σταμάτησε.  Αντί για τις εικόνες  του συγγραφέα έβλεπε τη δική της σε ό,τι διάβαζε άλλοτε με ιδανική μορφή κι άλλοτε με μια άσεμνη  στάση. Αυτή η αχαλίνωτη φαντασία του  τον φόβισε και σκέφτηκε πως για να γίνει καλά έπρεπε να την αποβάλει.  Εμπιστεύτηκε τη δύναμη και την καλή του θέληση του αέρα και βγήκε στη βεράντα. Έκανε μερικές βόλτες, ανάπνευσε το καθαρό οξυγόνο  και προσπάθησε στο πρωινό σκοτάδι που αραίωνε να γίνει εραστής της ομορφιάς της φύσης και του κήπου του.  Κάρφωσε τα μάτια του πάνω  στους πράσινους φράχτες, στα δέντρα, στα χόρτα  και στις αγριοτριανταφυλλιές  που ολάνθιστες σκορπούσαν το άρωμά τους και το γλυκό κελάηδημα των πουλιών κρυμμένα στις φυλλωσιές τους  Και πάλι δεν ένιωθε καλά κι εκείνο το συναίσθημα της μηδαμινότητάς του μακριά από την Τάνια του έκοβε φέτες την ψυχή.  Ήθελε να φύγει να βγει έξω από το σπίτι και να πάρει τους δρόμους μήπως και σωθεί. Κι ενώ μπήκε μέσα να ντυθεί και να φύγει η φωνή της Φοίβης από πίσω του χάιδεψε τ’ αυτιά, ρωτώντας τον στενοχωρημένη:

   --- Είσαι άρρωστος, Λευτέρη; Όλη νύχτα μάτι δεν έκλεισες, γιατί; Τι σου συμβαίνει;

   Αυτός στράφηκε και την κοίταξε, προσποιούμενος τον ήρεμο με μια ψυχρή αδιαφορία. Δείχνοντας όμως λίγο θυμωμένος της είπε:

   --- Τι θέλεις να κάνω! Να κοιμηθώ με το ζόρι;

   Αυτή του έπιασε τρυφερά το χέρι και τον πλησίασε πολύ κοντά. Τον κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια λες και ήθελε να διαβάσει εκεί το συναίσθημα που τον κατάτρωγε και του είπε, ψιθυριστά:

   --- Δεν είπα αυτό! Λέω μήπως σου συμβαίνει κάτι, οργανικό ή ψυχολογικό και θέλω να σε βοηθήσω. Αυτή η συναισθηματική σου μετάπτωση τον τελευταίο καιρό και περισσότερο σήμερα μ’ έχει βάλλει σε κακές σκέψεις. Φοβάμαι μήπως είσαι άρρωστος.

   Στα λόγια της τρόμαξε κι έδειξε κατσουφιασμένος. Με ζωηρό ύφος προσπάθησε να της εξηγήσει πως απλά ήταν μια κακή βραδιά και τίποτα παραπάνω. Δε συμβαίνει κάτι με την υγεία του και δεν τον απασχολεί τουλάχιστον προς το παρόν.

   Η Φοίβη  έτρεμε. Ήταν έτοιμη να κλάψει και το πρόσωπό της ήταν ιδρωμένο. Μέσα της ήταν τόσο  εξεγερμένη που νόμιζε πως θα της συνέβαινε κάτι  κακό  αν δεν  κατάφερνε να του αποσπάσει την αλήθεια για αυτό που τον βασάνιζε. Έτσι του είπε:

   --- Αφού δεν σου συμβαίνει τίποτα όπως λες τότε γιατί περπατάς από τις έξι το πρωί μέρα δώθε στη βεράντα και στο σπίτι και δεν έκλεισες μάτι όλη νύχτα;

   Αυτός εξανέστη και με υψωμένη φωνή τη ρώτησε:

   ---  Επιμένεις πως μου συμβαίνει κάτι! Τι όμως; Δε μου λες;

   --- Εσύ να μου πεις!

   Η Φοίβη συγκινημένη τον κοίταξε με συμπάθεια και στοργή. Ύστερα τον αγκάλιασε και τον φίλησε και στα δυο μάγουλα και για να τον κάνει  να νιώσει ασφαλής με μια ιδιαίτερη φροντίδα που του χρειαζόταν, του είπε με γλυκό τρόπο:

   --- Έχω την εντύπωση πως πρέπει να σε δει γιατρός!

   Ο Λευτέρης  της είπε, χαριτωμένα:

   --- Δεν έχω τίποτα σου λέω!  Μια απλή ψυχική διαταραχή ήταν και τίποτα άλλο. Να μου πέρασε! Αισθάνομαι καλά τώρα γι’ αυτό ψήσε δυο καφέδες να τους πιούμε και με την κουβέντα να διώξουμε και περισσότερο εγώ τις λανθασμένες κι ενοχλητικές σκέψεις μας.

   Η Φοίβη τον άκουσε κι ένιωσε καλύτερα. Τον πίστεψε κι αφού άρχισε να χαϊδεύει τα μαλλιά της και να ισιώνει δυο τσουλούφια που της είχαν πέσει στα μάτια κίνησε αμέσως για την κουζίνα.

   --- Ω! Θεέ μου, τι καλή που είσαι! αναφώνησε εκείνος πίσω της κι έπεσε ξαφνικά πίσω στο κάθισμά του παίζοντας σαν μικρό παιδί. Κάποια στιγμή στριφογύρισε στη θέση του σαν να θυμήθηκε κάτι και της είπε με χαρούμενη κι εξαιρετική ένταση στη φωνή του:

   --- Μην ξεχνάς πως σήμερα είναι Μεγάλη Παρασκευή και το μεσημέρι φεύγουμε για Ρίο! Ο καιρός είναι καλός και πιστεύω θα έχουμε ένα ωραίο ταξίδι!

   Η Φοίβη γύρισε το κεφάλι και τον κοίταξε με μια τρομερή αφοσίωση. Της θύμισε την πατρίδα της κι ένιωσε μια γλυκιά νοσταλγία. Οι αναμνήσεις την κατάκλεισαν και η συγκίνηση της έφερε δυο δάκρυα στα μάτια της που της κύλησαν στα μάγουλα σαν λαμπερά μαργαριτάρια.

   Ο Λευτέρης που την είδε δακρυσμένη, χαμήλωσε το κεφάλι. << Κι αυτή είναι σαν και μένα >> σκέφτηκε << συναισθηματική κι ονειροπόλα >>. Μετά το σήκωσε και ρίχνοντας μια λοξή ματιά της είπε αστειευόμενος:

   --- Σε στενοχώρησα κι έκλαψες! Συγχώρα με!

   Αυτή έφερε τους καφέδες και γέλασε με όλη της την καρδιά. Ύστερα του είπε:

   --- Ας είσαι καλά κι ας με στενοχωρείς! Σου αξίζει!

   Εκείνος ξαφνιάστηκε. Έβγαλε  έναν αναστεναγμό και είπε:

   --- Κάνεις λάθος! Δε μου αξίζει!

   Η Φοίβη το πήρε για αστείο και απάντησε:

   --- Α! δεν έχεις δίκιο, όλα κιόλα!

   Ο Λευτέρης γέλασε και δείχνοντας ικανοποιημένος που τα πράγματα είχαν ηρεμήσει κάπως κι αυτός αισθανόταν καλύτερα  της είπε με σφιγμένη φωνή:

   --- Αφού το λες εσύ, έτσι θα είναι!

   Αυτή τον κοίταξε με αγωνία. Όμως το πρόσωπό της είχε πάρει και μια ευχάριστη και χαρούμενη όψη μετά τα όσα προηγήθηκαν και τώρα που τον έβλεπε να πίνει τον καφέ του με μεγάλες ρουφηξιές τον χαιρόταν και δεν χόρταινε να του ρίχνει εκφραστικές ματιές. Κι αφού κάποια στιγμή πήρε το θάρρος να πει κάτι πέρα από την επικεντρωμένη στους δυο τους συζήτηση, ψιθύρισε με μια σβελτάδα στα λόγια της:

   ---  Χρειάζομαι μερικά πράγματα για το Πάσχα και φυσικά και δώρα για τους συγγενείς μας! Όμως θα πάω και κάτι στους γονείς μου από εδώ, ντόπιο. Γι’ αυτό λέω όταν έρθει δέκα να βγω έξω να ψωνίσω.

   Στα λίγα δευτερόλεπτα σιωπής που πέρασαν ο Λευτέρης είπε χοροπηδώντας σχεδόν στην καρέκλα του και χτυπώντας ελαφρά το χέρι στο τραπέζι:

   --- Ναι, ναι, αλλά να μην ξεχάσεις να πάρεις κι ένα δώρο και για τους παλιούς μου σπιτονοικοκύρηδες! Στο μικρό που θα είναι τώρα κοτζάμ παλικάρι και θα πηγαίνει Λύκειο αγόρασέ του ένα καλό λογοτεχνικό βιβλίο, ένα μυθιστόρημα. Ένα καλό σε παρακαλώ! και τόνισε τις λέξεις μία- μία. 

   --- Θα το κάνω, πολύ καλά! του είπε αυτή με βεβαιότητα και με μια ωραία κίνηση έσπρωξε το φλιτζάνι του καφέ που τον είχε πιει στην άλλη άκρη του τραπεζιού, διώχνοντάς το από μπροστά της.

   --- Σε καμία περίπτωση να μην του πάρεις κανένα βαρετό αλλά με περιπέτεια και δοξασμένους ήρωες, αρέσουν στα παιδιά αυτά, πρόσθεσε και κοίταξε καλόκαρδα έξω το φως που απλωνόταν πάνω στη γη. Στη συνέχεια πετάχτηκε πάνω σαν ελατήριο και κάνοντας δυο βήματα της είπε:

   --- Δεν μπορώ άλλο εδώ! Πάω στην τουαλέτα να πλυθώ και αφού ετοιμαστώ και διαβάσω λίγο θα βγω κι εγώ έξω. Όταν έρθει δέκα είπες πώς θα βγεις εσύ; Κι εγώ τότε. Θέλω να κάνω μια βόλτα στα βιβλιοπωλεία, να δω τίποτα καινούριο. Θα είναι ό,τι καλύτερο για μένα μετά από την άσχημη νύχτα που πέρασα.

   Σηκώθηκε και βηματίζοντας την άφησε, χαϊδεύοντας με τα χέρια του τα μαλλιά της και δίνοντάς της στα χείλη ένα γλυκό φιλί.

 

 

                                                  

 

                                                       4

 

 

 

                                                    

   ‘Όταν το ρολόι έδειξε δέκα όπως είχε πει έφυγε από το σπίτι για να κάνει τη βόλτα του στα βιβλιοπωλεία της πόλης. Λίγα μέτρα πριν στρίψει για να πάρει την οδό Χριστιανουπόλεως και να πάει στο << Βιβλιοδρόμιο >> αποφάσισε να κάνει μια βόλτα στο Σιδηροδρομικό Σταθμό. Εκείνη την ώρα ερχόταν ένα τρένο από την Καλαμάτα και ήθελε πολύ να το δει και να χαρεί τις ανθρώπινες σκηνές που παίζονταν μέσα κι έξω από τα βαγόνια του. Κι άλλες φορές επισκεπτόταν το Σταθμό και τώρα που σκέφτονταν να τον κλείσουν το ενδιαφέρον του γι’ αυτόν ήταν μεγάλο.

  Όταν τελικά το τρένο μπήκε στο Σταθμό ο Λευτέρης καθόταν στο ξύλινο παγκάκι της τσιμεντένιας πλατφόρμας και το περίμενε. Ο οδηγός  της αμαξοστοιχίας που πέρασε σχεδόν δίπλα του, τον χαιρέτησε απ’ το παράθυρο μ’  ένα κλείσιμο του ματιού του σαν να του έλεγε, δόξα σοι ο Θεός, τερμάτισε καλά και τούτο τα ταξίδι! Ύστερα  σαν σταμάτησε το τρένο μ’ ένα σφύριγμα που έκαναν οι τροχοί πάνω στις ράγες, άνοιξε τις πόρτες και οι επιβάτες ξεχύθηκαν να βγαίνουν έξω φορτωμένοι τις βαλίτσες τους και συζητώντας διάφορα θέματα της στιγμής μεταξύ τους ή με τους συγγενείς τους που τους περίμεναν.

   Στο  τελευταίο βαγόνι διακρίνονταν άλογα, βόδια και μερικές κατσίκες που είχαν βγάλει τα κεφάλια έξω από τα κάγκελα της πόρτας. Μετά την αποβίβαση των επιβατών το βαγόνι θα πήγαινε κοντά σε  μια  αποθήκη με ξύλινη ράμπα και θα τα ξεφόρτωναν.  Αυτό άρεσε στο Λευτέρη και αμέσως σηκώθηκε πηγαίνοντας στο μέρος που θα τα ξεφόρτωναν για να δει και να θαυμάσει τα ζώα. Μέχρι να φτάσει περπατούσε κατά μήκος των γραμμών χαζεύοντας με τα χαρακτηριστικά σημεία του Σταθμού που του έκαναν εντύπωση. Η βραδινή μπόρα είχε ξεπλύνει τα σαπισμένα χόρτα ανάμεσα στις ράγες και η ανάκατη μυρωδιά τους από την υγρασία το χώμα και το άρωμα των πεύκων έκαναν τον αέρα ευχάριστο και δροσερό. Σε μια στιγμή είδε στην πόρτα της αποθήκης τους εργάτες του σταθμού να προσπαθούν να κολλήσουν το βαγόνι με τα ζώα για να τα ξεφορτώσουν και έκοψε δρόμο να βρεθεί εκεί. Έφτασε ακριβώς τη στιγμή που τα πρώτα ζώα, δυο άλογα έμπαιναν στην αποθήκη. Εκεί έμειναν λίγο γιατί ένα φορτηγό που ήρθε βουίζοντας σαν δαιμονισμένο τα πήρε και τα πήγε στον προορισμό τους.

   Άφησε το Σταθμό τότε ο Λευτέρης και πεζοπόρησε βόρεια προς το Δημαρχείο. Τράβηξε ύστερα πάνω και έφτασε στην Αμαθούντα με τις όμορφες δεντροφυτεμένες πλαγιές και τις μικρές χαράδρες. Στα νότιά της υπήρχαν χωράφια που καλλιεργούσαν πατάτες, κρεμμύδια και μαρούλια. Δυτικά υπήρχαν εκτάσεις χέρσες αλλά καταπράσινες από χόρτα και αγριολούλουδα.  Η βροχή τα είχε πλύνει και άστραφταν και οι αχτίνες του ήλιου που έπεφταν πάνω τους τα έκαναν να φαίνονται πολύ λαμπερά. Σ’ αυτό το ωραίο μέρος περπατούσε ο Λευτέρης και απολάμβανε την ομορφιά που τόσο απλόχερα σ’ εκείνο το σημείο είχε γεννήσει η φύση. Κι όσο προχωρούσε ανάμεσα σε δρομάκια και λοφίσκους  τόσο και ανακάλυπτε καινούρια και πρωτότυπα πράγματα. Όπως ανακάλυψε για μια στιγμή κοιτάζοντας δυτικά τη χάλκινη λάμψη της θάλασσας που ξεχείλιζε κάτω από μια δέσμη αχτίδων του ήλιου που έπεφταν σαν ένα μεγάλο μπουκέτο. Αυτή η  αναπάντεχη ομορφιά τον καθήλωσε και δεν έλεγε να το κουνήσει μένοντας σαν άγαλμα στη θέση του. Όμως σαν είδε  εκεί που άρχιζε η Αμβροσίου Φραντζή δυτικά έναν πυλώνα που του φάνηκε ωραίος αλλά και περίεργος αποφάσισε να τον πλησιάσει και να τον δει. Η μάντρα του ήταν παλιά όπως και οι τοίχοι του διώροφου σπιτιού που ήταν μέσα στον κήπο με τα δέντρα και τα λουλούδια. Ήταν ένα από εκείνα τα παλιά κλασικά σπίτια της πόλης που δεν χτίζονταν πια αλλά διατηρούνταν ως τις μέρες μας για να θυμίζουν την περασμένη εποχή αλλά και να ικανοποιούν τις βιοτικές ανάγκες των ιδιοκτήτών τους.

   Δυο πελώρια πεύκα στέκονταν στην είσοδο της αυλής και σκέπαζαν  τη μισή. Είχαν ίσκιο καλό και κάτω τους ήταν στημένα τέσσερα ξύλινα παγκάκια. Ανθισμένες κερασιές, πορτοκαλιές και λεμονιές έμοιαζαν σκεπασμένες μ’ ένα απαλό λευκό σεντόνι με αποχρώσεις  ροζ ενώ οι φουντωμένες σε μερικά κλαδιά έντονες ανθοφορίες έμοιαζαν με κρεμασμένα περιδέραια. Η μάντρα  σ’ ένα σημείο το βορινό ήταν ολόκληρη χωμένη  κάτω από την καταπράσινη φυλλωσιά ενώ δυτικά τα τριαντάφυλλα που έφταναν πάνω από τον τοίχο, έκρυβαν το σπίτι που διακρινόταν ελάχιστα το παράθυρο και η κεραμιδοσκεπή του.

   Μέσα σ’  αυτόν τον πράσινο παράδεισο τα πουλιά τραγουδούσαν με πάθος και δύναμη. Ο Λευτέρης ακουμπισμένος στα κάγκελα της εξώπορτας κοίταζε μέσα κι ένα αίσθημα γλυκιάς γαλήνης πλημμύριζε την ψυχή του, που παρά τις τόσες σκοτούρες του ηρέμησε κι ένιωσε έστω και πρόσκαιρα ευτυχισμένος. Όλα εκεί μέσα αλλά και στη μνήμη του, του θύμισαν τον παλιό ήσυχο καιρό του που ζούσε απλά και χωρίς τόσα εμπόδια και προβλήματα όπως τώρα.

   Έτσι με τη σκέψη του στην ευτυχία γι’ αυτόν αλλά και για όλους τους ανθρώπους άφησε το σπίτι με τον κήπο και κατηφόρισε στην Αμβροσίου Φραντζή. Φτάνοντας όμως σ’΄ ένα μέρος με χαμηλές μονοκατοικίες και περιποιημένες αυλές βάδιζε αργά- αργά και τις κοιτούσε αντιγράφοντας όλες τις  εντυπωσιακές και ρομαντικές εικόνες τους, που άρχιζαν  από τις πέτρινες κατασκευές τους και  κατέληγαν στους κηπουρούς και τους εργάτες που φρόντιζαν τους κήπους και τις αυλές ή επισκεύαζαν την οροφές και τα ξεθωριασμένα παράθυρα.

   Ο καθένας τους έκανε θαυμάσια τη δουλειά του ενώ τα αφεντικά αν υπήρχαν, τους ορμήνευαν ή τους συμβούλευαν πώς να κάνουν το ένα και πως το άλλο. Κάποιοι είχαν σταματήσει τη δουλειά και πλένονταν στη βρύση, έτοιμοι να πάνε στο στρωμένο πρόχειρα τραπέζι κάτω από τους ίσκιους ενός δέντρου και να κολατσίσουν πίνοντας κι ένα ποτήρι κρασί που τους το πρόσφερε η νοικοκυρά με τον κεφαλοδέτη στο κεφάλι και το ζεστό χαμόγελο στα χείλη.

   Ο Λευτέρης όμως έπρεπε να φύγει κι όσο αν αυτές οι εικόνες του άρεσαν και του έκαναν πανηγύρι την ψυχή. Κι αυτό έκανε. Αλλά λίγα μέτρα πιο κάτω κι ελάχιστα από το σπίτι της Τάνιας μια μικρή αγορά από τσιγγάνους και έγχρωμους αλλοδαπούς που πουλούσαν τις πραμάτειες τους τον σταμάτησε.  Κυρίως πουλούσαν ηλεκτρονικά προϊόντα και είδη νεωτερισμών. Όλα σχεδόν  κινέζικα και φθηνά. Οι περαστικοί περισσότερο χάζευαν  παρά αγόραζαν. Κάποιοι όμως αγόραζαν κάλτσες, εσώρουχα, ζωστήρες και τζιν. Οι γυναίκες, οι περισσότερες φτωχές έψαχναν στους σωρούς για  ρουχαλάκια των παιδιών τους και για χοντρά πουκάμισα των αντρών τους που θα τα έβαζαν στις δουλειές.  Σαν τα έβρισκαν φθηνά τα έπαιρναν σαν όμως ήταν ακριβά τα παρατούσαν και το  ‘βαζαν στα πόδια κουνώντας τα κεφάλια τους και φοβερίζοντας τους πωλητές.

   Κάποιοι έκαναν κι επίδειξη μαγειρικής διαφημίζοντας τα προϊόντα τους. Έδειχναν πως καθαρίζεται ένα κρεμμύδι με το εργαλείο, πως βγαίνει η φλούδα από την πατάτα ή πως γίνονται οι ντομάτες πολτός μέσα σ’ ένα μίξερ. Όλοι φώναζαν και γελούσαν σαν άξεστοι. Ένας Θεός ήξερε από που κρατούσε η σκούφια τους και τι σόι άνθρωποι ήταν.

   Ο Λευτέρης αποφάσισε να αγοράσει κάτι έτσι για να το διασκεδάσει και να το πάει στην Φοίβη που της άρεσε πολύ να της πηγαίνει δώρα νιώθοντας μεγάλη ευχαρίστηση. Αγόρασε μια λεπτή από αγγλικό ύφασμα πετσέτα προσώπου και δυο μικρά αρωματικά σαπούνια της ανατολής, ελπίζοντας να έχουν ευεργετική επίδραση στο δέρμα τόσο το δικό του όσο και της Φοίβης και να το μαλακώσει κατά το μύθο των ειδικών που λένε πως το κάνουν τα σαπούνια της ανατολής. 

   Ξεκινώντας να φύγει από τη μικρή και υπαίθρια αυτή αγορά ένιωθε ασυνήθιστη ηρεμία, πράγμα που τον καθησύχασε και τον έκανε και πάλι χαρούμενο. Έτσι πριν περάσει το σταυροδρόμι και προχωρήσει ίσια περνώντας μπροστά από το σπίτι της Τάνιας σταμάτησε στην άκρη ενός μονοπατιού όπου ευλαβικοί προσκυνητές κοντοστέκονταν κοντά στο ξωκλήσι του Αι- Παντελεήμονα και ανέπνεαν τον καθαρό αέρα της αυλής του, ενώ μέσα μια ομάδα ηλικιωμένων γυναικών το φρόντιζαν πλένοντας με τους κουβάδες που τους άδειαζαν στο δάπεδο το λερωμένο μωσαϊκό του. Για μιας στιγμή ο Λευτέρης έκανε το σταυρό του ενώ η σκέψη του κατανόησε για άλλη μια φορά πως το  νόημα της ύπαρξης της ζωής δεν είναι στην παράφορη ομορφιά τής πλούσια ύλης αλλά στη δύναμη της  πνευματικότητας και της λιτής καθημερινότητας. Τούτη η πράξη που έδειχνε τη γενναιοδωρία των προσκυνητών να το επισκεφτούν αλλά και των γυναικών να το υπηρετήσουν έκρυβε τόση μεγαθυμία και χαρά που ελάχιστες άλλες πράξεις όσο κι αν ο μισθός τους είναι ακριβός, δύσκολα προσφέρουν.

   Έτσι  πιστεύοντας πως ζούσε ως τότε μια κατάσταση πλαστή μέσα στην αγωνία, το φόβο και την αμαρτία, έκανε τα λίγα βήματα που χρειάστηκαν για να φτάσει μπροστά από το σπίτι της Τάνιας.

   Σταμάτησε και το κοίταξε. Έμοιαζε σαν έρημο κι εγκαταλειμμένο έτσι που ήταν με τα παράθυρα κλειστά και την αυλόπορτα δεμένη με αλυσίδα και κλειδωμένη μ’ ένα χοντρό λουκέτο. Με τις τέντες ανεβασμένες κι από τις τρεις πλευρές και τα λουλούδια στις γλάστρες διψασμένα. Μπροστά στην είσοδο του σπιτιού μια μαύρη γάτα έπαιζε τραβώντας με τα δόντια και τα νύχια της ένα κομμάτι από ύφασμα λουλουδιαστό ενώ σκουπιζόταν που και που με την τριχωτή μουσούδα της στο κάγκελο του φράχτη.

   Ο Λευτέρης είχε χλομιάσει. Κι όταν σε λίγο ακούστηκε ένα  << μπαμ >> από ένα μπαλόνι που έσπασε στα χέρια ενός μπόμπιρα περαστικού το νόμισε για πυροβολισμό που στόχο είχε την καρδιά του. Προσπάθησε κι έπεισε τον εαυτό του να σοβαρευτεί και να προχωρήσει πάλι στο δρόμο του. Έτσι βρέθηκε στην οδο Χριστιανουπόλεως. Έστριψε δεξιά, πέρασε τη Βενιζέλου και σε  λίγα μέτρα αριστερά μπήκε στο << ΒΙΒΛΙΟΔΡΌΜΙΟ >>.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

                           

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

                                     ΚΕΦΑΛΑΙΟ  ΔΕΚΑΤΟ ΠΕΜΠΤΟ 

 

 

 

 

                                                           1

 

 

 

 

   Στις 4 Ιουλίου του 2001 στις έντεκα το βράδυ η Τάνια αισθάνθηκε ξαφνική αδιαθεσία και ζαλάδα την ώρα που πήγαινε να περάσει την πόρτα και να μπει στο δωμάτιο της μεγάλης κόρης της.  Σωριάστηκε κάτω χωρίς να προφτάσει το παιδί να τη συγκρατήσει. Τα άλλα δυο κορίτσια κάλεσαν το γιατρό. Αυτός σαν ήρθε το μόνο που μπόρεσε να κάνει ήταν να διαπιστώσει το θάνατό της.

   Ο Λευτέρης το βράδυ εκείνο που η  Τάνια πέθανε βρισκόταν στο σπίτι του κι έγραφε. Κουρασμένος έπεσε να κοιμηθεί και το μόνο που μπόρεσε και είπε στη γυναίκα του λίγο πριν κλείσει τα μάτια, πως σαν μάθει τα καλά νέα από το μαιευτήρα της αύριο στην Πάτρα που θα πήγαινε για εξετάσεις εγκυμοσύνης να του τηλεφωνήσει Ύστερα έγειρε το κεφάλι στο πλευρό του και κοιμήθηκε αμέσως.

   Το πρωί στις οκτώ η Φοίβη έφυγε με το τρένο για την Πάτρα κι αυτός κάθισε στο γραφείο του να συνεχίσει ένα διήγημα που είχε αφήσει στη μέση εδώ και καιρό κι έπρεπε να το τελειώσει γιατί το περιοδικό κυκλοφορούσε σε μια βδομάδα και τα περιθώρια του χρόνου αποστολής της ύλη στένευαν. Έγραψε ως τις έντεκα. Τότε βλέποντας πως το τελείωμα του κειμένου ήταν ζήτημα χρόνου πια, το άφησε και βγήκε έξω να κάνει από εκείνες τις γνωστές περιπλανήσεις του στα βιβλιοπωλεία της πόλης που τόσο του άρεσε και τα απολάμβανε όταν είχε διάθεση και περίσσευα χρόνου ή ένιωθε πνευματικά και ψυχολογικά κουρασμένος. Περνούσε την οδό Χριστιανουπόλεως όταν στη διασταύρωση με την Αμβροσίου Φραντζή είδε κόσμο μαζεμένο στο σπίτι της Τάνιας και στάθηκε ακριβώς απέναντι στο πεζοδρόμιο. Από το  διάδρομο που έφτανε ως την κεντρική είσοδο του σπιτιού, διέκρινε το καπάκι του φέρετρου. Του κόπηκαν τα πόδια και πέρασε απέναντι βιαστικά πλησιάζοντας την πόρτα. Κι έξω στην αυλή αλλά και στην ορθάνοιχτη είσοδο του σπιτιού ήταν πολλοί μαζεμένοι, γνωστοί του και ξένοι, όλοι αμίλητοι και σιωπηλοί. Σαν πήρε την πληροφορία όταν ρώτησε πως η νεκρή ήταν η Τάνια, τον έκανε να χάσει προς στιγμή τις αισθήσεις του και να αναλυθεί σε λυγμούς ενώ με τα δυο του χέρια χτύπησε το κεφάλι του. Χωρίς να μπορεί να κάνει κι αλλιώς  μπήκε μέσα στο σπίτι κι ανέβηκε τη σκάλα με την ανάσα του κομμένη. Στο διάδρομο που ήταν γεμάτος κόσμο είδε μέσ’ από την ανοιχτή πόρτα στο κέντρο του σαλονιού το φέρετρο βαλμένο πάνω σ’ ένα τραπέζι με το κεφάλι της νεκρής Τάνιας προς την πόρτα και τα πόδια της προς το νότο. Πλησίασε όσο μπορούσε και στάθηκε λίγα μέτρα από τα φέρετρο ακίνητος σαν άγαλμα. Στο δωμάτιο εκτός από τον κόσμο δεν υπήρχε τίποτα άλλο. Τα παιδιά της και τα τρία ήταν ντυμένα στα μαύρα και κάθονταν δεξιά της κι όλο έκλαιγαν και σκούπιζαν τα δάκρυά τους που κυλούσαν στα μάγουλά τους. Τα μάτια τους ήταν κόκκινα και το ξενύχτι τους είχε δώσει μια έντονη θλίψη. Πιο πίσω στέκονταν οι δυο αδερφές με τη μητέρα της. και στο βάθος οι υπόλοιποι κοντινοί συγγενείς σιωπηλοί έχοντας ρίξει το βλέμμα τους πάνω στη σορό της νεκρής.

   Το φέρετρο ήταν στολισμένο με λουλούδια ενώ μερικοί κλώνοι πάνω στα πόδια της νεκρής ήταν από τον κήπο της που τόσο επιδέξια φρόντιζε. Λευκά τριαντάφυλλα, βασιλικοί και βιολέτες  σε γλάστρες  σε καλάθια και σε πένθιμες ανθοδέσμες υπήρχαν πάνω σ’ ένα τραπέζι στολισμένο κι αυτό μ’ ένα ολόλευκο σεντόνι κεντημένο με σταυρούς. Το λιγοστό φως που έπεφτε  στο κέρινο πρόσωπο της νεκρής του έδινε μια πραότητα και μια ηρεμία που ξεγελιόσουν και νόμιζες πως κοιμόταν και ονειρευόταν βυθισμένη σ’ ένα μακάριο και βαθύ ύπνο.

    Τη σιωπή που επικρατούσε διέκοπτε που και που καμιά ξαφνική κραυγή κάποιας γυναίκας που ευλαβικά είχε σκύψει πάνω από το φέρετρο κι ασπαζόταν τη σορό. Ακόμη ακούγονταν τα ελαφρά σουρσίματα στις μύτες των ποδιών κάποιων αδέξιων ανθρώπων που έρχονταν απ’ έξω για να αποχαιρετήσουν τη νεκρή.  Επειδή ήταν γνωστή στην πόλη και τα γύρω χωριά και ως άνθρωπος αλλά και ως καθηγήτρια οι επισκέπτες ήταν αρκετοί και παρά  τον ευρύ χώρο του σπιτιού ο συνωστισμός ήταν ασφυκτικός. Η είδηση του θανάτου της, ταξίδεψε πολύ γρήγορα παντού κι από στόμα σε στόμα μαθεύτηκε σε όλη την πόλη και στην γύρω περιοχή. Γι’ αυτό κι αυτοί που κατέφθασαν σε διάφορες στιγμές της ζωής τους είχαν έρθει σ’ επαφή μαζί της  και είχαν κάποιες καλές ή κακές αναμνήσεις να διηγηθούν. Όμως οι πιο πολλοί που ήρθαν ήταν γονείς, κηδεμόνες και μαθητές της που είχαν γευτεί τη διδασκαλία της και την επιστημονική της κατάρτιση στην τάξη. Ήταν και μερικοί που ήρθαν από οίκτο για τη νεκρή και για την οικογένειά της και για συμπαράσταση στους οικείου της όπως συνηθίζεται σ’ αυτές τις σκληρές στιγμές της ζωής.

   Ο Λευτέρης συγκλονισμένος κοιτούσε το φέρετρο κι έμοιαζε να ‘χει χάσει ακόμη και τα λογικά του από τη στιγμή που την είδε ξαπλωμένη στο ξύλινο κουτί. Το τόσο φριχτό κακό τον βασάνιζε για πολλή ώρα εκεί στημένο κοντά στην πόρτα και τον είχε φέρει εκτός εαυτού. Σκέφτηκε να πλησιάσει το φέρετρο αλλά μια σκηνή τον συγκράτησε και τον κόλλησε πάλι στη θέση του σαν ετοιμάστηκε να κάνει το πρώτο βήμα. Η μικρή της κόρη  η Χαρούλα χτύπησε το κεφάλι της με παροξυσμό και με τα δυο της χέρια πηγαίνοντας μία δώθε μία κείθε ενώ την τρίτη φορά έπεσε πάνω στο φέρετρο, φωνάζοντας << αγαπημένη  μου μανούλα που πας και  μας αφήνεις μόνες! >> και πνίγηκε στο κλάμα. Το  ίδιο έκαναν σε λίγο και οι δυο άλλες αδερφές της αλλά με πιο ήπιο τρόπο, βγάζοντας λέξεις καλώντας τη νεκρή μάνα τους να γυρίσει πίσω και ν’ αφήσει το σκοτεινό βασίλειο του Άδη. Και οι τρεις κόρες έδειχναν να μη νοιάζονται για  τους γύρω τους και δεν συγκρατούσαν τους εαυτούς τους όσο κι αν κάποιοι προσπάθησαν να τις ηρεμήσουν με λόγια παρηγοριάς. Αυτές γαντζωμένες πάνω στο φέρετρο, έκλαιγαν  και θρηνούσαν απαρηγόρητες. Όταν η παραφορά της οδύνης τους μετά από ώρα καταλάγιασε ο Λευτέρης αποφάσισε να πλησιάσει το φέρετρο και να ασπαστεί τη νεκρή. Το έκανε κι αφού στάθηκε προσοχή και με σεβασμό πάνω από τη σορό, έσκυψε και με λυγμούς φίλησε  πρώτα την εικόνα του Χριστού που ήταν βαλμένη με μια λευκή κορδέλα πάνω στα σταυρωμένα χέρια της και ύστερα το πρόσωπό της. Αμέσως με μια διαπεραστική τελευταία ματιά κοίταξε το κέρινο σώμα της  και πλησίασε τις τρεις κόρες της νεκρής και τις συλλυπήθηκε μία – μία ενώ τις ασπάστηκε στο μάγουλο. Προχώρησε στη συνέχεια και βγήκε στη βεράντα από την ανοιχτή μπαλκονόπορτα και στηρίχτηκε στα κάγκελα του μπαλκονιού με τα μάτια του να κυλάνε δάκρυα ασταμάτητα. Λίγο πιο πέρα μια κυρία στην ηλικία της συχωρεμένης έδειχνε πολύ ταραγμένη και όλο έκλαιγε και σκούπιζε τα δάκρυά της μ’ ένα λευκό μαντήλι. Σαν είδε το Λευτέρη δίπλα της, έπαψε το κλάμα και τον ρώτησε με θλίψη στα μάτια:

   --- Τι ήταν για σας αυτή η γυναίκα;

   Ο Λευτέρης ξαφνιάστηκε. Γρήγορα όμως γνώρισε τη γυναίκα. Ήταν ξαδέρφη της Τάνιας και την είχε δει πολλές φορές μαζί της. Αισθάνθηκε την ανάγκη να μιλήσει κι αμέσως άνοιξε το στόμα του, λέγοντάς της ψιθυριστά στ’  αυτί:

   --- Θα  χρειαζόταν ολόκληρο βιβλίο να γράψω γι’ αυτή και αμέτρητες ώρες να σας διηγηθώ την οδυνηρή μας ιστορία. Όμως πρόκειται για ένα  αθώο παιδί. Ξεγελάστηκε και παραστράτησε από τα τραγούδια των Σειρήνων και τους λογής- λογής πλανόδιους κήρυκες της ψεύτικης ευτυχίας.  Ω! πόσο της έλεγα, φοβάμαι γι’ αυτά που κάνεις! Όμως δε με άκουγε. Είχε σπουδαίο ταλέντο κι ένα δραματικό τρόπο να τα καλύπτει όλα και να νιώθει ασφαλής. Ήταν μια θεατρίνα που η ίδια ήταν σκηνοθέτης! Δεν μπορώ να σας πω αν μ’ αγαπούσε αλλά το μόνο που μπορώ να σας πω εγώ την αγαπώ σαν τρελός ακόμα και τώρα που είναι νεκρή  στο φέρετρο. Κι αν μπορούσα να σπάσω το πρωτόκολλο που θέλει να σεβόμαστε το νεκρό θα πήγαινα πάνω από το άψυχο σώμα της να φωνάξω: << Τάνια σ’ αγαπώ! Σ’ αγαπώ! Μη μ’ αφήνεις! >> και να κλάψω σαν μικρό παιδί. Δεν το κάνω όμως γιατί σέβομαι την τελετή και τη νεκρή. Όμως φωνάζω και κλαίω μέσα μου. Κι όσο θα ζω και θα μου λείπει θα το κάνω συνεχώς. Κι όταν μετά την ταφή της, περάσει καιρός και ηρεμήσω, θα τακτοποιήσω τις σκέψεις μου  και θα προσπαθήσω να τη φέρω και πάλι κοντά μου με ένα βιβλίο που θα γράψω γι΄ αυτή την  εξαίσια θεά. Όμως ακούστε κι αυτό. Η σχέση μου μαζί της ήταν μυστηριώδης. Βασανιζόμουν πολύ και δυσκολευόμουνα να απαντήσω αν το << ναι >> της καρδιάς της ήταν αληθινό. Για μένα όμως ένα πράγμα να ξέρετε. Σε καμιά περίπτωση δεν πίστεψα πως η κατάκτησή της θα με γονάτιζε. Δυστυχώς έπεσα έξω και κατακτώντας την Τάνια  βρήκα τη δυστυχία μου. Την αγάπησα παράφορα και τρελά και τώρα όσο κι αν επιστρατεύσω τη λήθη δεν θα την ξεχάσω. Η απόγνωση θα με κατατρέχει και θα μου σφίγγει το λαιμό. Παρόλα αυτά νομίζω πως είναι καθήκον μου να την αγαπώ. Κι αν πριν πάνω από το φέρετρο την αποχαιρέτησα όπως θα κάνω κι αύριο στην εκκλησία το έκανα επειδή έπρεπε να γίνει και δεν το πιστεύω πως είναι νεκρή. Όσο ζω δεν την αποχαιρετώ!

   Η γυναίκα τον άκουσε με ανοιχτό τα στόμα. Και σε μια στιγμή τον άφησε και ξεχύθηκε στο διάδρομο αρχίζοντας να κλαίει. Οι γύρω της ξαφνιάστηκαν και την κοίταζαν περίεργα. Αυτή συνέχισε τις βόλτες της πέρα δώθε θρηνώντας γοερά. Τα δάκρυά της την είχαν πλημμυρίσει ως κάτω το λαιμό και οι λυγμοί της ακούγονταν μέχρι το δωμάτιο της νεκρής. Ο Λευτέρης την κοίταζε από το βάθος του δωματίου και ταραζόταν κι αυτός σύγκορμος. Άρχισε σε λίγο τα αναφιλητά. Προσπαθούσε να συγκρατηθεί και δεν μπορούσε κι όσο περνούσε ή ώρα τα δάκρυά του ξέσπασαν σαν ποτάμι και κυλούσαν στα μάγουλά του φτάνοντας ακόμη και στο στήθος του. Όσο κοιτούσε κι άκουγε τη γυναίκα που έκλαιγε άλλο τόσο έκλαιγε κι αυτός. Κι όταν η γυναίκα εξαφανίστηκε σταμάτησε το κλάμα πέφτοντας σε περισυλλογή χωρίς να μιλάει σε κανέναν και να μη σκέφτεται τίποτα. Τίποτα; Τρόπος του λέγειν γιατί η Τάνια στεκόταν ζωντανή στη σκέψη του και του έφερνε αποσπάσματα  από μνήμες του παρελθόντος με τη θυελλώδη τους ζωή. Και τι δε θυμήθηκε! Τις ατέλειωτες συζητήσεις τους, τις ρομαντικές τους στιγμές, τις ευτυχισμένες τους ώρες, το πέταγμά τους στα σύννεφα και την ατέλειωτη χαρά του που ένιωθε όταν η φουρτούνα της άστατης καρδιάς της δεν τρικύμιζε την ήρεμη θάλασσα της ζωής τους. Τώρα όμως πού πήγαν όλα αυτά; Κάπου;  Πού;  << Ω! τι αγάπη ήταν αυτή! >> που είχε νιώσει μαζί της κι όσο το σκεφτόταν ένα τραγούδι ύμνου βγήκε αθόρυβο μέσα από τα φυλλοκάρδια του.

   Αγαπήθηκαν με πάθος και τρέλα μέχρι τα μύχια της ψυχής τους, αυτός σίγουρα φλεγόμενος από το είναι της κι αυτή από την ποιότητα του σώματος και του πνεύματός του. Αυτός όμως αμφισβητούσε την αγάπη της και πάντα της το έλεγε. Όμως ήταν στιγμές που τον αγαπούσε τρελά και τότε πίστευε πως το έκανε γιατί όλοι είχαν συνηγορήσει σ’ αυτό, η γη που πατούσαν, ο ουρανός, ο Θεός, ο ήλιος, τα αστέρια, το σύμπαν ολόκληρο. Ως και οι γύρω τους που λίγο πολύ κάτι είχαν μάθει για τη σχέση τους, τη θεωρούσαν αρεστή και νόμιμη και καίγονταν κι αυτοί από το τσουρούφλισμα της αγάπης τους που περίσσευε. Στο δρόμο, στο σχολείο, στις εκδρομές, στις παρέες, γνωστοί κι άγνωστοι, τους κουνούσαν το μαντίλι και τους χαιρετούσαν, ψιθυρίζοντας, << καλά κάνετε! >>

   Έτσι τόσο η αγάπη τους αλλά και η κρυφή υποστήριξη του κόσμου, τους έφερνε πιο κοντά και τους ένωνε με τον αιώνιο δεσμό. Κι όταν καμιά φορά οι κακές γλώσσες τους έψελναν τα εξ’ αμάξης αυτή  φλεγόμενη από συναρπαστική χαρά και με το αίσθημα της συμμετοχής τους στη διαιώνιση της καλής εικόνας της ζωής, του ψέλλιζε κολλημένη στ’΄ αυτί του: << γλυκέ μου η  εντύπωση πως ανήκουμε στην ομορφιά του σύμπαντος μας κάνει να μη νιώθουμε ενοχή γι’ αυτό που κάνουμε >>. Η μέρα τους δεν προχωρούσε αν δεν ανέπνεαν τον αέρα αυτής της πανέμορφης και ιερής σχέσης. Ένιωθαν δυνατοί γιατί ό,τι έκαναν δεν το έκαναν από ανηθικότητα αλλά από λατρεία στον άνθρωπο. Τα συναισθήματά του ενός για τον άλλο ήταν αληθινά κι όχι  ψευδεπίγραφα ενός παρωχημένου ηδονισμού. Κι αυτό περισσότερο από την πλευρά του Λευτέρη γιατί  οι ερασιτεχνισμοί της Τάνιας του φαινόταν πολλές φορές αξιολύπητοι που γκρέμιζαν το οικοδόμημα της ευτυχίας τους, όσο κι αν αυτή του ορκιζόταν << αιώνια αγάπη >>.

   Θυμήθηκε όλα αυτά και τα μάτια του  μούσκεψαν πάλι. Αυτό τον οδήγησε μπροστά στο φέρετρο να της πει λίγα λόγια κάτι σαν επικήδειο εκείνη τη στιγμή κι όχι στην εκκλησία που θεωρούσε ό,τι άλλοι είχαν την τιμή και την ευθύνη να το κάνουν. Αλλά πώς να το κάνει; Θα γελοιοποιούταν σίγουρα μιλώντας για έναν ανήθικο έρωτα μπροστά σε τόσο κόσμο και στα κορίτσια της.  Γι’ αυτό σκέφτηκε κάτι άλλο. Δε θα έλεγε τίποτα αλλά αυτό που απαγορευόταν να ακουστεί θα το  σκεφτόταν μόνο.  Και το έκανε. Την κοίταζε και νοερά με την ψυχή του να πάλλεται σαν μεταξένια κλωστή μέσα του όπως το θρόισμα ανέμου μετά το πέρασμα της καταιγίδας, άρχισε να σκέφτεται:

    << Αργήσαμε, Τάνια μου, αλλά να είμαστε και πάλι μαζί. Όμως εσύ νεκρή και εγώ ζωντανός! Τι κρίμα και τι άδικο αυτό. Σε κοιτάω με φρίκη κι όσο σκέφτομαι πως δεν μπορώ να σε αναστήσω, παραφρονώ. Τι φρίκη! Εσύ να φεύγεις κι εγώ να μένω! Δεν το καταλαβαίνω αυτό! Είναι τόσο άδικο και αδικεί το θαύμα της ζωής. Η γοητεία της χάνεται μπροστά στο μυστήριο του άτεγκτου θανάτου και η μεγαλοφυία της δημιουργίας καταρρακώνεται! Να, πας στο καλό, αγαπημένη μου! Στο καλό!  Αντίο ωραίο μου πουλάκι, αντίο γρήγορό μου καραβάκι, γεια σου γκρίζο και φουσκωμένο μου συννεφάκι. Για μένα δεν είσαι νεκρή αλλά ζωντανή γι’ αυτό σε ρωτώ, λευκό μου κρινάκι: θυμάσαι τις όμορφες στιγμές που περάσαμε μαζί; Θυμάσαι τα χάδια μας και τα καβγαδάκια μας τα ποιητικά; Τις έχθρες μας, τις αγάπες μας, τα γλυκά μου τραγούδια, τους στίχους μου τους ερωτικούς; Δεν μπορεί θα τα θυμάσαι. Τώρα όμως όλα γκρεμίστηκαν. Εσύ  πας στο χώμα το υγρό κι εγώ μένω εδώ να συνεχίζω μια άχαρη ζωή! Ω! γλυκιά μου, τι έκανα και πληρώνομαι έτσι; Τι έγκλημα μου καταλογίζουν και με δικάζουν να πληρώσω το φταίξιμο; Βάρος θα είναι από εδώ και μπρος η ζωή μου χωρίς εσένα, βάρος. Η θλίψη θα με ζώσει  και η απόγνωση θα με διαμελίσει. Δεν ξέρω αν θα έχω πια τη δύναμη να ζήσω σαν θα μου λείπεις. Μακάρι να αρρωστήσω όταν σε σκέφτομαι μακριά σου και  να με βρει κι εμένα ο θάνατος. Πολύ θα το χαρώ. Θα τον θεωρήσω τότε φίλο μου και λυτρωτή μου τέτοιο θάνατο. Αχ!  και να γινόταν αυτό. Γιατί αν δε γίνει γλυκιά μου Τάνια, φοβάμαι πως θα τρελαθώ. Αφού και τώρα δεν είμαι στα καλά μου  σαν φεύγεις για το οριστικό σου ταξίδι κι εγώ μένω πίσω  να  ποτίζω τη μοναξιά μου και τη σιωπή σου με το πικρό μου δάκρυ >>.

   Έδειχνε διαμελισμένος τόσο σωματικά όσο και ψυχικά. Σήκωσε το κεφάλι του, κοίταξε γύρω του τον κόσμο που έμενε βουβός κι έκανε μερικά βήματα να φύγει. Πριν περάσει από το φέρετρο άπλωσε το χέρι του κι αφού άγγιξε με τα δάχτυλά του το μέτωπό της βγήκε στη βεράντα. Εκεί πληροφορήθηκε πως η κηδεία θα γινόταν την άλλη μέρα  στις έντεκα στις Ράχες και θα θαβόταν εκεί.

 

 

 

 

 

                                                 2

 

 

 

 

   Ο Λευτέρης μετά την κηδεία πήγε στο τραπέζι της παρηγοριάς και κάθισε με τους συναδέλφους του. Ήταν ωχρός και σιωπηλός και έδινε την εντύπωση θλιβερού ανθρώπου. Η θέση του ήταν κοντά στην τζαμαρία και κοιτούσε την τρελή πορεία ενός σμήνους μαύρων πουλιών που πετούσαν χαμηλά πάνω από τα φρυγμένα χωράφια και τα διψασμένα δέντρα. Η βροχή είχε να έρθει από το Μάρτη και κάθε βλάστηση είχε πεθάνει στη μεγάλη ξεραϊλα που είχε απλωθεί πέντε μήνες τώρα.  Τα δέντρα κυρίως του κάμπου είχαν ξεραθεί και τα κιτρινισμένα φύλλα τους, καχεκτικά κι άνευρα μαραίνονταν σκεπασμένα από τη σκόνη και τη μαύρη βρώμα  που άφηναν πάνω τους οι μελίγκρες και οι λογής- λογής μύκητες. Τα πηγάδια είχα στεγνώσει και ο Αρκαδικός ποταμός κόντευε να στερέψει και κοντά σ’ αυτόν να ξεραθούν και οι καλλιέργειες των κηπευτικών  στις όχθες του και στα χωράφια που υδρεύονταν από το νερό του. Στις μικρές λιμνούλες του τα βατράχια  πετάγονταν έξω με την  έλλειψη του νερού και τα αυλάκια που είχαν φτιάξει οι αγρότες για να περνάει το νερό  του ποταμού και να αρδεύουν τα φρυγμένα χωράφια τους έχασκαν άδεια γεμάτα ξερά φρύγανα και σάπιες ρίζες. Ως και τα πουλιά που ζούσαν εκεί κοντά στο δάσος και κατέβαιναν στον ποταμό κι έπιναν νερό και τα άλλα που φώλιαζαν στις όχθες του κι έβρισκαν εκεί καταφύγιο και τροφή στα πυκνά βούρλα και τα καλάμια, άφηναν πολλές φορές τους ήρεμους σχηματισμούς τους και πετούσαν προς νότο ή βορειοδυτικά που οι βάλτοι και οι λιμνοθάλασσες δεν είχαν στερέψει ακόμη. Οι μύγες είχαν αυξηθεί, τα ψοφίμια βρώμαγαν οικτρά και τα κοράκια τετράπαχα απ’ το πολύ φαί αλώνιζαν τον ουρανό και σκέπαζαν τη φοβερή σιωπή με άγρια κρωξίματα.

   Ο Λευτέρης κοιτούσε από το τζάμι ως πέρα που έφτανε το μάτι του. Τα χωράφια με το φρυγμένο χώμα  μπροστά του απλώνονταν άχαρα και νωχελικά σαν καφετιά χαλιά και ούτε μια πράσινη λουρίδα χλόης δεν ξεχώριζε ανάμεσα στα δέντρα και τις ελιές. Κι άλλα καλοκαίρια είχαν περάσει  από τούτη την ξερή γη αλλά το φετινό ήταν το χειρότερο. Η γη παραήταν ξερή και σβολιασμένη και η βλάστηση πολύ ξεραμένη ως το πιο μικρό χορταράκι. Από μια στενή χαραμάδα δεξιά του που άφηνε η τραβηγμένη κουρτίνα διέκρινε ένα περιβόλι με μηλιές και κυδωνιές. Τα φύλλα των δέντρων κρέμονταν ζαρωμένα σαν σκουπίδια από τσιγκάκια στριμμένα από την έλλειψη κάθε σταγόνας νερού. Αλλά και στους κήπους  των σπιτιών ούτε ένα λουλούδι, ούτε ένα ραδίκι πράσινο δε ζούσε και οι λίγες γαριφαλιές που διακοσμούσαν το παρτέρι του ηρώου στην πλατεία του χωριού ήταν ξερές.

   Την ίδια όμως στιγμή στο βάθος του ορίζοντα εκεί που χανόταν στο Κατάκωλο ο ουρανός του Ιονίου είχε μια γκρίζα συννεφιά που ερχόταν σαν λίμνη με νερό πάνω από την κοίτη του Αρκαδικού. Και ώσπου να κρίνει κανείς αν ήταν κάποια περαστική καταχνιά η βροχή που ξέσπασε με ορμή ξαπλώθηκε και σκέπασε όλο τον κάμπο, το χωριό και τον ποταμό. Χάθηκε ο ήλιος, η γη γέμισε αχνούς κι ένας δυνατός αέρας που λες και ξεχύθηκε από τα σπλάχνα του Αρκαδικού γέννησε μια θύελλα πνίγοντας τα πάντα στο κακό και στην αντάρα.  Ο ουρανός γέμισε αστραπές και βροντές και μια πηχτή  κουφόβραση που σου έφερνε λιγοθυμιά σκέπασε την περιοχή, Κι όσο το κατρακύλισμα των στοιχείων της αγριεμένης φύσης και του ουρανού ξεσπούσαν πάνω στη γη τα νερά κυλούσαν ποτάμια από τις πλαγιές και σαν σκορπίζονταν γίνονταν ρυάκια ορμητικά που πότιζαν αλλά και παρέσυραν κάθε τι το διψασμένο. Κι όσο περνούσε η ώρα η θύελλα στον Αρκαδικό δεν είχε τελειωμό. Η βουερή  θύελλα ανακατεύτηκε με τις απόκρυφες δυνάμεις της ρεματιάς, φούσκωσε τα νερά που ξεχύθηκαν ώρες ασυγκράτητα στην  κοίτη του, φτάνοντας  στο ύψος της γέφυρας του ποταμού. Από εκεί σκέπασαν τα χωράφια και τα έκρυψαν στη λασπερή τους γλίνα.   Κι όταν μετά η φύση ηρέμησε και οι βροντές με τις αστραπές λιγόστεψαν και οι άνθρωποι βγήκαν από τα σπίτια τους να δουν την καταστροφή και να μαζέψουν τους δυο νεκρούς βοσκούς που ξέβρασαν πνιγμένους τα αφρισμένα νερά του Αρκαδικού  το μόνο που  μπόρεσαν να κάνουν ήταν να βγάλουν από μέσα τους βαριές κατάρες και πνιγηρά βογκητά.  Περίλυποι μπήκαν πάλι μέσα  σκύβοντας πάνω στη  συμφορά τους αμίλητοι και βουβοί. Οι αστραπές έξω αυλάκωναν ακόμη τα λίγα σύννεφα και τα νερά λιγόστευαν στους δρόμους και στα κτήματα. Η θύελλα στον Αρκαδικό είχε περάσει αλλά η οργισμένη απόγνωση στην ψυχή των ανθρώπων της περιοχής θα έμενε ανεξίτηλη ως το θάνατό τους.

   Μια ησυχία απλώθηκε ύστερα από τη θύελλα πάνω στη γη, μια ησυχία που έμοιαζε σαν ιερή. Όλοι έκαναν το σταυρό τους κι έστρεψαν τα κεφάλια τους προς το μέρος του νεκροταφείου που λίγο πριν είχε θαφτεί η Τάνια. Κι εκεί ησυχία νεκρική. Από πάνω ο ουρανός έλαμπε από το φως του ήλιου που είχε φανεί ολόλαμπρος κι έκανε το νοτερό χώμα στον τάφο της να χρυσίζει σκορπώντας λουρίδες από αναλαμπές. Ο Λευτέρης τις κοιτούσε νιώθοντας ένα ενοχλητικό τράνταγμα στην καρδιά. Σε λίγο ένιωσε πως δεν άντεχε άλλο να κάθεται εκεί και να του τυφλώνουν τα μάτια. Ίσιωσε έτσι τους ώμους  και σηκώθηκε. Ύστερα εξαφανίστηκε με βήμα γοργό τραβώντας προς το σπίτι της ξαδέρφης του.

 

 

 

 

                                                    

 

 

                                                   3

 

 

 

 

 

    Η Φοίβη επέστρεψε από την Πάτρα όταν η ώρα πλησίαζε δέκα το βράδυ. Βρήκε το Λευτέρη στο γραφείο του να σκαλίζει κάποια χαρτιά και να ψελλίζει διάφορες ακατανόητες λέξεις. Σαν την είδε έδειξε ταραγμένος και ούτε που της έδωσε σημασία.  Αυτή τον πλησίασε κι αφού τον χαιρέτησε ετοιμάστηκε να του πει για την επίσκεψή της στο γιατρό και τα αποτελέσματα των εξετάσεών της. Αυτός συνέχιζε να σκορπά χαρτιά εδώ κι εκεί ενώ μερικά έπεφταν κάτω και τα τσαλαπατούσε με τα πόδια του ψιθυρίζοντας << άχρηστο κι αυτό >>, << δεν το βρίσκω το σκασμένο >> και << που να το ‘κρυψε ο σατανάς >> χωρίς να σηκώνει το κεφάλι του στην καθισμένη απέναντί του Φοίβη. Αυτή εκνευρίστηκε αλλά και ανησύχησε και τον ρώτησε ενώ άφηνε την τσάντα της με τις εξετάσεις πάνω στο γραφείο:

   --- Τι σου συμβαίνει, άντρα μου; Δυο μέρες είχες να με δεις και τώρα που με είδες κάνεις τον αδιάφορο; Δε σε βλέπω καλά! Εδώ μέσα την πέρασες όλη μέρα μουντζουρώνοντας χαρτιά; Δε βγήκες έξω;

  Εκείνος την κοίταξε μ’ ένα βλέμμα που τρυπούσε σίδερα και της είπε με ειρωνεία:

  --- Καλώς όρισες, γυναίκα! Ωραία αυτά που είπες! Πού τα σκέφτηκες;

  --- Δεν τα σκέφτηκα. Απλά σε ρωτάω. Εδώ, μέσα πέρασες όλη μέρα και είσαι τόσο κατσούφης;

   Την κοίταξε με βλέμμα ξύλινο. Η ξαφνική χλομάδα που είχε το πρόσωπό του έκανε τη Φοίβη να ανατριχιάσει. Γρήγορα κατάλαβε πως αυτό οφειλόταν σε αδιαθεσία ή σε κάποιο έντονο κακό συναίσθημα που ένιωθε. Κι όσο αυτός την κοίταζε κι έμοιαζε πως ήταν έτοιμος να μπήξει μια κραυγή για να ξεσπάσει, τον ρώτησε πάλι;

   --- Σου συμβαίνει τίποτα δυσάρεστο. Λευτέρη; Είσαι κίτρινος!

   Εκείνος έδειχνε να είχε ξαστερώσει από τη συννεφιά που τον κάλυπτε νωρίτερα και με μια ασυνήθιστη ψυχραιμία και διαύγεια της εξιστόρησε την ιστορία με τη νεκρή συνάδελφό του, την επίσκεψη στο σπίτι της και στη συνέχεια την παρουσία του στην κηδεία της. Μετά της είπε για το ξέσπασμα της θύελλας που το θεώρησε συμβολικό για τον άδικο θάνατό της από τις κακές δυνάμεις που  στηρίζουν τη ζωή και στο τέλος αλλάζοντας εντελώς  ατμόσφαιρα μίλησε για αστέρια που σμίγουν μεταξύ τους και δένονται σ΄ ένα σώμα από έλξη κι αγάπη και για καταστροφές και θανάτους που μαυρίζουν ασταμάτητα σαν φιγούρες τη ζωή των ανθρώπων. Κι εκεί που ο άνθρωπος απαγγέλλει ποιήματα  και μαζεύει μαργαρίτες από τους ανθισμένους κήπους το κακό τον βρίσκει κι από το ανοιξιάτικο λιβάδι τον στέλνει στον παγερό χειμώνα του κάτω κόσμου. Έτσι φτάνει στο σημείο  να απελπίζεται. Να μη θέλει τη ζωή με τις τόσες λύπες της και να μετανιώνει που γεννιέται. Οι καλοί μύθοι στο νήμα της ζωής είναι ψεύτικοι  και η πραγματικότητα με όσες κι αν προσπαθείς σοφιστείες  να την ωραιοποιήσεις με αναφορές σε αξίες και ιδανικά, πέφτει νεκρώνεται όταν το θείο  κακό ισοπεδώνει τη ζωή και την κάνει αγνώριστη. Πόσο θα ήθελε να ζήσει και να γράψει ένα επιστημονικό βιβλίο για τη ζωή που να μπορούσε να αγκαλιάσει με το λόγο του ολόκλήρο τον κόσμο με τους ανθρώπους του και να τους πει για τους νόμους της άπωσης που κυβερνούν. Να τους πει πως η ζωή είναι στηριγμένη πάνω στα λάθη και όλες οι θεωρίες που θέλουν να μας κάνουν να τη σεβόμαστε και να την αγαπάμε είναι βγαλμένες μέσα από τους φόβους και τις ανθρώπινες αδυναμίες όσο κι από άγνοια και προλήψεις.

   Σταμάτησε και συνέχισε:

   --- Κι εγώ; Εγώ; Πώς έφτασα εδώ; Χορτασμένος με όλα τους αυτά τα ψέματα! Μέσα από αυτούς τους διαβόλους που μου φόρτωσαν όλες αυτές τις στερήσεις, την αβεβαιότητα, την τρομοκρατία, το φόβο, τη φρίκη και την περιφρόνησή μου! Όλα τα δικαιώματά μου, μου τα στέρησαν τούτοι οι αναμάρτητοι κοινωνικοί ιεροκήρυκες κι όλα τα οράματά μου για μια καλύτερη  κατασκευή του κόσμου μου τα πολέμησαν με εχθρικό κι αναίσχυντο τρόπο. Όταν μ΄ έβλεπαν ευτυχισμένο με έβριζαν και όταν λυπημένο γελούσαν. Όταν παρέβαινα την ηθική τους άφριζαν και μου έσουρναν τα εξ’ αμάξης. Ως και την αγάπη και τον έρωτα που σκόρπισα μου τα θανάτωσαν μέσα από το πομπώδες και βρώμικο ύφος της ανεντιμότητάς τους!

   Η Φοίβη προσπάθησε να φανεί διακριτική και να του δείξει κατανόηση γιατί τον έβρισκε απελπισμένο. Του έσκασε έτσι ένα χαμόγελο για να δείξει πως δεν τον κορόιδευε για όσα είπε αλλά πως τα θεωρούσε σωστά και τα πίστευε και η ίδια. Κι αν κάποια στιγμή αυτός φάνηκε με όσα έβγαζε από το στόμα πως είχε σκοπό  να γελοιοποιήσει τη ζωή, πράγμα που αυτή δεν συμφωνούσε, με το βλέμμα της του έδειξε πως ό,τι έλεγε δεν ήταν μια τραγική θυμηδία αλλά σκέψεις που έκρυβαν μέσα τους ένα οδυνηρό προβληματισμό και φιλοσοφικό υπόβαθρο. Όταν πια στο τέλος τον είδε να ξεσπάει σ’  ένα ορμητικό χαμόγελο περιφρόνησης της ζωής, του είπε για να τον συγκρατήσει σε έναν ακατανόητο παροξυσμό ψυχικής συντριβής:

   --- Λευτέρη φαίνεσαι, κουρασμένος! Πήγαινε να ξαπλώσεις και όταν χορτάσεις ύπνο και ηρεμήσεις τα λέμε το πρωί.

   Αυτός σηκώθηκε και με βήμα σερνόμενο και ασταθές πήγε στην κρεβατοκάμαρα. Κοιμήθηκε ως το πρωί στις εφτά και ξύπνησε με την αυτοκυριαρχία του σε άριστο βαθμό. Ντύθηκε και όταν πήρε τη βαλίτσα του στο χέρι, είπε στη Φοίβη που τον κοιτούσε απορημένη για το ταξίδι του, πως πρέπει να πάει οπωσδήποτε στη Γραμματεία του Πανεπιστημίου στην Πάτρα για μια ενδιαφέρουσα πρόταση συνεργασίας μαζί του. Αυτή ξαφνιάστηκε και της φάνηκε πως ήταν κάτι σαν ψέμα. Όμως τον αγκάλιασε και του ευχήθηκε καλή τύχη. Όταν αυτός έφυγε πίσω της ξέσπασε σε λυγμούς. Το βράδυ που πέρασε με τη φλυαρία του, ξέχασε να του πει πως οι εξετάσεις της εγκυμοσύνης της θα έρχονταν σήμερα στις δώδεκα με κούριερ κι απ’ ότι της είπε ο γιατρός ήταν σίγουρος εκατό τοις εκατό πως ήταν έγκυος! Όμως μια επείγουσα καισαρική τον ανάγκασε να φύγει με το επιτελείο του για την πανεπιστημιακή κλινική και οι εξετάσεις έμειναν στη μέση. Ωστόσο της είπε να φύγει και τα καλά νέα θα τα μάθαινε σαν έπαιρνε τις εξετάσεις στα χέρια της σήμερα.

   Ο Λευτέρης στο σταθμό της Πάτρας που το τρένο σταμάτησε έφερε στο μυαλό του όλο το παρελθόν της ζωής του, και  κατέβηκε. Έβαλε το χέρι του στην καρδιά του και σκέφτηκε << συνεχίζω με το άλλο τρένο προς το άγνωστο ή όχι; >>  Όταν το τρένο που ερχόταν από την Αθήνα και πήγαινε Κυπαρισσία σταμάτησε, μπήκε μέσα. Σε λίγο ξεκίνησε, σφύριξε κι άφησε πίσω του την Πάτρα. Κοίταζε πότε από τη μια μεριά και πότε από την άλλη κι όλα έξω του φαίνονταν πλαστικά! Ψηλά πάνω απ’  το κεφάλι του επιβάτη που καθόταν απέναντί του ο Εσταυρωμένος τον κοίταζε μέσα από την εικόνα με μάτι βλοσυρό.  << Εσύ έχεις το δικό σου Γολγοθά κι  εγώ είχα το δικό μου >> του φάνηκε πως άκουσε να του λέει. Εγώ αναστήθηκα και λυτρώθηκα το ίδιο θα γίνει και για σένα κοντά στη γυναίκα σου! Πήγαινε! >>

   Πήγε.  Στο σπίτι βρήκε τη Φοίβη  σκυμμένη πάνω στις εξετάσεις που είχε λάβει με το ταχυδρομείο να διαβάζει τα καλά νέα πως ήταν έγκυος!

 

 

 

 

                                         ΤΕΛΟΣ

 

 

 

 

 

                                              

 

 

 

  

1 σχόλιο:

  1. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τη βοήθεια που μου προσέφερε ο Δρ Ουέιλ και το έβδομο πνεύμα όταν είχα ένα πρόβλημα με τον γάμο μου. Είμαι παντρεμένος εδώ και έξι χρόνια και με τον άντρα μου αγαπάμε πολύ ο ένας τον άλλον. Μετά από τρία χρόνια γάμου ο άντρας μου άλλαξε ξαφνικά, είχε σχέση με μια κυρία έξω, το παρατήρησα τότε προσευχόμουν για θεϊκή παρέμβαση. Το πράγμα έγινε πιο σοβαρό που έπρεπε να το συζητήσω και με τη φίλη μου, προσευχήθηκα όμως ο άντρας μου να μην εγκαταλείψει την παράξενη γυναίκα. Ο άντρας μου μόλις ήρθε σπίτι μια μέρα. Πήρε μερικά ρούχα και άφησε εμένα και τα παιδιά για την ερωμένη του. Εκείνη τη στιγμή ήμουν μπερδεμένη μη γνωρίζοντας τι να κάνω ξανά γιατί έχασα τον άντρα μου και τον γάμο μου επίσης. έψαχνα για βοήθεια στο Διαδίκτυο, είδα πολλούς ανθρώπους να μοιράζονται μαρτυρία για το πώς ο DR WALE και τα επτά πνεύματα τους βοηθούν με τα συζυγικά τους προβλήματα, έτσι επικοινώνησα μαζί του μέσω του WhatsApp +2347054019402 και του είπα το πρόβλημά μου και μου είπαν να να είστε ήρεμοι που ήρθα στο σωστό μέρος όπου μπορώ να το επιστρέψω στον άντρα μου μέσα στις επόμενες είκοσι μία ημέρες. Μου είπε τι πήγε στραβά με τον άντρα μου και πώς συνέβη. ότι ο γάμος μου θα αποκατασταθεί. Προς μεγάλη μου έκπληξη Πριν από τις είκοσι μία μέρα ο άντρας μου ήρθε στο γραφείο μου παρακαλώντας με γονατιστός να βρω ένα μέρος στην καρδιά μου να τον συγχωρήσω. Δεν μπορούσα να πιστέψω στην αρχή νόμιζα ότι ονειρευόμουν. Ο σύζυγός μου υποσχέθηκε ότι δεν θα με απατήσει ποτέ ξανά και επιστρέψαμε πιο ήρεμοι και ευτυχισμένοι μαζί. φίλοι μου που διαβάζουν αυτό τώρα, η περίπτωσή σας δεν είναι και η χειρότερη, γιατί δεν κάνετε μια δοκιμή στον DR WALE και τα επτά πνεύματα.. Κάνουν εκπλήξεις.. Ξέρω ότι δεν θα το μετανιώσετε. Μπορεί να φτιάξει τη σχέση σας με τον πρώην σύντροφό σας. Ευχαριστώ τον Θεό που χρησιμοποίησε τον DR WALE για να σώσει τον γάμο μου. επικοινωνήστε μαζί του μέσω WhatsApp/Viber: +2347054019402 ή email: drwalespellhome@gmail.com

    ΑπάντησηΔιαγραφή