Τρίτη 13 Ιουλίου 2021

Χρονογράφημα

                         

                            Τι ΄ναι  ο  άνθρωπος!ΦΙΛΟΙ | Ανέκδοτα & Αστεία

                               

                               Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου

         Κόντευε μεσημέρι που μπήκα στο μεγάλο καλντερίμι να το ανέβω. Οι λόγοι δυο. Ο ένας η υφαρπαγή της μαγείας να οδοιπορώ πάνω στις πέτρες και ο άλλος η στάση στην πάνω ρούγα στο σπίτι ενός φίλου. Όλα αλλαγμένα  από την εποχή που έμενα εκεί ως ένοικος σ’ ένα ισόγειο, μαθητής γυμνασίου. Σπίτια μοντέρνα, τσιμέντο πολύ, ο βασιλικός λίγος, οι γλάστρες πλαστικές, αυλές βουβές από τις φωνές των παιδιών, απούσα παντού η πανηγυρική θητεία της παλιάς γειτονιάς.

   Ο φίλος με δέχτηκε εγκάρδια και συγκινημένος. Μάστορες αξεπέραστοι στο ιστορείν από την εφηβεία, μαζί στο ίδιο θρανίο, στο γυμνάσιο, στην Ακαδημία κολλητοί και στη ζωή μετά. Αγνόησε το γεγραμμένο:  << οι δυο έσονται εις σάρκα μία >> κι έμεινε μαγκούφης. Είπαμε πολλά, απολαύσαμε την αφήγηση, μία από τις ιστορίες, αυτή με το γάτο στα πόδια της φιλολόγου μάς έκανε να γελάσουμε μέχρι δακρύων.

    << Τον είχα κρύψει στη τσάντα >> αν θυμάσαι. Όταν αυτή η ξουράφου  σηκώθηκε στον πίνακα τον αμόλησα στα πόδια της.  Νιάου ο γάτος, τις φωνές αυτή και κίτρινη κάθισε στην έδρα. Αστραπή ο γάτος βγήκε από την πόρτα κι έγινε Λούης! >>

     Όταν εξαντλήσαμε την κουβέντα, μείναμε σιωπηλοί. Ο φίλος δάκρυσε, με κοίταξε με βλέμμα αβάσταχτου πόνου και μου είπε: <<  Μόνος στην κρύα κάμαρά μου χρόνια τώρα! Θα με θάψουν σαν άνθρωπο τουλάχιστον όταν με βρούνε πεθαμένο; >> << Τι ‘ναι αυτά που λες; >> τον μάλωσα. Μέσα σε συγκίνηση άρχισε ν’ απαγγέλει το ποίημα του Κώστα Ουράνη: << Θα πεθάνω ένα πένθιμο δείλι/ μες στην κρύα κάμαρα όπως έζησα./ Στη στερνή αγωνία μου τη βροχή θε ν’ ακούω/ και τους γνώριμους δρόμους που σκορπάει ο δρόμος.// Θα πεθάνω ένα πένθιμο του φθινοπώρου δείλι/ μέσα σ’  έπιπλα ξένα και σε σκόρπια βιβλία./ Θα με βρουν στο κρεβάτι μου,  θε να ‘ρθει ο αστυνόμος,/ θα με θάψουν σαν άνθρωπο που δεν είχε ιστορία.// Απ’  τους φίλους που παίζαμε πότε - πότε χαρτιά,/ θα ρωτήσει κανένας τους έτσι απλά: << Τον Ουράνη μην τον είδε κανείς; Έχει μέρες που χάθηκε… >>/ Θ’ απαντήσει άλλος παίζοντας:  << Μ’ αυτός έχει πεθάνει!>>// Μια στιγμή θ’ απομείνουνε τα χαρτιά τους κρατώντας./  << Τι ‘ναι ο άνθρωπος! Χθες ακόμα ζούσε! >>/ και βουβοί το παιχνίδι τους θα αρχινήσουνε πάλι.// Στο χωριό μου θα κλάψουνε μόνο οι γέροι γονιοί μου/ και θα κάνουν μνημόσυνο με περίσσιους παπάδες,/ όπου θα ‘ναι όλοι οι φίλοι μου κι ίσως –ίσως οι οχτροί μου./ …Θα πεθάνω ένα πένθιμο του φθινοπώρου δείλι/ σε μια κάμαρα ξένη, στο πολύβουο Παρίσι./ Και μια Καίτη θαρρώντας πως την ξέχασα γι’ άλλην,/ θα μου γράψει ένα γράμμα και νεκρό θα με βρίσει. 

 

      ellinikoxronografima.blogspot.gr

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου