Παναγιώτης Αντωνόπουλος
Χρονογράφημα
Ο πεινασμένος
Γαμψόνυχες κόρακες κράζοντας πετούσαν από πάνω του. Κι αυτός ο ταλαίπωρος, ο πεινασμένος της πολιτείας, καθισμένος στο πεζοδρόμιο, δίπλα στον κάδο, έτρωγε ότι έβρισκε μέσα στα σκουπίδια. Ανάγκη το ‘χε να λαδώσει το πεπτικό του σύστημα και να τυλώσει την άδεια του κοιλιά. Στο δρόμο μασκαράδες, χορτασμένοι από λουκούλλεια γεύματα και με όρεξη λιονταριού να μασάνε ακόμη, τον κοιτούσαν και τον περιέπαιζαν που τους χαλούσε το κέφι. Θορυβούσε, χτυπούσε τα άδεια τελάρα, άνοιγε σακούλες, σωρούς εδώδιμων αποικιακών σκορπούσε, ανασκάλευε κι έψαχνε μανιωδώς κι αρειμανίως. Ένας μασκαρεμένος << έμπορας όπλων >> τον πλησίασε. Λύθηκε στα γέλια, έβγαλε σπαρταριστό χαμόγελο, τον στόλισε με κοσμητικά επίθετα, με κανόνα φασιστικής συμπεριφοράς του είπε: << φάε κι αυτό τον ντοματοπελτέ>> και του αλίευσε ένα κουτί με μια κλωτσιά κοντά του.
<< Δεν έχεις Όλυμπε Θεούς, μηδέ λεβέντες η Όσσα, ραγιάδες έχεις, μάνα γη, σκυφτούς για το χαράτσι, των Ευρωπαίων περίγελο και των αρχαίων παλιάτσοι… >>. Κι εσύ πολιτεία δεν έχεις έναν πατρίκιο, έναν ερυθροσταυρίτη, να στείλει στα τάρταρα την πείνα του φτωχού, το σαβουάρ βιβρ να δείξεις!
Στον πάτο οι Αρχές. Και οι βουλευτές μονάρχες. Μοιράζουν φέουδα να κρατηθούν στο θρόνο τους, βαρόνους στηρίζουν, τιμάρια υπόσχονται, αξιωματούχους χρήζουν. Καμιά μοσχαροκεφαλή για τον πεινασμένο, δράμι, κάνα παστωμένο αλίευμα για το ματωμένο και χρεωμένο φαμελίτη. Κάτι να κάνουν για τη φτώχεια. Τουλάχιστον να θυμηθούνε την Ωδή της:
<< Όταν γεννήθηκα φτώχεια, με ακολουθούσες. Οι σταλαγματιές τη νύχτα επαναλάμβαναν το όνοματεπώνυμό σου ή μερικές φορές, η άδεια αλατιέρα, το σκισμένο σακάκι, τα τρύπια παπούτσια, με προειδοποιούσαν, ήταν εκεί παραμονεύοντάς με, τα όμοια με σαράκι δόντια σου, τα μάτια σου, τέλματα σωστά, η σταχτιά σου γλώσσα που κόβει τα ρούχα, το ξύλο, τα κόκκαλα και το αίμα, ήσουν εκεί, ψάχνοντάς με, ακολουθώντας με στους δρόμους από τότε που γεννήθηκα…
Φτώχεια με ακολούθησες στις γειτονιές και στα νοσοκομεία, στην ειρήνη και στον πόλεμο, όταν αρρώστησα χτυπήσαν την πόρτα, δεν ήταν ο γιατρός, παρά ερχόταν ξανά η φτώχεια… Εγώ με άλλους μαζί σ’ εξορίζουμε από τη γη στη σελήνη, για να μείνεις εκεί παγωμένη κι αιχμάλωτη κοιτώντας με μάτι μισό το ψωμί και το αλεύρι που θα καλύψουν τη γη από αύριο >>.
ellinikoxronografima.blogspot.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου