Χρονογράφημα
Κυπαρισσία, το Ιόνιο, η πάνω πόλη και η κυρία Ελένη
Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου
Παρακάμπτω την επικαιρότητα για να γράψω κάτι προσωπικό. Γι’ αυτό το << άψε σβήσε >> μιας φωτεινής δέσμης φωτός που ανάβει τις λυχνίες του πνευματικού μου σκότους, όταν στρέφομαι ελλειπτικά στης ύλης τη στροφή και πάω να τουμπάρω στο γκρεμό. Αυτό, το << άψε σβήσε >> που μου δίνει η κυρία Ελένη. Από πολύ πρωί ανοίγει το παράθυρο. Παράθυρο με θέα μόνο στο Ιόνιο, στο στενό δρόμο και στο μεγάλο καλντερίμι του σταυροπάζαρου. Μέσα αυτή, απέξω εγώ γνωριστήκαμε. Ξέρει όλους τους γείτονες, καλημερίζει τις κορασίδες με τα λαμπερά μάτια και γλυκομιλάει στους παίδες και στους εφήβους με τα δυνατά γέλια. Ηλικιωμένη και τι δεν έχει δει από την θέα του παραθυριού της. Μου τα λέει όταν κάποιο δείλι την επισκέπτομαι για κουβέντα.
Κι εκεί που λέει λέει, άξαφνα μου ξεφουρνίζει με λαβωμένη καρδιά και παγερό βλέμμα: <<… θα πεθάνω ένα πένθιμο του φθινοπώρου δείλι… και που έζησα τι κατάλαβα; Θα πάψω ν’ ακούω τους θορύβους απ’ το δρόμο και να μιλάω με τους γνώριμους ανθρώπους μου >>. Προχθές την είδα να σκέφτεται πολύ. Έκλεισε το βιβλίο που διάβαζε, έδειχνε να βυθίζεται στο όραμα του κόσμου και φαινόταν πως ήταν ο μοναδικός ζωντανός άνθρωπος μέσα σ’ ένα άψυχο φυσικό τοπίο. Και τότε αυτό που ένιωσε το εξωτερίκευσε με τους στίχους του Σκαρίμπα που άρχισε να απαγγέλει: << Σπασμένο καράβι να ‘μαι πέρα μακριά έτσι να ‘μαι / με δίχως κατάρτι με δίχως πανιά να κοιμάμαι //. Να ‘ναι αφράτος ο τόπος κι η ακτή νεκρική γύρω γύρω / με κουφάρι γειρτό και με πλώρη εκεί που θα γείρω //. Να ‘ναι η θάλασσα άψυχη και τα ψάρια νεκρά έτσι να ‘ναι / και τα βράχια κατάπληκτα και τ’ αστέρια μακριά να κοιμάμαι //. Δίχως χτύποι οι ώρες και οι μέρες θλιβές δίχως χάρτη / κι έτσι κούφιο κι ακίνητο μες σε νύχτες βουβές το φεγγάρι //. Έτσι να ‘μαι καράβι γκρεμισμένο νεκρό έτσι να ‘μαι / σ’ αμμουδιά πεθαμένη και κούφιο νερό να κοιμάμαι //.
Ντάνες τα βιβλία γύρω της. Ουκ ολίγα τα φιλοσοφικά ενώ ξεχώριζαν εκείνα με τους ξεχασμένους ποιητές. Σκόρπια παντού μικρά βιβλιαράκια με ελεύθερους στίχους γραφής, κιτρινισμένα μυθιστορήματα γραμμένα από ιδιόμορφους και πολυσχιδείς συγγραφείς. Δεν έλειπαν και οι σημαίνοντες ποιητές, οι κορυφαίοι πεζογράφοι, οι τεχνοκριτικοί και οι λαογράφοι. Ακόμη κι αυτοί που κατέλειπαν φιλοσοφικούς διαλογισμούς και αφορισμούς.
Μου έδειξε μια άρτι τυπωθείσα ποιητική συλλογή λέγοντάς μου: << Ξεκίνησα από μικρή να διαβάζω. Το πρώτο μου βιβλίο ήταν ένα πεζό που μιλούσε για αγάπη. Η ηρωίδα αγαπούσε κάποιον, αυτός έτσι κι έτσι, δεν μπορώ να πω πως έκανε το ίδιο και τον περίμενε αρκετά χρόνια όρθια στην πόρτα του σπιτιού. Ο αγαπημένος της δεν ερχόταν κι αυτή έβγαινε και με στυλωμένα τα μάτια στο νεκρό δρόμο, όλο και τον περίμενε. Ένας γείτονας ξέροντας το δράμα της, την πλησίασε και της είπε μια μέρα που τον περίμενε, κουνώντας περίλυπος το κεφάλι: << Αν σε αγαπά θε να ‘ρθει! Τη βροχή δε θα φοβηθεί και το κρύο! Τα χέρια του θ’ ανοίξει και θα σε αγκαλιάσει >>. Τα λοιπά γνωστά. Δεν ήρθε, η κόρη μαράζωσε, εγώ έγινα κοσμοπολίτισσα μέσα από τα βιβλία >>.
<< Τώρα τι βιβλίο έχεις μπροστά σου; >> τη ρώτησα. Είδε την άγρυπνη επιτήρησή μου ως εκείνη τη στιγμή πάνω της και το ενδιαφέρον μου και άρχισε να διαβάζει: <<…Η μικρή κατέβη ολίγα βήματα κάτω, ο ουρανός εσκοτείνιασε, σύννεφα έκρυπταν τα άστρα και ήταν στην χάσιν του φεγγαριού. Επροσπάθησε και δεν εύρισκε πλέον το δρόμο πόθεν είχε κατέλθει. Εγύρισε πάλιν προς τα κάτω, κι εδοκίμασε να κατελθει. Εγλίστρησε κι έπεσε, μπλουμ! Εις το κύμα. […] Κι η γολέτα εξηκολούθει ακόμη να βολταντζάρει εις τον λιμένα. Κι ο μικρός βοσκός εξηκολούθει να φυσά τον αυλόν του εις την σιγήν της νυκτός. Κι η φώκη, καθώς είχες εξέλθει έξω εις τα ρηχά, ηύρε το μικρό πνιγμένον σώμα της πτωχής Ακριβούλας και ήρχισε να το περιτριγυρίζει και να το μοιρολογά, πριν αρχίση τον εσπερινόν δείπνον της. Το μοιρολόγι της φώκιας, το οποίον μετέφρασεν εις ανθρώπινα λόγια εις γέρων ψαράς, εντριβής εις την άφωνον γλώσσαν των φωκών, έλεγε περίπου τα εξής: Αυτή ήταν η Ακριβούλα / η εγγόνα της γρια –Λούκαινας //. Φύκια ‘ναι τα στεφάνια της / κοχύλια τα προικιά της / κι η γριά ακόμη μοιρολογά / τα γεννοβόλια της τα παλιά //. Σαν να ‘χαν ποτέ τελειωμό / τα πάθια κι οι καημοί του κόσμου //.
<< Το μοιρολόγι της φώκιας! του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, φώναξα περιχαρής. Ανεκτίμητο διαμάντι λόγου. Μπράβο. Έφτασες ως εκεί; >> << Τι να κάνω; Έπρεπε! >> ψέλλισε. << Ήταν ελάχιστη απότιση τιμής στο έργο του! >>
ellinikoxronografima.blogspot.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου