Παναγιώτης Αντωνόπουλος
Χρονογράφημα
Ελληνική φτωχολογιά
Ολίγιστοι πολιτικοί, μικρονοϊκοί και δειλοί με τα μνημόνιά τους χρόνια τώρα πατάνε κάτω την ελληνική φτωχολογιά. Όλοι τους, ψευτοδημοκρατικά υβρίδια των τραπεζών, ταγμένοι στα συμφέροντα των ολίγων, γλυφτάδες και κοψομέσηδες της << νέας Θάτσερ >> της ηπείρου μας, Άνγκελας Μέρκελ. Μεταμοντέρνοι homo economicus, υποαπασχολούμενους, άνεργους, άστεγους και πεινασμένους τους βλέπουν σαν μυρμήγκια, κάτω να τους λειώσουν με τη φτέρνα, όπου τους συναντούν θέλουν να τους πατούν. Έτσι λεύτεροι πια, από πλέμπα, όχλο και βρωμίλους, το ηγεμονικό τους όνειρο να κατοικήσουν στα ανάκτορα του πλούτου, ασθμαίνοντας το πετυχαίνουν.
Ζώντες εκεί γερμανοντυμένοι, ευπατρίδες του ψεύδους και ανεδρόσιστοι σαν ψωρίλες γερασμένοι, ξεχνούν το λαό, τον κρεμάνε στο τσιγκέλι της τραπεζικής Γκεστάμπο, το ‘να χαράτσι πίσω απ’ τ’ άλλο του στέλνουν, να τσιμπά το ψίχαλο τον διατάζουν, οίνο ξινίτη να πίνει τον αναγκάζουν με το στανιό. Κι αφού του πάρουν και το έσω ρούχο, του τεζάρουν τον κόμπο στο λαιμό και αναίσθητο του ρουφάνε το μεδούλι κι αύξηση καμιά. << Για την ανάπτυξη >> είπαν τα γραβατωμένα παπαγαλάκια, << για να εξαργυρωθούν τα μνημόνια σε χρήμα και ευημερία >> τραγούδησαν οι σάλιαγκοι των κομμάτων! Κι αντί αυτού, άδειασαν οι κατσαρόλες του Έλληνα, το ψωμί του λίγο, φάρμακο καθόλου, το << δίπουν άπτερον >> αλέθεται στης φτώχειας τον τροχό. Τούτη η αύξηση ερχόταν σαν την άνοιξη. Άνθιζε η τσέπη του συνταξιούχου, του εργάτη και του υπαλλήλου, το σπίτι του από στάβλος γινόταν παράδεισος, ο βρυωμένος πάτος του τέντζερη από τα ρεβίθια καθάριζε, κι ένα μικρό κοψίδι χοροπηδούσε στην κόκκινη σάλτσα.
Ο γεννήτοράς μου έπαιρνε την αύξηση στη σύνταξη. Εγώ μαθητής λυκείου, γευόμουν ένα μικρό μέρισμά της. Όταν την έπαιρνε, ερχόταν στην πόλη, ξεφόρτωνε το σακούλι στο δωμάτιο που έμενα, οσφραινόταν το γιαχνί από το διπλανό ταβερνάκι και μ’ έμπαζε μέσα. Μόνο σαν χόρταινα τα αγαθά του Αβραάμ και του Ισαάκ μ’ έβγαζε έξω. Τα μετά έρχονταν πανηγύρι. Μου άλλαζε παντελόνι πετώντας από πάνω μου το μπαλωμένο, σόλιαζε το χαλασμένο παπούτσι μου, μου ‘παιρνε σαπούνι να πλυθώ, ξεχρέωνε το μπακάλη, το βιβλιοπώλη και μου άνοιγε καινούριο λογαριασμό να προμηθεύομαι βιβλία. Κουμάντο μετά έκανε στο νοικοκυριό. Ξεχρεωνόταν, μερεμέτιζε το σπίτι, πετάλωνε τον όνο, έφτιαχνε το υνί, έπαιρνε και της μάνας καινούριο τσεμπέρι.
Τώρα η στέγη βογκάει και κανείς δεν τη φτιάχνει; Ο βοριάς σε παγώνει και κανέναν δε νοιάζει! Λες << το παιδί μου. πεινάει >> και ο κόσμος γελάει! Σκληρή εποχή, ναζίστρια που συνεχίζει το δρόμο της χέρι - χέρι με τους σαρκοφάγους αλιγάτορες που μας κυβερνούν!
ellinikoxronografima.blogspot.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου