ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ. ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Οι μοιραίοι της Εδέμ
Μ Υ Θ Ι Σ Τ Ο Ρ Η Μ Α
Α
Μάης του 1997. Κάθονταν ο συγγραφέας Στέφανος Σαρρής και ο γλύπτης Νικόλας στο ατελιέ του τελευταίου στο Μαρούσι και κουβέντιαζαν. Κόντευε μεσημέρι κι ακόμη δεν είχαν τελειώσει. Αιτία ήταν η άρνηση του γλύπτη να φιλοτεχνήσει το άγαλμα της γυναίκας του συγγραφέα. Έτσι όλο αναμασούσε τα λόγια του με χίλιες δικαιολογίες, δείχνοντας σε εκείνο το βλάσφημο βλέμμα του πως η σκοτεινή φύση του δύσκολα θα ενέδιδε όσο κι αν ο άλλος του επαναλάμβανε πως θα τον πλήρωνε καλά.
Έτσι όλα έδειχναν πως ο άρχοντας της σμίλης δύσκολα θα καμπτόταν ώσπου να πει το « ναι ». Τότε για να τον λυγίσει ο συγγραφέας και να του δείξει πόσο εξωφρενικό ήταν αυτό που έκανε, του είπε, κοντανασαίνοντας από οργή:
---Το άγαλμα της γυναίκας μου θα το σμιλέψεις οπωσδήποτε, Νικόλα! Έρχεται τις νύχτες στον ύπνο μου το φάντασμά της και μου το ζητάει, βρυχιέται σαν λιοντάρι μπρος μου, μ’ αφήνει ξάγρυπνο κι όλο μου τρώει ως το πρωί τη σάρκα και το νου! Θα το φτιάξεις και θα πληρωθείς καλά! Μη σε νοιάζει γι’ αυτό!
Γέλασε εκείνος και δείχνοντας φοβισμένος, σηκώθηκε από την καρέκλα του κι αργά – αργά λες και βαριόταν, τράβηξε στο σωρό που ήταν στοιβαγμένα τα μάρμαρα. Στάθηκε εκεί, τα κοίταξε για λίγο με θλιμμένο βλέμμα, άπλωσε ύστερα τα χέρια του, τ’ άγγιξε, τα ψηλάφισε και σαν ψέλλισε κάτι ανάμεσα στα σφιγμένα χείλη του, στράφηκε και είπε στο Στέφανο Σαρρή, κοιτάζοντάς τον κατάματα:
--- Tι σ’ έπιασε πάλι με το άγαλμα της γυναίκας σου; Κάθε τόσο και λιγάκι όλο και μου το θυμίζεις, όλο και σε πλακώνει μου λες στον ύπνο σου και σε πνίγει! Δε θαρρείς πως το παρατραβάς, Στέφανε και κάνεις σαν να σου ‘στριψε; Τι δουλειά έχει η πεθαμένη με τους ζωντανούς; Εσύ είσαι εδώ, αυτή στον άλλο κόσμο, τίποτα δεν σας ενώνει κι όλα τα ΄χετε χωριστά! Τρία χρόνια τώρα σου λείπει κι απ’ ότι βλέπω είσαι μια χαρά, ζεις και χωρίς αυτή και δόξα τω Θεώ, δεν το ΄χεις
σκοπό ακόμη να παραδόσεις την ψυχή σου και να πας να τη βρεις! Ξέχασέ την σε παρακαλώ, άφησέ την να κάνει το φάντασμα και να σου έρχεται. Αυτό να ξέρεις θα γίνεται όσο ζεις και δεν θα το σταματήσεις με τίποτα.
Ο Στέφανος τον κοίταξε, ξαφνιασμένος και μετά από μια μικρή παύση του είπε με φωνή που του βγήκε δυνατή, άθελά του:
--- Το ποτό που τόσο πολύ σου αρέσει και το ρίχνεις κάτω, δυστυχώς σε φέρνει πίσω Νικόλα και δε σ’ αφήνει να δουλέψεις! Για πρόσεξέ το και περιόρισέ το, γιατί θα σε βάλλει σε μπελάδες!
Χαμήλωσε τα μάτια του από το πρόπλασμα του Αριστοτέλη εκείνος που κοιτούσε όση ώρα του μιλούσε κι αφού άφησε το ποτήρι του με το ποτό, μπρος του στο ξύλινο τραπέζι, του αποκρίθηκε τώρα πειραγμένος από τα λόγια του:
--- Μην μιλάς έτσι Στέφανε! Είναι αμαρτία και που ξέρεις μπορεί και να το πληρώσεις ακριβά!
Εκείνος τον κοίταξε με λοξό βλέμμα και του είπε:
--- Οι νεκροί καμιά φορά εκδικούνται εκείνους που δεν τους σέβονται. Φαίνεται ξέχασες ακόμη πως αν δεν κλεινόμουν σ’ εκείνο το φριχτό μοναστήρι, μακριά απ’ αυτή και τον κόσμο για να γράψω το μυθιστόρημα που με έκανε γνωστό, που με ανέβασε στην κορυφή του Παρνασσού και με γέμισε λεφτά και δόξα, θα ζούσε τώρα η γυναίκα μου κι εγώ δε θα κινδύνευα να χάσω τα λογικά μου. Μ’ έφαγαν βλέπεις η απληστία, τα αχόρταγα πάθη μου και η συμμαχία μου με το διάβολο! Ήθελε να ‘ρθει κι εκείνη, κοντά μου! Ν’ άφηνε λέει τις έγνοιες της ζωής, να ‘ριχνε πάνω της ένα απλό ρούχο και λίγο ψωμί στο σακίδιό της και να με ακολουθούσε. Δεν την άφησα όμως εγώ, της έφραξα το δρόμο και πήγα μόνος μου και κλείστηκα εκεί μέσα. Φώναζε αυτή πίσω, έκλαιγε, αλλά εγώ δεν την άκουγα. Κι από ό,τι φαίνεται δεν τον άντεξε αυτό το χωρισμό και πέθανε από μαρασμό, ένα μήνα μετά σαν έβλεπε πως δε γυρνούσα κοντά της.
Έκανε μια μικρή παύση για να συνεχίσει με μεγαλύτερη συγκίνηση:
--- Θυμάμαι σαν την είδα νεκρή στο κρεβάτι, ένιωσα να χάνομαι και σκέφτηκα να βάλω τέλος και στη δική μου ζωή, πέφτοντας από το παράθυρο. Δεν το ‘κανα όμως από σεβασμό γι’ αυτή γιατί έπρεπε να της αποδώσω τις δέουσες τιμές τη στιγμή της ταφής της. Καλύτερα όμως να το ‘κανα γιατί τώρα θα είχα απαλλαγεί από το φάντασμά της και δε θα υπόφερα από αϋπνίες και τύψεις.
Έφερε και τα δυο του χέρια στο μπράτσο της καρέκλας, ψηλάφισε για λίγο τα σκαλίσματά του και με ξέπνοη φωνή, κλαψούρισε στο γλύπτη, που ΄χε αφήσει τα μάρμαρα και ζύγωνε κοντά του:
--- Μη με ξεχάσεις Νικόλα! Και πάλι στο λέω, βάλε μπροστά το άγαλμα της γυναίκας μου, τελείωσέ το σιγά - σιγά για να πάψει η ψυχή της να με τρομάζει τα βράδια. Και να ξέρεις τούτο. Πως δεν στο ζητάω μόνο εγώ αλλά και η πεθαμένη! Μην θες να τα βάλει και με σένα και ν’ αρχίσει να μπαινοβγαίνει η ψυχή της κι εδώ μέσα!
Χαμογέλασε ο Νικόλας, αλλά δεν του αποκρίθηκε. Ο νους του ήταν άλλού. Ήταν στα προπλάσματα του Αριστοτέλη και του μαθητή του που πεσμένος επάνω τους τα είχε αγκαλιάσει και πάσκιζε να ξεχωρίσει φόρμες, καμπύλες και γραμμές και να τα κάνει τέχνη ύστερα στα δυο μάρμαρα που περίμεναν λίγα μέτρα πιο πέρα.
Τούτα τα δυο αγάλματα, το ένα του φιλόσοφου και το άλλο κάποιου μαθητή του, τα είχαν ζητήσει οι ομογενείς της Αμερικής που ζούσαν στη Φιλαδέλφεια και τα ΄θελαν να τα στήσουν στην αυλή του πανεπιστημίου τους για να δείχνουν στις επερχόμενες γενεές, τους δασκάλους του αρχαίου ελληνικού πνεύματος. Τους έπιασε μια μέρα έτσι στα καλά καθούμενα μια αλλόκοτη ταραχή και παραζάλη για τους αρχαίους, που αμέσως ξεχύθηκαν στους δρόμους της πόλης και μάζεψαν λεφτά να φτιάξουν αυτά τα δυο αγάλματα και να τα βάλουν φρουρούς της γνώσης έξω από το πανεπιστήμιο. Και τώρα να που η επιθυμία τους ολοκληρωνόταν και τα δυο αγάλματα φιλοτεχνούνταν από τη σμίλη του Νικόλα.
Για μια στιγμή ο γλύπτης στάθηκε ανάμεσα στα δυο προπλάσματα κι άρχισε να τα εξετάζει προσεκτικά. Στράφηκε πρώτα στο πρόπλασμα του φιλόσοφου και το περιεργάστηκε με πολύ προσοχή για αρκετή ώρα. Το έψαξε με χέρια και με μάτια και σαν δεν του βρήκε καμιά ατέλεια το άφησε και πλησίασε το πρόπλασμα του μαθητή. Σαν το επιθεώρησε κι αυτό αρκετά, φάνηκε μ’ ένα μορφασμό δυσφορίας που διαγράφηκε στο πρόσωπό του, πως κάτι δεν του άρεσε στο δεξί του ώμο. Έτσι σαν το ζύγωσε, άπλωσε τα χέρια του κι άρχισε να το μαστορεύει. Το πίεσε μια, το πίεσε δυο, το σκούπισε ύστερα μ’ ένα βρεγμένο πράσινο σφουγγαράκι και το άφησε. Για να αποτραβηχτεί ύστερα στην καρέκλα του και ν’ αρχίσει να το παρατηρεί με μια γοητευτική σιωπή και με μια ανέκφραστη σοβαρότητα. Μάζεψε ύστερα σαν χόρτασε να το κοιτάζει τα σκορπισμένα εργαλεία του κι αφού τα έβαλε σ’ ένα καλαμένιο πανέρι, κοίταξε με νωχέλεια το Στέφανο. Και αμέσως σαν θυμήθηκε αυτό που του ζήτησε πρωτύτερα, του είπε με σουφρωμένα φρύδια:
--- Μου λες να μη σε ξεχάσω και να σε βάλω μπροστά! Εύκολο το ‘χεις αυτό; Πρέπει να κοροϊδέψω μερικούς και πρώτους τους ομογενείς της Φιλαδέλφειας. Η υπόθεση αυτή όμως έχει πολλά λεφτά και θα ΄ναι αμαρτία να ρίξω τη σμίλη μου στο δικό σου μάρμαρο για λίγα ψίχουλα! Δεν το νομίζεις κι εσύ πως το πολύ είναι και πιο καλό; Τι θα πάρω από σένα; Τι θα μου δώσεις; Το ‘χεις σκεφτεί; Ψίχουλα!
Του έδειξε ύστερα βαριεστημένος τη σμίλη στο καλαμένιο πανέρι και του ψέλλισε, κοιτάζοντάς τον λοξά :
--- Αυτό το εργαλείο, πρέπει να ξέρεις, χρόνια τώρα μου έχει νεκρώσει τα δάχτυλα και δεν μπορώ να δουλέψω καλά! Κι όμως δε θα το εγκαταλείψω, ποτέ! Και ξέρεις γιατί; Γιατί μου δίνει λεφτά! Γι’ αυτό μην απορείς που σου μίλησα έτσι.
Φάνηκε να πειράχτηκε από τα λόγια του ο Στέφανος, αλλά δεν το έδειξε, γιατί τον είχε ανάγκη κι έκρυψε το θυμό του. Έσφιξε όμως και με τα δυο του χέρια το μπράτσο της καρέκλας και του αποκρίθηκε με υψωμένη τη φωνή του;
--- Νικόλα, έχω λεφτά και θα πληρωθείς καλά! Είμαι φτασμένος συγγραφέας το ξέχασες; Τα βιβλία μου πουλιούνται πολύ και το τελευταίο μου μυθιστόρημα έχει σπάσει σχεδόν το ρεκόρ των πωλήσεων.
Σαν βάλεις και τις οικονομίες μου θα δεις πως είμαι ένας μικρός Κροίσος! Γιατί φοβάσαι μήπως δεν πληρωθείς;
Η ψυχραιμία με την οποία τον άκουσε ο γλύπτης ήταν υποδειγματική. Ωστόσο έδειχνε μια μικρή έξαψη που φαινόταν στο αδρό κοκκίνισμα που απλώθηκε στα δυο του μάγουλα. Αυτό όμως δεν τον εμπόδισε να τον ειρωνευτεί, λέγοντάς του:
--- Έχεις χρήματα όχι όμως αρκετά! Υπερβάλλεις νομίζω!
Ο Στέφανος τον κοίταξε με σκληρό βλέμμα κι έκανε ένα σιγανό << χμ >>. Ο γλύπτης τον ρώτησε:
--- Έχεις σκεφτεί πού θα βάλεις το άγαλμα;
--- Το έχω! Θα το στήσω αντίκρυ από το γραφείο μου. Έτσι όπως έχω δεξιά στον τοίχο έναν πίνακα που δείχνει το Πνεύμα και στην αριστερή έναν άλλο που δείχνει την Ύλη, το άγαλμα θα μπει ανάμεσα από τις δυο ζωγραφιές για να διατηρηθεί αιώνιο και να μην πεθάνει ποτέ!
--- Αγαπούσες τη γυναίκα σου τόσο πολύ, Στέφανε, ε; Γιατί;
--- Γιατί; Δεν έχει γιατί! Σαν γνωριστήκαμε έγινε ένα με μένα κι εγώ ένα μ’ αυτή! Ερωτευτήκαμε βλέπεις ο ένας τον άλλο και τα δυο σώματα και οι δυο ψυχές μας έγιναν ένα! Έτσι τώρα πεθαίνοντας η γυναίκα μου, έχασα το μισό εαυτό μου! Αυτό με κάνει να πονώ και να το αποζητώ για να ξαναβρώ την ισορροπία μου. Με το άγαλμα που θα μου φτιάξεις πιστεύω να μπορέσω να το αντικαταστήσω. Και θα το αντικαταστήσω με την ψευδαίσθηση πως η γυναίκα μου μέσω της τέχνης δεν πέθανε αλλά ζει μαζί μου! Μετά είναι και το άλλο. Θαρρείς πως θα αγαπήσω άλλη γυναίκα σαν κι αυτή; Όχι! Το πύρινο πάθος που με παρέσυρε κοντά της, ποτέ πια δε θα μου παρουσιαστεί να με κάνει να ρίξω τα μάτια μου σε άλλη γυναίκα όσο κι αν το άρωμα του κορμιού της κάνει το αίμα μου να το επιθυμεί και να ζητά την ηδονή του. Ίσως σου φαίνεται παράξενο αυτό που λέω, αλλά να ξέρεις, αυτός είναι ο αιώνιος νόμος της φύσης και της καρδιάς, ν’ αγαπάμε μια φορά και να πονάμε πολλές.
Λόξεψε τα μάτια του ο γλύπτης, τον κοίταξε κι έδειξε να τον άγγιξαν τα λόγια του για τα καλά. Αυτός δεν είχε αγαπήσει ακόμη, ήξερε μόνο τον έρωτα της τέχνης του και τίποτα άλλο. Όλες τις μορφές που ‘βγαζε η σμίλη απ’ τα χέρια του σαν δούλευε το μάρμαρο, τις ερωτευόταν, και τις έβαζε βαθιά μέσα στο μυαλό του, έτσι που δεν τις ξεχνούσε ποτέ. Πιο πολύ όμως από όλα τα δημιουργήματά του, θυμόταν τις γυναικείες μορφές με τις οποίες είχε μια ιδιαίτερη και προσωπική καλλιτεχνική σχέση. Γι’ αυτό στον κήπο του δεν έβλεπες τίποτα άλλο παρά γυναικεία αγάλματα σκορπισμένα εδώ κι εκεί να τον στολίζουν και να του δίνουν μια ανεπανάληπτη ομορφιά με τις καμπύλες των κορμιών τους και τη φυσικότητα που εξέπνεαν τα πρόσωπά τους.
<< Τόσες γυναίκες σε περισφίγγουν ολοτρόγυρα και δεν έχεις καμία δική σου! >> του έλεγαν για να τον πειράξουν οι φίλοι του και ξεσπούσαν στα γέλια με τούτη του την επιθυμία να φτιάχνει και να ξαναφτιάχνει γυναικεία αγάλματα με ξέφρενο ρυθμό. Ο γλύπτης τους άκουγε και πείσμωνε περισσότερο! Την άλλη μέρα έπιανε το μάρμαρο και ξανάρχισε το πελέκημα. Κι όσο αυτοί να ξανάρθουν το είχε στήσει στον κήπο.
Τον τραβούσε η ηδονή του χρήματος, του ξενυχτιού, του ποτού και του θολωμένου νου. Αυτή η ηδονή της φθοράς που κάνει τα μάτια νεκρά σαν κάρβουνα και το λιωμένο σώμα να παλεύει μάταια να βρει την ψυχή του, τον ερέθιζε αφάνταστα, τον έκανε θερμό εραστή της και την αποζητούσε σαν τρελός. Έτσι σαν ολημέρα πελεκούσε το μάρμαρο και του ‘δινε μορφή, το βράδυ πελεκούσε το δέντρο της ζωής του. αδειάζοντας το ένα μπουκάλι ύστερα από τ’ άλλο. Ήταν βράδια που γινόταν ένας μισερός και σιχαμερός μέθυσος, αλλά και βράδια που το πρόσωπό του ποτισμένο από το χρώμα και τη σπιρτάδα του ποτού, άστραφτε και σε συνέπαιρνε τόσο που σε ξεγελούσε και τον νόμιζες έναν άρτιο άνθρωπο που έστελνε περίπατο τα πάθη και τις εξαρτήσεις τους. Κι όμως ο νους του απ’ ότι έδειχνε, δούλευε καλά, η σκέψη του ήταν τετράγωνη και η φαντασία του μπορούσε να φτιάξει ολόκληρα σύμπαντα.
Γιατί πως αλλιώς μπορούσε να εξηγηθεί η επιμονή του να πελεκάει το μάρμαρο και να φτιάχνει μορφές, ύστερα από το κουρέλιασμα του εαυτού του από το ποτό; Ο ίδιος πίστευε πως η φαντασία απελευθερώνεται σαν είσαι μεθυσμένος και γεννά πιο εύκολα τις παραστάσεις, αφού μπορεί κι επιλέγει το πιο ιδανικό που ανήκει στην τέχνη, βλέποντας με απεριόριστη δυνατότητα το μυθικό μέσα στο πραγματικό. << Εκείνο που θες να φανταστείς μέσα στα πολλά ερεθίσματά σου, σου διαφεύγει, έλεγε, σαν δεν είσαι κατάλληλα προετοιμασμένος να το υποδεχτείς. Βλέποντάς το θαμπά, πνίγεται από τη σκιά των ακατέργαστων ερεθισμάτων σου και το χάνεις. Έτσι η τέχνη χάνει το αρμονικό και το τέλειο που μόνο μια ιδιαίτερη στιγμή σου μπορεί να το φέρει στο θάλαμο του μυαλού σου, καθαρό κι αμόλυντο >>.
--- Δε μου φαίνεται παράξενα, αυτά που λες, Στέφανε, του είπε μετά από βαθιά σιωπή ο γλύπτης, αλλά να έτσι όπως τα είπες και καταλάγιασαν μέσα στο μυαλό μου, σκέφτηκα πόσο διαφορετικοί είμαστε ο ένας από τον άλλον. Εσύ ένας φιλόδοξος κι εγωιστής διάσημος συγγραφέας κι εγώ ένας γλύπτης, δούλος των παθών και των ηδονών!
Τρεμόπαιξε τα σαρκώδη χείλη του και τον ρώτησε:
--- Πότε γράφεις, Στέφανε;
--- Την ημέρα!
--- Κι εδώ δεν ταιριάζουμε! Είμαστε διαφορετικοί, κοροϊδεύουμε και την τέχνη μας, ακόμη! Μετά τα μεσάνυχτα πέφτω στο μάρμαρο εγώ, με βρίσκει το πρωί να το σμιλεύω και γελάει. Κι όσο να το στολίσω με τα μπριλάντια της τέχνης αποκοιμάμαι πάνω στα κομμάτια και τη σκόνη ολημέρα! Ενώ αν δούλευα την ημέρα θα προστάτευα την τέχνη και θα είχα καλύτερα δημιουργικά αποτελέσματα. Κι εσύ θαρρώ ανάποδα δουλεύεις! Τη νύχτα έπρεπε να γράφεις, τότε η σκέψη και η φαντασία ξεδιπλώνουν τα φτερά τους, τότε η τέχνη του λόγου σου βρίσκει το μυστικό της μονοπάτι! Κι όμως δεν το κάνεις, παρά ακολουθείς το δαίμονα της κακογραφίας και γράφεις τη μέρα, παραλογισμένος από τις έγνοιες της ζωής. Θαρρώ πως πάμε ανάποδα και οι δυο να κάνουμε τέχνη τις ώρες που είναι ακατάλληλες.
--- Μην κουράζεις το μυαλό σου με νωθρά κι ανόητα πράματα, Νικόλα, του ‘κανε ο Στέφανος και φάνηκε να ‘χει διάθεση να τον κατσαδιάσει, αλλά συγκρατήθηκε γρήγορα για να συνεχίσει. Η τέχνη δεν έχει όρια που γεννιέται, είναι εκτός χρόνου και καλπάζει χωρίς φραγμούς στο δικό της ασύνορο σύμπαν που την προστατεύει από κάθε επίβουλη επίθεσή της. Η τέχνη μεγαλώνει μόνο σαν έχει το σπέρμα της δημιουργίας μέσα της και βρει τα κατάλληλα εργαλεία που θα της δώσουν Λόγο και Σχήμα ή Μορφή και Περιεχόμενο. Νύχτα είναι αυτό που κάνει ο δημιουργός, μέρα, χειμώνας, καλοκαίρι, δεν τη νοιάζει την τέχνη. Τη νοιάζει όμως η αρχή της να είναι μπουμπουκιασμένη για να μην έχει το μέλλον της ξηρασία.
--- Δε θέλω να πω αυτό, Στέφανε, είπε χαμηλόφωνα ο γλύπτης και σαν αποτράβηξε τα μάτια του από τα δυο προπλάσματα τον κοίταξε με κάποια καχυποψία. Δε θέλω να πω αυτό που λάθος κατάλαβες και λάθος επεξεργάστηκε το μυαλό σου. Θέλω να πω τούτο: Αν έχει η τέχνη νόμους, αν έχει λέω και τους αγνοούμε, δε θα μας βγάλει σε κακό; Δεν θα βγει στο τέλος μια άρρωστη και παραποιημένη τέχνη που θα είναι το ψεύτικο είδωλό της κι όχι ο εαυτός της;
---Δεν ξέρω αν έχει νόμους, Νικόλα, αλλά εγώ την κρίνω την τέχνη από το αποτέλεσμα. Κουβαλά μέσα της την ομορφιά, την θέλω, δεν την κουβαλά, ε, τότε, βράσε την και πέτα την!
Διαλογίστηκε για λίγο και πρόσθεσε:
--- Θέλω το άγαλμα της γυναίκας μου που θα φτιάξεις, να ΄χει ομορφιά και στη μορφή και στο περιεχόμενο. Τότε θαρρώ θα λυτρωθώ, θα βρω και πάλι τη χαρά μου και η γυναίκα μου θα βγει, είμαι σίγουρος γι’ αυτό, από το σκοτεινό βασίλειο του Άδη και θα περπατά κοντά μου, δίπλα μου, σαν και πρώτα, ζωντανή σαν μια φωτισμένη λαμπάδα.
Προσπέρασε γρήγορα τα λόγια του ο Νικόλας για να του πει με μια σχετική νευρικότητα:
--- Μ’ έχουν πνίξει οι δουλειές, Στέφανε και δεν ξέρω τι θ’ απογίνει με τη δική σου. Ο ένας με φωνάζει από ‘δω ο άλλος από ΄κει, που να προφτάσω. Έχω βλέπεις και τα τρεξίματα, μία στις εκθέσεις μία στις δεξιώσεις, που να τα βγάλω πέρα. Δεν θα γίνω και χίλια κομμάτια για να κάνω την όρεξη του καθενός. Μετά είναι και η ζωή. Τρομάζω σαν σκέφτομαι πως τη χάνω κλεισμένος εδώ μέσα με τα άπνοα αγάλματα και τους σωρούς από τα μάρμαρα. Έτσι ώρες –ώρες αισθάνομαι πως είμαι ένας ετοιμόρροπος τοίχος που είναι έτοιμος να σωριαστεί κάτω. Δε μου αρέσει εμένα αυτό, εγώ θέλω να είμαι σαν το πυρωμένο σίδερο που βράζει συνεχώς και δε σβήνει με τίποτα όσο είναι μέσα στο καμίνι της φωτιάς! Σκοντάβω το ξέρω στο δρόμο που έχω πάρει και περπατώ, αλλά μου αρέσει, τον θεωρώ δικό μου κι αυτό με απογειώνει, με κάνει να αποζητώ όλο και πιο πολύ τη χαρά της απόλαυσης. Κι αυτό είναι, να ξέρεις, που με κάνει να ζω, δίνει νόημα στη ζωή μου και σκοπό στην τέχνη μου! Όσο θα υπάρχει η νοσηρή και διεφθαρμένη νύχτα, θα υπάρχω κι εγώ και η τέχνη μου!
Πήρε μια βαθιά ανάσα και με το πρόσωπό του τώρα πιο ζωηρό σαν του ‘φευγε σιγά- σιγά εκείνη η ελαφριά χλομάδα που το σκέπαζε αρκετή ώρα πριν, του είπε χαμηλόφωνα :
--- Με όλα αυτά που άκουσες, Στέφανε, μου εμπιστεύεσαι ακόμη το άγαλμα της γυναίκας σου; Δε σιχαίνεσαι τον τρόπο της ζωής μου;
--- Το ξέρω Νικόλα, είσαι αχόρταγος, ένα τέρας που τα θέλει όλα και δεν χορταίνει με τίποτα, αλλά τι σχέση έχει αυτό με την τέχνη σου; Εσύ σαν ρίξεις μια φλογερή ματιά πάνω στο μάρμαρο λες και το μαγεύεις κι αυτό αμέσως αρχινά και παραμορφώνεται και παίρνει τη μορφή που έχεις στο νου σου, έτσι που βγαίνει αριστούργημα. Όσο και να είσαι υποταγμένος στην ύλη το πνεύμα σου μένει ανέγγιχτο, και ξεγλιστρώντας βρίσκει το δρόμο του. Γι’ αυτό δε σε φοβάμαι, σου έχω εμπιστοσύνη κι ας ξέρω πως τα χέρια σου τρέμουν σαν πιάνεις τη σμίλη!
Πέρασε τα χέρια του στα κατάμαυρα γένια του ο Νικόλας και σαν τα χάιδεψε και τα ψηλάφισε για λίγο ανάμεσα στα μακριά κι αδύνατα δάχτυλά του, του αποκρίθηκε άτονα και με αδύναμη φωνή:
--- Ξεπορτίζω πολύ, Στέφανε, γι’ αυτό αρνιέμαι να πάρω τη δουλειά σου. Με το ζόρι μαζεύομαι σπίτι και σαν μου μείνει λίγο χρόνος τον τρώω, όπως βλέπεις σ’ αυτά τα δυο φαντάσματα. Τούτη η δουλειά του φιλόσοφου και του μαθητή του που μου φόρτωσαν οι ομογενείς θα μου πάρει ακόμη άλλα τρία χρόνια κι ένας Θεός ξέρει τι άλλο θα μου παρουσιαστεί μπροστά μου. Γι’ αυτό επιμένω να με αφήσεις εμένα και να βρεις κάποιο άλλον γλύπτη να κάνεις τη δουλειά σου.
Ο Στέφανος έμεινε άφωνος. Ωστόσο ετοιμάστηκε να του μιλήσει αλλά ο Νικόλας δεν τον άφησε. Έτσι με μια περιπαιχτική διάθεση του είπε :
--- Σαν το βιάζεσαι όμως και θες να γίνει η δουλειά, σου δίνω το βοηθό μου να το πελεκήσει. Έχει καλό χέρι, ξέρει τα μυστικά της τέχνης και δίνει αθάνατη πνοή στα έργα του. Τούτος αντίθετα από μένα δουλεύει τη μέρα, κοιμάται τη νύχτα και δεν αποξεχνιέται έξω από τη δουλειά του. Βλέπεις εκεί πέρα την κοπέλα που καλπάζει ανεβασμένη στο άλογο; Δική του δουλειά είναι κι όπου να ΄ναι την τελειώνει. Έτσι μένοντας ελεύθερος σου τον χαρίζω. Θα τον συμβουλεύω κι εγώ και θα ρίχνω τη ματιά μου στην καλλιτεχνική του πορεία, να είσαι βέβαιος. Επειδή είναι καλός και γρήγορος, πιστεύω να στο παραδώσουμε σύντομα για να ησυχάσεις κι εσύ από την αγωνία που σ’ έχει κυριέψει να δεις το άγαλμα της γυναίκας σου έτοιμο.
Μάζεψε τα μαλλιά του με τα χέρια του που του είχαν πέσει στο μέτωπο σαν μια μικρή τούφα από λουλούδια ο Στέφανος κι αφού έφερε τριγύρω του μια απεγνωσμένη ματιά, του είπε χολωμένος ύστερα από λίγο σαν τον κοίταξε με αιχμηρό βλέμμα:
--- Δε μου τα λες καλά, Νικόλα! Θες να με αποφύγεις και με στέλνεις από τον Άννα στον Καγιάφα! Πιο πολύ με κόβει το περιεχόμενο που θα ‘χει το άγαλμα της γυναίκας μου και λιγότερο η μορφή του. Κι αυτό μόνο εσύ μπορείς να το κάνεις. Γιατί έχεις μέσα σου αυτό που χρειάζεται, έχεις τη δύναμη που μ’ αυτή μπορείς να φτιάξεις κι άλλη πνοή, που θα κάνει το μάρμαρο σαν μπει μέσα του να πάρει ζωή και να δείχνει ολοζώντανο! Να έχει την ψυχή της γυναίκας μου, να ‘ναι ολόιδιο με αυτή και σαν του μιλώ να νιώθει την κουβέντα και τη συντροφιά μου! Ο βοηθός σου θα μπορέσει να στήσει μπρος μου ένα άγαλμα με ψυχή; Πολύ αμφιβάλλω! Μπορεί να φτιάξει όμορφο το κορμί της, αλλά να της δώσει ψυχή, ποτέ! Αυτό μόνο εσύ μπορείς να το κάνεις! Τον θεωρώ ανίκανο να μου το κάνει αυτό, ανίκανο να μου δώσει εκείνο που η φύση το δίνει απλόχερα στα πλάσματά της. Για τη ζωή, μιλώ!
Δεν είχε τελειώσει τα λόγια του, όταν ο γλύπτης σηκώθηκε και με γρήγορο βηματισμό κίνησε για τη σκάλα να συναντήσει την αδερφή του, τη Λίζα, που κατέβαινε κάτω εκείνη τη στιγμή ένα –ένα τα σκαλιά και τσιμπολογούσε ένα ολόμαυρο τσαμπί σταφύλι. Όμορφη με μαύρα μαλλιά και καστανά ακτινοβόλα μάτια, φορούσε μια κόκκινη σατέν ρόμπα μ’ ένα άνοιγμα μπρος της, όσο χρειαζόταν για να φαίνονται τα δυο της λαχταριστά στήθη και να διαγράφεται έντονη η θηλυκότητά της. Όταν την κατέβηκε ήρθαν πρόσωπο με πρόσωπο και αφού κοιτάχτηκαν τρυφερά, πιάστηκαν ύστερα χέρι – χέρι και βηματίζοντας αργά - αργά, έφτασαν κοντά στη θέση του Στέφανου. Εκεί μίλησαν χαμηλόφωνα για κάμποση ώρα κι όταν σταμάτησαν ο γλύπτης είπε στο Στέφανο, δείχνοντας την αδερφή του:
--- Η αδερφή μου, Στέφανε, δε χρειάζεται να στη γνωρίσω, την ξέρεις! Δε χαρίζει κοσμικότητα, εκθέσεις βιβλίου, ζωγραφικής και μουσικές συναυλίες που να μην πηγαίνει και ν’ αφήνει το άρωμα του κορμιού της και τη γοητεία της προς τέρψη κι ευχαρίστηση των αρσενικών! Κοιμάται κι αυτή τη μέρα όπως κι εγώ και περπατά τις νύχτες! Και μην πάει το μυαλό σου στο πονηρό! Τις καλλιτεχνικές νύχτες εννοώ!
Σηκώθηκε ο Στέφανος, της έδωσε το χέρι και τη χαιρέτησε. Ύστερα θωρώντας της το ελκυστικό πρόσωπο, της είπε ενθουσιασμένος:
--- Όμορφη και γοητευτική, όπως πάντα!
Και αφού στράφηκε προς το Νικόλα του είπε με βλέμμα θαυμασμού για το θεσπέσιο θέαμα που του προξενούσε η αδερφή του:
--- Έχεις ωραία αδερφή, Νικόλα! Μαζί της τα είπαμε προχθές στην έκθεση του βιβλίου στο πεδίο του Άρεως! Αυτή μέσα από την τέχνη της μουσικής κι εγώ από τη μεριά της λογοτεχνίας. Φουμάρει κι αυτή το δικό της καπνό και καλά κάνει!
--- Όπως όλοι μας, Στέφανε! του ‘κανε βαρύγδουπα η Λίζα και τον κοίταξε με ξέχειλη ζωτικότητα.
--- Η ψυχή σας απ’ ότι φαίνεται. γέμισε και των δυο από χαρά, σαν συναντηθήκατε, τους έκανε χαμογελώντας ο γλύπτης και αποτραβήχτηκε από κοντά τους, για να πλησιάσει τα δυο προπλάσματα. Στη συνέχεια αφού στάθηκε και τα παρατήρησε για λίγο, πρόσθεσε με χιουμοριστική διάθεση:
--- Αυτό πάει να πει πως δε με χρειάζεστε εμένα, τα λέτε και μόνοι σας. Γι’ αυτό αφήστε με να πεταχτώ στην αγορά να κάνω μερικές δουλειές μου και όταν γυρίσω και σας βρω εδώ, μπαίνω κι εγώ στην κουβέντα.
Αγκάλιασε τρυφερά την αδερφή του, χαμήλωσε το κεφάλι του κι άρχισε ν’ ανεβαίνει την εσωτερική σκάλα με πόδια βαριά σαν σίδερα.
= = =
Αφού δεν είχε τι να κάνει η Λίζα κλεισμένη μόνη στο σπίτι, άφηνε το πιάνο και τις παρτιτούρες και κατέβαινε στο εργαστήριο του αδερφού της για να μιλήσουν και να περπατήσει ανάμεσα στα σπασμένα μάρμαρα και τα αγάλματα. Ξεκομμένη από τις μικροχαρές της ζωής με μόνη έγνοια της την αγάπη για τη μουσική, που την έχανες που την έβρισκες, όλο σκυμμένη πάνω από το πιάνο να παίζει τις συμφωνίες του Μπετόβεν και τα κουαρτέτα του Μπαχ. Πλησίαζε τα τριάντα και δεν είχε σκοπό να σμίξει με άντρα και να κάνει οικογένεια με παιδιά. Έβλεπε τους άντρες και τους προσπερνούσε χωρίς να τους κοιτάζει και να τους δίνει σημασία. << Δεν ξέρω, γιατί>>, έλεγε σε γνωστούς και φίλους, << όταν βλέπω τους άντρες στενεύουν τα μάτια μου, ενώ όταν κοιτάξω τις νότες, φαρδαίνουν!>> Έτσι ερωτευμένη με το άγγιγμα των πλήκτρων, ξεχνούσε το χάδεμα των αντρών, αφήνοντας το θερμό κορμί της να βράζει στο ζουμί του και να μαραίνεται μακριά από τη φλόγα του έρωτα.
Τώρα αφού είδε το Στέφανο, απόδιωξε από το μυαλό της τη μουχλιασμένη εικόνα του σπιτιού, έλαμψε μπρος της το φως που βγαίνει από μια καλή συντροφιά κι ένιωσε ανάλαφρη και χαρούμενη. Γι’ αυτό σαν κάθισε και τίναξε πίσω με χάρη κι ορμή τα μαύρα της μαλλιά, που έπεφταν πλούσια στους ώμους της, τον ρώτησε κοιτάζοντας τον με σαγηνευτικό βλέμμα:
--- Τι καλό σ’ έφερε από τα μέρη μας, Στέφανε; Έγραψες καινούριο βιβλίο και ήρθες να σου κάνει σχέδιο για το εξώφυλλο ο αδερφός μου;
Την κοίταξε κατάματα εκείνος και της αποκρίθηκε με μια συνεσταλμένη διάθεση:
--- Δεν μπορώ να σταθώ πουθενά, Λίζα, από τότε που έχασα τη γυναίκα μου κι απόμεινα μόνος. Την αγαπούσα ξέρεις πολύ κι αυτό με κάνει να νιώθω την απουσία της οδυνηρή και να με πληγώνει αφάνταστα. Τη σκέπτομαι συνέχεια, δεν ησυχάζω ποτέ και ο ύπνος μου έχει γίνει κολαστήριο με τη συνεχή της εμφάνιση στα όνειρά μου. Δεν ξέρω αν πρέπει να το πω αυτό, αλλά θαρρώ πως ώρες- ώρες έχω άρρωστη ψυχή που δεν ακούει το λογικό παρά τις φωνές του φόβου της. Έτσι δε φτάνει που μου κάνει τη ζωή άνω κάτω, έρχεται ύστερα και μου ζητάει και παράλογα πράματα, αταίριαστα κι ασυνήθιστα. Να όπως τώρα που θέλει να φτιάξω το άγαλμα της γυναίκας μου και να το στήσω μέσα στο σπίτι μου. Τι σου σκαρώνει, ε. είδες; Τι σου σκαρώνει η ψυχή; Έτσι πήρα κι εγώ το δρόμο και ήρθα στο Νικόλα να της κάνουμε το χατίρι της.
Εδώ όμως που τα λέμε τούτη η παράλογη επιθυμία της ψυχής μου θα μου κάνει και καλό, γιατί όταν θα βλέπω το άγαλμα της συγχωρεμένης μπροστά μου, θα ζω με την ψευδαίσθηση πως την έχω κοντά μου κι αυτό θα μου δίνει χαρά, αφού θα μπορώ να μοιράζομαι τη συντροφιά της. Έστω κι έτσι με αυτό τον μεταφυσικό τρόπο,
Τον κοίταξε με τρυφερή ματιά η Λίζα και του είπε με οίκτο:
--- Φτεροκοπάς, Στέφανε, σ’ άλλους κόσμους το βλέπω από τότε που σ’ άφησε χρόνους η γυναίκα σου η συγχωρεμένη, αλλά θαρρώ πως το παρακάνεις. Τα μάτια σου συνέχεια θολώνουν από το κλάμα και η ψυχή σου όλο κι έχει τρικυμία σαν φουρτουνιασμένη θάλασσα. Πού θα βγει όμως αυτό; Έτσι θα φας τη ζωή σου μέσα στο σπαραγμό και τον πόνο και θα είσαι πάντα μακριά από τις χαρές και τις ομορφιές που τριγύρω σου πάντα υπάρχουν.
Φάνηκε να πειράχτηκε με τα λόγια της ο Στέφανος έτσι που του μίλησε τούτη η γυναίκα που της ήρθαν όλα εύκολα στη ζωή και δεν ήταν σε θέση να τον νιώσει και να του συμπαρασταθεί. Κι αφού έσφιξε τα δόντια του τής είπε μέσα από τα σφραγισμένα χείλη του, θωρώντας την με υψωμένα τα φαρδιά του βλέφαρα :
--- Μιλάς έτσι Λίζα γιατί είσαι εσύ στον παράδεισο κι εγώ στην κόλαση. Σαν θες να μάθεις αυτό που έχω πάθει είναι χτικιό δεν είναι παίξε γέλασε που σε τρώει όλη μέρα και σε κάνει να πονάς και να σιχαίνεσαι τη ζωή. Κι αφού αμαρτία εξομολογημένη, αμαρτία δε λογίζεται, σου λέω λοιπόν πως την αγαπώ ακόμη τη γυναίκα μου και τη θεωρώ σαν το πιο ιερό κι όσιο που είχα κι έχω ποτέ. Θα την αγαπώ ώσπου να κλείσω τα μάτια μου κι άλλη γυναίκα όσο θα ζω δε θ’ αγαπήσω με τίποτα! Σαν τη γνώρισα τρελάθηκα τόσο μαζί της που όταν ήρθα σπίτι μου ήπια μια κανάτα κρασί ολομόναχος για να ξεχάσω τα πύρινα μάτια της, το λάγνο κορμί της και την οξύτητα που είχε στο πνεύμα της.
Την άλλη μέρα όμως τσουκ, μπήκα στο γραφείο της, κάθισα απέναντί της και τη θωρούσα με έντονο πάθος, ενώ η φωτιά που μου είχε ανάψει μέσα μου για χάρη της όλο και φούντωνε και με κατάκαιε. Απόρησε τότε αυτή που την κοίταζα σαν χαμένος και με ρώτησε: << Φαίνεσαι άρρωστος ή με ξεγελάνε τα μάτια μου; >> Δε χάνω κι εγώ τότε την ευκαιρία και της λέω με μια λιπόθυμη διάθεση από την αγωνία μου: << Η φωτιά που μου ‘χεις ανάψει με καίει ολόκληρο κι αν δε μου τη σβήσεις θα γίνω κάρβουνο >>. Έπιασε το νόημα που είχαν τα λόγια μου κι αφού με ερωτεύτηκε κι αυτή, παντρευτήκαμε σε μια βδομάδα. Ζήσαμε θυελλώδη ζωή, πέσαμε μαζί σε βάλτους και ξέρες, γευτήκαμε με πάθος τις χαρές της ζωής και νιώσαμε τη δύναμη και την ομορφιά του έρωτά μας με πρωτοφανή ένταση. Εφτά χρόνια μαζί, εφτά χρόνια στον παράδεισο! Δυο χρόνια χωρίς αυτή, δυο χρόνια στην κόλαση!
Σταύρωσε τα χέρια του με μια νωχελική κίνηση και πρόσθεσε:
--- Με βοηθούσε κιόλας, ήταν το δεξί μου χέρι και μου διόρθωνε τα χειρόγραφα. Τα έργα μου είναι και δικά της γιατί σε κάθε τους σειρά έχουν και τη δική της αγωνία και σε κάθε τους σελίδα την ψυχή της! Θαρρώ χωρίς αυτή δε θα είχα γράψει τίποτα!
Της άρεσε της Λίζας, έτσι που μιλούσε για τη γυναίκα του, αλλά παραδόξως την περίχυσε και η ζήλια για τη συγχωρεμένη που αγαπιόταν με τόσο πάθος, από τον άντρα που είχε δίπλα της και ήταν τόσο νέος και όμορφος και τον αγαπούσε τρελά κι αυτή. Κι ακόμη το σπουδαιότερο είχε τη ζωή δική του, ήταν χωρίς σύντροφο κι αυτή ήταν έτοιμη να τού προσφέρει τις ηδονές της με την πρώτη του επιθυμία. Έτσι με μια μικρή συναισθηματική φόρτιση τον ρώτησε με χαμηλή φωνή:
--- Πώς γίνεσαι φιλικός με τη ζωή, Στέφανε, αφού σου λείπει αυτή που αγαπάς; Τι κάνεις για να την ξεχάσεις;
Mε βλέμμα που έκρυβε όλο τον πόνο μέσα του, εκείνος της αποκρίθηκε:
--- Νιώθω τη δυστυχία μου και φιλιώνω με τον πόνο μου! Κλαίω όταν τη θυμάμαι και υποφέρω σαν τη σκέφτομαι! Για να την ξεχάσω ούτε λόγος! Δυο χρόνια τώρα είμαι ένας μάρτυρας της αγάπης και του πάθους μου γι’ αυτή. Και για να απαλύνω κάπως το μαρτύριό μου αυτό, σκέφτηκα να τη φέρω απ’ τον άλλο κόσμο στο σπίτι, στήνοντας το άγαλμά της στο μέρος της βιβλιοθήκης που τόσο πολύ της άρεσε. Να τη βλέπω έτσι και να με βλέπει! Γι’ αυτό με συναντάς εδώ! Ήρθα να το υπενθυμίσω στο Νικόλα για να το βάλει μπροστά. Το ξέρω πως δεν μπορώ να την αναστήσω αλλά πώς αλλιώς να καταγράψω το πέρασμά της από τη ζωή μου;
Σταμάτησε και με μια ζωηράδα στα μάτια του που τη γέννησε αυτό που θυμήθηκε, συνέχισε:
--- Τη θέλω κοντά μου τούτο τον καιρό, περισσότερο από άλλη φορά! Τη θέλω και ξέρεις γιατί; Για να με βοηθήσει να πάρω το πρώτο βραβείο μυθιστορήματος που τόσο πολύ το ήθελε όταν ζούσε και με παρότρυνε συνέχεια να το κερδίσω. Με όσα με έχουν βρει θα έπρεπε να τα παρατήσω, αλλά όσο κι αν σου φαίνεται παράξενο, νιώθω ακόμη έφηβος στον τομέα της λογοτεχνίας και θέλω να ασκήσω για άλλη μια φορά με τη συγγραφή ενός καινούριου βιβλίου τη δοκιμασία του πνεύματος και της γραφής μου.
Τούτη η φιλοδοξία του να πάρει το πρώτο βραβείο μυθιστορήματος, χαροποίησε τη Λίζα γιατί της άνοιγε το δρόμο να πετύχει αυτό που από καιρό είχε βάλει στο μυαλό της. Έτσι για να μάθει κι άλλα περισσότερα γύρω απ’ αυτό το βραβείο, τον ρώτησε με μια αίσθηση δήθεν ενδιαφέροντος:
--- Δεν πιστεύω πως μόνο με την αξία σου μπορείς να πάρεις την πρωτιά! Θέλεις κι άλλα πράματα!
Ψιθύρισε κάτι εκείνος και εννοώντας τον υπαινιγμό στα λόγια της, της αποκρίθηκε ύστερα από λίγο:
--- Το ξέρω, δύναμη και χρήμα θες να πεις! Αλλά πού να τα βρω! Εγώ τίποτα απ’ αυτά δεν έχω. Φτασμένος συγγραφέας είμαι μόνο και με διαβάζουν πολλοί. Αυτό μου αρκεί προς το παρόν και μου φτάνει. Μου αρκεί θέλω να πω να βλέπω τα βιβλία μου να αδειάζουν τα ράφια των βιβλιοπωλείων και να πηγαίνουν στα χέρια των αναγνωστών μου. Τότε με συνεπαίρνει μια αλλόκοτη χαρά και το πάθος μου για γραφή μεγαλώνει. Έτσι για μέρες και μήνες ολόκληρους δε με απασχολεί παρά πως θα γεμίσω το λευκό χαρτί με μαύρες όμορφες γραμμές. Ώρες –ώρες δε η σκέψη μου έχει τόση παραγωγικότητα ιδεών που δεν προλαβαίνω να τις αραδιάσω στο χαρτί. Κι αυτό με στενοχωρεί πολύ και νιώθω νικημένος εραστής του πνεύματος αφού αδυνατώ να το υπηρετήσω.
Σιώπησε λίγο κι αφού χάιδεψε με τα χέρια του ένα μικρό αγαλματάκι που απεικόνιζε ένα ελαφάκι με υπερυψωμένα τα μπροστινά του πόδια, συνέχισε με μεγαλύτερη σοβαρότητα:
--- Σαν μέσα στο μυαλό του δημιουργού, συσσωρευτεί το υλικό που πρέπει να χτίσει το έργο του, δεν πρέπει να το αφήσει να χαθεί, αλλά να το βγάλει κάποτε στο φως και να του δώσει την πνοή που του χρειάζεται ώστε να το δημιουργήσει. Αν φανεί αδιάφορος ή ελαστικός το έργο χάνεται και η τέχνη φτωχαίνει.
Η Λίζα σαν κατάλαβε πως τελείωσε, γυρόφερε τα μάτια της για λίγο τριγύρω και μετά με ένα τρυφερό βλέμμα τον αγκάλιασε για πολλή ώρα, αμίλητη. H φλόγωση της συμπάθειας και η οργή που αισθανόταν μέσα της γι΄ αυτόν τον άνθρωπο είχαν μπερδευτεί σε τέτοιο σημείο που δεν ήξερε τελικά αν της ήταν απαραίτητος ή ασήμαντος. Τέτοια παράξενα συναισθήματα δεν είχε νιώσει ποτέ για κανέναν κι αυτό την έφερνε πιο πολύ κοντά του και να ζητά με λύσσα τη συντροφιά του και τη λαχτάρα να μαθαίνει όλο και πιο πολλά από εκείνα τα ενδιαφέροντα που τόσο επίμονα αναζητούσε.
--- Θέλεις να σε βοηθήσω, να πάρεις το βραβείο; του ‘πε και φάνηκε σαν να ρίγησε σύγκορμη. Όλοι εκεί μέσα στην επιτροπή κρίσης είναι δικοί μου άνθρωποι. Τους γνωρίζω από την καλή, σπαταλάμε το χρόνο μας μαζί και ξέρω καλά τι καπνό φουμάρει ο καθένας τους. Τούτα τα γερόντια που θεωρούν τον εαυτό τους τρανό, εύκολα τα παίρνουν κι εύκολα κατρακυλούν από το φως στο σκοτάδι, από την εγκράτεια στην ηδονή για μια χούφτα ευρώ. Τα πελιδνά πρόσωπά τους πιο καλά γνωρίζουν τα λεφτά που περνάνε από τα χέρια τους παρά την ουσία της τέχνης.
Η λιμασμένη ψυχή του Στέφανου για τη δόξα βρήκε στα λόγια της αποκούμπι. Στο μυαλό του πέρασε όλη εκείνη η γιορτή που μοιάζει με στέψη αυτοκράτορα και ακολουθεί την απονομή του βραβείου. Η γιορτή
με τις φωτισμένες αίθουσες, τους χαιρετισμούς, τις φιλοφρονήσεις, τα χαμόγελα, τα θολά μάτια από τη συγκίνηση, τα ζαρωμένα πρόσωπα και τα γερασμένα κορμιά. Τρόμαξε λίγο σαν τα θυμήθηκε όλα αυτά, αλλά γρήγορα συνήλθε και σκέφτηκε πως εφόσον κυνηγούσε την πρωτιά ήταν υποχρεωμένος να τα υποστεί.
Το πρώτο βραβείο ήταν δύσκολο να το πάρει κι αυτό το ήξερε καλά αλλά ποτέ του δεν εγκατέλειψε τη φιλοδοξία του αυτή. Και τώρα με τα λόγια της Λίζας θάρρεψε και κάτι του είπε μέσα του πως η ενίσχυσή της όποια κι αν ήταν αυτή θα τον βοηθούσε. Θα τον βοηθούσε να γίνει το πρώτο όνομα στη λογοτεχνία της χώρας του και οι αλλεπάλληλες εκδόσεις του θα τον γέμιζαν λεφτά. Στα βιβλιοπωλεία θα του έσφιγγαν σφιχτά τα χέρια, τα βαρύγδουπα λόγια γι’ αυτόν θα ήταν συνεχή και το μελάνι που θα χυνόταν στο χαρτί από τους κριτικούς άφθονο σαν το νερό του ποταμού. Παθιασμένος για μια τέτοια λοιπόν τιμή και δόξα, τίναξε το κεφάλι με στόμφο πίσω και της αποκρίθηκε με έξαρση κι απολογητικό τόνο:
--- Το θέλω πολύ το βραβείο και το ξέρει ο καθένας αυτό. Είναι όμως δύσκολο να το πάρω, γιατί όπως κι εσύ το είπες, πρέπει να τα βάλω με τους τετράπαχους της επιτροπής κι ένας Θεός ξέρει και με ποιους άλλους. Αυτές οι δουλειές θέλουν γνωριμίες, τρεξίματα, προσκυνήματα και λαδώματα που εγώ δεν μπορώ να τα κάνω. Τώρα όμως μ’ αυτά που είπες το σκηνικό αλλάζει και μπορώ πια με τη βοήθειά σου να ελπίζω σε κάτι καλύτερο! Να αρνηθώ τη βοήθειά σου δεν είναι σωστό και το θεωρώ αγένεια και δειλία. Άφησε που μια τέτοια συνεργασία θα μας φέρει και πιο κοντά τον έναν στον άλλον!
Γέλασε με σαρκασμό η Λίζα και σκέφτηκε << καλά τα πάμε, ως εδώ, είναι μέχρι να τον ρίξω στα δίχτυα μου και μετά τον ψαρεύω εύκολα! Ξέρει ότι τον αγαπώ, αλλά δεν ξέρει το πάθος μου γι’ αυτόν και καλό είναι να του το φανερώσω σιγά - σιγά με τον καιρό γιατί έτσι ριγμένος που είναι τώρα στη φουρτουνιασμένη θάλασσα, σίγουρα θα πνιγεί σαν του το αποκαλύψω. Ο καιρός είναι εκείνος που θα με βοηθήσει να του εξομολογηθώ τον τυφλό έρωτά μου και σαν λογικός που δείχνει να είναι, ποιος ξέρει, μπορεί και να αφουγκραστεί την τρελή και μεθυσμένη μου καρδιά >>.
--- Έχω εγώ τον τρόπο μου να σε βοηθήσω! του είπε με ενθουσιασμό και τα μάτια της άστραψαν και στάθηκαν πάνω του σαν δυο φλόγες. Τους πέντε της επιτροπής κρίσης των βιβλίων τους παίζω στα δάχτυλα και όταν δίνω τις συναυλίες μου έρχονται να με ακούσουν και σκοτώνονται στο τέλος ποιος θα με χαιρετήσει πρώτος και θα με γεμίσει με φιλοφρονήσεις και χειροφιλήματα. Με τη δική μου κουβέντα διορίστηκαν στη θέση που είναι και με τη δική μου κουβέντα πάλι μπορεί να την χάσουν. Είναι τόσο χαμερπείς και δουλοπρεπείς που ότι και να τους πω θα με ακούσουν και θα το κάνουν. Σαν τους στείλεις το βιβλίο σου και κάνεις την αίτηση συμμετοχής σου για τη διεκδίκηση του βραβείου έλα να συζητήσουμε την πορεία πλεύσης που θα ακολουθήσουμε. Θα τα καταστρώσω όλα με τέτοια φροντίδα και μέριμνα που κάθε δυσκολία θα μηδενιστεί και θα εκλείψει. Από σένα θέλω μόνο το τρυφερό άγγιγμά της ψυχής σου και μόνο αυτό!
--- Το άγγιγμά μου το ‘χεις! της έκανε περισσότερο ψιθυρίζοντας ο Στέφανος παρά αρθρώνοντας λόγο. Δε θέλω όμως τον έρωτά σου αν αυτό υπονοείς και με φέρνεις σε δύσκολη θέση, ξέροντας πως ακόμη είμαι ερωτευμένος με τη συγχωρεμένη τη γυναίκα μου. Κι αφού τόσες φορές σου έχω εξηγήσει πως δε με συγκινεί προς τον παρόν τουλάχιστον καμιά γυναίκα και κανένα χέρι της όσο κι αν με αγγίξει δε μου φαίνεται ζεστό και τρυφερό. Γι’ αυτό σε παρακαλώ μην κουράζεσαι να μου εξομολογείσαι τα συναισθήματά σου και σταμάτα να με ξεσηκώνεις και να με βάζεις να παίζω στα ερωτικά σου παιχνίδια.
Τα λόγια τούτα του Στέφανου έπεσαν με τόση σκληρότητα πάνω της που της φάνηκε σαν να τη δάγκωσε λυσσασμένο σκυλί. Ωστόσο κατάπιε τα λόγια του και τον πόνο που της άφησαν και του είπε ανήσυχη, στριφογυρίζοντας στη θέση της, με έξαψη στην έκφρασή της:
--- Άκουσε τώρα, προσεκτικά τι θα κάνουμε. Σαν βγει το βιβλίο θα στείλεις ένα αντίτυπο στο Βρανά τον κριτικό, ξέρεις ποιον εννοώ, αυτόν τον ξεμωραμένο που θάβει και ανασταίνει όποιον συγγραφέα θέλει. Αυτός δε θα μπορέσει να κάνει αλλιώς και θα γράψει όπως θα του υπαγορεύσω εγώ. Θα στο βγάλει αριστούργημα κι αφού συγκλονίσει τους πάντες με την κριτική του, η επιτροπή πλέον δεν μπορεί να στραφεί εναντίον σου, αλλά δείχνοντας μια ανοχή στην αυθεντία του και έχοντας συναίσθηση της δικής της άγνοιας θα ψηφίσει το βιβλίο σου πρώτο!
Κι αφού τον κοίταξε με τρυφερότητα και πάθος, τον ρώτησε με την αποφασιστικότητα που χαρακτηρίζει τις γυναίκες:
--- Αυτό δε θέλεις;
Έχοντας συντροφιά τη θλίψη μετά το θάνατο της γυναίκας του ο Στέφανος είναι αλήθεια πως αποζητούσε την ηδονή εκείνη που θα τον λύτρωνε και θα τον έκανε να νιώσει και πάλι χαρούμενος κι ευτυχισμένος, όπως ήταν όταν ζούσε. Να ξεχάσει τη γυναίκα του δε γινόταν, να δείξει όμως μια ανδρεία και να αρπαχτεί και πάλι από το όμορφο σώμα της ζωής, πολύ το ήθελε και το ζητούσε. Tο πάθος του έρωτα για τη γυναίκα του υπήρχε, έβραζε μέσα του και σαν τη θυμόταν ριγούσε σύγκορμος και την ζητούσε σαν τρελός. Έτσι για να ισορροπήσει την απώλειά της έπρεπε κάτι άλλο να βρει σαν αντίβαρο κι αυτό δεν ήταν άλλο από το πάθος της δόξας, που το θεωρούσε ισχυρό κίνητρο για μια μεγαλειώδη ζωή. Το όνειρό του να ξεφύγει από τη ρηχότητα της καθημερινότητας και το άκοσμο, πίστευε πως θα έπαιρνε σάρκα και οστά μετά τη βράβευσή του. Έτσι το λαβωμένο του είναι θα γιατρευόταν και η φιλοδοξία του θα ικανοποιούταν στο ακέραιο. Πράγμα που θα τον όπλιζε με δύναμη για να ξεριζώσει από μέσα του τα παράσιτα της απαισιοδοξίας και της πλήξης.
Πόρτες, σαλόνια, χειραψίες, φιλοφρονήσεις, λιγωμένα βλέμματα, αμαρτίες κι ακολασίες, όλα θα τον προσκαλούσαν να τα αγγίξει και να δοκιμάσει την παράφορη ορμή τους και την απρόβλεπτη συνέπειά τους. Κι αυτό γιατί τον τραβούσε η μαγεία της άγνωστης ηδονής που χαρίζει η δόξα. Του τρέλαινε το μυαλό αυτό το άγνωστό της πρόσωπο και τον γέμιζε με χίλιες δυο φαντασιώσεις. Και τώρα, να σε ώρα που δεν το περίμενε ένα χέρι μιας χαριτωμένης γυναίκας του δείχνει το δρόμο για ένα δαφνοστεφή δρόμο και τον βάζει δίπλα σ’ αυτή τη δόξα να νιώσει κιόλας το ξαναμμένο της κορμί!
Μπορούσε ν’ αρνηθεί τη βοήθειά της; Ποτέ! Άφησε που είχε αμαρτήσει με τη σκέψη και μόνο που φαντάστηκε να τον στεφανώνει η δόξα και να νιώθει την απέραντη δύναμή της. Έτσι πιστεύοντας πως άρχισε κιόλας να περπάτα στ’ αχνάρια της επιτυχίας, της είπε με ξέχειλη ζωτικότητα:
--- Λίζα, σ’ έναν μήνα το βιβλίο μου θα ‘ναι έτοιμο, θέλω να πω θα κυκλοφορήσει, θα μπει στα βιβλιοπωλεία, θα διαβαστεί απ’ τον κόσμο και θα φτάσει στα χέρια των κριτικών και της επιτροπής κρίσης. Εκείνο που απομένει είναι ο συντονισμός για τη διαφήμισή του κι από τους δυο μας. Εγώ έχω τη δύναμη του λόγου, εσύ τη δύναμη της πίεσης και της επιρροής, δε θαρρώ πως χρειαζόμαστε και κάτι άλλο για να λυγίσουμε τα γεροντάκια της επιτροπής και να αποφασίσουν τη βράβευση του βιβλίου μου.
Κι αφού σταμάτησε δείχνοντας σαν να μην πίστευε αυτά που έλεγε, συνέχισε με κάποια αμηχανία στην έκφρασή του:
--- Ωστόσο φοβάμαι κάτι που μόνο σε σένα το εξομολογούμαι. Φοβάμαι το ίδιο το περιεχόμενο του βιβλίου, που περισσότερο απωθεί τον αναγνώστη παρά τον έλκει. Τον απωθεί γιατί μιλά για τη δύναμη του ενός που όλο και τη χάνει και την κερδίζουν οι πολλοί. Θέλεις αυτό το ένα είναι πρώτο γενεσιουργό, θέλεις σύμπαν, αιώνια δύναμη, άφθαρτο ον, αποδυναμώνεται μες στο βιβλίο μου, γίνεται μικρό, στερεμένο από το αιώνιο, το άφθαρτο, το ακατάλυτο και το πανίσχυρο. Τα σύνθετα πλέον δυναμώνουν, τα μικρά και πολλά συμπλέκονται, καταρρίπτονται οι αποφάσεις του ενός, το ορθό και το αληθινό ορίζονται από τους πολλούς και όλος ο κόσμος γίνεται ένας και πολλοί μαζί.
Όλα αυτά είναι πέρα από τα παραδεκτά αλλά μη μου ζητάς ν’ αλλάξω ούτε μια λέξη για να το κάνω πιο εύπεπτο στον αναγνώστη και να πω ψέματα. Αν το διαβάσουν και γελάσουν θα χαρώ γιατί θα πιστέψω πως το πήραν στα σοβαρά και τους άγγιξε, αν πάλι σιωπήσουν θα δείξει πως τους τρόμαξα με όσα έγραψα και αν πάλι μου το πετάξουν στα μούτρα, ε, τότε είναι, που, θα νιώσω τη μεγαλύτερη ευτυχία, γιατί αυτό σημαίνει πως τους έπεισα για τις σκέψεις μου! Έτσι αν μπορέσουμε και κατευθύνουμε τους κριτικούς της επιτροπής να σταθούν πιο πολύ στη μορφή παρά στο περιεχόμενο του βιβλίου, πιστεύω να έχουμε καλύτερο αποτέλεσμα και το θρεμμένο έργο μου πιο εύκολα θα πάρει την πρωτιά και θα φθάσει ανάλαφρο στα χέρια και στα ξεκούραστα μάτια των αναγνωστών.
<< Τον έβαλα μπροστά και θα τον τραβώ όπως θέλω εγώ >> σκέφτηκε χαρούμενη η Λίζα και τον κοίταξε ξαναμμένη με τα όμορφα ολόμαυρα μάτια της. Και μετά από μια μικρή σιωπή του είπε:
--- Έχω τον τρόπο μου να παρασύρω τους γέροντες της επιτροπής κι αφού τους στερέψω τη σκέψη να τους κάνω να αποφασίσουν όπως θέλω εγώ! Για τη στιγμή πρέπει να μιλήσω με τον κριτικό Βρανά για να σου γράψει δυο λόγια και να σου ανεβάσει το βιβλίο. Αυτός ο άνθρωπος πρέπει να ξέρεις πως ότι γράφει διαβάζεται πολύ και πιστεύεται. Τα ‘χει καλά με τους γραμματείς και τους συμβούλους του υπουργείου πολιτισμού και έχει μεγάλη επιρροή στις διάφορες βραβεύσεις. Στις δε επιχορηγήσεις για τις αγορές βιβλίων από το υπουργείο έχει τον πρώτο λόγο και η δύναμή του ακόμη και στο χώρο της έκδοσης είναι τόσο μεγάλη που οι εκδότες δεν αποφασίζουν να βγάλουν κάποιο βιβλίο αν πρώτα δεν τον συμβουλευτούν.
Πήρε μια βαθιά ανάσα και συνέχισε:
--- Αυτός ο κριτικός είναι ένας αδίσταχτος γραφιάς με την πένα του βουτηγμένη πάντα στο μελάνι της σήψης και της διαφθοράς. Όσο πιο πολλά παίρνει τόσο και οι κριτικές ξεγελούν πιο πολύ τους αναγνώστες για την καλή ή κακή αξία του βιβλίου.
Κοίταξε με νόημα το Στέφανο σαν τον είδε να εκπλήσσεται με τα λόγια της και πρόσθεσε, με χαριτωμένη φωνή:
--- Δε θα τον σπρώξω εγώ στην αμαρτία, ήδη έχει πάρει από καιρό το δρόμο του!
Εκείνη τη στιγμή άνοιξε η πόρτα και μπήκε μέσα ο Νικόλας. Φαινόταν χαρούμενος, μ’ ένα σωρό πολύχρωμα χαρτιά στην αγκαλιά του κι ένα μικρό πίνακα ζωγραφικής κάτω από τη δεξιά μασχάλη του. Ακούμπησε τα πράγματα στο μικρό τραπεζάκι μπροστά του κι αφού ανέβηκε στο ψηλό ξύλινο σκαμνί που τόσο πολύ του άρεσε και το χρησιμοποιούσε, τους είπε με το πρόσωπό του να λάμπει ολόκληρο από χαρά:
--- Ευχαριστήθηκα με τα έργα και τη δουλειά του ζωγράφου που πήγα και είδα και συγκινήθηκα από την τέχνη του. Μια τέχνη που χαστουκίζει τους κάλπικους δημιουργούς και ακολουθεί το δρόμο της σωστής έκφρασης κι αισθητικής. Μπορεί να μη φτιάχνει αριστουργήματα, αλλά τα έργα του έχουν μια φρεσκάδα και ζωντάνια σπάνια. Και τούτο γιατί φαίνεται πως την ώρα της δημιουργίας του, γυμνός από τα εγκόσμια, περιβάλλεται μόνο από τη θεία σκέψη. Έτσι ο νους και η καρδιά του φλέγονται από την έκσταση του απόλυτου και η πινελιά του γίνεται φλόγα πνεύματος που δε συναντά καμιά δυσκολία σαν αρχίσει να δίνει ζωή στα χρώματα της επιφάνειας. Θαύμασα όλα του τα έργα που τα ‘χει εμπνευστεί από τις τέσσερις εποχές της φύσης κι ένιωσα πραγματικά την ουσία και το άγγιγμα της τέχνης. Ώρες- ώρες θαρρούσα πως ήμουν κι εγώ μέσα στον πίνακα και τον χαιρόμουν πραγματικά, νιώθοντας την αίσθηση της ομορφιά του στο σώμα και στην ψυχή μου.
Εκείνο όμως το έργο απ’ όλα που μου άρεσε πιο πολύ, ήταν ένα ιστιοφόρο που αρμένιζε στο πέλαγο κάτω από το χρυσοκίτρινο ήλιο και φαινόταν όλο να μικραίνει και να χάνεται στον ορίζοντα, έτσι ολομόναχο που καθόταν στα γαλανά νερά. Ασάλευτο ήταν κι όμως είχε κίνηση, άψυχο κι όμως είχε ψυχή . Το ωραίο, το καλό και το αληθινό που χαρακτηρίζουν την τέχνη απόλυτα ταιριασμένα και δοσμένα από τον τέλειο δημιουργό της. Μπράβο του! Υπηρετεί και με το παραπάνω και το σκοπό της τέχνης αλλά και το νόημά της.
Εδώ σταμάτησε κι αφού κοίταξε με ερευνητικό βλέμμα το Στέφανο, τον ρώτησε καλοδιάθετα:
--- Τι λες κι εσύ Στέφανε; Είναι όπως τα λέω;
Ο
Στέφανος δεν του απάντησε γιατί κοιτούσε με θαυμασμό το θρεμμένο κορμί της Λίζας που ανέβαινε τη σκάλα και πήγαινε για το σπίτι. Με το κεφάλι της αυτή στραμμένο πίσω τους ζητούσε συγγνώμη για την αναχώρησή της, υπενθυμίζοντας στο Στέφανο πως θα τα ξαναπούνε, ενώ τον αποχαιρετούσε αφήνοντας όλη την ξέχειλη ζωτικότητά της να τον συνεπαίρνει και να του ανάβει φωτιές σε ολόκληρο το σώμα του. Σαν όμως η Λίζα έκλεισε την πόρτα πίσω της και του έφυγε η εικόνα της, συνήλθε και αφού θυμήθηκε αυτό που τον ρώτησε ο ζωγράφος του απάντησε ύστερα από μια μικρή παύση που του έδωσε χρόνο να σκεφτεί:
--- Δίκιο έχεις, Νικόλα! Η τέχνη είναι μία, αλλά οι αδέξιοι καλλιτέχνες την κομματιάζουν και μας σερβίρουν ο καθένας τους κι από ένα κομμάτι της! Και σ’ αυτό δύσκολα μπορεί κάποιος να νιώσει το αισθητικό αποτέλεσμα εκείνο που θα του αγγίξει την ψυχή. Θαρρώ πως στο ψηλό σκαμνί της τέχνης φτάνει το έργο εκείνο που έχει να σου πει κάτι και μπορεί να μεταμορφώσει τον εσωτερικό σου κόσμο.
Γέλασε με σαρκασμό ο γλύπτης μ’ όσα άκουσε κι αφού γυρόφερε τα μάτια του και τα σταμάτησε πάνω στα δυο αγάλματα με τον Αριστοτέλη και το μαθητή του, άρχισε να τα περιεργάζεται με ιδιαίτερη προσοχή και σχολαστικότητα. Έτσι σαν βρήκε πως η δεξιά πλευρά του φιλόσοφου ήταν άτεχνη και υπερυψωμένη αρκετά, πήρε μια σμίλη και το σφυρί από το καλάθι των εργαλείων κι άρχισε πλησιάζοντας να πελεκά το μάρμαρο με προσεγμένα κι ανάλαφρα χτυπήματα. Όταν τελείωσε, στάθηκε αντικριστά από το μέρος που διόρθωσε κι αφού έσκυψε πάνω του το έψαξε με τα δάχτυλά του για να επιβεβαιωθεί για την επιτυχία της επέμβασής του κι αφού το βρήκε καλό, αποτραβήχτηκε ύστερα με χαρούμενη διάθεση και πλησίασε στον πάγκο του ατελιέ του. Κι εκεί ωστόσο δεν ησύχασε, αλλά συνέχισε να κοιτάζει τα έργα του με πολλές αχόρταγες ματιές και να δείχνει έντονα κάποιους προβληματισμούς του.
Κάποια στιγμή όμως ξεκόλλησε τα μάτια του από πάνω τους και αρκετά γαληνεμένος, στράφηκε και είπε στο Στέφανο:
--- Ο διάβολος με άφησε Στέφανε και σκέφτηκα να την πάρω τη δουλειά και να φτιάξω το άγαλμα της γυναίκας σου! Δεν ξέρω τι συνέβη κι άλλαξα γνώμη, αλλά νομίζω πως όλα έγιναν ξαφνικά εκεί στην έκθεση που πήγα όταν κάποιος Θεός φαίνεται μου άλλαξε το είναι μου κι έσπρωξε το μυαλό μου να πει το <<ναι>>. Έτσι θέλω να σε κάνω ευτυχισμένο με την τέχνη μου όσο μπορώ και με την πνευματικότητα που θα δώσω στο άψυχο μάρμαρο να νιώθεις και να αφουγκράζεσαι την ψυχή της γυναίκας σου. Κι αφού θα την αισθάνεσαι ο πόνος σου θα μικραίνει και η απουσία της θα πάψει να σου γίνεται βραχνάς κι απελπισία. Ζωή πρέπει να ξέρεις δεν μπορεί να δώσει η τέχνη όσο κι αν το θέλουμε εμείς οι κοινοί θνητοί. Γιατί η δημιουργία της ζωής είναι έργο μόνο του Θεού και τίποτα δεν μπορεί να του αφαιρέσει τούτη τη μοναδικότητα που θαρρώ και θα του ανήκει αιώνια.
Τον κοίταξε με ζεστή ματιά εκείνος χωρίς να βγάλει άχνα ενώ μέσα του χαιρόταν με την απόφασή του, γιατί όλα έδειχναν πια, φως φανάρι, πως τραβούσαν το δρόμο τους κι αυτός όχι μόνο θα έβαζε σπίτι του το άγαλμα της γυναίκας του αλλά και θα γινόταν ένας από τους σημαντικότερους υποψήφιους για την κατάκτηση της πρώτης θέσης του βραβείου μυθιστορήματος. Γιατί, ένα <<ναι>> του Νικόλα, σήμαινε ένα βήμα πιο κοντά στη Λίζα, ένα βήμα κοντά στον παράδεισο.
--- Είχα τόση αγωνία, μέχρι ν’ ακούσω το << ναι >> απ’ τα χείλη σου, του είπε με ψιθυριστή φωνή κάποια στιγμή και φάνηκε πολύ χαρούμενος σαν του ‘χε φύγει όλο εκείνο το βάρος της αγωνίας από μέσα του. Και θωρώντας τον με τρυφερότητα και συμπάθεια, πρόσθεσε ενώ τα μάτια του έλαμπαν από χαρά: Τώρα μπορώ να πω πως είμαι ήρεμος! Όλοι εκείνοι οι ίσκιοι που με ακολουθούσαν πριν πάρεις την απόφαση να μου πεις το ευχάριστο νέο, έφυγαν με μιας και μπορώ να σου εξομολογηθώ πως από εδώ και μπρος θα μπορώ να καταπιαστώ απερίσπαστος με τις καινούργιες μου έγνοιες. Εκείνο όμως που θέλω πολύ από σένα κι εύχομαι να στο δώσει ο Θεός είναι το Απολλώνιο μεθύσι. Αυτό πρέπει να το έχεις πλούσιο κι ορμητικό όταν αρχίσεις το έργο αν θέλεις να βγει η τέχνη σου αληθινή και χωρίς ψεγάδια.
--- Έννοια σου και θα τα βρω εγώ όλα αυτά τα μεθύσια που ανεβάζουν την τέχνη, Στέφανε, του είπε μ’ ένα σβηστό αναστεναγμό εκείνος και παίρνοντας τα μάτια από πάνω του, τα ‘στρεψε στο άγαλμα του φιλοσόφου. Θέλω να κατατροπώσω, να σβήσω την κάθε ατέλεια που ασχημίζει το μάρμαρο, του ξανάπε τώρα με υψωμένη φωνή και να το κάνω τέλειο, χωρίς ψεγάδια και λάθη που προδίδουν την τέχνη και την απομακρύνουν από την αλήθεια, κάνοντάς την φτωχή και μίζερη στα μάτια των ανθρώπων. Κι εδώ όπως σε κάθε έργο μου προσέχω γιατί δε θέλω να προδώσω. Κι εδώ δεν θέλω να προδώσω το μεγάλο φιλόσοφο, που μίλησε για το μέτρο που πρέπει να ορίζει τη ζωή μας, τη λογική που οφείλει να τη διέπει στις σχέσεις μας και τη δύναμη των αισθήσεων στην κατάκτηση των φαινομένων.
Έτσι όσο πλησιάζω το μάρμαρο και ακουμπάω πάνω του τη σμίλη, τόσο και η φωνή του χρέους μου για την τέχνη μου φωνάζει μέσα μου και μου λέει, να μην αποξεχάσω το πάθος και την αγάπη τα δυο απαραίτητα στοιχεία που πρέπει να ‘χει ο δημιουργός σαν καταπιαστεί με το έργο του, αν θέλει αυτό που θα φτιάξει να μην είναι έκτρωμα αλλά ολόφωτη πηγή ομορφιάς κι αίσθησης.
Πήρε τα μάτια του από το άγαλμα του Αριστοτέλη ο Νικόλας και συνέχισε με τη μεταλλική φωνή του:
--- Δεν πρέπει να βιάζομαι στις επιλογές μου, Στέφανε, γιατί πρέπει να κερδίσω μέσα μου πρώτα τον έλεγχο της τέχνης και μετά να ριχτώ πάνω στο ακατέργαστο μάρμαρο και να του δώσω μορφή και περιεχόμενο, σώμα και ψυχή, θέλω να πω. Γι’ αυτό με είδες διστακτικό στην απόφασή μου να επιλέξω αν θα έπρεπε ν’ αναλάβω να φτιάσω το άγαλμα της γυναίκας σου ή να το απορρίψω.
Πως όμως να αποχτήσω τον έλεγχο της τέχνης και να τη δαμάσω αφού τα ένστιχτά μου δε μ’ αφήνουν ήσυχο, με παρασύρουν μακριά της και με μπάζουν στα σαλόνια της ηδονής και της πρόσκαιρης απόλαυσης;
Κι απόψε δε σου το κρύβω πως κολυμπούσα μέσα στη λάσπη της αμαρτίας και δηλητηρίαζα το αίμα μου με ποτό, και καπνό. Ντρόπιαζα τον άνθρωπο δημιουργό που έχω μέσα μου και τον κατέβαζα στο επίπεδο του πιθήκου. Κι όταν ήρθα εδώ τις πρωινές ώρες κι έξω ακούγονταν οι πρώτες φωνές των ανθρώπων, εγώ μεθυσμένος άρχισα να αναμετριέμαι με το μάρμαρο! Τι ντροπή κι αυτή! Κι όμως μου άρεσε αυτό να νιώθω διαφορετικός από τους άλλους, ένας επαναστάτης κι ασυμβίβαστος δημιουργός. Κι όσο το σκεφτόμουν αυτό, έσκυβα πάνω από τα εργαλεία μου για να πάρω τη σμίλη και να αγγίξω τη σκληρή επιφάνεια του σκληρού μάρμαρου! Κι όχι μόνο να το αγγίξω αλλά και να του δώσω ζωή! Ποιος εγώ ένας δούλος των ηδονών!
Γέλασε μ’ ένα μακρόσυρτο ειρωνικό γέλιο και κοιτάζοντας το Στέφανο με βλέμμα αιχμηρό του ψιθύρισε:
--- Δεν ξέρω τι ζητάω, Στέφανε, πολλές φορές! Να δω τι θα απογίνω!
--- Όσο το δέντρο που το φυσά ο αέρας, Νικόλα, έχει γερό κορμό και ρίζες δεν πέφτει αλλά αντιστέκεται και μένει όρθιο. Όταν όμως είναι αδύναμο και ισχνό σωριάζεται κάτω! Λυπάμαι που στο λέω, αλλά σαν δεν αποβάλλεις τις αδυναμίες σου να γίνεις ισχυρός κι απρόσβλητος από την καταστροφική τους δύναμη σε βλέπω και σένα να σωριάζεσαι κάτω όπως το δέντρο που σου ανέφερα. Κι αυτό με κάνει να τρομάζω, γιατί δε θέλω να σε δω ξεπεσμένο και μακριά από την τέχνη σαν τον προδομένο εραστή, μακριά από την αγαπημένη του. Γιατί πρέπει να ξέρεις πως η τέχνη διώχνει, μισεί κι εκδικείται όποιον την κοροϊδεύει και δεν την υπηρετεί με ηρωισμό κι αυταπάρνηση! Και τούτο γιατί η τέχνη χωρίς να πάρει κάτι ουσιαστικό από το δημιουργό, πεθαίνει, χάνεται στην ανυπαρξία και γίνεται μια αξιοθρήνητη ιδέα για να εξαφανιστεί. Γι’ αυτό σε συμβουλεύω σαν θέλεις να μείνεις κοντά της να διώξεις τις διονυσιακές σου μεθέξεις και να δοθείς με σώμα και ψυχή στην απέραντη ομορφιά της.
Έλαμψαν τα μάτια του Νικόλα μ’ αυτά που άκουσε γιατί του φάνηκαν αληθινά και δεν μπορούσε να τα αμφισβητήσει. Έτσι κεντρισμένος από τη δύναμη που είχαν τα λόγια του, ένιωσε την ανάγκη να μιλήσει για κάποιες σκέψεις που τον βασάνιζαν εδώ κι αρκετό καιρό. Και με μια άμεση ευθύτητα, άρχισε:
--- Με κούρασε η τέχνη, Στέφανε, κι αρχίζω και τη βαριέμαι. Δεν έχω εκείνες τις λεύτερες πια δυνάμεις να την υπηρετήσω και να την φτάσω στην πιο ψηλή κορυφή της δημιουργίας που της αξίζει. Έχει πολλές απαιτήσεις κι εγώ δεν μπορώ να τις της δώσω. Πέρα όμως απ’ όλα αυτά με πιάνει και μια περίεργη διέγερση σαν την υπηρετώ που με σκοτώνει. Έτσι θέλω να τελειώσω γρήγορα το έργο που δουλεύω και ν’ απαλλαγώ μια ώρα νωρίτερα απ’ αυτό και ν’ ασχοληθώ με το επόμενο, το καινούργιο.
Κι αυτό το πράγμα έχει τις ρίζες του θαρρώ από τότε που ήμουνα ακόμη φοιτητής στη Σχολή Καλών Τεχνών. Θυμάμαι μια φορά ένας καθηγητής μας, μας είχε φέρει μια γυμνή κοπέλα για μοντέλο να τη ζωγραφίσουμε και να της τονίσουμε με την απόλυτη εκφραστική ικανότητά μας τις πληθωρικές της καμπύλες. Όσο προχωρούσε όμως η ώρα κατάλαβα μια αόρατη δύναμη να με σπρώχνει μέσα μου και να με αναγκάζει να το τελειώσω γρήγορα, ενώ μια άλλη με πίεζε να πέσω πάλι στην ηρεμία και στη νηφαλιότητα που βρισκόμουν πριν αρχίσω να ζωγραφίζω, τελειώνοντάς το έργο μου αργά - αργά χωρίς το φόβο του χρόνου. Τι μαρτύριο κι αυτό! Δυο αντίρροπες δυνάμεις στο ίδιο σώμα! Ποια από τις δυο ν’ ακούσεις; Αυτό παθαίνω και τώρα. Όσο προχωράει το έργο, τόσο το νιώθω να με διώχνει και να με θεωρεί ξένο σώμα του και να θέλω να το τελειώσω γρήγορα. Κι όσο αυτό με διώχνει εγώ χάνομαι στ’ αδιέξοδα σοκάκια της τέχνης και στους σκοτεινούς της δρόμους και επιμένω να μην το αποχωρίζομαι όσο κι αν αυτό με κουράζει.
<< Σκοντάφτει ο έρημος στα εμπόδια που συναντάει μπρος του >> σκέφτηκε ο Στέφανος, << νιώθει έτσι στριμωγμένος, αδύναμος κι άχρηστος, φοβάται, πανικοβάλλεται και τα εγκαταλείπει πριν το τέλος τους. Δεν έχει φαίνεται ξεδιαλύνει μέσα του τι θέλει από την τέχνη κι εκείνη τον εκδικείται >>.
Έτσι χαρίζοντάς του ένα γλυκό βλέμμα, του είπε:
--- Δε θαρρείς, Νικόλα, πως πρέπει να σκοτώσεις τα φοβερά θεριά που έχεις μέσα σου που δε σ’ αφήνουν να φιλιώσεις με τη φαντασία και την πειθαρχία, στοιχεία απαραίτητα για τη δημιουργικότητα;
--- Ναι, αλλά με ταράζει κι ευθύνη του δημιουργού πάνω απ’ όλα, πρέπει να ξέρεις! Το καλό έργο, σκέφτομαι, δεν τελειώνει ποτέ και είναι ανάλογο με την αξία αυτού που το φτιάχνει. Η τέχνη έχει χρέος βαρύ, ασήκωτο κι ο σκοπός της δεν είναι να ευχαριστήσει και να τέρψει μόνο τις αισθήσεις και την ψυχή, ούτε να ξεγελάσει το νου, για να τον κάνει να ξεχάσει, αλλά να ανακαλύψει σε μια μακρινή πορεία μέσα από το έργο της όλες τις αδυναμίες του ανθρώπου και να τον κάνει να ξεφύγει απ’ αυτές. Συν τοις άλλοις η τέχνη είναι και δύσκολη. Δεν πλησιάζεται εύκολα και πρέπει να της βρεις το μαγικό κλειδί για να της ανοίξεις την πόρτα. Και τότε πάλι που θα είσαστε μαζί τα πράματα δεν είναι εύκολα. Από τότε αρχίζουν και τα δύσκολα. Γιατί το έργο που έχει στο νου του ο δημιουργός και σκέφτεται να του δώσει μορφή και περιεχόμενο είναι κομματιασμένο και σκόρπιο. Πρέπει σιγά- σιγά να βρει αυτά τα κομμάτια να τα ενώσει και να τους δώσει την τέλεια ομορφιά και αρμονία. Κι αυτό συμβαίνει για κάθε μορφή τέχνης. Αλίμονο αν ο δημιουργός είναι χαλαρός κι ανεύθυνος! Τότε είναι χαμένοι και οι δυο κι εκείνος και η τέχνη.
Για μένα Στέφανε, η μεγάλη μου αγάπη, είναι η γλυπτική. Και με μαγεύει πολύ σαν αποκαλύπτω με τη σμίλη μου αυτό που κρύβει μέσα του ένα κομμάτι ακατέργαστο μάρμαρο. Γι’ αυτό πρέπει να ξέρεις πως πριν φτάσω να δουλέψω το πρόπλασμα και μετά το μάρμαρο, σχεδιάσω απαραίτητα στο χαρτί αυτό που θέλω να σμιλέψω. Και το κάνω για να πάρω μια ολική εικόνα της έκφρασης και να αποφύγω τα λάθη. Ένα μικρό λάθος στον όγκο και στις διαστάσεις του έργου θα ήταν μοιραίο για μένα, θα μ’ έβγαζε έξω από το δρόμο μου που είχα χαράξει και θα μ’ έκανε εχθρικό για την τέχνη μου. Στη γλυπτική κανένα λάθος δεν πρέπει να γίνεται. Ούτε βέβαια και στη ζωγραφική αλλά εδώ ο ζωγράφος είναι ελεύθερος να αυθαιρετεί, να κάνει υπερβάσεις και να προχωρεί σε δικές του νοοτροπίες. Στο μάρμαρο είναι δύσκολο αυτό. Μπορεί αν ξεφύγεις να βλάψεις την τέχνη.
Ένας μικρός θόρυβος που ακούστηκε ψηλά στο τελευταίο σκαλί της σκάλας, τους έκανε να σταματήσουν την κουβέντα και να στραφούν προς τα εκεί. Σαν δεν είδαν τίποτα, την ξανάρχισαν με το Νικόλα πάλι να του λέει, με μια έπαρση στη φωνή του:
--- Ξέρεις τι έκανε ο Μιχαήλ Άγγελος όταν μάθαινε τα μυστικά της γλυπτικής;
--- Όχι, που να ξέρω! του ‘κανε κοφτά ο Στέφανος και περίμενε με αγωνία να τον ακούσει.
--- Να σου πω, εγώ! Πήγαινε κρυφά τα βράδια στα παρεκκλήσια που βρίσκονταν κοντά στον Άγιο Πέτρο, έπαιρνε τα νεκρά σώματα και τα μετέφερε στο εργαστήριό του. Κι εκεί ολομόναχος κάτω από το φως των κεριών, άνοιγε με το νυστέρι τα άψυχα τούτα σώματα και μάθαινε τα μυστικά που έκρυβαν μέσα τους, ανατομικά μυστικά που μόνο ο Θεός τα κάτεχε. Για να γίνει λοιπόν καλός γλύπτης θαρρούσε πως πρώτα έπρεπε να γίνει και καλός ανατόμος! Έτσι σε λίγα χρόνια έστω και μ’ αυτό τον μακάβριο τρόπο ήξερε το ανθρώπινο σώμα απέξω κι ανακατωτά. Γι’ αυτό έγινε και πολύ μεγάλος γλύπτης! Ήξερε πριν φτιάξει τον όγκο από μάρμαρο με όλες τους τις λεπτομέρειες, κάθε τένοντα, κάθε μικρό και μεγάλο όργανο και κάθε ελάχιστο κόκαλο και νεύρο! Κι αυτό το απέδειξε στην ασύλληπτη πλαστικότητα που έδωσε στο νεκρό σώμα του Χριστού στην αγκαλιά της μάνας του.
Σταμάτησε για λίγο κι αφού κοίταξε κατάματα το Στέφανο με οίκτο, του είπε:
--- Συμπάθα με που σε πήρα μονότερμα, αλλά δε φταίω εγώ που ξεστόμισα τούτα τα λόγια, αλλά το πάθος κι η αγάπη μου για την τέχνη. Λίγα ακόμη θα σου πω και μετά μίλησε εσύ όσο θέλεις. Η δημιουργία, θέλω να πω, Στέφανε, είναι ένα κυνήγι του ωραίου αλλά γεμάτου αβεβαιότητα, κάτι σαν το καρδιοχτύπι που γεννάει ο έρωτας και δεν ξέρεις πότε θα σταματήσει. Εγώ το ξέρω καλά αυτό και το νιώθω από τη στιγμή που θα πιάσω τη σμίλη στα χέρια μου. Μπορεί να μην τρέχω στα μνήματα να κάνω ανατομία στα πτώματα σαν τον Μιχαήλ Άγγελο, αλλά ζητώ με χίλιους τρόπους να κάνω το έργο μου αθάνατο!
Γέλασε ελαφρά ο Στέφανος με τα τελευταία του λόγια και του απάντησε με θαυμασμό και γενναιότητα:
--- Όλα καλά αυτά που μου λες, Νικόλα, αλλά αυτή τη στιγμή εμένα άλλο με νοιάζει πιο πολύ από την τέχνη σου! Και καταλαβαίνεις τι εννοώ;
Κούνησε το κεφάλι του εκείνος και του ψιθύρισε προβληματισμένος:
--- Ναι, καταλαβαίνω! Το μόνο που σε νοιάζει είναι να φιλοτεχνήσω το άγαλμα της γυναίκας σου και η βεβαιότητα πως θα το αναλάβω. Ε, αυτό το είπαμε! Θα το φτιάξω το άγαλμα!
--- Βλέπω πως με εννόησες! του ‘πε με αρκετή ψυχρότητα εκείνος και σιώπησε αμέσως.
--- Σε εννόησα, αλλά μη με αναγκάσεις να βιαστώ να το αρχίσω.
--- Γιατί; Τι σε εμποδίζει;
--- Δεν είμαι ακόμη, έτοιμος Στέφανε, γι’ αυτό! Δεν έχω χρόνο και δε θέλω να κάνω τα ίδια λάθη που έκανα παλιά. Και θα έχεις ακούσει, θαρρώ για εκείνο το άγαλμα της μάνας και του παιδιού που στήθηκε έξω από το πανεπιστήμιο της Γένοβας και βγήκε κακότεχνο και με λάθη γιατί με πίεσαν και αναγκάστηκα να το παραδώσω ένα χρόνο νωρίτερα από εκείνον που είχαμε συμφωνήσει. Αυτό μ’ έβγαλε έξω από τα νερά μου και με φόρτωσε με άγχος και νευρικότητα που πέρασαν και στο έργο. Έτσι τα λάθη που του φόρτωσα ήταν πολλά και η τέχνη μου βγήκε τραυματισμένη. Αυτό με στενοχώρησε κι ένιωσα να γελοιοποιούμε μπροστά της και να γίνομαι ένας άσπονδος εχθρός της από ένας καλός φίλος της! Για κάμποσο καιρό ένιωθα ένοχος που την κακοποίησα και απόφευγα με κάθε τρόπο τη δημιουργία. Ως και ν’ αποσυρθώ οριστικά απ’ αυτήν, σκέφτηκα και να επιστρέψω στα τρέχοντα και τα καθημερινά. Εκεί μακριά της να ιδιωτεύσω ρέμπελος κι ανέγγιχτος από την έλξη και την ομορφιά της.
Έσφιξε τα χείλη του και με οξύ βλέμμα, τον ρώτησε:
--- Τα ‘ξερες αυτά που άκουσες;
--- Όχι!
--- Είδες τι κρύβει η ψυχή του δημιουργού; Το ίδιο θαρρώ και η δική σου δεν θα πηγαίνει πίσω. Συγγραφέας, δημιουργός είσαι κι εσύ, δαιμόνια θα σε τυραννούν και σένα!
Έσμιξε τα φρύδια του ο Στέφανος και του είπε με απολλώνια νηφαλιότητα :
--- Σε άλλους, λένε, πως τα δαιμόνια τους επισκέπτονται όχι την ώρα που δημιουργούν, αλλά την ώρα που κοιμούνται και τους βασανίζουν για όσα έγραψαν. Σ’ εμένα όμως έρχονται την ώρα που γράφω και με τυραννούν ανελέητα, χωρίς οίκτο.
Και με σβηστή φωνή, συμπλήρωσε:
--- Ώρες- ώρες συλλογιέμαι πως οι δαίμονες είναι οι καλοί μας σύμβουλοι και μας αναγκάζουν να δημιουργούμε σωστά.
Σιωπή απλώθηκε για λίγο ανάμεσά τους και μόνο ο αέρας που έμπαινε απ’ το μικρό ανοιχτό παράθυρο πίσω τους, θρόιζε σαν χάιδευε τα φύλλα των δέντρων του κήπου. Που και που τούτη τη σιωπή τη διέκοπτε το κελάηδημα του αηδονιού έξω στη ρεματιά που χωμένο μέσα στις πυκνές φυλλωσιές, έπαιζε και χαιρόταν με τον τρόπο του την ελευθερία του στην αγκαλιά της φύσης. Κι εκεί που νόμιζες πως η ευλογία αυτή της σιωπής θα κρατούσε για πολύ ακόμη, πρώτος ο Νικόλας την έσπασε με τη βραχνή φωνή του, για να πει με ένταση στο Στέφανο:
--- Η επιμονή σου να θέλεις να σου φτιάσω το άγαλμα της γυναίκας σου, Στέφανε, πολύ με προβληματίζει. Έτσι παίρνω το θάρρος να σε ρωτήσω με θράσος: Την αγαπούσες τόσο πολύ που θέλεις να την κάνεις αθάνατη ή μια φωνή μέσα σου, σου υπενθυμίζει το χρέος σου απέναντι σε μια γυναίκα που ζήσατε κάποιο διάστημα μαζί;
Άστραψαν τα μάτια του Στέφανου με μιας σαν άκουσε τα λόγια του και κοιτάζοντάς τον με μια λαβωμένη ματιά, του αποκρίθηκε χαμηλόφωνα:
--- Θλιβερό να χάνεις τον άνθρωπό σου, Νικόλα κι ακόμα πιο θλιβερό όταν είσαι ένα μ’ αυτόν κι έχεις μια ιδανική σωματική και συναισθηματική αρμονία μαζί του. Σε όσους λέω πως χάνοντας τη γυναίκα που αγαπούσα, έχασα και τον εαυτό μου, δυστυχώς με κοροϊδεύουν και με περιγελούν. Με θεωρούν άρρωστο, ψυχασθενή και φαντασιόπληκτο που αγγίζω τα όρια της τρέλας και της παράνοιας. Όμως δεν είναι έτσι γιατί στη θέση μου ο καθένας θα ένιωθε χειρότερα και θα πληγωνόταν αφάνταστα με την απουσία του αγαπημένου του προσώπου. Ώρες- ώρες ρωτώ οργισμένος τον εαυτό μου, γιατί νιώθω σαν χαμένος χωρίς αυτή και απόκριση δε λαβαίνω. Και να μου αποκριθεί όμως τι θα μου πει; Να σοβαρευτώ και να την ξεχάσω! Μπορεί όμως να γίνει αυτό; Μπορεί να σβήσουν οι μνήμες μου, μαζί με τις πληγές τους;
--- Και αφού σου φτιάξω το άγαλμα της γυναίκας σου, θα βρεις την ησυχία σου;
--- Τρόπος του λέγειν, Νικόλα, τρόπος του λέγειν! Και τι άλλο να κάνω; Άνθρωπος είμαι με τις αδυναμίες μου που δεν μπορώ να τις υποστείλω κι όχι Θεός να τις δαμάζω. Φτιάχνοντας πιστεύω το άγαλμα της γυναίκας μου θα λυτρωθώ κάπως. Είναι κι αυτό μια τακτοποίηση των αισθημάτων μου, δεν το θαρρείς;
Γέλασε εκείνος και με μια ιδιαίτερη χροιά στη φωνή του, του είπε με φιλική διάθεση:
--- Να σου πω και την καθαρή αλήθεια, Στέφανε, πολύ θέλω να φτιάξω το άγαλμα της γυναίκας σου και θα σου εξηγήσω το λόγο αμέσως. Εδώ και καιρό σκαλίζω το μάρμαρο και φτιάχνω προτομές, στήλες και επιγραφές για ήρωες και επιφανείς άντρες που μ’ έχουν κουράσει. Πολύ καιρό έχω να δω να ξεπηδάει μέσα από το ακατέργαστο μάρμαρο της λευκής και σκληρής ύλης η μορφή της γυναίκας. Έτσι το ζητώ πολύ όταν αρχίσω να φτιάχνω το άγαλμα της γυναίκας σου να δω με ιδιαίτερη χαρά να ξεπηδάει ένα γυναικείο κορμί που τόσο πολύ έχει υμνήσει η τέχνη και έχει αναδείξει. Έτσι πιστεύω με τη δική σου προσφορά θα ικανοποιήσω την επιθυμία μου αυτή και θα μπορέσω να δώσω στην τέχνη ένα αριστούργημα!
Άστραψαν από χαρά τα μάτια του Στέφανου γιατί του άρεσαν πολύ τα λόγια του, που τα βρήκε υπέρ το δέον ευχάριστα. Έτσι με καλή ψυχολογική διάθεση και μια εσωτερική ευχάριστη ευφορία τον ρώτησε σε εγκάρδιο τόνο:
--- Αυτό σημαίνει πως σίγουρα θ’ αναλάβεις να φιλοτεχνήσεις το άγαλμα, ε;
--- Ναι, μα στο είπα και νωρίτερα αν δε με βρει καμιά αναποδιά! Τώρα τελευταία όλο και κάτι δεν πάει καλά με μένα και την τέχνη μου. Και για να πω τη μαύρη αλήθεια μου συμβαίνουν πολλά στραβά. Κουμάντο πια δεν κάνει το λογικό μου αλλά τα ένστιχτά μου. Ώρες – ώρες ντρέπομαι γι’ αυτά που κάνω αλλά δεν μπορώ να τα σταματήσω. Πώς να σταματήσεις ένα ποτάμι φουσκωμένο που παρασύρει στο διάβα του ότι βρίσκει μπροστά του;
Σηκώθηκε κι αφού πλησίασε τα δυο προπλάσματα, στάθηκε κοντά σ’ εκείνο του Αριστοτέλη και το κοίταξε με σχολαστικότητα στο πρόσωπο και το στέρνο του. Κι αφού το χάιδεψε πολλές φορές στην πλάτη του με όλο το εύρος της παλάμης του, στράφηκε ρίχνοντας και μια ματιά στα δυο μαρμάρινα αγάλματα. Ύστερα του είπε:
--- Ποιος μου λέει, πότε θα τα βγάλω πέρα τούτα τα αγάλματα, Στέφανε; Ξέρεις πόσο καιρό τα σκαλίζω; Κοντά δυο χρόνια και δε βλέπω να τελειώνουν και να παίρνουν την οριστική μορφή τους. Κι αυτά που βλέπεις σαν τελειωμένα είναι τα προπλάσματά τους από γύψο. Φαντάσου τώρα να προχωρήσω και στο μάρμαρό, που ήδη όπως βλέπεις έχω δουλέψει λίγο, αλλά έχει πολύ δουλειά ακόμη. Βέβαια έχω διώξει τους μεγάλους άχρηστους όγκους αλλά αυτό είναι σταγόνα στον ωκεανό μπροστά στην πολλή δουλειά που με περιμένει στις λεπτομέρειες του μάρμαρου! Εκεί να δεις αναστεναγμούς και βογκητά που έχω να βγάλω!
Έστρεψε ύστερα το κεφάλι του στο μεγάλο ρολόι του τοίχου και κοίταξε την ώρα. Κι αφού φάνηκε να δυσανασχέτησε βλέποντας τους λεπτοδείχτες να δείχνουν απόγευμα, του είπε με τη βροντερή φωνή του:
--- Σαν αρχίσεις να ανεβαίνεις τα σκαλιά της τέχνης, Στέφανε, δεν ξέρεις ποτέ αν θα τα ανεβείς ως την κορυφή ή αν θα κατρακυλήσεις απ’ αυτά! Ο φόβος που έχεις να μη φτάσεις ποτέ ως την κορυφή σε κάνει να νιώθεις πανικό!
Είπε αυτά και το πρόσωπό του σκοτείνιασε τόσο, που προς στιγμή φάνηκε πως θα σωριαζόταν κάτω. Συνήλθε όμως γρήγορα και με ένα σταθερό αλλά αργό βήμα, πλησίασε την καρέκλα του και κάθισε πάλι όπως πρώτα κοντά στο Στέφανο. Εκεί απόμεινε σιωπηλός, ρίχνοντας που και που κρυφές ματιές στα δυο προπλάσματα, ενώ όπως έδειχνε η βλοσυρή του ματιά δεν έκανε τίποτα άλλο παρά να σκέφτεται κάποιους από τους ανεξιχνίαστους δρόμους της τέχνης.
Η φωνή όμως του Στέφανου που ακούστηκε σαν απαλή νότα κάποιας ξεχασμένης μουσικής, τον απόσπασε από τις σκέψεις του και τον έκανε να στραφεί να τον κοιτάξει, που του έλεγε:
--- Αν και κάποια στιγμή είπες πως δε μοιάζουμε, Νικόλα, εγώ σου λέω πως μοιάζουμε και πολύ κιόλας! Έτσι είμαι κι εγώ ώρες- ώρες έξω από τα νερά μου και τα βλέπω όλα ρηχά, δύσκολα, ανούσια και πρόσκαιρα. Φοβάμαι θέλω να πω όπως κι εσύ και προβληματίζομαι για τι είδους τέχνη κάνω. Κι αυτό γίνεται μόνο σαν ξεχάσω να βάλλω στα γραφτά μου το ισχυρότερο στοιχείο της που είναι η αφθαρσία της. Έτσι πολλά χειρόγραφα τα σχίζω και τα πετάω. Γιατί το ξέρεις καλά κι εσύ που είσαι καλλιτέχνης, πως αυτή η αφθαρσία είναι η δύναμή της και μ’ αυτή επιβιώνει η τέχνη, οποιαδήποτε τέχνη. Αυτό όμως μας κάνει θαρρώ και να τη φοβόμαστε κιόλας! Όταν το άφθαρτο που σημαίνει και το αιώνιο είναι κολλημένα στο νου μας την ώρα της δημιουργίας μας κλονίζει γιατί πρέπει να το δώσουμε στην τέχνη! Κι όσο προσπαθούμε τόσο και η αγωνία μας μεγαλώνει, ώσπου κάποια στιγμή έρχεται και ο πανικός για τον οποίο μίλησες κι εσύ!
Αναστέναξε ο Νικόλας και με ήρεμη προφορά στα λόγια του, του ψιθύρισε:
--- Αγαπάς τη ζωή και θέλεις να με παρηγορήσεις, Στέφανε, το βλέπω. Το βλέπω στα μάτια σου, στην έκφρασή σου, στον τρόπο που μιλάς και όσα αφήνεις να ξεφεύγουν από τις σκέψεις σου. Εγώ όμως δεν είμαι σίγουρος αν την αγαπάω, γιατί οι λύπες και οι στενοχώριες της είναι περισσότερες από τις χαρές της, κι αυτό με σκοτώνει! Έτσι το αιώνιο και το άφθαρτο για μένα δεν υπάρχει στη φύση όσο κι αν εσύ πιστεύεις πως υπάρχει και κόβεις το κεφάλι σου γι’ αυτό. Αυτό όμως δε με εμποδίζει να μην προσπαθώ κι εγώ στα έργα μου να τους εμφυσήσω αυτή την άφθαρτη και αιώνια δύναμη και ομορφιά!
--- Μοιάζουμε και είμαστε ίδιοι, Νικόλα, για το αποτέλεσμα της τέχνης που ζητάμε! Ζητάμε και οι δυο να δώσουμε μέσα από τη δημιουργικότητά μας, εγώ στη λογοτεχνία κι εσύ στη γλυπτική, το αιώνιο και το άφθαρτο αλλά από διαφορετικές αρχές και αιτίες. Εσύ ξεκινάς από τη δύναμη της ύλης και της ηδονής κι εγώ από τη δύναμη του πνεύματος και της ηδονής του. Οι στόχοι μας όμως είναι κοινοί, αν και έχουν διαφορετικές αφετηρίες. Και στην τέχνη αυτό μετράει. Το τέλειο αισθητικό αποτέλεσμα. Ε, λοιπόν, σου λέω πως αυτό το αποζητούμε και οι δυο μας όσο κι αν είμαστε διαφορετικοί άνθρωποι.
Κούνησε το κεφάλι του εκείνος, δείχνοντας πως δεν συμφωνούσε μαζί του. Και με μια ένταση διαμαρτυρίας στη φωνή του, του είπε:
--- Η διαφορά μας είναι τούτη, Στέφανε, όσο κι αν θες να τη θεωρείς ανύπαρκτη. Και θα στην πω για να μη νομίζεις πως μασάω τα λόγια μου. Λοιπόν, εσύ χρησιμοποιείς την τέχνη και για την προβολή σου, ενώ εγώ, όχι! Κι αυτό είναι που κάνει τη διαφορά μας.
--- Θες να πεις, πως τη βλέπω και για μέσο ανάδειξής μου;
--- Όσο, να ‘ναι!
--- Δεν το πιστεύω!
--- Έτσι είναι! Χάνει όμως η τέχνη μ’ αυτό που κάνεις και ψευτίζει! Έχει μέσα την ιδιοτέλεια κι αυτό τη βλάπτει! Η τέχνη είναι ανεξάρτητη από προσωπικές επιθυμίες.
--- Θεωρείς πως είναι κακό να θέλω μέσα από την τέχνη να προωθήσω το έργο μου και να το κάνω γνωστό στο ευρύ κοινό μαζί με το όνομά μου; Είναι αμαρτία αυτό δεν είναι διαφήμιση της τέχνης;
--- Θα προτιμούσα το χρόνο να αναδείξει το έργο πριν κάνει οτιδήποτε ο δημιουργός, Στέφανε. Όταν το έργο περιμένει τη βοήθεια οπουδήποτε για να αναγνωριστεί να ξέρεις πως είναι αδύναμο. Εκείνος που το καθιερώνει είναι η αξία του και ο χρόνος. Κανένας άλλος δεν πρέπει να παρεμβαίνει στη διαχρονική του διαδρομή.
---Ακόμη κι ο δημιουργός να το εγκαταλείψει και να το αφήσει στην τύχη του;
--- Έτσι πρέπει! Ας το έφτιαξε αυτός. Αυτό δε σημαίνει πως σαν το δημοσιοποιήσει του ανήκει κιόλας. Ανήκει πλέον στο λαό κι αυτός θα το κρίνει. Η κάθε παρεμβολή πια του δημιουργού για τη στήριξή του κρίνεται επικίνδυνη και ιδιοτελής. Πράγμα που βλάπτει την τέχνη.
--- Αν το εγκαταλείψει ο δημιουργός όπως λες, έρχεται όμως ο κριτικός που το στηρίζει. Πάνω σ’ αυτό τι έχεις να πεις;
--- Όχι, μόνο το στηρίζει αλλά και το γκρεμίζει, θες να πεις! Ε, σε πληροφορώ πως ο κριτικός είναι ανόητος. Τις πιο πολλές φορές που κρίνει ένα έργο, πλεονάζει ο υποκειμενισμός και τα διεφθαρμένα πρωτόγονά ένστιχτά του. Έχει άγνοια του έργου που κρίνει και υποκρίνεται στον αναγνώστη γι’ αυτά που γράφει, κάνοντας τον παντογνώστη και τον ειδικό. Στην ουσία δεν είναι τίποτα αφού κρίνει κατά το δοκούν. Πρέπει να ξέρει πριν πιάσει την πένα στα χέρια του για να γράψει, πως η κριτική είναι εύκολη αλλά η δημιουργία δύσκολη. Και τούτο γιατί η απειλή που θα προέλθει από την κακή κριτική του βλάπτει την τέχνη, τη σκοτώνει, ενώ αφήνει να φανεί η ξιπασιά και η μεγαλομανία για αμφισβήτηση του αυτόκλητου και κακού κριτικού.
--- Είναι όμως η κριτική μια δύναμη. Δεν το παραδέχεσαι;
--- Για να μπάσει το συγγραφέα και τον κάθε δημιουργό στα σαλόνια, στις φωτισμένες αίθουσες και στις βιτρίνες των αγορών! Αν θαρρείς αυτό, έχεις δίκιο. Για μένα όμως λαβώνεται έτσι η τέχνη, σπρώχνεται να φτάσει στον κόσμο κι αυτό τη μειώνει, την κάνει να χάνει την αυτοδυναμία της και την ελευθερία της.
--- Θέλεις να πεις, Νικόλα, πως κάθε έργο πρέπει ν’ αφήνεται χωρίς δεκανίκια να προβάλλεται. Κι αν αξίζει ν’ αναγνωριστεί, αν όχι να απορριφθεί.
--- Θαρρώ πως το κατάλαβες, Στέφανε. Κι αυτό δείχνει πως έχεις καλή νοημοσύνη. Να δούμε όμως τι γίνεται με το δημιουργό του.
--- Τι γίνεται;
--- Τι γίνεται; Να σου πω εγώ τι γίνεται. Το έργο σαν φύγει απ’ αυτόν, οτιδήποτε κι αν είναι αυτό, λογοτέχνημα, εικαστικό, μουσικό, ξεκόβει, είναι ανυπεράσπιστο και μόνο. Έτσι δημοσιοποιημένο που είναι παλεύει μόνο του και με την αξία του να φτάσει στον κόσμο και να του φανερωθεί. Το καλό έργο αργά ή γρήγορα να ‘σαι σίγουρος πως θα βρει το δρόμο του και θα φτάσει στον προορισμό του που είναι το κοινό. Το κακό όμως όσα δεκανίκια και να του βάλεις πάντα θα μένει στο δρόμο και δε θα φτάσει ποτέ στον προορισμό του. Αυτό που μένει λοιπόν στο δημιουργό μετά από αυτά, είναι να αφήσει το δημιούργημά του απροστάτευτο να κυκλοφορήσει και να περιμένει την αναγνώρισή του. Αποφεύγει τις ενοχλητικές φιλολογικές παρουσιάσεις και τις πολυδάπανες διαφημίσεις και σκέφτεται το επόμενο έργο του! Ο χρόνος του πια πρέπει να ξοδεύεται όχι πως θα υπερασπιστεί το υπάρχον έργο του, αλλά στη δημιουργία του καινούργιου.
--- Τα λες αυτά και με κοιτάζεις, περίεργα, Νικόλα, του είπε με μια χαρακτηριστική έκφραση ο Στέφανος και συμπλήρωσε: Πιστεύεις λοιπόν πως τα αγνοώ αυτά που λες;
--- Δεν τα αγνοείς, αλλά κάνεις τα πάντα για να αναδείξεις την ακόρεστη επιθυμία της προβολής του έργου σου αλλά και σένα του ίδιου! Φαίνεται στο μάτι σου και στις πράξεις σου. Να ξέρεις όμως πως για να φτάσεις στην κορυφή της δόξας χρειάζεται να περάσεις παγίδες και ταπεινώσεις. Και δεν είναι λίγοι εκείνοι που γκρεμοτσακίστηκαν στα σκαλιά της και κατρακύλησαν τραυματισμένοι για την επίμονη κι άστοχη τούτη επιλογή τους.
Ο Στέφανος με μια ήπια έκφραση στα λόγια του, του απάντησε:
--- Λες να μη το ξέρω, Νικόλα; Έλα όμως που ένα σκουλήκι μέσα μου δε μ’ αφήνει ήσυχο, μου τρώει τα σωθικά και με σπρώχνει να κυνηγήσω και ν’ αγγίξω το ακατόρθωτο. Έτσι ησυχία δεν βρίσκω, σκέφτομαι όλο τη δόξα και τα μεγαλεία της κι ακολουθώ τα πάθη μου χωρίς να με νοιάζει για το κακό που με περιμένει.
Παραξενεύτηκε εκείνος με τούτα τα προκλητικά λόγια του κι αφού τα θεώρησε αλόγιστα και στιγμιαία, του είπε φανερά εκνευρισμένος:
--- Θαρρώ πως δεν ξέρεις τι ζητάς, Στέφανε! Έτσι δεν αφήνεις το νου σου να δει την άβυσσο που κρύβει ένας τέτοιος δρόμος που θέλεις ν’ ακολουθήσεις και σου κλείνει τα μάτια! Σε τέτοιες επικίνδυνες επιλογές πρέπει να πρυτανεύει η λογική πιστεύω.
Εδώ σταμάτησε και σηκώθηκε. Περπάτησε ως το πρώτο σκαλί και πριν ανέβει τη σκάλα που θα τον οδηγούσε στο σπίτι, είπε κοιτάζοντάς τον τρυφερά:
--- Ο χρόνος βλέπεις, Στέφανε με πιέζει και δε μ’ αφήνει να συζητήσουμε κι άλλα. Κάποια άλλη στιγμή ίσως πούμε περισσότερα. Ωστόσο έχω να συμπληρώσω πως και οι δυο μας είμαστε ευάλωτοι και αιχμάλωτοι των παθών μας και πρέπει να προσέχουμε! Τώρα όσο για το άγαλμα της γυναίκας σου, έχω να σου πω τούτο: πως ισχύει ό,τι σου είπα. Θα το φτιάξω. Το πότε όμως θα το αρχίσω εξαρτάται από το πρόγραμμά μου. Φεύγω τώρα και συγχώρησέ με που πρέπει να σ’ αφήσω.
Πάτησε το πόδι του στο σκαλί κι άρχισε ν’ ανεβαίνει αργά- αργά και προσεκτικά τη μεγάλη ξύλινη σκάλα.
Πίσω του ο Στέφανος κίνησε κι εκείνος για την έξοδο, μουρμουρίζοντας με ιδιαίτερη έμφαση:
--- Καλά που έφυγες, Νικόλα, γιατί κι εγώ πολύ ήθελα να ελευθερωθώ από την κουβέντα μας και να τρέξω σπίτι μου για μια επείγουσα διόρθωση.
Β
Τίναξε τα μαλλιά της πίσω με χάρη η Λίζα και κάθισε να πάρει το πρωινό της. Πάντα όταν ξυπνούσε δεν ένιωθε καλά, έδειχνε άκεφη, τα μάτια της θάμπωναν, και το κεφάλι της βούιζε ενώ τα πόδια της πήγαιναν πέρα δώθε. Σήμερα παραδόξως, ένιωθε χαρούμενη, σφριγηλή, γεμάτη ζωντάνια και καλή διάθεση, τόσο που και η ίδια παραξενεύτηκε με τούτη την αταίριαχτη συμπεριφορά του εαυτού της. Έτσι αφού άρχισε να παίρνει το πρωινό της δεν ξεχνούσε να ρίχνει και τη ματιά της κάτω στην αυλή για να δει το Γρηγόρη Βρανά, τον κριτικό της λογοτεχνίας που τον περίμενε και της είχε υποσχεθεί πως θα ερχόταν οπωσδήποτε.
Πέρα που ήταν καλός και άριστος κριτικός, τον αγαπούσε και ως άνθρωπο και τον εκτιμούσε πολύ, αφού σαν έξυπνος που ήταν, σοφός και προικισμένος με αρετές εύκολα του αφιερωνόταν στη συντροφιά του και δεν δίσταζε να του εκμυστηρεύεται και τα μυστικά της. Ξέροντας όμως και πόσο πανούργος, ύπουλος, κακός και φιλόδοξος ήταν, έκρινε να τον εκμεταλλευτεί και να τον ρίξει σε παγίδα για να καταστρώσει τα σχέδιά της που απέβλεπαν στην εκδίκηση κι εξόντωση του Στέφανου, που τόσο της είχε κάτσει στο λαιμό εδώ και καιρό. Και τούτο γιατί περιφρονούσε τον έρωτά της κι αδιαφορούσε για την ερωτική μέθη που ένιωθε σύγκορμη αυτή γι’ αυτόν, χωρίς να της το αποδίδει. Έτσι μέρα με τη μέρα έβλεπε πως έχανε άδικα τον καιρό μαζί του να τον προκαλεί να την προσέξει και μάντευε ανέλπιδο και σκοτεινό το μέλλον της μαζί του.
Γι’ αυτό όταν τον είδε να περπατά στο διάδρομο της αυλής και να τραβά προς την πόρτα, χάρηκε κι ένιωσε ένα δυνατό τράνταγμα μέσα της να της αναστατώνει την ψυχή. Κι όσο να της περάσει αυτή η γλυκιά έξαψη έτρεξε και κατέβηκε κάτω να τον συναντήσει. Ακριβώς τη στιγμή που πάτησε το πόδι της κάτω ο Γρηγόρης Βρανάς στεκόταν έξω από την πόρτα του εργαστηρίου του Νικόλα κι ετοιμαζόταν να χτυπήσει το κουδούνι. Αυτή τον χαιρέτησε με εγκαρδιότητα και τον έβαλε μέσα. Σαν κάθισαν στο μικρό και λιτό σαλόνι που το χρησιμοποιούσε για τις συναντήσεις των φίλων και των πελατών του ο γλύπτης, ο Βρανάς της έριξε δυο τρεις καυτές ματιές στο αφράτο κορμί της, και της είπε με ευγένεια, χαριτολογώντας:
--- Πριγκίπισσά μου! Να που η επιθυμία σου να με κουβαλάς εδώ συνέχεια, έπιασε τόπο και ήρθα πάλι. Είμαι όλος περιέργεια να μάθω τι με θέλεις! Δεν πιστεύω να θέλεις να θάψουμε κάποιον;
Τον κοίταξε μ’ ένα αχόρταγο μάτι εκείνη και σαν φάνηκε να άστραψε και να φωτίστηκε ο νους της από κάποια παλιά θύμηση, του είπε με την τρυφερή φωνή της:
---Θέλω κάτι να σου ζητήσω να μου κάνεις κι ελπίζω να μη μου το αρνηθείς!
Προσπάθησε να συγκεντρωθεί ο Βρανάς και να μαντέψει τι τάχα ήταν εκείνο που θα του ζητούσε αλλά δεν το κατάφερε. Σκέφτηκε τότε πως όσες φορές τον καλούσε σπίτι της πάντα κάποια κακή κι αμαρτωλή επιθυμία έβγαινε από μέσα της. Έτσι αφήνοντας το βλέμμα του να σταθεί για πολλή ώρα πάνω στα λαμπερά μάτια της, είπε με άρρυθμη φωνή:
--- Το ξέρω σαν έρχομαι εδώ, αλαφρώνεις εσύ μ’ αυτά που μου λες να κάνω και βαραίνω εγώ μ’ αυτά που ακούω! Κι όμως έρχομαι! Έρχομαι αν και το ένστιχτό μου λέει πως πάντα αυτό το λευκό χεράκι κρατεί ένα φάκελο με μια εντολή που πρέπει να την εκτελέσω!
Λύγισε η Λίζα το σώμα της προς τα πίσω και του ‘κανε, χαμηλόφωνα:
--- Είναι κι ο Νικόλας πάνω και κοιμάται. Μην το ξεχνάς αυτό και δε θέλω να μας ακούσει τι λέμε. Μου ‘ρθε κι απόψε τύφλα στο μεθύσι και τρόμαξα να τον βάλω για ύπνο. Δεν ξέρω τι θα γίνει αν συνεχίσει έτσι. Η ηδονή του έχει γίνει θεριό ανήμερο και μέρα παρά μέρα τον σπρώχνει στον γκρεμό. Ο Θεός να βάλει το χέρι του να τον σώσει, τι να πω!
Κούνησε το κεφάλι του εκείνος για να πει:
---Το κακό μ’ αυτόν τον άνθρωπο είναι πως τα ένστικτά του είναι πιο δυνατά από τη λογική του. Έτσι ασταμάτητα τον σπρώχνουν στου κακού τη σκάλα. Πιστεύω πως γι’ αυτόν οι απολαύσεις είναι αυτοσκοπός στη ζωή του κι όχι μέσο. Αυτό φαίνεται και στη δουλειά του. Δεν τον ενδιαφέρει μέσα από την τέχνη να φτάσει στο αποτέλεσμα που είναι η πλήρη αισθητική αλλά την παιδεύει και την κουράζει αρκεί να ικανοποιήσει μια εγωιστική ικανοποίηση μαζί της. Δείχνει να φροντίζει την τέχνη και να την στηρίζει αμέριστα αλλά ταυτόχρονα δείχνει και γυμνή στα χέρια του. Όπως και να έχουν όμως τα πράγματα η άβυσσος δείχνει να μην τον τρομάζει ενώ αντίθετα τον χαροποιεί και τον ευχαριστεί.
--- Ο καθένας έχει δυο δρόμους να πάρει, Γρηγόρη, τον κακό και τον καλό. Ο Νικόλας δυστυχώς έχει πάρει τον κακό! Ας αλλάξει μυαλά αν θέλει να σωθεί. Του το λέω αλλά δε με ακούει.
Έσπρωξε ύστερα προς το μέρος του ένα φλιτζάνι καφέ κι ένα πιατάκι φρυγανιές φορτωμένες μέλι, και του είπε με ιδιαίτερη ευγένεια:
--- Ας αφήσουμε Γρηγόρη το Νικόλα στο δικό του τρικυμισμένο κόσμο κι ας έρθουμε στο δικό μας. Σε κάλεσα εδώ για να ξεπαγώσεις την καρδιά μου, να τη ζεστάνεις μ’ αυτό που θα μου κάνεις και θα φέρει την ισορροπία στα συναισθήματά μου, με μένα και τον κόσμο.
Και παίρνοντας μια βαθιά ανάσα, συνέχισε:
--- Ξέρεις το μίσος και την αγάπη μου για το Στέφανο! Γνωρίζεις καλά τον εγωισμό αυτού του ανθρώπου που με ισοπεδώνει και με ταπεινώνει σε κάθε έκφανση της ζωής μου. Με τρομάζει αυτή η υπεροψία του και με σκοτώνει. Ε, λοιπόν για να μη φτάσω στο τελευταίο σκαλί του ξεπεσμού, σου ζητώ να τον εκδικηθούμε!
Ένα ατίθασο δαιμόνιο χτύπησε το στήθος του Βρανά που τον έκανε να σαστίσει. Ωστόσο βρήκε το κουράγιο να τη ρωτήσει:
--- Θέλεις να τον καταστρέψεις κι αυτό το αφήνεις σε μένα; Δεν σε καταλαβαίνω!
Τον κοίταξε με μια εναγώνια έκσταση εκείνη και του αποκρίθηκε με ένταση στη φωνή της:
--- Δε θαρρείς κι εσύ πως είναι σκληρός κι αδίσταχτος; Λίγα σου ψέλνει για τις κριτικές σου;
--- Ναι, τον ξέρω καλά πως είναι σκληρός κι αδίσταχτος αλλά ξέρω και τούτο: πως είναι καλός συγγραφέας, έχει ελεύθερη πένα και προτιμάει την ειρήνη από τον πόλεμο στα βιβλία του. Οι αναγνώστες του τον θαυμάζουν και τα βιβλία του πωλούνται πολύ. Είναι βέβαια φιλόδοξος, αμαρτωλός και φιλήδονος. Αλλά και ποιος δεν είναι;
Και με μια αναπάντεχη πρόταση, συμπλήρωσε:
--- Μοιάζει λίγο και του αδερφού σου!
Κούνησε το κεφάλι της η Λίζα, έσμιξε τα φρύδια και πρόσθεσε σιγανά:
--- Ίδιοι κι απαράλλαχτοι θα έλεγα! Μα και διαφορετικοί. Ο Στέφανος σου αποπνέει το φόβο ενώ ο αδερφός μου τον οίκτο! Δε συμφωνείς;
--- Συμφωνώ, αλλά στο έργο τους είναι και οι δυο άριστοι. Είναι αληθινοί δημιουργοί που παλεύουν και προσπαθούν με τη δουλειά τους, τις ιδέες τους και τις σχολές τους να φωτίσουν τον κόσμο και να τον κάνουν καλύτερο. Βέβαια γύρω από ένα δημιουργό φτιάχνεται και ο μύθος του που τον κάνει απυρόβλητο και τον ντύνει με τη μαγεία του φανταστικού και του μυστηρίου, πράγμα που του δίνει υπερφυσικές διαστάσεις. Πέρα όμως απ’ αυτό υπάρχει το έργο του. Σ’ αυτό πρέπει να σκύβουμε εμείς οι θνητοί και σ’ αυτό να πιστεύουμε. Γιατί με τη μορφή και το περιεχόμενό του θα βρούμε τις αλήθειες που ζητάμε.
Σταμάτησε λίγο και σαν φάνηκε να θυμήθηκε κάτι σπουδαίο, συνέχισε:
--- Κάποτε έγραψα μια κακή κριτική για ένα βιβλίο και δέχτηκα την επίθεση του συγγραφέα που με κατατρόμαξε όταν είδα πως είχε δίκιο. Κι αργότερα σαν διάβασα μια καλή κριτική για το ίδιο βιβλίο, ένιωσα την πνευματική ένδεια και την κριτική μου ικανότητα να καταρρέουν κι εγώ να βρίσκομαι στην παντοδυναμία της ευτέλειας. Κουρέλι πια ντροπιασμένος για όσα ψέματα κι άσχημα είχα γράψει, άργησα, θυμάμαι να καταπιαστώ και πάλι με την κριτική. Γιατί φάνηκε πως δεν ήμουν ικανός να κρίνω αυτό το έργο. Έπεσα έξω, υποτίμησα το έργο κι αντί να του δώσω τις πραγματικές διαστάσεις στις αξίες του, το κατηγόρησα. Το γέμισα με ψέματα και υποκριτικές υπερβολές και το έθαψα κυριολεκτικά. Η ουσία είναι όμως μια. Πως ότι κακό κι αν έγραψα εναντίον του, δεν μπόρεσα να βλάψω την αξία και την αισθητική του δυναμική. Το έργο από μόνο του αν έχει μέσα του το δαιμόνιο της καλής γραφής θα μείνει αθάνατο και θα αναγνωριστεί.
Στύλωσε τα μάτια της πάνω του η Λίζα για λίγο με ανακριτική διάθεση όταν τελείωσε και του είπε με τη σπουδή και την περιέργεια της γυναίκας:
--- Θέλεις να πεις πως έκανες κακό τόσο στον ίδιο το συγγραφέα όσο και στο έργο του;
--- Έκανα κακό στην αλήθεια και στην τέχνη! Το καλό έργο δεν το αγγίζουν οι κακές κριτικές και οι κακές γλώσσες. Αναγνωρίζεται από την αξία του και μόνο. Κάθε παρέμβαση υπέρ ή κατά του το αφήνει αδιάφορο.
Κοίταξε μια στιγμή κατάματα τη Λίζα και σαν είδε τη θωριά της να μοιάζει με αγριεμένο πέλαγος εξαιτίας των όσων έλεγε, τη ρώτησε με μια ιδιαίτερη χροιά στη φωνή του:
--- Δε βλέπω να συμφωνείς με αυτά που λέω, Λίζα. Τι άλλο έχεις στο νου σου, απ’ αυτά;
Ανασήκωσε το κορμί της και σαν τραντάχτηκε, του είπε βαρύγδουπα:
--- Η κακή κριτική γραμμένη από έναν ξακουστό κριτικό σαν και σένα δεν μπορεί να στερήσει ένα βραβείο; Πώς σου ξεφεύγει, αυτό;
Δεν του ξέφευγε αυτό του Βρανά, το ‘ξερε πολύ καλά. Ο ίδιος με τις κακές του κριτικές είχε στερήσει από βραβεία, διακρίσεις και οικονομικές χορηγίες πολλούς συγγραφείς, είχε στενοχωρήσει κάποιους κι άλλους τους ανάγκασε να αφήσουν το μολύβι και να σταματήσουν να γράφουν. Δε λάβαινε υπόψη του τίποτα όταν ήθελε να χτυπήσει κάποιον, έχανε τα όρια της γραφής, οι λέξεις έχαναν το νόημά τους και το κείμενο που έβγαινε στο χαρτί ήταν ένα μαστίγιο που έδερνε ανελέητα το σώμα και την ψυχή του συγγραφέα. Οι φήμες έλεγαν πως τον πλήρωναν εκείνοι που είχαν συμφέρον να προβάλουν τους δικούς τους συγγραφείς κι έγραφε έτσι. Άλλοι πως αφού ο ίδιος ήταν κακός συγγραφέας, άλλαξε τροπάριο κι έγινε κριτικός για να εκδικηθεί την τέχνη του λόγου. Ό,τι και να πει όμως κανείς, μία είναι η αλήθεια. Πως το γράψιμό του τσάκιζε κόκαλα και οι πάντες τον έπαιρναν σοβαρά σαν διάβαζαν τις κριτικές του.
Έτσι μια έκδοση κάποιου βιβλίου που συνοδευόταν κι από μια καλή δική του κριτική γέμιζε λεφτά το ταμείο του εκδότη ενώ μια άλλη με μια κακή του κριτική τον έμπαζε μέσα και του δημιουργούσε πονοκεφάλους. Γι’ αυτό εκδότες, βιβλιοπώλες και συγγραφείς τον λογάριαζαν πολύ και τον παρακαλούσαν να γράψει και να πει τη γνώμη του για κάθε έργο τους με το αζημίωτο φυσικά, αφού πάντα την καλή κριτική του την εξαργύρωναν με πλούσια κι ακριβά γεύματα και δείπνα. Έτσι η δόξα αυτή και η δύναμή του τον όπλιζαν με περισσότερη εγωιστική διάθεση και τον έκαναν αδίσταχτο κι επιθετικό.
Ο οξύς τόνος που είχε η φωνή της Λίζας, έβαλε σε σκοτεινές σκέψεις το Βρανά. << Θέλει πάλι, αναλογίστηκε, να της ικανοποιήσω άλλη μιας της θλιβερή επιθυμία και να με κάνει συνεργό της στο έγκλημα εκδίκησης που έχει μηχανευτεί! Τούτη η γυναίκα είναι γενναιόψυχη στα πρόστυχα και στα ελεεινά και φειδωλή στα υψηλά και στ’ ακριβά. Πως τα κάνει, πως τα φέρνει, αποβάλλει γρήγορα την καλλιτεχνική της δραστηριότητα και καταπιάνεται όλο και περισσότερο με τα μικρά κι ασήμαντα. Είμαι περίεργος ν’ ακούσω τι έχει βάλλει πάλι στο νου της να κάνει, του Στέφανου >>.
Έτσι τη ρώτησε:
--- Τι έχεις βάλλει πάλι στο μυαλό σου; Θέλω ν’ ακούσω!
Άστραψαν τα μάτια της, τίναξε με χάρη τα μακριά της μαλλιά προς τα πίσω και του είπε με ιδιαίτερη ζωηράδα:
---Δεν σου είπα! Να τσακίσω θέλω, τα φτερά του Στέφανου! Αυτό θέλω! Μ’ έχει δίπλα του κι ούτε με προσέχει. Με περιφρονεί, με αποφεύγει κι όλο με πληγώνει. Είναι σκληρός και η δοσμένη σ’ αυτόν καρδιά μου πονά και υποφέρει. Γι’ αυτό θέλω πολλά κακά να του ρίξω στο δρόμο του.
Σκέφτηκε λίγο την παντοδυναμία τούτης της γυναίκας ο Βρανάς, τα πάθη της, τις αχόρταγες ηδονές του σώματος και της ψυχής της και μ’ ένα γογγυσμό της αποκρίθηκε:
--- Έτσι δε θα τον φέρεις κοντά σου, αλλά θα τον σπρώξεις ακόμη πιο μακριά. Το καλύτερο που έχεις να κάνεις είναι να τον βοηθήσεις στη φιλοδοξία του για αναγνώριση και να τον συνδράμεις με κάθε τρόπο. Τότε του δίνεις μια ευκαιρία να σε πλησιάσει. Αυτό επιτάσσει η παρούσα κατάσταση να κάνεις. << Κάνε το καλό και ρίξ’ το στο γιαλό! >>, δεν το έχεις ακούσει;
Χαμογέλασε το ροδαλό πρόσωπο της Λίζας και του είπε χλιαρά κι αδύναμα:
--- Τον βοήθησα αρκετά! Η δύναμη του καλού που είχα μέσα μου γι’ αυτόν, μεταμορφώθηκε τώρα σε δύναμη του κακού που θέλει να τον σκοτώσει! Δεν ελέγχω πια εύκολα τον εαυτό μου σαν μια αρχέγονη ώθηση μέσα μου, μου φωνάζει να τον εκδικηθώ!
Κούνησε μερικές φορές το κεφάλι της μπρος πίσω σαν εκκρεμές και πρόσθεσε:
--- Δεν είμαστε λεύτεροι να κάνουμε το σωστό, Γρηγόρη, αλλά κάνουμε αυτό που θέλουν οι άλλοι! Μια λαβωμένη ψυχή που γεννιέται απ’ το ένστιχτο του θανάτου μας οδηγεί στο πεδίο της μάχης για ν’ ανοίξουμε πόλεμο κατά πάντων. Μικροί, τυφλοί κι αδύναμοι, σπρωχνόμαστε συνεχώς απ’ το πάθος της εκδίκησης, σπέρνοντας θύελλες και θερίζοντας αγέρηδες.
Έκανε μια μικρή γκριμάτσα αποστροφής σε όσα άκουσε ο Γρηγόρης, δείχνοντας πως δε συμφωνούσε με τις σκέψεις της και τη ρώτησε με έμφαση:
--- Εν πάση περιπτώσει σ’ ακούω! Τι έχεις πάλι με το Στέφανο;
--- Δε σου είπα; Με περιφρονεί και δε θέλει τον έρωτά μου! Κι εγώ θέλω να τον τσακίσω!
--- Πώς;
--- Αυτό θέλω να κουβεντιάσουμε μαζί και να καταστρώσουμε το σχέδιο εξόντωσής του. Δε θέλω όμως να κάνουμε λάθη και να αποτύχουμε. Έχω βέβαια κάτι στο μυαλό μου και θέλω να το ακούσεις.
Σιώπησε για λίγο και ξανάρχισε με μια μελαγχολική γλύκα στα κατάμαυρα μάτια της:
--- Σε λίγο καιρό θα καταθέσει στην Κριτική Επιτροπή των λογοτεχνικών βραβείων το τελευταίο του μυθιστόρημα << Του έρωτα διαδρομές >> και θέλω να τον σταματήσουμε. Όχι βραβείο να μη δει αλλά και το έργο του να χαρακτηριστεί ακατάλληλο για βράβευση. Και δεν το ζητώ μόνο εγώ, αυτό, αλλά κι άλλοι κρυφοί εχθροί του που δεν φαίνονται. Δε φαίνονται και σπαταλούν το χρόνο τους να ζουν έκφυλα, να γκρεμίζουν Θεούς και να στήνουν είδωλα.
<< Η ψυχή της νιώθει μεγάλο μίσος για τον άνθρωπο αυτό>>, σκέφτηκε ο Βρανάς <<και με κάνει να τρομάζω. Γιατί όμως; Ποιον μισεί πιο πολύ, τον άνθρωπο ή το δημιουργό; Αν μισεί τον άνθρωπο και θέλει να τον καταστρέψει, γιατί όπως λέει δεν της κάνει τα χατίρια, τότε γιατί θέλει και τα βάζει με το έργο του, που είναι και καλό κι αξιόλογο; Ας καταστρέψει αυτόν κι όχι το έργο του! Ξέρω όμως γιατί το κάνει! Γιατί η ψυχή της είναι άβυσσος και έχει χάσει τα όρια της λογικής>>.
Ωστόσο γεμάτος περιέργεια να μάθει τι έκρυβε στο άρρωστο μυαλό της, της έκανε περιπαιχτικά:
--- Σ’ ακούω. Τι θες να κάνω;
--- Να τα προφτάσεις όλα. Να γράψεις μια κακή κριτική, να τη διαβάσει η Κριτική Επιτροπή, να επηρεαστεί και να πετάξει το έργο του στα σκουπίδια. Λέει ψέματα ο συγγραφέας στο έργο του, να επισημάνεις, γιατί μιλά για συναισθήματα των ηρώων του, που δεν φαίνονται ή είναι σκοτεινά και συγκεχυμένα. Γιατί η ανικανότητά του να αποδώσει την πραγματικότητα του στερεί την ικανότητα της ρεαλιστικής περιγραφής των συναισθημάτων των ηρώων του. Έτσι απατά κι εξαπατά τους αναγνώστες, τους δίνει έναν φανταστικό μεν αλλά ψεύτικο κόσμο, που σαν τον αγαπήσουν και τον κάνουν δικό τους θα δουν με τον καιρό πως είναι ένα κακόγουστο αστείο χωρίς πνευματικές εξάρσεις. Μπορεί να αρέσουν στους αναγνώστες τα ωραία μελοδράματα που περιγράφει, αλλά γρήγορα θα νιώσουν το ψεύτικο μελόδραμα που απορρέει από το έργο του συγγραφέα και θα το απορρίψουν πριν καλά- καλά το διαβάσουν ολόκληρο. Κι αυτό γιατί η φοβερή άγνωστη δύναμη που γεννιέται στους αναγνώστες και που δεν είναι άλλη από την κριτική ικανότητα, να είσαι σίγουρος πως θα τους δείξει πως το έργο έχει επικίνδυνα σημεία που πρέπει να τα παρακάμψουν για να προστατέψουν, αν θέλουν την πνευματική τους αξιοπρέπεια. Πέρα όμως απ’ αυτά θαρρώ πως πρέπει να τονίσεις ακόμη πως το εν λόγω έργο, γραμμένο από έναν αδιάφορο συγγραφέα, είναι σίγουρα ξοφλημένο στη συνείδηση των αναγνωστών και γρήγορα είναι καταδικασμένο να ξεχαστεί και να απορριφτεί.
Αλλά νομίζω πως ξέφυγα από εκείνα που ήθελα να πω και από την ουσία του θέματος που είναι μια: Θέλω με όσα είπα να τον εκδικηθώ και να τον κάνω όχι μόνο να λυπηθεί για όσα μου κάνει αλλά και να πονέσει! Στο ζητώ με πάθος αυτό και δε θέλω να μου το αρνηθείς! Σε θεωρώ φίλο μου για άλλη μια φορά και στηρίζομαι στη δύναμη και την ισχύ σου!
Η τραχιά φωνή του Νικόλα που ακούστηκε από το βάθος του διαδρόμου, σταμάτησε την κουβέντα τους κι έκανε και τους δυο να ξαφνιαστούν και να ρίξουν τα βλέμματά τους προς τα εκεί. Ωστόσο γρήγορα τα πήραν γιατί το ανεπαίσθητο σούρσιμο που ακούστηκε τους διαβεβαίωσε πως ο Νικόλας ξαναμπήκε μέσα και τους απάλλαξε από την ενοχλητική του παρουσία.
--- Αυτά μου κάνει τον τελευταίο καιρό, του ψιθύρισε η Λίζα και τον κοίταξε με πονεμένο βλέμμα. Όσα και να του λέω με τίποτα δεν μπορώ να του αλλάξω τη ζωή που κάνει. Μια ζωή μέσα στις ηδονές και τις απολαύσεις που όλο και τον οδηγούν στην καταστροφή και στο θάνατο. Το βράδυ πίνει και ξενυχτάει και μετά πελεκάει νυσταγμένος το μάρμαρο! Αν είναι δυνατόν! Και τι τέχνη θα βγει από μια μεθυσμένη ψυχή κι από ένα κακοδουλεμένο μάρμαρο; Ένας Θεός ξέρει! Κι εκείνο που με σκοτώνει και με κάνει να τρέμω είναι πως μέρα με τη μέρα χειροτερεύει και δε λέει να σταματήσει ούτε το ποτό αλλά ούτε και το ξενύχτι. Μα, όλο παχιά λόγια λέει, πως δεν θα πάθει τίποτα και πως ο άνθρωπος πρέπει να ΄χει πάθη, γιατί χωρίς αυτά η ζωή είναι άνοστη κι ανιαρή.
Χάιδεψε με μια αμήχανη κίνηση τα μαλλιά του ο Βρανάς και της απάντησε με το ύφος του διανοούμενου:
--- Έχει το ένστιχτο της καταστροφής μέσα του, όπως όλοι μας! Το ένστιχτο που σαν υπάρξουν οι κατάλληλες προϋποθέσεις και με τη δική μας θέληση και γνώση μας οδηγεί στην καταστροφή! Το λέει η ψυχολογία αυτό, το λέει ο Φρόιντ και τόσοι άλλοι. Αν κιόλας είσαι έντονα συναισθηματικός, πας μια ώρα γρηγορότερα στην καταστροφή. Νομίζω πως κι ο Νικόλας είναι σ’ αυτή την κατηγορία των αδύναμων ανθρώπων. Γι’ αυτό και τον προδίδουν τα πάθη του και τον οδηγούν χωρίς αντίσταση όλο και πιο κοντά στο θάνατο. Κάποια όμως στιγμή πρέπει ν’ αμυνθεί αν θέλει να μη χαθεί.
--- Μη μιλάμε άλλο γι’ αυτόν, Γρηγόρη, γιατί μπορεί και να μας ακούσει. Στήνει αυτί πολλές φορές κι ακούει ό,τι λέω με τους φίλους μου. Έτσι κάποια στιγμή μου τα αποκαλύπτει όλα και μου ζητά το λόγο γιατί τα είπα. Και τότε να είσαι από κοντά να δεις με πόση λεπτομέρεια εξετάζει την κάθε κουβέντα μου. Γι’ αυτό ας τον αφήσουμε να βράζει στο ζουμί του κι ας μιλήσουμε για το σχέδιο που πρέπει να καταστρώσουμε για να τιμωρήσουμε το Στέφανο.
Στάθηκε για λίγο συλλογισμένος ο Βρανάς και τη ρώτησε μέσα από ένα μικρό γελάκι που φύτρωσε στα χείλη του:
--- Το ‘χεις διαβάσει το βιβλίο του; Απ’ ότι ξέρω δεν έχει κυκλοφορήσει ακόμη;
--- Σε χειρόγραφο! Είχε την τιμή να μου το δώσει για να του κάνω κάποιες διορθώσεις.
Σιώπησε κι αφού στύλωσε τα μάτια του για αρκετά δευτερόλεπτα στους πολύχρωμους τίτλους των τόμων της βιβλιοθήκης που βρισκόταν στη δεξιά μεριά του τοίχου, είπε με αποφασιστικότητα και με μια συγκαλυμμένη ενοχή:
--- Ό,τι πρέπει να γίνει, ας γίνει τώρα, με τούτη την Επιτροπή που πουλιέται κι αγοράζεται. Είναι πέντε και μου θυμίζουν οι τέσσερις << απολωλότα πρόβατα >> που τρώνε κουτόχορτο και τα ταίζει όποτε θέλει ο πέμπτος που είναι ο βοσκός τους κι έχει την ιδιότητα του προέδρου! Όσο ξέρω εγώ να ζωγραφίζω άλλο τόσο ξέρουν κι αυτοί να κρίνουν βιβλία, να διαβάζουν και να ‘χουν σωστή γνώμη για την πνευματική αξία κάποιου έργου. Είναι όλοι τους ματαιόδοξοι που πιάνουν τις καρέκλες για ν’ ασκήσουν εξουσία, να σκορπίσουν χαμόγελα ολόγυρά τους, να κολακέψουν και να δεχτούν την κάθε ψεύτικη κι ανήθικη φιλοφρόνηση. Ο πρόεδρος κάνει ό,τι του λέει ο υπουργός πολιτισμού και οι εκδοτικοί οίκοι. Τον σέρνουν από τη μύτη και δίνει το βραβείο σε όποιον θέλουν αυτοί! Πολλοί τον θεωρούν << παιδί της εξουσίας >> κι άλλοι <<λογοτεχνίσκο >> που πιστεύει πως το κάθε εύπεπτο βιβλίο είναι καλό για βραβείο, αρκεί να αποδίδει χρήμα, προβολή και δόξα!
Γέλασε μ’ ένα σφιχτό γέλιο η Λίζα και τον ρώτησε με φοβισμένη φωνή:
--- Θέλεις να πεις πως είναι εύκολα τα πράγματα, μ’ αυτόν στην Επιτροπή;
--- Ναι, πολύ εύκολα! Ασήμαντοι και ποταποί όπως είναι θα κάνουν όλοι τους στην Επιτροπή ό,τι τους πει αυτός! Έτσι μιλημένος όπως θα είναι να αποκλείσει το έργο του Στέφανου, θα το κάνει! Και θα το κάνει αυτό γιατί είμαι σίγουρος πως δε θα το ‘χει διαβάσει καθόλου το έργο για να αποφασίσει επί της ουσίας! Αυτός ο άνθρωπος πιστεύει πως τίποτα υπέροχο δε βγαίνει από τα προτεινόμενα έργα για βράβευση και πως η κριτική είναι άχρηστη στην υποστήριξή του. Αρκεί η γνώμη του υπουργού και κάποιων φίλων να δώσει λάμψη στο έργο και να το προωθήσει για βράβευση!
Έσμιξε τα φρύδια της η Λίζα και τον ρώτησε με απορία:
--- Τον ξέρω εγώ τον πρόεδρο;
--- Τον ξέρεις! Είναι θλιβερός κι απαίσιος! Ματαιόδοξος, εριστικός και φιλόδοξος! Είναι ο ίδιος που βράβευσε σαν πρόεδρος της περσινής Επιτροπής το πορνογράφημα << Οι τρεις αδερφές >>. Το βιβλίο που σοκάρισε όσο κανένα άλλο τον κόσμο και πούλησε χιλιάδες αντίτυπα. Το διάβασε ακόμη και η κουτσή Μαρία κι ας μην είχε ξεφυλλίσει ποτέ της άλλο βιβλίο στη ζωή της!
Άφησε τα χέρια της να πέσουν πάνω στους δυο γοφούς της η Λίζα κι αφού έμεινε για λίγα λεπτά ασάλευτη, τον ρώτησε ύστερα με μια γλυκιά μουσικότητας τη φωνή της:
--- Σαν κάτι να ‘χω στο μυαλό μου, απ’ αυτό το βιβλίο. Είναι εκείνο θαρρώ που μιλάει για πολύ σεξ κι ανώμαλο που κάνουν οι τρεις αδερφές μ’ ένα νεκροθάφτη μέσα σ’ ένα μισογκρεμισμένο τάφο, ύστερα από την κηδεία του άντρα της μικρότερης αδερφής της. Τι άθλιο βιβλίο! Και τι αθλιότητες διαπερνούσαν τους ήρωές του μέσα από τα φριχτό γράψιμο που δεν είχε ούτε γλώσσα, ούτε φαντασία και ούτε περιεχόμενο, αλλά μόνο απωθημένα κι αρρωστημένα κατάλοιπα του συγγραφέα. Κι όμως αυτό το βιβλίο, όπως είπες πούλησε χιλιάδες έντυπα και διαβάστηκε από χιλιάδες! Γιατί;
--- Το φτηνό κρέας, πρέπει να ξέρεις, τα σκυλιά το τρώνε! Έτσι και το φτηνό βιβλίο, στο περιεχόμενο θέλω να πω, διαβάζεται πιο εύκολα! Το ξέρουν καλά αυτό συγγραφείς και εκδότες, ενώνουν γράψιμο και χρήμα και φτιάχνουν όποιο πνευματικό έκτρωμα θα τους φέρει λεφτά και θα τους γεμίσει τα ταμεία. Το τυπώνουν ύστερα, το ρίχνουν στην αγορά και το αφήνουν. Αυτό μετά ξέρει καλά τη δουλειά του. Όπως το σκουλήκι τρώει το μήλο, έτσι κι αυτό τρώει σιγά- σιγά την ψυχή και το πνεύμα του αναγνώστη που θα το αγοράσει και θα το διαβάσει. Και θα το διαβάσει, να είσαι σίγουρη ως το τέλος, γιατί όπως είπα θα το βρει πολύ εύπεπτο και πικάντικο!
--- Τον σέρνει, είπες από τη μύτη ο υπουργός πολιτισμού, τον πρόεδρο;
--- Λες να μην ξέρω, τι λέω;
--- Και είπες πως τον ξέρω κι εγώ, τον πρόεδρο;
--- Είμαι σίγουρος γι’ αυτό!
--- Θες να πεις, έχω συναντηθεί μαζί του;
--- Ακριβώς! Μαζί δεν είμαστε πέρσι, στην τελετή που έγινε για τη βράβευση της ποίησης; Δεν θυμάσαι, που μιλούσε κι έτρεμε ολάκερος όση ώρα ήταν στο βήμα και στο τέλος αναφώνησε κλαίγοντας << ζήτω η ποίηση! >> και του ‘φυγαν τα χαρτιά του λόγου του, απ’ τα χέρια; Το σούσουρο που έγινε στη συνέχεια, το ξέχασες;
Ξεκαρδίστηκε στα γέλια αυτή και σαν σταμάτησε του είπε με μια πανηγυρική έκφραση στα μάτια της:
--- Ναι, θυμάμαι! Αυτός ήταν! Μου θύμιζε περισσότερο άνθρωπο του κάτεργου, παρά διανοούμενο κι άνθρωπο των γραμμάτων! Καλά λες, τώρα τον θυμήθηκα!
--- Ξεκίνησε να γράφει, συνέχισε ο Βρανάς, στην τοπική εφημερίδα της πατρίδας του μικρές ειδήσεις κι ασήμαντα γεγονότα. Καλύτερα πες, κουτσομπολιά με όλες τις κοσμικές δραστηριότητες των επωνύμων της περιοχής, χωρίς να αναφέρεται στα φλέγοντα θέματα των ανθρώπων της. Με αυτή τη δημοσιογραφία φυσικά δεν μπορούσε να ελπίζει σε καμιά αναγνώριση και το ‘ριξε στο χρονογράφημα. Κι εδώ όμως τα ‘κανε θάλασσα. Έτσι άφησε και το χρονογράφημα και καταπιάστηκε με τη συγγραφή βιβλίων. Τύπωσε το πρώτο του βιβλίο για τη ζωή και τη δράση του τοπικού δεσπότη και προσπάθησε μ’ αυτό να γίνει γνωστός και δημοφιλής. Το κατάφερε ως ένα βαθμό γιατί μπόρεσε και έγινε μέλος στην εταιρεία λογοτεχνών. Το πρώτο βήμα είχε γίνει! Στη συνέχεια έρποντας, γλείφοντας και με τα κέρατά του διορίστηκε στη θέση του προέδρου της Κριτικής Επιτροπής και μοιράζει αφειδώς, βραβεία, επαίνους και λεφτά!
--- Οι άλλοι τέσσερις της επιτροπής, τι καπνό φουμάρουν;
--- Ο ένας, συνέχισε ο Βρανάς με τη χαρακτηριστική του άνεση του λόγου, είναι ποιητής. Γράφει κακόγουστα ποιήματα περισσότερο για τον εαυτό του παρά για τους άλλους. Οι άλλοι δυο είναι ασήμαντοι λαογράφοι. Γράφουν για νεράιδες, φαντάσματα και δράκους που παραφυλάνε στα γεφύρια και τα ρέματα και κλέβουν τα παιδιά ή σκοτώνουν τους μεγάλους. Εκείνος που αξίζει απ’ όλους τους είναι ο πέμπτος της παρέας και είναι καλός μυθιστοριογράφος. Τώρα πως έμπλεξε μαζί τους, ένας Θεός ξέρει!
Κοίταξε με μελαγχολική διάθεση για λίγο τη Λίζα και συνέχισε:
--- Αυτόν τον ξέρω πολύ καλά. Ήταν σύμβουλος στο δήμο πριν δυο χρόνια και είχε στην ευθύνη του τον τομέα της πολιτιστικής ανάπτυξης. Του ‘χαν αναθέσει να φέρει τον πολιτισμό στο λαό, φτιάχνοντας βιβλιοθήκες, ανεβάζοντας θεατρικές παραστάσεις, κάνοντας εκθέσεις βιβλίου και δίνοντας διαλέξεις για την ιστορία και την πολιτιστική κληρονομιά του τόπου. Στην αρχή κάτι πήγε να κάνει αλλά στην πορεία τα χάλασε. Μάλλον του τα χάλασαν εκείνοι που είδαν στη δουλειά του κάποια ελπίδα φωτός και φοβήθηκαν μήπως ξυπνήσει ο λαός. Γι’ αυτό τον σταμάτησαν αμέσως καταλογίζοντάς του και κάποιες κατηγορίες για οικονομικές ατασθαλίες που ποτέ του δεν μπόρεσε να τις αντικρούσει! Σαν τον απέλυσαν τότε μόνο κάποιοι μίλησαν και είπαν για τη διαφθορά που τον είχε περονιάσει ως το κόκαλο και του παρέσυρε καλή διάθεση και οράματα!
--- Κι αυτός τώρα είναι στην Επιτροπή;
--- Είναι!
--- Σαν να τον θυμάμαι. Το γιατρό δε λες;
--- Ναι, το γιατρό! Αφού κολύμπησε στον πλούτο και στη χλιδή είπε να κολυμπήσει και στην ηδονή που κρύβουν μέσα τους τα κορμιά των ασθενών του. Τον έπιανε σύγκρυο μπρος στις μισόγυμνες γυναίκες που εξέταζε, φούσκωνε ολάκερος από το πάθος της επιθυμίας να τις κάνεις δικές του και τους ριχνόταν με αναίσχυντη αναλγησία και υστερική παράνοια. Του βγήκε έτσι το όνομα γρήγορα με αποτέλεσμα να χάσει την πελατεία του και ν’ αρχίσει να σπαταλάει τη ζωή του έξω από το ιατρείο του στα καπηλειά και στις ταβέρνες. Έγραψε κι ένα βιβλιαράκι από πενήντα σελίδες, με τίτλο, << Εσείς και η υγεία σας >> και μπήκε έτσι στο χώρο της λογοτεχνίας. Οι πολλές γνωριμίες του στη συνέχεια με ανθρώπους αμφιβόλου ηθικής τον βοήθησαν να γίνει μέλος στην εταιρεία λογοτεχνών και μετά να << διοριστεί >>με μέσον τον υπουργό πολιτισμού, μέλος στην Κριτική Επιτροπή των λογοτεχνικών βραβείων. Με αυτόν λοιπόν τον άδειο άνθρωπο που τώρα είναι στην Κριτική Επιτροπή και θα βρω και πάλι μπροστά μου, έχω να σου πω και κάτι ακόμη σημαντικό που διαμείφθηκε με τους δυο μας και μου το εξομολογήθηκε σαν ήταν στο δήμο.
Μου είχε πει λοιπόν, πως ήταν στην αρμοδιότητά του η αγορά οποιουδήποτε βιβλίου που θα έμπαινε στη βιβλιοθήκη του δήμου και πως με τη δική του υπογραφή μοιράζονταν χιλιάδες ευρώ στους συγγραφείς τους. Έτσι κάτω απ’ αυτή την πανίσχυρη αρμοδιότητά του, αγόραζε όποια βιβλία αυτός θεωρούσε κατάλληλα κι απαραίτητα, αποκλείοντας φυσικά εκείνα που δεν ήταν της αρεσκείας του. Είχε γι’ αυτό, μου είπε, που έκανε, ενοχές γιατί τα βιβλία που αγόραζε ήταν πάντα των <<ημετέρων>> και πως πολύ θα ήθελε κάποτε να αποκατασταθεί η αδικία που τους γινόταν.
Όταν τον ρώτησα γιατί το έκανε αυτό, μου αποκρίθηκε αβίαστα και με ψυχρότητα πως νόμιζε πως έκανε το σωστό. Και σαν του είπα ακόμη, πως και τα βιβλία του Στέφανου είχαν άνιση μεταχείριση και δεν μπήκαν ποτέ στη βιβλιοθήκη του δήμου, μου απάντησε, πως αυτό το έκανε γιατί πίστευε πως τα βιβλία του είναι ακατάλληλα για τη βιβλιοθήκη του.
Επί λέξει, μου είπε: << Είχαν πολύ φως και πως έπρεπε να το αποφύγουμε!>> Έτσι αποφάσισε να μην μπουν στη βιβλιοθήκη! << Είναι αστέρια φωτεινά τα βιβλία του Στέφανου και πρέπει να καούν στη φωτιά! >> του φώναξαν κάποιοι στα πράγματα του δήμου και τους άκουσε!
Αναστέναξε ο Βρανάς και πρόσθεσε:
--- Νιώθει ενοχές λέει, γι’ αυτό που έκανε. Σαν δε ντρέπεται! Αυτά κάνουν κι άλλα χειρότερα όλοι αυτοί που στρογγυλοκάθονται στις ψηλές καρέκλες που τους δίνουμε με σκοπό να υπηρετήσουν το δίκαιο και την ηθική. Αλλά θεωρώ το μόνο που κάνουν είναι να ράβουν και να ξηλώνουν, δουλειά να μην τους λείπει!
--- Απ’ ότι λες, Γρηγόρη, συμπεραίνω πως όλοι τους στην Επιτροπή είναι του χεριού μας! Έτσι λίγο να τους πλησιάσεις τους αιχμαλωτίζεις και τους κάνεις δικούς σου! Δεν απομένει πια παρά να βάλουμε σε εφαρμογή το σχέδιό μας και να προχωρήσουμε. Και πρώτα –πρώτα να γράψεις την κριτική. Τέτοια που θα τους επηρεάσει άσχημα για το βιβλίο του που θα το βγάλουν άχρηστο με την πρώτη ματιά.
Μια δυσφορία στο πρόσωπο του Βρανά, τον έκανε να διαμαρτυρηθεί με κάποια σχετική ένταση στη φωνή του για να της πει:
--- Το θεωρείς εύκολο αυτό; Χρειάζεται τόλμη και θράσος για να το κάνω γιατί πρέπει να προδώσω τον εαυτό μου και τη δουλειά μου και να φανώ κακός κι άδικος. Τόσο κακός που να βλάψω άνθρωπο και μάλιστα συγγραφέα. Λύνονται τα πόδια μου σαν το σκέφτομαι πως θα αναμετρηθώ με το έργο του Στέφανου. Και τούτο γιατί ο άνθρωπος γράφει καλά και ποτέ δε μ’ έχει βλάψει.
--- Θα το κάνεις για μένα! του φώναξε με μια ιδιαίτερη χροιά στη φωνή της η Λίζα και του χαμογέλασε με σαρκασμό.
--- Για σένα; της έκανε απορημένος εκείνος και ανακάθισε εκνευρισμένος στη θέση του.
Το τρυφερό ύφος και η φλογερή ματιά της, παρέλυσαν ολάκερη την αντίσταση του γρήγορα που τον έκαναν να χάσει τη σκέψη του και να την κοιτάξει με χαλαρωμένο βλέμμα, γεμάτο πάθος κι αίσθηση.
--- Για μένα! επανέλαβε με πιο έντονη απαιτητικότητα η Λίζα και τον αγκάλιασε με το πύρινο βλέμμα της. Τι φίλη σου, είμαι! πρόσθεσε με ένταση και του ‘πιασε το χέρι.
Το τράβηξε όμως γρήγορα γιατί στην πόρτα φάνηκε ο Νικόλας σε άθλια κατάσταση να κατεβαίνει αργά- αργά τη σκάλα, μέσα σε μια ακατάσχετη φλυαρία από δυσνόητες λέξεις. Φαινόταν καταπονημένος και κακόκεφος με τα μάτια του υγρά και κόκκινα και τα μαλλιά του αχτένιστα να πετάνε σαν τ’ αγκάθια του αχινού. Στο δεξί του χέρι βαστούσε ένα μισογεμάτο μπουκάλι ουίσκι που κάθε τόσο το ‘φερνε στο στόμα του και ρουφούσε αχόρταγα τη μια γουλιά πίσω από την άλλη με ιδιαίτερη ευχαρίστηση. Σαν κατέβηκε σε λίγο τη σκάλα και τους πλησίασε, στάθηκε με αδιάκριτη προκλητικότητα πάνω από το κεφάλι του Βρανά και του ψιθύρισε με την ασταθή και βραχνή φωνή του:
--- Γρηγόρη, κάποιον θάβεται πάλι! Την ξέρω εγώ την αδερφή μου, δεν είναι για καλό, όλο το κακό σκαρφίζεται. Πρόσεχε, γιατί τούτη η γυναίκα δεν το ΄χει σε τίποτα να μας καταστρέψει όλους μας! Μην κλείσεις καμιά παλιοδουλειά μαζί της γιατί θα ‘χεις μπλεξίματα. Τον εγωισμό της κοιτάζει να ικανοποιήσει μονάχα και τίποτα άλλο!
Τράβηξε ύστερα την καρέκλα κοντά στο παράθυρο, έβαλε το μπουκάλι στο περβάζι και ξεσπώντας σ’ ένα τρανταχτό γέλιο, άρχισε να κοιτάζει πότε το Βρανά και πότε την αδερφή του με καχύποπτο κι αινιγματικό βλέμμα.
--- Άσ’ τον να λέει! έκανε η Λίζα και τον κοίταξε με επικριτική ματιά. Άσ’ τον να λέει, Γρηγόρη! επανέλαβε ύστερα με ένταση και τρεμόπαιξε τα βλέφαρά της.
Και φορτισμένη σε μεγάλο βαθμό, πρόσθεσε, στον αδερφό της:
--- Λέγε, ό,τι θέλεις! Δε με νοιάζει!
--- Σε νοιάζει που σε νοιάζει! της είπε αυτός κι άπλωσε το χέρι του να της χαϊδέψει τα μαλλιά. Σαν έπαιξε λίγο με μια τούφα που έπιασε ανάμεσα στα δάχτυλά του, πρόσθεσε με διάχυτη εγκαρδιότητα:
--- Αδερφή μου είσαι και σε ξέρω! Είσαι καλή! Καλή σαν τη γλυκιά αμαρτία!
Φάνηκε να πειράχτηκε η Λίζα, αλλά σιώπησε. Χαλάρωσε και σηκώθηκε. Περπατώντας και πηγαίνοντας ν’ ανεβεί τη σκάλα, τους είπε υπερτονίζοντας τις λέξεις:
--- Σας αδειάζω τη γωνιά! Έτσι μπορείτε να τα πείτε καλύτερα μόνοι σας! Εγώ ό,τι είχα να πω με το Γρηγόρη, το είπα! Στις δουλειές μου τώρα!
Και με μια ανάερη κίνηση, τους άφησε.
Σαν απόμειναν μόνοι τους ο Νικόλας άπλωσε το χέρι να πιάσει το μπουκάλι. Ωστόσο η αντίδραση του Βρανά ήταν άμεση και γρήγορη κι αφού τον εμπόδισε με το χέρι του να το πάρει, του είπε με αιχμηρό τόνο στη φωνή του:
--- Πίνεις πολύ Νικόλα! Τι θαρρείς πως θα σου κάνει καλό αυτό το σπίρτο που κατεβάζεις μέσα σου; Φωτιά είναι κι αρρώστια που θα σε κάψει με τον καιρό και ίσως κάποια στιγμή δε θα μπορείς να υπηρετείς ούτε και την τέχνη!
Και με μια ιδιαίτερη ύστερα επιθετικότητα τον ρώτησε με μεγάλη οργή στο βλέμμα του:
--- Γιατί με τόσο πάθος κυνηγάς τις ηδονές; Τι σου συμβαίνει και αποζητάς καταφύγιο στις ακολασίες;
Το πελιδνό πρόσωπο του Νικόλα, άστραψε, τα μάτια του πήραν μια έκφραση σκοτεινή και μια περίεργη έξαψη σε ολάκερο το σώμα του φάνηκε να τον κυρίεψε ύστερα από τα λόγια του Γρηγόρη. Κοίταξε για λίγο το μπουκάλι πάνω στο περβάζι και του είπε με τη βραχνή φωνή του:
--- Ο φόβος Γρηγόρη με κάνει και πίνω, ο φόβος!
--- Ο φόβος;
--- Ναι, ο φόβος! Σαν παίρνω μια καινούργια δουλειά, έρχεται, σφιχταγκαλιάζει την ψυχή μου και δεν λέει να με αφήσει σε ησυχία. Έτσι όσο να τελειώσω το έργο και να το παραδώσω, περνάω μαύρες ώρες. Υποφέρω πολύ, υποφέρω!
--- Φοβάσαι; Τι φοβάσαι;
--- Όλο αυτό το δρόμο που θ’ ακολουθήσω, ώσπου να φτάσω στο τέλος του έργου. Δε διαφέρω από το ναρκομανή που θέλει για να ζήσει να πάρει τη δόση του. Έτσι κι εγώ πρέπει να πάρω τη συγκατάθεση του έργου πως θα φανώ συνεπής μαζί του στην τέλεια δημιουργία του για να προχωρήσω. Μ’ αυτή μου τότε την καταναγκαστική επιβολή που ζητάω από το έργο, αρχίζει και ο πόλεμος μεταξύ μας. Ένας πόλεμος που τον αποζητώ και τον κάνω για ν’ απαλλαγώ μια ώρα νωρίτερα μαζί του.
Με λίγα λόγια με φοβίζει η διαδρομή που θα ακολουθήσω ώσπου να το τελειώσω και να το παραδώσω. Γιατί μια φωνή μου φωνάζει μέσα μου και με τραντάζει, λέγοντάς μου, πως το έργο πρέπει να βγει τέλειο χωρίς λάθη κι ακρότητες. Έτσι εγώ αναρωτιέμαι: Κι αν δεν βγει καλό; Αν δεν αρέσει σ’ αυτόν που το πληρώνει κι αν δεν εκπέμπει φως κι αλήθεια στην ψυχή και στο μάτι αυτού που το βλέπει, ποια θα είναι η θέση μου ως δημιουργού; Κι αυτό με τρελαίνει! Μπορεί να σου φαίνεται παράξενο, αλλά με τρελαίνει η σκέψη και μόνο πως το έργο μου μπορεί να βγει αντιαισθητικό και με ατέλειες. Και για να απαλλαγώ απ’ αυτό το μαρτύριο της σκέψης, σου επαναλαμβάνω, όσο κι αν φαίνεται παράξενο πως το ρίχνω στο ποτό και στο ξενύχτι! Είναι ένας τρόπος άμυνας κατά του κακού και της εξαθλίωσής του!
Πολλές φορές τα ‘χε ακούσει αυτά ο Βρανάς γι’ αυτό δεν έδωσε και πολύ σημασία στις φιλοσοφικές εξάρσεις του Νικόλα, αλλά τις παρέκαμψε με μια σχετική άνεση για να τον ρωτήσει με μια φροντισμένη και ενδιαφέρουσα ερώτηση:
--- Μιλάς σαν να σε απασχολεί κάτι σοβαρό! Τι φτιάχνεις πάλι;
--- Το άγαλμα της γυναίκας του Στέφανου Σαρρή! Από τότε που έχασε τη συγχωρεμένη τη γυναίκα του, δε λέει να ησυχάσει κι όλο τη βλέπει στον ύπνο του και υποφέρει. Την αγαπούσε φαίνεται πολύ και μάλλον την αγαπά ακόμη αφού δεν μπορεί να την ξεχάσει. Αλλιώς δεν εξηγείται η τόση του βιασύνη να της φτιάξω το άγαλμά της και να το στήσει στο σπίτι του, εκεί που περπατούσε και η δροσερή αύρα της όσο ζούσε τον δρόσιζε και του ‘κανε ευτυχισμένη τη ζωή.
Γέλασε ο Βρανάς και ψιθύρισε ζηλόφθονα:
--- Ο έρωτας είναι αθάνατος!
Ήταν η σειρά του Νικόλα τώρα για να γελάσει και να προσθέσει:
--- Έτσι δείχνει! Κι ακαταμάχητος!
Κάγχασε με σαρκασμό ο Βρανάς για να πει:
--- Θα του κοστίσει κι ένα σωρό λεφτά! Έχει να πληρώσει;
--- Αυτό καθόλου δε με απασχολεί αυτή τη στιγμή, Γρηγόρη. Άλλο μένα με βασανίζει και με κόβει. Άλλο!
--- Άλλο, πέρα από τα λεφτά; Σαν τι;
--- Δεν έχω φτιάξει, άλλη φορά το άγαλμα γυναίκας που την αγαπάει τόσο παράφορα και τρελά ο άντρας της, μετά το θάνατό της! Κι αυτό με τρομάζει! Με τρομάζει γιατί μια τέτοια δημιουργία μπορεί ν’ αποβεί σε βάρος μου!
Συνοφρυώθηκε ο κριτικός και του είπε με κάποια ψυχρότητα:
--- Δε σε καταλαβαίνω. Τι θες να πεις;
--- Να, φοβάμαι, αυτό το έργο! Δεν ξέρω όμως το γιατί.
Είδε στο πρόσωπο του Γρηγόρη την έκπληξη που του ‘καναν τα λόγια του και συνέχισε:
--- Όλοι οι δημιουργοί, να ξέρεις, παθαίνουν κάτι με τα έργα τους και δένονται μ’ αυτά, θεωρώντας τα κομμάτια της ζωής και της ψυχής τους. Δε θέλουν να τα αποχωριστούν με τίποτα και σαν το κάνουν θλίβονται και στενοχωρούνται. Ίσως φαίνεται παράλογο, αλλά έτσι είναι. Δεν θυμάμαι τ’ όνομά του, ένας μεγάλος ζωγράφος πήρε παραγγελία από έναν πρίγκιπα να ζωγραφίσει την ερωμένη του ολόγυμνη να κόβει άνθη μέσα σ΄ ένα ανοιξιάτικο λιβάδι. Σαν τελείωσε τον πίνακα και τον έστησε απέναντί του, ήταν τόση η ομορφιά της κοπέλας που τον μέθυσε και του σάλεψε το νου, που σκέφτηκε να κρατήσει για τον εαυτό του τον πίνακα, αποξεχνώντας τον πρίγκιπα. Κι αμέσως σκέφτηκε να τον ξεγελάσει. Έστησε τότε στο εργαστήρι του έναν άλλο καμβά κι άρχισε να ζωγραφίζει πάλι την ερωμένη του από την αρχή. Μετά πολλών βασάνων το έργο τελείωσε κάποτε κι ο πρίγκιπας το δέχτηκε με ικανοποίηση, αγνοώντας πως ένα άλλο αντίγραφο κράτησε και ο καλλιτέχνης. Ο ζωγράφος πήρε αυτό που ήθελε.
Γέλασε, άπλωσε το χέρι του κι άρπαξε το μπουκάλι. Σαν το ‘φερε ύστερα στο στόμα, κατέβασε δυο τρεις γρήγορες ρουφηξιές και το έβαλε πάλι στη θέση του, με ιδιαίτερη ανακούφιση. Νιώθοντας αμέσως τη σπιρτάδα του αλκοόλ να του γλυκαίνει τα σπλάχνα, είπε με τη φωνή του παρατεταμένη και βραχνή:
--- Με προβληματίζει τούτο τον καιρό, Γρηγόρη και η ευθύνη της πολλής δουλειάς που έχω αναλάβει. Δε θέλω να φανώ ψεύτης και θα μου στοιχίσει πολύ αν παραβιάσω το χρόνο της παράδοσης των έργων που πρέπει να φτιάξω. Κι εσύ θα το ‘χεις αντιληφθεί πως στο εργαστήρι μου αυτή τη στιγμή με περιμένει μια δύσκολη και απαιτητική δουλειά με το άγαλμα του Αριστοτέλη και του μαθητή του. Είναι παραγγελία από τους ομογενείς της Φιλαδέλφειας της Αμερικής που θέλουν να το στήσουν στο χώρο του πανεπιστημίου. Μετά σαν τελειώσω αυτό το έργο με περιμένει το Κόσοβο. Με κάλεσε ο δήμαρχος της πόλης να φιλοτεχνήσω το χώρο του Δημαρχείου με γλυπτά αφού ο πόλεμος δεν άφησε τίποτα όρθιο. Σαν φύγω κι από κει με περιμένει το Ιράκ. Κι εκεί ο πόλεμος τα γκρέμισε όλα κι έχω πολλή δουλειά φαίνεται να κάνω. Και μέρα με τη μέρα πρέπει να ξέρεις όλο και κάτι μου παρουσιάζεται, όπως για παράδειγμα η δουλειά που μου ζήτησε να του κάνω ο Στέφανος. Μια δουλειά που αν και φαίνεται μικρή κι εύκολη μου ‘χει τρυπήσει σαν αγκάθι την καρδιά.
--- Όμως δεν μπορείς να κάνεις πίσω τώρα! Αφού ανέλαβες να το φτιάξεις θα το φτιάξεις! Αλλά σαν να μου φαίνεται πως άλλαξες γνώμη και θα ήθελες να το ξεφορτωθείς!
--- Όχι! Αλλά με τρομάζει πολύ η δουλειά του!
Αναστέναξε, κατέβασε μια μεγάλη ρουφηξιά βάζοντας το μπουκάλι στο στόμα και πρόσθεσε:
--- Λύσσαξε και η αδερφή μου με τη δουλειά του Στέφανου. Ολημέρα μου μουρμουρίζει << πάρ’ την και πάρ’ την, καλό θα κάνεις στον άνθρωπο, θα τον σώσεις σαν μπει το άγαλμα της γυναίκας του στο σπίτι του, θέλεις το λες αυτό βοήθεια, θέλεις το λες ψυχικό, να ξέρεις όμως πως η τέχνη σου θα του γιατρέψει την άρρωστη ψυχή του >>.
--- Είναι δαίμονας αυτή η γυναίκα! Την ξέρω καλά όσο κι εσύ που είσαι αδερφός της! του είπε με ιδιαίτερη έμφαση ο Βρανάς και έδειξε ικανοποιημένος για την κριτική γνώμη του.
--- Και διεστραμμένη! συμπλήρωσε με μια πικρή διάθεση ο Νικόλας και τον αγκάλιασε με το βλέμμα του.
--- Δεν το ξέρω αυτό, αλλά έχει θαρρώ την ψυχή της θάλασσας. Πότε είναι ήσυχη και πότε αγριεύει! Τυχεροί όσοι αποφεύγουν τη μήνη της.
--- Ναι, καλά λες! Ώρες- ώρες κι εγώ αυτή την εντύπωση έχω!
--- Φιλήδονη, φιλάρεσκη κι εγωίστρια! Η φαρέτρα της πάντα έχει δηλητηριασμένα βέλη.
--- Ωστόσο είναι και φιλόδοξη! Αυτό είναι καλό γιατί την κάνει να έχει πάντα το λυχνάρι της αναμμένο στα σκοτάδια και να προχωρά. Έτσι και τα εμπόδια βλέπει και δεν γκρεμίζεται σαν τα προσπερνά.
Γέλασε μ’ αυτά που είπε ο ίδιος για την αδερφή του κι έδειξε πως τα πίστευε αφού την ήξερε καλά. Η δε αδερφική στοργή τον έκανε να σκιρτήσει η αγάπη του γι’ αυτήν μέσα του και να του πει με μια διάθεση υπερηφάνειας:
--- Δεν είναι μόνο τρικυμισμένη θάλασσα η αδερφή μου, Γρηγόρη. Είναι και καλή μουσικός! Έχει σπουδάσει πιάνο και παίζει θαυμάσια! Δε σου λέει τίποτα αυτό;
--- Πως δε μου λέει. Έτσι ξεπεσμένη που είναι η μουσική σήμερα αυτή την υπηρετεί σωστά.
--- Την έχεις ακούσει να παίζει πιάνο;
--- Την έχω. Κι όσο θυμάμαι πως ακούστηκαν οι νότες της στην πηχτή από την ησυχία αίθουσα του μεγάρου μουσικής, θαρρώ πως και τώρα, ύστερα από τόσο καιρό, ανασταίνομαι! Είναι γεννημένη πιανίστρια, το παίξιμό της σου φέρνει ζάλη.
--- Το καλό για μένα είναι πως την έχω δίπλα στα πόδια μου κι όσο να ΄ναι όλο και με βοηθάει, όλο και κάτι μου προσφέρει. Αγαπάει πολύ τα χρώματα και ζωγραφίζει κι αυτή μαζί μου τις ώρες που νιώθει μόνη και ζητά τη συντροφιά στην τέχνη. Παρακινεί και μένα και με βάζει στο χορό. Γεμίζει μπογιές, λερώνεται με τις ώρες και χαίρεται την κάθε πινελιά που βάζει στο λευκό πανί. Σαν βλέπει και μένα βαμμένο ολάκερο από τα πόδια μέχρι το κεφάλι, βάζει τα γέλια, με αγκαλιάζει και μου λέει με την όμορφη και τραγανή φωνή της : << Τον ξεπέρασες τον Κλωντ Μονέ για σήμερα! Το φως που ‘χουν ρίξει τα χρώματά σου δεν μπορούσαν να συνθέσουν άλλη καλύτερη συμπαγή εντύπωση ! >> Με σφίγγει ύστερα στ’ αφράτα χέρια της, με τραβά σιγά- σιγά έξω από το εργαστήρι και με οδηγεί στο σπίτι να ξεκουραστώ.
--- Με το μάρμαρο δεν τα ‘χει καλά; Δεν της αρέσει να κάνει φιλίες μαζί του;
--- Δεν είναι γλύπτης! Τι να κάνει μ’ αυτό! Και μόνο που το βλέπει τραχύ κι ακατέργαστο το φοβάται! Όχι και να το πιάσει στα χέρια της! Με βοηθάει όμως πολύ στην προμήθειά μου με μαθητές και μοντέλα που ποζάρουν και είναι απαραίτητα στην τέχνη μου. Έχει πολλές γνωριμίες με νέο κόσμο, αγόρια και κορίτσια κι αυτό διευκολύνει να τους πείθει να έρχονται στο εργαστήρι μου και να ικανοποιούν ως ένα βαθμό τις καλλιτεχνικές τους αναζητήσεις. Έτσι μου φέρνει τα καλύτερα σώματα που τα χρησιμοποιώ σαν μοντέλα. Τα στήνω μπρος μου, γυμνά, ημίγυμνα ή ντυμένα, ανάλογα με την περίσταση και πατώντας πάνω τους, που λέει ο λόγος, φτιάχνω το δικό μου πρόπλασμα. Πρέπει όμως να ξέρεις πως θέλει υπομονή αυτή η δουλειά γιατί τα παιδιά κουράζονται να ποζάρουν τόσες ώρες και θέλουν να φύγουν. Η Λίζα όμως με τον τρόπο της, τους διεγείρει το δαιμόνιο της φιλοδοξίας που έχουν μέσα τους και καταφέρνει να τα κρατώ στο ατελιέ μου όσο τα χρειάζομαι! Αυτή είναι η Λίζα!
Σταμάτησε λίγο, χτύπησε με ρυθμό το χέρι του πάνω στο ξύλινο τραπεζάκι και πρόσθεσε τονίζοντας τις λέξεις:
--- Είναι καλή, δόξα τω Θεώ, με αγαπά και με προσέχει! Σε ότι της λέω, ποτέ δε μου φέρνει αντίρρηση και ενδιαφέρεται πολύ να διαφημίσει το έργο μου και να το προστατέψει. Την έχω έτσι πάντα δεξί μου χέρι και σ’ αυτή χρωστάω και τις πωλήσεις των έργων μου. Χωρίς αυτή θα ήμουν ένας άγνωστος καλλιτέχνης κι ένας φτωχός, φτωχότατος εραστής της τέχνης.
Οι τελευταίες του λέξεις βγήκαν σβησμένες, το κεφάλι του έγειρε προς τα δεξιά και τα χέρια του σφίχτηκαν πάνω στις δυο άκρες της καρέκλας. Κρατήθηκε έτσι για λίγο και μετά σαν έχασε ολωσδιόλου τις αισθήσεις του έπεσε με γδούπο κάτω. Κι ως να καταλάβει ο Βρανάς τι του συνέβη, το μπουκάλι που βαστούσε στα χέρια του ξέφυγε και σύρθηκε με πάταγο στο δάπεδο. Χτυπώντας ύστερα στον τοίχο, γίνηκε κομμάτια και σκορπίστηκε με απερίγραπτη ταχύτητα σε όλη την έκταση του δωματίου.
Έτσι βλέποντας ο Βρανάς αυτή την εικόνα γρήγορα κατάλαβε πως κάτι κακό συνέβη στο Νικόλα κι έντρομος ανέβηκε τη σκάλα και βρέθηκε έξω από την πόρτα του δωματίου της Λίζας να την καλέσει να τον βοηθήσει. Ωστόσο σαν γύρισε, έσκυψε πάνω από το λιποθυμισμένο Νικόλα κι άρχισε να τον ξεντύνει μπρος στο στήθος και να του τρίβει το μέρος της καρδιάς για να τον συνεφέρει. Και το κατάφερε, αφού σε λίγο έλαμψε σιγά –σιγά το μάτι του, ήρθε στα καλά του, η αναπνοή του βρήκε το ρυθμό της και αναδεύτηκε με ζωντάνια, προσπαθώντας να σηκωθεί.
--- Δεν έχω τίποτα, μια ζαλάδα είναι και θα μου περάσει, είπε κι έκανε πάλι μια προσπάθεια να σηκωθεί. Κι αφού σφίχτηκε στο χέρι της Λίζας που τον πλησίασε εκείνη τη στιγμή, σηκώθηκε και με τη βοήθειά της κάθισε στην καρέκλα του φανερά καταπονημένος κι άχρωμος.
--- Πέτρα, έχουν γίνει τα χείλη σου! του ξεφώνισε η αδερφή του για να προσθέσει σε μια κατάσταση ανησυχίας: Έλα να σε πάμε στο κρεβάτι σου, να ξαπλώσεις! Έχεις ανάγκη από ξεκούραση! Όλη αυτή η ιστορία του ποτού και του ξενυχτιού σ’ έχει κουράσει!
Ανακάθισε στην καρέκλα του ο Νικόλας και σαν τους κοίταξε εκνευρισμένος, τους είπε ξαναμμένος:
--- Να κοιμηθώ, θέλω! Ύπνος μου λείπει και τίποτ’ άλλο! Αφήστε με να πάω στο κρεβάτι μου!
Σηκώθηκε και σιγά- σιγά κίνησε για το πρόχειρο δωμάτιό του που βαστούσε δίπλα στο γραφείο του. Από πίσω του η Λίζα τον ακολούθησε κι αφού μπήκαν μαζί μέσα και τον βοήθησε να ξαπλώσει, του είπε σιγανά σκύβοντας στ’ αυτί του:
--- Κοιμήσου να ξεκουραστείς και να συνέλθεις. Φεύγω και όταν με χρειαστείς με φωνάζεις.
Τον άφησε και γύρισε στο Βρανά. Εκεί είδε το Βρανά εκτός εαυτού. Δεν μπορούσε να πιστέψει στα μάτια του αυτό που είδε να συμβαίνει στο Νικόλα. Γι’ αυτόν ο γλύπτης ήταν ο μύθος του αλύγιστου, του απρόσβλητου από οτιδήποτε, του αγνού εραστή της τέχνης κι όχι της ηδονής. Και τώρα τι είδε; Το σώμα και την ψυχή του πουλημένα στο διάβολο και να φαντάζει μπρος του ο γκρεμός της καταστροφής με τον επικείμενο αφανισμό της ζωής του.
Με τις σκέψεις έτσι πάντα γύρω από την επικείμενη καταστροφή του Νικόλα, είπε στη Λίζα που κάθισε εκείνη τη στιγμή κοντά του, σαν γύρισε από το δωμάτιο του αδερφού της:
--- Το δέντρο, Λίζα, σαν πιει πολύ νερό, σαπίζουν οι ρίζες του, ξεραίνεται και δεν κάνει καρπούς. Το ίδιο θαρρώ θα πάθει κι ο Νικόλας από το πολύ ποτό. Θα σαπίσουν τα συκώτια του, θ’ αρρωστήσει και θα πεθάνει. Πρέπει να το κόψει, να του πεις, γιατί αλλιώς είναι χαμένος.
--- Το ξέρει καλύτερα απ’ όλους μας, του αποκρίθηκε εκείνη δείχνοντας απογοητευμένη. Είναι παλιά του αρρώστια το πάθος του με το ποτό και δε λέει να το σταματήσει. Το άρχισε από τότε που κάποια μικρά σύννεφα άρχισαν να του σκοτεινιάζουν τη ζωή και νόμισε πως με το ποτό θα τα διαλύσει! Γρήγορα όμως έπεσε έξω όσα μπουκάλια κι αν άδειαζε! Και τώρα που του έγινε πάθος και συνήθεια τρέχει και δεν φτάνει.
--- Έχω την εντύπωση όμως πέρα απ’ αυτά που λες, πως κάποια αόρατη δύναμη τον σπρώχνει στην καταστροφή.
--- Το βλέπω κι εγώ!
--- Σαν κάτι να γκρεμίζεται μέσα του!
--- Όχι πως ήταν πάντα καλά, αλλά από τότε που ο Στέφανος του είπε ν’ αναλάβει να φιλοτεχνήσει το άγαλμα της γυναίκας του, φάνηκε να τον κυρίεψε ένας ακατάσχετος φόβος και μια επιθυμία καταστροφής. Έτσι του φταίνε όλα, γκρινιάζει με το παραμικρό και πίνει αδιαλείπτως ξενυχτώντας! Λες και του ζήτησε να του φτιάξει το σατανά κι όχι άνθρωπο!
--- Κρίση ευθύνης λέγεται, αυτό;
--- Δεν ξέρω. Αλλά πάντα σαν ετοιμάζει μια καινούργια δουλειά του, αλλάζει, γίνεται θηρίο.
--- Δουλεύει όμως, πολύ!
--- Δούλευε θες να πεις! Γιατί εδώ κι ένα χρόνο το ‘χει ρίξει στις απολαύσεις. Κλεινόταν μερόνυχτα στο ατελιέ του και πελεκούσε ασταμάτητα το μάρμαρο. Δε μ’ άφηνε να τον σταματήσω ούτε για φαγητό. Μόνο αφού τελείωνε αυτό που ‘χε χαράξει στο μυαλό του να φτιάξει, έσπαζε τα λουριά της δουλείας του και λευτερωνόταν από το οδυνηρό σφιχταγκάλιασμά τους. Πολλές φορές κοιμόταν κιόλας στο εργαστήριό του, αψηφώντας για την ανησυχία που έδειχνα όταν τον έβλεπα να απουσιάζει από το κρεβάτι του.
--- Ξεκουράζεται σαν άνθρωπος και καλλιτέχνης ή τον έχει απορροφήσει η τέχνη και τον έχει κάνει δούλο της;
--- Και στο παρελθόν αλλά και τώρα δεν ξέρει τι πάει να πει ξεκούραση. Μια διανοητική μέθη τον πιάνει σαν δουλεύει κι όλο δείχνει ανήσυχος λες και τον πνίγει κάτι στο στήθος. Και σαν αφήσει τη δουλειά του πάλι δεν κάθεται ήσυχος. Έρχεται και μου λέει τις σκέψεις του για το έργο του, ζητάει τη γνώμη μου κι όσες λεύτερες δυνάμεις έχει μέσα του τις επιστρατεύει για να υπηρετήσει την τέχνη. Έτσι αυτό το τρικύμισμα που έχει για την τέχνη τον βασανίζει συνέχεια και τον προβληματίζει.
--- Θέλεις να πεις πως ζει συνέχεια μ’ ένα << κραχ >> και την αγωνία μέσα του, για την τέχνη;
--- Αυτό ακριβώς!
--- Μπορεί να του κάνει κακό όμως αυτό; Ν’ αρρωστήσει, να πεθάνει;
--- Πως δεν μπορεί. Επιστρατεύω όλες τις θετικές δυνάμεις μου και λέω, δεν είναι τίποτα θα του περάσει. Μια νευρική κρίση, μια υπερφόρτιση της σκέψης και της φαντασίας και τίποτα άλλο, που με τον καιρό θα φύγουν. Είναι όμως έτσι ή κάτι πολύ σοβαρό κι αγιάτρευτο που θα τον τυραννά σε όλη του τη ζωή;
Είπε αυτά και μια χλομάδα διαπέρασε το όμορφο πρόσωπό της. Λες και η καρδιά της πάγωσε κι έπαψε να στέλνει το αίμα στα μέλη της. Γρήγορα όμως ξαναπήρε το λαμπερό της χρώμα και σαν φωτίστηκε έδειξε και πάλι τη φιλική του διάθεση προς χάρη κι ευχαρίστηση του Βρανά. Όμως και πάλι σε λίγο έδειξε ανήσυχη από έναν έντονο θόρυβο που άκουσε στο διάδρομο και σηκώθηκε. Σε λίγο όταν γύρισε ήρθε με τη συνοδεία του Στέφανου.
Σαν μπήκε εκείνος και είδε το Βρανά, χάρηκε και με τον αέρα του φτασμένου διανοητή και συγγραφέα, του είπε, μ’ ένα χαριτωμένο γέλιο:
--- Ο κριτικός σου νους, ξέρω πως γκρεμίζει είδωλα! Αλλά το δικό μου, θαρρώ, πως δεν μπορεί να το γκρεμίσει!
Άπλωσε το χέρι του ο Γρηγόρης, του έσφιξε το δικό του και του αποκρίθηκε αυτός τώρα με τη σειρά του:
--- Όποιος γελάει τελευταίος, Στέφανε, γελάει καλύτερα! Μην το ξεχνάς αυτό!
Πάγωσε για λίγο ο Στέφανος, σάστισε κι έδειξε να τα χάνει. Ωστόσο χαμογέλασε και σαν κάθισε κοντά στη Λίζα που του ‘κανε μέρος στο μεγάλο και φαρδύ καναπέ, είπε με ωμό ύφος:
--- Η κριτική αναμασάει και φλυαρεί, Γρηγόρη, ενώ το έργο μένει, ζει και βασιλεύει. Η κριτική είναι πίσω από το έργο, δεν προπορεύεται, είναι άχρηστη και βλέπει αυτό που θέλει. Και χωρίς αυτή η τέχνη προχωράει!
--- Το ξέρω! Εγώ όμως είμαι ένας θερμός εραστής της και θα την υπηρετώ! Δε θα την εγκαταλείψω όσο και να το θέλετε εσείς οι συγγραφείς!
Γέλασε μ’ αυτά που είπε, γέλασαν μαζί του και οι άλλοι και σαν σταμάτησαν, τον ρώτησε με την απαιτούμενη ευγένεια ο Γρηγόρης:
--- Ποιος καλός άνεμος σ’ έφερε εδώ, Στέφανε; Σε βλέπω ανήσυχο και σκεπτικό. Το Νικόλα θέλεις;
--- Ναι, του είπε αμέσως εκείνος και συμπλήρωσε. Άνοιξα δουλειές μαζί του σαν θέλεις να μάθεις κι έρχομαι που και που και τα λέμε. Γιατί έτσι πιστεύω θα συνεργαστούμε καλύτερα!
--- Δουλειές! αναφώνησε ο Βρανάς κι έδειξε μεγάλη έκπληξη, στρέφοντας το κεφάλι του προς τη Λίζα που ‘κανε μια γκριμάτσα επιδοκιμασίας.
--- Δουλειές, ναι, πως το λένε, νιτερέσο. Του είπα να μου φτιάξει κάτι για να δοκιμάσω την τέχνη του!
--- Τι είναι αυτό που θα σου φτιάξει;
--- Το άγαλμα της συγχωρεμένης γυναίκας μου. Από τότε που πέθανε μου λείπει και δεν μπορώ να ησυχάσω. Ελπίζοντας να το βάλω στο σπίτι μου θα βρω τη γαλήνη μου. Και φυσικά να λιγοστέψει και ο πόνος μου για το χαμό της.
Και σαν σταμάτησε λίγο, πρόσθεσε μ’ ένα σοβαρό τρόπο:
--- Δεν μπορώ να την ξεχάσω, Γρηγόρη! Θέλω να το νιώσεις αυτό που σου λέω και να μην με κοροϊδέψεις. Νύχτα μέρα ακούω τα βήματά της, βλέπω τη σκιά της, αισθάνομαι την ανάσα της πάνω μου και την αναζητώ. Ώρες – ώρες απλώνω τα χέρια μου να την αγκαλιάσω και σαν καταλαβαίνω την αυταπάτη μου πονάω αβάσταχτα και κλαίω ασταμάτητα στη σκληρή και κρύα μοναξιά μου.
Μια ζήλια σιγόκαιγε μέσα στα σπλάχνα της Λίζας όσο τον άκουγε να μιλάει που την έκανε σαν περνούσε η ώρα να υποφέρει και να λιώνει ολόκληρη. Ωστόσο δε μιλούσε παρά τον κοίταζε συνεπαρμένη με τα ωραία της μάτια και τον θαύμαζε. Τον θαύμαζε και τον μισούσε θανάσιμα, έτσι που συνέχιζε να την περιφρονεί και να την μειώνει.
--- Και ο Νικόλας, τι λέει; ρώτησε ο Γρηγόρης και απευθύνθηκε στη Λίζα. Θα του κάνει το χατίρι ή θα τον αφήσει να περιμένει, βάζοντας σε προτεραιότητα άλλα έργα με μεγαλύτερο οικονομικό όφελος;
--- Έχει γίνει άλλος άνθρωπος από τότε που του είπες και του ζήτησες να σου φτιάξει το άγαλμα της γυναίκας σου, Στέφανε, είπε η Λίζα και τον κοίταξε τρυφερά. Τον βλέπω διαφορετικό και δεν το χωράει ο νους μου πως άλλαξε τόσο. Μου λέει πως θα το φτιάξει και τα ‘χετε βρει και όπου να ‘ναι θ’ αρχίσει να πελεκάει το μάρμαρο, αλλά γκρινιάζει: << Ανάθεμα τη δουλειά του Στέφανου, που υποσχέθηκα να πάρω! Θα χάσω την ψυχή μου σαν γίνω εραστής της! >> μου κοπανάει κάθε μέρα.
--- Γιατί; την ρώτησε με περιέργεια ο Γρηγόρης κι έδειξε ν’ απορεί.
--- Πού θες να ξέρω;
--- Άβυσσος η ψυχή αυτού του ανθρώπου, ανεξερεύνητη. Όλο και κάτι κλώθει ο νους του αλλά κανείς δεν ξέρει τι θα βγάλει στο τέλος! ψιθύρισε ο Στέφανος και πέρασε το χέρι του ανάλαφρα από τα μαλλιά του.
--- Όλοι κάτι κλώθουμε στο νου μας! είπε μετά από διαλογισμό κι ο Γρηγόρης και κοίταξε με νόημα πρώτα τη Λίζα και ύστερα το Στέφανο.
Κι αφού εστίασε για λίγο το βλέμμα του στα ολοφώτεινα μάτια του Στέφανου, του ‘κανε με μια παιδιάστικη αφέλεια:
--- Κι εσύ έμαθα, ετοιμάζεσαι για το τελευταίο σου μυθιστόρημα! Πότε θα το εκδόσεις;
Χωρίς ιδιαίτερο κόπο και με ευχάριστη διάθεση για το ενδιαφέρον που έδειχνε ο Βρανάς για τη νέα του συγγραφική δουλειά, του απάντησε με φιλικό τόνο:
--- Κοντός ψαλμός αλληλούια! Σ’ ένα μήνα, λέω, να το έχω στο χέρι και να το διαβάζει ο κόσμος. Έχω εμπιστοσύνη στον εκδοτικό οίκο και τους ανθρώπους που το τυπώνουν και δεν πιστεύω να ψευτίσουν και να μου το αργήσουν.
--- Πάλι μυθιστόρημα, ε;
--- Ναι! Δεν ξεκολλάω εγώ, εύκολα απ’ αυτό! Είναι στο αίμα μου, στο πετσί μου, πως το λένε το μυθιστόρημα και δεν πάω παραπέρα, στο διήγημα ή στο ταξιδιωτικό, ας πούμε. Μ’ αρέσει να γράφω για το λαό μας, τη δροσιά της αγροτιάς, τα γλέντια, τα μεράκια, τους καημούς, τους πόνους και τους φανατισμούς του. Μηδέ και τους έρωτές του εξαιρούμενους, με το πάθος τους, τους αναστεναγμούς και τους ανταγωνισμούς τους. Όσο ο δαίμονας της σκέψης και της φαντασίας μου διαλογίζονται, εγώ θα γράφω! Αν σταματήσει, ε, τότε θα πάψω!
--- Θαρρώ, πως θα με χρειάζεσαι! βρήκε την ευκαιρία να του πει ο Βρανάς και διασταύρωσε το βλέμμα του με της Λίζας.
Μ’ ένα τρόπο έντιμο για να αποφύγει δήθεν κάποια δουλικότητα σ’ αυτό που του πρότεινε, τον ρώτησε με μια δόση χιούμορ:
--- Με ποιο τρόπο σε χρειάζομαι, καλέ μου, κριτικέ;
--- Να σου γράψω κριτική! Έτσι θ’ αφήσουμε ένα καινούργιο βιβλίο να περάσει στο ντούκου; Δεν πρέπει να το υποδεχτούμε όπως του αξίζει πριν περάσει την πόρτα της Λογοτεχνίας; Δε σ’ ενδιαφέρει αυτό;
--- Μ’ ενδιαφέρει και με καίει! Αλλά τι να κάνω; Μπαίνει κανείς εύκολα στα κυκλώματα του βιβλίου; Μπορεί να κάνει κάτι όταν δεν έχει φίλους, γνωριμίες και δύναμη;
--- Μιλάς σαν να έχεις κάτι σοβαρό στο μυαλό σου, που σε βασανίζει! Τι είναι αυτό; τον ρώτησε ο Βρανάς, διαβάζοντας προφανώς τις σκέψεις του μέσα από τα λόγια του.
--- Να, θέλω να μπω στο χώρο του κυκλώματος του βιβλίου για να ικανοποιήσω μια πολυετή φιλοδοξία μου!
--- Ποια είναι αυτή;
--- Να πάρω κι εγώ μια φορά το πρώτο βραβείο μυθιστορήματος!
Και πάλι τα βλέμματα της Λίζας και του Βρανά διασταυρώθηκαν με μια ιδιαίτερη λάμψη και ικανοποίηση. Κι αμέσως η Λίζα με αξιοζήλευτη ετοιμότητα του είπε:
--- Να λοιπόν που ήρθε η ώρα να ικανοποιήσεις αυτή τη φιλοδοξία σου! και με μια χαριτωμένη κίνηση των όμορφων χεριών της, συμπλήρωσε: Μα εδώ έχουμε έναν άνθρωπο που είναι στα μέσα και στα έξω του βιβλίου και γνωρίζει τόσο κόσμο! Θα σε βοηθήσει!
Και στρέφοντας κατά το Βρανά, τον ρώτησε με ιδιαίτερο εντυπωσιασμό:
--- Τι λες, Γρηγόρη; Δεν θα το κάνεις;
Εκείνος δεν της αποκρίθηκε αλλά σκέφτηκε πόσους είχε ωφελήσει και πόσους είχε βλάψει με τις κριτικές του. Μια νέα ποιήτρια που είχε την καλοσύνη να του στείλει την πρώτη της συλλογή να την κρίνει, σαν τη διάβασε, της έγραψε << τα πρωτόλεια κανείς δεν τα δημοσιεύει γιατί πάντα είναι για κλάματα και δεν είναι τέχνη >>.
Μετά από το λούσιμο αυτό η κοπέλα αυτοκτόνησε για να έρθει η σειρά ενός άλλου πεζογράφου που ούτε λίγο ούτε πολύ τον έβγαζε <<αδιάβαστο, αγροίκο κι αστείο>> και του συνιστούσε μέσα από μια αυτοκρατορική βαρβαρότητα να μην ξαναγράψει πια. Από τότε ο πεζογράφος χάθηκε, ούτε βιβλίο έβγαλε άλλο, αλλά και ούτε δημοσίευσε τίποτα. Έναν άλλο τον έκανε με την κακή του κριτική να κάψει τα βιβλία και τα χειρόγραφα, ν’ αφήσει το σπίτι του και να μπει σε μοναστήρι όπου και τρελάθηκε. Και πολλοί άλλοι είδαν κι έπαθαν από την κακή κριτική του .
Στην άρνηση του Βρανά να της απαντήσει, πέταξε χαμογελώντας και θωρώντας μ’ έναν τρυφερό θαυμασμό το Στέφανο :
--- Σαν μπορείτε να συνεργαστείτε με το Βρανά και να σε βοηθήσει δεν βλέπω το λόγο γιατί να μην το κάνετε! Με μια καλή κριτική του η Επιτροπή θα επηρεασθεί και θα δει με καλύτερη διάθεση το βιβλίο σου! Αμφιβάλλεις;
Και γυρνώντας πάλι με υπερβολική ζωηρότητα προς το Βρανά, του ‘κανε με εντυπωσιακό τακτ:
--- Τι λες κι εσύ, Γρηγόρη;
Εκείνος δεν την άκουσε γιατί και πάλι βυθίστηκε στο δικό του κόσμο και κουκούβιζε κάτω από τις ενοχές του, τις αμαρτίες και τις προδοσίες του. Και τούτο γιατί είχε γράψει διθυράμβους για έργα που δεν άξιζαν, για κακούς συγγραφείς και ποιητές που χάθηκαν και δεν άντεξαν στο χρόνο και για ευοίωνες προβλέψεις λογοτεχνικών κολοσσών που έσβησαν σαν διάττοντες αστέρες πριν την ώρα τους. Δεν άφηνε περιοδικό ή εφημερίδα που να μην έγραφε πάντα καλά για τους φίλους του και πάντα άσχημα για τους ξένους, τους άγνωστους και τους ταπεινούς, που όχι μόνο ξαφνιάζονταν γι’ αυτά που διάβαζαν αλλά πανικοβάλλονταν με όσα ψέματα, κωμικά κι ευτράπελα τους στόλιζε η νοσηρή πένα του. Γι’ αυτό τώρα σαν του θύμιζαν με τη κουβέντα όλα αυτά τα κακά που είχε κάνει στη λογοτεχνία, ένιωθε βαρύς σαν μολύβι και κακοδιάθετος σαν άρρωστος.
Η Λίζα όμως επέμεινε κι αφού έδειξε το Βρανά είπε στο Στέφανο:
--- Ο άνθρωπος αυτός μπορεί να σου φανεί χρήσιμος και να σε βοηθήσει να πάρεις το βραβείο! Αν το θέλεις κι εσύ φυσικά!
Κοίταξε παράξενα και με κάποια δυσπιστία το Βρανά ο Στέφανος και τον ρώτησε με έντονο ενδιαφέρον:
--- Θα χρειαστεί όμως και να υπερβάλλεις για το βιβλίο μου ή καλύτερα, να στο πω αλλιώς, να πεις ψέματα. Θα το κάνεις αυτό;
--- Αν χρειαστεί θα γίνει κι αυτό! Αν εσύ το θέλεις! του αποκρίθηκε αυτός αμέσως λες και ήταν έτοιμος.
--- Και η τέχνη δεν θα κακοποιηθεί μ’ αυτό;
--- Δεν έχει σχέση το ένα με τ’ άλλο. Η τέχνη θα μείνει ανέγγιχτη χωρίς να πονέσει και το βιβλίο θα βραβευτεί. Αυτό δε θέλεις κι εσύ;
Σαν να ξεστόμισε κάτι πολύ άσχημο, φάνηκε στο Στέφανο, αλλά και του άρεσε μιας και βοηθούσε πολύ στη φιλοδοξία και την υστεροφημία του. Και μ’ ένα αδρό χαμόγελο που άνθισε στα χείλη του, απόμεινε αμίλητος ν’ ακούσει στη συνέχεια το Βρανά, να λέει:
--- Ψέματα! Πουφ! Τα ψέματα είναι απαραίτητα στη ζωή, τη διατηρούν και την κάνουν ζωντανή! Της δίνουν νόημα και της δυναμώνουν την ουσία της. Το ξέρουν καλά αυτό οι πολιτικοί, οι στρατιωτικοί, οι διπλωμάτες, οι παπάδες, οι δάσκαλοι, οι δικηγόροι και οι δικαστές και μας γεμίζουν με ανούσια και κακά ψέματα. Ως και πολλές θεωρίες στηρίζονται στα ψέματα κι επιβάλλουν με το ψέμα τη διάδοσή τους και την τρομοκρατία τους. Έτσι αδυνατίζουν τη δύναμη και την αντίσταση του λαού, κάνοντάς τον αρνάκι και παίρνοντας με το έτσι θέλω πια το δικό του <<ναι>>, για την επιβολή των απόψεών τους. Η φαινομενική πια αλήθεια τους σαν εδραιωθεί τον τυραννά κι ως να ξεχωρίσει το ψέμα που την περιβάλλει, έχουν κιόλας δεχτεί την δουλική υποταγή του.
Όση ώρα μιλούσε έβλεπε με ιδιαίτερη χαρά το Στέφανο να τον ακούει προσεκτικά και μ’ ενδιαφέρον. Έτσι πήρε το θάρρος να συνεχίσει με μια απαράμιλλη δεξιοτεχνία και τα παρακάτω:
--- Τώρα ερχόμαστε σε σένα και το βιβλίο σου. Όσα θα γράψω να είσαι σίγουρος πως θα υπερασπίζονται με κάθε σοβαροφανή κι αξιοπρεπή τρόπο τη λογοτεχνική του αξία. Έντεχνα δηλαδή και πανούργα το βιβλίο θα υψώνεται ως αριστούργημα και θα σηματοδοτείται σαν το καλύτερο της χρονιάς ενώ εσύ θα υπερτονίζεσαι σαν ο αξιότερος συγγραφέας των τελευταίων ετών που δικαιούσαι το βραβείο. Η εικόνα σου να είσαι σίγουρος πως θα ζωγραφιστεί με τα ζωηρότερα λογοτεχνικά χρώματα έτσι που η Κριτική Επιτροπή Λογοτεχνικών Βραβείων θα παγιδευτεί και θα σε βραβεύσει σαν το αδιαμφισβήτητο συγγραφικό άστρο.
Πολύ του άρεσαν αυτά που άκουσε του Στέφανου γιατί τον έφερναν κοντά στο βραβείο που απ’ όσο έδειχνε μπορούσε να το πάρει αρκεί να τον βοηθούσε κι ο Βρανάς. Γι’ αυτό χαρούμενος και με το πρόσωπό του φορτισμένο από την ένταση και την αγωνία, ξεστόμισε σε πανηγυρικό ρυθμό:
--- Το θέλω το βραβείο, Γρηγόρη, το αποζητώ σαν τρελός, πρέπει να ξέρεις! Θα κάνω ότι μπορώ να το πάρω! Ακόμη κι αν χρειαστεί να πέσω πολύ χαμηλά!
Και πριν του αποκριθεί εκείνος, θωρώντας κατάματα τη Λίζα που καθόταν μέσα στην αφράτη φρεσκάδα της δίπλα του, είπε τονίζοντας μία- μία τις λέξεις:
--- Όπως ο πραγματικός καλλιτέχνης δεν φοβάται την τέχνη έτσι κι εγώ τώρα απ’ όσα είπες δε φοβάμαι το βραβείο! Έτσι μου φαίνεται να κουνήσουμε το δαχτυλάκι μας το βραβείο θα το πάρουμε!
Αχώνευτος του φάνηκε του Γρηγόρη μετά την τόση σιγουριά που έδειχνε, ασυμπάθηστος κι αν δεν τον μίσησε, τον αηδίασε τόσο, που σκέφτηκε για μια στιγμή να πάψει την κουβέντα μαζί του και να φύγει. Αλλά τούτα τα παιχνίδια και τα πάρα δώσε με τους συγγραφείς τα είχε συνηθίσει και γρήγορα ξεπέρασε την αναστάτωση που ένιωσε, λέγοντάς του, χαριτολογώντας:
--- Δεν θα πουλήσεις κιόλας την ψυχή σου στο διάβολο για ένα βραβείο, Στέφανε!
Φάνηκε να τον στρίμωξε μ’ αυτό που του είπε, αλλά εκείνος μπόρεσε και βρήκε τη δύναμη για να του πει:
--- Σου είπα και χαμηλά θα πέσω αν χρειαστεί για να πάρω το βραβείο!
Είχε τόση ένταση σαν είπε αυτά, που έδειξε ν’ αναπνέει με δυσκολία.
<< Τούτος θέλει τη δόξα περισσότερο κι από τη ζωή του >> σκέφτηκε ο κριτικός και τον ρώτησε:
--- Γράφεις για το Θεό στο βιβλίο σου;
--- Γράφω!
--- Τι γράφεις;
--- Ό,τι και να γράφω δεν τον γκρεμίζω! Τον αφήνω στη θέση του!
--- Για τον Σατανά;
--- Γράφω και γι’ αυτόν τον τρισκατάρατο που κάνει τον κόσμο άνω κάτω.
--- Για το κακό, την αδικία, τη φτώχεια, την πείνα, τον πόνο, τους κατατρεγμένους και τους αδικημένους, γράφεις;
--- Γράφω πως δε γράφω! Ως και για τους πολέμους, γράφω, τους σκοτωμένους και για εκείνους που χάνουν τις πατρίδες τους. Για όλους γράφω!
--- Δεν αφήνεις τίποτα, θαρρώ.
--- Ως και με την εξουσία τα έχω βάλλει που κάθεται στο σβέρκο του λαού και του ρουφάει το αίμα.
--- Για να ν’ ακούσω κάτι που γράφεις γι’ αυτή.
--- Στα ψηλά αυτή στα χαμηλά ο λαός, μια του τάζει μια του παίρνει, πάει η κοροϊδία σύννεφο. Χεραγκαλιά με το διάβολο από τα γεννοφάσκια της, φράζει το χτήμα της με αγκαθωτό σύρμα, κάθεται τρώει, πίνει, κοιμάται, δεν αφήνει κανέναν να μπει μέσα, μόνο η ίδια βασιλεύει και λογαριασμό δε δίνει!
--- Είναι ξεροκέφαλοι οι γέροντες της Επιτροπής, είπε σαν τελείωσε, δεν ιδρώνει το αυτί τους όταν διαβάζουν τέτοια. Αυτοί θέλουν ακίνδυνα που να κοιμίζουν τον αναγνώστη. Έχεις γράψει τίποτα τέτοιο;
Κούνησε το κεφάλι του με δυσφορία αυτός, ανάπνευσε για λίγο το μυρωμένο αέρα που έφευγε από το κορμί της Λίζας και του αποκρίθηκε, χαμογελώντας:
--- Θα σας διηγηθώ τούτο και θαρρώ πως θα σας αρέσει! Μαζεύτηκαν κάποτε ολοτρόγυρα από ένα τραπέζι με πλούσια φαγητά οι γέροι ενός χωριού κι έτρωγαν κι έπιναν με την ψυχή τους. Σαν μέθυσαν, σηκώθηκε ο γεροντότερος και τους είπε: << Καλά φάγαμε, καλά ήπιαμε αδερφοί, ας ζητήσουμε και μια χάρη από το Θεό, έτσι φιλεύσπλαχνος που είναι, ποιος ξέρει μπορεί να μας ακούσει και να μας το δώσει >>. << Τι να του ζητήσουμε; >> ακούστηκε μια φωνή από το βάθος γεμάτη αγωνία. << Να του ζητήσουμε να μας κάνει αθάνατους! >> << Μπράβο! >> φώναξαν όλοι κι άρχισαν να προσεύχονται. Όταν τέλειωσαν ακούστηκε μια φωνή από ψηλά που τους έλεγε, μεγαλόφωνα και ρητορικά: << Η επιθυμία σας εισακούστηκε, τέκνα μου! Κι από τώρα είσαστε αθάνατοι! >> Οι γέροι ξέσπασαν σε πανηγυρισμούς και συνέχισαν να πίνουν ως το πρωί.
Μετά δυο μέρες πέθανε ένας στο χωριό και τον κήδευαν. Στην κηδεία παραβρέθηκαν και οι γέροι του συμποσίου που βλέποντας το φέρετρο με το νεκρό να κατεβαίνει στον τάφο, έβαλαν τα γέλια. Τους είδαν οι διπλανοί τους και σαν τους ρώτησαν γιατί γελάνε και δε σέβονται το νεκρό, τους απάντησαν με εγωιστική βεβαιότητα: << Εμείς είμαστε αθάνατοι, δε θα πεθάνουμε και ποτέ δε θα μας σκεπάσει το χώμα! >> Πίστεψαν αυτό που άκουσαν!
Γέλασε ο Γρηγόρης και του ψιθύρισε με μια εμφανή συμβατικότητα:
--- Θέλεις να πεις πως και οι άνθρωποι της Επιτροπής θ’ ακούσουν κάποια φωνή που είναι μέσα από τα κυκλώματα και θα εφαρμόσουν την εντολή της;
--- Αυτό ακριβώς!
--- Βλέπω πως ξέρεις καλά τι συμβαίνει στο χώρο του βιβλίου! του έκανε με ένα ιδιαίτερο θαυμασμό ο Βρανάς και τον αγκάλιασε ειρωνικά με το βλέμμα του.
Και με μια ακατανίκητη σβελτάδα συνέχισε:
--- Αυτοί οι κριτές, καλά το λες και τίποτα να μη γράψεις θα κρίνουν όπως θα τους πουν. Η εντολή μετράει και τίποτα άλλο. Οι προστάτες και οι εντολοδόχοι τους έχουν τον πρώτο λόγο!
--- Και μια καλή κριτική όμως, έστω και διθυραμβική δε βλάπτει!
--- Όχι ! Ίσα – ίσα που βοηθάει!
Απλώθηκε σιωπή. Για λίγο όμως γιατί στο διάδρομο ακούστηκαν βήματα που όσο πλησίαζαν γίνονταν πιο έντονα. Και μέχρι να στρίψουν και οι τρεις το κεφάλι τους προς την πόρτα, βλέπουν το Νικόλα, να μπαίνει μέσα. Ερχόταν από τον κήπο και φαινόταν καλοδιάθετος, το χρώμα στο πρόσωπό του ήταν ρόδινο και στα μάτια του διακρίνονταν οι φλογίτσες που πετούσαν σαν ήταν στις καλές του.
Αφού κάθισε τους είπε:
--- Μόλις ξύπνησα, αισθάνθηκα καλύτερα και κατέβηκα να κάνω έναν περίπατο στον κήπο. Αυτό μου έκανε καλό και σαν άκουσα την κουβέντα σας, σκέφτηκα να σας επισκεφτώ.
Κι αφού κοίταξε πρώτα το Στέφανο και ύστερα το Γρηγόρη, τους ρώτησε:
--- Πώς από ‘δω; Ανοίγουμε τίποτα καινούριες δουλειές;
--- Εγώ ήρθα να σε ρωτήσω τι θα κάνεις με το άγαλμα της γυναίκας μου του είπε χαμηλόφωνα ο Στέφανος και μαζεύτηκε στη θέση του. Θα το αρχίσεις; Η αγωνία με τρώει βλέπεις.
--- Κι εγώ να μιλήσω με τη Λίζα! συμπλήρωσε ο Βρανάς και της άγγιξε το χέρι ψηλά στο μπράτσο. Έχει σκοτιστεί βλέπεις ο νους μας με τα καλλιτεχνικά και είπαμε να ασχοληθούμε και λίγο με τα καθημερινά.
Κούνησε με κάποια δυσπιστία το κεφάλι του ο Νικόλας κι αφού πέρασε τα δεξί του χέρι πάνω από τα κατάμαυρα μαλλιά του και τα περιποιήθηκε, είπε μ’ ένα παραπονιάρικο τόνο στη φωνή του:
--- Όπου βλέπετε πολλούς ανθρώπους εκεί μαζεύονται και οι πιο πολλές έγνοιες. Θαρρώ πως για κάτι σοβαρό μιλάτε και το κρύβετε!
--- Σκληρό είναι αυτό που θα σου πω, Νικόλα, του ‘κανε με νάζι η Λίζα, θέλοντας να τον πειράξει λίγο, αλλά θα στο εξομολογηθώ. Εκτός από τα δικά μας λέγαμε και για σένα!
--- Για μένα; τσίριξε αυτός και κοκκίνισε.
--- Ναι, για σένα!
--- Ξέρω! Λέγατε πως είμαι ονειροπαρμένος και φιλήδονος! Και πως αφήνω την τέχνη μου και τρέχω στην ακολασία! Αυτά τα ίδια και τα ίδια! Σας βαρέθηκα πια! Σας βαρέθηκα!
Και κλαψουρίζοντας πρόσθεσε:
--- Τα νωθρά μυαλά σας τα βγάζουν αυτά! Εγώ ένα σας λέω και να μ’ αφήσετε ήσυχο. Θα κάνω ό,τι θέλω γιατί είμαι ελεύθερος!
--- Όλοι είμαστε αμαρτωλοί και φιλήδονοι Νικόλα, του είπε ο Βρανάς, αλλά εσύ μου φαίνεται παραείσαι! Κι αν για μας υπάρχει μια μικρή ελπίδα να σωθούμε για σένα δεν υπάρχει!
--- Πίνω λίγο παραπάνω και ξενυχτώ, το ξέρω! Ωστόσο όμως δεν ξεφεύγω από το μέτρο όσο κι αν με λένε ξοφλημένο!
--- Και η κρίση που είχες πριν, που τη βάζεις;
--- Είσαι πολύ φοβητσιάρης, Γρηγόρη και βάζεις κακές σκέψεις στο νου σου. Ζαλίστηκα λίγο γιατί φαίνεται πως γκρεμίστηκε ένα σάπιο κομμάτι, μέσα μου. Τι ήθελες με τέτοιο τράνταγμα που ένιωσα να γελάω;
--- Ε, τώρα ας τ’ αφήσουμε αυτά! έκανε η Λίζα σαν είδε τον αδερφό της να δείχνει εξοργισμένος, απ’ αυτό που του είπε ο Γρηγόρης. Έχουμε πιο ευχάριστα να συζητήσουμε, πρόσθεσε και στράφηκε στο Στέφανο, που τον ρώτησε χαμηλόφωνα:
--- Τι λες Στέφανε;
--- Τι θες να πεις; της έκανε πολύ αχνά εκείνος και τα μάτια του πέταξαν φλόγες.
--- Βγαίνει το καινούργιο σου βιβλίο! Λίγο το ‘χεις;
--- Μπράβο! ξεφώνισε ο Νικόλας και συμπλήρωσε μαζεύοντας τα φρύδια του: Βέβαια, βγάζοντας κάποιος ένα βιβλίο, μην θαρρεί πως καταχτά ολάκερο το σύμπαν ή του αλλάζει τίποτα, αλλά απλά δημιουργεί κάτι. Είναι κόπος, μόχθος, θυσίες και στερήσεις μιας ζωής όμως. Κι αν είναι και καλό ξεδιαλύνει τα σκοτάδια κάνοντας τον αναγνώστη να βλέπει και να περπατά στο δρόμο του.
--- Εμένα όμως αυτή τη στιγμή άλλο πράμα με καίει, Νικόλα κι όχι το βιβλίο και το βραβείο του. Κι αυτό το ξέρεις καλύτερα εσύ από τον καθένα μας. Γι’ αυτό και με βλέπεις τώρα εδώ. Ήρθα να μου πεις πότε αρχίζεις να δουλεύεις το μάρμαρο.
Τίναξε πίσω το κορμί του ο Νικόλας, έλαμψαν τα μάτια του και με λόγια που έβγαιναν μέσα από την πυρωμένη καρδιά του, του είπε με την τραχιά φωνή του:
--- Το σκέφτηκα πολύ Στέφανε κι αποφάσισα να το αρχίσω. Δύσκολη η απόφασή μου, πέρασε πρέπει να ξέρεις μέσα από ξενύχτια αγωνίας, από φωτιά και σίδερο που λέμε και θαρρώ πως βγήκε σωστή, ακέραιη και δίκαιη. Η ψυχή βλέπεις της συγχωρεμένης νίκησε τη διστακτικότητά μου. Κάτι όμως μου λέει μέσα μου, πριν ακόμη δώσω το πρώτο κτύπημα με τη σμίλη μου στο μάρμαρο, ερωτεύτηκα τη μορφή κιόλας που θα ξεπηδήσει από μέσα του και νιώθω πολύ υπέροχα γι’ αυτό αλλά και λαβωμένος. Η τέχνη βλέπεις έχει τους δικούς της νόμους και σε παρασύρει σε άλογες αβύσσους. Έτσι αύριο κιόλας κλείνομαι στο ατελιέ μου και πέφτω με πάθος στη δουλειά.
Πως νιώθει ο φορτωμένος άνθρωπος που έχει στους ώμους του βαρύ φορτίο και ξαφνικά κάποιος του το παίρνει, έτσι ένιωσε και ο Στέφανος με τούτο που άκουσε από τα χείλη του Νικόλα. Ξαλάφρωσε μια και καλή, αισθάνθηκε ένα γλυκό χαλάρωμα σε ολόκληρο το σώμα του και η χαρά με την ευτυχία τον πλημμύρισαν και πάλι. Έτσι χαμογελώντας του είπε ζωηρά:
--- Το ‘ξερα Νικόλα πως δε θα μ’ άφηνες, έρημο με τη μοναξιά μου! Ο Θεός που είναι μεγάλος και βλέπει το καλό που μου κάνεις να σου δίνει δύναμη να υπηρετείς για πολλά ακόμη χρόνια την τέχνη σου!
--- Σου είπα και πάλι, του αποκρίθηκε ο Νικόλας, και, κοίταξε μ’ ερευνητικό βλέμμα τους άλλους, το ‘κανα μόνο και μόνο γιατί ερωτεύτηκα κιόλας αυτό που θα φτιάξω. Μη σου φαίνεται παράξενο αυτό, αλλά έτσι είναι! Να δω όμως πως θα τα βγάλω πέρας ως το τέλος, έτσι παράξενα που νιώθω από τότε που αποφάσισα να σμιλέψω στο μάρμαρο τη μορφή της γυναίκας σου.
--- Μπράβο! Μπράβο! που τα βρήκατε οι δυο σας! τους φώναξε ύστερα από μια μικρή σιωπή ο Γρηγόρης και σηκώθηκε, κινώντας προς την πόρτα.
Και γυρνώντας προς τη μεριά της Λίζας της είπε δυνατά για να τον ακούσουν και οι άλλοι δυο:
--- Έχω δουλειά, δεν μπορώ να καθίσω άλλο. Θα περάσω όμως σύντομα να σε ξαναδώ. Και χτυπώντας φιλικά στην πλάτη το Στέφανο σαν να του έλεγε << θα τα ξαναπούμε >> βγήκε στο διάδρομο πηγαίνοντας για την έξοδο.
--- Είδες τι είναι η ψυχή του ανθρώπου, πέλαγος! ξεφώνισε η Λίζα και κοίταξε το Στέφανο και μετά αφού στράφηκε στο Νικόλα του είπε: Ένα μήνα τώρα ήταν απελπισμένος και δεν ήξερε τι να κάνει. Και με ένα και μόνο δικό σου << ναι >> έγινε ευτυχισμένος!
Έφερε εκείνος τα χέρια του στα όμορφα μαλλιά του και σαν τα χάιδεψε μ’ ένα απαλό άγγιγμα, της είπε χαμογελώντας:
--- Και οι δυο σας θα νομίζατε τόσο καιρό, πως δεν έπαιρνα τη δουλειά γιατί φοβόμουν τη δυσκολία που έκρυβε μέσα της. Δεν είναι όμως έτσι! Έπρεπε να μ’ αγγίξει πρώτα και μετά να την πάρω. Και τώρα που έγινε αυτό, την πήρα!
Είπε αυτά και σηκώθηκε. Έπιασε ύστερα απ’ το μπράτσο το Στέφανο και τραβώντας τον να σηκωθεί του είπε, παρακινώντας τον να τον ακολουθήσει:
--- Έλα πάμε μέσα στο εργαστήριό μου να σου δείξω τα δυο ακατέργαστα υλικά το πρόπλασμα και το μάρμαρο. Θα ‘ναι θαρρώ για σένα μια μεγάλη έκπληξη!
Άφησαν τη Λίζα και μπρος ο Νικόλας, πίσω ο Στέφανος άρχισαν να περπατούν στο διάδρομο που οδηγούσε ως εκεί.
Γ
Όταν ξύπνησε ο Στέφανος, θυμήθηκε πως είχε να επισκεφτεί το Νικόλα, εδώ κι ένα μήνα. Έτσι υπακούοντας στην επιθυμία του να τον συναντήσει οπωσδήποτε και να δει πως τα πήγαινε με το άγαλμα της γυναίκας του, ντύθηκε αμέσως και βρέθηκε στο δρόμο. Η ζέστη που εδώ και δέκα μέρες ταλάνιζε την πρωτεύουσα, δεν έλεγε να υποχωρήσει και όσο περνούσε ο καιρός γινόταν ανυπόφορη κι επικίνδυνη. Για να την αποφύγει ο Στέφανος πήρε το δρομάκι που περνούσε μέσα από το μικρό δάσος με τα πεύκα, που απλωνόταν με ιδιαίτερη μεγαλοπρέπεια ως το τέλος της λεωφόρου Κηφισίας. Σαν πέρασε το γραφικό εκκλησάκι της Αγίας Φωτεινής, διέσχισε τη λεωφόρο και βρέθηκε έξω από την αυλόπορτα του σπιτιού του. Εκεί σαν την έσπρωξε και είδε πως ήταν ανοιχτή, πέρασε μέσα με ιδιαίτερη χαρά κι ευχαρίστηση.
Πάντα σαν βρισκόταν εδώ, περπατούσε με μεγάλη χαρά στα πλακόστρωτα δρομάκια και θαύμαζε τα έργα του γλύπτη που με τόση φροντίδα και γούστο είχε στολίσει την κάθε γωνιά του κήπου. Κι επειδή στο Μαρούσι σ’ εκείνο το σημείο που ήταν κόμβος η κίνηση ήταν πυκνή τόσο από αυτοκίνητα όσο κι από πεζούς, φρόντιζε να εκθέτει πάντα έργα του στον εξωτερικό χώρο του σπιτιού του και να τα ανανεώνει σε ταχτικά διαστήματα για να τα βλέπουν όλο και περισσότερα μάτια. Η θέα τους ήταν πολύ εμφανής και η λεωφόρος Κηφισίας προσφερόταν για την έκθεσή τους. Όμως και ο ίδιος τις ελεύθερες ώρες του και κυρίως τις Κυριακές, δεχόταν τους θαυμαστές του και τους ξεναγούσε με μια απίστευτη εγκαρδιότητα μπροστά από τα έργα του. Τα περισσότερα από τα έργα τέχνης που εξέθετε ήταν γυναικεία σώματα, ντυμένα ή γυμνά και προκαλούσαν ιδιαίτερη αισθητική ομορφιά στους θαυμαστές του. Άλλα πάλι παρίσταναν τη νεότητα που μέσα από τα καλοδουλεμένα σώματα ξεπηδούσε η νιότη με το άρωμα της που είναι η ωραιότερη στιγμή της ζωής.
Κι απ’ ότι έλεγε ο Νικόλας το πρώτο άγαλμα που έβαλε στον κήπο του, το ζήτησε ένα αγόρι από το παρακείμενο ορφανοτροφείο του Γεωργίου και της Αικατερίνης Χατζηκώνστα, που πήγαινε στην εκκλησία της Αγίας Φωτεινής κάθε Κυριακή μαζί με τους άλλους τροφίμους και παρακολουθούσαν τη θεία λειτουργία. Έτσι όταν μια μέρα μετά το σκόλασμα της εκκλησίας πήγαν με τους δασκάλους τους επίσκεψη στο εργαστήριό του να δουν τη δουλειά του και να τους μιλήσει για την τέχνη και τον κόσμο της, ο μικρός αυτός, τον ρώτησε με τα μάτια του στυλωμένα στα σκορπισμένα αγάλματα:
--- Γιατί δε βάζετε και μερικά έξω στον κήπο να τα βλέπουν οι θαυμαστές σας; Εδώ μέσα έτσι κλεισμένα που είναι χάνονται και δε δείχνουν την ομορφιά τους!
Έτσι το ένα άγαλμα έφερε το άλλο και σιγά- σιγά ο κήπος έγινε ένα υπαίθριο μουσείο που όλο και γέμιζε με καινούργια και καλοφτιαγμένα έργα.
Αφού χόρτασε ο Στέφανος να κοιτάζει τώρα όλα αυτά τα αγάλματα που απλώνονταν με μαεστρία δεξιά κι αριστερά του και να τα θαυμάζει γοητευμένος από την ομορφιά τους, τα προσπέρασε και βλέποντας ανοιχτή την πόρτα του ατελιέ του Νικόλα, μπήκε μέσα. Ο Νικόλας όλη νύχτα δεν είχε κλείσει μάτι. Πονούσε η καρδιά του, στριφογύριζε το κεφάλι του και η ψυχή του ήταν κι αυτή παραδαρμένη όσο ποτέ άλλοτε. Και τούτο γιατί σε λίγο θα έβαζε μπροστά τη δουλειά του Στέφανου και θα ‘πιανε στα χέρια του το μάρμαρο που το θεωρούσε σαν άγριο θεριό κι έπρεπε να το ημερέψει και να του δώσει μια θεία και παραδεισένια γυναικεία μορφή! Θα το ‘κανε μορφή, ναι, και, θα του εμφυσούσε μέσα του τη ζωή σαν ένας μικρός Θεός! Κι αυτό ήταν που τον τρόμαζε και τον έκανε να απελπίζεται, πιστεύοντας πως δε θα το κατορθώσει! Γιατί τη ζωή μόνο ο Θεός τη χαρίζει! Κι αυτός ήθελε η ζωή να φαίνεται μέσα στην ύλη του σκληρού μάρμαρου που θα απεικόνιζε τη γυναίκα του Στέφανου! Πόσο δύσκολο ήταν! Όφειλε όμως να το προσπαθήσει! Έπρεπε να δώσει ζωή στο μάρμαρο για την προσωπική του ικανοποίηση κι ελπίδα και χαρά στο Στέφανο!
Έστησε κάποια στιγμή το πρόπλασμα κι ετοιμαζόταν να πιάσει δουλειά όταν μπήκε μέσα η γυναίκα που θα ποζάρισε και τον καλημέρισε με τρυφερότητα κι ευγένεια. Κι αμέσως χωρίς να περιμένει οποιαδήποτε συμβουλή από το Νικόλα, ξεντύθηκε και πήρε τη συνηθισμένη θέση της που έπαιρνε και σε άλλες πόζες, σαν την καλούσε να παίξει το ρόλο του μοντέλου. Σε όρθια στάση, άπλωσε λίγο το δεξί της πόδι μπροστά με χάρη και το στήριξε ελαφρά στα ακροδάχτυλά της, όπως της υπέδειξε ο Νικόλας και με το σώμα της τιναγμένο σαν μετέωρη χρυσαφένια θεά, έδινε με ιδιαίτερη αίσθηση τη διονυσιακή κι απολλώνια μέθη, που τόσο αποζητούσε ο γλύπτης.
Και στο σημείο ακριβώς εκείνο που ο Νικόλας είχε γίνει καταχτητής της τέχνης και κοίταζε πότε το γυμνό σώμα τής γυναίκας και πότε το πρόπλασμα στα χέρια του, μπήκε ο Στέφανος και τον πλησίασε μ’ ένα αθόρυβο βηματισμό και στάθηκε δίπλα του.
--- Πέρασα να δω τι κάνεις! του ‘κανε χαρούμενος εκείνος σαν κατάλαβε πως δουλεύει γι’ αυτόν και τον πλησίασε. Ένα μήνα έχουμε να τα πούμε, συνέχισε κι από ότι βλέπω τα νέα είναι καλά και δείχνει πως το νερό μπήκε στ’ αυλάκι! Και με την πρώτη ματιά που ρίχνω βλέπω πως τα πας θαυμάσια και όλα θα πάνε τέλεια!
Και κοιτάζοντας με τα ορθάνοιχτα μάτια του τη γυμνή γυναίκα, ψιθύρισε με μια κομψή έκφραση:
--- Και με τέτοια θεά που ποζάρει, πώς να μη γίνουν όλα υπέροχα!
Άφησε πάνω στον ξύλινο πάγκο τη σμίλη με τ’ άλλα σύνεργά του ο Νικόλας και αφού κάθισε, του είπε, θωρώντας τον με φλογερή ματιά:
--- Είμαι στο πρόπλασμα, Στέφανε, και όταν το τελειώσω θα μπω στο μάρμαρο. Βρίσκομαι στην αρχή μεν, αλλά σαν σκεφτείς πως η αρχή είναι το ήμισυ του παντός, νιώθω πολύ αισιόδοξος κι ευχαριστημένος. Βέβαια στο μάρμαρο είναι τα δύσκολα! Η σμίλη χοροπηδάει σαν το αγγίζει και θαρρείς πως την κλωτσάει και τη διώχνει. Κι όσο το μυαλό να σκεφτεί τι θα χαράξει η σμίλη, αυτή έχει πάει σε άλλη θέση. Κι αυτό το πάρε δώσε με το μυαλό και τη σμίλη δεν έχει τελειωμό! Πρέπει να είσαι γρήγορος και στα δυο και το ένα να συμπληρώνει το άλλο, αν θες να πετύχεις, αλλιώτικα αυτό που θα βγει στο τέλος από μια κακή συνεργασία μυαλού και σμίλης σίγουρα θα είναι για γέλια!
Έσκυψε ο Στέφανος, έπεσε σχεδόν ολόκληρος πάνω στο γύψινο πρόπλασμα και το έψαχνε με τη ματιά του παντού, στο κεφάλι, στο στήθος, στα χέρια, στα πόδια, κάνοντας και τους ανάλογους μορφασμούς εκεί που έβλεπε να τον ευχαριστεί το αποτέλεσμα της τέχνης και να του γεννά χαρούμενα και τρυφερά συναισθήματα. Ώσπου κάποια στιγμή σταματώντας για λίγο το βλέμμα του στο πρόπλασμα της γυναίκας του και ύστερα στην καλλονή που πόζαρε, και, αφού φάνηκε και τα σύγκρινε, ξεφώνισε με ιδιαίτερη ένταση σαν ένιωσε πως η αντιγραφή ήταν καταπληκτική:
--- Νικόλα δικαιώθηκα, μαζί σου! Θαρρώ πως κανένας άλλος δε θα μπορούσε να φτιάξει το αριστούργημα που φαίνεται να γεννιέται απ’ τα χέρια σου! Είσαι στην αρχή κι όμως η μορφή της γυναίκας μου αναδύεται μέσα από την τέχνη σου με αξιοζήλευτη ζωντάνια κι ομοιότητα!
Ζωήρεψε το μάτι του Νικόλα μ’ αυτό που άκουσε και του είπε με καλοσυνάτη διάθεση, αγγίζοντας με το χέρι του ένα μεγάλο κομμάτι μάρμαρο που βρισκόταν δίπλα του:
--- Να, σ’ αυτό το μάρμαρο θα σμιλέψω αφού τελειώσω με το πρόπλασμα το σώμα της γυναίκας σου. Θέλει πολύ δουλειά ακόμη όπως βλέπεις αλλά κάποτε θα γίνει. Μια μικρή προεργασία έχω κάνει η οποία φαίνεται ανεπαίσθητη στο δικό σου ανεκπαίδευτο μάτι. Θέλει και η γυναίκα αυτή να ποζάρει μέρες εδώ αλλά κι εγώ να είμαι ενεργός και να αποφύγω τις απουσίες μου. Γιατί το γύψινο πρόπλασμα που βλέπεις θα κοιταχτεί πολλές φορές και θα χαλαστεί άλλες τόσες μέχρι να πάρει την οριστική μορφή του. Γιατί αυτή η μορφή θ’ αποτυπωθεί ύστερα στο μάρμαρο! Βέβαια εδώ με βοηθάει και η γυμνή γυναίκα να βάλω τις βάσεις στο έργο μου, αλλά όμως όταν φτάσω στο μάρμαρο, τότε οι μόνοι βοηθοί μου θα είναι το πρόπλασμα και η φαντασία μου! Η φαντασία μου με την ανεξίτηλη εικόνα της γυναίκας σου που αδρά μου έχει αποτυπωθεί στη μνήμη μου από όσες φορές την είδα να στέκεται δίπλα σου! Βέβαια θα μου φέρεις και μια φωτογραφία της για να με βοηθήσει να φιλοτεχνήσω στο ακέραιο αυτό που θα σου παραδώσω, στολίζοντάς το απαραίτητα και με μια ιδανική αμφίεση, ειδικά σμιλεμένη για το εξαίσιο σώμα της χαμένης συντρόφου σου.
Κι αφού έκανε νεύμα με το χέρι στη γυναίκα που πόζαρε να χαλαρώσει, συνέχισε:
--- Την ήξερα τη γυναίκα σου καλά. Και το σώμα και την ψυχή της. Και πρέπει να ξέρεις πως εμένα μ’ ενδιαφέρουν και τα δυο. Το σώμα είναι εύκολο να το φτιάξεις! Την ψυχή όμως; Τη σκέψη, τη ζωή που θα κυλάει σ’ αυτό το μαρμαρένιο σώμα, πως θα τα φανερώσεις; Εδώ σε θέλω!
Εκείνη τη στιγμή ο Στέφανος άπλωσε το χέρι του και του έδωσε ένα λευκό φάκελο. Αργά – αργά και με προσοχή ο Νικόλας τον άνοιξε και έβγαλε από μέσα μια φωτογραφία της συγχωρεμένης. Αφού την κοίταξε για λίγο σαν την έφερε κοντά στα μάτια του, του είπε με βελούδινη και χαϊδευτική φωνή:
--- Την έχεις πάντα μαζί σου, ε!
--- Ναι, του έκανε συγκινημένος αυτός. Πάντα κρατώ πάνω μου μια φωτογραφία της. Μου απαλύνει τον πόνο μου.
--- Θα με βοηθήσει κι αυτή, αλλά πιο πολύ πιστεύω στην έμπνευση και στη δουλειά. Σαν αυτά τα δυο ο καλλιτέχνης τα βάλει να ταιριάξουν σωστά δεν φοβάται τίποτα. Κι εγώ έχω μάθει να τα συνταιριάζω
Ύστερα αφού άφησε με αυστηρή ιεροτελεστία το φάκελο πάνω στο πάγκο, έμεινε για λίγο σιωπηλός. Γρήγορα όμως επανήλθε στην κουβέντα τους, για να του πει που παραξενεύτηκε όταν τον είδε να κοιτάζει με κάποιο προβληματισμό το μοντέλο του.
--- Θαρρώ πως βρίσκεις ανορθόδοξο τον τρόπο που δουλεύω. Είναι όμως το σωστό γιατί το αντικείμενο που είναι η γυμνή γυναίκα, ερεθίζει τον εγκέφαλο και η έμπνευση είναι πιο αληθινή και πλησιάζει την πραγματικότητα που είναι πιο κοντά στη φύση. Έτσι το προϊόν που θα βγει θα είναι γνήσιο παιδί της τέχνης κι όχι αποπαίδι της. Χρόνια δουλεύω έτσι και πάντα στηρίζομαι σ’ ένα ζωντανό μοντέλο για να πετύχω το απόλυτο και να μην προδοθώ. Παίρνω έτσι αυτό που θέλω από την τέχνη χωρίς να την εκβιάζω και να την περιφρονώ.
Κούνησε το κεφάλι του ευχαριστημένος ο Στέφανος και του είπε με μια φυσική έξαψη:
--- Θυμίζει έτσι που δουλεύεις, Νικόλα κάτι κι από τη δική μου, δουλειά, το γράψιμο και δεν μπορώ να μην το επισημάνω. Κι εγώ γράφω στο πρόχειρο για να αρχίσει ύστερα το σβήσιμο και πάλι το γράψιμο για πόσες φορές κι εγώ δεν ξέρω! Κι αυτό γίνεται ενώ στη φαντασία μου έχω φτιάξει το είδωλο της εικόνας που θέλω να περιγράψω. Χωρίς είδωλο δεν μπορώ να γράψω! Και τούτο το κάνω γιατί πιστεύω, όπως λέει κι ένας μεγάλος δημιουργός, πως το έργο τέχνης ξεπηδάει γερό μόνο μέσα από κάτι που είναι ταυτόχρονα και πραγματικό και ιδεατό. Και το πιστεύω αυτό, Νικόλα, όπως κι εσύ! Ανησυχούμε και οι δυο για το έργο μας κι αυτό είναι που μας κάνει να σκύβουμε πάνω του με τόσο ζήλο.
Τον άκουσε ο Νικόλας με πρωτοφανή γαλήνη και στωικότητα. Όταν τελείωσε, του είπε σαν να βγήκε από ένα στιγμιαίο λήθαργο μ’ ένα δυνατό τρικύμισμα της ψυχής:
--- Δεν τη σκαρτεύω εγώ την τέχνη, Στέφανε, δεν τη χαλάω, τη σέβομαι. Κι αυτό δεν μου το ‘μαθε κανένα πανεπιστήμιο και κανένα σχολείο. Μου το ‘μαθε ένας δημιουργός του λαού, ένας ξωμάχος καλλιτέχνης, που έφτιαχνε ξύλινα κύπελλα και τα ‘βαζε στις πηγές του χωριού για να πίνουν οι περαστικοί και να ξεδιψούν. Αυτός λοιπόν ο λαϊκός καλλιτέχνης δεν το ‘βαζε για χρήση το κύπελλο παρά μόνο σαν το ολοκλήρωνε αισθητικά και το ‘κανε πραγματικό έργο τέχνης! Το σκάλιζε όμορφα, του ‘βαζε διάφορες παραστάσεις από εικόνες της υπαίθρου και του χωριού, το λείαινε επιτήδεια και όταν έβλεπε πως το μάτι του το θαύμαζε, τότε μόνο το θεωρούσε τελειωμένο.
--- Ξεχειλίζει το έργο από ομορφιά όταν το αγαπάς και το φροντίζεις, του ψιθύρισε ο Στέφανος και τον ρώτησε:
--- Πότε λες να ξεκινήσεις το μάρμαρο;
--- Α, όλα κι όλα, μη μου βάζεις το μαχαίρι στο λαιμό! του είπε αυτός μ’ ένα πολύ χαριτωμένο χαμόγελο και τον κοίταξε στα μάτια με διάρκεια.
--- Δε στο βάζω, αλλά θέλω να μου πεις! Σε μια, σε δυο βδομάδες, σε πόσες;
--- Δεν ξέρω!
--- Εσύ, ένας μεγάλος καταχτητής του μαρμάρου, δεν ξέρεις; Δεν σε πιστεύω!
--- Αφού δεν ξέρω!
--- Με τρομάζεις, τότε, με κάνεις να φοβάμαι!
--- Εγώ στα είχα, πει. Δε στα είχα πει, Στέφανε; Εσύ επέμενες σώνει και καλά να σου φτιάξω το άγαλμα. Ήξερες καλά πως δουλεύω αργά κι όμως επέμενες! Τι θες τώρα και τα ρέστα; Θες με τη βιασύνη σου να προσβάλω την τέχνη και να χαλάσω τη φιλία μου μαζί της και μαζί σου;
--- Έτσι που μου μιλάς, με σκοτώνεις, μ’ αφήνεις να καίγομαι στην ένταση της αγωνίας και της προσμονής. Το θέλω το άγαλμα της γυναίκας μου, δεν το ‘χεις καταλάβει; Χωρίς αυτό στο σπίτι μου μέσα, πνίγομαι, υποφέρω, πώς να στο πω! Γι’ αυτό σου λέω, κάνε κάτι να το πάρω, γρήγορα.
--- Τι να κάνω;
--- Να δουλέψεις πιο πολύ και να μην αφήνεις το νου σου να ξεστρατίζει αλλού.
--- Θες να πεις να κόψω τα ξενύχτια και την κοσμική ζωή; Δεν μπορώ! Είμαι βλέπεις ηδονιστής!
--- Θα καταστραφείς, θα πεθάνεις, όμως έτσι, που πας.
--- Δε με νοιάζει! Κάνω εκείνο που μ’ ευχαριστεί και μου δίνει δύναμη και κουράγιο να συνεχίσω. Για μένα η ζωή είναι απόλαυση δεν είναι θυσία.
Ψιθύρισε κάτι από μέσα του και πρόσθεσε:
--- Δουλεύω λίγο, Στέφανε, και το ξέρω πως θα με φέρει πίσω αυτό. Θα με φέρει όμως πίσω να ξέρεις και το ταξίδι που θα κάνω. Αυτό που το βάζεις;
--- Ταξίδι, είπες Νικόλα; Πού θα πας;
--- Στο Κόσοβο! Με κάλεσαν να ‘μαι εκεί τον Αύγουστο και να συζητήσουμε για τη δουλειά που θα τους κάνω στην καταστρεμμένη από τους βομβαρδισμούς Πρίστινα!
Βλέποντας τη δυσφορία στα μάτια του Στέφανου, πρόσθεσε μ’ ένα ξινισμένο χαμόγελο:
--- Δεν το ‘ξερες αυτό; Δεν είχαμε μιλήσει πάνω σ’ αυτό το ταξίδι μου;
--- Πως είχαμε.
--- Τότε γιατί δείχνεις να το βλέπεις με κακό μάτι;
--- Γιατί τώρα έφτασε ο κόμπος στο χτένι κι εγώ το άγαλμα το χρειάζομαι!
--- Αφού γυρίσω θα το έχεις!
--- Κι αν αργήσεις εκεί;
--- Δεν το πιστεύω.
--- Αν όμως…
--- Τι να σου πω τότε! Θα στο αργήσω!
Φάνηκε να οργίστηκε ο Στέφανος και να δείχνει ανήσυχος κι εκνευρισμένος. Ωστόσο συγκρατήθηκε για να αποφύγει μια απρόβλεπτη κακή συμπεριφορά και τον ρώτησε:
--- Ποιος σε καλεί να πας εκεί;
--- Ο δήμαρχος της Πρίστινα!
--- Και τι θέλει να του φτιάξεις;
--- Ολόκληρη την πόλη! Ο πόλεμος, λέει, τα ‘κανε όλα ίσιωμα εκεί, δεν άφησε τίποτα όρθιο και τα έργα τέχνης εξαφανίστηκαν αν δεν έγιναν κομμάτια. Θέλει να τα φτιάξει πάλι και να γιατρέψει όσο μπορεί τις αισθητικές πληγές της πόλης.
--- Εσύ πρέπει να δώσεις τον εαυτό σου εκεί και η σημαία της τέχνης σου να κυματίσει για πολύ καιρό αν θες να μοιραστείς ένα καλό μερίδιο απ’ όλη αυτή την επική προσπάθεια. Είσαι διατεθειμένος να το κάνεις αυτό;
--- Είμαι! Εξάλλου οι όροι της συμφωνίας μας δεν έχουν συζητηθεί ακόμη. Με το ταξίδι μου εκεί όλα θα συζητηθούν κι αν δω πως με συμφέρει θα αποδεχτώ την πρόσκληση.
Ανακουφίστηκε μ’ αυτό που άκουσε ο Στέφανος και σαν του ‘ρθε η καρδιά στη θέση της, του είπε μ’ έναν αφελή τρόπο:
--- Ταξίδι εσύ, Νικόλα, ταξίδι κι εγώ! Μόνο που το δικό μου είναι μικρό!
--- Να ‘τα μας! ξεφώνισε εκείνος και τον κοίταξε παράξενα. Και για πού με το καλό;
--- Α, όχι μακριά, του είπε, ξεσπώντας στα γέλια και το μάτι του έπεσε στη γυμνή γυναίκα που στεκόταν ακόμη στη θέση της. Να, ως τον εκδότη μου. Μου παρήγγειλε πως κυκλοφόρησε το βιβλίο μου και μπορώ να πάω, να πάρω μερικά αντίτυπα.
--- Α, ωραίο πανηγύρι θα στήσουμε! του ψέλλισε ασυγκράτητος από τον ενθουσιασμό του ο Νικόλας και ανοιγόκλεισε τα μάτια του πολλές φορές.
--- Καταλαβαίνεις τώρα την αγωνία μου, συμπλήρωσε ο Στέφανος κι άστραψε ολόκληρος. Νιώθω απερίγραπτα συναισθήματα και περιμένω πως και πως να το αγγίξω στα χέρια μου και να το ξεφυλλίσω. Για μένα αυτό το βιβλίο είναι το παν και σ’ αυτό στηρίζω την αναγνώριση και την καταξίωσή μου σαν λογοτέχνης. Γι’ αυτό θα το στείλω στην Κριτική Επιτροπή Λογοτεχνικών βραβείων και θα περιμένω τη βράβευσή του!
Γέλασε ο Νικόλας και συμπλήρωσε με σαρκασμό:
---Διψάς για το κρατικό βραβείο μυθιστορήματος; ε;
--- Ναι, πολύ!
--- Γιατί δεν το λες;
--- Το λέω και το φωνάζω! Κι ώσπου να ‘ρθει η ώρα της κρίσης θα το βροντοφωνάζω πως το θέλω!
Είπε αυτά και αφού σηκώθηκε κίνησε για την πόρτα.
--- Να μου το φέρεις να το διαβάσω! του είπε ξεφωνίζοντας ο Νικόλας και σηκώθηκε κι αυτός από τη θέση του τραβώντας προς την ολόγυμνη γυναίκα που ‘δειχνε χαλαρωμένη όση ώρα αυτοί μιλούσαν περί ανέμων και υδάτων.
= = =
Η Λίζα όση ώρα μιλούσαν ο Νικόλας και ο Στέφανος, είχε αφήσει το σπίτι και βρισκόταν στον κήπο. Έβραζε μέσα της, καιγόταν και δε θα ησύχαζε παρά μόνο αφού τον συναντούσε και τον έβλεπε. Έτσι κάθισε στο παγκάκι κάτω από τις πορτοκαλιές και χάζευε με τις πεταλούδες που πετούσαν ξέγνοιαστες από λουλούδι σε λουλούδι και ρουφούσαν αχόρταγα το χυμό τους και τον πρωινό καθαρό αέρα.
--- Έλα! του είπε όταν τον πλησίασε στο διάδρομο του κήπου και η ανάσα της φάνηκε να κόβεται. Έλα, κάθισε να σε δω λιγάκι και να τα πούμε. Καιρό έχω να σε συναντήσω κι αυτό μου στοιχίζει πολύ. Θαρρώ πως κι εσύ θα ‘χεις νιώσει την απουσία μου στο πετσί σου!
Ξαφνιάστηκε μ’ αυτή την απροσδόκητη διαχυτικότητά της ο Στέφανος κι απόμεινε για μια στιγμή σαστισμένος κι αναποφάσιστος μπρος της ενώ το βλέμμα του δεν έπαυε ούτε λεπτό να πέφτει πάνω της.
Έτσι αφού λύγισε ύστερα από λίγο και κάθισε κοντά της, άκουσε με ιδιαίτερη προσοχή να του λέει με τη γλυκιά και τρυφερή φωνή της:
--- Έχω τη γνώμη πως ο Νικόλας σε ξεκίνησε!
--- Ναι, αλλά έχει πολλή δουλειά ακόμη!
--- Το παν είναι η αρχή. Αφού αυτή έγινε όλα τα υπόλοιπα θα πάνε καλά. Μη βάζεις κακές σκέψεις στο μυαλό σου που σου φέρνουν άγχος και αγωνία. Κοντός ψαλμός αλληλούια που λένε!
--- Σωστά αυτά που μου λες, Λίζα, αλλά εμένα μου λείπει η γυναίκα μου και η μοναξιά με χτυπά τα βράδια αλύπητα όταν ξαπλώνω μόνος στο κρύο κρεβάτι! Κι αυτός δεκάρα δε δίνει! Ακόμα είναι στο πρόπλασμα και το μάρμαρο μόνο που το έχει αγγίξει! Κι εγώ καίγομαι! Πολύ το θέλω το άγαλμά της να μου κάνει συντροφιά!
--- Το δίκιο σε πνίγει, Στέφανε, του ‘κανε συγκινημένη εκείνη, αλλά σκέψου και λογικά. Η γυναίκα σου, πέθανε, πάει, ανήκει στους νεκρούς και κανείς δεν μπορεί να σου την φέρει πίσω! Εσύ σαν άντρας της, της κάνεις τα μνημόσυνά της και δεν την ξεχνάς ποτέ. Αυτό νομίζω πως της φτάνει! Όσο πιο πολύ τη σκέφτεσαι τόσο και πονάς περισσότερο! Γι’ αυτό γέμισε τη ζωή σου με τις χαρές που σου δίνει και σταμάτα να ραγίζεις κάθε μέρα την καρδιά σου, σαν το γυαλί όταν τη θυμάσαι.
--- Τα λόγια τα λες, το ξέρω για παρηγοριά, αλλά δεν γιατρεύουν τις πληγές της καρδιάς μου!
--- Εντάξει, αλλά τι άλλο μπορείς να κάνεις για να μην πονάς;
--- Το άγαλμα με τη μορφή της σαν μπει στο σπίτι μου, αυτό θα με σώσει! Αυτό και τίποτα άλλο! Μπορεί να πονώ αλλά θα την έχω δίπλα μου, κοντά μου!
<< Όσο πάει και τα χάνει >> σκέφτηκε η Λίζα και σύρθηκε κοντά του. Άπλωσε ύστερα το χέρι της κι αφού έπιασε το δικό του, του είπε, τρέμοντας από τη συγκίνηση:
--- Ένα τέτοιο χέρι, σαν το δικό μου, θέλεις Στέφανε, που να σε πιάσει για να μην πέσεις κάτω, αυτό θέλεις και το ξέρεις καλά, αλλά το διώχνεις. Τι άντρας είσαι εσύ που δε γυρεύεις τη συντροφιά της γυναίκας;
--- Παρανοϊκός, τρελός! της ψιθύρισε πειραγμένος και με ένταση και τραβήχτηκε από κοντά της. Παρανοϊκός για εκείνη που έφυγε και για καμιά άλλη!
--- Ούτε για μένα θέλεις να πεις;
--- Ούτε για σένα!
Ένιωσε το αίμα της να της ανεβαίνει καυτό στο κεφάλι η Λίζα, την ανάσα της να κόβεται και τα μάτια της να θαμπώνουν και να χάνει τον κόσμο. Μίσος πλημμύρισε την καρδιά της, αηδία στην ψυχή της για το σκληρό τούτο άνθρωπο που την έκανε να μεγαλώσει την εκδίκησή της απέναντί του. Ωστόσο αν και σε δύσκολη θέση, μπόρεσε και του ψέλλισε, ήρεμα τα λίγα τούτα λόγια:
--- Σ’ αγαπώ! Στέφανε, σ’ αγαπώ!
Την κοίταξε με τα μάτια του στενεμένα εκείνος και με μεγάλη έξαψη κι εκνευρισμό. Για να της πει ύστερα από λίγο με την ψυχρή φωνή του:
--- Δεν θέλω να ξεπέσω, Λίζα, δεν θέλω να προδώσω τη γυναίκα μου! Μου φτάνει που θα τη βάλω σπίτι μου, έστω και με τη νεκρή μορφή
της! Η μυρωδιά μιας άλλης γυναίκας θα σκοτώσει ό,τι ωραίο είχαμε ζήσει μαζί! Γι’ αυτό αν θέλεις το καλό μου μη με προκαλείς και μη με πλησιάζεις σαν πειρασμός αλλά σαν άγγελος!
Απόμειναν για λίγο αμίλητοι. Ο μυρωμένος αέρας που σκορπούσαν ολοτρόγυρα τα δέντρα τους έκανε καλό και φάνηκε να τους ηρέμησε. Και τούτο το έδειξε πρώτος ο Στέφανος που ξεχνώντας το αγριεμένο πέλαγος που έκανε πριν από λίγο άνω κάτω την ψυχή του, της είπε με φωνή γεμάτη από συγκίνηση:
--- Για σένα Λίζα, το ξέρω, πως ο καημός σου είναι να με κάνεις δικό σου! Όμως ο δικός μου ο καημός είναι άλλος και διπλός! Δηλαδή έχω δύο καημούς! Ο ένας είναι να φτιάξω το άγαλμα της γυναίκας μου κι ο άλλος να πιάσω στα χέρια μου και το καινούργιο μου βιβλίο, να το χαϊδέψω, να το ξεφυλλίσω και ν’ ανοίξω κουβέντα μαζί του, γιατί πιστεύω σ’ αυτό αφού θα μου δώσει το πρώτο βραβείο του μυθιστορήματος! Κι εκεί θα πάω μετά από εδώ στο εκδότη μου για να πάρω ένα αντίτυπο στα χέρια μου!
Χάρηκε με αυτά που άκουσε η Λίζα, γιατί πίστεψε πως ίσως το καινούργιο του βιβλίο τη βοηθούσε να κερδίσει την καρδιά του. Έτσι με μια πανηγυρική διάθεση του είπε, γελώντας:
--- Να, γιατί σου λέω πως δεν πρέπει να το βάλεις κάτω, Στέφανε. Ξέρεις τι είναι για σένα αυτό το βιβλίο;
--- Τι είναι;
--- Ένα βήμα για να σκαρφαλώσεις στην κορυφή της λογοτεχνίας!
--- Μιλάς για το βραβείο;
--- Γιατί άλλο; Αυτό δε σε καίει;
--- Με καίει και με παρακαίει! Αλλά και μου κόβονται τα πόδια όταν το σκέφτομαι πως μπορώ ν’ ανεβώ εκεί που λες!
Τον πλησίασε και του ‘κανε τρυφερά:
--- Θυμάσαι που σου είχα τάξει πως αν θέλεις βοήθεια μπορείς να την έχεις κι από εμένα αλλά κι από το Βρανά! Τώρα τι λες που τα πράγματα ήρθαν έτσι και είσαι πιο κοντά στη φιλοδοξία σου! Τι θέλεις τη βοήθειά μας;
---Πως δε την θέλω! Έτσι μόνος μου και με τόσο βάρος που φορτώνομαι, νομίζω πως δε θα τα καταφέρω!
Κοίταξε το γεροδεμένο κορμί του και το σπινθηροβόλο βλέμμα του η Λίζα και της φάνηκε αδύνατο να μην τα καταφέρει, όπως της είπε. << Έτσι μου το είπε >> σκέφτηκε, << σαν σχήμα λόγου, για να μου προκαλέσει οίκτο και να τον βοηθήσω να πάρει το βραβείο και να ικανοποιήσει τις φιλοδοξίες του. Εγώ όμως θα εκμεταλλευτώ τούτη του την επιθυμία για να τον βάλω στο χέρι και να κερδίσω το σώμα και την ψυχή του που τόσο πολύ με έχουν κάνει αιχμάλωτή τους >>.
Έσκασε ένα μικρό γελάκι και του ψιθύρισε μακρόσυρτα:
--- Στο είπα και την άλλη φορά μπροστά στο Βρανά πως έχω τη δύναμη να σε βοηθήσω! Εξάλλου και ο ίδιος ο κριτικός προσφέρθηκε να σε βοηθήσει με μια καλή του κριτική. Έχουμε όμως και τους ανθρώπους της Κριτικής Επιτροπής που θα σε βοηθήσουν.
Εκείνος έσκασε ένα ειρωνικό γέλιο και σιώπησε.
--- Ο Βρανάς θυμάσαι πως προσφέρθηκε να σε βοηθήσει! Γράφει όπως θέλεις και καλά κι άσχημα. Κάνει το μαύρο άσπρο και το άσπρο μαύρο και είναι πιο πολύ γνωστός σαν σατανάς του ψεύδους παρά σαν Θεός της αλήθειας.
--- Τον ξέρω καλά. Έχουμε μιλήσει πολλές φορές κι έχουμε πει διάφορα. Άλλα καλά κι άλλα κακά. Δε μου γεμίζει το μάτι αλλά τέτοιο σκουλήκι που είναι μπορεί και να μου βγάλει κάτι καλό. Εξάλλου τις προάλλες στο σπίτι σου που συναντηθήκαμε θα θυμάσαι πως τα είπαμε λιγάκι και όπως κι εσύ λες, η αλήθεια είναι πως υποσχέθηκε να με βοηθήσει.
--- Του αρέσει να θάβει τους καλούς και να ανασταίνει τους κακούς λογοτέχνες! Εσένα δεν ξέρω που σε κατατάσσει. Όμως μου έχει μιλήσει με τα καλύτερα λόγια για τον εαυτό σου.
--- Ναι, αλλά έχω και τους ενδοιασμούς μου. Ας πούμε πως θα γράψει καλά για το βιβλίο μου, αλλά τι γίνεται με τους ανθρώπους της Επιτροπής; Ποιος θα τους επηρεάσει να ψηφίσουν τη βράβευσή μου; Η κριτική όσο και καλή να είναι από μόνη της, νομίζω πως δε φτάνει για να πάρει κάποιος το βραβείο!
--- Μου έχει μιλήσει ο Βρανάς για τους ανθρώπους της Επιτροπής και μου τους έχει περιγράψει με τα χειρότερα λόγια. << Πουλιούνται κι αγοράζονται >> λέει και είναι όλοι τους << συλλέκτες χειροφιλημάτων και κολακειών >>. Εντυπωσιάζονται εύκολα, δεν έχουν σωστή κρίση και σύρονται εύκολα από τη μύτη, αρκεί ο δυνατός που θα τους την τραβήξει θα είναι σε θέση να τους δώσει σαν αντάλλαγμα κάποιο κοινωνικό κόκαλο να γλείψουν! Αυτούς και τους πέντε μια ματιά του φίλου μου υπουργού πολιτισμού και μια διθυραμβική κριτική του υψιπετή κριτικού Βρανά είναι αρκετά να τους κάνουν να σκύψουν και ν’ ακουμπήσουν τη μύτη τους στο χώμα!
<< Μπράβο, δύναμη η Λίζα >> σκέφτηκε χαρούμενος ο Στέφανος κι ένιωσε ένα παράξενο πάθος μέσα του να τον κυριεύει για τη γυναίκα που τόσο πολύ μισούσε. Και χωρίς καμία αντίσταση την πλησίασε και την άγγιξε τόσο που φάνηκε πως θα την έσφιγγε στην αγκαλιά του χωρίς καμία ντροπή ή ενοχή. Κ ι όμως δεν το έκανε, γιατί ένα βίαιο τράβηγμα τον έφερε πάλι μακριά της και τον κόλλησε στη θέση του με μια απερίγραπτη σκληρότητα, αποφεύγοντας έτσι να νιώσει τη φωτιά του υπέροχου και φλογισμένου κορμιού της. << Μακριά από τη μπρούτζινη επιδερμίδα, το γοητευτικό βλέμμα και τη βρώμικη ψυχή, τούτης της γυναίκας >> σκέφτηκε και την κοίταξε με μια ματιά γεμάτη μίσος και περιφρόνηση.
Ωστόσο μπόρεσε να της πει:
--- Τη χαρά που μου ’δωσες εσύ Λίζα, να μου την έδινε κι ο Νικόλας!
--- Γιατί το λες, αυτό; του ‘κανε με έκπληξη εκείνη και σάλεψαν έντονα τα χείλη της.
--- Το λέω γιατί φεύγει, μου είπε, για το Κόσοβο και θα μείνει πίσω το άγαλμα της γυναίκας μου. Να ‘ξερες αυτό τι σημαίνει για μένα και τι πόνο θα μου δώσει.
Κάτι μουρμούρισε εκείνη και συμπλήρωσε, άτονα:
--- Θα φύγει, ναι!
--- Τον καλεί λέει, ο δήμαρχος να φιλοτεχνήσει την πόλη και να την κάνει όπως ήταν πριν τον πόλεμο, όμορφη κι ωραία.
Αναστέναξε εκείνη και είπε:
--- Αχ, αυτός ο πόλεμος, πάντα είναι κακός!
--- Αν, έλειπε…
--- Μπορεί να γίνει αυτό;
--- Δύσκολα, ψιθύρισε αυτός και κούνησε το κεφάλι του. Αλλά που ξέρεις, πρόσθεσε: Μπορεί κάποτε να κουραστεί η ανθρωπότητα από τις καταστροφές του και το αίμα που χύνεται και να τους σταματήσει.
--- Λες;
--- Δε θαρρείς πως η λογική πρέπει να τον ξεγαντζώσει από πάνω μας;
--- Ναι!
--- Όλοι αυτό πιστεύουν.
--- Οι ισχυροί όμως πιστεύουν άλλα!
---Το ξέρω και γι’ αυτό οι πατρίδες χάνονται, οι νεκροί πληθαίνουν, οι τραυματίες σαπίζουν στους δρόμους, και, οι αρρώστιες με την πείνα εξαφανίζουν τα πάντα.
Έσφιξε τα χείλη του και πρόσθεσε:
--- Να οδοιπορείς σε τούτο τον κόσμο είναι θαρρώ, φριχτό!
--- Στην επιστολή που του έστειλε ο δήμαρχος της Πρίστινα συνέχισε η Λίζα, του τα γράφει χαρτί και καλαμάρι, εκθέτοντάς του όσα έπαθε η χώρα του αλλά και η πόλη του από τον πόλεμο. Τους νεκρούς του λέει, δεν μπορούμε να τους φέρουμε πίσω, αλλά τα έργα τέχνης που κανένα δεν έμεινε όρθιο, μπορούμε να τα ξαναφτιάξουμε και να τα στήσουμε εκεί που ήταν. Και τούτο γιατί είναι θέλημα τόσο του Θεού αλλά και του λαού, που τα θεωρεί συνέχεια της ψυχής και της ιστορίας του.
--- Δεν έχει μείνει τίποτα όρθιο, ε; Ως και τ’ άψυχα πλήρωσαν σ’ αυτό τον πόλεμο. Τη φρίκη!
--- Απ’ ότι φαίνεται, ναι. Γι’ αυτό πρέπει να φτιαχτούν και να γίνουν όπως πρώτα. Αλλά αυτό θα θέλει χρόνο. Έτσι ο νους μου πάει, στο Νικόλα. Δεν ξέρω αν έχει σκεφτεί τι έχει να τραβήξει σαν τα βάλει με τόσους τόνους μάρμαρο!
--- Τι θέλεις να πεις, πως θα φάει τη ζωή του, εκεί;
--- Μπορεί να μην τη φάει εκεί, αλλά θα κάνει χρόνια. Δεν γίνονται τόσα έργα από τη μια μέρα στην άλλη. Θέλουν δουλειά και χρόνο.
--- Και μπορεί να παρατήσει μένα και να μη με τελειώσει ποτέ! ξεφώνισε ο Στέφανος τρέμοντας ολόκληρος.
Και χαμηλώνοντας το κεφάλι, σκέφτηκε: << Αν μου το κάνει αυτό, δεν θα τη γλιτώσει, θα τον σκοτώσω >>. Γρήγορα όμως μετάνιωσε για τούτη του τη σκέψη, κι, αφού ανασήκωσε το κεφάλι και κοίταξε το δροσερό πρόσωπο της Λίζας, της είπε με μια ειλικρινή έκφραση:
--- Τούτες τις μέρες δεν είμαι καθόλου καλά. Το άγχος για το βραβείο, λίγο η αδιαφορία του Νικόλα για το άγαλμα της γυναίκας μου, μ’ έχουν πλακώσει. Εύχομαι στο Θεό να ‘ρθουν όπως τα θέλω για να μη με βρει κανένα κακό.
--- Πολεμάς σε δυο μέτωπα, Στέφανε, το βλέπω! Τουλάχιστον να νικήσεις στο ένα!
--- Και στα δύο θέλω να νικήσω, Λίζα και στα δύο! Και το άγαλμα της γυναίκας μου θέλω να μπει γρήγορα στο σπίτι μου και το βραβείο να πάρω στα χέρια μου! Αν δεν γίνει αυτό κι εγώ δεν ξέρω τι μπορεί να μου συμβεί!
<< Δεν είναι καλά ο άνθρωπος>> σκέφτηκε εκείνη και μαρμάρωσε. <<Θαρρεί πως είναι εύκολο να ζητήσεις κάτι και να το ‘χεις. Πέφτει έξω, πολύ έξω και δεν ξέρει τι του γίνεται. Αν ήταν έτσι τότε κι αυτό που του ζητάω εγώ θα μου το έδινε! Τι του ζήτησα; Την αγάπη του και μου την αρνήθηκε! Κι αντί αυτού με περιφρονεί και τρέχει ο νους του στα βραβεία και τα αγάλματα! Να ‘ξερες καημένε, Στέφανε τι σε περιμένει με αυτές τις μάταιες φιλοδοξίες σου ούτε που θα τις σκεφτόσουνα! >>
--- Δεν είναι << παίξε γέλασε >> τα πράγματα του είπε ύστερα από λίγο δείχνοντας πειραγμένη και τον κοίταξε με πάθος μέσα από τα λαμπερά μάτια της. Ποτέ δε μας έρχονται όπως τα θέλουμε και ποτέ δε μας βρίσκουν προετοιμασμένους.
--- Δεν με νοιάζει τι λες εσύ, της έκανε εκνευρισμένος αυτός, αλλά να ξέρεις πως εγώ πορεύομαι πιο πολύ με το ένστιχτό μου που πάντα βγαίνει αληθινό και δεν με προδίδει. Κι αυτή τη φορά κάτι μου λέει πως όλα θα μου έρθουν όπως τα σκέφτομαι.
Σταμάτησε λίγο και της είπε με μια ζωηρή έκφραση των ματιών του:
--- Ξέρεις που πήγαινα πριν συναντηθούμε;
--- Μου το είπες, στον εκδότη σου!
--- Στον εκδότη μου, ναι, να πάρω το βιβλίο μου. Κυκλοφόρησε μου παρήγγειλε και μου ζήτησε να περάσω από εκεί για να πάρω μερικά αντίτυπα κι αφού τα δω να κανονίσουμε τα περαιτέρω. Ξέρεις ποια;
--- Αυτά υποθέτω που χρειάζονται για το βραβείο;
--- Ναι, αυτά κι άλλα πολλά που τελειωμό δεν έχουν. Τώρα καταλαβαίνω πως διάλεξα δύσκολο δρόμο.
--- Εσύ όμως ένας καταχτητής του Λόγου, δεν πρέπει να δειλιάζεις! Τι φοβάσαι;
Την πλησίασε, την κοίταξε προσεχτικά με τα πυρπολημένα μάτια του και της ψιθύρισε ικετευτικά:
--- Θέλω να με βοηθήσεις, Λίζα, το ‘χω ανάγκη, μην το ξεχνάς!
Ήταν η σειρά της να τον κοιτάξει κατάματα και να του πει:
--- Το ξέρω, θα κάνω ό,τι μπορώ!
--- Ναι, κάνε ό,τι μπορείς, συνέχισε να την παρακαλάει αυτός, δείχνοντας πως τον κατάτρωγε η αγωνία. Πιάσε θεούς και δαίμονες, που λένε και ζήτησέ τους να με βοηθήσουν. Πες τους πως δεν πρέπει να με αφήσουν μόνο κι απροστάτευτο.
Το πρόσωπό του είχε ιδρώσει, τα μάτια του είχαν στενέψει και τα χείλη του έτρεμαν. Θαρρούσες πως κάποια κρίση τον βασάνιζε και θα τον έριχνε σε λίγο κάτω. Το πρόσεξε αυτό η Λίζα και για να τον συνεφέρει, του είπε:
--- Θα ξεκινήσω από το Γρηγόρη Βρανά τον κριτικό. Θα του πω να σου γράψει μια καλή κριτική και μετά θα κάνω οτιδήποτε χρειαστεί. Σου φτάνει αυτό;
--- Μου φτάνει γιατί πιστεύω είναι ένας τρόπος που θα βοηθήσει το βιβλίο να γίνει γνωστό στο ευρύ κοινό.
--- Κι εσύ όμως μπορείς να τον δεις.
--- Εγώ;
--- Ναι. Ξέρεις που συχνάζει. Στο << καφέ τέχνη >> που είναι έξω από το υπουργείο πολιτισμού. Του δίνεις το βιβλίο σου και του λες όταν το διαβάσει να σου γράψει μια καλή κριτική. Δεν νομίζω να σου αρνηθεί αντίθετα θα χαρεί πολύ να το κάνει. Εξάλλου σου το είχε υποσχεθεί και ο ίδιος όταν συναντηθήκατε πριν λίγο καιρό στο σπίτι μου. Είπες πως το θυμάσαι.
--- Το θυμάμαι αλλά δεν τον πίστεψα. Είδα μια εχθρότητα πίσω από τα λόγια του που με κατατρόμαξαν και μ’ έβαλαν σε σκέψεις. Μακάρι να πέφτω έξω.
--- Δείχνει κακός, αλλά δεν είναι. Γράφει και καλά κι άσχημα. Πολλές φορές δεν γράφει αυτός αλλά ο κακός του δαίμονας που έχει μέσα του. Θέλει προσοχή!
--- Κι ο δικός σου λόγος δε μετρά; Δεν θα κάνει ότι του πεις εσύ αφού λες πως είναι φίλος σου καλός; Τι λες;
--- Δεν σου είπα; Έχει μέσα του και το διάβολο και το θεό. Τι άλλο να σου πω.
--- Μου μιλάς σαν να θέλεις την καταστροφή μου, Λίζα! Γιατί;
<< Ο καθείς σύρεται μόνος του στην καταστροφή, δεν τον σύρουν οι άλλοι >> μονολόγησε εκείνη και στράφηκε προς την αποθήκη του σπιτιού, ξαφνιασμένη από τις φωνές που ακούστηκαν.
--- Θα είναι οι εργάτες που έφεραν και ξεφορτώνουν τα μάρμαρα του Νικόλα, είπε στο Στέφανο και σηκώθηκε να πάει προς τα εκεί.
--- Καλά που ήρθαν κι αυτοί και μου θύμισαν πως πρέπει να σταματήσουμε την κουβέντα και να πάω στις δουλειές μου της είπε και σηκώθηκε.
--- Πας για το βιβλίο; τον ρώτησε χαμηλόφωνα με κάποια υποκρισία η Λίζα και κάνοντας το πρώτο βήμα έφυγε από κοντά του.
--- Ναι, της αποκρίθηκε κι ετοιμάστηκε να την αφήσει.
--- Να πας. Κι αυτό που είπαμε να το βάλεις καλά στο μυαλό σου, να τον συναντήσεις το Βρανά, του πρόσθεσε λίγο φωναχτά κι έφυγε τρέχοντας προς το μέρος που νόμιζε πως ήταν οι εργάτες.
--- Έννοια σου! της αποκρίθηκε εκείνος και παίρνοντας το πλακόστρωτο δρομάκι κίνησε για την έξοδο.
= = =
Περνούσε τώρα έξω από το υπουργείο πολιτισμού ο Στέφανος με δυο βιβλία στα χέρια του και τραβούσε για το << καφέ τέχνη >> να συναντήσει το Γρηγόρη, να του δώσει το βιβλίο, να κουβεντιάσει μαζί του και να του ζητήσει να τον βοηθήσει να πάρει το βραβείο, ξεκινώντας όπως του είχε πει η Λίζα με μια καλή κριτική από το χέρι του.
Σαν έφτασε, έσπρωξε την ξύλινη πόρτα, μπήκε μέσα και σαν βρήκε άδειο τραπέζι στο βάθος της αίθουσας πήγε και κάθισε. Έβαλε το ένα βιβλίο μπρος του, το άλλο το ‘σπρωξε πιο πέρα κι ώσπου να ‘ρθει το γκαρσόνι, το ξεφύλλισε, μέτρησε τις σελίδες του και μετά έπεσε με πάθος να κοιτάζει το εξώφυλλο. Όσο το κοιτούσε τόσο και τον εντυπωσίαζε έτσι πλημμυρισμένο που ήταν μέσα στα χρώματα και τους νόμους της ζωγραφικής. Έδειχνε μια πόλη με τα κλασσικά της σπίτια και ψηλά στις υπώρειες του βουνού της το μισογκρεμισμένο της κάστρο. Κι όπως έτσι φάνταζε θεόρατο, γεμάτο πολεμίστρες και χοντρά τοιχία η σκέψη του γυρνούσε πίσω στα χρόνια εκείνα που χτίστηκε για να προστατέψει τους ανθρώπους του από τον εχθρό που ζητούσε επίμονα να τους περάσει όλους απ’ το μαχαίρι του.
Άλλα απ’ αυτά τα κάστρα μπόρεσαν κι έσπασαν τα μούτρα εκείνων που ήθελαν να τα πάρουν, άλλα όμως δεν μπόρεσαν να κρατήσουν τις πόρτες τους κλειστές με αποτέλεσμα να μπουν μέσα οι εχθροί και να μην αφήσουν τίποτα όρθιο. Ό,τι και να έγινε όμως σε όλα τα κάστρα και σε τούτο που έβλεπε τώρα ο Στέφανος στο εξώφυλλο του βιβλίου του η αλήθεια είναι πως άστραψε πάνω τους η δόξα και γράφτηκαν ιστορίες αθάνατες με αίμα στους ογκόλιθους των τειχών τους που μένουν ανεξίτηλες ως τις μέρες μας.
Η πόλη τώρα στα πόδια του κάστρου απλωνόταν αμφιθεατρικά ως τη θάλασσα, τα σπίτια της ήταν ολοκαίνουργα, νεοκλασικά, γεμάτα ομορφιά και χάρη. Τα πιο πολλά ήταν διώροφα, λίγα τριώροφα και που και που διακρίνονταν και κάποια σκορπισμένα μικρά ισόγεια. Στη μέση δυο μεγάλα καλντερίμια τη χώριζαν σε τρία κομμάτια και κατέληγαν σαν μακριές λουρίδες στον κυπαρισσώνα της προς τα δυτικά, όπου στο τελείωμά του άρχιζε να ξεδιπλώνεται το ένα της από τα δυο της κοιμητήρια.
Ήταν αλήθεια πως του άρεσε το εξώφυλλο πολύ κι αυτό φάνηκε από μια γαλήνια εσωτερική διάθεση που ένιωσε κι από μια μικρή νευρικότητα που του έφερε ανησυχία. << Αν και το περιεχόμενό του, σκέφτηκε, σε συνεπαίρνει όπως τούτη η εικόνα, τότε δεν έχω να φοβηθώ τίποτα! Θα νικήσω και θα το πάρω το βραβείο! >>
Άφησε λίγο να καταλαγιάσουν τα συναισθήματά του ύστερα απ’ αυτή την έξαρση που ένιωσε κι αφού το πέτυχε, πήρε τα μάτια του από το βιβλίο και τα έριξε στους τοίχους. Απέναντί του κρεμόταν από δυο χοντρά καρφιά ένα αντίγραφο από τον πίνακα του Μονέ << εντύπωση από τον ήλιο που βασιλεύει >> που το πολύ φως του θαρρούσες πως έκανε την αίθουσα πιο φωτεινή και χαρούμενη. Η προσωπογραφία τώρα του Σολωμού, δεξιά του, έδινε τη μεγάλη διάσταση της ποίησης και τη διαχρονική αξία της. Αυστηρός και με βλέμμα όλο περίσκεψη ο μεγάλος ποιητής, μέσα στο ξύλινο κάδρο με ένα μουντζουρωμένο και κακογραμμένο δίπλα του χειρόγραφο από τον Εθνικό Ύμνο, έδειχνε ένας ακέραιος πνευματικός αυτοκράτορας που ετοιμαζόταν για μια νέα του πνευματική εξόρμηση και δημιουργία.
Στην άλλη μεριά του τοίχου μια γκραβούρα του Κορονέλι με την υψηλή τέχνη του χρωστήρα του, παρίστανε τη Μονεμβασιά των Φράγκων, των Ενετών και των Βυζαντινών κι ασκούσε το μάτι του θεατή στην περίτεχνη αρχιτεκτονική των περασμένων χρόνων.
Τέλος πίσω και πάνω από τα ράφια, τα ποτήρια και τα γεμάτα μπουκάλια, κρεμόταν ένα κάδρο με μια ολόγυμνη κοπέλα που καθισμένη σ’ ένα σκαλισμένο μπαούλο, βαστούσε στα χέρια της ένα βιβλίο και το διάβαζε κάτω από την πανσέληνο που έριχνε άπλετο το φως της στο όμορφο σμιλευμένο σώμα της τονώνοντας στο έπακρο την ερωτική επιθυμία του βλέμματος. Διάσπαρτα τώρα, σ’ όλα τα μέρη τής αίθουσας άλλα μικρότερα ή μεγαλύτερα κομψοτεχνήματα, επιγραφές, γκραβούρες, στίχοι και αποφθέγματα, άφηναν το στίγμα τους και γύμναζαν την ψυχή και το νου του θεατή.
Αφού χόρτασε να θαυμάζει τους τοίχους ο Στέφανος, κοίταξε ολοτρόγυρα την αίθουσα. Τα μικρά τετράγωνα ξύλινα τραπεζάκια ήταν γεμάτα. Οι πιο πολλοί ήταν από το χώρο της τέχνης που το ΄χαν εδώ μέσα στέκι τους. Μαζεύονταν στο θαυμάσιο αυτό μέρος, έπιναν τον καφέ τους, συζητούσαν μεταξύ τους και περνούσαν ευχάριστα με όσα μάθαιναν κι έκριναν. Στις παρέες δεν έλειπαν και οι γυναίκες που ντυμένες απλά με τζιν και πολύχρωμα μπλουζάκια, φλυαρούσαν ακατάσχετα κάτω από τα αισθησιακά βλέμματα των ανδρών και τα ιπποτικά τους φλερτ και πειράγματα. Πολλοί κουβαλούσαν χαρτιά, βιβλία, εφημερίδες, περιοδικά κι αφού τ’ άπλωναν μπρος τους άρχιζαν να τα μελετούν και να κρατούν σημειώσεις, ενώ δεν έλειπαν κι εκείνοι που έφτιαχναν διάφορα σκίτσα σε λευκές επιφάνειες ή διόρθωναν κάποια πρόχειρα χειρόγραφά τους.
Κι εκεί που θαύμαζε ο Στέφανος τον καλλιτεχνικό τούτο κόσμο να ΄σου και βλέπει να μπαίνει μέσα ο Βρανάς. Κουρασμένος, κοντός με πεσμένα μαλλιά, στρογγυλοπρόσωπος με γαμψή μύτη και βλέμμα άγριο σαν του αετού, περπάτησε κουτσαίνοντας ελαφρά και πλησίασε το τραπέζι του. Ξαφνιάστηκε ο Στέφανος έτσι άσχημος που έδειχνε και συλλογίστηκε σαν έμεινε για λίγο ασάλευτος στη θέση του << δεν τον είχα προσέξει καλά σε τι χάλι βρίσκεται >> για να δείξει ύστερα μια προσποιητή ευγένεια, λέγοντάς του με υψωμένη τη φωνή του:
--- Έλα, να σε ξεφορτώσω, Γρηγόρη κι απλώνοντας τα χέρια του, πήρε τις εφημερίδες και τα περιοδικά που κρατούσε στην αγκαλιά του εκείνος. Κι αφού τα έβαλε πάνω στο τραπέζι του πρόσφερε καρέκλα να καθίσει.
Ξαλαφρωμένος και καθισμένος ο Βρανάς τον ρώτησε με χαμηλό τον τόνο της φωνής του:
--- Περιμένεις πολλή ώρα, εδώ;
Γέλασε εκείνος και του ‘κανε περιπαιχτικά:
--- Γιατί ρωτάς; περνάω ωραία! Όλοι αυτοί εδώ μέσα είναι δικοί μας άνθρωποι και νιώθω ευχάριστα. Δε με πειράζει που περίμενα!
Έβαλε ύστερα το χέρι του πάνω στο σωρό με τις εφημερίδες και τα περιοδικά και τον ρώτησε μ’ έκπληξη;
--- Όλα αυτά τα διαβάζεις;
--- Τα διαβάζω, ναι!
--- Τόσα πολλά; Δεν σε κουράζουν;
--- Με κουράζουν αλλά και μ’ ευχαριστούν! Μου δίνουν τόσα!
--- Τα κουτσομπολιά του κόσμου; Τι μπορούν να σου δώσουν;
--- Μου γεμίζουν τις άδειες ώρες μου, αδερφέ! τι να σου πω, του ‘κανε με μια δόση ειρωνείας ο Βρανάς σαν το είδε να τον κοιτάζει περίεργα και γέλασε με ένα αδρό γελάκι.
Ωστόσο εκείνος δεν του αποκρίθηκε αλλά συνέχιζε να τον κοιτάζει με το βλέμμα του πάντα αιχμηρό.
Δεν άντεξε κι ο Βρανάς τούτη του τη συμπεριφορά και τον ρώτησε κι αυτός με οργισμένο ύφος :
--- Εσύ τι διαβάζεις; Πώς περνάς την ώρα σου;
--- Βιβλία! Διαβάζω μόνο βιβλία! Αυτά έχουν τη γνώση και τη σοφία του κόσμου, τ’ άλλα περιοδικά κι εφημερίδες λένε ψέματα, προβάλουν σκάνδαλα, πλούτη κι ακολασίες και κρύβουν την αλήθεια από τους αναγνώστες. Έτσι όσοι τα διαβάζουν σκανδαλίζονται και διαφθείρονται κι όσοι τα εκδίδουν φτιάχνουν πολυτελή σπίτια κι αγοράζουν τα καλύτερα κομμάτια γης.
Φυλλομέτρησε μερικές σελίδες με τα δάχτυλά του ο Βρανάς από το πρώτο περιοδικό που βρήκε μπροστά του και σφίγγοντας τα χείλη με μια φανερή δυσπιστία γι’ αυτά που άκουγε, του είπε, κοιτάζοντάς τον με αιχμηρό βλέμμα:
--- Δεν είναι όλα τα περιοδικά έτσι που τα λες, Στέφανε. Υπάρχουν και καλά.
--- Ποιος μιλάει, γι’ αυτά! Για τα άλλα λέω του διαβόλου.
--- Του διαβόλου;
--- Ναι! Δεν έχουν το διάβολο μέσα τους αφού δεν γράφουν τίποτα; Πώς θες να τα πω;
Έξυσε το πρόσωπό του ο κριτικός, συμμάζεψε τα σκόρπια περιοδικά κι αφού πήρε μια εφημερίδα από τις πολλές που είχε μπροστά του και του την έδειξε, τον ρώτησε με ορμητική φωνή:
--- Γι’ αυτή τι λες ;
---Α, για τις εφημερίδες! Τι να πω. Ξεστρατίζουν το νου του αναγνώστη μ’ αυτά που γράφουν, τον γεμίζουν ψέματα και του γκρεμίζουν τα όνειρα! Πιστεύουν στο δικό τους Θεό, αυτόν του χρήματος και δε νοιάζονται καθόλου για τα προβλήματα του ανθρώπου. Ό,τι γράφουν δεν αντέχει στο χρόνο και σβήνει αμέσως γιατί δεν έχει μέσα του αχτίδα φωτός.
Και παίρνοντας μια εφημερίδα μπροστά του, διάβασε τον τίτλο της με αργή προφορά : << Παραδίνουν τα όπλα οι αντάρτες στα Σκόπια >>. Και με μια εκρηκτική ύστερα συμπεριφορά, πρόσθεσε με μια επαναστατική διάθεση :
--- Κοίταξε πως τους λένε αυτούς που παλεύουν για το δίκιο τους! Αντάρτες!
--- Αφού είναι!
--- Τους αδικούν όμως! Πεινάνε, είναι χωρίς δουλειά, χωρίς σπίτι, σχολεία, γιατρούς, φάρμακα και τους απειλούν κι από πάνω! Δεν βλέπουν τον αγώνα τους;
---Κάνουν εγκλήματα, όμως Στέφανε! Καίνε χωριά, καταστρέφουν γέφυρες, γκρεμίζουν νοσοκομεία, σκοτώνουν αθώους! Τι δίκιο ζητάνε έτσι;
--- Έφτασαν στη βία, Γρηγόρη θες να πεις, έφτασαν ναι, γιατί οι κυβερνητικοί τους θεωρούν ζώα! Γι’ αυτό έφτασαν! Τίποτα δεν τους έδωσαν απ’ αυτά που ζήτησαν και πρώτοι αυτοί πήραν τα όπλα. Η αλήθεια είναι πικρή βλέπεις, βλάπτει τους ισχυρούς και την κρύβουνε κι εμείς δυστυχώς πιστεύουμε στα ψέματά τους.
--- Θέλεις να πεις, Στέφανε, πως καλά κάνουν και σκοτώνουν;
Ένας παγωμένος αέρας ήταν τα λόγια του που σαν άγγιξαν το Στέφανο του πάγωσαν την καρδιά. Δεν άντεξε και σαν ξεχείλισε η περιφρόνηση μέσα του για τον άνθρωπο τούτο που μιλούσε έτσι, του ‘κανε με ωμό ύφος, υπερτονίζοντας τις λέξεις:
--- Σκοτώνουν γιατί κι αυτούς τους σκοτώνουν κάθε μέρα, Γρηγόρη! Αφού όμως σταματήσουν να τους σκοτώνουν κι αυτοί θα κάνουν το ίδιο, θα σταματήσουν να σκοτώνουν! Δε συμφωνείς;
Δεν του μίλησε ο Βρανάς, παρά του έδειξε μια φωτογραφία που ‘χε στη μέση ένα μεγάλο σωρό από όπλα και πιο πέρα μια ομάδα από αντάρτες να τα φυλάνε, οπλισμένοι σαν αστακοί. Σαν χαλάρωσε λίγο το βλέμμα του, κοιτάζοντας το Στέφανο του είπε, μέσα απ’ τα σφιγμένα χείλη του:
--- Για δες τι όπλα βρήκαν στα καταφύγια των ανταρτών! Τι θαρρείς πως είναι αυτά μολύβια και τα’ χουν για να γράφουν! Για να σκοτώνουν τα ‘χουν και να σκορπίζουν το θάνατο!
Κι αφού έπιασε κάτω χαμηλά στον καρπό το χέρι του Στέφανου, του είπε με φωνή που έδειχνε εκνευρισμένη:
--- Τι λες γι’ αυτό;
--- Όπλα αυτοί, όπλα και οι άλλοι! Πόλεμο κάνουν και οι δυο! Τι θες να πεις πως οι άλλοι, οι δυνατοί, είναι οι καλοί κι αυτοί, οι αδικημένοι, οι κακοί! Θαρρώ σαν πιστεύεις αυτό είσαι λυσσασμένο θεριό κι όχι άνθρωπος!
Ο άλλος δε μίλησε παρά λούμωξε σιωπηλός. Απόμεινε εκεί ασάλευτος να κοιτάζει τις εφημερίδες και να τις περιεργάζεται με επιτηδευμένη νευρικότητα.
<< Τούτος είναι δειλός, αναίσθητος και μισάνθρωπος >> σκέφτηκε ο Στέφανος και για να μη φτάσει την κουβέντα στο απροχώρητο και γίνουν κομμάτια, ψιθύρισε με φωνή κουρασμένη:
--- Με τέτοιες απόψεις που ‘χεις Γρηγόρη, δεν μπορούμε να συνεχίσουμε άλλο την κουβέντα μας για τους αδικημένους και τον αγώνα τους. Γι’ αυτό καλό είναι να τη σταματήσουμε. Εγώ για άλλη δουλειά ήρθα εδώ, συμπλήρωσε και του έσπρωξε ένα από τα δυο βιβλία του, μπροστά του.
Το πήρε εκείνος, κοίταξε το εξώφυλλο κι αφού το ξεφύλλισε και διάβασε κάποια μικρή παράγραφο, το άφησε αργά- αργά πάνω στα περιοδικά. Σήκωσε ύστερα το κεφάλι του, κοίταξε με το άσχημο κι ολοστρόγγυλο πρόσωπό του το Στέφανο και είπε, υψώνοντας τα δασιά του φρύδια:
--- Επιτέλους, Στέφανε, κυκλοφόρησε! Μπράβο σου! Θα το πάρω, θα το διαβάσω και θα γράψω την κριτική μου, που τόσο πολύ τη θέλεις. Μόνο να περιμένεις λίγο γιατί έχουν κι άλλοι σειρά!
<< Άρχισε να μου δείχνει μέρος από την υποκρισία του ο παλιάνθρωπος>> σκέφτηκε ο Στέφανος και πήρε μια βαθιά ανάσα που ‘δειχνε την αγωνία του. <<Το ξέρω, φίδια είναι οι κριτικοί, δαίμονες που γράφουν ό,τι θέλουν, κάνουν το μαύρο άσπρο και το άσπρο μαύρο και επιθυμούν να δείχνουν τους πολύξερους και τους σοφούς, ενώ δεν είναι παρά άδειοι, φιλόδοξοι και υπηρέτες της άγνοιας. Αν έριχναν μια ματιά στην πνευματική τους ένδεια που τους περιβάλει με ξιπασιά, θα σταματούσαν να γράφουν και να κρίνουν ασυλλόγιστα και με ταπεινά κριτήρια >>.
Αν δεν ήταν το πάθος του για το βραβείο, θα τον έφτυνε κατάμουτρα, θα του γύριζε τις πλάτες και θα τον παρατούσε μονάχο του. Έτσι συγκράτησε τα νεύρα του και με χαμηλό τόνο στη φωνή του, του είπε:
--- Σου το ‘χω ξαναπεί, Γρηγόρη, σ’ έχω ανάγκη και σένα και την κριτική σου! Μην το ξεχνάς αυτό!
--- Δεν το ξεχνώ, Στέφανε, αλλά να είναι κι άλλοι που περιμένουν. Σαν θα ‘ρθεις στο σπίτι μου θα δεις ντάνες τα βιβλία που με περιμένουν να τα διαβάσω και να γράψω γι’ αυτά. Θα πάρει λίγο χρόνος αλλά θα γράψω δε θα σε ξεχάσω μην ανησυχείς.
Είδε στα μάτια του Στέφανου ζωγραφισμένη την αγωνία του και συμπλήρωσε, παροτρύνοντάς τον:
--- Πρέπει να κάνεις και ό,τι άλλο χρειαστεί, μη μείνεις με σταυρωμένα χέρια. Αυτή η δουλειά είναι κοπιαστική και χρονοβόρα και θέλει τρέξιμο, κυνήγι, προσκυνήματα και χειροφιλήματα! Αν δεν τα κάνεις το βραβείο όλο και θα απομακρύνεται και θα γίνεται όνειρο απατηλό!
--- Το ξέρω! του ‘κανε χαμογελαστά εκείνος κι άρχισε να του περιγράφει. Να, τώρα ξεκίνησα από σένα, αύριο θα πάω δύο βιβλία μου στο υπουργείο πολιτισμού και μετά θα κάνω το ίδιο μαζί με το βιογραφικό μου στην Κριτική Επιτροπή Λογοτεχνικών Βραβείων. Ως το τέλος του Γενάρη του άλλου έτους περίπου που συνεδριάζει η Επιτροπή θα έχω δει και κατ’ ιδίαν τα μέλη της, και θα τους έχω καταχωρήσει σε φάκελο το βιβλίο μου με όλες τις κριτικές.
Έσκασε ένα γέλιο τρανταχτό εκείνος και του είπε με αυτοκρατορικό ύφος ανθρώπου που τα ξέρει όλα:
--- Δε φτάνουν αυτά, Στέφανε! Δε δίνονται έτσι τα βραβεία. Θέλει οδοιπορικό, θέλει να ξοδέψεις χρήματα, να βγεις απ ‘το σπίτι σου, να χάσεις τον ύπνο σου, να ξεχάσεις τους φίλους σου και να ξεγράψεις ακόμη και την ίδια σου τη ζωή! Θέλει με λίγα λόγια να πουλήσεις την ψυχή σου στο διάβολο αν θέλεις να πάρεις το βραβείο!
<< Τα ίδια που ‘λεγε και την άλλη φορά>>, σκέφτηκε ο Στέφανος. <<πως οι άνθρωποι που κρίνουν έχουν άγνοια, πως το βραβείο το παίρνει αυτός που θέλουν οι εκδότες, πως η διαφθορά δίνει τα βραβεία κι ένα σωρό τέτοιους φριχτούς αφορισμούς. Δεν ξέρω γιατί μου λέει τόσα ψέματα και δεν έχει να πει ούτε έναν καλό λόγο για τους κριτές και το θεσμό. Θαρρώ πως κάτι κρύβει μέσα στη βρώμικη ψυχή του τούτος ο άνθρωπος. Πιστεύω πως μου τα λέει όλα αυτά και μου τα κάνει τόσο μαύρα για να με αποθαρρύνει από την επιλογή μου να διεκδικήσω το βραβείο, πράγμα που το θέλει κι ας κάνει τον υπερασπιστή μου και το συμπαραστάτη μου. Κι αυτό γιατί τον κατατρώγει η ζήλια με την εντύπωση πως μπορεί και να βραβευτώ!>>
--- Αυτά μου τα είχες πει και την άλλη φορά, Γρηγόρη, του ξεστόμισε εκνευρισμένος με μάτια που πετούσαν φωτιές για να συμπληρώσει έξω φρενών: Θαρρώ πως το ίδιο παραμύθι ξεφουρνίζεις σε όλους που ζητάνε τη βοήθειά σου. Γιατί το κάνεις αυτό; Μήπως για να αυξάνεις και να διατηρείς τη δική σου δύναμη και επιρροή στους συγγραφείς που σου ζητούν την αρωγή σου;
Μάζεψε τα πράγματά του εκείνος, τα κράτησε στην αγκαλιά του και σηκώθηκε. Έσκυψε ύστερα πάνω απ’ το κεφάλι του και του ψιθύρισε στ’ αυτί:
--- Ως τότε που θα φθάσεις στην Επιτροπή, θα τα ξαναπούμε! Πρέπει να φύγω τώρα για να πάω σε μια ομιλία που είμαι καλεσμένος κι απ’ ότι βλέπω έχω αργήσει. Γράμματα ξέρεις, μυαλό έχεις, φαντασία και κρίση δεν σου λείπουν, λάβε υπόψη σου κι όσα σου είπα και προχώρα. Που ξέρεις μπορεί στο τέλος να δικαιωθείς.
Τον χτύπησε απαλά και φιλικά στην πλάτη και μ’ ένα μικρό ανθισμένο χαμόγελο στα ξερά του χείλη, τον άφησε και κίνησε προς την πόρτα.
Σαν έμεινε μόνος του ο Στέφανος έβαλε τόσες κακές σκέψεις στο μυαλό του που άρχισε να φοβάται και να νιώθει ανήσυχος και γεμάτος άγχος.
= = =
Κόντευε μεσημέρι κι ο Νικόλας πάλευε ακόμα με το πρόπλασμα. Κάθε τόσο και λιγάκι όλο και του ‘βρισκε κάποιο ελάττωμα και σαν το χαλούσε, το ‘φτιαχνε πάλι από την αρχή μέσα σε φωνές και γκρίνιες. Η γυναίκα που πόζαρε, φαινόταν κουρασμένη τόσες ώρες που καθόταν ακίνητη εκεί σαν βράχος. Ωστόσο που και που τρεμόπαιζε τα τσίνουρά της κι έπαιρνε βαθιές ανάσες. Ο Νικόλας απορροφημένος από τη δουλειά δεν του έμενε χρόνος να σκεφτεί για τα δεινά της και συνέχιζε με το πάθος που τον διέκρινε να σκύβει πάνω στο έργο του και να του δίνει τη μορφή που νόμιζε πως του ταίριαζε.
Σε μια στιγμή όμως που ‘χε σκύψει να διορθώσει κάτι που δεν του άρεσε στην κνήμη, φάνηκε να ζαλίστηκε κι αφού σηκώθηκε βρέθηκε με κάποια δυσκολία λίγο μακριά από το πρόπλασμα. << Να ‘τα μας>>, μουρμούρισε, <<που η πολλή δουλειά τρώει τον αφέντη >> και κοίταξε φοβισμένος τη γυναίκα. Κι αφού προσπάθησε τώρα να πλησιάσει το πρόπλασμα, άλλο ένα δυνατό τράνταγμα που ένιωσε και τον έκανε να χάσει τις αισθήσεις του, τον έριξε κάτω με ορμή έτσι που πέφτοντας χτύπησε το κεφάλι του σ’ ένα κομμάτι μάρμαρο που βρέθηκε εκεί.
Το χτύπημα δεν ήταν τόσο δυνατό έτσι βρήκε τη δύναμη να ψιθυρίσει με μια δόση χιούμορ για να τον ακούσει η γυναίκα, που έδειχνε φοβισμένη:
--- Ζαλάδα είναι, καμώματα του κεφαλιού και θα μου περάσει! Και με μια μικρή προσπάθεια σηκώθηκε κι αργά- αργά κάθισε στην καρέκλα του με μια αισθητή απόγνωση στο βλέμμα του.
Κοίταξε η γυναίκα τα άδεια και τα γεμάτα μπουκάλια που ήταν πεταμένα άλλα κάτω κι άλλα στα ράφια και του είπε μ’ ένα φιλικό αλλά προσποιητό τρόπο για να μην τον προσβάλλει:
--- Τόσα μπουκάλια ριγμένα χωρίς φροντίδα εδώ κι εκεί, Νικόλα, τι τα θέλεις; Μήπως τούτα σου κάνουν το κακό;
Την κοίταξε καταπρόσωπο εκείνος και της έκανε, ξαφνιασμένος:
--- Μ’ αρέσει το ποτό, ε; Αυτό θες να πεις;
--- Αυτό βλέπω!
--- Αφού λοιπόν το βλέπεις, σου λέω πως ναι, μ’ αρέσει! Και πίνω, πίνω, όλο πίνω! Τούτο είναι ο θεός μου και τούτο ο διάβολός μου! Χωρίς αυτό θα πεθάνω!
Σύρθηκε μπρος του η κοπέλα, και δείχνοντας με το χέρι της το πρόπλασμα, του είπε, θωρώντας για λίγο τα γεμάτα μπουκάλια:
--- Αυτά τα δαιμόνια θα καταστρέψουν κι εσένα και την τέχνη σου, Νικόλα! Διώξ’ τα από εκεί, πέταξέ τα ν’ αδειάσει ο τόπος από την φριχτή παρουσία τους και να βρεις κι εσύ το δρόμο σου. Γιατί όσο τα πιάνεις στα χέρια και τ’ αδειάζεις στο στόμα σου, να ξέρεις πως μόνο το θάνατο θα σου φέρουν.
Γέλασε ο Νικόλας, έκανε μια κίνηση και κάθισε πιο αναπαυτικά. Έριξε ύστερα μια σαγηνευτική ματιά στο ολόγυμνο κορμί της και σαν το θαύμασε, της είπε, λαβωμένος από την ομορφιά του:
--- Το ποτό είναι σαν το κορμί της γυναίκας. Λαβώνει κι αυτό όπως κι εκείνο. Ανάθεμα σ’ εκείνον που τ’ αγγίζει και τα δυο, τα συνηθίζει και γίνεται σκλάβος τους!
--- Όταν δει όμως πως τον πάνε στον γκρεμό δεν πρέπει να τα στερηθεί; Να τα κάνει πέρα και να τα διώξει;
--- Όχι! Ο καλοφαγάς πρέπει να πεθάνει από το πολύ φαϊ, ο καπνιστής από τον πολύ καπνό, ο ηδονιστής από τις πολλές ηδονές κι ο πότης από το πολύ ποτό! Αυτό είναι το σωστό!
--- Όχι, Νικόλα! ξεφώνισε η γυναίκα και δυσφόρησε. Το κακό δεν το βλέπεις σ’ όλα αυτά;
--- Ποιο κακό; Εγώ δεν βλέπω κανένα κακό. Μόνο καλό, βλέπω!
--- Καλό;
--- Ναι!
--- Για πες μου, ποιο καλό βλέπεις, από το ποτό που ρίχνεις κάθε μέρα μέσα σου;
Σκέφτηκε εκείνος και της αποκρίθηκε με έξαψη:
--- Μου πλαταίνει τη φαντασία!
--- Τι θέλεις να πεις;
--- Σκέφτομαι καλύτερα, ακούω την εσωτερική μου φωνή πιο καθαρά και δουλεύω ξεκούραστα!
--- Κι όλα αυτά με το ποτό;
--- Ναι, με το ποτό που κυλάει στο αίμα μου! Η ορμή του είναι τόσο μεγάλη που όταν δουλεύω νιώθω μέσα μου το αίμα να τρέχει στις φλέβες μου σαν ποτάμι!
Απομακρύνθηκε ύστερα από τη γυναίκα και αφού άγγιξε το πρόπλασμα με τα χέρια του, ψιθύρισε, με μια παρακαλεστική διάθεση:
--- Έλα αγαλματάκι μου, μη μου παραπονιέσαι που σ’ άφησα στη μέση, να ‘μαι, κοίτα με, πως αρχίζω και πάλι να σε φροντίζω! και σκάζοντας ένα μικρό γελάκι έπεσε πάνω του και το αγκάλιαζε με απέραντη τρυφερότητα.
Κι αμέσως άρχισε να το τρίβει, να το διορθώνει και να το σκουπίζει. Δούλευε απορροφημένος χωρίς όμως να ξεχνά να ρίχνει όταν έπρεπε τις αισθησιακές ματιές του στην ολόγυμνη γυναίκα που ποζάριζε. Στιγμές- στιγμές μέσα στη σιωπή που βασίλευε δεν άκουγες παρά τα βήματά του που σουρνόντουσαν ολοτρόγυρα στο πρόπλασμα και τη γρήγορη αναπνοή του που πότε έσβηνε και πότε δυνάμωνε.
--- Πρέπει να βιαστώ, είπε στη γυναίκα όταν σταμάτησε ύστερα από πολλή ώρα δουλειάς, γιατί αφού μπει ο Αύγουστος θα φύγω για το Κόσοβο. Κάθε τόσο και λιγάκι ο δήμαρχος με ενοχλεί με τα γράμματά του και μου λέει πως πρέπει να πάω κοντά του.
--- Θα σε θέλει για δουλειά, ε;
--- Ναι, θέλει να φιλοτεχνήσω όλη την πόλη. Ο πόλεμος δεν άφησε τίποτα όρθιο, τα γκρέμισε όλα και θέλει να τα ξαναστήσω.
Άφησε το πρόπλασμα, κάθισε στην πολυθρόνα, άπλωσε τα πόδια του ίσια μπροστά, έριξε τα χέρια του κάτω και συνέχισε:
--- Θα λείψω όμως κι εγώ δεν ξέρω, πόσο κι όσο σκέφτομαι τι θ’ αφήσω πίσω μου, μου ‘ρχεται να τρελαθώ.
--- Αφήνεις πολλά;
--- Και τι δεν αφήνω. Πνίγομαι αλλά και δεν μπορώ να κάνω αλλιώς. Αλλά πιο πολύ απ’ όλα που έχω αναλάβει να φτιάξω με βαραίνει αυτό που βλέπεις μπροστά σου και δεν είμαι ακόμη ούτε την αρχή. Και το θέλει ο συγγραφέας, όπως θέλει ο τυφλός το φως του. Στιγμή δεν αφήνει που να μην περάσει και να μου το ζητήσει. << Πώς πάει; >> μου κάνει. << Το άρχισες; Πότε το τελειώνεις; Το βιάζομαι! Μη μου το αργήσεις γιατί η ζωή μου είναι κόλαση χωρίς αυτό! >>
Κατσούφιασε για μια στιγμή, ανάπνευσε βαθιά και συνέχισε:
--- Ο θάνατος της γυναίκας του, του ‘φερε μια παράξενη και βάρβαρη μέθη γι’ αυτή που όσο τη σκέφτεται και του λείπει, χάνει το λογικό του, αγγίζει τα όρια της παραφροσύνης, αισθάνεται ανασφάλεια και χάνει μέρα με τη μέρα την αυτοκυριαρχία του. Βάζοντας το άγαλμα της πεθαμένης γυναίκας του, στο σπίτι του, αυτό που τώρα φτιάχνω και βλέπεις μπρος σου, πιστεύει πως θα αναπληρώσει την απουσία της, θα τον λυτρώσει από τη συνεχή αναζήτησή της και θα τον σώσει από την τρέλα που αρχίζει να τον αγγίζει. Όλα αυτά μου φαίνονται παράλογα που ζητά και με τρομάζουν. Κι αν προσθέσεις και την ασυνέπειά μου σε όλα αυτά που τον βασανίζουν φοβάμαι μήπως θέλοντας να με εκδικηθεί μου προξενήσει κάποιο κακό.
--- Παράξενα και λογικά μαζί, ξεφώνισε η γυναίκα για να προσθέσει: Τότε όπως μου τα λες, το άγαλμα πρέπει να τελειώσει γρήγορα, να βιαστείς να το ξεφορτωθείς και να το στείλεις στο σπίτι του. Όσο το αργείς τόσο και θα τον ερεθίζεις!
--- Δεν ξέρω, αλλά μια ακατανίκητη έλξη που νιώθω γι’ αυτό το άγαλμα με κάνει να θέλω να το αργήσω για να το έχω κοντά μου! Θέλεις το ερωτεύτηκα, θέλεις το αγάπησα, θαρρώ ώρες- ώρες πως αν το διώξω θα τρελαθώ!
Σταμάτησε και ψιθύρισε:
--- Θα το καθυστερήσω όσο μπορώ!
--- Δεν είναι σωστό αυτό!
--- Δε γίνεται αλλιώς.
--- Και σαν στο ζητάει;
--- Θα τον κοροϊδεύω! Θα του λέω αύριο κι αύριο ως να βαρεθεί και να το παρατήσει.
--- Αν το κάνεις αυτό, αρχίζω και φοβάμαι για τη ζωή σου, του είπε η γυναίκα κι έσφιξε τα χείλη της.
Σηκώθηκε ο Νικόλας τότε, πήγε στο ράφι, πήρε ένα γεμάτο μπουκάλι ποτό, ξανακάθισε κι αφού το άνοιξε και πέταξε πέρα το βούλωμα, το ‘φερε στο στόμα κι άρχισε να πίνει γρήγορα με μεγάλες ρουφηξιές. Σαν το έφτασε ως τη μέση, το ‘βγαλε απ’ τα χείλη του κι αφού το άφησε πάνω στον πάγκο, της είπε με τα μάτια του κατακόκκινα:
---Από αύριο κιόλας μπαίνω στο μάρμαρο. Θα βιαστώ να το φτιάξω όχι για εκείνον αλλά για μένα. Ένας δαίμονας μου λέει πως τούτο το έργο μου θα ‘ναι η ίδια η ψυχή μου.
Σιωπή απλώθηκε, και δεν ακουγόταν παρά μόνο η ανάσα του που άφηνε μικρά ανεπαίσθητα βρασιματάκια. Ώσπου κάποια στιγμή ένα ξέσπασμα τον ταρακούνησε ολάκερο για να πει, έξαλλος:
--- Μπορεί να με σκοτώσει, το ξέρω, σαν δεν του το τελειώσω, αλλά εγώ θα το ρισκάρω, θα τον κοροϊδεύω και θα του το καθυστερώ! Θα του το φτιάχνω, αλλά τέλος δε θα έχει! Έτσι θα το ‘χω πάντα κοντά μου, θα μου ανήκει και η ψυχή μου θα είναι μέσα του μαζί με την αιώνια ομορφιά της γυναίκας του.
Κούνησε το κεφάλι της η γυναίκα δείχνοντας πως δε συμφωνεί στην τρομερή του εξομολόγηση. Την είδε ο Νικόλας και της έκανε με βαριά καρδιά:
--- Δε συμφωνείς;
--- Όχι. Όταν στο ζητάει τι θα κάνεις; Δεν μπορείς συνέχεια να ξεγλιστράς. Κάποτε η κοροϊδία σου θα αποκαλυφτεί και τότε θα την πληρώσεις σκληρά! Το ‘χεις σκεφτεί αυτό;
--- Πως δεν το ‘χω!
--- Και δε σε νοιάζει;
--- Ο χρόνος φθείρει τα ένστιχτα και τα πάθη. Γερνούν κι αυτά και πεθαίνουν μαζί με το σώμα. Θα περιμένω και θα τον κοροϊδεύω ώσπου να φθαρεί κι αυτός κι εγώ!
--- Θέλεις να πεις πως είσαι αποφασισμένος να μην του το δώσεις, ό,τι κι αν συμβεί;
--- Ναι! Θα το φτιάχνω και δε θα το τελειώνω για να μου ανήκει έστω κι ανορθόδοξα. Θα είναι δικό του, θα’ χει την κυριότητά του αλλά όχι την επικαρπία του! Αυτή θα είναι δική μου!
Ξανάφερε το μπουκάλι στο στόμα, ρούφηξε δυο γρήγορες ρουφηξιές και τ’ άφησε. Άπλωσε ύστερα το δεξί του χέρι, άγγιξε το κομμάτι με το μάρμαρο που περίμενε μήνες εκεί να πάρει τη μορφή της πεθαμένης γυναίκας και σαν το χάιδεψε, ψιθύρισε γεμάτος αγωνία και δέος:
--- Έλα από αύριο θα σε ζωντανέψω, θα σου φυσήξω ζωή μέσα σου και θα σε ανακηρύξω μέλος της αθανασίας!
Σηκώθηκε, δρασκέλισε ένα σφυρί που ΄χε πέσει κάτω και αφού πλησίασε το καλαθάκι με τα εργαλεία, έσκυψε και πήρε το μέτρο. Το άνοιξε και πήγε κοντά στο μάρμαρο να το μετρήσει. Αμέσως όμως έχασε την ισορροπία του, παραπάτησε και βρέθηκε στην άλλη άκρη του μάρμαρου. Εκεί άπλωσε το χέρι του να κρατηθεί απ’ αυτό αλλά δεν μπόρεσε και σωριάστηκε με ορμή κάτω.
--- Οχ, λιποθύμησε ! φώναξε η γυναίκα κι αφήνοντας τη θέση της, έπεσε πάνω του για να τον συνεφέρει. Αφού όμως δεν έκανε τίποτα τον άφησε και ρίχνοντας ένα ρούχο πάνω της ανέβηκε τρέχοντας τη σκάλα να φωνάξει τη Λίζα. Εκείνη την ώρα η Λίζα έπαιζε στο πιάνο και όταν την άκουσε να ουρλιάζει, το άφησε κι έτρεξε πανικόβλητη να δει τι συμβαίνει.
Όταν είδε τον αδερφό της κάτω ξαπλωμένο αναίσθητο, έσκυψε πάνω του, του άνοιξε την μπλούζα μπροστά στο στήθος του κι άρχισε με γρήγορες και προσεκτικές μαλάξεις στο μέρος της καρδιάς να του κάνει εντριβές. Δυστυχώς όμως όσο κι αν τον φρόντιζε ο Νικόλας δε συνερχόταν. Τότε η Λίζα, στράφηκε στη γυναίκα κι αφού της έδειξε ένα μικρό κρεβατάκι λίγο πιο πέρα, της είπε με λιγωμένη φωνή και πονεμένη ψυχή:
--- Βόηθα να τον βάλουμε στο κρεβάτι, θα ‘ναι καλύτερα απ’ ότι εδώ κάτω και της έδειξε πως να τον πιάσει.
Έμεινε αρκετά λεπτά αναίσθητος πάνω στο κρεβάτι ώσπου κάποια στιγμή έδειξε να συνέρχεται και ν’ ανοίγει τα μάτια. Σήκωσε το κεφάλι και παρότι φαινόταν κουρασμένος, ψιθύρισε με σβησμένη φωνή:
--- Πού βρίσκομαι;
--- Στο κρεβάτι σου! του ψιθύρισε η αδερφή του και του ‘πιασε τρυφερά το χέρι.
--- Γιατί, τι έπαθα;
--- Ό,τι παθαίνεις μετά το ξενύχτι και το ποτό! Αυτό έπαθες!
--- Μα εγώ δούλευα! Δούλευα και μιλούσα με τη γυναίκα που ποζάριζε! Τι διάβολο έπαθα πάλι!
--- Αυτό που παθαίνεις σαν πίνεις! σου είπα, του ξεφώνισε αυτή και του ‘ριξε μια ματιά σκληρή σαν βόλι.
Έκανε μια προσπάθεια ν’ ανασηκωθεί ο Νικόλας, και, αφού τον βοήθησε η Λίζα και τα κατάφερε, ανακάθισε στο κρεβάτι, τέντωσε λίγο τα χέρια του, πήρε μια βαθιά αναπνοή και αφού κοίταξε ολοτρόγυρα, είπε με παράπονο πικρό:
--- Αυτό το ταξίδι μου στο Κόσοβο, μ’ αρρώστησε! Γιατί όλο, σκέφτομαι, πού θα τ’ αφήσω όλα αυτά; Πού θ’ αφήσω την ψυχή τους;
Και με μια γλυκύτητα ύστερα στη φωνή του είπε στη γυναίκα που ποζάρισε :
--- Εσύ φύγε, τώρα! Τελειώσαμε το πρόπλασμα, και, όταν πιάσω από αύριο το μάρμαρο, θα σε καλέσω πριν φύγω για το Κόσοβο να δουλέψουμε και πάλι. Για τη στιγμή ό,τι έπρεπε να μου δώσεις, μου το έδωσες.
Έτσι με μια χαριτωμένη κίνηση η γυναίκα έφυγε για να ντυθεί. Ύστερα όταν επέστρεψε βγήκε από την πόρτα αφήνοντας πίσω της τη χλιαρή αύρα της που τόσο θεσπέσια ανάδευε το αγγελικό κορμί της.
Όταν απόμειναν οι δυο τους έβαλε το χέρι στο τσεπάκι της φόρμας του κι αφού έβγαλε ένα χαρτί, το ‘δειξε στην αδερφή του , ενώ τα χείλη του, ψιθύρισαν κλαψουρίζοντας:
--- Να, σήμερα το πήρα αυτό. Το διάβασα και με χτύπησαν κατακούτελα όσα μου λέει. Θέλει λέει, ο δήμαρχος να πάω εκεί το συντομότερο. Με ρωτάει όμως αν μπορώ; Αν δεν πάω μου επισημαίνει ως το τέλος του άλλου μήνα θα ακυρώσει τη συμφωνία μας και θα δώσει τα έργα σε άλλον!
--- Και σε στενοχώρησε αυτό;
--- Όσο να ‘ναι. Δε θέλω να χάσω τη δουλειά!
--- Τότε να πας!
--- Θα πάω, αλλά τώρα είμαι κλεισμένος. Ούτε σε ένα χρόνο δεν ξεμπερδεύω με αυτά που έχω μπροστά μου. Αυτός όμως επιμένει, έλα κι έλα! Εγώ όμως στενοχωριέμαι! Μελαγχολώ κι έχω κρίσεις ! Θα δω τι θα κάνω!
--- Καλά! Καλά! του αποκρίθηκε βαρύθυμα εκείνη και πλησιάζοντάς τον του είπε σιγανά αλλά εκνευρισμένη: Σαν ο νους σου είναι εκεί όλο τέτοια θα έχεις, ζαλάδες, πονοκεφάλους και αϋπνίες. Ξέχασέ τα προς το παρόν κι έλα πάνω να ξεκουραστείς. Ο χώρος εδώ δεν προσφέρεται για ανάπαυση και ηρεμία.
--- Το ξέρω, με θεωρείς κιόλας νεκρό! ψιθύρισε εκείνος κι άπλωσε το χέρι του να στηριχθεί πάνω της. Αφού σηκώθηκε ανέβηκαν αργά- αργά και οι δυο την ξύλινη σκάλα ώσπου χάθηκαν στο βάθος της ανοιχτής πόρτας σαν παλιές, ξεθωριασμένες φιγούρες.
Δ
Περνούσε έξω από το σπίτι του Νικόλα ο Στέφανος όταν το κοίταξε και θυμήθηκε με πίκρα πως το αφεντικό του έλειπε στο Κόσοβο. Σταμάτησε κοντά στην εξώπορτα κι ακουμπισμένος πάνω της άρχισε με ιδιαίτερη προσοχή να θαυμάζει τα αριστουργήματα που βρίσκονταν διάσπαρτα μέσα στον κήπο και τον στόλιζαν με παραδεισένια χάρη, άλλα κάτω από τα δέντρα κι άλλα ανάμεσα στους διαδρόμους και τα φιδωτά δρομάκια.
Η Λίζα εκείνο το πρωί δεν είχε δουλειά, τα μαθήματα που θα παρέδιδε στους μαθητές του πιάνου τα είχε μεταθέσει για την άλλη μέρα, και, μην έχοντας τι να κάνει, βγήκε στο μπαλκόνι για να θαυμάσει τις φθινοπωρινές ομορφιές.
Ο Σεπτέμβριος ευτυχώς είχε μπει δροσερός, οι ζέστες του καλοκαιριού είχαν φύγει κι όλα έδειχναν πως η φύση είχε αποφασίσει να στείλει την παντοδύναμη γαλήνη της ν’ απλωθεί στη γη και στον ουρανό. Κοιτάζοντας λοιπόν η Λίζα τις κατάφορτες πορτοκαλιές να τραμπαλίζουν στο δυνατό αεράκι τις πράσινες φυλλωσιές τους, είδε το Στέφανο στριμωγμένο στα κάγκελα της εξώπορτας και με μια περίσσια στοργή του φώναξε με την κρυστάλλινη φωνή της:
--- Άνοιξε, Στέφανε, πάρε το δρομάκι που οδηγεί στο πίσω μέρος του σπιτιού, ανέβα τη σιδερένια σκάλα κι έλα στο μπαλκόνι μαζί μου. Έχω ελεύθερο το πρωινό αφού δεν δουλεύω και είπα να καθίσω και να ξεκουραστώ. Έλα να τα πούμε μιας κι έχω πολύ χρόνο μπροστά μου να ασχοληθώ με τα προσωπικά μου.
Σήκωσε το κεφάλι εκείνος προς το μέρος που άκουσε τη φωνή και αφού την είδε ν’ αστράφτει μέσα στο ολόλευκο κι ανάλαφρο νυχτικό της, έσπρωξε την πόρτα και γλίστρησε μέσα. Πήρε ύστερα το στενό πλακόστρωτο δρομάκι που του είχε υποδείξει και ανεβαίνοντας τη σκάλα, βρέθηκε μπροστά της.
--- Στέφανε! του ‘κανε ενθουσιασμένη εκείνη σαν ένιωσε τη λυγεράδα και το άρωμα του κορμιού του να την πλησιάζει κι απλώνοντας το χέρι της τον τράβηξε ελαφρά να καθίσει στην καρέκλα. Κι αφού του χαμογέλασε τρυφερά, πρόσθεσε με χάρη: Ένας ήλιος είσαι για μένα, Στέφανε, που με ζεσταίνει και με φωτίζει! Γι’ αυτό και σε φώναξα. Τόση η ζεστασιά σου όσο και το φως σου, μου κάνουν πολύ καλό! Θαρρώ πως κι εσύ το ξέρεις καλά αυτό!
Κάθισε εκείνος, γέλασε, ταχτοποίησε λίγο τα μαλλιά του που είχαν φουντώσει απ’ το φύσημα του αέρα και της είπε αχνά:
--- Λες να μην το ξέρω; Γι’ αυτό κι εγώ όπως βλέπεις σου κάνω το χατίρι και σε πλησιάζω! Δεν έχεις παράπονο;
Είχε παράπονο και μεγάλο κιόλας. Έλα όμως που δεν το καταλάβαινε ο Στέφανος και την άφηνε να πονάει και να υποφέρει. Παράπονο που δεν την αγαπούσε και δεν της έδινε την καρδιά του όπως αυτή τη δική της. Αντίθετα ενώ η ίδια είχε χάσει το μυαλό της για χάρη του, αυτός έδειχνε να μη νοιάζεται και λίγο τον ενδιέφερε η παρουσία της και η εν γένει προσπάθειά της να τον κατακτήσει.
--- Έχω παράπονο από σένα, Στέφανε! του ξεφώνισε κάποια στιγμή και του έριξε καυτή πάνω του την ανάσα της. Μεγάλο παράπονο που κάνεις πως δεν το καταλαβαίνεις.
--- Ποιο; τη ρώτησε αλαφιασμένος εκείνος κι έδειξε να την αγκαλιάζει με το βλέμμα του.
--- Παράπονο που δε με αγαπάς, δεν μ’ αγγίζεις και δεν με κάνεις δική σου! του κάγχασε με σαρκασμό η Λίζα και τίναξε με δύναμη πίσω τα κατάμαυρα φιδίσια μαλλιά της.
--- Έλα, έλα! ας πούμε κάτι άλλο, ψιθύρισε αυτός κι έστρεψε το βλέμμα του προς τον κήπο. Δεν είναι ώρα να εξομολογηθούμε τα συναισθήματά μας. Βρέθηκα εδώ επειδή με βοήθησε η τύχη κι όχι για τίποτα άλλο. Ας σεβαστούμε αυτή τη στιγμή που είμαστε μαζί κι ας μην προχωρήσουμε σε κάτι αμαρτωλό κι άσχημο.
Αναστέναξε η Λίζα και πρόσθεσε:
--- Όπως θέλεις Στέφανε! Να ξέρεις όμως τούτο. Θα σε περιμένω όσο αντέξω και μετά θα δω τι θα κάνω.
Έκανε πως δεν την άκουσε εκείνος και δεν της έδωσε απόκριση. Έριξε πάλι το βλέμμα του στον κήπο και αφού τον θαύμασε, έκανε ήρεμα, ρουφώντας το δροσερό άρωμά του:
--- Τούτος ο όμορφος κι απέραντος κήπος, Λίζα, ποιανού δουλειά είναι; Δική σου ή του Νικόλα; Και τώρα που τον θαυμάζω αλλά και τις άλλες φορές τον νιώθω σαν τη γη της επαγγελίας! Πώς το πετυχαίνετε να τον διατηρείτε τόσο όμορφο κι ανθηρό;
Και πριν πάρει οποιαδήποτε απάντηση, τη ρώτησε, πάλι;
--- Ποιανού ιδέα ήταν η δημιουργία του; Δική σου ή του Στέφανου;
Ένα μικρό χαμόγελο άνθισε στα χείλη της και του είπε με μια ζωηράδα στα όμορφα μάτια της:
--- Η ιδέα ήταν δική μου και η φροντίδα είναι δική του!
--- Η ιδέα δική σου; ξεφώνισε με μια ένταση στη φωνή του και της ζήτησε να του πει πως της γεννήθηκε στο μυαλό.
--- Περπατούσα, άρχισε αυτή, κάποτε στη Νότια Πελοπόννησο κοντά στη θάλασσα όπου απλωνόταν στον απέραντο κάμπο ένα χωριό με λιθόχτιστα σπίτια, απέραντες αυλές και τεράστιους κήπους. Αυτοί δε οι καταπράσινοι κήποι με εντυπωσίασαν τόσο, που, σκέφτηκα να κάνω κι εγώ το ίδιο στο σπίτι μου! Έτσι όταν το είπα στο Νικόλα, ενθουσιάστηκε τόσο που αμέσως μεταμόρφωσε τον άδειο χώρο της αυλής σ’ αυτό τον παράδεισο που βλέπεις!
--- Φαντάζομαι τώρα πως θα νιώθετε και οι δυο μ’ αυτό τον παράδεισο μπροστά σας!
--- Τι να σου πω! Είμαστε και οι δυο ξετρελαμένοι αλλά περισσότερο ο Στέφανος. Η φύση μας διδάσκει, μου λέει συνεχώς και μας κάνει να σκεφτόμαστε. Είναι ένα σχολείο που μας μαθαίνει τα πάντα για τη ζωή, για την αγάπη, την υπομονή, την εγκράτεια, την αποχή από την ηδονή. Κοίταξε μου κάνει συνεχώς, αυτή την αμυγδαλιά που έχασε το κλαδί της από το δυνατό αέρα, δεν το βάζει κάτω αλλά κάθε άνοιξη παλεύει να το αντικαταστήσει με άλλο, καινούργιο, έτσι που και ο θάνατος να χαθεί αλλά και μια νέα ζωή να ‘ρθει στη θέση της προηγούμενης.
--- Θα τον εμπνέει κιόλας, θαρρώ;
--- Ε, οπωσδήποτε! Αλλά και την αγαπάει πολύ τη φύση! Δε βλέπεις που έχει γεμίσει τον κήπο με αγάλματα; Φαντάσου τι θα ήταν η φύση χωρίς τα δημιουργήματα του ανθρώπου και την παρουσία των ζώων μου επαναλαμβάνει συνέχεια. Ένα τίποτα, μια νεκρή ψεύτικη εικόνα, μια αυταπάτη. Τώρα όμως όταν βλέπεις μαζί δέντρα, λουλούδια και αγάλματα να συνυπάρχουν και να δίνουν μια παραδεισιακή αρμονία, αισθάνεσαι μια υπέρτατη ευχαρίστηση! Αυτός είναι και ο σκοπός, μου τονίζει, συνέχεια της φύσης και του ανθρώπου να μας δίνουν με τη συνεργασία τους την τέλεια ομορφιά και να μας κάνει ευτυχισμένους!
--- Με τέτοια αγάπη που έχει για τη φύση, θαρρώ πως θα δουλεύει και το μάρμαρο κάτω από τα δέντρα!
--- Ε, όχι ! Δεν το κάνει αυτό! Ό,τι κάνει το κάνει στο εργαστήριο και πουθενά αλλού. Οι έξω χώροι δεν προσφέρονται για τέτοιες δουλειές, διώχνουν την αυτοσυγκέντρωσή του και τον αφήνουν μετέωρο. Αλλά δεν είναι και πρακτικοί. Πού να κουβαλήσει το μάρμαρο; Από τον έξω κόσμο παίρνει μόνο τις εικόνες της δημιουργίας του. Αυτές τον οδηγούν στην τέχνη. Έτσι τις μεταφέρει με το νου του στο σωστό χώρο της δουλειάς του που είναι το εργαστήριό του και τις κάνει Ομορφιά και Αλήθεια. Τα δυο από τα κύρια χαρακτηριστικά της τέχνης.
--- Ούτε και ζωγραφίζει, έξω; Το λέω γιατί πολλοί ζωγράφοι το κάνουν αυτό.
--- Αυτό το κάνει, ναι ! Βέβαια τις λίγες φορές που ζωγραφίζει, γιατί δεν είναι ζωγράφος αλλά γλύπτης και φτιάχνει κάποιους πίνακες. Δεν τον χωράει ο τόπος του εργαστηρίου και στήνει το καβαλέτο του, εκεί, κοντά στην πέτρινη βρύση κι αρχίζει από το πρωί και τελειώνει το βράδυ. Τα καλοκαίρια δε που έχει φεγγάρι ζωγραφίζει κάτω απ’ το φως του ασταμάτητα ακόμη κι ως τα βαθιά μεσάνυχτα! Ενισχύει βέβαια το φωτισμό με μεγάλους προβολείς για να βλέπει καλά τη φόρμα και να μην μπερδεύει τα χρώματα.
Χαμογέλασε ελαφρά και πρόσθεσε:
--- Τώρα τελευταία δεν παίζει με τα χρώματα. Τον έχει απορροφήσει το μάρμαρο. Τη ζωγραφιά θα ‘λεγα την έχει για ξεκούραση και γεμίζει τον ελεύθερο χρόνο του μ’ αυτή. Εξάλλου είναι γλύπτης, όπως σου είπα. Μιλάω για παλιά όμως. Τώρα που χρόνος για ξεκούραση. Η πολλή δουλειά και το πολύ ποτό με το ξενύχτι τον έχουν κάνει σκλάβο τους. Αφημένος στην ανελέητη φθορά τους πηγαίνει μέρα παρά μέρα όλο και σε δύσβατους δρόμους που φαίνονται να μην έχουν επιστροφή.
--- Γιατί έφτασε εκεί; Τι του συμβαίνει;
--- Πού θέλεις να ξέρω! Ξέρω μόνο, γιατί είναι αδερφός μου, πως είναι άνθρωπος των παθών, άνθρωπος των ηδονών που καμιά μεταφυσική αγωνία δεν τον σταματά και καμιά ηθική δεν του γίνεται φραγμός στη σήψη αυτή του σώματος και της ψυχής που τον τυραννά.
--- Το ταξίδι όμως θα του κάνει, καλό! Τι λέει γι’ αυτό; Δε σου έγραψε;
--- Μ’ αφήνει χωρίς γράμμα ποτέ! Συνεχώς μου γράφει και μου λέει τις εντυπώσεις του.
--- Τι λέει; Είναι ευχαριστημένος, τα βρήκε καλά, περνά ξεκούραστα ή έχει μετανιώσει που πήγε;
--- Γκρινιάζει συνέχεια! Η δουλειά, λέει που θα πάρει, θα είναι τουλάχιστον για πέντε χρόνια! Κι αυτό σημαίνει πως θα ξεχάσει την Ελλάδα! Ύστερα είναι και η φύση της τόσο σκληρή κι απαιτητική που δεν θα προλαβαίνει να παίρνει ούτε ανάσα! Και φυσικά όλα αυτά για μια φιλοδοξία. Τη φιλοδοξία του ανικανοποίητου. Ώρες- ώρες σκέφτεται απ’ ό,τι μου γράφει να τα παρατήσει και να γυρίσει πίσω στο εργαστήριό του, που τόσο του λείπει και δεν αναπληρώνεται με τίποτα.
--- Θα ‘χει στο μυαλό του, για να μη θέλει και τόσο πολύ να μείνει εκεί, είπε με ιδιαίτερη ένταση στη φωνή του ο Στέφανος και την υπόλοιπη δουλειά που αφήνει πίσω του. Κι απ’ ότι μου έχει πει κι ο ίδιος είναι μεγάλη και σημαντική. Πρέπει κάποτε να την τελειώσει κι αυτή για να πάψει ν’ ακούει το κλάμα της στ’ αυτιά του.
--- Ναι, έκανε με ιδιαίτερη χροιά στη φωνή της η Λίζα και συνέχισε με μια περισσότερη φιλική διάθεση τώρα. Δεν πρέπει να τα αφήσει στη μέση γιατί θα πέσει σε μεγάλη γκάφα και οι πελάτες του θα του κηρύξουν αναπόφευκτα έναν ανελέητο πόλεμο λάσπης και σπίλωσης της αξίας και της δουλειάς του. Βέβαια αυτά τα ξέρει καλύτερα από μένα αλλά καλό είναι κι εμείς οι απέξω να του το υπενθυμίζουμε.
Χαλάρωσε λίγο το βλέμμα της και βάζοντας μια μελαγχολική γλύκα στη φωνή της, συνέχισε:
--- Του έχω κρύψει και μια πρόταση που του έχει γίνει για ένα χωριό στη Μακεδονία, θέλουν να το φιλοτεχνήσουν με πολλά έργα μου είπαν, και είμαι σε δύσκολη θέση αν πρέπει να του το πω, γιατί φοβάμαι πως θα τον κάνω να χάσει τον ύπνο του με μια ακόμη δουλειά στις τόσες που έχει. Όταν γυρίσει όμως από το Κόσοβο πρέπει να του το αποκαλύψω γιατί οι άνθρωποι περιμένουν απάντηση, δεν μπορώ να συνεχίσω να το κρύβω.
--- Θα ΄χει κουραστεί κιόλας, πιστεύω τόσα χρόνια με τη σμίλη στα χέρια. Η φθορά σίγουρα θα τον έχει αγγίξει και γι’ αυτό μέρα με τη μέρα γκρινιάζει όταν του τυχαίνει κάποια δουλειά. Έχει καταλάβει φαίνεται πως η δύναμη εκείνη που είχε μέσα του κάποτε και είναι από το Θεό δοσμένη για τα μεγάλα έργα, σιγά- σιγά τον εγκαταλείπει με τα χρόνια και τον κάνει άβουλο. Αυτό τον στενοχωρεί και του δημιουργεί μια ατολμία στις αποφάσεις του για τις σωστές επιλογές του.
Πήρε μια ανάσα και νιώθοντας καλύτερα από το αρωματισμένο αεράκι του κήπου, τη ρώτησε με χαμογελαστό τόνο:
--- Δουλεύει με αργό ρυθμό τώρα τελευταία ή πέφτω έξω;
--- Δείχνει κουρασμένος, αυτή είναι η αλήθεια. Έχει χάσει το ρυθμό του, νιώθει πιο ελεύθερος έξω από το εργαστήριό του και δείχνει μια παράφορη λαιμαργία στις ηδονές. Και χωρίς να ντρέπομαι γι’ αυτό που θα πω, πιστεύω πως κάποιος κακός δαίμονας τον έχει καταβάλει εδώ και καιρό και του τρώει σώμα και ψυχή αχόρταγα.
Σκέψεις πολλές σκέψεις ξεπήδησαν στο κεφάλι του Στέφανου απ’ αυτά που άκουσε, που του φάνηκε πως το ένιωσε βαρύ κι ασήκωτο όσο τα σκεφτόταν. << Κι αν τον πιάσει καμιά τρέλα, συλλογίσθηκε κι αργήσει να μου τελειώσει το άγαλμα, τότε τι γίνεται; Ας πούμε το καθυστερεί επίτηδες και μου στερεί τη συντροφιά του στη μοναχική μου ερημιά που βρίσκομαι. Κι αυτό θα κάνει γιατί δεν έχει το Θεό του και είναι ασυνεπής στις σχέσεις του. Αν γίνει όμως αυτό ήθελα να ήξερα ποιος θα με συγκρατήσει από την επιθυμία μου να τον βλάψω ανεπανόρθωτα και σκληρά >>
Έτσι μετά απ’ αυτές τις σκέψεις και για να ξεδιαλύνει μερικά σκοτεινά σημάδια, τη ρώτησε:
--- Παραδίδει πάντα τις δουλειές στους πελάτες του ή τις αργεί όσο εκείνος νομίζει πως τον συμφέρει;
--- Θες να πεις αν τους κοροϊδεύει;
--- Όχι, ακριβώς αυτό, αλλά θα στο πω αλλιώς. Αν κάποιο έργο απ’ αυτά που φτιάχνει, το αγαπήσει πολύ και καταλάβει πως δεν κάνει χωρίς αυτό, μπορεί να το κωλυσιεργήσει;
---- Και να το κρατήσει, θέλεις να πεις;
--- Χμ!
Γέλασε δυνατά αυτή, τόσο παράξενα ήχησαν τα λόγια του στ’ αυτιά της που για λίγο δίστασε να μιλήσει. Αφού όμως ένιωσε μια βαρύτητα στο νόημά τους τον κοίταξε με το αχόρταγο μάτι της και του είπε με έντονη χροιά στη φωνή της:
--- Δεν το ΄χει κάνει μέχρι τώρα, αλλά από ΄δω και μπρος έτσι παρανοϊκά που σκέφτεται, μπορεί και να το κάνει! Ο νους του δεν είναι ο παλιός, μέρα με τη μέρα αλλάζει και παίρνει άλλες στράτες δύσβατες κι αμαρτωλές.
Κι εκεί που του ‘λεγε αυτά θυμήθηκε κάτι εντυπωσιακό που την έκανε να σταματήσει και να προσθέσει με μια χαρούμενη ένταση στη φωνή της:
--- Δε στο είπα, ο Νικόλας μια βδομάδα πριν φύγει δούλευε στο μάρμαρο τη μορφή της γυναίκας σου! Αν συνεχίσει να δουλεύει με τον ίδιο ζήλο στο τέλος αυτό που θα βγει δε θα’ ναι απλώς η γυναίκα σου, αλλά κάποια θεά! Αυτό τουλάχιστον δείχνει μέχρι τώρα. Το κορμί της αισθητικό και τέλειο, τα μάτια της ζωντανά, τα χείλη της φιλήδονα, το στήθος και οι μηροί της λαξευτά κοσμήματα. Όλα της τέλεια, όλα της με μέτρο κι ομορφιά.
Μια γλυκιά ευτυχία κύλησε στο αίμα του Στέφανου σαν άκουσε τα λόγια της. Επιτέλους! Τ’ όνειρό του να δει το άγαλμα της γυναίκας του στημένο μέσα στο ίδιο του το σπίτι που περπατούσε κάποτε ζωντανή και το φρόντιζε, να, που γινόταν πραγματικότητα, να, που η τέχνη δεν τον κορόιδεψε και πήρε την απόφαση να του το χαρίσει. Κι ο Νικόλας; Να, που έκανε κι αυτός σωστά τη δουλειά του και δεν τον ξέχασε παρά μόνο άργησε λίγο κι αυτό ήταν όλο. Με λίγη υπομονή ακόμη και καλή συνεργασία μεταξύ τους όλα θα τελείωναν. Κάτι όμως του έλεγε μέσα του πως έπρεπε να βάλλει τα δάχτυλά του επί τον τύπο των ήλων και της είπε με μια παρακαλεστική διάθεση:
--- Έλα πάμε να μου το δείξεις, Λίζα! Δεν αντέχω, θέλω να το δω!
--- Τι λες Στέφανε; Τρελάθηκες; του ‘κανε έκπληκτη αυτή και φάνηκε φοβισμένη. Το ‘χει κλειδώσει το εργαστήριο και τα κλειδιά τα ‘χει μαζί του. Κανείς δεν μπορεί να μπει μέσα!
--- Ούτε εσύ;
--- Ούτε εγώ! Κανείς σου λέω!
--- Τότε να το παραβιάσουμε, να σπάσουμε την πόρτα! Ποιος θα μας δει;
Κλαψούρισε η Λίζα, τρεμούλιασαν τα σαρκώδη χείλη της και του ‘κανε με νάζι:
--- Ε, είσαι τρελός, θεότρελος, Στέφανε! Γίνεται αυτό;
Γρήγορα όμως σοβαρεύτηκε κι έδειξε να διαλογίζεται.
--- Θαρρώ πως κάτι έχεις στο μυαλό σου και μου το κρύβεις! της είπε με στόμφο εκείνος και την κάρφωσε με μια πύρινη ματιά.
--- Με λύγισες, και θα κάνω κάτι, άδικο θαρρώ, που δε θα το ‘κανα για κανέναν κι αν ακόμη μου χάριζε τον ουρανό με τ’ άστρα! Θα σε πάω να το δεις το άγαλμα! Και ξέρεις πως θα γίνει αυτό; Στο πίσω μέρος, το βορινό, έχει ένα μικρό παραθυράκι με κάγκελα όπου ο Στέφανος το αφήνει πάντα ανοιχτό για να μπαίνει καθαρός αέρας μέσα και να αερίζεται ο χώρος. Το κλείνει μόνο με μια χοντρή τσόχινη κουρτίνα που από το πλάι της μπορούμε να δούμε μέσα. Τι λες; Είσαι για μια τέτοια μικρή περιπέτεια;
Γλύκανε το πρόσωπο του Στέφανου και του φάνηκε πως ο πρωινός φθινοπωρινός αέρας τον έσπρωχνε κιόλας στο παράθυρο του εργαστηρίου. Μεγάλωσε έτσι η επιθυμία του να το επισκεφτεί έστω κι απέξω και μην μπορώντας να συγκρατηθεί, πετάχτηκε πάνω, έπιασε τη Λίζα από το μπράτσο και τραβώντας την με ορμή την οδήγησε στην εξωτερική σκάλα που θα τους έβγαζε κατευθείαν έξω από το εργαστήριο του Νικόλα. Εκεί αφού στάθηκαν κάτω από το παράθυρο η Λίζα τον άφησε για λίγο μόνο πηγαίνοντας ως την αποθήκη να φέρει ένα ψηλό σκαμνί. Όταν το έφερε και το ‘βαλε κάτω απ’ το παράθυρο, του είπε λαχανιασμένη:
--- Θ’ ανέβουμε και δυο πάνω.
Σήκωσε ο Στέφανος το δεξί του πόδι και μ’ ένα δυνατό σάλτο βρέθηκε πάνω στο σκαμνί. Κι αφού σταθεροποιήθηκε με επιτυχία στη θέση του, της είπε χαριτολογώντας, απλώνοντας το χέρι του να την πιάσει:
--- Ανέβα κι εσύ! Έλα να δεις τη νίκη μας! και τραβώντας την με δύναμη την ανέβασε κι εκείνη πάνω στο σκαμνί.
Σαν έφτασαν τα κεφάλια τους στο ύψος του παραθύρου, άπλωσε η Λίζα το δεξί της χέρι, του ‘δειξε τη χαραμάδα που άφηνε η κουρτίνα και του είπε, ήρεμα κι αργά:
--- Έλα κοίταξε!
Αυτός πλησίασε το παράθυρο και ακούμπησε το πρόσωπό του σχεδόν πάνω στα κάγκελα. Κι αμέσως, ένα << αχ! >> ξεπήδησε τότε τρανταχτό από το στόμα του κι αμέσως έφερε πιο κοντά το κεφάλι του ψάχνοντας με την αγωνία στο βλέμμα να δει το άγαλμα της γυναίκας του, αφήνοντας κι ένα ανεπαίσθητο αναστεναγμό να αγγίξει σαν πένθιμη μουσική τ’ αυτιά της Λίζας, που είχε κάνει κι αυτή το ίδιο, κοιτάζοντας από δίπλα του. Ωστόσο μηn διακρίνοντας τίποτα, τη ρώτησε με μια έκφραση φόβου στη φωνή του:
--- Δε βλέπω τίποτα! Λες να το ‘χει κρύψει;
--- Είναι στο βάθος! του ξεφώνισε με αρκετό πείσμα εκείνη και του ‘δειξε με το δεξί της χέρι την πιθανή θέση του. Δεν έχει φως εκεί, πρόσθεσε, αλλά πολύ σκοτάδι. Για κοίταξε καλά!
Ζύγιασε καλά τη ματιά του τότε εκείνος και κοίταξε προσεκτικά για πολλή ώρα μέσα στα σκοτάδια. Κι αμέσως για καλή του τύχη είδε να προβάλει μπρος του αυτό που τόσο πολύ επιθυμούσε, το άγαλμα της γυναίκας του και να φεγγοβολάει κατάλευκο παρά το σκοτάδι, στημένο σ’ ένα σιδερένιο τρίποδο ενώ η ακατανίκητη έλξη του τον τραβούσε κοντά του για να του χαρίσει τη ζωντανή φρεσκάδα, που απόπνεε. Τρόμαξε για λίγο κι ένα δέος μαζί με μια ευχαρίστηση κυρίεψε την ψυχή του. Συνεπαρμένος έτσι και ενθουσιασμένος, έσφιξε το χέρι της Λίζας και την προέτρεψε να κοιτάξει κι αυτή.
Κι ενώ αυτή στήριζε το σώμα της στα υψωμένα πόδια της, εκείνος πρόσθεσε :
--- Το ‘χει έτοιμο σχεδόν Λίζα και μου το ‘κρυβε τόσο καιρό! και με μια πάλι ενθουσιώδη διάθεση πλησίασε πιο κοντά στα κάγκελα.
--- Σιώπα, Στέφανε, που το ‘χει έτοιμο! του ‘κανε εκείνη αυστηρά σαν να ήθελε να τον μαλώσει. Θέλει δουλειά ακόμη και πολύ χρόνο. Ούτε στην αρχή δεν είναι.
--- Μα, εγώ το βλέπω, σχεδόν έτοιμο! Λες να με ξεγελούν τα μάτια μου; Όμως κάτι δε μου αρέσει! Γιατί είναι δεμένο με αλυσίδες;
--- Για ασφάλεια! Όμως, ναι, Στέφανε, σε ξεγελούν τα μάτια σου! Αν το προσέξεις καλά έχει ατέλειες, πολλές ατέλειες.
--- Μπορεί! Το σκοτάδι, ναι, δε μ’ αφήνει να το δω καλά! Όμως το ‘χει προχωρήσει. Τι λες κι εσύ;
--- Τι να πω; Δεν είναι ακόμη έτοιμο. Το σχήμα του έχει δώσει κι όχι την ομορφιά του. Αυτή θα του τη δώσει όταν γυρίσει από το ταξίδι του.
--- Πότε θα γίνει αυτό;
---Στο τέλος του Νοέμβρη ή και του Δεκέμβρη.
Μιλούσε ο Στέφανος κι έτρωγε το άγαλμα με τα μάτια του. Αχ και να μπορούσε να έσπαγε τα κάγκελα και πηδώντας μέσα να το αγκάλιαζε ώρες ατέλειωτες και να ‘πιανε την κουβέντα μαζί του, όπως έκανε τότε που ζούσε η γυναίκα του. Όχι, δεν μπορούσε να το κάνει αυτό, δεν μπορούσε γιατί τα σκληρά σίδερα του ‘φραζαν το δρόμο. Απελπισμένος έτσι που δεν μπορούσε να το αγγίξει κι ευτυχισμένος μαζί που το ‘βλεπε να ολοκληρώνεται, ψιθύρισε με φωνή που έτρεμε:
--- Έχω μείνει κατάπληκτος, Λίζα, μ’ αυτό που βλέπω! Και είναι ακόμη στην αρχή, όπως λες. Σκέψου και να τελειώσει! Η ομορφιά του θα είναι απαράμιλλη και το αισθητικό του κάλλος ασύγκριτο!
Ξεκόλλησε ύστερα τα φλογισμένα μάτια του από το παράθυρο και κοιτάζοντας τρυφερά τη Λίζα που χαϊδευόταν ελαφρά πάνω του, της είπε με ένα δυνατό αναστεναγμό:
--- Τι ήμουν πριν δω το άγαλμα της γυναίκας μου; Ένα θεριό! Και τώρα! Αρνάκι άκακο! Τι σου είναι η ψυχή του ανθρώπου! Άβυσσος, άβυσσος, ανεξιχνίαστη!
--- Τον τράβηξε απ’ το χέρι αυτή και του είπε, τρυφερά και σιγανά:
--- Έλα, Στέφανε, κατέβα τώρα δεν βγαίνει τίποτα να το κοιτάζεις συνέχεια. Περισσότερο κακό σου κάνει παρά καλό. Όταν το βάλεις στο σπίτι σου θα το χορτάσεις. Έλα πάμε μη δίνουμε στόχο για συκοφαντίες στους κακεντρεχείς περαστικούς.
Την άκουσε εκείνος και κατέβηκε. Η Λίζα τον ακολούθησε και θωρώντας τον με προκλητική ματιά γεμάτη πάθος, του είπε:
--- Πάμε τώρα να πιούμε κάτι και να συνεχίσουμε την κουβέντα μας, αρκετά μπλεχτήκαμε στα πόδια του Νικόλα, μη βρούμε κιόλας και τον μπελά μας.
Ανέβηκαν τη σκάλα και σαν μπήκαν μέσα και πάτησαν στο χολ η Λίζα του έδειξε το καθιστικό, λέγοντάς του:
--- Λέω να καθίσουμε μέσα, Στέφανε. Έξω όσο περνάει η ώρα ο ήλιος καίει περισσότερο και θα μας ενοχλεί. Βλέπεις το φετινό φθινόπωρο είναι πολύ ζεστό και πάει να μοιάσει του καλοκαιριού. Ζέστη πολύ, υγρασία κι άπνοια που σε πνίγει. Να δούμε πόσο θα κρατήσει τούτο το αλλοπρόσαλλο καιρικό φαινόμενο γιατί αν συνεχίσει έτσι είμαι σίγουρη πως θα μας στοιχίσει και σε υγεία και σε διάθεση.
Τον έβαλε να καθίσει στο μεγάλο καταπράσινο καναπέ ενώ εκείνη κίνησε για την κουζίνα να φέρει τους καφέδες. Έτσι αφού απομακρύνθηκε από κοντά του και τον άφησε μόνο, του είπε χαμηλόφωνα και με σπινθηροβόλο ματιά:
--- Είναι ό,τι καλύτερο να γευτούμε κάτι γλυκό και δροσιστικό. Δεν θα αργήσω, όσο να ανοιγοκλείσεις τα μάτια έφθασα.
Τον άφησε και χάθηκε στο διάδρομο.
Απόμεινε κι ο Στέφανος μόνος του και για να σπάσει την ενοχλητική σιωπή, άρχισε να κοιτάζει και να θαυμάζει στους τοίχους τους εξαιρετικούς και σπάνιους πίνακες που τόσο επιμελημένα είχε φροντίσει να τοποθετήσει ο Νικόλας με τη βοήθεια και της αδερφής του. << Σωστό μουσείο τέχνης >> σκέφτηκε και περιέφερε με μια ιδιαίτερη ευχαρίστηση το μεγάλο χώρο του καθιστικού.Τα αγάλματα ήταν λίγα, αλλά όσα υπήρχαν και διακοσμούσαν τις γωνίες και τα μέρη κοντά στα παράθυρα, ήταν πρωτότυπα, μικρά και με μια έντονη φρεσκάδα που τόνιζε τη νιότη και την αφθαρσία. Στον τελευταίο πίνακα, δεν ήξερε γιατί, κάτι τον τράβηξε που τον αιχμαλώτισε τόσο, που δύσκολα άφησε τα μάτια του από την επιφάνειά του αν και πέρασε αρκετή ώρα.
Έδειχνε παλιός, με το ξύλο του κάδρου του ολόμαυρο και με στίγματα εδώ κι εκεί, σημάδια του χρόνου, κρεμόταν στη μέση ακριβώς του τοίχου προς τη βορινή πλευρά και πλαισιωμένο ολοτρόγυρα από άλλα μικρά και καλαίσθητα πινακάκια που φάνταζαν σαν κατάσπαρτα αστέρια στον ουρανό. Δεν είχε πολλά στολίδια και χρώματα, αλλά ένα βράχο γυμνό κι αιχμηρό. Και στο βάθος η γραμμή του ορίζοντα, έτοιμη να του κόψη την κορυφή. Τον κοίταξε ο Στέφανος κι έδειξε κάτι να συλλογίστηκε. Η έντονη φαίνεται πρωτοτυπία τον είχε βάλλει σε παράξενες σκέψεις. Από τα αγάλματα του άρεσε το σύμπλεγμα του πλούτου και της φτώχειας. Καθόταν ο πλούτος στο θρόνο του, άστραφταν πάνω του τα διαμάντια και τα ρουμπίνια, άστραφτε το πρόσωπό του σαν τον ήλιο και λαμποκοπούσε ολάκερος από χαρά, δύναμη κι ευτυχία. Και κάτω στα πόδια του η φτώχεια, χωμένη στα κουρέλια της, ελεεινή και τρισάθλια, άπλωνε το χέρι της για να πάρει το ξερό ψωμί που της έδινε ο σκληρός προστάτης και δυνάστης της.
<< Να οι δυο αιώνιοι εχθροί >> σκέφτηκε << που χρόνια τώρα τα πάνε σαν το σκύλο με τη γάτα, που ποτέ δεν αγαπιούνται αλλά μισούνται, δαγκώνονται και τσακώνονται μέχρι θανάτου. Στα ψηλά αυτός στα χαμηλά η φτώχεια, όλο της τάζει κι όλο της τα παίρνει στριμώχνοντάς τη στα ανήλιαγα και σκοτεινά σοκάκια >>.
Κι ως να θαυμάσει και τ’ άλλα αριστουργήματα που απλώνονταν τριγύρω του, η φωνή της Λίζας που μπήκε εκείνη τη στιγμή γελώντας με το δίσκο στα χέρια, τον σταμάτησε για να του πει με χάρη:
--- Ελπίζω να μη βγήκες ζημιωμένος που σ’ άφησα μόνο! Το μουσείο που απλώνεται γύρω σου θα σε ευχαρίστησε για καλά!
Άφησε το δίσκο με χορευτική κίνηση πάνω στο τραπέζι και πρόσθεσε:
--- Αν θέλεις, συνέχισε να τα κοιτάζεις, όταν όμως τα χόρτασες, έλα πιες μια γουλιά να ζωντανέψεις και να συζητήσουμε!
Την άκουσε εκείνος, κάθισε κι αφού ήπιε μια πρώτη ρουφηξιά, της είπε, σιγά και με νόημα στα λόγια του:
--- Τέτοια μέρα σαν τη σημερινή, σπάνια ξημερώνει για μένα, Λίζα! Πλούσια σε όλα! Καλή συντροφιά, πρωινή κουβέντα, το άγαλμα της γυναίκας μου σχεδόν έτοιμο, ο αρωματικός καφές, εσύ, ο καλός σου λόγος, όλα αυτά κι άλλα πολλά, που κρύβονται μέσα μου, με κάνουν να νιώθω ευτυχισμένος άνθρωπος, ελεύθερος από τα καθημερινά μου προβλήματα, γεμάτος θάρρος και δύναμη για τη ζωή.
<< Θαρρώ πως με όλα αυτά που είπε, τα ‘πε, όχι γιατί τα πιστεύει αλλά για να φανεί ευγενής >> σκέφτηκε η Λίζα << γιατί αν τα πίστευε και τον άγγιζαν, θα έριχνε και καμιά ματιά λάγνα και σε μένα, αφού ξέρει καλά πόσο τον αγαπώ και τον θέλω! >> και με το συλλογισμό της αυτό, του είπε κοιτάζοντάς τον γλυκά:
--- Έβαλα κι εγώ το χέρι μου για να νιώσεις άνθρωπος, δεν το ‘βαλα; Τι λες;
--- Πάντα το βάζεις, γιατί είσαι καλή φίλη! της αποκρίθηκε με χριστιανικό οίκτο αυτός και την κοίταξε επιτέλους έστω και μηχανικά βαθιά στα μάτια. Έχεις πάντα ένα χαμόγελο κι ένα καλό λόγο για μένα, πρόσθεσε και το εκτιμώ αφάνταστα!
Αργοσάλεψε το κεφάλι της η Λίζα και δυσανασχέτησε που της μίλησε έτσι χωρίς πάθος και ερωτική επιθυμία ενώ το ελκυστικό και ωραίο πρόσωπό της πήρε την όψη τού άγριου και του ψυχρού. Δεν ήθελε να τη βλέπει σαν φίλη μόνο αλλά σαν γυναίκα που λύσσαγε να πέσει στην αγκαλιά του και να του δοθεί με όλο της το είναι, χωρίς περιορισμούς και ταμπού.
Την είδε στενοχωρημένη ο Στέφανος και με μια διστακτικότητα που φάνηκε στην ηχώ της φωνής του, τη ρώτησε:
--- Γιατί είσαι έτσι;
Εκείνη ήθελε να του αποκαλύψει όλη την αλήθεια γιατί ήταν έτσι αλλά το απόφυγε. Ωστόσο βρήκε κάτι να του πει:
--- Ένιωσα τη χαρά που αισθάνθηκες όταν είδες το άγαλμα της γυναίκας σου αλλά και τη λύπη σου που τόσο σε βασανίζει σαν σου λείπει! Αυτό με πλήγωσε! Είναι μαρτύριο να σου λείπει κάποιος δικός σου, ε; Δεν είναι;
--- Πως δεν είναι. Για να αισθανθείς κι εσύ κάποια στιγμή πως έχεις χάσει το φως σου. Πώς θα νιώσεις;
--- Δυστυχισμένη!
--- Έτσι νιώθω κι εγώ, δυστυχισμένος! Από τότε που την έχασα είμαι καρφωμένος στο σταυρό χωρίς ελπίδα Ανάστασης.
--- Ήταν καλή ;
--- Τι καλή; Ένα θείο πλάσμα! Η μοναξιά όταν ζούσε ήταν για μένα άγνωστη και η ομορφιά της ζωής φεγγοβολούσε στα μάτια και στην ψυχή μου όλες τις μέρες και τις νύχτες. Η ζωή μου θέλω να πω ήταν χαρισματική μαζί της, ενώ τώρα…
--- Ενώ τώρα, τι;
--- Μια μαύρη κρύα νύχτα!
--- Έχεις ακούσει που λέγεται πως αν δε σκέφτεσαι κάτι τότε αυτό είναι σαν να μην υπάρχει, σαν να είναι νεκρό;
--- Θέλεις να πεις να μη σκέφτομαι τη γυναίκα μου;
--- Για να μην υποφέρεις.
--- Δε γίνεται αυτό. Μόνο οι νεκροί δεν σκέφτονται! Οι ζωντανοί και σκέφτονται αλλά και φαντάζονται! Και να το ήθελα, δεν μπορώ βλέπεις να πάω κόντρα στη φύση και να πνίξω τα συναισθήματα και τις λειτουργίες του μυαλού μου.
--- Θέλεις να πεις πως όσο ζεις θα τη σκέφτεσαι και θα υποφέρεις;
--- Ναι και θα υποφέρω και θα πονάω!
Σιώπησε απότομα και σαν να αφουγκράστηκε κάτι απόμακρο, συνέχισε με μια ιδιαίτερη χροιά στη φωνή του:
--- Κάποτε ένας πατέρας, έκλαιγε και χτυπιόταν πάνω στον τάφο του αδικοχαμένου γιου του, ασταμάτητα. Κάποιος περαστικός τον είδε και σαν τον πλησίασε, του είπε για να τον παρηγορήσει: << Δεν μπορείς να τον φέρεις πίσω, γι’ αυτό μην κλαις άδικα. Παρακάλα το Θεό να σου δώσει δύναμη και κουράγιο για να το ξεπεράσεις >>.
Στράφηκε τότε οργισμένος ο χαροκαμένος πατέρας και του αποκρίθηκε εκτός εαυτού: << Με τη δύναμη και το κουράγιο δεν ξεπερνάς καμιά τέτοια ατυχία σαν τη δική μου, αγαπητέ μου, αλλά με το θάνατο! Σαν πάψω κι εγώ να ζω θα το ξεπεράσω! Ως τότε μόνο ο πόνος θα με συντροφεύει! >> Έριξε το κεφάλι κάτω ο περαστικός κι έφυγε ντροπιασμένος. Το μάθημα που είχε πάρει πολύ του άξιζε.
Γέλασε με σφιγμένα χείλη η Λίζα και ψιθύρισε με ικανοποίηση:
--- Καλά του είπε!
--- Πολύ καλά! Αφού του έλειπε το παιδί του μόνο ο πόνος θα του απόμενε για όλη την υπόλοιπη ζωή του. Το παιδί θα υπήρχε στη ζωή μόνο σαν πόνος!
Γύρισε καλύτερα το σώμα του για να κοιτάξει τη Λίζα και πρόσθεσε με λύπη:
--- Κι εγώ πονάω! Δεν την ξεχνώ και μου λείπει πολύ! Την αποζητώ και θα την ζητώ όσο θα ζω!
Κούνησε το κεφάλι της με πείσμα εκείνη, λέγοντάς του με κάποια ψυχρότητα και ζήλια:
--- Δε γυρίζει όμως και είσαι μόνος!
Έκανε πως δεν άκουσε τα λόγια της ο Στέφανος και συνέχισε με ένταση και πάθος:
--- Ο θάνατος βλέπεις δεν είναι παίξε γέλασε. Είναι το αντίθετο της ζωής και είναι τρομερός και φριχτός. Έτσι κι αυτός που χάνεται κι αυτός που μένει περνούν μέσα από τη φθορά του. Ο νεκρός την υφίσταται και ο ζωντανός τη νιώθει.
--- Αν αγαπάς δε και το πρόσωπο που χάνεις είναι ακόμη αβάσταχτος ο θάνατος, συμπλήρωσε η Λίζα ενώ συνέχισε να δείχνει τον ίδιο πέτρινο εαυτό της.
--- Έχω χάσει τον εαυτό μου, δε μου λες; Αυτή λείπει κι εγώ με τη μέρα συρρικνώνομαι και μηδενίζομαι. Ό,τι με κρατάει στη ζωή μου το παίρνει σιγά- σιγά η δική της απουσία. Το εγώ μου πια αρχίζω και δεν το γνωρίζω, ένας άλλος άνθρωπος στο ίδιο σώμα αναγεννιέται, ένας κακός και παράξενος θα έλεγα που βλέπει μπρος του πηχτά σκοτάδια κι ακούει θρήνους θανατερούς.
Κοντανάσανε για λίγο ύστερα απ’ αυτά που είπε και συνέχισε:
--- Θυμάμαι που σχεδίαζε και σαν τελείωνε το σχέδιό της μου το έφερνε μ’ ένα πλατύ χαμόγελο στα δυο της τρυφερά χείλη και μου το άφηνε με χάρη και όμορφα νάζια μπροστά στο γραφείο μου. Στεκόταν ύστερα πάνω απ’ το κεφάλι μου σαν πανέμορφη θεά και περίμενε ν’ ακούσει και τη δική μου γνώμη. Κι ως τα έβλεπα όλα τέλεια, γραμμές, κατόψεις, στέγες, παράθυρα, της έλεγα τρυφερά, αγγίζοντας τα λευκά της χέρια: << Από τέτοια χέρια που ξέρουν να χαϊδεύουν είναι δυνατόν να μην μπορούν και να πλάθουν ιδέες; >> Έσκυβε μετά, θυμάμαι και με φιλούσε, έπαιρνε το σχέδιο από μπροστά μου και κινούσε να φύγει. Εγώ πίσω την κοιτούσα και δεν έβλεπα πια τίποτα άλλο παρά το φλεγόμενο σώμα της να σκορπίζει ολοτρόγυρα το ζεστό και πλούσιο φως του. Ήταν σχεδιάστρια. Καλή σχεδιάστρια. Συνεργαζόταν με τους καλύτερους μηχανικούς και αρχιτέκτονες.
Κοίταξε καταπρόσωπο τη Λίζα, σταμάτησε λίγο και ψιθύρισε με την ψυχή του σαν ανταριασμένο πέλαγο:
--- Λίζα, ό,τι αγαπιέται ζει αιώνια! Κι εγώ αγάπησα τη γυναίκα μου! Πως μπορώ να την ξεχάσω;
Αυτή ένιωσε να τη σφίγγει το κεφάλι της κοντά στα μελίγγια της και μια ελαφρά ζαλάδα να την κάνει να χάνει για λίγο τον κόσμο. << Ο νους του είναι σε αυτή >> σκέφτηκε σαν συνήλθε << και δε λέει να την αφήσει και να κοιτάξει καμιά άλλη. Άδικα χάνω το χρόνο μου για να τον κάνω να με προσέξει >>. Ωστόσο βρήκε το κουράγιο μέσα στην απελπισία της να τον ρωτήσει:
--- Δε θα την ξεχάσεις κι αν ακόμη μια άλλη γυναίκα μπει στη θέση της και σ’ αγαπήσει;
Ένας δαίμονας που θαρρείς και γεννήθηκε εκείνη τη στιγμή μέσα του, τον έκανε να ξεφωνίσει:
--- Ποτέ δε θ’ αφήσω να γίνει αυτό, Λίζα! Κι αν με αγαπήσει όπως λες, δε θα την αγαπήσω εγώ! Μια φορά στη ζωή κανένας αγαπάει πραγματικά! Αν πει πως ξαναγάπησε τότε σου λέει ψέματα!
<<Να και η χαριστική βολή >> ψιθύρισε κι αναστέναξε βαθιά. Και σαν πεισματάρα γυναίκα που ήταν δεν υποχώρησε, αλλά έβαλε το μυαλό της να δουλέψει και να της γεννήσει μια αστεία όσο και τραγική ιδέα που σαν της φάνηκε καλή αποφάσισε να την κάνει πράξη. Σκέφτηκε λοιπόν αφού ο Στέφανος δεν της έλεγε εκείνο που ήθελε σαν ήταν στα λογικά του θα της το ‘λεγε μεθυσμένος! << Σαν τον μεθύσω, όλα θα πάνε καλά >> είπε από μέσα της και με τη συμπεριφορά της πονηρής αλεπούς του είπε, γελώντας με σαρκασμό:
--- Έφτασε μεσημέρι, Στέφανε και θέλω να το περάσουμε ευχάριστα! Ένα καλό ποτό, νομίζω θα ωφελήσει και τους δυο μας και θα το απολαύσουμε συζητώντας! Μείνε λίγο μόνος κι έρχομαι.
Και πριν καλά- καλά ακούσει και τη δική του γνώμη, σηκώθηκε και κίνησε για τη σερβάντα.
<< Μια θάλασσα που δεν ησυχάζει, μου φαίνεται, πως είναι τούτη η γυναίκα >> συλλογίστηκε εκείνος και έπεσε σε μύριες σκέψεις. <<Και προαισθάνομαι πως η τρικυμία της θα σταματήσει μόνο σαν με κάνει δικό της! Το λέω και τρομάζω αυτό, το λέω και νιώθω κιόλας, ένας ξεπεσμένος κι ανήθικος προδότης! Ωστόσο εγώ θα εξακολουθώ να λέω όχι στα αισθήματά της, όχι ! όχι ! όχι !... >>
Μέσα σε μια έντονη έξαρση είδε τη Λίζα να έρχεται και μαζεύτηκε στη θέση του σαν ένοχο κι άτακτο παιδί. Γρήγορα όμως σαν την αισθάνθηκε να τον πλησιάζει έδειξε μια ασυνήθιστη διάθεση και κινητικότητα που τον έκανε να απλώσει τα χέρια του και να τη βοηθήσει να βάλουν μαζί στο τραπέζι το μπουκάλι με τα ποτήρια.
Τον κοίταξε γλυκά εκείνη και του είπε ζωηρά:
--- Ε, τότε γέμισε και τα ποτήρια κι έλα με την πρώτη ρουφηξιά να διώξουμε τις έγνοιες μας και σαν ξαλαφρώσουμε από τις σκοτούρες τους κι από όσα ανεπιθύμητα μας βασανίζουν να νιώσουμε σαν σωστοί άνθρωποι!
Μάζεψε τα φρύδια του ο Στέφανος, την κοίταξε για λίγο παράξενα κι άπλωσε το χέρι του. Γέμισε και τα δυο ποτήρια κι αφού πήρε το δικό το και το τσούγκρισε μαζί της, της είπε χαριτολογώντας:
--- Αφού τόσο επιμένεις να πιούμε, ας πιούμε λοιπόν. Και φέρνοντας το ποτήρι στα χείλη του, της ψιθύρισε μ’ ένα αδρό χαμόγελο:
--- Στην υγειά σου! Κι αμέσως το άδειασε μονορούφι.
Άδειασε και η Λίζα το δικό της και με μια αργή κίνηση το απόθεσε μπροστά της. Ύστερα κίνησε γοργά τα ολόμαυρα μάτια της και σαν τον κοίταξε με πείσμα και αποφασιστική διάθεση, είπε τώρα με τη σειρά της:
--- Με το ποτό η κουβέντα γίνεται καλύτερη!
--- Γίνεται, ναι! Αλλά που είχαμε όμως μείνει; Θυμάσαι;
--- Πως δε θυμάμαι. Είχαμε μείνει εκεί που μου έλεγες πως δεν πρόκειται ν’ αγαπήσεις άλλη γυναίκα! Οτιδήποτε άλλο μπορείς να κάνεις μαζί της, αλλά να την αγαπήσεις ποτέ!
--- Το θεωρείς, υπερβολή;
--- Ναι! Είναι αδιανόητο!
--- Όχι! Δεν είναι! Είναι απλό! Δεν μπορώ να την αγαπήσω γιατί αγάπησα μια φορά τη γυναίκα μου, η αγάπη αυτή δεν σβήνει αλλά βρίσκεται μέσα στο σύμπαν και είναι άσβεστη! Κι αφού υπάρχει δεν έχει την ανάγκη να αναπληρωθεί από κάποια άλλη.
Σταμάτησε και συνέχισε:
--- Θες να στα πω πιο παστρικά; Ο λόγος που θέλω να βάλω το άγαλμα της γυναίκας μου στο σπίτι που ζήσαμε μαζί είναι τούτος: δε τη θεωρώ πεθαμένη αλλά ζωντανή που ταξιδεύει στο σύμπαν εκεί που βρίσκεται η αρχέγονη ουσία της ύπαρξής της κι ως αιώνια κι ακατάλυτη τη θεωρώ κοντά μου.
Τούτα τα λόγια του, έκαναν τη Λίζα να νιώσει σαν μια ξεπεσμένη αρχόντισσα που δεν μπορεί να δεχτεί το τσάκισμά της και κάνει σαν τρελή να βρει και πάλι την προηγούμενη αίγλη της. << Έσβησε και η τελευταία ελπίδα να τον κάνω δικό μου >> συλλογίστηκε κι έπεσε σε έναν ξέφρενο ονειρικό κόσμο που την έφερε σε κάποιες παλιές τρυφερές στιγμές μαζί του που τόσο ανεξίτηλες είχαν αποτυπωθεί στη μνήμη της. Ωστόσο όμως κάτι μέσα της, της έλεγε πως δε χάθηκαν ακόμη όλα και πως μια αόρατη δύναμη θα έσπρωχνε το Στέφανο να πέσει στην αγκαλιά της.
--- Εδώ όμως, του ’κανε με μια συμβουλευτική διάθεση, πάνω στη φλούδα της γης που ζεις, περπατάς κι αναπνέεις, δε θέλεις κάποια άλλη γυναίκα εκτός από τη συγχωρεμένη, να σε μεθύσει με το άρωμα του κορμιού της και να σε συνεγείρει με τα αγγίγματα της ψυχής της; Να σου απλώνει το χέρι της να σε πιάνει, να σου μιλάει και να σε ποθεί όσο κανένα άλλο πλάσμα στη γη;
Και γεμίζοντας τα ποτήρια, τον ρώτησε με την αγωνία στα μάτια:
--- Τα ένστιχτά σου δε σε καθοδηγούν σ’ αυτό;
Άπλωσε το χέρι του αυτός, πήρε το ποτήρι και το ‘φερε στα χείλη. Το κράτησε λίγο και μετά το άδειασε μέχρι τον πάτο. Σαν το άφησε στο τραπέζι, της αποκρίθηκε αχνά:
--- Ένστιχτα και καρδιά ακολουθούν διαφορετικούς δρόμους, το ξέρεις καλά και μην προσπαθείς να με παραπλανήσεις! Σαν θέλεις να μάθεις όμως σου λέω πως την καρδιά μου την εμπιστεύομαι περισσότερο και δεκάρα δεν δίνω για την αχαλίνωτη επιθυμία των ενστίχτων μου. Ταπεινός δούλος της υπακούω και κάνω ό,τι μου λέει!
--- Τι θέλεις να πεις; Δεν σε καταλαβαίνω! του ψιθύρισε και τα μάτια της πήραν την όψη τής θλίψης.
Την κοίταξε λοξά και παράξενα εκείνος και της αποκρίθηκε με τη φωνή του υψωμένη:
--- Τα ένστιχτά μου λένε << ναι >> σε μια γυναίκα αλλά η καρδιά μου λέει << όχι ! >> Παίρνω έτσι το κορμί της γυναίκας το κάνω δικό μου και δεν της δίνω την καρδιά μου! Δεν την αγαπώ, δηλαδή, πώς να στο πω!
Αναμέρισε με το χέρι της το μπουκάλι που ήταν μπροστά της και της έκρυβε τη θέα του και του είπε αφού τον κοίταξε καλύτερα με τη ματιά της μακρόσυρτη και βλοσυρή:
--- Θαρρώ πως θα την πάθεις κι εσύ, Στέφανε, έτσι που σκέφτεσαι για τις γυναίκες, σαν εκείνον τον άντρα που γνώρισε και πήγε με πολλές αλλά στο τέλος τις έχασε όλες κι έμεινε μαγκούφης κι έρημος. Έτσι μέρα με τη μέρα σαν θυμόταν κι από μια αναφωνούσε, αναστενάζοντας: << Αν την αγαπούσα δεν θα την έχανα αυτή… Αν την αγαπούσα δεν θα την έχανα κι αυτή… Αν την αγαπούσα… >> ώσπου έπεσε σε μελαγχολία και πέθανε από τη στενοχώρια του.
Έσκασε ένα τρανταχτό γέλιο εκείνος όταν τελείωσε και της έκανε με φωνή που ανάβρυσε λαγαρή- λαγαρή:
--- Δεν είμαι σαν κι αυτόν εγώ, Λίζα! Εγώ δεν πήγα με πολλές γυναίκες και ούτε τις κορόιδεψα. Με μια πήγα και την αγάπησα! Τώρα αν την έχασα δε φταίω!
Σοβαρεύτηκε με μιας απότομα και ψιθύρισε με μάτια ολοκόκκινα από τον πόνο:
--- Δεν ήμουν τυχερός, ναι και την έχασα! Πέθανε, ναι, χάθηκε όπως χάνεται η χαρά, το πουλί, το δέντρο, το κύμα της θάλασσας, ένα αστέρι στον ουρανό. Και μαζί της χάνομαι και πεθαίνω κι εγώ κάθε στιγμή μακριά της.
Να τον βάλει πιο καλά στο παιχνίδι, επιχείρησε τώρα η Λίζα και του έκανε με το γυναικείο νάζι της στο κατακόρυφο:
--- Όμως δυστυχής έτσι που νιώθεις θα μπορούσες να βάλεις μια γυναίκα δίπλα σου! Πού ξέρεις, ίσως ο έρωτας να σου είναι για άλλη μια φορά σύντροφος ευτυχής!
Ύψωσε τη φωνή του, και της έκανε με πίκρα:
--- Δεν μπορώ, Λίζα! Δεν μπορώ!
Άπλωσε το τρεμάμενο χέρι της, έπιασε το δικό του χαμηλά στον καρπό και του ψέλλισε, συγκινημένη:
--- Ούτε με μένα, που σ’ αγαπώ, και σε θέλω τόσο και οι μέρες μου ξημερώνουν μόνο για να σε βλέπουν;
Την κοίταξε με οίκτο και λύπη μαζί όπως και τις άλλες φορές που τύχαινε να τον παρακαλά και να του ζητά να ανταποκριθεί στο μεγάλο ερωτά της. Κι ως να σκεφτεί γιατί επιμένει σ’ αυτή της τη μονόπλευρη εμμονή, μια έξαψη αποστροφής τον κυρίευσε ολάκερο κι ένα αίσθημα μίσους του έσφιξε την καρδιά που τον έκαναν να σιχαθεί ακόμη περισσότερο τούτη τη γυναίκα και να ζητήσει να απαλλαγεί όσο γρηγορότερα μπορούσε από την παρουσία της. Έτσι χωρίς να ελέγχει πια τη λογική του, της ξεστόμισε με μια έντονη εχθρότητα στη φωνή του:
--- Στο είπα κι άλλες φορές, Λίζα, πως δεν θέλω να ξεπέσω και να προδώσω τη γυναίκα μου! Τη γυναίκα μου που τη θεωρώ ιερή με το πνεύμα της να με καθοδηγεί και να με φωτίζει! Για μένα στο λέω πάλι πως είναι ζωντανή κι έχει φύγει για ταξίδι εκεί που είναι η πρωτογενή της ουσία και που μαζί με τη νόηση μένουν αθάνατα κι αιώνια στην απέραντη κρύπτη του σύμπαντος. Τι να σου πω τώρα; Να σου πως φοβάμαι μήπως η μυρωδιά του κορμιού σου με σκοτώσει; Κι αυτή η καρδιά σου, αχ, αυτή η ψυχή σου με μολύνει!
Και πριν μπορέσει η Λίζα να συνέλθει από το δυνατό σοκ των λέξεων που βγήκαν από το στόμα του, πρόσθεσε με αρκετή ειρωνεία:
--- Μα πως είναι δυνατόν να σ’ αγαπήσω και να σου δοθώ, αφού βλέπεις πως την αντικαθιστώ με τη βοήθεια του Νικόλα και σαν έργο τέχνης πια με όλη της τη μεγαλοπρέπεια θα μπει στο σπίτι μας, εκεί που ήταν και πριν πεθάνει;
Τα παράξενα τούτα λόγια του, μετά το σοκ που πέρασε η Λίζα της φάνηκαν όχι μόνο σκληρά αλλά και παράτολμα, βγαλμένα από άρρωστη σκέψη που έδειχνε να τραυματίζεται από τη λεπίδα του παραλογισμού. Ωστόσο την άγγιξαν και τη γέμισαν με αγωνία και φόβο. Και για να διασκεδάσει λίγο το φορτισμένο κλίμα που ένιωθε μέσα της, του είπε με ύφος που ‘δειχνε έκπληξη:
--- Το άγαλμα που θα βάλεις στο σπίτι σου και λες πως είναι της γυναίκας σου, Στέφανε, δεν είναι σώμα, αλλά ένα μάρμαρο άψυχο, ενώ αυτό που σου δίνω εγώ, το δικό μου σώμα, είναι ζωντανό, κουβαλάει στο αίμα του την ηδονή και καίει ολόκληρο! Ήθελα να ‘ξερα γιατί κάνεις πως δεν το βλέπεις!
Κι αμέσως πέταξε από πάνω της το αραχνοϋφαντο νυχτικό της κι απόμεινε γυμνή. Εκείνος αμέσως κοκκίνισε στη θέα του κορμιού της κι ένας ηδονικός σπασμός τον έκανε να το ποθήσει και να του δοθεί χωρίς αντίσταση κι ενδοιασμούς. Έτσι μια οδυνηρή καμουτσικιά τον έσπρωξε κοντά της κι ετοιμάστηκε να τη ρίξει στην αγκαλιά του. Η Λίζα αμέσως το κατάλαβε αυτό και χωρίς να αργήσει καθόλου τον τράβηξε πρώτη στην αγκαλιά της μ’ ένα γλυκό και δυνατό αναστεναγμό. Τον φίλησε αχόρταγα με πάθος, και, σαν τα σπλάχνα της ρίγησαν, τον τράβηξε απ’ το χέρι και τον πήγε στο κρεβάτι. Έπεσαν και οι δυο σαν άγρια ζώα στο στρώμα και σαν μούγκρισαν, αγκαλιάστηκαν πιο σφιχτά ώσπου έγιναν ένα πυρακτωμένο σώμα. Σε λίγο δεν ακούγονταν παρά δυο βογκητά να σπαράζουν άλλοτε δυνατά κι άλλοτε σιγανά. Κι όταν πια ήρθε ο λυτρωτικός σπασμός των κορμιών τους, συνεπαρμένοι κι οι δυο κοιτάζονταν μ’ ένα αισθησιασμό που έδειχνε πως κολυμπούσαν σε απύθμενα πελάγη ευτυχίας.
<< Το ποτό θόλωσε τη σκέψη μου και μου χαλάρωσε το κορμί >> συλλογίστηκε ύστερα από την πράξη κι έσπρωξε μετανιωμένος γι’ αυτό που έγινε τη Λίζα απ’ το αγκάλιασμά της για να λυτρωθεί. << Αλίμονο στη γυναίκα που δεν μένει μόνο πόρνη στο κορμί αλλά και στην ψυχή! >> συμπλήρωσε το συλλογισμό του κι αφέθηκε στη σιωπή και στη μοναξιά του.
<< Το κορμί του μου το ‘δωσε αλλά όχι και την ψυχή του >> αναλογίστηκε κι εκείνη και πετάχτηκε σαν ελατήριο πάνω. <<Να δούμε όμως τι θα γίνει με την εκδίκηση που έχει φωλιάσει μέσα μου και δε λέει να καταλαγιάσει! >>
= = =
Όταν έφυγε από το σπίτι της Λίζας ο Στέφανος και πετάχτηκε μέχρι το δικό του να ταχτοποιήσει κάποιες αλληλογραφίες, ξεφύλλισε την εφημερίδα που έγραφε ο Βρανάς και έψαξε στη λογοτεχνική σελίδα να διαβάσει την κριτική που πίστευε πως είχε γράψει για το βιβλίο του. Σαν δεν είδε τίποτα γραμμένο, ο Βρανάς του είχε πει πως στο φύλλο αυτό η κριτική θα δημοσιευόταν οπωσδήποτε, στενοχωρήθηκε κι ανήσυχος πήρε ταξί και κατευθύνθηκε στο << καφέ τέχνη >> να τον συναντήσει.
Ήξερε από άλλες φορές πως τα μεσημέρια ο Βρανάς ερχόταν εδώ, είτε μόνος, είτε με φίλους για να διαβάσουν και να συζητήσουν τα πνευματικά πράγματα της μέρας. Καθόταν πολλές ώρες και σαν ερχόταν απόγευμα τραβούσε για το σπίτι του, να ξεκουραστεί και να γράψει τις κριτικές του για τις εφημερίδες και τα περιοδικά.
<< Θα τον συναντήσω και θα τον ρωτήσω, να μου πει, γιατί δεν δημοσίευσε την κριτική για το βιβλίο μου >> σκέφτηκε ο Στέφανος βγαίνοντας από το ταξί όταν έφτασε έξω από το << καφέ τέχνη >> και μπήκε στο πάρκο, μέσα στους ίσκιους των δέντρων και τη δροσιά που απόπνεαν τα καταπράσινα φύλλα τους, για να περπατήσει λίγο.
Βούιζε τούτος ο μικρός πράσινος χώρος από τα γέλια και τις φωνές των ανθρώπων, από τα κελαηδήματα των πουλιών κι από το θρόισμα του ανέμου που άφηνε σαν περνούσε μέσα από τα κλαδιά και τα χάιδευε. Στα ξύλινα παγκάκια άνθρωποι από όλες τις ηλικίες κάθονταν και ξεκουράζονταν, συζητώντας ή διαβάζοντας τις εφημερίδες τους. Πολλοί κάπνιζαν και γελούσαν ενώ κάποιοι μέσα σε μια απολλώνια νηφαλιότητα, έφερναν μέσα στις σκέψεις τους την ιστορία του πιο παράξενου παραμυθιού που λέγεται << Ζωή >>.
<< Πόσες και πόσες έγνοιες να έχουν μέσα τους >>, συλλογίστηκε ο Στέφανος << κι όμως δεν το βάζουν κάτω αλλά περπατούν, κουβεντιάζουν, γελούν, διαφωνούν, τσακώνονται, ξεχνούν κι ελπίζουν, γιατί έτσι πρέπει να κάνουν, διαφορετικά θα πέσουν ξαπλωτοί καταγής>>.
Κι εκεί που διαλογιζόταν αυτά, θυμήθηκε ένα γέροντα σ’ ένα χωριό της Ηπείρου που όταν τον ρώτησε << γιατί σε τέτοια ηλικία φύτευε καρυδιές αφού ούτε να φάει τα καρύδια τους θα πρόφταινε αλλά ούτε να τις χορτάσει αφού τα μάτια του τον πρόδιδαν >> του αποκρίθηκε με εξαιρετική θυμοσοφία: << Σαν δεν το κάνω αυτό, άνθρωπέ μου, καλέ, θαρρώ πως θα πεθάνω! Σαν καταπιάνομαι όμως με το χώμα, ξεχνώ το θάνατο, θυμάμαι τη ζωή και παλεύω να τη μεγαλώσω και να την παρατείνω. Μπορεί να σου φαίνεται πλεονεξία να φυτεύω στα ενενήντα μου αλλά έτσι πρέπει! Είναι δημιουργία και μάλιστα ευλογημένη γιατί τα κίνητρά της είναι η ομορφιά και η συνέχεια της ζωής >>.
Τους κοιτούσε όλους αυτούς και τους ζήλευε, γιατί έδειχναν ξέγνοιαστοι και χαρούμενοι. Δεν είχαν όπως αυτός βάλλει τόσες σκοτούρες στο μυαλό τους που τον έκαναν να τρέχει και να μη φτάνει. Όπως τώρα, που πήγαινε τρέχοντας όλο άγχος κι αγωνία, να βρει τον κριτικό, να σκύψει να του φιλήσει τα πόδια και να τον παρακαλέσει να γράψει μια καλή κριτική για το βιβλίο του, ώστε να τον βοηθήσει να ικανοποιήσει το βίτσιο του, να πάρει το πρώτο κρατικό βραβείο μυθιστορήματος!
Ένιωσε ένα σφίξιμο στο στήθος και αηδία για τούτη του την κατάντια, αλλά προχωρούσε χωρίς καν να σκέφτεται να βάλλει φρένο σ’ αυτή του την παράλογη απαίτηση κι επιθυμία. Πολύ θα ήθελε να μη συναντηθεί με το Βρανά, αλλά να μπει μέσα στους ανέμελους αυτούς ανθρώπους και να χαρεί μαζί τους την αμεριμνησία τους, αλλά δυστυχώς δεν το μπορούσε. Τούτος είχε προορισμό να συναντήσει τη δόξα ενώ αυτοί την ασημαντότητα! Γι’ αυτό τώρα σαν έφτασε έξω από την πόρτα του << καφέ τέχνη >> μπήκε γρήγορα μέσα και αναζήτησε με αγωνία κι επιμονή στην πρώτη του ματιά το Γρηγόρη Βρανά. Δεν τον είδε κι έπιασε ένα τραπεζάκι στα νότια, κοντά στο παράθυρο για να τον περιμένει.
Αφού κάθισε έφερε ύστερα από λίγο τα μάτια του ολοτρόγυρα κοιτάζοντας τους θαμώνες. Οι περισσότεροι ήταν οι ίδιοι γνώριμοι, όπως πάντα, καλλιτέχνες, συγγραφείς, ποιητές, δημοσιογράφοι, κριτικοί, θεατράνθρωποι, εκδότες, ζωγράφοι, όλοι με το δικό τους τρόπο εμφάνισης και συμπεριφοράς. Καθισμένοι μόνοι ή με παρέες, έπιναν τα ποτά τους, συζητούσαν ή φλυαρούσαν μέσα σε γέλια και χαρακτηριστικές χειρονομίες. Πολλούς απ’ αυτούς τους ήξερε, άλλους τους γνώριζε από τα έργα τους και τη δράση τους και λίγοι ήταν οι άγνωστοι, κυρίως νέοι ή όσοι έρχονταν σπάνια εδώ. Τώρα όμως δεν είχε διάθεση να μιλήσει με κανέναν, τον ενδιέφερε μόνο ο Βρανάς, γι’ αυτό απόφυγε τις φιλοφρονήσεις και τις εγκαρδιότητες με όσους διασταύρωσε τη ματιά του.
Καθόταν έτσι και περίμενε αλλά αυτός δεν έλεγε να φανεί. Γι’ αυτό για να σπάσει τη μοναξιά του, σηκώθηκε και πήγε στη βιβλιοθήκη, εκεί που πολλά βιβλία παλιά και καινούργια στοιβάζονταν στα ράφια της και προσφέρονταν αφιλοκερδώς σε κάθε αναγνώστη. Άπλωσε κάποια στιγμή το χέρι του, πήρε ένα βιβλίο του αγαπημένου του φιλοσόφου Νίτσε και το ξεφύλλιζε αργά και σταθερά ενώ έριχνε και τις ματιές του μήπως και δει να μπαίνει ο Βρανάς. Το Νίτσε τον είχε διαβάσει πολλές φορές κι όμως ποτέ δεν τον χόρταινε. Και τώρα σαν άνοιξε τις σελίδες του βιβλίου του κι άρχισε να διαβάζει, το δυνατό γράψιμό του τον συνεπήρε και ιδιαίτερα το κεφάλαιο για τα << αντίποινα >> που η φιλοσοφική σκέψη του ήταν ανυπέρβλητη κι ακαταμάχητη.
Όρθιος και καταγοητευμένος από το κείμενο, διάβαζε και γέμιζε το μυαλό του: << Απαγορεύω στον εαυτό μου κάθε αντίμετρο>> έγραφε ο μεγάλος φιλόσοφος, << κάθε προστατευτικό μέτρο, και, ακόμη, όπως είναι εύλογο, κάθε άμυνα, κάθε δικαίωμα σε περιπτώσεις που γίνεται σε βάρος μου κάποια μικρή ή πολύ μεγάλη τρέλα. Το είδος των αντιποίνων που προτιμώ είναι να ακολουθήσει την ηλιθιότητα όσο το δυνατόν γρηγορότερα μια πονηριά: μ’ αυτόν τον τρόπο μπορεί κανείς να αποζημιωθεί. Για να μιλήσω μεταφορικά, στέλνω ένα κουτί γλυκά για να απαλλαγώ από μια οδυνηρή ιστορία. Αρκεί να μου κάνει κανείς κάτι κακό και το << ανταποδίδω>>, μπορείτε να ‘στε βέβαιοι γι’ αυτό. Γρήγορα βρίσκω μια ευκαιρία για να εκφράσω την ευγνωμοσύνη μου σ’ αυτόν που κάνει το κακό.
Μου φαίνεται επίσης πως τα πιο σκληρά λόγια, τα πιο υβριστικά γράμματα είναι πιο προσηνή, πιο τίμια από τη σιωπή. Εκείνοι που μένουν σιωπηλοί στερούνται σχεδόν πάντα λεπτότητας κι ευγένειας καρδιάς. Η σιωπή είναι μια << αντίρρηση >> το να καταπίνεις τα πράγματα, οδηγεί αναγκαστικά σ’ έναν κακό χαρακτήρα, χαλάει και το στομάχι ακόμη. Όλοι εκείνοι που σιωπούν είναι δυσπεπτικοί.
Βλέπετε, δε θέλω να υποτιμούμε την αυθάδεια: είναι η πιο ανθρώπινη μορφή αντίφασης, και, μία από τις αρετές μας.
Όταν κανείς είναι αρκετά πλούσιος γι’ αυτό, είναι σχεδόν καλοτυχία το να ‘χεις άδικο. Ένας Θεός που θα ερχόταν στη γη θα ‘πρεπε
να κάνει μόνο αδικίες, να μην αναλαμβάνεις την τιμωρία, αλλά να παίρνεις πάνω σου την ενοχή, αυτό θα ‘ταν κάτι αληθινό θείο >>.
Πολύ τον συγκλόνισαν τούτα τα λόγια, έτσι που σαν έκλεισε το βιβλίο και κάθισε, το μυαλό του δεν έλεγε να τα ξεχάσει, αλλά τα ανακάτευε για να ξεχωρίσει το βαθύτερο νόημά τους. Κι εκεί που η σκέψη του μεγάλου φιλοσόφου τον είχε κυριέψει και πάλευε να ξεδιαλύνει τα σκοτάδια που άφηναν τα λόγια του, είδε στην πόρτα να μπαίνει ο Βρανάς. Σήκωσε το χέρι του και του ‘κανε σινιάλο να ‘ρθει στο τραπέζι του. Τον είδε εκείνος και σαν πλησίασε, άφησε πάνω στο τραπέζι τα περιοδικά και τις εφημερίδες που βαστούσε στα χέρια του και σαν κάθισε, του είπε με την άνεση του ανθρώπου που θαρρεί πως έχει δύναμη:
--- Καιρό έχω να σε δω στα μέρη μας, Στέφανε! Γιατί; Μήπως και σε πικράναμε;
Αφού άφησε να περάσει λίγος χρόνος εκείνος για να μαντέψει τι ήθελε να πει με τα λόγια του, του είπε τώρα κι αυτός με τη δύναμη του αδίσταχτου που είναι αποφασισμένος για όλα:
--- Κάτι μου ‘ταξες και μου το χρωστάς. Γρηγόρη ! Το ξέχασες;
Αν δε μου το δώσεις εσύ θα το πάρω με το ζόρι!
Μαζεύτηκε κάπως εκείνος και γελώντας για να διασκεδάσει το
πράγμα, του είπε με αργυρόλαλη φωνή:
--- A, για την κριτική του βιβλίου σου, λες ; Θα φτάσουμε κι εκεί
Στέφανε. Αλλά πρώτα θέλω να μου πεις τα νέα σου από το Νικόλα. Είναι
ακόμη στο Κόσοβο; Τι κάνει εκεί τόσο καιρό; Εσύ θα ξέρεις αφού τον
περιμένεις πως και πως να σου τελειώσει το άγαλμα της γυναίκας σου
που σου άφησε στη μέση.
Τον παραξένεψαν τα λόγια του και του είπε:
--- Από μένα θα μάθεις νέα του, Γρηγόρη; Τόσο καιρό γιατί δε
νοιάστηκες γι’ αυτόν; Η Λίζα εκεί ήταν γιατί δεν πήγες να τη ρωτήσεις;
--- Δεν το σκέφτηκα ! Είχα τόσες δουλειές, γράψιμο, εκδότες,
διαλέξεις, που να βρω καιρό για επισκέψεις.
--- Καλά! Καλά! Τους φίλους να ξέρεις δεν τους θυσιάζουν ούτε
τους ξεχνάνε! Έπρεπε να πας!
--- Δεν πήγα! Μπορείς να μου πεις τώρα εσύ τι κάνει και πότε θα
γυρίσει;
--- Θα σου πω, αλλά μη θαρρείς κι εγώ πως ξέρω πολλά. Ό,τι έμαθα το έμαθα από την αδερφή του κι από ένα γράμμα του, που μου έστειλε στις αρχές του Σεπτέμβρη. Μου γράφει πολλά και διάφορα, άλλα καλά κι άλλα άσχημα.
--- Σαν τι δηλαδή;
--- Από ότι κατάλαβα δεν πρέπει να ‘ναι ευχαριστημένος με ότι βρήκε εκεί. Η δουλειά που θα αναλάβει σαν δεχτεί τη συμφωνία θα είναι για τρία ίσως και παραπάνω χρόνια. Θα ξενιτευτεί και δεν το θέλει.
Γέλασε με σαρκασμό ο Βρανάς κι έκανε ψιθυριστά:
--- Δουλειά και λεφτά δεν ήθελε; Τα βρήκε και τα δύο. Τι καμώνεται τώρα πως δεν τα θέλει;
--- Ποιος ξέρει! Δεν είναι όμως και ο Νικόλας που ξέραμε! Κάτι έχει αλλάξει μέσα του!
--- Προς το καλύτερο ή προς το χειρότερο;
--- Προς το χειρότερο, βέβαια! Είναι εδώ και καιρό δούλος των παθών και των ηδονών τους. Συγκρούονται μέσα του οι δυνάμεις του σκότους με τις δυνάμεις του φωτός κι απ’ ότι φαίνεται νικούν οι πρώτες. Ο ίδιος δεν αντιστέκεται και τούτο γιατί τον θέλει αυτόν τον πόλεμο, τον θέλει γιατί τον θρέφει.
Τα λόγια τούτα φαίνεται πως φάνηκαν σπουδαία στο Βρανά, που τον παρακίνησε να συνεχίσει, κάνοντάς του παρακαλεστικά:
--- Έλα, έλα Στέφανε, συνέχισε τι θες να πεις; Πώς ο άνθρωπος αρχίζει να ξεπέφτει, και, να υπηρετεί πια όχι την τέχνη αλλά το μηδέν;
Τα μάτια του Στέφανου φάνηκαν θλιμμένα. Όσο κι αν προσπάθησε να το κρύψει δεν το κατόρθωσε. Έτσι κοιτάζοντας πλέον λοξά το Βρανά, είπε με σβηστή φωνή:
--- Κάπως έτσι. Ο πραγματικός κόσμος του φαίνεται ψεύτικος, τραυματισμένος, όλο πληγές που δε γιατρεύονται και αποζητά τον άλλο το φανταστικό, των οραμάτων και των ανέφικτων επιθυμιών.
--- Θες να πεις πως αρχίζει και τρελαίνεται;
---Όχι! Όχι! δε λέω αυτό! Τα ‘χει τετρακόσια αλλά πολλές πράξεις του δεν είναι λογικές αλλά κρύβουν μέσα τους, το παράλογο, το συναισθηματικό και το εκρηκτικό ασυνείδητο. Με λίγα λόγια ό,τι κάνει το κάνει πιο πολύ με το ένστιχτο παρά με το λογικό.
Και σαν να πόνεσε μ’ αυτά μου είπε, πρόσθεσε με σφιγμένα χείλη:
--- Κι αυτό το φοβερό ηδονισμό του, που τον βάζεις;
--- Που θα πάει κι αυτό! Θα του φάει σώμα και ψυχή!
--- Έτσι ακριβώς! Τίποτα δε θα του μείνει!
Σιώπησαν. Έπεσαν για λίγο σε περισυλλογή και ύστερα αλληλοκοιτάχτηκαν με βλέμμα γεμάτο προβληματισμό. Τούτος ο δρόμος του Νικόλα τους είχε κάνει άνω κάτω.
--- Είδα και κάτι άλλο, που δε μου άρεσε, πρόσθεσε με κακή διάθεση ο Στέφανος κι έδειξε να τον πείραζε πολύ η δημοσιοποίηση που αναπόφευκτα θα την έκανε.
--- Τι είναι αυτό; του ‘κανε τότε γεμάτος περιέργεια ο κριτικός κι αφήνοντας την εφημερίδα που ξεφύλλιζε τον κοίταξε με αγωνία.
--- Θαρρώ και θέλω να βγω ψεύτης, πως έχει το λόγο του που έφυγε και θα αργήσει να γυρίσει!
--- Έχει, το λόγο του, λες; Τι λόγο, για να ακούσω!
--- Θέλει πιστεύω να μου καθυστερήσει το άγαλμα της γυναίκας μου, να το ‘χει στο εργαστήριό του κι αν μπορέσει ίσως αργότερα και να το ιδιοποιηθεί, να το κάνει δικό του! Το έργο δηλαδή να μείνει στον καλλιτέχνη και να μη φτάσει ποτέ στα χέρια του πελάτη, σε μένα!
Μια νευρικότητα κυρίεψε το Βρανά που τον έκανε να του φωνάξει χάνοντας την ψυχραιμία του:
--- Πρωτάκουστα πράματα, μου λες! Γίνονται αυτά, Στέφανε;
--- Γίνονται! Κι εσύ ξέρεις καλύτερα τι θέλω να πω! Πρώτον η γυναίκα που ποζάρει δε μοιάζει στη γυναίκα μου, είναι εύσωμη, κοντή και τα χαρακτηριστικά του προσώπου της είναι άτονα κι άγρια. Δεύτερον δουλεύει αργά, πράγμα που το κάνει επίτηδες, γιατί θέλει να έχει κοντά του το έργο, κι απολαμβάνοντάς το να μου το στερεί εμένα! Μ’ αυτό το ρυθμό δουλειάς δε θα το τελειώσει ποτέ και ούτε θα μου το παραδώσει!
Έδειξε να εξοργίζεται ο Βρανάς και να μην πιστεύει τ’ αυτιά του. Κι αμέσως διαμαρτυρήθηκε έντονα, λέγοντάς του σε αυστηρό ύφος:
--- Όλα αυτά που μου λες, είναι φαντασιοπληξίες, Στέφανε και δεν τα πιστεύω! Πού τα στηρίζεις;
--- Άκουσε, του ‘κανε με νηφαλιότητα και του ‘πιασε το χέρι κοντά στον καρπό. Από μια κουβέντα που μου είπε στην αρχή, κατάλαβα πολλά! Μου είπε πως αρχίζει κι ερωτεύεται το έργο και θα δυσκολευτεί πολύ σαν θα ‘ρθει η ώρα να το αποχωριστεί! Αν θα υποπτευθείς και την αλόγιστή του συμπεριφορά με την αρρωστημένη του φιληδονία, πως είναι δυνατόν να μην τρέφομαι από τα σημάδια τής διαίσθησής μου;
--- Αρχίζεις και μου βάζεις φριχτές σκέψεις στο μυαλό μου, Στέφανε! διαμαρτυρήθηκε πάλι με υψωμένη φωνή εκείνος και τα μάτια του έδειξαν να θέλουν να βγουν από τις κόγχες τους.
--- Γιατί να μη σου βάλω, αφού είναι έτσι ! Εξάλλου, συνέχισε με κάποια σοβαρότητα ο Στέφανος, κι εσύ ξέρεις καλύτερα από μένα σαν άνθρωπος του βιβλίου που είσαι και κριτικός τους, πως οι καλλιτέχνες ερωτεύονται παράφορα πολλές φορές τους ήρωές τους, ταυτίζονται μ’ αυτούς, πάσχουν και υποφέρουν μαζί τους σε ολόκληρη τη διαδρομή τους. Έτσι δε θέλουν να τους αποχωριστούν και πιστεύουν πως τους ανήκουν και μετά τη δημοσιοποίηση τους στην κοινή γνώμη.
Έχασε για λίγο τον ειρμό του λόγου του, γιατί μια έντονη συζήτηση στο διπλανό τραπέζι τον έκανε να στρέψει την προσοχή του προς τα εκεί και σαν τον ξαναβρήκε, πρόσθεσε με μια χαρακτηριστική εκφραστική ευφράδεια:
--- Γι’ αυτό βλέπεις αφού ο αναγνώστης ή ο σκηνοθέτης σ’ ένα μυθιστόρημα δώσει το δικό του νόημα σε μια πράξη του ήρωα και δε συμφωνεί ο συγγραφέας, διαμαρτύρεται και τους κατηγορεί για άγνοια προσέγγισης του λογοτεχνικού έργου. Κι αυτό ίσως το κάνει γιατί δε θέλει να γελοιοποιούνται οι άνθρωποι που αγαπά και είναι ερωτευμένος μαζί τους.
Κούνησε με συγκατάβαση το κεφάλι ο Βρανάς για να πει:
--- Το ξέρω καλά αυτό, που λες, Στέφανε, το ξέρω, γιατί πώς να το κάνουμε ο δημιουργός φτιάχνει το έργο και τους ήρωές του κι αυτός είναι ο Θεός τους που τους δίνει ζωή και φυσικό είναι να ξέρει πιο πολλά γι’ αυτούς από οποιοδήποτε. Αυτός είναι θέλω να πω στο ψηλότερο σκαλί τής δημιουργίας και βλέπει καλύτερα!
Οι άλλοι, αναγνώστες, θεατές, κριτικοί, βλέπουν πολύ λιγότερα, βλέπουν δυσνόητα πράγματα ή και τρελά ακόμη. Έτσι κάποτε κι εγώ σε μια κριτική μου άλλαξα τον ήρωα και του ‘δωσα άλλη διάσταση απ’ αυτή που είχε, ψεύτικη και μυθική, πολύ διαφορετική από εκείνη του δημιουργού του. Το τι άκουσα, από το συγγραφέα δεν περιγράφεται. Ένας χείμαρρος από βρισιές που έβγαιναν από την πένα του ασταμάτητα με παρέσυρε στα νερά της λήθης που έκανα να ξαναγράψω ύστερα από ένα χρόνο! Μου στοίχισε όπως κατάλαβες πολύ αυτή η μυωπική μου προσέγγιση του έργου του!
--- Μου ‘ρχεται να τρελαθώ με την ιδέα και μόνο πως δεν θα μου παραδώσει το άγαλμα της γυναίκας μου! ξεφώνισε έξω φρενών ο Στέφανος και χτύπησε με δύναμη το χέρι του στο τραπέζι.
--- Σε καλό σου, άνθρωπέ μου! του ‘κανε γλυκαίνοντας τη φωνή του ο Βρανάς, τι πράματα είναι αυτά που σκέφτεσαι; Όλα θα ‘ρθουν όπως τα θέλεις, θα το δεις, πρόσθεσε χαιρέκακα και τον κοίταξε με οίκτο.
Και παίρνοντας μια βαθιά ανάσα, τον ρώτησε:
--- Πότε λέει θα επιστρέψει;
--- Τέλη Οκτωβρίου. Συζητάει όλο αυτό τον καιρό που λείπει τη συμφωνία και γνωρίζει τα μέρη που θα στήσει τα αριστουργήματά του.
--- Θα ‘ναι πολλά ;
--- Πολλά! Ο πόλεμος βλέπεις δεν άφησε τίποτα όρθιο. Τα γκρέμισε όλα!
--- Τι ν’ αγάπησε πιο πολύ από τα δύο ο Νικόλας και μπήκε σ’ αυτή την περιπέτεια; Το χρήμα ή τη δόξα;
--- Πού θες να ξέρω!
--- Το ξέρεις!
--- Θα το πω τότε αφού επιμένεις! Όπως είναι αχόρταγος στις ηδονές έτσι είναι αχόρταγος και στην τέχνη. Ανοίγει μέτωπα μαζί της και πολεμά να κερδίσει τα λάφυρά της. Άλλα απ’ αυτά τα χαίρεται, άλλα τα καταστρέφει κι άλλα τα ερωτεύεται. Είναι ένας άπληστος καλλιτέχνης που για να φτάσει στη δημιουργία περνά την ψυχή του και τη φαντασία του από την κρίση του διαβόλου.
--- Τέλεια! ανέκραξε ο Βρανάς και συμπλήρωσε με κακεντρέχεια. Κι εσύ που μιλάς έτσι σωστά και τον κατηγορείς, θαρρώ πως του μοιάζεις! Κι εγώ που κάθομαι και σ’ ακούω με τόσο θαυμασμό δεν αποποιούμαι το διάβολο αλλά τον συνεταιρίζομαι! Τέλος πάντων υπάρχει άνθρωπος που να μην πιστεύει και στους δυο, στο Διάβολο και στο Θεό;
Κούνησε το κεφάλι του ο Στέφανος δείχνοντάς του πως συμφωνούσε μαζί του και συμμεριζόταν τα λόγια του. Έτσι ύστερα από λίγο είπε:
--- Όλοι μας, είμαστε σιδηροδέσμιοι των παθών μας, Γρηγόρη, θες να πεις κι έχεις δίκιο! Έλα όμως που αν τα αποβάλουμε θα πάψουμε να ζούμε! Γι’ αυτό λοιπόν μην τα βλέπουμε με κακό μάτι αλλά σαν τροφοδότες της ζωής!
Και παίρνοντας μια βαθιά ανάσα του είπε, οργισμένος:
--- Ας αφήσουμε το Νικόλα, Γρηγόρη και να δούμε τι γίνεται με εμάς. Είπες θα γράψεις μια καλή κριτική για το βιβλίο μου και δεν έχω δει τίποτα ακόμη. Τι συμβαίνει; Γιατί δε γράφεις;
Ανασήκωσε εκείνος το κεφάλι του που το’ χε ρίξει σ’ ένα περιοδικό κοιτάζοντας το εξώφυλλό του και του αποκρίθηκε με βεβαιότητα και σιγουριά:
--- Θα γράψω!
--- Πότε;
--- Τούτο μήνα!
--- Από τον Αύγουστο πήρες το βιβλίο και φτάσαμε στα μέσα του Οκτώβρη κι ακόμα δεν είδα τίποτα! Γιατί άργησες τόσο;
--- Έλα στο σπίτι μου να δεις το γιατί. Σωροί είναι τα βιβλία που με περιμένουν να τα διαβάσω και να γράψω γι’ αυτά. Πότε να προλάβω;
--- Η σιωπή όμως δεν θα κάνει κακό στο βιβλίο μου; Τι λες;
--- Για ποια σιωπή μιλάς; Αφού σου είπα, τούτες τις μέρες η κριτική μου για το βιβλίο σου θα δημοσιευτεί και οι αναγνώστες μαζί με την Κριτική Επιτροπή Λογοτεχνικού Βραβείου θα διαβάσουν εκείνα που πρέπει. Έτσι και το έργο σου θα γίνει γνωστό αλλά και ο δρόμος του για μια καλή υποδοχή στο λογοτεχνικό κύκλο θ’ ανοίξει.
--- Αφού είναι έτσι όπως μου τα λες, τότε παύω να σε κατακρίνω!
--- Έτσι! Έτσι! Και μην ξεχνάς πως μέχρι το Γενάρη του νέου χρόνου που θα συνεδριάσει η επιτροπή, μπορεί και Φλεβάρη για τα βραβεία ποίησης και μυθιστορήματος, έχουμε πολύ καιρό μπροστά μας. Μη σε τρώει η βιασύνη, ξέρω εγώ τι κάνω.
<< Δεν ξέρω πότε τούτος ο άνθρωπος μιλάει σωστά>> σκέφτηκε ο Στέφανος << και πότε κοροϊδεύει. Ας περιμένω πρώτα την κριτική του και μετά εκτιμάω το σωστό άνθρωπο από τον ψεύτη >>.
Έτσι αφήνοντας κατά μέρος τις αμφιβολίες του, τον ρώτησε με αγωνία:
--- Το διάβασες το βιβλίο μου; Πώς το βρήκες; Σου άρεσε;
--- Ναι. Κατάφερες ν’ απεμπλακείς από κάποιες τρέχουσες παραστάσεις και βιώματα, δηλαδή από φορτίο που δύσκολα πετυχαίνει κανείς την υπέρβασή του. Κάτι που κατά κύριο λόγο το χρωστάς στην τόλμη σου αφού επέλεξες σωστά το χώρο και το χρόνο που έστησες το καβαλέτο σου. Δοκίμασες με επιτυχία όχι μονάχα την τεχνική σου και τα εκφραστικά σου μέσα αλλά και τη φαντασία σου, που μαζί σου αποδείχτηκε δημιουργική στο έπακρο. Πολύ περισσότερο δε αφού οι επιλογές σου κρύβανε από μόνες τους πολλές δυσκολίες και παγίδες.
Έτσι σ’ αυτό το μυθιστόρημα μπορείς σαν δημιουργός να λειτουργείς πολύ αποτελεσματικά κι ελεύθερα. Και τούτο χάρη στις αποστάσεις που κατάφερες να κρατήσεις απέναντι στην ίδια σου την προσπάθεια. Χωρίς αμφιβολία έχεις προδιαγράψει αυστηρά το περίγραμμα όπου ανελίσσεται η πλοκή με το μύθο σου με μια ευπρόσδεκτη εναρμόνιση και με τους χαρακτήρες και με τη δράση των ηρώων του. Μορφές που αναδείχνονται μέσα από τραχύτητα, αλλά συγκλονιστικές εικόνες και λανθάνουσες ισορροπίες που προκαλούν αβίαστα στον αναγνώστη μεγάλη συγκίνηση και εσωτερική ανάταση.
Έτσι σου λέω αν κατάλαβες απ’ αυτά που άκουσες, πως το βιβλίο είναι καλό αν και παίρνει τη θέση υπέρ της βίας που πρέπει να χρησιμοποιήσουν οι αδικημένοι για να πετύχουν το δίκιο τους.
Πολύ χάρηκε με τούτα τα λόγια του ο Στέφανος, ήταν ένα τραγούδι για τη δημιουργία του, ένα μεγάλο μπράβο στον τίτλο του γραφιά που του κόλλησε στο πετσί από τότε που καταπιάστηκε με το χαρτί και το μολύβι. Αν έγραφε έτσι και στην κριτική του ποιος θα μπορούσε να αντισταθεί στην παντοδυναμία του βιβλίου του;
--- Αυτά τα λόγια, Γρηγόρη, εκφράζουν την αλήθεια του βιβλίου μου! αναφώνησε χαρούμενος και τον αγκάλιασε. Η καλή σου διάθεση απέναντι στο έργο μου σ΄ έκανε να το δεις με ανοιχτό πνεύμα επιθυμίας για τη μαθητεία και την κατανόησή του, Και το πέτυχες αυτό με τη σωστή σου ερμηνευτική προσέγγιση, θαρρώ.
Γέλασε εκείνος και του αποκρίθηκε:
--- Το λογοτεχνικό κείμενο κείτεται μπροστά μας ανυπεράσπιστο και ορφανό χωρίς τον πατέρα του να το υποστηρίξει, Στέφανε. Μένει σε μας να δούμε πως θα του φερθούμε.
--- Κι εσύ του φέρθηκες, σωστά, βλέπω!
--- Ναι, αλλά θα το ξαναδιαβάσω.
--- Γιατί;
--- Γιατί μέχρι αύριο μπορεί ν’ αλλάξω διάθεση απέναντι στην ερμηνευτική του προσέγγιση και να ‘χω άλλη γνώμη για το ίδιο αυτό βιβλίο!
Φλογίστηκαν τα μάτια του Στέφανου, άλλαξε η μέχρι τώρα χαρούμενη διάθεσή του και του ‘κανε οργισμένος:
--- Θες να πεις πως μπορεί αύριο να το βρεις κακό το βιβλίο;
--- Ναι!
--- Και να γράψεις άσχημα γι’ αυτό;
--- Να γράψω άσχημα, ναι!
<< Ε. δεν είναι κριτικός αυτός ο άνθρωπος>> συλλογίστηκε έξω φρενών ο Στέφανος, << αλλά νεκροθάφτης της λογοτεχνίας, ένας κακός σταυρωτής της κι αδίσταχτος φονιάς της. Τι μια να σου λέει πως βρίσκει καλό το βιβλίο και την άλλη πως είναι για πέταμα! Θαρρώ πως μου παίζει το παιχνίδι της δίκαιης απάτης και δεν πέφτω έξω >>.
Τον είδε που κάθισε σε αναμμένα κάρβουνα ο Γρηγόρης, ύστερα απ’ αυτά που του είπε και του ψιθύρισε με σαρκασμό σκάζοντας μαζί κι ένα γελάκι:
--- Να ξέρεις πως και μια κακή κριτική, Στέφανε, πολλές φορές ωφελεί το συγγραφέα και το βιβλίο του! Δεν είναι πάντα η καταστροφή τους!
--- Κοροϊδεύεις, Γρηγόρη…
--- Αναδιπλώνει το συγγραφέα, συνέχισε εκείνος, με οίστρο για μια καλύτερη γραφή, κάνοντάς τον καλύτερο και προσεχτικότερο στο νέο του έργο. Του χτυπάει δηλαδή καμπανάκι για τα λάθη του κι εκείνος όπως είναι φυσικό πρέπει να το ακούσει και να διορθωθεί.
--- Ε, τότε να μου γράψεις μια κακή κριτική να δούμε τι θα γίνει! του αναφώνησε εκνευρισμένος κι ο Στέφανος κι έδειξε να τρέμει ολόκληρος.
Εκείνος γέλασε.
--- Δε θα το κάνω αυτό, αλλά θα προσπαθήσω να γράψω την αλήθεια.
--- Ναι, αλλά υπονοείς πως η κριτική σου μπορεί να είναι και κακή.
--- Αν το κρίνω αυτό πως θα σε ωφελήσει, γιατί να μην το κάνω;
--- Με κάνεις να τρέμω μ’ αυτά που λες, Γρηγόρη, του ψέλλισε ο αυτός με μια απέραντη ευαισθησία. Γράφεις για να βοηθάς τους συγγραφείς ή για να τους κοροϊδεύεις ; Θαρρώ κοροϊδία είναι να τους λες πως οι κακές κριτικές μπορεί και να τους ωφελούν.
Και πριν πάρει απόκριση, του ‘κανε με το μάτι ζωντανεμένο:
--- Το θέλω το βραβείο, Γρηγόρη και θέλω και την καλή κριτική σου! Μ’ αυτή θα το πάρω, αλλιώτικα θα πέσω στη λάσπη, θα ταπεινωθώ. Εξάλλου στο έχω πει αυτό προ πολλού, καθαρά και ξάστερα, πως και την ψυχή μου πουλάω ακόμη στο διάβολο αρκεί να πάρω το βραβείο.
<< Το πάθος του είναι αγιάτρευτο, σκέφτηκε ο Βρανάς και τον κοίταξε με οίκτο. Αρκεί ένα καλό χτύπημα για να δει πως η φιλοδοξία του θα γκρεμισθεί και θα τον θάψει στα ίδια της τα ερείπια. Εγώ το μόνο που έχω να κάνω είναι να βουτήξω την πένα μου στο χρυσό ή στη σκουριά και να γράψω! Μπορώ να τα κάνω και τα δυο! Θα δω τι θα προτιμήσω!>>
--- Σαν το θέλεις το βραβείο, Στέφανε, του είπε ύστερα από μια μικρή σιωπή δεν απομένει παρά να κάνουμε όσα υποσχεθήκαμε. Εγώ να φερθώ έντιμα, δίκαια και σωστά απέναντι στο έργο σου κι εσύ να διατηρήσεις την ψυχραιμία και την υπομονή σου. Δουλεύεις ύστερα έξυπνα και περιμένεις να στεφθείς νικητής.
--- Δουλεύω; Τι θες να πεις;
--- Όλους τους ανθρώπους της Επιτροπής τους βλέπεις έναν –έναν και τους μιλάς. Βάζεις ύστερα κάποιους ισχυρούς και τους πιέζουν ενώ τους τάζεις και λαγούς με πετραχήλια!
--- Είναι εύκολο αυτό;
--- Εσύ είσαι αποφασισμένος για όλα, και, θα φοβηθείς να τους πλησιάσεις;
--- Και είναι πέντε νομίζω…
--- Πέντε που αγοράζονται και πουλιούνται!
--- Θα ‘ναι και << απολωλότα πρόβατα! >>
--- Σίγουρα!
--- Ο πρόεδρος τι καπνό φουμάρει;
--- Ό,τι καπνό του δώσουν οι εκδότες και ο υπουργός πολιτισμού!
--- Τον σέρνουν θες να πεις από τη μύτη;
--- Δυστυχώς!
--- Όλοι αυτοί μπήκαν στην Κριτική Επιτροπής Λογοτεχνικών Βραβείων << έρποντας, γλείφοντας και με τα κέρατά τους; >>
--- Ακριβώς!
--- Δηλαδή ανεμομαζώματα της στιγμής και κουμπάροι περιωπής;
--- Κατάλαβα! έκανε γελώντας τρανταχτά ο Βρανάς πως θέλεις να πεις πως είναι ασήμαντοι και δεν έχεις δίκιο. Αυτό πιστεύω κι εγώ.
Κούνησε το κεφάλι του ο Στέφανος και με μια περιφρονητική διάθεση, είπε:
--- Ποιο να είναι το έργο τους;
Απόμεινε για λίγο σκεφτικός ο κριτικός και σε λίγο είπε, ξεσπώντας με μια επιθετική διάθεση εναντίον τους:
--- Θυμάμαι όταν διορίστηκαν στην Επιτροπή κανένας δεν τους ήθελε. Πολλοί τα έβαζαν με το φτωχό τους έργο και με την ελάσσονα πνευματική τους δραστηριότητα. Γι’ αυτό κι εγώ δε νοιάστηκα να τους γνωρίσω και να μάθω περισσότερα γι’ αυτούς. Να σκεφτείς πως και τώρα που μιλάμε δεν θυμάμαι κανενός το όνομα. Όμως έχουν τη δύναμη να σε κάνουν αθάνατο!
--- Αθάνατο! αναφώνησε εκστασιασμένος κι ο Στέφανος ενώ τα μάτια του έλαμψαν.
--- Αθάνατο, ναι! επανέλαβε εκείνος και φάνηκε να του άρεσε αυτή η φωνητική στιχομυθία μεταξύ τους.
Ο Στέφανος δεν του έδωσε και πολύ σημασία στην αναφώνησή του αυτή, γιατί ζούσε στο δικό του κόσμο της αναπόλησης. Φανταζόταν τον εαυτό του ανεβασμένο στο πιο ψηλό θρόνο της λογοτεχνίας και κάτω του το πλήθος να τον επευφημεί και να του ζητά απεγνωσμένα μέσα σ΄ ένα παραλήρημα ενθουσιασμού, το βραβευμένο βιβλίο του για να το διαβάσει και να ταξιδέψει με τις ιδέες του. Κι ως τον θαύμαζαν και τον χειροκροτούσαν ένα ολόλευκο σύννεφο που ήρθε ξαφνικά τον πήρε και τον ανέβασε στον ουρανό μέσα σε μια δυνατή λάμψη φωτός και γλυκές μουσικές μελωδίες.
--- Τώρα μου ανάβεις μεγαλύτερες φωτιές, Γρηγόρη, του είπε σαν ξέφυγε από το παραλήρημά του για να συνεχίσει με ιδιαίτερη συγκίνηση. Κι εγώ έχω μια αμυδρή ελπίδα πως μπορεί να γίνω αθάνατος, αλλά σαν το λες κι εσύ η ελπίδα μου γίνεται βεβαιότητα! Άφησε που μου δίνει χαρά, δύναμη και υπεροχή!
--- Γι’ αυτό σου λέω, γνώρισε τους ανθρώπους της Επιτροπής, δώσε και τ’ άλλα βιβλία σου να τα διαβάσουν για να μάθουν περισσότερα τόσο για σένα όσο και για τη συνολική αξία του έργο σου. Θα μου πεις πως θα το εκτιμήσουν σωστά; Που ξέρεις καμιά φορά γίνονται και θαύματα!
--- Θα το κάνω αυτό που μου λες, θα το κάνω! Έχω καιρό μπροστά μου να οργανωθώ όπως πρέπει, έχω!
--- Καλά που το κατάλαβες, Στέφανε! Τι νομίζεις πως θα μείνεις με σταυρωμένα χέρια σαν θέλεις να πάρεις το πρώτο βραβείο; Αυτό βγάλ’ το από το μυαλό σου!
Κούνησε το κεφάλι του ο Στέφανος, << ναι, έτσι έπρεπε να κάνει>> συλλογίστηκε << και να μη μείνει με σταυρωμένα τα χέρια >>. Τούτα τα τελευταία λόγια του Βρανά, τα ‘βαλε καλά στο μυαλό του κι αποφάσισε να τα εφαρμόσει. Ικανοποιημένος θα έλεγε κανείς από την κουβέντα μαζί του αν και με κάποιες αμφιβολίες για τη βοήθειά του, σηκώθηκε να φύγει, κι αφού κοίταξε μ’ έκπληξη το μεγάλο ρολόι του τοίχου, βλέποντας τους δείκτες του να έχουν μετακινηθεί πολύ μπροστά, του είπε με μια ψεύτικη ειλικρίνεια στα λόγια του:
--- Δε με παίρνει άλλο, Γρηγόρη, πρέπει να φύγω. Περιμένω την κριτική σου, δυνατή σαν βροντή κι όχι χλιαρή σαν αγεράκι!
Τον χαιρέτησε και περνώντας μέσα από τα γεμάτα τραπέζια, κίνησε για την πόρτα.
Ε
Είχε ανέβει ο ήλιος δυο μέτρα πάνω από τα βουνά και ζέσταινε για άλλη μια μέρα την πρωτεύουσα που πάλευε να βρει το ρυθμό της, αφού τα πολλά προβλήματά της την αποδιοργάνωναν κι έκαναν τη ζωή των ανθρώπων που ζούσαν σ’ αυτή άνω κάτω και το μέλλον τους αβέβαιο και σκοτεινό. Εδώ ταίριαζαν απόλυτα τα λόγια του μεγάλου ποιητή Μπρεχτ που’ χε γράψει στα ποιήματά του για τις πόλεις, λέγοντας μέσες άκρες τούτα: <<Οι πόλεις έχουνε από κάτω τους οχετούς, μέσα τους τίποτα κι από πάνω τους καπνούς. Ζήσαμε σ’ αυτές, δε χαρήκαμε τίποτα και φύγαμε μακριά, πολύ μακρά τους, γρήγορα και σιγά –σιγά φεύγουνε κι αυτές >>. Έτσι λοιπόν και τούτη η πολιτεία που άκουγε στο όνομα Αθήνα, σαν όλες τις άλλες του Μπρεχτ, βούιζε ολόκληρη μέσα στους καπνούς που έβγαζαν οι μηχανές της και στις φωνές που άφηναν οι άνθρωποι του μόχθου που σκορπισμένοι εδώ κι εκεί στα εργοστάσια, στα γιαπιά και στα ανήλιαγα σοκάκια με αναμμένες τις λαμπάδες της ελπίδας, πάσχιζαν να αποδιώξουν την κούραση και να κερδίσουν το ψωμί για τους ίδιους και για τις φαμίλιες τους.
Ο Βρανάς προχωρούσε στο πεζοδρόμιο τούτο το πρωινό, τραβώντας για το σπίτι της Λίζας, όπου, βλέποντας το ανθρώπινο κοπάδι να τραβάει ξέφρενο στις δουλειές του, θυμήθηκε και τον εαυτό του, που πριν φτάσει ως εδώ που έφτασε, κινούσε και ο ίδιος από τα χαράματα και με το λεωφορείο της γραμμής έφτανε στο Βοτανικό σε μια φαρμακαποθήκη κι άρχιζε με τις ώρες να ξεφορτώνει κουτιά με φάρμακα και να τα στοιβάζει στα ράφια, σημειώνοντας ύστερα τους περίεργους κωδικούς τους σε μεγάλα κι ασήκωτα βιβλία. Τώρα δόξα τω Θεώ, είχε αποφύγει τούτο το άχαρο κυνηγητό της δουλειάς που όπως γινόταν ντρόπιαζε τον άνθρωπο και δούλευε ήσυχα- ήσυχα στην εφημερίδα και στο σπίτι του, χωρίς να τρώει το χρόνο του στο πηγαινέλα των δρόμων.
Στον Πειραιά ήταν που για πρώτη φορά στη ζωή του πόνεσε τόσο πολύ που σαν το θυμόταν αργότερα δεν μπορούσε να ηρεμήσει και να διώξει εκείνον το σφιχτό πόνο που του έσφιγγε την καρδιά. Είχε βγάλει το γυμνάσιο και ήθελε πολύ να δουλέψει και να φύγει από την εξουσία και τον έλεγχο του πατέρα του για να ‘χει δικό του ταμείο και να ζει τη δική του ζωή, ελεύθερος κι ανεξάρτητος.
Έτσι βρέθηκε στο λιμάνι του κι ώρα την ώρα πάνω στη γέφυρα κάποιου σαπιοκάραβου που ‘κανε ταξίδια στο Αιγαίο, περίμενε να τον φωνάξει ο καπετάνιος, να τον καλωσορίσει και να του αναθέσει το πόστο του μέσα στο καράβι Του κάκου όμως κανείς δεν τον πλησίασε, κανείς δεν ήρθε να του μιλήσει και να του πει μια κουβέντα παρηγοριάς κι εγκαρδιότητας. Κι αφού απόμεινε εκεί για πολλή ώρα ακόμη να ατενίζει το πέλαγος, δεν άντεξε τούτη τη μοναξιά και φώναξε δυνατά σε έξαλλη κατάσταση: <<Ε! Δεν υπάρχει κάποιος εδώ μέσα που να κάνει κουμάντο; Ας έρθει να του μιλήσω! >>
Τον άκουσαν δυο εργάτες κάτω στο αμπάρι κι αφήνοντας το φόρτωμα και το βίντζι, ανέβηκαν στο κατάστρωμα και τον πλησίασαν. Εκεί αφού τον ρώτησαν τι ήθελε, τους αποκρίθηκε πάλι με στεντόρεια φωνή:
<< Θέλω να μπαρκάρω, να βρω την τύχη μου στη θάλασσα, να γνωρίσω ξένες πολιτείες και να γνωρίζω άλλους ανθρώπους. Πείτε μου αν κάνω καλά ή όχι! >>
<< Κατέβα κάτω να γυρίσεις το βίντζι και θα δεις αν είναι καλά!>> του είπε γελώντας ο ένας και τον χτύπησε φιλικά στον ώμο.
Ανεμοκύλησε το αίμα στις φλέβες τότε του Βρανά και με βουρκωμένη ψυχή, στράφηκε και τους είπε: << Δε θέλω να μπαρκάρω, δεν μου αρέσει η θάλασσα! Το βλέπω στα μάτια σας πόσο τη μισείτε! Έτσι θα τη μισήσω κι εγώ! >>
Στην ξηρά τον περίμενε ο πατέρας του. Γέλασε όταν τον είδε να γυρίζει πίσω κι αφού τον αγκάλιασε του είπε, χαρούμενος! << Ούτε μένα γιόκα μου αρέσει η θάλασσα! Καλά έκανες και την άφησες! Έλα πάμε σπίτι μας να βρεις πάλι τη ζωή! Η θάλασσα είναι σκυλοπνίχτρα! Κανείς δεν πρέπει να την ερωτεύεται! >>
Μ’ αυτές τώρα τις αναμνήσεις άφησε το πεζοδρόμιο και πέρασε την καγκελόπορτα, μπαίνοντας στον κήπο του Νικόλα. Πριν πάρει την εξωτερική σκάλα για να ανεβεί στο σπίτι όπου τον περίμενε η Λίζα για να συζητήσουνε ένα πολύ σοβαρό θέμα, η θέα των αγαλμάτων τον εντυπωσίασε τόσο που αποφάσισε να καθυστερήσει προς χάρη τους και να τα χαρεί κοιτάζοντας τα. Έτσι άρχισε να τα παρατηρεί όπως έκανε πάντα σαν έμπαινε στην αυλή αλλά και ο καθένας που βρισκόταν στο μουσειακό αυτό χώρο και να τα θαυμάζει ένα προς ένα χωρίς να νοιάζεται και πολύ για το χρόνο που υποτίθεται πως έχανε.
Κι αμέσως τότε θυμήθηκε το Νικόλα. Πού να βρισκόταν εκείνη τη στιγμή, με ποιον να μιλούσε και τι δουλειές να έκλεινε εκεί στην ξένη χώρα που γυρνούσε εδώ και τρεις μήνες; Νέα του, δεν είχε τόσο καιρό παρά εκείνα που έμαθε από το Στέφανο τη μέρα που συναντήθηκαν στο << καφέ τέχνη >> κι από τότε σιωπή.
Τώρα όμως που θα ‘βλεπε τη Λίζα, θα μάθαινε πολλά και θα έπαυε ν’ ανησυχεί και να βασανίζεται για την απουσία του γλύπτη. Έτσι σκεφτόταν και προχωρούσε. Και χωρίς πια να το καταλάβει απορροφημένος από τα σκορπισμένα αγάλματα, έφτασε στη σκάλα της πόρτας έτοιμος να την ανεβεί. Αλλά πριν ανέβει το πρώτο σκαλί είδε δίπλα στην άλλη πόρτα που οδηγούσε στο εργαστήριο του Νικόλα, τη Λίζα να του λέει με ένα ζεστό χαμόγελο στα σαρκώδη της χείλη:
--- Έλα Γρηγόρη, πάμε πάνω! και πατώντας με χάρη ύστερα το πρώτο σκαλί της σκάλας, τον τράβηξε απαλά από το χέρι και τον έσυρε σχεδόν πίσω της.
Σε λίγο μπήκαν στο σαλόνι κι εκεί αφού τον έβαλε να καθίσει, του είπε με μια ανάλαφρη ζεστασιά στην προφορά της:
--- Έρχομαι να! Δε θ’ αργήσω! Να διώξω τη μαθήτριά μου που της έκανα μάθημα σολφέζ στο πιάνο και επιστρέφω!
Άφησε πίσω τον αρωματισμένο αέρα που αναδύθηκε από το λαχταριστό κορμί της και κρύφτηκε στο βάθος του σπιτιού με μια άνεση στο όμορφο βάδισμά της.
Η Λίζα πράγματι δεν άργησε να έρθει βαστώντας από το χέρι τη μαθήτριά της που την οδήγησε ως την πόρτα και την ξέβγαλε μ’ ένα τρυφερό φιλί στο μάγουλο. Ύστερα κάθισε για να πει χαμογελαστή στο Βρανά που την κοίταζε, θαυμάζοντάς την:
--- Ήρθες Βρανά! Μπράβο σου! Έτσι που με είχες τόσο καιρό αποξεχάσει δεν περίμενα να σε δω μπροστά μου!
--- Ποιος μπορεί ν’ αντισταθεί σε μια όμορφη, γυναίκα; της έκανε με ελαφρό τρακ εκείνος και κόλλησε τα ορθάνοιχτα μάτια του πάνω της.
Γέλασε εκείνη για τη φιλοφρόνηση και τον ρώτησε με μάτια που έλαμπαν σαν σμαράγδια:
--- Όλο τούτον τον καιρό που σε είχα χάσει, Γρηγόρη, που ήσουνα; Δεν σκέφτηκες μια φορά να περάσεις, να δεις τι κάνω, να ρωτήσεις και για το Νικόλα, να μάθεις νέα του, αφού ο ίδιος δεν λέει προς το παρόν να αφήσει την ξενιτιά και να γυρίσει κοντά μας!
--- Πού καιρός για επισκέψεις και βόλτες! διαμαρτυρήθηκε εκείνος υψώνοντας τη φωνή του. Εφημερίδα, μεταφράσεις, κριτικές, μ’ έχουν συνέχεια επί ποδός και δε με αφήνουν ούτε στιγμή να πάρω ανάσα. Να σκεφτείς πως μόνο για τις κριτικές μου θέλω πέντε κι έξι ώρες τη μέρα.
--- Το ξέρω! Το ξέρω! του ‘κανε με συγκατάβαση αυτή και συμπλήρωσε: Μερικές δουλειές σε θέλουν αιχμάλωτο, είναι κακοί σύντροφοι και σε τυραννούν! Το γνωρίζω αυτό πολύ καλά από τη δική μου δουλειά, που με θέλει συνεχώς από πάνω της, χωρίς ούτε ένα λεπτό ξεκούρασης και ξεγνοιασιάς.
Και πριν πει οτιδήποτε εκείνος, συνέχισε:
--- Έχω και το Ωδείο βλέπεις τα απογεύματα που δεν με αφήνει να ησυχάσω. Πολλά παιδιά εκεί, πολλές οι ώρες, μεγάλες οι σκοτούρες. Και να συνεχίζω τα πρωινά εδώ στο σπίτι ως το μεσημέρι μ’ άλλα παιδιά ώσπου να παίρνει φωτιά το πιάνο και να χοροπηδάνε σαν τρελές οι νότες στα κεφάλια δασκάλας και μαθητών! Πού θα πάει αυτό δε μου λες; Πού θα πάει; Άνθρωπος είμαι κι εγώ και κουράζομαι δεν είμαι σίδερο!
--- Σου αρέσει όμως αυτό που κάνεις!
--- Μου αρέσει δε λέω, αλλά και με κουράζει.
Άφησε ύστερα ένα αδρό χαμόγελο στα ροδαλά χείλη της και τον ρώτησε:
--- Εσύ πώς πας με τη δουλειά σου, Βρανά, την αγαπάς;
Την κοίταξε με το αχόρταγο μάτι του εκείνος και της αποκρίθηκε:
--- Την αγαπώ και μου αρέσει. Αλλά όπως είπες κι εσύ, με κουράζει και μένα. Άφησε τις γκρίνιες και τις φωνές που κάθε τόσο και λιγάκι ακούω σαν μια κριτική μου δεν αρέσει στον ενδιαφερόμενο ή στον κύκλο του. Είναι δε τόσο σκληρές και άτιμες οι επιθέσεις που μου κάνουν που δεν το κρύβω, με τσακίζουν και με κάνουν να χάνω και τον ύπνο μου ακόμη.
--- Κι απ’ ότι ξέρω, είσαι καλός αλλά σκληρός κριτικός, δεν συγχωράς λάθη, γράφεις ωμά, φέρνεις το συγγραφέα σε δύσκολη θέση, έτσι που το σκέφτεται πολύ να ξαναγράψει!
--- Λόγια των εχθρών μου! ψιθύρισε εκείνος και συνέχισε: Η αλήθεια βλέπεις πονάει και περισσότερο αυτούς στους οποίους απευθύνεται. Έτσι την αποκρούουν και ζητούν το ψέμα! Το ψέμα που ίσως τους αναδείξει!
Κούνησε ελαφρά το κεφάλι του και πρόσθεσε:
--- Όσοι θέλουν διθυράμβους να γράψω για τα βιβλία τους που δεν αξίζουν ας το ξεχάσουν! Ας πάνε σε άλλους κριτικούς, εγώ σε παιχνίδι βρώμικης συνδιαλλαγής δεν μπαίνω!
--- Θέλεις να πεις πως γράφεις την αλήθεια, αποφεύγεις τα ψέματα και δίνεις στο έργο εκείνο που αξίζει;
--- Αυτό κάνω, ναι! Γράφω όσο μπορώ αντικειμενικά, κρίνω με το νου μου απαλλαγμένος από συναισθηματισμούς και προσπαθώ να υπηρετήσω την τέχνη.
--- Ναι, αλλά ο λόγος έχει δύναμη, μπορεί να κάνει το μαύρο άσπρο και το άσπρο μαύρο! Δε σου έχει περάσει από το μυαλό πως αν έχεις την πρόθεση μπορείς να αδικήσεις κάποιον δημιουργό;
Γέλασε και της έκανε πέφτοντας για λίγα δευτερόλεπτα σε διαλογισμό:
--- Ξέρω που το πας, Λίζα, δεν είμαι κουτός! Πες μου όμως πρώτα τι κάνει ο Νικόλας και μετά συζητάμε κι αυτό που έμμεσα έθιξες και θαρρώ πως γι’ αυτό με κάλεσες!
Απόμενε εκείνη για λίγο ασάλευτη για να του πει με κάποιο στοχασμό στα λόγια της:
--- Ο Νικόλας τέλος Δεκεμβρίου έρχεται, Γρηγόρη. Χθες είχα γράμμα και μου το λέει. Όσο για τα έργα που του λένε να αναλάβει για να φιλοτεχνήσουν το Κόσοβο, θα το ξανασκεφτεί και θα αποφασίσει. Είναι βλέπεις και τούτες οι δουλειές που αφήνει πίσω του και τον τρομάζουν σαν σκέφτεται πως θα τις εγκαταλείψει στο έλεος του Θεού για να αρχίσει άλλες. Στο κάτω - κάτω της γραφής όμως πρέπει να τις τελειώσει κάποτε και να τις παραδώσει αν θέλει να είναι εντάξει στις υποχρεώσεις του. Τώρα όσο για την υγεία του, τον αλκοολισμό και τις έμμονες και παράλογες ιδέες του, άστα, πάνε από το κακό στο χειρότερο.
Ξαφνιάστηκε αυτός σαν άκουσε για την επιστροφή του αλλά και χάρηκε. Κι αμέσως της έκανε χαμογελώντας:
--- Να τελειώσει και καμιά φορά κι εκείνο το άγαλμα της γυναίκας του Στέφανου! Όλο γκρίνια είναι τελευταία ο συγγραφέας κι όλα του φταίνε!
Μούδιασε η Λίζα σαν άκουσε τ’ όνομα του Στέφανου και κάτι μέσα της φάνηκε πως έσπασε. Ωστόσο δεν το ‘δειξε, παρά του είπε:
--- Κι αυτό και τόσα άλλα που έχει παρατήσει στη μέση.
--- Παρατημένα; Γιατί;
--- Τι γιατί; Ο άνθρωπος έχει ξεφύγει…
--- Θέλεις να πεις εξαιτίας των παθών του;
--- Ναι.
--- Και τον φέρνουν, πίσω;
--- Τι πίσω! Έχει εγκαταλείψει τη δουλειά του, πως το λένε! Υπάρχουν εικοσιτετράωρα που δε δουλεύει καθόλου. Αλλά και σαν αποφασίσει να δουλέψει, δουλεύει λίγο και τα παρατάει. Η νύστα και το ποτό τον έχουν φάει, ψυχή τε και σώματι.
Μιλούσε κι έδειχνε να πονά. Έτσι με δυσκολία μπόρεσε να πει και τούτα:
--- Τον τελευταίο καιρό το παράκανε. Σηκωνόταν μες στα άγρια μεσάνυχτα και τύφλα στο μεθύσι, προσπαθούσε να δουλέψει! Που να δουλέψει όμως; Το μόνο που έκανε ήταν να στήνεται μπροστά στο άγαλμα της γυναίκας του Στέφανου και να το κοιτά σαν ξεμωραμένος. Τι να πω! Ντρέπομαι γι’ αυτά που βλέπω και κάνει, ντρέπομαι!
Τα λόγια αυτά, άναψαν φωτιές στη σκέψη του Βρανά, και συλλογίστηκε: <<να που εξηγούνται τώρα όλα αυτά που του ‘λεγε ο Στέφανος πως έχει ερωτευθεί το άγαλμα της γυναίκας του και δε θέλει να το τελειώσει για να το κρατά φυλακισμένο κοντά του και να ικανοποιεί τις παράτολμες διαστροφές του. Κι έρχεται τώρα και η Λίζα, η αδερφή του να το επιβεβαιώσει, αφού με τόση παρρησία είπε πως το μόνο που έκανε ο αδερφός της σαν ήταν εδώ ήταν να το θαυμάζει, μεθυσμένος τόσο από το ποτό αλλά και από τη θέα του αγάλματος. Κι αυτός; Τι έκανε σαν άκουσε να του το λέει ο Στέφανος; Απλούστατα το θεώρησε ψέματα, συκοφαντία και δημιουργήματα της φαντασίας του. Να όμως που δεν ήταν έτσι >>.
--- Τότε έχει δίκιο ο Στέφανος! ξεφώνισε και κάγχασε σαρκαστικά.
--- Δίκιο ο Στέφανος; Δε σε καταλαβαίνω, Γρηγόρη, ψέλλισε η Λίζα και τον κοίταξε με αγωνία.
--- Μου είχε πει πριν καιρό που συναντηθήκαμε, πως ο Νικόλας κάνει άλλα αντ’ άλλων στο άγαλμα της γυναίκας του. Και τούτο γιατί θέλει να το ιδιοποιηθεί, να μείνει σ’ αυτόν και να μην το παραδώσει ποτέ στο Στέφανο.
--- Τι ακούνε τ’ αφτιά μου, Γρηγόρη! ξεφώνισε αυτή κι έκανε σαν τρελή πηγαίνοντας πέρα δώθε στη θέση της. Τι μου λες, ξέρεις;
--- Σου λέω, αυτό που μου είπε ο Στέφανος. Λίζα! Δεν το ‘βγαλα από το μυαλό μου ή την αρρωστημένη φαντασία μου. Είναι λόγια δικά του.
--- Σου είπε αυτά τα λόγια ο Στέφανος;
--- Θέλεις να ορκιστώ; Μου τα είπε!
--- Γίνονται όμως αυτά τα πράγματα; Πες μου, γίνονται;
--- Σαν η παράνοια σβήσει το λογικό, όλα γίνονται.
--- Θες να πεις πως είναι τρελός ο αδερφός μου;
--- Όχι τρελός, αλλά ερωτευμένος!
--- Ερωτευμένος; Με ποια;
--- Με τη γυναίκα του αγάλματος! Τη γυναίκα του Στέφανου που φιλοτεχνεί!
--- Ερωτεύθηκε την ίδια του τη δημιουργία;
--- Έτσι, δείχνει. Εσύ πως το κρίνεις να καθυστερεί το άγαλμα και να ξενυχτάει μαζί του, θαυμάζοντάς το;
--- Μπορεί να είναι και καμιά υπερβολική ευαισθησία, που νιώθει γι’ αυτό. Το αποκλείεις;
--- Όχι. Αλλά δεν σου κάνει εντύπωση πως πάει προς το χειρότερο από τότε που άρχισε τα πάρε δώσε με το άγαλμα της γυναίκας αυτής;
Έκλεισε τα μάτια η Λίζα και άρχισε να σκέφτεται. Ναι, σαν να είχε δίκιο ο Βρανάς. Από τότε που η δουλειά έκλεισε η αλήθεια είναι πως έχασε την ψυχή του λες και την πούλησε στο διάβολο. Δεν ήταν όμως σίγουρη πως έφταιγε αυτό. Ο αδερφός της κι άλλες φορές πάθαινε μεταμορφώσεις και χάνοντας σχεδόν τα λογικά του γινόταν κακός, ιδιόρρυθμος κι επιθετικός. Γινόταν, αλλά τώρα όμως κάτι της έλεγε πως είχε φτάσει στην παράνοια. Τι να συνέβαινε άραγε; Ποιος μπορούσε να της πει την αλήθεια για την επικίνδυνη αυτή συμπεριφορά του; Κανείς! Γι’ αυτό άφησε τις αμφιβολίες να γυρίζουν στο κεφάλι της και είπε στο Βρανά:
--- Δεν τα πιστεύω αυτά που λες, Γρηγόρη, είναι όλα ψέματα και κακόβουλα. Σου έβαλε λόγια ο Στέφανος και τίποτα δεν είναι σωστό. Ο Στέφανος, ναι, αυτός τα σκέφτηκε όλα, θέλει να του κάνει κακό, να τον ταπεινώσει και να τον κάνει να χάσει το κύρος και την αξιοπρέπειά του. Τον έμπλεξε, ναι, με το άγαλμα της γυναίκας του και τον έκανε να το φυσάει και να μην κρυώνει.
Κι ενώ του έλεγε αυτά το μυαλό της σκοτίστηκε και η εκδίκηση για το Στέφανο, αυτόν το θεομπαίχτη, που τόσο την κορόιδευε και την υποτιμούσε, θέριεψε μονομιάς που δεν κρατήθηκε και γεμάτη οργή του φώναξε έξαλλη:
--- Ανάθεμά τον, Γρηγόρη, αυτόν το Στέφανο! Εδώ μου ‘χει καθίσει κι έδειξε με το χέρι της το μέρος του στέρνου της. Αχ! και να μπορούσα να του ‘κανα κακό, θα το ‘κανα με όλη μου την καρδιά!
Και με χείλη που έτρεμαν του ‘πιασε το χέρι, λέγοντάς του παρακαλεστά:
---Κι εσύ είσαι ο μόνος που μπορείς να με βοηθήσεις στην πράξη εκδίκησης που έχουμε συζητήσει πως θέλω να του κάνω! τι λες;
Ο Βρανάς έδειξε να μην ξαφνιάστηκε από την αμαρτωλή επιθυμία της γιατί την περίμενε. Εξάλλου τον είχε προϊδεάσει από καιρό. Έτσι πράος και κυνικός της είπε:
--- Το κακό που κάνεις σε κάποιον δε χάνεται, Λίζα. αλλά επιστρέφει κάποτε σε σένα και σε καταστρέφει! Γι’ αυτό ας το δεις πιο ψύχραιμα και μην παρασύρεσαι από το πάθος της εκδίκησης.
--- Αυτό ούτε που με νοιάζει, Γρηγόρη! Ας γυρίσει και ας με καταστρέψει αρκεί να τον εκδικηθώ! Στην επιθυμία μου αυτή μπορείς να μου γίνεις αρωγός;
--- Αρωγός να κάνεις κακό σε άνθρωπο;
--- Δεν του κάνω κανένα κακό! Πώς σου πέρασε αυτό απ’ το μυαλό; Να τον πληρώσω θέλω με το ίδιο νόμισμα που με πληρώνει κι αυτός.
--- Με το ίδιο νόμισμα; Τι θες να πεις;
--- Να, όπως σου έχω πει με περιφρονεί και δεν ανταποκρίνεται στα αισθήματά μου! Άφησε που συκοφαντεί και τον αδερφό μου και τον βγάζει τρελό!
--- Και πώς θα σε βοηθήσω στη ζωώδη σου αυτή πράξη;
---Δεν το είπαμε; Θα γράψεις πως το βιβλίο του είναι άχρηστο!
--- Μα, αυτό θα καταλογιστεί σε μένα! Εγώ θα υπογράψω κάτω από το κείμενο!
--- Σαν θέλεις να βλάψεις κάποιον, Γρηγόρη, δε σ’ ενδιαφέρει ποιος θα είναι ο εκτελεστής αλλά το μέσο που θα χρησιμοποιήσεις για να’ χεις το αποτέλεσμα που θες.
<< Το μέσο, το μέσο>> , σκέφτηκε ο Γρηγόρης, << εγώ το ‘χω και μπορώ να το χρησιμοποιήσω. Θαρρώ πως έχει δίκιο η Λίζα >>.
--- Τι λες, τότε; Δε βλέπω να μιλάς. Συμφωνείς ή διαφωνείς; του διαμαρτυρήθηκε έντονα και τον κοίταξε με οξύ βλέμμα.
Ο κακός άνθρωπος κι ο κακός κριτικός εκείνη τη στιγμή ξεπήδησαν από το υποσυνείδητο του Βρανά κι αφού έδωσαν τα χέρια και συμμάχησαν, οπλίστηκαν με τον όρκο της εκδούλευσης και της υποταγής άνευ όρων στο κάλεσμα του κακού.
--- Ναι, Λίζα, συμφωνώ! ακούστηκε ξαφνικά η φωνή του και ένα αδρό γελάκι ικανοποίησης φύτρωσε στα στεγνά χείλη του.
Από εκείνη τη στιγμή ο Στέφανος έγινε ο ματαιόδοξος γραφιάς που έπρεπε να εξοντωθεί. << Η φιλοδοξία έχει και τα όριά της>> σκέφτηκε ο Βρανάς, <<που σαν τα περάσει γίνεται επικίνδυνη και μπορεί να βλάψει ανθρώπους, δημιουργούς, ομάδες, οργανώσεις κι εξουσίες. Όλες τις φορές κρύβει μέσα της άτομα ασήμαντα και διεφθαρμένα που η ροπή της είναι η αρχέγονη επιβολή των άγριων ενστίχτων >>.
Φάνηκε να ετοιμαζόταν να πει κάτι ακόμη, αλλά η συνέχεια του συλλογισμού του τον έκαναν να σιωπήσει. Αυτό όμως του έφερε άλλη μια σκέψη πιο δυναμική.
<< Πρέπει να χρησιμοποιήσω όλα τα μέσα μου και να τα διαθέσω όπως εγώ θέλω για να γκρεμίσω αυτόν τον άνθρωπο πριν να φτάσει στην επιτυχία και στη χαρά της δόξας >> πρόσθεσε ελαφρώς στον εαυτό του και κοίταξε μ’ ένα χαμόγελο ικανοποίησης τη Λίζα.
--- Θέλεις να πεις, Γρηγόρη, του ‘κανε βιαστικά αυτή σαν διάβασε στα μάτια του τη σκέψη του, πως θα κάνεις ότι περνάει από το χέρι σου για να του στερήσει το βραβείο;
--- Ακριβώς Λίζα!
Η σοβαρή και βαριά φωνή του, που ακούστηκε έδειξε να δείχνει ανυποχώρητος.
--- Και με ποια όπλα θα τον πολεμήσεις;
--- Με τη λάσπη και το ψέμα!
Μια απροσδόκητη κρίση ενθουσιασμού κυρίεψε τη Λίζα που ικανοποιημένη από την τροπή που έπαιρναν τα πράγματα την έκανε να φωνάξει:
--- Μπράβο, Γρηγόρη! Ως εδώ και μη παρέκει για τον άνθρωπο και συγγραφέα, Στέφανο!
Και φέρνοντας γύρω τα πονηρά της μάτια λες κι έψαχνε να διαβάσει κάτι που πιθανόν της είχε ξεφύγει, του είπε σιγανά σαν η ματιά της έπεσε πάνω του, προκλητική και βίαιη:
--- Έλα τώρα να πούμε και τα υπόλοιπα.
--- Σαν τι;
--- Να, σχετικά με το βιβλίο του. Είναι καλό δεν είναι; Εσύ ξέρεις καλύτερα από μένα.
--- Είναι ένα καλό μυθιστόρημα. Επικό με δραματικό κρεσέντο.
--- Δεν το διάβασα ακόμη αλλά έχω ρίξει μια ματιά στο χειρόγραφο. Ακούγεται πως έχει μέσα του πολλά στοιχεία αγωνίας και προβληματισμού. Είναι αλήθεια;
--- Αλήθεια είναι. Κι όλα τούτα τα υπαρξιακά ακούσματα τα συνταίριασε μεθοδικά και περίτεχνα σαν τον παλιό ευλαβικό ψηφιδογράφο, φτιάχνοντας μια πρωτότυπη και αυθεντική τοιχογραφία ζωής, ιστορημένη με μεγάλο εκφραστικό και γλωσσικό πλούτο.
--- Τι άλλο σου άρεσε στο βιβλίο αυτό;
--- Η γραφή του. Είναι γραμμένο με δυνατή πνοή υψηλού λογοτεχνικού ύφους και ήθους, μέσα από μια κατασταλαγμένη και ξεκάθαρη ανθρωποκεντρική θεώρηση των αξιών και των καταστάσεων.
--- Δηλαδή είναι ένα πολυσήμαντο έργο;
--- Ναι, είναι ένα πολυσήμαντο έργο που δίνει μια νέα διάσταση στο χώρο της σύγχρονης λογοτεχνικής δημιουργίας, που δύσκολα θα ξεπεραστεί από άλλο νέο έργο για πολύ καιρό ή θα ξεχαστεί στο χρόνο.
--- Με λίγα λόγια σου άρεσε;
--- Όχι μόνο μου άρεσε αλλά με κατέπληξε. Ωστόσο όμως πρέπει να…
---- Ωστόσο όμως πρέπει… τι…
--- Να αποσιωπηθεί! Να μείνει μακριά από τα ράφια και να μην διαβαστεί!
--- Να μη διαβαστεί;
--- Ναι, αυτό που άκουσες!
--- Γιατί;
--- Γιατί φέρνει μέσα του την ανατροπή!
--- Θα ‘ναι επηρεασμένο από το Νίτσε, ποιος ξέρει.
--- Όχι μόνο, απ’ αυτόν αλλά κι από άλλους. Βούδας, Χριστός, Φρόιντ, Μαρξ, Χέγκελ, Σοπενχάουερ, πάνε κι έρχονται στις ιδεολογικές του αναφορές.
Έβαλε μια μελαγχολική γλύκα στη φωνή της η Λίζα και τον ρώτησε:
--- Του ‘γραψες την κριτική σου ή τη φυλάς στο συρτάρι σου;
Ένα χαμόγελο ειρωνείας φύτρωσε στο στόμα του Βρανά για να της πει:
--- Την έχω φτιάσει στο μυαλό μου αλλά δεν βρήκα ακόμη το κουράγιο και το χρόνο να τη γράψω στο χαρτί. Σύντομα όμως θα γίνει κι αυτό.
<< Τώρα θα τον πιάσω τι έχει στο μυαλό του >> ψιθύρισε εκείνη και τον ρώτησε με μάτι ζωηρό για να τον αιφνιδιάσει:
--- Για πες μου, τι έχεις στο μυαλό σου, κανέναν διθύραμβο;
Κούνησε το κεφάλι του διστακτικά εκείνος και της αποκρίθηκε άτονα:
--- Όχι! Ποτέ!
Άστραψε το πρόσωπο της κι έγινε κατακόκκινο από έξαψη και χαρά. Και με φωνή απαλή σαν μετάξι, τον ρώτησε:
--- Αφού είπες πως τον αξίζει το διθύραμβο!
--- Τον αξίζει ναι, αλλά το βιβλίο πυρπολεί, καίει, η ανατροπή που έχει μέσα του είναι φανερή, το υψηλό λογοτεχνικό του ύφος, υπερτερεί. Δεν πρέπει κάποιος να τον σταματήσει; Ε, αυτό θα γίνει από μένα!
<< Αρχίζει η εκστρατεία του εναντίον της ηθικής εκείνης που νομίζει πως βλάπτει την κοινωνία ή σαν χαμαιλέοντας που είναι ζηλεύει το συγγραφέα και το βιβλίο του, το θετικό και καλό του βιβλίο, που όπως λέει δεν έχει μέσα του καμιά αρνητική λέξη, καμιά επίθεση στις αξίες και κανένα μίσος δεν κρύβει σε καμιά του σελίδα, αλλά ότι γράφει απλώνεται σαν τον ήλιο και φωτίζει τη ζωή >>.
Με αυτή τη σκέψη να βασανίζει το μυαλό της τον ρώτησε:
--- Αν κατάλαβα καλά, Γρηγόρη, σκέφτεσαι με όσα θα γράψεις για το βιβλίο του να τον οδηγήσεις μια για πάντα στην αφάνεια και στη λήθη!
--- Σίγουρα!
--- Είσαι τόσο διαβολεμένος ή η επιστήμη της κριτικής σου δείχνει την αλήθεια;
--- Αυτό το βιβλίο είναι τόσο καλό όσο και βλαβερό! Η επιστήμη της κριτικής οφείλει να δει την αλήθεια που κρύβει μέσα από το ψέμα!
--- Δε σε καταλαβαίνω, Βρανά.
--- Η κριτική είναι ανυποχώρητη στην πρόκληση. Και το βιβλίο του Στέφανου, προκαλεί, αποδεικνύει, εγκληματεί. Θα το αφήσει να χαράξει δρόμο και να διαμορφώσει συνειδήσεις;
<< Να, λοιπόν και η χαριστική βολή>>, σκέφτηκε η Λίζα, <<που τίποτα δε σώζει το Στέφανο από την καταστροφή, όσες δυνάμεις κι αν επιστρατεύσει για να αντισταθεί. Έτσι θα βρεθεί στο βάραθρο της αποτυχίας ενώ ο Βρανάς στα ύψη της κριτικής. Θα γίνει ακόμη ένα από τα μεγαλύτερα είδωλά της και θα θαυμάζεται όλο και περισσότερο από τους αναγνώστες της. Όσο για το Στέφανο θα περιφρονηθεί σκληρά και η συγγραφική εικόνα του θα διαφθαρεί >>.
Σαν να απελευθερώθηκε από κάποια εναγώνια έκσταση η Λίζα, του είπε θωρώντας τον με φλογερή ματιά:
--- Γι’ αυτό σ’ έφερα εδώ, Γρηγόρη, να ακούσω από το στόμα σου για τούτη τη χαριστική βολή που θα δώσουμε από κοινού στο Στέφανο. Και σε ρωτώ ευθέως: Θ’ αργήσουμε πολύ;
--- Όχι!
--- Πότε λοιπόν θα γίνει η αρχή; Μ’ έχει φάει η αγωνία!
--- Σε μια βδομάδα. Αρχές του Δεκεμβρίου.
--- Πιο γρήγορα δε γίνεται;
--- Όχι! Ξέρω τι κάνω!
--- Δεν αμφιβάλλω αλλά αγωνιώ…
--- Τώρα που πλησιάζουν οι γιορτές οι εκδόσεις είναι περισσότερες, τα ράφια στα βιβλιοπωλεία γεμίζουν από τα καινούργια βιβλία, οι πωλήσεις και οι συζητήσεις γύρω από τα βιβλία αυξάνονται και γενικά υπάρχει μια κουβέντα του λόγου από τους αναγνώστες. Έτσι το κλίμα είναι ευνοϊκό και οι κριτικές αγγίζουν τους ενδιαφερομένους και διαβάζονται ευκολότερα.
Γέλασε η Λίζα αφού της άρεσαν τα λόγια του και του είπε ενθουσιασμένη:
--- Είσαι δαίμονας! Καλά το λέω, εγώ!
--- Δαίμονας, όμως μόνο, εκεί που πρέπει!
--- Δε σε κατηγορώ, μη φοβάσαι!
--- Δε με κατηγορείς αλλά υπονοείς πολλά μ’ αυτό που είπες!
--- Έλα! Έλα! Μην βγάζεις κιόλας το σπαθί σου να μου πάρεις το κεφάλι! Ένα αστείο είπα, συμπάθησέ με, δεν ήθελα να σε προσβάλω! του ‘κανε με αστεϊσμό και του ‘δειξε τη φιλική της διάθεση μ’ ένα τρυφερό γελάκι.
Απόμεινε για λίγο ήσυχος και γαλήνιος να την κοιτάζει εκείνος για να τη ρωτήσει γεμάτος απορία:
--- Δε λέω κι εγώ πως είμαι άγιος, αλλά τούτη η επιθυμία σου που θέλει να κάνει κακό στο Στέφανο με τρομάζει και με βάζει σε έγνοιες! Γιατί τόσο μίσος, γι’ αυτόν;
Γέλασε με σαρκασμό δυνατά η Λίζα και ύστερα του ‘κανε:
--- Κι εσύ δεν τον μισείς;
--- Ναι, πως…
--- Σαν του δίνω αγάπη κι αυτός μίσος και περιφρόνηση τι θέλεις να κάνω;
--- Τον ρώτησες αν μπορεί να σου δώσει, αγάπη; Είναι στο χέρι του, νομίζεις;
--- Δεν είναι;
--- Δεν είναι, βέβαια. Σ’ άλλους ανθρώπους είναι εύκολο ν’ αγαπούν, σ’ άλλους καθόλου.
--- Τότε τι είναι εύκολο, να μισούν;
--- Όχι. Δε μισούν, απλά δεν αγαπούν! Τους είναι φαίνεται άγνωστο το συναίσθημα αυτό και δεν τους συγκινεί. Η πηγή του μέσα τους που θα πήγαζε έχει στερέψει.
--- Θέλεις να πεις πως ο Στέφανος δεν μπορεί να με αγαπήσει;
--- Όχι, αλλά δεν μπορεί να σε ερωτευθεί, ίσως!
Δεν της άρεσε αυτό. Έσμιξε τα φρύδια της, έριξε το κεφάλι κάτω και μονολόγησε κάνοντας την αδιάφορη:
--- Ίσως… Αλλά γιατί;
--- Να ρωτήσεις τον ίδιο! Αυτός ξέρει!
--- Τον έχω ρωτήσει!
--- Και τι σου απάντησε;
--- Πως μόνο τη γυναίκα του αγάπησε!
--- Δε σου αρκεί αυτό; Λέει την αλήθεια!
--- Χμ! Δεν έχουμε τα ίδια συναισθήματα σ΄ ένα ερέθισμα θες να πεις;
--- Αυτό ακριβώς.
--- Και τούτο γιατί είμαστε διαφορετικοί άνθρωποι.
--- Ναι!
Χτύπησε με δύναμη το πόδι της κάτω, έσμιξε τις γροθιές της και τρέμοντας σύγκορμη του είπε υψώνοντας τη φωνή της:
--- Μα είμαι γυναίκα και είναι άντρας, Γρηγόρη! Τίποτα δε νιώθει μέσα στο αίμα και στην ψυχή του σαν με βλέπει; Σαν βλέπει το κορμί μου, τα χέρια μου, τα χείλη και τα μάτια μου που τον αναζητούν συνέχεια, όλο μου το είναι που τον θέλει και τον λαχταρά, όλα αυτά τα απέξω κι άλλα τόσα που γίνονται μέσα μου και δεν φαίνονται, ε, λοιπόν τίποτα δεν τον συγκινεί, δεν τον συγκλονίζει; Άλλος άντρας στη θέση του δεν θα περίμενε και πολύ να με σφίξει στην αγκαλιά του.
Φωτίστηκε το πρόσωπο του Βρανά, σκέφτηκε λίγο και της είπε:
--- Έχεις δίκιο, να τα βλέπεις έτσι γιατί είσαι γυναίκα και τον αγαπάς. Σαν βάλλεις τη λογική όμως πάνω από τα ένστιχτα και τα συναισθήματα θα δεις πως έχει δίκιο. Δίκιο γιατί ενεργεί ελεύθερα, έξω από πάθη και υπαγορεύσεις.
Το αίμα συνέχισε να της ανεβαίνει καυτό στο κεφάλι. Το μυαλό της είχε πια σκοτιστεί, οι δυνάμεις της την είχαν εγκαταλείψει και φάνηκε για μια στιγμή πως θα σωριαζόταν κάτω, αναίσθητη. Αλλά παραδόξως συνήλθε, και, μόνο μια μικρή ταραχή την κράτησε για λίγο στη σιωπή, που γρήγορα την έσπασε για να ψιθυρίσει μέσα σε απόγνωση:
--- Τίποτα! Τίποτα! δεν είναι ο μασκαράς, παρά ένας αδίσταχτος φιλόδοξος που ξέρει να μου δείχνει μόνο οίκτο! Αχ! γιατί Θεέ μου;
Και αφού κοίταξε προβληματισμένη κι απαισιόδοξη καταπρόσωπο το Βρανά, του είπε σχεδόν απελπισμένη:
--- Είμαι χαμένη! Εγώ κάνω το παν να τον φέρω κοντά μου κι αυτός με διώχνει και με λυπάται! Γιατί με λυπάται, Βρανά! Πώς να το καταπιώ αυτό δε μου λες;
Και ξεσπώντας σε κλάματα του έκανε μες στα αναφιλητά της:
--- Εκείνη την κριτική για το βιβλίο του, την περιμένω. Μην την ξεχάσεις!
--- Είπα θα τη γράψω!
--- Κακή, ε;
--- Τόσο κακή που σαν τη διαβάσει θα πάθει!
--- Μην τον λυπάσαι! Χύσε όλο το φαρμάκι σου στο μελάνι, κάνε τις αράδες, τα γράμματα και τις λέξεις φρικιά, τέρατα, να τον κατασπαράξουν!
--- Έννοια σου και ξέρω εγώ.
--- Ναι, ένας τέτοιος μάστορας της κριτικής δεν μπορεί να κάνει αλλιώς.
--- Όχι!
--- Το ζητά η ανάγκη!
--- Το ζητά. Ένας πάντα είναι ο νικητής στους δυο. Ο άλλος είναι χαμένος. Και σ’ αυτή τη μάχη ή στον αγώνα, όπως θέλεις πες το, νικήτρια θα είσαι εσύ!
--- Εγώ! Γιατί πάω με το ένστιχτο κι αυτός με τη λογική. Γιατί αγαπώ με πάθος κι αυτός αγαπά με οίκτο! Εγώ τον θέλω κι αυτός με λυπάται. Είναι χτήνος! χτήνος! χτήνος!
Κι ως να τη συγκρατήσει ο Βρανάς, σηκώθηκε πάνω κι όρμησε σαν αγέρας στη σιφινιέρα σκορπίζοντας με τα χέρια της και ρίχνοντάς το κάτω ό,τι γυάλινο έκθεμα βρήκαν μπροστά τους.
--- Να και σεις! ούρλιαξε έξω φρενών, να γίνετε κομμάτια όπως κομμάτια έγινε εξαιτίας του και μένα η καρδιά μου!
--- Λίζα! Συγκρατήσου! της φώναξε παρακαλεστικά κι έντρομος εκείνος και πετάχτηκε πάνω. Κι αμέσως πιάνοντάς την από το δεξί μπράτσο έκανε ό,τι μπορούσε για να την ηρεμήσει. Σαν το πέτυχε κάποια στιγμή, την έβαλε να καθίσει κι όσο εκείνη κλαψούρισε και χανόταν μέσα στα αναφιλητά της, της είπε προστατευτικά και χαμηλόφωνα, χαϊδεύοντάς της τον ώμο:
--- Έλα μην κάνεις έτσι ! Όλα έχουν μια αρχή κι ένα τέλος. Κι εδώ η ιστορία αυτή η δική σου με το Στέφανο, ίσως να φτάνει στο τέλος της. Δείξε για τούτο ψυχραιμία, πες ένα παιχνίδι ήταν που έπαιξες κι έχασες.
Σταμάτησε να κλαίει, πήρε μια βαθιά ανάσα κι άρχισε σιγά –σιγά να δείχνει ήρεμη και γαλήνια όπως ήταν πριν το ξέσπασμα της οργής της. Κοίταξε καταπρόσωπο με βλέμμα γεμάτο σπιρτάδα το Βρανά και του ψιθύρισε αναστενάζοντας:
--- Έχεις δίκιο! Έτσι δείχνει πως η ιστορία αυτή με το Στέφανο φτάνει στο τέλος της. Δε θα δεχτώ πως νικήθηκα! Θα κάνω όμως ό,τι μπορώ να σταθώ στα πόδια μου και να μην λυγίσω. Γιατί το χειρότερο πράμα στον άνθρωπο είναι η πτώση. Τον ξεφτιλίζει και τον αποτελειώνει. Κι εγώ δεν έχω μάθει να πέφτω, δεν έχω μάθει να λυγάω. Όχι! δεν έχω μάθει να πέφτω και δε θα πέσω!
--- Θες ξεκούραση, Λίζα! της είπε με μια τρυφερή χροιά στη φωνή του αυτός μετά από τούτα τα λόγια της και έδειξε μια εσωτερική αναστάτωση. Σ’ έχει κουράσει, συνέχισε αυτή η ιστορία με το Στέφανο και πρέπει να προσέξεις. Αν με ρωτούσες θα σου έλεγα να αποτραβηχτείς από κοντά του και να αφεθείς στον εαυτό σου. Δεν σε ωφελεί άλλο να περιμένεις κάτι απ’ αυτόν αφού δείχνει τόσο αδιάφορος.
Μια κρίση υστερίας ξέσπασε σαν άκουσε τα λόγια του που την έκανε πάλι να χάσει την κυριαρχία του εαυτού της και να πει μέσα σε μια έξαλλη συμπεριφορά:
--- Είμαι τόσο μόνη! Κι ο Νικόλας κι αυτός ακόμη δεν με θέλει! Που ‘ναι τος, τόσο καιρό; Γιατί γυρνάει σε ξένη χώρα; Τι θέλει και τι ζητά από τους πονεμένους; Αυτοί έχουν τόσες και τόσες πληγές να κλείσουν τα αγάλματα της χώρας τους, τους μάραναν;
--- Τώρα, τι τα θες αυτά, της έκανε γκρινιάζοντας εκείνος κι έδειξε μια διάθεση αποστροφής. Από το Στέφανο φτάσαμε στο Νικόλα! Έλεγξε τη σκέψη σου και μην τη στρέφεις σε τραυματικά γεγονότα. Κακό σου κάνουν και δε σε ωφελούν.
Δυο δάκρυα κύλησαν στα λευκά μάγουλά της που τα σκούπισε με το δεξιό όμορφο δείκτη της. Στη συνέχεια με έκφραση φοβισμένη κοίταξε το Βρανά μένοντας στη σιωπή.
--- Σε λίγο καιρό θα ‘ναι εδώ, μην κάνεις έτσι ! της είπε αυτός για να την ηρεμήσει και να την παρηγορήσει.
--- Θα ‘ναι; Από τον Αύγουστο λείπει. Όσο τον είδες εσύ από τότε άλλο τόσο τον είδα κι εγώ.
--- Για σιώπα και μην κακομελετάς! Θα ‘ρθει ! Για καλό πήγε εκεί. Άφησέ τον να κάνει τις δουλειές του. Έχει έννοια αυτός.
--- Στο τελευταίο του γράμμα, μου το ‘λεγε καθαρά. << Δεν πρόκειται να κλείσω τη δουλειά μ’ αυτούς τους ανθρώπους γιατί δεν ξέρουν από τέχνη, μου ζητάνε να την ψευτίσω και να τους έρθει φτηνά. Εγώ τέτοια πράματα δεν κάνω, δεν προδίδω την τέχνη όσο κι αν βρεθώ ανυπεράσπιστος μπροστά της. Και τη ζωή μου θα δώσω αν χρειαστεί για να πεθάνω εγώ και να ζήσει αυτή. Σκέφτομαι να έρθω σε μια βδομάδα και ν’ αποφασίσω εκεί τι θα κάνω >>.
Έπιασε το κεφάλι της με τα δυο της χέρια και μουρμούρισε, άψυχα:
--- Γιατί δεν έρχεται τώρα. Η μια βδομάδα μπορεί να γίνουν δύο.
--- Πάλι τα ίδια;
--- Θέλω να ‘ρθει Γρηγόρη, γιατί ο Στέφανος τον ζητά συνέχεια, δείχνει νευρικός κι όλο γκρινιάζει. Λέει πως έφυγε κι άφησε το άγαλμα της γυναίκας του στη μέση.
--- Το θέλω κι εγώ αυτό. Μια φορά που σμίξαμε στο << καφέ τέχνη >> μου έκανε παράπονα, τα έβαλε με το Νικόλα κι έδειχνε δυσαρεστημένος για την εν γένει συμπεριφορά του απέναντι στο έργο του.
--- Τι να σκέπτεται άραγε; Τι να ‘χει στο μυαλό του;
--- Καλό, όχι! Κακό, ναι!
--- Κακό είπες;
--- Ο λόγος το λέει!
--- Με κάνεις και φοβάμαι, Γρηγόρη!
--- Μη φοβάσαι, αλλά σαν έρθει με το καλό, βάλ’ του κι εσύ καμιά φωνή και πες του να βιαστεί και να τελειώσει το άγαλμα. Αφού κι εσύ το βλέπεις πως κάνει σαν τρελός ο Στέφανος χωρίς αυτό, και, το περιμένει πως και πως να το βάλει στο σπίτι του.
--- Όλα θα πάρουν το δρόμο τους σαν γυρίσει, του ‘κανε με φωνή που έτρεμε αυτή και σηκώθηκε, τραβώντας για το παράθυρο. Εκεί σαν έφτασε, έβαλε τα χέρια της στο περβάζι, κρέμασε το κορμί της προς τα έξω κι άρχισε να κοιτάζει τα δέντρα και τα λουλούδια του κήπου θλιμμένη και σιωπηλή. Κι ως τα θαύμαζε κι έβλεπε τα φύλλα τους να αστράφτουν σαν δίσκοι από πυρωμένο μέταλλο, ένιωσε ένα χέρι να της πιάνει τον ώμο κι άκουσε μια φωνή κοντά στ’ αυτί της να της ψιθυρίζει τρυφερά:
--- Σ’ αφήνω στις σκέψεις σου, και φεύγω. Όταν με χρειαστείς, φώναξέ με και θα έρθω.
Στράφηκε και δακρυσμένη κοίταξε με μισόσβηστο βλέμμα το Βρανά, που, με άχαρο πρόσωπο της γύριζε την πλάτη κι έφευγε.
= = =
Καθόταν στο γραφείο του ο Βρανάς και χάζευε. Εδώ και ώρα η σκέψη του σταμάτησε και δεν μπορούσε να γράψει λέξη. Κι όσο περνούσε ο χρόνος κι έβλεπε το λευκό χαρτί να μένει άδειο, νευρίαζε περισσότερο, αναστατωνόταν ως βαθιά στα εσώψυχά του κι ένας παράξενος φόβος που φώλιαζε μέσα του τον έκανε να τρέμει σύγκορμος. Κι εκεί που πάλευε να ξεδιαλύνει τι ήταν αυτό που του γέννησε το φόβο και στέρεψε το μυαλό του, ο νους του γύριζε στα περασμένα, τότε που έγραφε γρήγορα τις κριτικές του, καλές ή κακές, δεν είχε σημασία, χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια και χωρίς να στύβει ώρες ολόκληρες το μυαλό του για να γεννήσει τις ιδέες. Και να που τώρα κάτι τον φρέναρε κι αντί για μια γρήγορη και ουσιαστική γραφή αντιμετώπιζε δυστοκία σκέψης και ύφους.
Δυστυχώς το είχε καταλάβει και ο ίδιος πως όσο περνούσε ο καιρός όχι μόνο γινόταν αργός, αλλά πιο ωμός και κυνικός κριτικός και οι κριτικές του, κείμενα συκοφαντίας, εμπαιγμού και δυσφήμησης των ανθρώπων του πνεύματος και της τέχνης. Έτσι που σιγά – σιγά οι κρινόμενοι του κήρυξαν τον πόλεμο και δεν ήθελαν με τίποτα να τους κρίνει. Τον θεωρούσαν άνθρωπο μισαλλόδοξο, ζηλιάρη και φιλόδοξο και πως κατευθυνόταν από μια ομάδα ισχυρών και ημετέρων που ήθελαν να προωθήσουν τους δικούς τους συγγραφείς και τα δικά τους βιβλία στο χώρο της λογοτεχνίας. Όσοι τον διάβαζαν δεν τον πίστευαν κι όσοι έβρισκαν στα γραφτά του δικές τους απόψεις πάλι τον έκριναν με καχυποψία. Ήταν με λίγα λόγια ένας κριτικός του διαβόλου, που πέρα από την πνευματική εξόντωση και τον αφανισμό του συγγραφέα δεν έβλεπε τίποτα άλλο. Το έργο του κάθε κρινόμενου συγγραφέα δεν τον συγκινούσε ούτε το διάβαζε με προσοχή, σύνεση και σεβασμό και το απέρριπτε εύκολα, χωρίς να βασανίσει το γιατί στο μυαλό του. Έτσι πολλά και καλά έργα κάτω από το βάρος του κακού του λόγου, χάνονταν στο χρόνο, αποσιωπούνταν κι έμεναν άγνωστα στο πλατύ κοινό που ήθελε δεν ήθελε διάβαζε όσα αυτός επαινούσε με τις διθυραμβικές κριτικές του που τα ‘κρινε αριστουργήματα, ενώ ήταν στην ουσία κακόγουστα κείμενα.
Όλα αυτά λοιπόν τον είχαν κάνει τώρα τελευταία νευρικό, εριστικό κι οξύθυμο έτσι που σαν ερχόταν η ώρα να καθίσει κάτω και να γράψει η σκέψη του σταματούσε, οι λέξεις δεν του έρχονταν στο μυαλό με αποτέλεσμα να μην μπορεί να συντάξει ούτε μια πρόταση αν δεν στεκόταν πάνω από το λευκό χαρτί ώρες ατελείωτες. Αυτό τον κούραζε πολύ και σαν έβλεπε πως δεν τα κατάφερνε να γράψει, σηκωνόταν κι έβγαινε έξω από το σπίτι, αφήνοντας χαρτιά, και μολύβια σκόρπια πάνω στο γραφείο του με την ελπίδα να καταπιαστεί και πάλι μαζί τους σαν επέστρεφε εφόσον βέβαια και η διάθεσή του ήταν καλή και καρποφόρα.
Έτσι και τώρα σαν η ιδέα να γράψει την κριτική για το βιβλίο του Στέφανου γεννήθηκε στο μυαλό του, στρώθηκε στο γραφείο του σαν ξύπνησε το πρωί και παίρνοντας χαρτί και μολύβι ετοιμάστηκε να ξεκινήσει. Αλλά η αρχή όπως είπαμε δεν ερχόταν.
Η πρώτη λέξη που θα του άνοιγε το δρόμο για τη συνέχεια δεν εμφανιζόταν, ένα σκοτάδι την κάλυπτε και το πρώτο βήμα για να μπει το κείμενο που θα γραφόταν στον ιστορικό του δρόμο δεν γινόταν. << Τι να φταίει; >> διαλογιζόταν κι έτρεμε. << Κι άλλες φορές μου τύχαινε αυτό να μην μπορώ να γράψω λέξη, αλλά σήμερα το κακό της σκέψης μου, παράγινε. Κοντά μια ώρα παλεύω σχεδόν να βρω την πρώτη και σωστή λέξη και ούτε λέει να εμφανιστεί. Και πώς να πάω παρακάτω χωρίς αρχή; Κι ας πούμε πως βρίσκω την πρώτη λέξη, τι θα γίνει όμως παρακάτω; Θα μπορέσω να γράψω; Δεν ξέρω τι έχω πάθει αλλά η πνευματική μου αυτή δυστοκία πολύ με τρομάζει και με βάζει σε οδυνηρές σκέψεις για το μέλλον μου!>> συμπλήρωνε το συλλογισμό του ενώ έσφιγγε με δύναμη κι αμηχανία το στυλό στα δάχτυλά του.
Και μην μπορώντας να αντέξει άλλο τη δοκιμασία αυτή του αποδομημένου μυαλού του, αποφάσισε να φύγει από το σπίτι, να πάει έξω και να τα παρατήσει για την ώρα και σαν εκεί που θα πήγαινε ελευθερωνόταν η σκέψη του και η φαντασία του θα ξαναγύριζε να γράψει. Αλλά πού να πάει; Ποιος χώρος θα μπορούσε να του δώσει και πάλι την έμπνευσή του; Σκέφτηκε πολλούς ώσπου τον βρήκε. Ποιος άλλος από το << καφέ τέχνη! >> Εκεί μαζεύονταν τόσοι και τόσοι πνευματικοί άνθρωποι, κάποιον θα έβρισκε που σαν έπιανε την κουβέντα μαζί του θα του ‘φτιαχνε η κακή του διάθεση και θα ερχόταν στα ίσια του!
Έτσι ξεπόρτισε, στάθηκε στο πεζοδρόμιο της λεωφόρου Κηφισίας πήρε ταξί και κατέβηκε στο κέντρο. Εκεί πήρε το δρόμο που οδηγούσε στο << καφέ τέχνη >> βέβαιος για μια ευχάριστη στιγμή που θα του απελευθέρωνε σκέψη και φαντασία.
Περπατούσε τώρα μέσα στο όμορφο πάρκο που απλωνόταν έξω από το << καφέ >> όπου τα γέλια και οι φωνές των ανθρώπων που τριγυρνούσαν εδώ μέσα, έδιναν μια ζωηρή νότα μουσικής στ’ αυτιά του και του ‘καναν τη διάθεσή του καλύτερη. Οι πιο πολλοί κάθονταν στα παγκάκια και ξεκουράζονταν, άλλοι διάβαζαν εφημερίδες και κάποιοι συζητούσαν μεγαλόφωνα λέγοντας πολλά και διάφορα από την καθημερινότητα. Όσοι τώρα περπατούσαν, και, δεν πήγαιναν σε κάποια δουλειά, απολάμβαναν τη δροσιά και το πράσινο, κάνοντας περιπάτους στα καλαίσθητα δρομάκια του πάρκου, που με τους ελικοειδείς σχηματισμούς τους, τους οδηγούσαν σε κάθε γωνιά του παράδεισου αυτού.
Έξω από την πόρτα του << καφέ τέχνη >> σταμάτησε, έριξε μια τελευταία ματιά στα δέντρα και στους ανθρώπους που άφηνε πίσω του και γλίστρησε μέσα. Έκανε δυο τρία βήματα, πέρασε το χολ και μπήκε στην αίθουσα. Εκεί στάθηκε πάλι κι άρχισε να κοιτάζει με προσοχή τους πελάτες ψάχνοντας με το μάτι να βρει άδειο τραπέζι και να καθίσει. Δυστυχώς ήταν όλα γεμάτα, καρφίτσα δεν χώραγε να πέσει. Ωστόσο δεν απογοητεύτηκε αλλά ξεκίνησε αργά- αργά και τράβηξε για το βάθος της αίθουσας εκεί που πάντα υπήρχε κάποιο άδειο. Και πράγματι δεν έπεσε έξω. Κοντά στη βιβλιοθήκη ένα τραπεζάκι τον περίμενε με δυο καρέκλες άδειες και την επιφάνειά του περιποιημένη. Το πλησίασε, κάθισε και παίρνοντας το περιοδικό που βρήκε μπροστά του άρχισε να το ξεφυλλίζει και να του ρίχνει γρήγορες ματιές παρατηρώντας τις εικόνες του και διαβάζοντας τις επικεφαλίδες των κειμένων του.
Αφαιρέθηκε έτσι για λίγο να διαβάζει, ώσπου ένα μαλακό χτύπημα στην πλάτη, τον διέκοψε και ξαφνιασμένος σήκωσε το κεφάλι του να δει από ποιον ερχόταν. Και ποιον είδε; Το Στέφανο, με δυο βιβλία στα χέρια να στέκεται από πάνω του και να του χαμογελά ενώ τα μάτια του είχαν την αίσθηση του αιφνιδιασμού. Και πριν καλά- καλά συνέλθει από την απροσδόκητη αυτή επίσκεψη, εκείνος κάθισε και του είπε, θωρώντας τον καταπρόσωπο με εγωιστικό ύφος:
--- Πώς από ‘δω τόσο νωρίς, Βρανά; Ούτε μεσημέρι δεν είναι καν και βλέπω άφησες το γραφείο και ήρθες στη βοή και στη φασαρία. Γιατί; Μπορώ να μάθω;
--- Αφού τόσο το θέλεις, θα σου πω για να μάθεις! του είπε πικρόχολα εκείνος κι ετοιμάστηκε, σπρώχνοντας πιο πέρα μια σχισμένη σελίδα εφημερίδας ενώ τακτοποίησε κάτι περιοδικά που βρίσκονταν μπροστά του. Από το σπίτι έρχομαι, Έγραφα που λες, Στέφανε, δηλαδή τι έγραφα, να γράψω πήγα για την κριτική του βιβλίου σου και τα βρήκα μπαστούνια! Τρεις ώρες πάλευα να συντάξω μια πρόταση και δεν μπορούσα. Το μυαλό μου είχε στερέψει, δε γεννούσε τίποτα, παρά επέστρεφε στο παρελθόν και σκεφτόταν όσα κακά είχα γράψει τότε. Ήταν κάτι ξέρεις, σαν ενοχές που έρχονταν και μου ξανάρχονταν για να μου κάνουν το νου και την ψυχή άνω κάτω.
Είπα κι εγώ κάποια αναστάτωση θα μου συμβαίνει και σαν περάσει η ώρα θα έβρισκα πάλι την ψυχική μου ισορροπία. Αλλά έπεσα έξω! Δυστυχώς όσο όμως περνούσε ο χρόνος γινόμουν χειρότερα, ό,τι είχα σκεφτεί από πριν να γράψω το ξεχνούσα για να ‘ρθει η στιγμή να μην θυμάμαι ακόμη και για ποιον γράφω! Έτσι απελπισμένος τ’ άφησα στη μέση και ήρθα εδώ μπας και η προδομένη σκέψη μου αποκατασταθεί και μου φανεί χρήσιμη και φιλική σαν επιστρέψω!
Πέρασε το χέρι του στο μέτωπό του ο Στέφανος και τον ρώτησε μ’ ένα βαθύ αναστεναγμό:
--- Γιατί; Τι συμβαίνει;
--- Δεν ξέρω! Ίσως είναι από την κούραση, τα ξενύχτια, τις αντεγκλήσεις και τις προστριβές!
--- Καμώματα του νου, είναι! Μην φοβάσαι, σαν θα φύγεις από ‘δω και πιάσεις το μολύβι στα χέρια σου, θα δουλέψει το μυαλό σου, να μου το θυμηθείς! του ‘κανε χαμογελαστά εκείνος και τον κοίταξε με μια νωχελική ματιά.
--- Μακάρι να είναι, έτσι! του ψιθύρισε και φάνηκε φοβισμένος.
--- Γιατί αμφιβάλλεις;
--- Δεν αμφιβάλλω, αλλά τώρα τελευταία κάτι δεν πάει καλά με το μυαλό μου. Άλλα θέλω να γράψω κι άλλα γράφω. Πολλές φορές διαβάζοντας αυτά που έχω γράψει αναρωτιέμαι αν είναι δικά μου!
--- Παροδικό είναι και θα περάσει.
--- Λες;
--- Έτσι είναι αυτά τα φαινόμενα της σκέψης. Μια μικρή βαρετή καθημερινότητα και τα επηρεάζει.
Έδειξε να μην συμφωνεί ο Βρανάς κάνοντας έναν χαρακτηριστικό μορφασμό. Ωστόσο ο Στέφανος για να βεβαιωθεί τον ρώτησε:
--- Δε συμφωνείς;
--- ¨Όχι. Γιατί θαρρώ πως κάποια ενοχή με σφίγγει και μου αιχμαλωτίζει τη σκέψη, θέλοντας να τη μηδενίσει.
--- Ενοχή, είπες;
--- Ναι, νιώθω φαίνεται ενοχή ή ενοχές για κάτι κακό που έκανα σε κάποιους στο παρελθόν και σαν έρθει η ώρα να δημιουργήσω με κυνηγούν και με ενοχλούν σαν τις ερινύες. Δε μ’ αφήνουν να γράψω με ηρεμία και νηφαλιότητα.
--- Ενοχές για ό,τι έχεις γράψει;
--- Όχι, για όλα, για μερικά.
--- Θες να πεις πως έγραψες κακές κριτικές για μερικούς συγγραφείς, τους συκοφάντησες και τους έθαψες; Έτσι τώρα το ψέμα σου έγινε βρόγχος στο λαιμό σου και προσπαθεί να σε πνίξει; Αυτό λες;
--- Όχι ακριβώς αλλά υποτάχτηκα σε κάποια ταπεινά ένστιχτα κακομεταχείρισης.
--- Στο χέρι σου είναι ν’ απαλλαγείς από τις καταραμένες αυτές ενοχές, στο χέρι σου. Γράψε χωρίς προκατάληψη για το έργο που κρίνεις και δίωξε τη ζήλια που σε κακοτρέχει. Να δεις για πότε θα νιώσεις ήσυχος κι ασφαλής.
--- Το ξέρω αλλά δεν το μπορώ!
--- Μπορείς. Δοκίμασε και γράψε ελεύθερος την κριτική σου για το βιβλίο μου και θα το δεις.
--- Αυτό πήγα να κάνω και δεν μπόρεσα να γράψω! Είμαι φαίνεται δέσμιος μιας εξαρτημένης γραφής!
Γέλασε ο Στέφανος και του ‘κανε, περιπαιχτικά:
--- Τότε να δω τι κριτική, θα μου γράψεις!
Κι αμέσως θυμήθηκε πως κι εκείνος τις μέρες αυτές δεν ήταν και τόσο στα καλά του, αφού το άγαλμα της γυναίκας του αργούσε να ‘ρθει στο σπίτι του, η κριτική ήταν ακόμη άγραφη, η Λίζα του φερόταν σαν κακομαθημένη υπηρετριούλα, και, οι γνώμες για το βιβλίο του πήγαιναν κι έρχονταν, άλλες κακές κι άλλες καλές! Έτσι ράθυμα και με φωνή που έσβηνε του είπε:
--- Κι εγώ Βρανά δεν είμαι καλά τούτες μέρες. Ας με βλέπεις να γελάω και να μιλάω. Το μυαλό μου κι εμένα δεν είναι στα λογικά του κι όλο με σκέψεις γεμίζει που άλλες είναι πονηρές, άλλες κακές και κάποιες δαιμονισμένες. Και το ξέρεις το γιατί;
--- Δεν το ξέρω. Πώς θες να το ξέρω;
--- Θα το μάθεις. Και πρώτα –πρώτα σου λέω, πως είμαι σαν φτερό στον άνεμο τούτο τον καιρό.
--- Σαν φτερό στον άνεμο! Δηλαδή;
--- Θέλω να πω, πως μ’ έχουν βρει ένα σωρό κακά που δεν ξέρω από ποιο να φυλαχτώ. Απ’ αυτά θα σου μιλήσω για ένα που το θεωρώ και το πιο σπουδαιότερο.
--- Ποιο είναι αυτό;
--- Το κακό που με βρήκε με το Νικόλα και μου κρατεί τόσο καιρό το άγαλμα της γυναίκας μου στο εργαστήριό του και δε μου το δίνει. Υπάρχει μεγαλύτερο κακό απ’ αυτό να βλέπεις το σώμα της γυναίκας σου σε άλλα χέρια;
<< Ας του δώσω μια χαρά να του πω, πως ο Νικόλας έρχεται τούτη τη βδομάδα >> σκέφτηκε ο Βρανάς και του σκούντησε το χέρι.
--- Ξέρεις, του ‘κανε ταυτόχρονα σαν τον άγγιξε, πως ο Νικόλας όπου να ‘ναι καταφθάνει. Τι έχουμε σήμερα; Δευτέρα; Ως το Σάββατο θα ΄χει γυρίσει.
Παραξενεύτηκε στην αρχή σαν το άκουσε ο Στέφανος αλλά φάνηκε να χάρηκε. Και με μια έντονη περιέργεια τον ρώτησε δειλά –δειλά και σιγανά:
--- Κι εσύ που το ξέρεις;
--- Μου το είπε η Λίζα.
--- Πότε την είδες;
--- Πέρασα πριν λίγο καιρό από το σπίτι της. Με φώναξε μέσα κι αφού καθίσαμε τα είπαμε. Κι εκεί πάνω στην κουβέντα μου το ξεστόμισε.
--- Τι σου είπε για τη δουλειά; Θα την πάρει;
--- Θα το αποφασίσει σαν έρθει, λέει.
--- Θα τα βρήκε δύσκολα, ε;
--- Απ’ ότι ξέρω, ναι.
--- Κι εδώ σαν έρθει τι να αποφασίσει πρώτα! Το Κόσοβο ή τις τόσες εκκρεμότητες που τον περιμένουν.
--- Τι να σου πω… Ας κάνει ό,τι θέλει. Εμάς τι μας νοιάζει.
Άπλωσε το χέρι του ο Στέφανος και σαν έσφιξε το δικό του, του είπε με φωνή έντονη:
--- Σαν δε σε νοιάζει εσένα, Γρηγόρη, νοιάζει όμως εμένα και με κόβει. Με κόβει και με παρακόβει και ξέρεις γιατί;
--- Ναι, σχεδόν μου το είπες. Θες να σου τελειώσει και να σου παραδώσει το άγαλμα της γυναίκας σου.
--- Επιμένω σ’ αυτό! Να μου το παραδώσει!
--- Γιατί; Μπορεί και να μη στο δώσει;
--- Μπορεί…
--- Να μην στο δώσει και να το κρατήσει! Η έκπληξη ήταν τόσο ορατή στα μάτια του Βρανά που έδειξε να βγαίνει από τα ρούχα του.
--- Όπως άκουσες, ναι! Να το κρατήσει και να μην μου το δώσει!
--- Μου το ‘χες ξαναπεί αυτό και την άλλη φορά, να εκεί σ’ εκείνο το τραπεζάκι, του ‘κανε απορημένος και απλώνοντας το χέρι του, του το έδειξε. Κι αφού μαζεύτηκε δείχνοντας απογοητευμένος, τον ρώτησε κοιτάζοντάς τον με μια διακριτική ματιά:
--- Τι σε κάνει να το πιστεύεις αυτό;
--- Στο είπα και την άλλη φορά. Έχω διαβάσει τη σκέψη του, πως το λένε. Ακούγεται παράξενο αλλά έτσι είναι. Μετά βλέπω και την αργοπορία του που είναι εξοργιστική. Ενώ δείχνει δήθεν ενδιαφέρον να το τελειώσει, όλο και κάποιο μικρό χαϊδολόγημα του βρίσκει που το βαπτίζει ατέλεια και το καθυστερεί. Το σφίγγει πια και το προσέχει σαν να είναι χτήμα του. Αλλά τελευταία είδα και κάτι άλλο που μ’ έβαλε σε σκέψεις και κρίνω πως κάτι κακό θα μου συμβεί μ’ αυτό το άγαλμα.
Τώρα το ενδιαφέρον του Βρανά ν’ ακούσει έγινε πιο έντονο. Έτσι σαν πλησίασε το κάθισμά πιο κοντά του, τον ρώτησε με μια έντονη ζωντάνια στα μάτια του:
--- Σαν τι είδες;
--- Να, είχα πάει πριν καιρό στο σπίτι της Λίζας. Να σου πω και την καθαρή αλήθεια, αυτή με κάλεσε για να κουβεντιάσουμε κάτι σοβαρό ανάμεσά μας. Τι είναι τώρα αυτό, όλο και κάτι θα ‘χει ακούσει το αυτί σου για τις περίφημες σχέσεις μας που θέλει να τις κάνει πιο << ζεστές! >> Σαν τα είπαμε λοιπόν, της ζήτησα να με πάει στο εργαστήριο του Νικόλα για να δω με τα ίδια μου τα μάτια το άγαλμα της γυναίκας μου. << Δυστυχώς >> μου είπε << δεν μπορείς να το δεις γιατί ο Νικόλας το έχει κλειδώσει και δεν αφήνει κανέναν να το πλησιάσει >>. Βρήκε όμως ένα τρόπο και μου το έδειξε από ένα παραθυράκι που βρισκόταν στο πίσω μέρος του εργαστηρίου. Η αλήθεια είναι πως ενώ το κοίταζα ένας φόβος με κυρίευε και μ’ έκανε να διώχνω τα μάτια μου από πάνω του. Κι αμέσως έδωσα την ερμηνεία μου σ’ αυτό γιατί το άγαλμα μου φάνταζε με δυο μορφές, τη μία της γυναίκας μου και την άλλη του μοντέλου που ποζάριζε, ενώ στιγμές – στιγμές δεν ξεχώριζες παρά ένα κακόγουστο ταίριασμα. Τρελάθηκα από τότε μ’ αυτό που είδα, ησυχία δε βρίσκω και οι κακές σκέψεις μου πάνε κι έρχονται.
Η επανάσταση που πριν είχε κυριέψει το Βρανά καταλάγιασε. Έτσι ύστερα από μια μικρή στιγμή βουβαμάρας, του είπε:
--- Μια ψευδαίσθηση ήταν, πως κάνεις, έτσι;
--- Γιατί βάζει γυναίκα και ποζάρει;
--- Γιατί βάζει; Γιατί αυτός είναι ο καλλιτέχνης, Κάτι ξέρει!
--- Όχι! Δεν ξέρει τίποτα! Θέλει να φτιάξει το υπέρ έργο και να το καρπωθεί!
--- Στέφανε, τα παραλές! Η ειρωνεία και ο σαρκασμός στα λόγια του Βρανά ήταν εμφανή.
--- Δεν τα παραλέω, καθόλου. Είναι όπως τα λέω. Και να σε ρωτήσω. Γιατί δεν προχωράει το άγαλμα, ενώ μου κλαίγεται και μου λέει πως δουλεύει λίγο, γιατί δεν έχει χρόνο, ενώ ξενυχτάει και πίνει από το πρωί μέχρι το βράδυ; Γιατί δεν κάθεται να το τελειώσει και να μου το παραδώσει;
--- Εσύ ξέρεις καλύτερα όπως λες, τι να σου πω κι εγώ.
--- Παρά φεύγει, συνέχισε ο Στέφανος και μ’ αφήνει στη μέση. Κοντεύουμε δυο χρόνια κι όπως πάει για να το τελειώσει και να του δώσει την οριστική μορφή του θα μας πάρει ακόμη άλλο ένα χρόνο! Δεν αργεί; Πώς το βλέπεις;
--- Αργεί, αλλά θα ‘χει τους λόγους του.
--- Οι λόγοι του είναι αυτοί, που σου είπα.
--- Έχει όμως και λόγους υγείας.
--- Θες να πεις τα πάθη και τις ηδονές του;
--- Έστω, αυτά.
--- Αυτό είναι μια άλλη ιστορία. Ας κοιτάξει να τα βρει μαζί τους γιατί βλέπω να χάνεται.
Έλαμψαν τα μάτια του Βρανά και του ‘κανε χαμηλόφωνα:
--- Κι έτσι φοβάσαι μη χαθείς κι εσύ, μαζί του, ε;
--- Ναι, ναι!
--- Σαν δε σου παραδώσει το άγαλμα, θέλω να πω!
Σιώπησε για λίγο εκείνος και σφίγγοντας τα χείλη, ψιθύρισε:
--- Θα χαθώ! Θα χαθώ!
Και βάζοντας το πρόσωπό του μέσα στις χούφτες του, φώναξε, κρύβοντάς το:
--- Μου λείπει η γυναίκα μου, Βρανά! Το θείο πρόσωπό της δεν το βλέπω πια, νιώθω μόνο τη σιωπή της, αισθάνομαι την απουσία της κάθε στιγμή και υποφέρω. Τούτο το άγαλμα που της φτιάχνω, ποιος ξέρει, μπορεί και να μου δώσει τη λύτρωση από τον πόνο που νιώθω για το χαμό της. Αλλά βλέπεις ο Νικόλας το αργεί, πολύ το αργεί για να το βάλλω στο σπίτι μου.
Έδειξε να τον συμπόνεσε ο Βρανάς και σαν ζύγωσε το κεφάλι του κοντά του, του είπε μ’ ένα πνίξιμο στη φωνή:
--- Σου φέρθηκε η ζωή σκληρά, Στέφανε, δε λέω, μα κι εσύ να κάνεις το ίδιο. Να της φερθείς κι εσύ σκληρά, θέλω να πω.
--- Τι να κάνω;
--- Να ξεχάσεις αυτό που σου ‘δωσε η ζωή και στο ξαναπήρε. Έτσι θα ‘ναι σαν να μην υπάρχει.
Γέλασε με σαρκασμό ο Στέφανος, έβαλε τα δυο του χέρια με αργή κίνηση πάνω στο τραπέζι και του είπε με σπαρακτική κραυγή:
--- Να ξεχάσω ή ν’ απαρνηθώ μου λες, τη γυναίκα μου; Δεν είσαι καλά! Με την πρώτη φορά κιόλας που με φίλησε μου ‘δωσε την ψυχή της κι εγώ της έδωσα τη δική μου! Ξέρεις τι είναι αυτό;
--- Τι;
--- Έρωτας!
--- Κι αυτό τι σημαίνει;
--- Σημαίνει πως ο θάνατός της μου διατάραξε την ψυχική μου ισορροπία!
--- Κι αυτό είναι που σε κάνει να νιώθεις άρρωστος, νευρικός και δυστυχισμένος;
--- Βλέπω αρχίζεις και με καταλαβαίνεις, συνέχισε ο Στέφανος και κούνησε με σοβαρό τρόπο το κεφάλι του. Το αίσθημα της ανασφάλειας που με πλάκωσε και με συντρίβει από την απουσία της είναι αυτό που μου υπενθυμίζει συνέχεια πως ζω μακριά της μια κρίση μοναξιάς και υστερίας. Κι όσο νοσταλγώ το παρελθόν της, τις παλιές εκείνες όμορφες στιγμές μαζί της, την αγάπη της που μου ‘δειχνε, την ομορφιά της και την καλοσύνη της, πονώ και πικραίνομαι τόσο πολύ που δεν μπορώ να τα γευτούμε πάλι, και μου ‘ρχεται να τρελαθώ! Κι όσο οι μέρες περνούν και η έλλειψή της υπάρχει, καταρρέω και είμαι σίγουρος πως δε θα αντέξω πολύ και θα πάω από την αρρώστια στο θάνατο.
Φαινόταν σαν να είχε παραλήρημα, λες και κάποιος ψηλός πυρετός τον παίδευε και του είχε παραλύσει στόμα και ψυχή. Όποιος θα τον έβλεπε εκείνη την ώρα, εύκολα θα καταλάβαινε πως κάτι συγκλονιστικό πάλευε την ψυχή του.
--- Και θ’ αφήσεις τον εαυτό σου να πεθάνει; Η βαριά φωνή του Βρανά του βρόντηξε τ’ αυτί.
--- Τι μπορώ να κάνω;
--- Ν’ αντισταθείς! Αυτό μπορείς να κάνεις!
--- Έτσι μόνος! Χωρίς τη γυναίκα μου;
--- Ναι!
---Δεν μπορώ! Είμαι χαμένος! Σαν όμως το άγαλμα της γυναίκας μου μπει στο σπίτι μου, νικάω τη μοναξιά και την αδυναμία μου, γίνομαι δυνατός και νιώθω ασφαλής! Ο γυμνός κι απελπισμένος εαυτός μου πεθαίνει κι ένας άλλος, καινούργιος κι αισιόδοξος γεννιέται. Ό,τι έχω χάσει το κερδίζω με τη θωριά και μόνο της μορφής της πάνω στο λευκό και σμιλευμένο μάρμαρο.
--- Αφού είναι έτσι, Στέφανε και θα βρεις τον εαυτό σου όταν το σμιλευμένο μάρμαρο με τη μορφή της γυναίκας σου μπει στο σπίτι σου δεν απομένει παρά να στο τελειώσει το γρηγορότερο ο Νικόλας. Ως τότε όμως πρέπει να κάνεις υπομονή για να μη βρεθείς στα χειρότερα.
Τα μάτια του Στέφανου πηγαινοέρχονταν ασταμάτητα. Τα κάρφωσε μια στιγμή πάνω στο Βρανά και του ‘κανε μ’ ένα φευγαλέο τρόπο:
--- Δεν ξέρει κανείς πόσο πληρώνω την αργοπορία του!
--- Πάλι τα ίδια! Αργεί, αργεί, θα το τελειώσει κάποτε και θα στο δώσει! Δε θα το κρατήσει!
--- Αυτό φοβάμαι, Γρηγόρη!
--- Μα γιατί το φοβάσαι;
--- Στο είπα και πριν. Είδα κάτι που δε μου άρεσε!
--- Μου το είπες… Τότε στο εργαστήριο με τη Λίζα… το άκουσα…
--- Όχι! Στο εργαστήριο με αυτόν μέσα κι εμένα απέξω!
--- Ε, τι..
--- Να, πήγα να τον δω και δεν ξέρω πως έμεινα απέξω από το εργαστήριό του και τον παρακολουθούσα. Τον έβλεπα, που λες, να κάθεται σε μια πολυθρόνα απέναντι από το άγαλμα της γυναίκας μου, να το κοιτάζει με πάθος και μετά να σηκώνεται να το πλησιάζει και ν’ αρχίζει να το αγγίζει απαλά με τα δάχτυλά του σε ολάκερο το σώμα του σαν να το χάιδευε. Αυτό το έκανε πολλές φορές και με ανησύχησε. Έτσι δεν έφυγα αλλά κάθισα ακόμη να τον παρακολουθώ και να βράζω από τη ζήλια που με είχε λιώσει. Και τότε είδα έκπληκτός να τραβάει δυο χοντρές αλυσίδες που πρέπει να ξεκινούσαν από το βάθος του εργαστηρίου και να δένει μ’ αυτές τα πόδια του αγάλματος. Η φαντασία μου τότε πήρε φωτιά και ψιθύρισα << γιατί το δένει; Μήπως θέλει να το αιχμαλωτίσει για να μην μπορώ να το πάρω;>> Αυτό έγινε λίγο καιρό πριν αναχωρήσει για το Κόσοβο. >> Έφυγα, αλλά από τότε έχω γίνει ράκος, τρέμω και φοβάμαι για την τύχη που θα έχει το άγαλμα της γυναίκας μου.
Γέλασε ο Βρανάς και του είπε:
--- Σε όλα βλέπεις την απειλή που σε κυνηγά, Στέφανε, θαρρώ. Προφητεία είναι αυτό η διαίσθηση;
--- Διαίσθηση, Γρηγόρη, διαίσθηση! Κι εσύ ακόμη που μου ιστορείς τώρα και καμώνεσαι πως με λυπάσαι και με πονάς, θα ‘ρθει η ώρα που θα με απειλήσεις!
--- Θα σε απειλήσω, εγώ;
--- Ναι, εσύ!
--- Μήπως θα σε καταστρέψω κιόλας;
--- Κι αυτό θα γίνει!
--- Και πώς το ξέρεις;
--- Ρώτησε τη Λίζα! Αυτή θα ξέρει να σου πει!
Έπεσε από τα σύννεφα ο Βρανάς. << Η Λίζα>>, σκέφτηκε, <<τίποτα δεν του είχε πει από όσα είχαν στο νου τους να του κάνουν, ήταν σίγουρος γι’ αυτό, η εμπειρία όμως του Στέφανου, η οξύτητα της σκέψης του και η καχυποψία του συν τη διαίσθησή του, τον βοήθησαν να μαντέψει το πανούργο σχέδιό τους >>. Με το φόβο τώρα να πλανάται στα φυλλοκάρδια του, τον ρώτησε με ισχνή φωνή:
--- Γιατί το λες αυτό, Στέφανε; Τι ξέρει η Λίζα;
--- Κάτι ξέρει για να το λέω!
--- Το λες αλλά πού το στηρίζεις;
--- Πού; Στις συνεχείς επισκέψεις σου στο σπίτι της! Δεν είναι αγία! Σίγουρα θα σε πιέζει να μου γράψεις καμιά κακή κριτική για το βιβλίο μου ή καθόλου! Δεν είναι πόλεμος κι αυτό; Δεν με καταστρέφεις έτσι κι εσύ κι αυτή;
--- Μα, σου εξήγησα, γιατί αργώ.
--- Δε μου εξήγησες τίποτα. Τρεις μήνες τώρα το βιβλίο μου έχει κυκλοφορήσει κι εσύ το αγνοείς.
--- Δεν το αγνοώ, αλλά δεν μπορώ να κάνω κι αλλιώς. Να, τα βιβλία σωρός στο σπίτι μου με περιμένουν. Να τα αφήσω αυτά και να πιάσω το δικό σου; Δεν είναι άδικο;
--- Άδικο είναι να με πολεμάς, Γρηγόρη!
Δεν μίλησε εκείνος παρά έριξε το κεφάλι κάτω κι άρχισε να κοιτάζει τις σελίδες του περιοδικού που ξεφύλλιζε. Γρήγορα όμως ο Στέφανος τον επανέφερε στην κουβέντα, ρωτώντας τον με τη δυνατή φωνή του:
--- Από τη Λίζα τι καλό κανείς να περιμένει; Μια κακή, εγωίστρια, φιλήδονη κι ευφάνταστη γυναίκα! Κι όμως έχεις καλές σχέσεις μαζί της, ξημεροβραδιάζεσαι στο σπίτι της, εκτελείς τις παλιοδουλειές της και σ’ έχει συνέχεια χωμένο στα φουστάνια της. Γιατί όλα αυτά;
--- Μην ξεχνάς πως είναι και δική σου, φίλη! του πέταξε με στόμφο κι ο Βρανάς και τον κοίταξε με μίσος. Κι εσύ πας στο σπίτι της και για κάτι άλλο. Σου λέω τίποτα εγώ;
--- Δε μου λες, γιατί δεν έχεις λόγο. Εσύ δεν βλάπτεσαι από αυτή μας τη σχέση. Ενώ εγώ βλάπτομαι από τη δική σας.
--- Είσαι γεμάτος υποψίες, Στέφανε.
--- Υποψίες για σένα, αλήθειες για μένα!
--- Δεν ξέρεις τι λες!
--- Ξέρω τι λέω, γιατί γνωρίζω το παρελθόν και των δυο σας! Είναι κάτι που με τρομάζει και με κάνει σαν το θυμάμαι να χάνω το έδαφος κάτω από τα πόδια μου.
--- Στέφανε οι φιλοδοξίες σου σε κάνουν τυφλό, δεν βλέπεις την αλήθεια αλλά την ψάχνεις στο σκοτάδι.
--- Βλέπω τις φιλοδοξίες μου να μου τις γκρεμίζεις, Γρηγόρη! Εσύ και οι όμοιοι σου! Αυτό βλέπω, Γρηγόρη!
Τον κοίταξε με περιφρόνηση ο Βρανάς και δεν του απάντησε αλλά σκέφτηκε << πως πάντα νομίζουν όσοι τα βρίσκουν σκούρα στη ζωή πως κάποιοι άλλοι φταίνε γι’ αυτό, για να έχουν άλλοθι και να δικαιολογούν τις αποτυχίες τους >>.
--- Σαν ήρθες εδώ, συνέχισε ο Στέφανος, πριν από λίγο, μου είπες πως άρχισες να γράφεις την κριτική για το βιβλίο μου και πως δεν μπόρεσες ούτε μια λέξη να βρεις για να κάνεις την αρχή. Γιατί, αυτό; Δε σ’ έβαλε σε πειρασμό να βρεις το γιατί;
--- Μ’ έβαλε! Γι’ αυτό σου μίλησα για τις ενοχές που νιώθω σαν πιάνω το μολύβι μου να γράψω τις κριτικές μου.
--- Παραδέχεσαι λοιπόν πως έβλαψες κάποιους με τις κακές σου κριτικές. Αυτό δεν λες;
--- Δε λέω πως τους έβλαψα ηθελημένα αλλά από κάποιο κρυφό συναίσθημα. Αυτό τώρα μου βγήκε σε κακό γιατί σαν πάω να γράψω δεν μπορώ.
--- Εσύ δεν είπες στην αρχή πως το ψέμα σου, έγινε ενοχή κι επιστρέφει να σε τιμωρήσει; Το ξέχασες;
--- Δεν είπα αυτό.
--- Τα γυρίζεις τώρα;
--- Δεν είπα αυτό, Στέφανε. Δεν είπα ότι έγραψα ψέματα αλλά κακές κριτικές γιατί το βιβλίο ήταν κακό. Την αλήθεια έγραψα και μόνο την αλήθεια.
--- Ποιος θα το κρίνει αυτό αν λες την αλήθεια;
--- Οι αναγνώστες, οι συγγραφείς κι όσοι ασχολούνται με τα βιβλία.
--- Κακές κριτικές για καλά βιβλία δεν έχεις γράψει;
--- Έγραψα αυτό που έπρεπε.
--- Έτσι εξηγείται κι ο πόλεμος που μου λες πως σου έχουν κηρύξει! Κακός κριτικός λοιπόν με καλές κριτικές, γίνεται;
Κι αφού τον σκούντησε ελαφρά στο χέρι, τον ρώτησε:
--- Τι λες για την άγνοια και την προκατάληψη στον κριτικό; Υπάρχουν ναι ή όχι;
--- Υπάρχουν σε μεγάλο βαθμό γι’ αυτό και το κακό βιβλίο κρίνεται διθυραμβικά.
--- Για την αλήθεια;
--- Δύσκολα να τη βρεις. Χρειάζεται παιδεία, ήθος και σωστή ιδεολογική θεώρηση. Αλλιώς πέφτεις στο ψέμα.
--- Και η ζήλια τι ρόλο παίζει στον ψυχικό κόσμο του κριτικού;
--- Τον κυριότερο! Αυτό το συναίσθημα θαρρώ πνίγει όλα τ’ άλλα σαν πιάσει στα χέρια του το βιβλίο του συγγραφέα ο κριτικός και τον τυφλώνει! Ζηλεύει! Ζηλεύει! Ζηλεύει που πέφτει τόσο χαμηλά να κρίνει το δημιουργό. Δύσκολη βλέπεις η δουλειά του δημιουργού, εύκολη του κριτικού! Ε, αυτό δεν μπορεί να το χωνέψει ο κριτικός γιατί του σκοτώνει την ιδέα και μόνο ότι είναι ερμηνευτής ενός έργου που αυτός δεν έχει την ικανότητα να το κάνει! Είναι δηλαδή υπηρέτης της τέχνης κι όχι δημιουργός!
Ακολούθησε μια στιγμή σιωπής για να του πει ο Στέφανος:
--- Τα ξέρεις τόσο καλά και είσαι κακός κριτικός! Γιατί;
Ο Βρανάς ήδη τον κοίταζε με ολάνοιχτα μάτια κι όλο ενδιαφέρον. Έτσι του αποκρίθηκε με σαρκασμό:
--- Γιατί την ώρα που γράφω βγαίνει ο πίθηκος από μέσα μου, σκοτώνει τον άνθρωπο, γράφοντας αυτός!
Έπαψαν για λίγο την κουβέντα, έσκυψαν μπρος τους και ξεφύλλιζαν στην τύχη τα περιοδικά και τις εφημερίδες που βρίσκονταν πάνω στο τραπέζι. Σαν χόρτασαν το ξεφύλλισμα, σήκωσαν τα κεφάλια τους και κοίταζαν ολοτρόγυρα τα τραπεζάκια με τους ανθρώπους τους που μιλούσαν και γελούσαν φλύαρα ή διάβαζαν βιβλία σιωπηρά και σε άκρατη περισυλλογή. Πολλούς τους ήξεραν, μερικούς τους έβλεπαν για πρώτη φορά και τους υπόλοιπους τους είχαν συναντήσει ή είχαν κάνει παρέα και είχαν μιλήσει μαζί τους.
Για πολλούς από αυτούς τούτο το στέκι ήταν ο χώρος της επαφής και της δημιουργίας τους, ο χώρος από όπου ξεκινούσε η έμπνευση για το επόμενο έργο τους. Ακόμη δεν έλειπαν και τα παζάρια, παζάρια για προβολή, για επιβολή και διεκδίκηση βραβείων, επαίνων και χρημάτων που γίνονταν άλλοτε μυστικά γύρω από ένα τραπέζι κι άλλοτε με στημένες και φανερές συντροφιές και κλίκες που σταύρωναν ανελέητα μάρτυρες και αθώους δημιουργούς της τέχνης.
Πρώτος σταμάτησε να περιεργάζεται τον κόσμο γύρω του ο Στέφανος, που στράφηκε και είπε στο Βρανά:
--- Η δημιουργία, η αθωότητα και η κακία, δεν απολείπουν κι απ’ αυτόν τον κόσμο που βλέπεις εδώ μέσα Βρανά. Κι όμως είναι ένας κόσμος φτιαγμένος όμορφος με αγνά και πλούσια συναισθήματα. Εν τούτοις όμως δεν μπορεί να ξεφύγει από τη μοίρα του, αυτή την καθημερινή του φθορά και ν’ ανεβεί στα σύννεφα. Τι, σου λέει, αυτό;
Τα λόγια του δεν αναστάτωσαν το Βρανά που άλλωστε τα περίμενε. Έτσι με κάποια ετοιμότητα του απάντησε:
--- Τι να μου πει; Μου λέει αυτό που έχω ξαναπεί, πως το πνεύμα δεν είναι μακριά από το κακό, σαν προσβληθεί απ’ αυτό και του ρίξει τη σκουριά του. Σίγουρα θα το σαπίσει!
--- Έτσι εξηγούνται και τα πάθη του πνευματικού ανθρώπου!
--- Έτσι!
--- Όσο καλός κι αν είναι κι όσο κι αν το πνεύμα παλεύει μέσα του να τον κάνει ξεχωριστό, χωρίς αδυναμίες και πάθη δεν το κατορθώνει. Το κακό πιο ισχυρό τον προκαλεί και τον διαφθείρει. Πάντα βρίσκει τον τρόπο να τον καταβάλει.
--- Πάντα! Είναι η μοίρα του ανθρώπου να είναι στη μάχη με το κακό ο νικημένος!
Ακούγοντας τούτα τα λόγια του ο Στέφανος του είπε με κάποια κακία:
--- Κι εμείς τώρα που μιλάμε και κρίνουμε το κακό δεν είμαστε απαλλαγμένοι απ’ αυτό, αλλά βρισκόμαστε μέσα στην μαύρη τρύπα του!
Την κουβέντα την έκοψε ένας ηλικιωμένος ασπρομάλλης που μπήκε εκείνη τη στιγμή μέσα και κάθισε δίπλα τους στο άδειο τραπέζι. Βαστούσε την εφημερίδα του και σαν την άπλωσε μπρος του, μπόρεσαν και διάβασαν τα μεγάλα μαύρα γράμματα που έλεγαν: << Ο πόλεμος στο Κόσοβο έθαψε ανθρώπους και έργα τέχνης κάτω από τη σκόνη >>. Κι από κάτω μια φωτογραφία έδειχνε ένα παιδί ακρωτηριασμένο να κάθεται πάνω σ’ ένα συντριμμένο κεφάλι κάποιου αγάλματος.
--- Τι να σκεφτεί κανείς, ύστερα απ’ αυτά που γίνονται γύρω μας! μουρμούρισε ο Στέφανος κι έδειξε την οργή του με μια ελαφρά κίνηση του κεφαλιού του.
--- Κι εν τούτοις ο άνθρωπος, σκέφτεται, συμπλήρωσε ο Βρανάς πάντα μετά από το θάνατο που βλέπει ν’ απλώνεται γύρω του ή μια καταστροφή την καινούρια ζωή που θα αναγεννηθεί!
Ο Στέφανος με το κεφάλι σκυμμένο, ψιθύρισε:
--- Και στέλνει το Νικόλα να φτιάξει πάλι τα καταστραμμένα έργα τέχνης για να καταστραφούν πάλι μετά από κάποια άλλη παραφροσύνη του ανθρώπου! Τι εμπαιγμός κι αυτός! Τι καταισχύνη!
Και μέσα σε πρωτοφανή ένταση, συμπλήρωσε:
--- Και για τη ζωή των σκοτωμένων που δεν ξαναγεννιούνται τι σκέφτονται, γι’ αυτή; Και τους ανάπηρους, τους παραμορφωμένους και τους καθηλωμένους πώς τους κοιτάζουν; Τα μάτια τους δεν πυορροούν;
Ο άνθρωπος τώρα που καθόταν απέναντί τους, άνοιξε την εφημερίδα και στάθηκε στη λογοτεχνική σελίδα. Ένα πολύχρωμο βιβλίο διαφημιζόταν με το όνομα του συγγραφέα τεράστιο στο πάνω μέρος, το όνομα του εκδοτικού οίκου στο κάτω μέρος κι ανάμεσα σ’ αυτές τις δυο γραφές που έμοιαζαν σαν τους βραχίονες της τανάλιας, φάνταζε το κορμί μιας ολόγυμνης γυναίκας που πεσμένη μπρούμυτα πάνω σ’ ένα βράχο, τον χάιδευε, παίζοντας μαζί του, όπως θα έκανε με τον εραστή της.
--- Το γυμνό νίκησε και τη λογοτεχνία, μουρμούρισε ο Στέφανος για να συμπληρώσει. Γράφεις ένα βιβλίο αισθησιακό που να μιλάει για αχαλίνωτο έρωτα και σαρκικά πάθη, διαβάζεσαι, δε γράφεις, μένεις άγνωστος, αδιάβαστος κι ασήμαντος.
--- Όλο αιχμές, είσαι, Στέφανε, όλο αιχμές και δείχνεις να θες να με χαστουκίσεις με τα λόγια σου, του είπε με μια ψυχική έξαψη ο Βρανάς χωρίς αυτό να του αφαιρέσει κάποια έπαρση στη φωνή του. Και θα λες τώρα από μέσα σου, συνέχισε, πως ένα τέτοιο << αισθησιακό >> βιβλίο δυστυχώς οι κριτικοί δε θα το απορρίψουν αλλά θα το δουν με καλό μάτι, γράφοντας διθυράμβους για να το επαινέσουν και να το διαφημίσουν!
Θέλοντας να του κάνει εντύπωσε ο Στέφανος, έπεσε σε περισυλλογή για να βρει κάποιο επιχείρημα. Σαν το βρήκε, γέλασε για να του δώσει μια μικρή συμφιλίωση και είπε:
--- Πήγα προχθές, Γρηγόρη, σ’ ένα βιβλιοπωλείο και ζήτησα τα απάντα τού Λασκαράτου. Δεν τα βρήκα κι έφυγα. Πήγα ύστερα σ’ ένα άλλο αλλά κι εκεί τα ίδια. Αναγκάστηκα τότε να πάω στην εθνική βιβλιοθήκη. Και σαν έψαξα και δεν τα βρήκα, ρώτησε τη διεύθυνση, << γιατί δεν υπάρχει ένα τέτοιο έργο με μεγάλη αξία στα ράφια; >> και πήρα την απάντηση: << τέτοια έργα, αξίας, δυστυχώς, κύριε, δεν εκδίδονται, είναι ασύμφορα οικονομικά! >>
Είδε το Βρανά να μην παίρνει θέση σ’ αυτά που είπε και τον ρώτησε:
--- Τι λες για όλα αυτά; Είσαι μέσα στα πράγματα, ξέρεις τα παζάρια και τα κυκλώματα που υπάρχουν γύρω από τα βιβλίο κι όμως σιωπάς! Γιατί;
Ο Βρανάς δυστυχώς επεδίωκε τη γελοιοποίηση της συζήτησης. Αυτά που του έλεγε ο Στέφανος τα άκουγε βερεσέ. Υποταγμένος στην κάθε διεφθαρμένη δύναμη, του έκανε με ένα γρυλισμό τη φωνή του:
--- Τι να πω;
--- Αν αυτά που λέω είναι σωστά.
--- Δεν αντιλέγω, αλλά είμαι πολύ μικρός να φωνάξω και να ακουστεί η φωνή μου.
Το πρόσωπο του Στέφανου, κοκκίνισε. Κι αφού έμεινε για λίγο σκεφτικός, του είπε σε έντονο τόνο:
--- Κι έχεις όμως τόση δύναμη!
--- Ποια δύναμη;
--- Το μυαλό σου και την πένα σου! Γράψε κάτι για τη διαφθορά, τα παζάρια, τα τερτίπια των μεγαλοεκδοτών και τα συμφέροντά τους που κάνουν πέρα το καλό βιβλίο κι εκδίδουν το κάθε εύπεπτο κι άχρηστο.
--- Με φέρνεις σε δύσκολη θέση, Στέφανε και λυπάμαι. Αυτό που λες πως μπορώ να το κάνω ούτε που το έχω σκεφτεί. Γι’ αυτό άφησέ με ήσυχο και μην μου φουσκώνεις τα μυαλά με επαναστατικές ιδέες.
--- Δε σου φουσκώνω τα μυαλά, του ‘κανε περιπαιχτικά ο Στέφανος και σηκώθηκε. Σε αφήνω ήσυχο να κάνεις όπως εσύ θα αποφασίσεις. Ο χρόνος θαρρώ από εδώ και πέρα θα είναι ο κριτής σου.
--- Σου είπα, κάνω αυτό που πιστεύω πως είναι σωστό, του μουρμούρισε εκνευρισμένος εκείνος και τον κοίταξε με πείσμα.
--- Δεν το κάνεις, δυστυχώς! του πέταξε με περιφρόνηση κι ο Στέφανος και απομακρύνθηκε από την καρέκλα. Ύστερα σαν όρθωσε το κορμί του, ξεκίνησε για την πόρτα, ενώ ψιθύριζε με μάτια που πετούσαν φλόγες:
--- Κριτικός! Να σου πετύχει!
ΣΤ
Ο Νικόλας επέστρεψε από το Κόσοβο στις 2 Ιανουαρίου του 1998. Το ταξίδι του είχε στοιχίσει ψυχολογικά και του είχε διαταράξει την ψυχική του υγεία μ’ αυτά που είδε εκεί. Όλες οι πληγές της πόλης και της περιοχής του έρχονταν στη σκέψη του και δεν μπορούσε να ησυχάσει ούτε και στον ύπνο του. Γι’ αυτό κι απόψε δεν κοιμήθηκε καλά και σαν ξύπνησε ήταν στις κακές του, γιατί ένα όνειρο που είχε δει στον ύπνο του, τον είχε ψυχοπλακώσει και τον έκανε και τώρα ακόμη που καθόταν κοντά στο παράθυρο κι έπαιρνε το πρωινό του, να νιώθει άσχημα και να αναρωτιέται με πόνο στην καρδιά του, τι είναι εκείνο που κάνει τον άνθρωπο θεριό.
Είδε πως βρισκόταν στο Κόσοβο και κοιτούσε μια απέραντη έκταση ως εκεί που έφτανε το μάτι του, γεμάτη από έργα τέχνης. Κι ως τα θαύμαζε και σκεφτόταν πόσο ακατανίκητα και θαυμαστά ήταν το χέρι και το μυαλό του ανθρώπου που τα έφτιαξε, ένα σμήνος από αεροπλάνα φάνηκε πέρα μακριά στον ορίζοντα κι έρχονταν με δαιμονισμένη ταχύτητα και υπόκωφο θόρυβο κατά πάνω σε αυτόν και στα αριστουργήματα που απλώνονταν μπροστά του. Και μέχρι να καταλάβει τι ήθελαν, τούτα τα ατσάλινα πουλιά που έσχιζαν με τόση αγριότητα και σπουδή τον καταγάλανο ουρανό, βλέπει ν’ ανοίγουν τις κοιλιές τους και να τον γεμίζουν με βόμβες. Κι αμέσως όλο εκείνο το περιβόλι με τα έργα τέχνης να χάνεται μέσα στις φωτιές, τους καπνούς, τις βροντές και τη σκόνη. Κρατήθηκε όσο μπορούσε να μην πέσει από ένα δέντρο που βρέθηκε κοντά του και σαν έφυγαν τα αεροπλάνα είδε με θλίψη πως όλο τούτο το ανθρώπινο δημιούργημα είχε σκαφτεί και δεν έβλεπε παρά σπασμένα μάρμαρα, σωρούς από χώματα και σκορπισμένα αγάλματα.
Μην μπορώντας πια να αντέξει τούτη τη φοβερή καταστροφή που απλωνόταν μπρος του, έβαλε τα κλάματα κι άρχισε να φωνάζει δυνατά. Τότε ήταν που ξύπνησε και φοβισμένος από το κακό τούτο όνειρο πετάχτηκε πάνω από το κρεβάτι για να βρεθεί κοντά στο παράθυρο, ελπίζοντας να γαληνέψει με το χαμόγελο της μέρας που ξεκινούσε. Αλλά του κάκου. Όσο πάλευε να ξεχάσει ότι είχε δει, τόσο και η πληγή που του είχε ανοίξει στα σωθικά του τούτη η νυχτερινή επίσκεψη της φρίκης, μάτωνε και τον πονούσε λες και κάποιο αόρατο χέρι την έξυνε συνεχώς και την αφόρμιζε. Κι εκεί που απεγνωσμένα καλούσε να έρθει η γαλήνη και η λύτρωση στην ψυχή του, φάνηκε η αδερφή του και σαν τον κοίταξε με το νυσταγμένο ροδαλό πρόσωπό της, τον ρώτησε:
--- Μια βδομάδα είναι που γύρισες, Νικόλα απ’ το Κόσοβο και μάτι δε λες να κλείσεις. Τι σου συμβαίνει;
Άφησε λίγο να καταλαγιάσουν τα λόγια της μέσα του και της αποκρίθηκε γεμάτος έξαψη:
--- Τόση καταστροφή κουβαλάω μέσα μου, πώς να ησυχάσω! Εύκολο το ‘χεις;
--- Δεν το ‘χω εύκολο, αλλά πρέπει να κάνεις κάτι για να σώσεις τον εαυτό σου.
--- Τι να σώσω; Εγώ έχω γίνει ερείπιο! Σώζονται τα ερείπια;
Μάκρυνε η σκέψη της Λίζας κι έφτασε ως το Κόσοβο. Έτσι απελπισμένη του είπε:
--- Μακάρι να μην το ‘κανες αυτό το ταξίδι! Σου στοίχισε, βλέπω!
--- Με τόσα κακά που είδα πώς να μη μου στοιχίσει! Πολύ κακό κι όλο αυτό από το ανθρώπινο νου και το ανθρώπινο χέρι!
Πήρε μια βαθιά ανάσα και συνέχισε:
--- Σκοτωμένους δεν είδα, ούτε στα νοσοκομεία πήγα, που ήταν γεμάτα τραυματίες κι ακρωτηριασμένους. Είδα όμως γκρεμισμένα σχολεία και σπίτια, κατεστραμμένες γέφυρες και σκαμμένα χωράφια και λιβάδια. Κι ως το μάτι μου είναι αχόρταγο σε ό,τι βλέπει μπόρεσα και είδα αυτό που άλλοι δεν το βλέπουν. Ποιο είναι αυτό; Το θάνατο σε ό,τι είχε δημιουργήσει ο άνθρωπος εκεί ως τώρα. Κι αν συνεχίσει αυτός ο θάνατος να καταστρέφει ό,τι ο άνθρωπος λέει πολιτισμό, να είσαι σίγουρη πως στο μέλλον θα νιώσει το μεγάλο κι ανελέητο χτύπημα που θα ισοδυναμεί με σήψη κι απώλεια συνείδησης της ιστορικής του καταγωγής. Κι αυτό με τρομάζει πολύ! Με τρομάζει η ξηρασία του μέλλοντός μας!
Στα χρεοκοπημένα ηχηρά του λόγια πρόσθεσε κι αυτή τα δικά της για να του πει με σαρκασμό:
--- Τι έχει να δείξει ο κόσμος; Όλο καταστροφές! Βλέπεις τίποτα άλλο εσύ;
--- Βλέπω! Έχει και καλά, αλλά τούτη του η συμπεριφορά που φτάνει να εκδικείται τον ίδιο του εαυτό είναι θαρρώ μαζοχισμός και δεν έχει λογική εξήγηση. Ξέρεις τι είναι να φτιάχνεις σήμερα ένα ναό της του Θεού Σοφίας κι αύριο να του βάζεις φωτιά και να τον καις! Να χτίζεις ένα νοσοκομείο ή ένα εργοστάσιο παρασκευής φαρμάκων και μετά από λίγο να το βομβαρδίζεις! Αν αυτό δεν είναι τρέλα τότε τι μπορεί να είναι;
Κι αφού σταμάτησε λίγο για να απαλλαγεί από τη φλόγωση της οργής, συνέχισε:
--- Και οι πολεμικές εκστρατείες που έγιναν και γίνονται και τις εγκωμιάζει με πανηγυρισμούς η ιστορία, τι χρειάζονται; Οι τόσες σφαγές και καταστροφές που έγιναν, γιατί δεν παραδειγματίζουν τον άνθρωπο να γίνει καλύτερος;
--- Μικρή, πολύ μικρή η ψυχή του, δεν μπορεί να τα συλλάβει όλα αυτά που λες, Νικόλα!
--- Και θα βλέπουμε όλη την ομορφιά να χάνεται κάτω από τη φρίκη του κακού;
--- Όπως φαίνεται!
--- Καμιά αντίσταση;
--- Ποιος μπορεί να αντισταθεί στο παγκόσμιο κακό;
Κούνησε το κεφάλι του για να πει:
--- Ξέρεις τι μου είπε ο δήμαρχος σαν συζητούσαμε τις ζημιές και τις καταστροφές που άφησε ο πόλεμος στην πόλη του; Πως για να γίνουν όλα τα καταστραμμένα όπως ήταν πρώτα χρειάζονται αμύθητα ποσά που θα τα στερηθούν οι κάτοικοι. Έτσι θα κόψουν κοντύλια που είναι για την πρόνοια και θα τη ρίξουν εκεί! Ξέρεις τι σημαίνει αυτό; Λιγότερο φαγητό για όλους!
--- Αυτό είναι φριχτό!
--- Ναι αλλά έτσι θα βρεθούν λεφτά για να αποκαταστηθούν οι ζημιές!
--- Και τα παιδιά θα πεθάνουν!
--- Θα πεθάνουν!
--- Ούτε και η ειρήνη δεν θα μπορεί να τα χορτάσει, πια!
--- Όχι!
--- Η παράνοια έγινε βλέπεις η μεγάλη θεά της λατρείας!
Έπεσε μια μικρή σιωπή και κοιτάχτηκαν όλο απόγνωση. Ξαφνικά ο Νικόλας με μάτια που άναψαν φωτιές, ψέλλισε τραυλίζοντας:
--- Μετά απ’ όλα αυτά, ντρέπομαι να πάρω τόσα λεφτά για τη δουλειά που θα κάνω, ενώ τόσα παιδιά θα πεθαίνουν από την πείνα.
--- Εσύ Κροίσος κι αυτά νηστικά! Έχεις δίκιο!
--- Αυτά καθηλωμένα στο κρεβάτι ανάπηρα κι εγώ να τους παίρνω τα λεφτά! Να τα σπρώχνω πιο πολύ στη δυστυχία! Να τα στέλνω στην κόλαση!
Έβγαλε ένα ειρωνικό χαμόγελο δείχνοντας την απαισιοδοξία του και ξεφώνισε:
--- Δεν το μπορώ αυτό, δεν το αντέχω!
--- Θες να πεις πως δεν θα πάρεις τη δουλειά;
--- Αυτό σκέφτομαι.
--- Και θα αφοσιωθείς στα δικά σου έργα;
--- Πρέπει να το κάνω αυτό γιατί έχουν μείνει πίσω και οι παραγγελιοδόχοι τους γκρινιάζουν.
--- Καλά που το κατάλαβες!
--- Κάλλιο αργά παρά ποτέ, Λίζα! Όσο αντέχω ακόμα πρέπει να πέσω με τα μούτρα στη δουλειά και να τους τα παραδώσω. Δεν πάει άλλο.
--- Δεν πάει άλλο το βλέπω. Αλλά για να το κάνεις αυτό πρέπει να αφήσεις τα λόγια και να καταπιαστείς με τα έργα. Κόψε ξενύχτια, ποτό κι απολαύσεις, κλείσου στο εργαστήριό σου και δούλεψε. Όσο δεν τα κάνεις αυτό εκτίθεσαι.
Την κοίταξε με μια μελαγχολική γλύκα εκείνος και μετά από μια μικρή ησυχία και σιωπή, τη ρώτησε:
--- Αλήθεια τι γίνεται με το εργαστήριό μου; Μια εβδομάδα εδώ και ούτε πήγα να το δω! Κι εκείνο το άγαλμα της γυναίκας του Στέφανου, τι ν’ απόγινε χωρίς την αγάπη και τη φροντίδα μου; Θαρρώ πως πρέπει να κατέβω ως εκεί και να του ρίξω μια ματιά.
--- Να πας! Γιατί να μην πας! του ‘κανε χαμογελώντας η αδερφή του και φάνηκε να σηκώνεται από τη θέση της.
--- Έλα κι εσύ, να μου κάνεις παρέα! της είπε τρυφερά και πιάνοντάς την απ’ το χέρι την τράβηξε πίσω του.
Έτσι έφτασαν στο εργαστήριό του. Άνοιξε την πόρτα ο Νικόλας και σαν μπήκαν μέσα κάθισαν, αυτός κοντά στον πάγκο με τα εργαλεία του και η αδερφή του απέναντί του, κοντά στα κομμάτια και τα σμιλευμένα μάρμαρα. Κοίταξε με μια γρήγορη ματιά τα έργα του ο Νικόλας και στάθηκε πάνω στο άγαλμα της γυναίκας του Στέφανου. Εκεί πια άρχισε να το περιεργάζεται με θαυμασμό και καχυποψία μαζί λες και κάτι περίεργο του έβρισκε που όσο ήταν εδώ δεν το είχε προσέξει. Και κάποια στιγμή, ρώτησε την αδερφή του με αιχμηρό κι αινιγματικό τρόπο στη φωνή του:
--- Ήρθε κανένας εδώ όσο έλειπα και κοίταξε το άγαλμα τούτο;
--- Ποιος να ‘ρθει; του έκανε ξαφνιασμένη αυτή και ταράχτηκε. Ξέχασες πως το εργαστήριό σου ήταν κλειδωμένο όσο έλειπες και τα κλειδιά τα είχες μαζί σου; Πώς να μπει!
--- Α! το ξέχασα! ψέλλισε δήθεν μετανιωμένος και συνέχισε να το περιεργάζεται πιο έντονα και εξονυχιστικά.
--- Γιατί ρωτάς; Τι είναι αυτό που σε κάνει να πιστεύεις πως στο άγαλμα κάτι άλλαξε όσο έλειπες; του ‘κανε με αυστηρό τόνο τώρα η αδερφή του και φάνηκε να το κοιτάζει κι αυτή με κάποια ιδιαίτερη προσοχή.
Σήκωσε το χέρι του και της έδειξε κάποιο σημείο αόριστο πάνω του.
--- Να, βλέπω σαν κάτι να ‘χει αλλάξει πάνω του! Και στρέφοντας το κεφάλι του κοίταξε το μικρό παράθυρο στο πίσω μέρος του εργαστηρίου.
--- Τι έχει αλλάξει;
--- Ο φωτισμός του δεν είναι ο ίδιος που ήταν πριν φύγω. Τώρα φαίνεται πιο σκοτεινό λες και κάποιος τράβηξε την κουρτίνα στα παράθυρο κι αλλοίωσε την πορεία του φωτός. Μυστήριο να έγινε από μόνο του…
Πριν προλάβει να πει κάτι η Λίζα και να δικαιολογήσει την παρατήρησή του, συνέχισε αλλάζοντας τον τόνο της φωνής του κάνοντάς την πιο τραχιά:
--- Δε θυμάμαι αν το παράθυρο ήταν κλειδωμένο! Για να το παραβιάσει κάποιος και να σύρει την κουρτίνα μόνο με τη δική σου καθοδήγηση θα γινόταν και μάλιστα από μέσα. Κι εσύ φυσικά δεν το έκανες. Άρα με προδίδουν φαίνεται τα μάτια μου!
--- Βέβαια! του ξεφώνισε εκείνη και χάρηκε σαν είδε πως του ξεγλίστρησε. Μπορεί και η κακή σου ψυχολογικά διάθεση να σ’ έκανε να το βλέπεις σκοτεινό και πειραγμένο. Μην το αποκλείεις αυτό!
--- Τίποτα δεν αποκλείω κι αυτό με κάνει να έχω τις υποψίες μου! διαμαρτυρήθηκε έντονα κι έδειξε μια ζωηρή διάθεση στην επιμονή του.
Σηκώθηκε, πλησίασε, πήγε προς το παράθυρο και περιεργάστηκε με σχολαστικότητα σφίγγοντας τα χείλη τη σχισμή που άφηνε η κουρτίνα. Ύστερα πλησίασε το άγαλμα, κόλλησε το πρόσωπό του πάνω του και το έψαχνε με τα μάτια του, από το κεφάλι ως τα πόδια. Σαν σταμάτησε, ψέλλισε:
--- Κάποιο μάτι άφησε τα ίχνη του στην επιφάνειά του. Αλλά ποιο;
Φεύγοντας από κοντά του, έκανε δυο βήματα και μπαίνοντας στο διάδρομο οδηγήθηκε στην αποθήκη. Εκεί κοίταξε επίμονα σ’ ένα σκοτεινό, απόμερο και κρυφό σημείο της, ενώ η αγωνία του ζωγραφιζόταν έντονη στο πρόσωπό του.
--- Τι ψάχνεις εκεί στα σκοτεινά, τι ζητάς; τον ρώτησε τρομαγμένη η Λίζα και τον πλησίασε ταραγμένη.
--- Τίποτα. τίποτα, δε σε αφορά! την αντίκοψε εκείνος και βγήκε από την αποθήκη. Είναι για μένα αυτό που κοιτάζω και σκέφτομαι και δε θα το μάθεις!
Κάθισε στην καρέκλα του ενώ το πρόσωπό του έδειχνε σκαμμένο.
<< Εκεί θα το κρύψω>> σκέφτηκε, << και κανείς δεν θα το βλέπει. Ούτε κι ο Στέφανος. Κι αν μου το ζητήσει θα του πω, να μ’ αφήσει ήσυχο να κάνω τη δουλειά μου. Σαν το τελειώσω θα το πάρει! >>
---Καλά! Καλά! του ‘κανε και η Λίζα σαν τον είδε πως δεν ήθελε να της εξηγήσει και του ‘δωσε σημάδι υποχώρησης. Κάνε ό,τι θες δε σου μπαίνω εμπόδιο στα σχέδιά σου και τις αποφάσεις σου.
--- Έτσι μπράβο! της αποκρίθηκε και τα μάτια του στυλώθηκαν πάνω της.
Κι αφού έκανε τρία συνεχόμενα βαχ ! βαχ ! βαχ !τη ρώτησε μ’ ένα μικρό ζάρωμα στο κούτελό του :
--- Όσο καιρό έλειπα τι έκανε ο Στέφανος; Σε επισκέφτηκε, τον είδες, γκρίνιαξε που έφυγα και τον άφησα στη μέση; Τι έγινε απ’ όλα αυτά;
--- Όλα!
--- Όλα! Δηλαδή;
--- Να, ήρθε μια φορά κι άρχισε τα ίδια και τα ίδια. Παραπονιόταν που του το καθυστερείς, κι έδειχνε ανησυχία για την τύχη του έτσι κλεισμένο που το είχες τόσο καιρό κλειδωμένο στο εργαστήριό σου. Ακόμη διαμαρτυρόταν πως υπόφερε πολύ σαν δεν το ‘χε σπίτι του και του στοίχιζε η απουσία του σε βαθμό που να τον πιάνουν κρίσεις μελαγχολίας και υστερίας.
--- Κι εσύ τι του είπες;
--- Πως το άγαλμα προχωρά και σαν έρθεις θα το τελειώσεις!
--- Θα το τελειώσω και θα του το δώσω;
--- Αυτό! Τι άλλο!
Την κοίταξε με επικριτική ματιά και σιώπησε. Η Λίζα που εκείνη τη στιγμή βρισκόταν κοντά στην πόρτα κι ετοιμαζόταν να βγει στον κήπο, μάντεψε την επιθυμία του να μείνει μόνος και με μια αισιόδοξη διάθεση, του μουρμούρισε:
--- Καιρός να δουλέψεις, Νικόλα! Σ’ αφήνω αφού το επιθυμείς και σαν με χρειαστείς με φωνάζεις. Κι αμέσως δρασκελίζοντας την πόρτα βγήκε έξω και γλίστρησε ανάλαφρη στο πέτρινο δρομάκι του κήπου.
Με μάτια που έκαιγαν από την αϋπνία και την κούραση εκείνος, σηκώθηκε, αναμέρισε μερικά εργαλεία που ήταν σκορπισμένα εδώ κι εκεί κι αφού τα ταχτοποίησε στις θέσεις τους, πλησίασε πάλι το άγαλμα κι απλώνοντας το δεξί του χέρι το ακούμπησε στον αριστερό του ώμο και σε μια θα ‘λεγες στιγμή ευδαιμονίας, άρχισε να το χαϊδεύει με μια λάμψη στα μάτια του, που όμοιά της δύσκολα έβλεπες.
Σαν κράτησε αυτό λίγο, έπεσε ύστερα προστατευτικά πάνω του κι αφού το αγκάλιασε, το έλυσε από τις αλυσίδες και το ‘σπρωξε σιγά- σιγά ως το διάδρομο της αποθήκης και το άφησε έξω από την πόρτα. Με ιδιαίτερη φροντίδα την άνοιξε και παίρνοντας κάθε προφύλαξη έβαλε το άγαλμα μέσα και το έσυρε μέχρι τη σκοτεινή γωνιά που νωρίτερα είχε επιλέξει να το κρύψει. Εκεί αφού το έδεσε πάλι με τις δυο βαριές αλυσίδες και το σκέπασε και μ’ ένα μαύρο ύφασμα, έφυγε, νιώθοντας απέραντη γαλήνη για τη σιγουριά που του επιφύλασσε.
Έτσι αφού γύρισε στη θέση του, έτριψε χαρούμενος τα χέρια του και ψιθύρισε με ειρωνεία και σαρκασμό:
<< Να δούμε τώρα, Στέφανε, πως θα νιώσεις όταν σου πω, πως το άγαλμα είναι αποτραβηγμένο στην ησυχία του και μόνο ο μάστοράς του επιτρέπεται να το βλέπει, αφού στην τελευταία του φάση που βρίσκεται, κάθε επίσκεψη άλλου το ενοχλεί και καθυστερεί την ολοκλήρωσή του >>.
Με αυτές του τις σκέψεις, άνοιξε μπρος του ένα βιβλίο τέχνης που το συμβουλευόταν όταν ήθελε να μάθει κάποιο μυστικό της και ξεφυλλίζοντάς το άρχισε να διαβάζει.
= = =
Ο Στέφανος όταν ξύπνησε και δεν είχε τι να κάνει, μπήκε σ’ ένα ταξί και κατεβαίνοντας την Κηφισίας έφτασε στο << καφέ τέχνη>>. Εκεί αφού κάθισε, παρήγγειλε ένα καφεδάκι, άπλωσε το χέρι του στην εφημερίδα που ήταν ανοιχτή μπροστά του στη σελίδα του βιβλίου κι έριξε μέσα τη ματιά του. Γρήγορα ένα αγκάθινο χαμόγελο φύτρωσε στα χείλη του και μια νευρική έξαψη τον κυρίεψε σύγκορμο σαν είδε ένα δίστηλο με την κριτική του βιβλίου του, γραμμένη από το Βρανά. Κι ως τη διάβασε και κατάλαβε πως ήταν θρύψαλα σκουριάς τα νοήματά της μέχρι και την τελευταία της σειρά, πέταξε πέρα την εφημερίδα, πετάχτηκε πάνω και μέσα σε φωνές, βρισιές και αναθέματα, έφυγε τρέχοντας και βγήκε έξω.
Έτσι ανυπεράσπιστος τώρα από το ανελέητο χτύπημα της κριτικής του Βρανά για το βιβλίο του, ο μόνος που θα μπορούσε να του συμπαρασταθεί και να του δώσει μια εξήγηση γι’ αυτή του την άτεχνη συκοφαντία, ήταν ο Νικόλας. Και γι’ αυτό στη δύσκολη εκείνη στιγμή τον είδε για σωτήρα του. Και να τώρα που έτρεχε να τον βρει. Παίρνοντας πάλι ταξί, έφτασε έξω από το εργαστήριο του Νικόλα, και, σαν είδε την πόρτα ανοιχτή, μπήκε μέσα και χωρίς να προσέξει το γλύπτη, ρίχτηκε στην πρώτη καρέκλα που βρήκε μπροστά του, αρχίζοντας μια ακατάσχετη φλυαρία που έμοιαζε κάτι σαν << βοήθεια! βοήθεια! >>
Τον κοίταξε ο Νικόλας, είδε αμέσως την απόγνωση και την απελπισία ζωγραφισμένη στο ωχρό πρόσωπό του και τον ρώτησε ήρεμα και καλοσυνάτα:
--- Κάτι κακό σου συμβαίνει, Στέφανε! Δε μου το λες κι εμένα να το μάθω;
Άργησε λίγο σαν να ήθελε να συγκεντρωθεί και του είπε, έξαλλος:
--- Να το μάθεις! Ο Βρανάς έγραψε για το βιβλίο μου ό,τι χειρότερο, μπορούσε! Στα γονίδιά μου λέει δεν είναι γραμμένη καμιά λογοτεχνική μου κλίση κι έτσι μοιραία είμαι ένας κακός συγγραφέας! Η επιλογή μου να γίνω συγγραφέας δείχνει μια υποκειμενική κι εγωιστική προδιάθεση κι όχι ταλέντο και ικανότητα!
Έτσι χτυπημένος που ήταν σκέφτηκε ο Νικόλας να τον αναστήσει παρά να τον θάψει. Θεώρησε καλό ν’ ανοίξει μια ενδιαφέρουσα συζήτηση μαζί του, και δείχνοντας μια θετική προδιάθεση του ‘κανε δείχνοντας έκπληξη:
--- Έγραψε έτσι; Τον αχρείο!
--- Όπως στα λέω!
--- Τότε είναι άθλιος κριτικός, ελεεινός!
--- Είναι! Γιατί έγραψε ακόμη πως η κινητήριος δύναμη που γράφω δεν είναι η επαναστατικότητα αλλά η ματαιοδοξία μου ν’ αναγνωριστώ και μόνο! Πιστεύει λέει, πως πραγματικός συγγραφέας είναι εκείνος που αφήνεται να σκέφτεται διαφορετικές ζωές από εκείνη που ζει στην πραγματικότητα, εκδηλώνει την απόρριψη και την κριτική του στάση προς τον πραγματικό κόσμο και την επιθυμία του να την αντικαταστήσει με τις πράξεις των ηρώων του, που φτιάχνει με τη φαντασία και τις ικανότητές του. Αυτά λέει λείπουν από μένα κι έτσι δεν είμαι καλός συγγραφέας που θα άξιζε το βραβείο!
--- Καλά τα λέει, αλλά αυτά δεν ισχύουν για σένα! Εσύ τα ‘χεις όλ’ αυτά!
--- Έτσι μπράβο! Θυμάσαι τι είχε γράψει στο προηγούμενο βιβλίο μου ο κριτικός εκείνος, που δυστυχώς μου διαφεύγει το όνομά του κι έκανε πάταγο;
--- Δε θυμάμαι, για λέγε.
--- Πως η αντιδικία με την πραγματικότητα που είναι και η αιτία που γεννήθηκε η λογοτεχνία, υπάρχει στα γραφτά μου και πως είμαι ο συγγραφέας που βάζω και τον αναγνώστη σ’ ένα παιχνίδι που δεν είναι αθώο, σαν διαβάζει το βιβλίο μου. Και συνέχιζε ο καλός και σωστός τούτος κριτικός: Στα βιβλία μου διαφαίνεται ένα προϊόν εσωτερικής δυσαρέσκειας για την πραγματική ζωή και η μυθοπλαστική μου ιστορία αποτελεί με τη σειρά της πηγή ενόχλησης κι αμφισβήτησης. Γιατί όποιος μέσ’ από τα βιβλία μου ζει ένα μεγάλο μύθο, επιστρέφει στην πραγματική ζωή, κάνει τις συγκρίσεις και βλέπει πως η πραγματική ζωή του, είναι απείρως μετριότερη από τη ζωή που επινοεί ο συγγραφέας, δηλαδή εγώ στην προκειμένη περίπτωση.
--- Έτσι είναι! Κι αυτά είδα κι εγώ στα βιβλία σου!
Χαλάρωσε λίγο το βλέμμα του σαν είδε πως συμφωνούσε μαζί του ο Νικόλας και μ’ ένα τρόπο σαν να τον παρακαλούσε, τον ρώτησε υψώνοντας τη φωνή του:
--- Πότε είναι αυθεντικός ένας μυθιστοριογράφος, ξέρεις;
--- Ξέρω, αλλά περιμένω να το ακούσω από σένα, τον ειδικό!
--- Όταν γράφει για θέματα δικά του και αποφεύγει αυτά που δεν γεννιούνται μέσ’ από την προσωπική του εμπειρία.
--- Βέβαια. Αν έχεις άγνοια για κάτι πώς να γράψεις!
--- Κι εγώ αυτό κάνω! Η ειλικρίνειά μου με κάνει να αποδεχτώ τους δικούς μου δαίμονες και να τους υπηρετήσω στο μέτρο των δυνάμεών μου.
--- Πολύ καλά!
--- Αλλά, δεν τα γράφει έτσι ο Βρανάς.
--- Τι γράφει αυτός;
--- Πως ο μυθιστοριογράφος, και, στην προκειμένη περίπτωση εγώ, δε γράφει γι’ αυτό που αναμοχλεύει στα κατάβαθά του, αλλά επιλέγει θέματα και υποθέσεις με ορθολογικό τρόπο και με κάποια δόση ψυχρότητας, επειδή πιστεύει ότι έτσι θα καταχτήσει ευκολότερα την επιτυχία. Είναι κάλπικος και το πιθανότερο είναι για το λόγο αυτό, ότι θα είναι ένας κακός συγγραφέας, ακόμα κι αν κατακτήσει την επιτυχία.
Φάνηκε να τινάχτηκε πάνω ο Νικόλας και σαν έπιασε στα δάχτυλά του ένα κομμάτι πλαστελίνης άρχισε να το σφίγγει ανάμεσά τους με δύναμη και να το σκαλίζει προσπαθώντας να του δώσει κάποια απροσδιόριστη μορφή. Και ύστερα μουρμούρισε με απλωμένη στο πρόσωπό του την ταραχή του:
--- Αυτός είναι κάλπικος, όχι εσύ! Φοβάται θαρρώ ή διστάζει από ζήλια να γράψει αυτά που πρέπει. Αυτό όμως δε μειώνει την αξία του έργου σου, που κατά την ταπεινή μου γνώμη, στηρίζεται στο προσωπικό σου ύφος, στις λέξεις σου που εκφράζουν ένα ζωντανό πάντα περιεχόμενο και στην ιδεολογική σου επαναστατικότητα, στοιχεία που δίνουν και τη μαγεία στα γραφτά σου.
Σιώπησε δείχνοντας πως τελείωσε αλλά συνέχισε με τη φωνή του όμως πιο χαμηλή:
--- Σημαντικός είναι και ο ρόλος σου σαν αφηγητή στο βιβλίο αυτό που το διάβασα δυο μέρες μετά την επιστροφή μου από το Κόσοβο. Οι μετακινήσεις σου στο χρόνο, η εξύφανση των ιστοριών σου που τις θέλεις να είναι η μία μέσα στην άλλη, τα πολλά κρυφά στοιχεία που έχεις και δεν αποκαλύπτεις και η προκλητικότητα του έργου σου, είναι άριστα και ακαταμάχητα πλεονεκτήματα.
Μια θαμμένη ευτυχία έλαμψε στο πρόσωπο του Στέφανου και υποταγμένος λες στα λόγια του, ψιθύρισε:
--- Πού να τα δει όμως αυτά η άγνοια και η τύφλα του Βρανά!
--- Όχι, μόνο ο Βρανάς αλλά κι άλλοι κριτικοί δεν μπορούν να τα δουν όλα σ’ ένα μυθιστόρημα, είπε με μια πάνσοφη διάθεση ο Νικόλας και συνέχισε: Πάντα θα υπάρχει κάτι σ’ ένα ολοκληρωμένο μυθιστόρημα ή ποίημα, ένα στοιχείο ή μια διάσταση που η κριτική ορθολογική ανάλυση δεν καταφέρνει να συλλάβει και να δει. Γιατί η κριτική είναι μια άσκηση της λογικής και της ευφυίας και στη λογοτεχνική δημιουργία, εκτός από αυτούς τους παράγοντες, παρεμβαίνουν και μάλιστα ορισμένες φορές με καθοριστικό τρόπο, η διαίσθηση, η ευαισθησία, η μαντεία, ακόμη και η τύχη που διαφεύγουν πάντα κι από το πιο φίνο δικτυωτό της κριτικής έρευνας.
--- Έλαμψαν για άλλη μια φορά τα μάτια του Στέφανου σαν του άρεσαν αυτά που άκουσε από το στόμα του Νικόλα και πρόσθεσε τώρα αυτός με μια αιχμηρή χροιά σαρκασμού στα λόγια του:
--- Γι’ αυτό, θαρρώ, πως κανείς δεν μπορεί να διδάξει σε κάποιον τη δημιουργία. Το πολύ ανάγνωση και γραφή. Τα υπόλοιπα τα διδάσκει κανείς στον εαυτό του.
Έδειχνε καταβεβλημένος. Πήρε μια βαθιά ανάσα και με μια αδύναμη περιστροφή του κεφαλιού του, κοίταξε με προσοχή όλα τα προπλάσματα και τα αγάλματα. Σαν είδε πως έλειπε το άγαλμα της γυναίκας του, τον ρώτησε κάπως άγρια και τραχιά:
--- Δε βλέπω πουθενά το άγαλμα της γυναίκας μου! Πού το ‘χεις κρυμμένο;
<< Άρχισε πάλι τις γκρίνιες >>, σκέφτηκε ο Νικόλας και του φάνηκε πως καθόταν σε αναμμένα κάρβουνα. << Να δω πως θα τον πείσω γι’ αυτό που έκανα, έτσι σκληρός και κυνικός που είναι στις διαπραγματεύσεις του >>.
--- Το έδιωξα από το φως, γιατί θα το κατέστρεφε και το ‘βαλα πίσω σ’ ένα σκοτεινό χώρο, του απάντησε με μια φυσικότητα στη φωνή του και σιώπησε απότομα, περιμένοντας και τη συνέχεια της αντίδρασής του.
Τα μάτια τού Στέφανου κινήθηκαν σαν σβώλοι μέσα στις κόγχες τους και με σκληρό τόνο στη φωνή του, του φώναξε:
--- Το ‘κρυψες, θες να πεις, Νικόλα;
Έτριψε τα χέρια του με τις παλάμες του εκείνος και του απάντησε ζωηρά:
--- Δεν το ‘κρυψα, πως το ‘κρυψα! Εκεί θα δουλεύω από εδώ και πέρα γιατί αυτό απαιτεί η τέχνη. Το πολύ φως σε ξεγελά, σου δείχνει πιο πολύ στιλπνότητα απ΄ ότι πρέπει και το έργο ξεφεύγει από την πραγματική αισθητική. Στο κανονικό φως όλα καταλήγουν να γίνονται τέλεια.
--- Σωστά αυτά που λες, αν βέβαια είναι αληθινά αλλά εμένα δεν με νοιάζει πως δουλεύεις αλλά το πότε θα πάρω το άγαλμα της γυναίκας μου.
Έδειξε αποσβολωμένος ο Νικόλας, κινήθηκε με κάποια ανησυχία στη θέση του και σαν σκέφτηκε εκείνα που θα του έλεγε, του αποκρίθηκε μ’ ένα μικρό χαμόγελο στα χείλη που έδειχνε πείσμα:
--- Α, όλα κι όλα, μη μου βάζεις περιορισμούς στη δουλειά μου, γιατί το ξέρεις καλά πως δε μ’ αρέσουν. Είμαι ελεύθερος να κάνω τις δικές μου επιλογές, χωρίς την παρεμβολή τρίτων. Εκείνο που μπορώ να σου πω, μόνο, είναι πως θ’ αργήσω ακόμη να το τελειώσω!
Σαν να έβλεπε μπροστά του ένα μακρινό όραμα ο Στέφανος και τα βασιλεμένα μάτια του είχαν ανοίξει τόσο διάπλατα που θαρρείς και ονειροπολούσε. Η ανάγκη όμως να απαντήσει στα άκομψα λόγια του, τον έκαναν να φύγει από το λήθαργο και να του πει με μια απίστευτη σβελτάδα:
--- Πόσο θ’ αργήσεις; Δεν μπορείς να μου το πεις;
Ωχρός από την ταραχή ο γλύπτης του ούρλιαξε με άσχημο τρόπο:
--- Όχι!
--- Σε δυο, σε τρεις, σε πέντε, σε δέκα μήνες, σ’ ένα χρόνο; Πότε; Λέγε μου τέλος πάντων;
---Σου είπα, Στέφανε η τέχνη δεν περιορίζεται από το χρόνο.
Έσφιξε τα χείλη του κι έδειξε να ταράχτηκε πολύ. Έτσι του ψιθύρισε με εχθρική διάθεση:
--- Θαρρώ πως κάτι μου κρύβεις, Νικόλα!
--- Δε σου κρύβω, τίποτα! Εσύ το σκέφτεσαι αυτό!
--- Δεν ξέρω, αρχίζω να σε φοβάμαι για ό,τι κάνεις και με τρομάζεις με την αινιγματική σου συμπεριφορά! Ο Θεός να βάλει το χέρι του να βγω ψεύτης στις σκέψεις μου αυτές, αν και είμαι σίγουρος πως δεν θα διαψευστώ!
--- Παραλογίζεσαι, Στέφανε, γι’ αυτό σε παρακαλώ να συγκρατηθείς. Χτυπημένος από τη θλιβερή εντύπωση που σου έκανε η κριτική του Βρανά, δεν ξέρεις τι λες!
--- Έτσι, ε;
--- Έτσι! Τι θες να κάνω, παραπάνω για να ‘χεις το άγαλμα όποτε εσύ θες;
--- Να δουλέψεις πιο πολύ, να κόψεις τα ξενύχτια και τα ταξίδια και να χύσεις πολύ ιδρώτα στα έργα σου. Αυτό θέλω!
--- Δεν με νοιάζει τι λες, γιατί κάνω αυτό που πρέπει! Εγώ είμαι το αφεντικό στη δουλειά μου και κανένας άλλος!
--- Το ξέρω αυτό, δε μου λες κάτι καινούριο! Έτσι σαν αφεντικό που είσαι με άφησες στη μέση κι έφυγες για το Κόσοβο.
--- Δεν έπρεπε να πάω;
--- Δεν έπρεπε!
--- Μου φαίνεται ότι δεν ξέρεις τι λες!
--- Έλειπες τέσσερις μήνες, δεν έλειπες;
--- Έλειπα!
--- Ξέρεις τι σημαίνει αυτό;
--- Τι σημαίνει;
--- Πως με κορόιδεψες, με άφησες πίσω και τώρα που σου ζητάω εξηγήσεις για την αργοπορία σου, μου κάνεις τον ανήξερο.
Δεν του αποκρίθηκε άλλο ο Νικόλας, παρά σηκώθηκε και περιφρονώντας τον άρχισε να περπατά ανάμεσα στα έργα του. Σε λίγο στάθηκε μπροστά από τους πάγκους με τα εργαλεία του και σαν έσκυψε έπιασε μια σμίλη και την πέρασε ελαφρά σαν να την χάιδευε από τα δάχτυλα του αριστερού του χεριού. Ύστερα σαν την άφησε δίπλα σ’ ένα χοντρό σφυρί, στράφηκε και κοίταξε ένα μικρό παιδικό κεφάλι, αγνώριστο από τη σκόνη και τη φθορά του χρόνου, εγκαταλειμμένο εκεί στη θέση του σαν αζήτητο. Κι αφού προσπάθησε να κρύψει τον πανικό που είχε απλωθεί στο πρόσωπό του με μια τρυφερή χειρονομία πάνω του, το εγκατέλειψε και κινήθηκε για το διάδρομο που οδηγούσε στην έξοδο.
Πίσω του σηκώθηκε κι ο Στέφανος και σαν τον έφτασε, τον έπιασε ελαφρά από τον ώμο και του είπε παρακαλεστικά:
--- Έλα πάμε να μου δείξεις το άγαλμα!
Κοντοστάθηκε εκείνος και τον κοίταξε σαν ήρωας ιστορικού έργου. Και μέσα από μια εκρηκτική φόρτιση, του είπε:
--- Δεν είναι για σένα, αυτό το μέρος!
--- Δεν είναι για μένα;
Το άξαφνο ξέσπασμα του Στέφανου, έκανε ακόμη πιο θολή την υπάρχουσα ατμόσφαιρα.
--- Δεν είναι γιατί εκεί είναι το δικό μου άδυτο! Η τέχνη εκεί με περιμένει μόνο χωρίς εσένα. Δεν έχεις καμιά δουλειά εσύ, εκεί!
--- Το ξέρω αυτό, αλλά εγώ θα δω μόνο το άγαλμα της γυναίκας μου και δε θα μολύνω την τέχνη σου.
Στην επιμονή του αυτή, του ήρθε του Νικόλα να τον αρπάξει απ’ τα μαλλιά και να τον πετάξει έξω. Αλλά συγκρατήθηκε και με μάτια που άστραψαν από θυμό, του ψέλλισε:
--- Πρέπει να μ’ αφήσεις ήσυχο, Στέφανε να κάνω τη δουλειά μου και να μην μπερδεύεσαι κάθε λίγο και λιγάκι στα πόδια μου.
Και βαριανασαίνοντας πιάστηκε από ένα κομμάτι μάρμαρου να συνέλθει.
Ο Στέφανος είχε καταλάβει το μάταιο της προσπάθειάς του να πλησιάσει το άγαλμα και αντέδρασε και πάλι, λέγοντάς του με οξύ τόνο:
--- Ήσυχο σ’ αφήνω αλλά βλέπω πως με κοροϊδεύεις!
--- Δε σε κοροϊδεύω! Απόδειξη πως το δουλεύω το άγαλμα και το προχωράω!
--- Τότε γιατί δε μ’ αφήνεις να το δω;
--- Το είδες τόσες φορές! Τι θα ωφελήσει να το βλέπεις συνέχεια;
Ο Στέφανος τινάχτηκε σαν πιρουνιασμένος και του φώναξε, χτυπώντας κάτω τα πόδια του:
--- Σου είπα, θέλω να το δω!
Και πριν αποτελειώσει τα λόγια του, η φωνή του Νικόλα αντήχησε σαν ήχος από τσεκουριά στ’ αυτιά του:
--- Φύγε, Στέφανε! Δε θα σ’ αφήσω να το δεις!
--- Δε θα μ’ αφήσεις;
--- Δε θα σ’ αφήσω! Ξεχνάς πως εδώ μέσα κάνω κουμάντο εγώ;
Δεν του άρεσε να του μιλάνε έτσι του Στέφανου. Γι’ αυτό όποτε βρισκόταν στη δυσάρεστη αυτή θέση αντιδρούσε με το χειρότερο τρόπο. Έτσι και τώρα, έσπρωξε πέρα το Νικόλα και του είπε, οργισμένος:
--- Δε θα σου περάσει. Νικόλα! Εγώ θα πάω να δω το άγαλμα της γυναίκας μου, γιατί είναι δικό μου! και τρέχοντας βρέθηκε στο σκοτεινό διάδρομο.
Από πίσω του ο Νικόλας τον κυνηγούσε και τον φοβέριζε. Δεν τον έφτασε παρά σαν ο Στέφανος, πηδώντας πάνω από σανίδια, πινέλα, χρώματα και κομμάτια από σπασμένα μάρμαρα, έφτασε έξω από την πόρτα της αποθήκης. Εκεί σαν την έσπρωξε με δύναμη, μπήκε μέσα και ήρθε φάτσα με το κρυμμένο και σκεπασμένο άγαλμα. Δυσκολεύτηκε να το γνωρίσει έτσι τυλιγμένο που ήταν με το μαύρο κάλυμμά του αλλά σαν είδε τις δυο χοντρές αλυσίδες να το σφίγγουν σκληρά ψυλλιάστηκε πως κάτι ύποπτο προστάτευαν και χωρίς δεύτερη σκέψη άρχισε να ξεσκεπάζει τον όγκο που βρισκόταν μπροστά του. Και ω! του θαύματος! Με έκπληξη είδε ν’ αστράφτει στην αρχή το ολόλευκο πρόσωπο της γυναίκας του και ύστερα όσο έδιωχνε το σκέπασμα από πάνω του να ανακαλύπτεται ολόκληρο το υπόλοιπο μέρος του αγάλματος. Και τότε οργισμένος σαν το αγκάλιασε, φώναξε με οργή και μίσος στο Νικόλα:
--- Εδώ το ‘χεις, κρυμμένο διεφθαρμένε; Γιατί;
Λίγο πιο πίσω του ο Νικόλας με απλωμένα χέρια προσπαθούσε να τον συγκρατήσει. Κι ως άκουσε τα λόγια του, του αποκρίθηκε φοβισμένα και με φωνή που έδειχνε να πνιγόταν:
--- Δε σου είπα; Για να το γλιτώσω από το φως! Θα του πείραζε την επιφάνεια και με τον καιρό θα έκανε νερά έτσι που η στιλπνότητά του θα αποκτούσε άρρωστη και ξεθωριασμένη χροιά.
--- Τα λες αυτά για να κρύψεις την αμαρτία σου, αχρείε και να δικαιολογήσεις την κολασμένη πράξη σου! του φώναξε με λαβωμένο πρόσωπο ο Στέφανος κι απλώνοντας το χέρι του, του έδειξε τις αλυσίδες. Και πριν του πει οτιδήποτε ο Νικόλας, μουρμούρισε:
--- Αυτές, τι τις θες;
Εκείνη τη στιγμή ο Νικόλας ήταν ακριβώς πίσω του, πολύ κοντά τόσο όσο χρειαζόταν για να νιώσει την ανάσα του ο Στέφανος και ν’ ακούσει τη βραχνή φωνή του να του λέει:
--- Τις έβαλα για να το στηρίξουν. Δες πως είναι δεμένες με τα δυο χοντρά καρφιά στον τοίχο.
Σκέψεις, πολλές σκέψεις ξεπήδησαν από το κεφάλι του Στέφανου, έτσι που για μια στιγμή το ένιωσε πολύ βαρύ κι ασήκωτο, πράγμα που τον έκανε να χάσει τον κόσμο γύρω του. << Να που δεν έπεσα έξω>> συλλογίστηκε,<< όλα όσα φοβόμουν βγαίνουν αληθινά κι όπως πάνε τα πράγματα ούτε το άγαλμα θα το τελειώσει αλλά και ούτε θα μου το δώσει ποτέ! Δε μου απομένει τότε να τον φοβερίσω, να του δείξω τα άγρια ένστιχτά μου που σαν σκοπό θα έχουν να τον βλάψουν και ύστερα… βλέποντας και κάνοντας >>.
Πήρε το πρόσωπό του από το άγαλμα και σαν το έστρεψε στο Νικόλα του είπε με όση δύναμη μπορούσε στη φωνή του:
--- Ας γυρίσουμε πίσω στο εργαστήριό σου. Θέλω να κουβεντιάσουμε!
Τον άκουσε εκείνος, έσυρε σιγά- σιγά τα πόδια του και γυρνώντας, γύρισε στο εργαστήριό του και κάθισε στην πολυθρόνα που συνήθιζε να κάθεται και να μιλά με τους φίλους και τους δικούς του ανθρώπους που τον επισκέπτονταν. Βρήκε θέση απέναντι σ’ ένα σκαμνί κι ο Στέφανος κι αφού κοιτάχτηκαν σαν εχθροί, έτοιμοι να χτυπηθούν, ετοιμάστηκαν ν’ ανοίξουν κουβέντα. Πρώτος μίλησε ο Στέφανος για να του πει:
--- Κάνεις άλλα αντ’ άλλων, Νικόλα! Γιατί;
Σιγή. Κι έξαφνα οι μύες στο πρόσωπο του Νικόλα αναδεύτηκαν για να φωνάξει με ένταση:
--- Τι κάνω, δεν σε καταλαβαίνω!
--- Κρύβεις το άγαλμα της γυναίκας μου, δε μ’ αφήνεις να το δω, το έχεις κρυμμένο κι αλυσοδεμένο και ούτε μου λες πότε θα είναι έτοιμο. Γιατί όλ’ αυτά; Πού το πας;
--- Τι ακούνε τ’ αυτιά μου! ξέσπασε ο Νικόλας κι έδειξε να παίρνει φωτιά ολόκληρος. Είσαι με τα καλά σου, Στέφανε που μιλάς έτσι;
--- Τότε τι θέλει το άγαλμα κρυμμένο στο σκοτάδι; Μπορείς να μου το εξηγήσεις;
--- Σου είπα! Το ‘διωξα να γλιτώσει από την κακή επίδραση του φωτός!
--- Δεν το πιστεύω, Νικόλα! Έχεις κάτι κακό βάλλει στο μυαλό σου και φοβάμαι!
Σηκώθηκε τότε ο Νικόλας κι αφού πήρε ένα μπουκάλι γεμάτο ποτό, ξανακάθισε κι αφού το άνοιξε το έφερε στο στόμα κι άρχισε να πίνει γρήγορα μεγάλες ρουφηξιές. Σαν ήπιε αρκετό, και, το ξεκόλλησε απ’ τα χείλη του, το άφησε πάνω στο πάγκο κι απόμεινε σιωπηλός να νιώθει την ευχαρίστηση που του άφηνε το ποτό στις φλέβες του. Ύστερα σαν κοίταξε το Στέφανο με μάτια κόκκινα, του είπε συλλαβίζοντας τις λέξεις που έβγαινα από το στόμα του:
---- Λες παράλογα πράγματα, Στέφανε!
Εκείνος επέμενε και του είπε:
--- Δε λέω! Φαίνονται!
Ο Νικόλας αντέδρασε, λέγοντάς του με υψωμένη τη φωνή:
--- Αυτά που έχεις στο μυαλό σου και τα γέννησε η αρρωστημένη φαντασία σου, δεν γίνονται ποτέ! Πώς μπορώ να τα κάνω, εγώ;
Ο σαρκασμός του Στέφανου ήταν οξύς για να του πει με νεύρα:
--- Θες να με βγάλεις τρελό;
--- Ο έρωτάς σου για τη γυναίκα σου, που ξέρεις, μπορεί…
--- Μπορεί να μ’ έβλαψε; Αυτό θες να πεις;
--- Να σε πείραξε και να σε οδηγεί σε φαντασιοπληξίες! Αυτό θέλω να πω!
--- Μπορεί, δε λέω, αλλά γιατί δεν μου τελειώνεις το άγαλμά της που μου έταξες και μ’ αφήνεις μετέωρο να σκέφτομαι δυσάρεστα πράγματα;
Με βαρύ ρυθμό αλλά μετά σαν ρυθμικός ύμνος η φωνή του Νικόλα ακούστηκε να του λέει:
--- Θ’ αργήσει ακόμη, μην βιάζεσαι! Τέχνη κάνω δε κάνω μαγεία. Θες να βιαστώ και να την προδώσω; Σκέψου και λίγο την έρημη την τέχνη!
Χτύπησε τη γροθιά του σ’ ένα μικρό τραπεζάκι που βρέθηκε δίπλα του και του φώναξε οργισμένος:
--- Δε με πείθεις μ’ αυτά που λες, Νικόλα, δε με πείθεις! Ψέματα μου λες αλλά εγώ θα τη βρω την αλήθεια!
Και πριν του αποκριθεί ο Νικόλας τον ρώτησε:
--- Δεν είναι αλήθεια πως οι δημιουργοί ερωτεύονται πολλές φορές αυτά που φτιάχνουν;
Με ωχρό πρόσωπο και ανασηκωμένη μύτη εκείνος, τύφλα στο μεθύσι, του είπε διαμαρτυρόμενος:
--- Δε σε καταλαβαίνω, τι θες να πεις;
--- Πως τα ερωτεύονται και δε θέλουν να τ’ αποχωριστούν!
Άπλωσε το χέρι του ο Νικόλας και πήρε πάλι το μπουκάλι. Μια κορωμένη λαχτάρα έβγαινε από μέσα του, να το αδειάσει, να μεθύσει και να χάσει από τα μάτια του τον παράξενο κι αντιπαθητικό τούτο επισκέπτη που του ύψωνε τη φωνή του σε ό,τι του έλεγε και δεν τον άφηνε ήσυχο να κάνει τη δουλειά του και να υπηρετήσει σωστά την τέχνη του. Σαν το έφερε στο στόμα και ήπιε δυο τρεις ρουφηξιές μια παράξενη λύσσα για επίθεση τον κυρίεψε που τον έσπρωχνε να τον χτυπήσει εκείνη ακριβώς τη στιγμή, αιφνιδιάζοντάς τον για να τον καταστήσει ανίσχυρο. << Ό,τι έχεις να κάνεις, ας το κάνεις τώρα με θάρρος και κυνισμό >> σκέφτηκε για να πείσει τον εαυτό του να δράσει. Κι αμέσως σήκωσε το χέρι του με το μπουκάλι κι αφού το ζύγισε στον αέρα, ετοιμάστηκε να του το πετάξει στο κεφάλι. Αλλά σαν το βλέμμα του άλλου τον κοίταξε γενναιόψυχα το κατέβασε και τρέμοντας σχεδόν σύγκορμος, του ψέλλισε με φλόγωση οργής:
--- Το παρανοϊκό σου κεφάλι, τα σκέφτεται αυτά, Στέφανε! Άφησέ με στην ησυχία μου και φύγε!
Θηρίο έγινε αυτός και του φώναξε:
--- Δε φεύγω, αν δε μου πεις τι θα γίνει με το άγαλμα της γυναίκας μου!
<< Έχω τη δύναμη που μπορεί να τον ηρεμήσει >> σκέφτηκε ο γλύπτης κι αφού έσκασε ένα αχνό γέλιο κι άστραψαν από φιλικό φως τα μάτια του, του είπε σιγανά:
--- Σου είχα πει, αν θυμάμαι καλά, τότε που κλείσαμε τη δουλειά, πως δεν πρέπει να βιαστώ να καταπιαστώ με το έργο αυτό πριν με καταχτήσει η παντοδυναμία της τέχνης και με στέψει ώριμο να φιλοτεχνήσω το άγιο περιεχόμενό της. Σαν αυτό επιτεύχθηκε, άρχισα να το φιλοτεχνώ. Σαν όμως βρέθηκα στο Κόσοβο η παντοδύναμη κυριαρχία της πάνω μου ατόνησε για να νιώθω τώρα αδύναμος κι ανίκανος να πιάσω στα χέρια μου το μάρμαρο και να του δώσω με το σφυρί και το καλέμι ζωή και μορφή. Η κυριαρχία των άτονων ενστίχτων μέσα μου που με απομακρύνει από τη δημιουργική σκέψη γρήγορα θα εξαφανιστεί και βρίσκοντας σε λίγο καιρό πάλι τον καλό εαυτό μου που η ίδια η τέχνη αποζητά θα αρχίσω να την υπηρετώ και φυσικά το έργο σου θα μπει στη λίστα προτεραιότητας που τόσο ευλαβικά έχω μάθει να κρατάω.
Του φάνηκε πως άκουσε τη φωνή του Στέφανου κάτι να του λέει, αλλά συνέχισε:
--- Είναι ζήτημα χρόνου και δύναμης, Στέφανε. Κάνε υπομονή κι όλα θα πάρουν το σωστό τους δρόμο.
Αυτός αναστέναξε βαθιά και του είπε:
--- Οχ! καημένε Νικόλα! Κάνω υπομονή πολύ καιρό, δεν αντέχω άλλο! Το ξέρεις καλά πως η ψυχική μου ισορροπία μ’ αυτή την αργοπορία σου έχει διαταραχθεί κι όμως συνεχίζεις να με τυραννάς! Γιατί;
Ο γλύπτης τον άκουγε σιωπηλός.
Ο Στέφανος συνέχισε:
--- Με πλακώνει ένα αίσθημα ανασφάλειας, Νικόλα, σαν μου λείπει το άγαλμα της γυναίκας μου και δεν ξέρω σε τι τρέλα θα με οδηγήσει. Αυτό με κάνει να υποφέρω και να μου δημιουργεί κρίσεις μοναξιάς, φόβου και υστερίας. Κι όσο σκέφτομαι και νοσταλγώ το παρελθόν της, τις όμορφες στιγμές που περάσαμε μαζί, την αγάπη που μου έδωσε, τη ζεστασιά του κορμιού και της ψυχής της, τόσο πιο πολύ νιώθω μόνος και δυστυχής και μου έρχεται να τρελαθώ! Μου έρχεται να τρελαθώ, ναι, γιατί δεν μπορώ να δεχτώ αυτό που έχασα! Το άγαλμά της πιστεύω, έτσι στημένο που θα είναι δίπλα μου μέσα στο σπίτι θα με γιατρέψει απ’ όλα τα δεινά τής απουσίας της.
Έκανε ένα μορφασμό με τα μάτια ο Νικόλας πράγμα που έδειχνε πως συμφωνούσε μαζί του και τον ρώτησε με κάποια δόση αυθορμητισμού:
--- Σωστά μιλάς, αλλά τι μπορώ να κάνω;
--- Ν’ αντισταθείς!
--- Σε ποιον;
--- Στα πάθη και στα κακά ένστιχτά σου!
Εκείνος σήκωσε τούς ώμους του και του είπε με σαρκασμό:
--- Ε, καλά! Άφησέ με ήσυχο!
--- Με ψυχή χαμένη και δυνάμεις ανήμπορες δεν μπορείς να δημιουργήσεις! Θέλεις θυσίες η τέχνη!
Η σκληρή φωνή του Στέφανου ηχηρή όσο ποτέ του τρύπησε πέρα για πέρα τα αυτιά και του ανέβασε στα ύψη την ψυχική του έξαψη. Έτσι γέλασε μ’ ένα τρανταχτό γέλιο κι έπιασε το μπουκάλι. Σαν το έφερε στο στόμα και το άδειασε, το πέταξε με δύναμη πάνω σ’ ένα κομμάτι μάρμαρο και το ‘κανε κομμάτια. Στράφηκε ύστερα, θώρησε καταπρόσωπο το Στέφανο με τα θολά του μάτια και σηκώθηκε να του δείξει την πόρτα. Στη μέση όμως της διαδρομής παραπάτησε, τρέκλισε για λίγο και χάνοντας την ισορροπία του, βρέθηκε να ακουμπά την πλάτη του στον τοίχο που στηριζόταν η πόρτα.
Εκεί άπλωσε το δεξί του χέρι να πιαστεί από το χερούλι της πόρτας αλλά δεν μπόρεσε, του γλίστρησε και φάνηκε πως γρήγορα θα σωριαζόταν κάτω. Κι εκεί που έδινε τη μάχη να κρατηθεί όρθιος, τα μάτια του γούρλωσαν, τα χείλη του άρχισαν να σφίγγονται και το πρόσωπό του να παίρνει το ωχρό χρώμα του λιποθυμισμένου και σε λίγο μαζί με τα δόντια του που έτριξαν, ακούστηκε κι ο γδούπος του κορμιού του που σωριαζόταν κάτω.
--- Ανάθεμά σε, Νικόλα! φώναξε σαστισμένος σαν τον είδε ο Στέφανος κι έσκυψε από πάνω του.
= = =
Η Λίζα εκείνη τη στιγμή, έμπαινε στην πόρτα, φέρνοντας τις εφημερίδες του κι ως τον είδε κάτω ξαπλωμένο, έσκυψε κι αυτή πάνω του κι άρχισε να του κάνει μαλάξεις με τα χέρια του στο μέρος του στήθους για να τον συνεφέρει.
--- Αυτό μου κάνει κάθε τόσο και λιγάκι! ψιθύρισε στο αυτί του Στέφανου που ήταν κοντά της κι έδινε κι αυτός τις πρώτες βοήθειες.
--- Τι έπαθα; Πάλι κάτω έπεσα; Ακούστηκε μέσα σε βόγκους και ανασασμό η σβηστή φωνή του, που φάνηκε να συνέρχεται.
--- Έλα να σε βάλουμε στο κρεβάτι! του είπε παρακαλεστικά η Λίζα κι έκανε νόημα στο Στέφανο να τον πιάσει από τους ώμους ενώ εκείνη έπιανε τα πόδια του.
Έτσι τον έβαλαν στο μικρό ράντζο που ήταν πάντα μέσα στο εργαστήριο και το χρησιμοποιούσε για να ξαπλώνει σαν ένιωθε κουρασμένος κι απόφευγε ν’ ανεβαίνει στο σπίτι. Εκεί σαν τον σκέπασε με μια κουβέρτα η Λίζα και τον κοίταξε στο πρόσωπό να δει το χρώμα του, τον άφησαν να κοιμηθεί και οι δυο τους αποτραβήχτηκαν κοντά στον πάγκο και σύροντας το παραβάν κρύφτηκαν από τη θέα του, αρχίζοντας σιγανά την κουβέντα.
Αναστέναξε σαν κάθισαν η Λίζα και με ανασηκωμένη μύτη τον ρώτησε, με τη γυναικεία πονηριά της:
--- Άκουσα φωνές! Τσακωθήκατε;
Ο Στέφανος σκάλισε με το χέρι του κάποια εργαλεία που βρέθηκαν μπροστά του και της τραύλισε με το στόμα του σχεδόν κλειστό:
--- Είχαμε κάποια διαφορά και κουβέντα την κουβέντα, άναψαν τα αίματά μας! Λες να ήταν απ’ αυτό;
--- Του έκανες, λόγο για το άγαλμα της γυναίκας σου;
--- Ναι. Του ζήτησα να το δω και μου αρνήθηκε.
--- Τι σου είπε;
--- Πως μόνο αυτός μπορεί να το βλέπει όσο θα το φτιάχνει.
--- Και γι’ αυτό τσακωθήκατε;
--- Δεν ήταν μόνο αυτό, αλλά όταν του ζήτησα να δω το άγαλμα, μου είπε, όχι, Τον ρώτησα, που το έχει και δεν το βλέπω εδώ στο εργαστήριό του. Τότε με πληροφόρησε πως το είχε πάει πίσω στην αποθήκη για να το προστατέψει από το φως. Όταν και πάλι του ζήτησα να το δω, αρνήθηκε και πήγε να με διώξει. Έτσι κι εγώ πήρα την απόφαση να πάω μόνος μου στην αποθήκη. Και τότε ενώ αυτός με ακολουθούσε, εγώ μπήκα μέσα και ψάχνοντας το βρήκα σκεπασμένο κάτω από ένα μαύρο ύφασμα και δεμένο με δυο χοντρές αλυσίδες. Κατάλαβα αμέσως τι είχε βάλει στο μυαλό του και σαν του ζήτησα το λόγο, αρπαχτήκαμε.
--- Κι εσύ τι έβαλες στο νου σου, ύστερα απ’ όλα αυτά;
--- Πως κρύβει το άγαλμα και δε θέλει να μου το δώσει!
Στ’ αυτιά της Λίζας αντήχησαν τα λόγια του Βρανά που της είχε πει σε εκείνη τη συνάντησή τους, στο σπίτι της επί λέξει: << Πως ο Νικόλας κάνει άλλα αντ’ άλλων στο άγαλμα της γυναίκας του Στέφανου γιατί θέλει να το ιδιοποιηθεί, να μείνει σ’ αυτόν γιατί το έχει ερωτευθεί και να του το στερήσει >>.
Κι όσο αυτά τα λόγια εστιάζονταν τώρα στο μυαλό της και της το βάραιναν, ένιωσε για λίγο μια έντονη ζαλάδα που λίγο έλειψε να την ξαπλώσει κάτω. Συγκρατήθηκε όμως κι αφού κρύος ιδρώτας την είχε περιλούσει, του ξεφώνισε όσο δυνατά μπορούσε:
--- Τι λες, Στέφανε; Τι λόγια είναι αυτά που ακούω;
Ο Στέφανος φαινόταν κυνικός και της είπε με τόνο ανήσυχο:
--- Σου λέω ό,τι θεωρώ αληθινό.
--- Γίνονται όμως αυτά τα πράγματα;
---Γίνονται σαν η παράνοια χτυπήσει τα κεφάλια των ανθρώπων!
--- Πας να βγάλεις τρελό, τον αδερφό μου;
--- Δεν τον βγάζω τρελό, αλλά αυτό που κάνει δεν είναι πράξη ανθρώπου που έχει το μυαλό του σωστό.
--- Μιλάς σαν να ξέρεις πολλά για τον αδερφό μου, Στέφανε!
--- Ξέρω ένα μόνο!
--- Ποιο;
--- Πως είναι ερωτευμένος με το άγαλμα της γυναίκας μου! Αυτός είναι ο λόγος που το αργεί και δεν θέλει να το τελειώσει και να μου το δώσει!
Σταυροκοπήθηκε η Λίζα, τραμπαλίστηκε για λίγο με αμηχανία μπρος πίσω στην καρέκλα της και μέσα σ’ ένα μυστηριώδες ύφος, ξεφώνισε:
---Ερωτεύθηκε αυτό που φτιάχνει, θες να πεις; Το ίδιο του το δημιούργημα;
--- Ναι!
--- Και τυχαίνει να είναι η γυναίκα σου, αυτό;
--- Που να πάρει η οργή, ναι!
Φίδια την έζωσαν από παντού κι άρχισαν κιόλας να τη σφίγγουν, στα χέρια, στα πόδια, στο στήθος, στο λαιμό, να τη δαγκώνουν και να θέλουν να την πνίξουν. Να μπορούσε να το ξεδιαλύνει αυτό που της έλεγε ο Στέφανος, θα ήταν ευτυχισμένη. Αλλά πώς; Τον ήξερε καλά τον αδερφό της, ήταν άνθρωπος για όλα, δεν του είχε εμπιστοσύνη και τώρα που άρχιζε να ξεπέφτει από το ποτό και τα ξενύχτια ίσως μια τέτοια του αρρωστημένη συμπεριφορά να ήταν αληθινή.
Έτσι σαν αναστέναξε βαθιά, ψέλλισε με το μάτι άγριο και θολό:
--- Κι εγώ που πίστευα πως σαν γυρίσει από το Κόσοβο, θα είναι καλύτερα! Έπεσα έξω φαίνεται!
--- Τα ταξίδια ωφελούν πάντα τον άνθρωπο. Αυτόν φαίνεται τον βλάφτουν!
--- Με τόσα άσχημα που είδε εκεί πώς να μη γυρίσει βλαμμένος;
--- Τι είδε;
--- Σκοτωμένους, και ακρωτηριασμένους! Άφησε τα ερείπια! Πόλεμο δεν είχε το Κόσοβο; Δεν διαλύθηκε η Γιουγκοσλαβία με τον εμφύλιο; Τι να έβλεπε;
--- Πόλεμο! έκανε απεγνωσμένα κι εκείνος και θράσεψε ο νους του.
--- Μ’ αυτά που είδε καλά που στέκεται όρθιος ο άνθρωπος. Γιατί όπως μου είπε εκεί δεν έμεινε τίποτα απείραχτο. Και πολλά τα είδε με τα μάτια του, άσχετα αν τα έκρυψε και δεν μου τα είπε. Όπως είδε κι όλα τα έργα της τέχνης κομματιασμένα και γκρεμισμένα από τις φωτιές που ξέρασαν πάνω τους οι χιλιάδες βόμβες.
--- Κι όπως είναι κιόλας κι ευαίσθητος!
--- Είναι! Δεν πρέπει όμως ο δημιουργός να είναι ευαίσθητος αλλά σκληρός. Τότε περιγράφει καλύτερα την πραγματικότητα και τη δαμάζει εύκολα. Ο αδερφός μου όμως…
--- Ο αδερφός σου όμως…Πρέπει να είναι πιο συνεπής και πιο συγκρατημένος στις επιθυμίες του! της είπε ο Στέφανος και κοιτάζοντας τα αγάλματα που βρίσκονταν διάσπαρτα γύρω του, τη ρώτησε με την καρδιά του να σκιρτά από απόγνωση:
--- Με τη δουλειά τι έγινε; Την πήρε;
--- Το σκέφτεται ακόμη. Έχει τόσα να κάνει εδώ, λέει, που κάθεται σε αναμμένα κάρβουνα.
--- Τότε γιατί πήγε εκεί;
--- Να δει πως έχουν τα πράγματα κι αν τα βρει με τις αρχές θα κάνει το πρώτο βήμα.
--- Τι σου είπε; Ποιες είναι οι εντυπώσεις του;
--- Ακόμη βρίσκεται σε σκέψη. Αργότερα μπορεί να πει το ναι και να πάει να δουλέψει. Αργότερα σαν πιάσει φιλίες με τον καλό του εαυτό.
Έδειξε να δυσφορεί μ’ αυτά που άκουσε γιατί δεν ήθελε να φύγει ο Νικόλας χωρίς να του παραδώσει το άγαλμα της γυναίκας του. Γι’ αυτό σαν κούνησε πολλές φορές το κεφάλι του πάνω κάτω της είπε με σφιγμένα χείλη:
--- Καταπιάνεται με πολλά Λίζα και θαρρώ πως θα τα χάσει όλα. Είναι όμως και το άλλο που με τρομάζει. Πίνει, πίνει πολύ και ξενυχτάει. Αυτό τον κάνει να δουλεύει λίγο. Κι όσο θα έχει μπούσουλα τα πάθη του να δεις πως όχι δε θα τα βγάλει πέρα αλλά και θα του βγει σε κακό! Κι αν του τύχει τίποτα τότε θα δω τι θα κάνει με όλους τους πελάτες του…
--- Δόξα να ‘χει ο Θεός που τα πάντα εν σοφία εποίησε! ψιθύρισε εκείνη, αλλά εδώ στην περίπτωση του Νικόλα, φαίνεται πως λάθεψε! Το βλέπω κι εγώ! Κάτι έχει γκρεμιστεί μέσα του και δεν μπορεί να ανανήψει! Δεν είναι ο Νικόλας που ήταν κάποτε!
--- Δεν είναι! Όπως κάθε άνθρωπος, έτσι κι ο Νικόλας, αλλάζει με το χρόνο, αντιδρά βίαια, αναθεωρεί ιδέες, παλεύει κι αντιστέκεται πριν γονατίσει!
Το μάτι της έπαιξε και συγκινημένη του είπε:
--- Όχι, πως πριν πάει στο Κόσοβο ήταν καλύτερα αλλά γυρνώντας τον βρίσκω πολύ αλλαγμένο για να μην πω χειρότερο. Δεν ξέρω αν του φταίνε πολλά, ξέρω όμως ότι κάτι τον τρομάζει και τον πληγώνει μέσα κι έξω από το εργαστήριό του. Τι ακριβώς είναι αυτό δεν ξέρω!
Σιώπησε λίγο και φαινόταν εκνευρισμένη. Κι αφού έφερε τα δάχτυλα του δεξιού χεριού της στα χείλη της λες και ήθελε να το σφραγίσει, έμεινε ασάλευτη.
--- Κι όσο κυνηγάει να εκφράσει τα ανέκφραστα, είπε με περιφρόνηση ο Στέφανος η αρρώστια του θα μεγαλώνει.
Σκέφτηκε λίγο αυτή και του αποκρίθηκε με ένα μικρό γέλιο που προερχόταν από κακία:
--- Έχεις κάπως δίκιο. Ξέρει πια θέματα του ταιριάζουν και κάνει ό,τι μπορεί για να μην επαναλαμβάνεται και να μην έχει χρονικές αρρυθμίες η δημιουργία του. Πάντα μου το λέει, αυτό. << Οι πιο πολλοί δημιουργοί κάνουν πολλές φορές τα ίδια πράγματα και φτάνουν στη μονοτονία >>.
--- Τη φοβάται τη μονοτονία;
--- Και ποιος δεν τη φοβάται; Εσύ δεν τη φοβάσαι;
--- Πολύ!
--- Τι κάνεις για να τη διώξεις;
--- Τι κάνω; Παίζω με τις λέξεις. Η λέξη είναι ένα άτομο, όπου συμπυκνώνονται τρομερές δυνάμεις. Η μεγάλη προσπάθεια του συγγραφέα είναι να σπάσει αυτό το άτομο και ν’ απελευθερώσει τις δυνάμεις που είναι κλεισμένες μέσα του. Αυτό κάνω εγώ. Έτσι οι δυνάμεις που ξεπηδούν μαζί με το καινούργιο από κάθε λέξη σπάνε τη μονοτονία και φτάνουν πιο κοντά στο εκφραζόμενο.
--- Το πετυχαίνεις πάντα, αυτό;
--- Δεν ξέρω. Προσπαθώ όμως. Όσες φορές το πετυχαίνω οι λέξεις μου εκφράζουν κάτι το μαγικό και φυσικά το έργο μου ντύνεται το κουστούμι τού αληθινού.
Και δείχνοντας μια ιδιαίτερη συγκίνησα σ’ αυτά που έλεγε, συνέχισε:
--- Πιστεύω πως υπάρχουν δυο λογιών δημιουργοί. Οι μεγάλοι που ξέρουν τι κάνουν γιατί βρίσκονται πραγματικά σε κατάσταση ονείρου και μέθης όταν δημιουργούν και οι μικροί που δεν ξέρουν τι κάνουν σαν πλησιάζουν την τέχνη. Αυτοί είναι οι επικίνδυνοι!
Η Λίζα φάνηκε να ξεσηκώθηκε από τα λόγια του και του είπε:
--- Δεν ξέρω αν ο Νικόλας είναι από τους μεγάλους δημιουργούς, όπως λες, αλλά ξέρω πως ώρες- ώρες η δουλειά του τον αλλάζει, τον κάνει θηρίο. Τι είναι αυτό; Μήπως το βάρος της ευθύνης;
--- Μπορεί! Μα εγώ έχω άλλο στο νου μου.
--- Τι;
--- Μια έμμονη ιδέα για κάτι.
--- Έμμονη ιδέα, είπες;
--- Ναι. Μια υπερφόρτωση της σκέψης του που τον κάνει να ζητά κάτι άπιαστο!
Τα μάτια της άστραψαν και του είπε, περιπαιχτικά:
--- Δεν ξέρω πως το λες εσύ, Στέφανε, αυτό που έχει ο αδελφός μου, αλλά εγώ σου λέω, τούτο. Πως ζει συνέχεια εδώ και καιρό μ’ ένα << κραχ >> που ακούγεται μέσα του και βγαίνει έξω με το φόβο της φθίνουσας στάσης του.
Βάζοντας τη γροθιά του κάτω από το σαγόνι του, της ξεφώνισε, τόσο δυνατά, που την έκανε να τρομάξει:
--- Αγωνία! Αγωνία! για την τέχνη, αλλά εμένα με καθυστερεί!
--- Ε, κι εσύ πάλι! Τι σ’ έχει πιάσει μ’ αυτό το άγαλμα της γυναίκας σου, που θέλεις σώνει και καλά να παραβιάσει τις αρχές του και να βιαστεί να στο παραδώσει;
--- Δε σου είπα και την άλλη φορά πως υποφέρω χωρίς αυτό;
--- Μου το ‘πες. Αλλά πρέπει να κάνεις υπομονή και να περιμένεις όσο πρέπει, γιατί τέτοια έργα δε γίνονται από τη μια μέρα στην άλλη!
Η αντίδραση του Στέφανου ήταν άμεση και έντονη.
--- Όχι! Όχι! Δεν μπορώ να περιμένω άλλο. Σαν μου λείπει το άγαλμα της γυναίκας μου, οι νύχτες μου είναι κρύες και οι μέρες μου ποτάμια βουερά που με παρασέρνουν και θέλουν να με πνίξουν. Όχι, δεν μπορώ χωρίς αυτό. Πρέπει να μου αποδοθεί γρήγορα αυτό που μου ανήκει!
--- Πώς να σου αποδοθεί, αφού δεν είναι έτοιμο; Σκέφτεσαι τι λες;
--- Σκέφτομαι, ναι! Αφού είμαι δυστυχισμένος χωρίς αυτό!
<< Τα κλαψουρίσματά του δεν έχουν όρια >> σκέφτηκε αυτή και συνέχισε: << Δε συνέρχεται ο άνθρωπος, γιατί το τραύμα που του έχει αφήσει η απουσία της, του είναι βαθύ κι αγιάτρευτο. Δεν μπορώ να του προσφέρω τίποτα >>.
Ωστόσο έκανε μια προσπάθεια να τον βάλλει πάλι στην κουβέντα για το καλό του και του είπε θωρώντας τον με σκληρό βλέμμα:
--- Δε λες να την ξεχάσεις, ε; Τόσο πολύ σε μπόλιασε με την αγάπη της!
Κύματα τρυφερότητας φάνηκε να τον συνεπήραν και της έκανε ζωηρά!
--- Ναι, Λίζα! Την αγάπησα και θα την αγαπώ αιώνια! Πως μπορώ να την ξεχάσω;
Ένιωσε πάλι εκείνο το σφίξιμο στα μελίγγια της, που είχε νιώσει και την προηγούμενη φορά σαν της είπε τα ίδια. Αλλά κι εκείνον τον έπιασε ένας πόνος κοντά την καρδιά που τον έκανε να φοβηθεί, να ιδρώσει και να τον πιάσει μια τρεμούλα στα πόδια που νόμιζε πως από στιγμή σε στιγμή θα ξαπλωνόταν κάτω. Κι εκεί που σκεπτόταν την πτώση του κι αυτός πάλευε να την αποφύγει, η πόρτα άνοιξε και μπήκε μέσα το μοντέλο, φουριόζο και φοβισμένο.
Ενοχλημένη απ’ αυτή την ξαφνική επίσκεψη η Λίζα τη ρώτησε τι συμβαίνει.
--- Είναι ο Νικόλας, μέσα; Άργησα λίγο, δεν θαρρώ πως θα με μαλώσει;
Η φωνή της γυναίκας που ήταν πολύ όμορφή ακούστηκε μελωδική και με αγαθό ύφος. Και πριν της απαντήσουν η φωνή του Νικόλα που ακούστηκε βαριά σαν μέταλλο και είχε σηκωθεί πηγαίνοντας για το εργαστήριό του, της αποκρίθηκε γαλήνια:
--- Γδύσου και πάρε τη θέση σου, όπως εσύ ξέρεις! Εγώ είμαι έτοιμος και σε ακολουθώ. Τα εργαλεία μου μαζεύω.
Τον άκουσε η γυναίκα και με μια ανάερη κίνηση μπήκε στο μικρό δωματιάκι για να ξεντυθεί όπως έκανε πάντα σαν ερχόταν να ποζάρει.
Απόκοντα ο Νικόλας καταβεβλημένος και κακόκεφος, με μάτια θολά και πρόσωπο ωχρό, πλησίασε τους δυο ομιλητές, τη Λίζα και το Στέφανο και μ’ ένα ειρωνικό χαμόγελο στα χείλη τους έδωσε να καταλάβουν πως έπρεπε να του αδειάσουν τη γωνιά, ενώ τους είπε:
--- Ως εδώ ήταν η βοήθειάς σας! Δε σας χρειάζομαι, άλλο! Θα ποζάρει η γυναίκα και η συμμετοχή μου είναι απαραίτητη. Γι’ αυτό σας παρακαλώ να φύγετε! Κοίταξε με ένα νευρικό βλέμμα το Στέφανο κι έσκυψε στο κουτί με τα εργαλεία του.
Μην μπορώντας να κάνουν κι αλλιώς οι δυο τους, αν και βαριά προσβεβλημένοι από τη σκληρή του συμπεριφορά, σηκώθηκαν και βγήκαν έξω από το εργαστήριο, αφήνοντας πίσω τους το Νικόλα και τη γυναίκα να ενώσουν φαντασία κι αίσθηση.
= = =
Σε λίγο ήταν και οι δυο στις θέσεις τους. Η γυναίκα ολόγυμνη και όρθια μπροστά του και ο Νικόλας χωμένος στη γαλάζια φόρμα του να τις δίνει τις συμβουλές του. Έτσι σαν σταμάτησε κάποια στιγμή να ξύνει το δεξί χέρι του προπλάσματος, της είπε, τρυφερά:
--- Θα κάνω κάτι λεπτομέρειες στο πρόπλασμα γιατί το άγαλμα το έχω πάει πίσω για ασφάλεια και μετά δεν σε χρειάζομαι άλλο γυμνή. Και σαν τελειώσουμε μ’ αυτό θα κάνω και τις απαραίτητες διορθώσεις στο μάρμαρο σε κάποιες πτυχές του χιτώνα που θέλουν ένα ανάλαφρο γυάλισμα.
Κι όπως έπεσε με τα μούτρα στο σμίλευμα του μπράτσου, της έκανε παρακαλεστικά:
--- Μπορούμε να μιλάμε, αλλά δε θέλω να κινείσαι. Έτσι μόνος και πεταμένος που ήμουν πάνω στο κρεβάτι σαν ζαλίστηκα, η κουβέντα θα μου κάνει καλό, καλύτερο κι από γιατρικό.
Τονίζοντας τις λέξεις της μία- μία η γυναίκα τον ρώτησε με έκπληξη:
--- Ζαλίστηκες πάλι;
--- Τι πάλι; Μια σκοτοδίνη ήταν και μου πέρασε. Δεν ήταν τίποτα σοβαρό.
--- Από τι σου προήλθε;
--- Πού θες να ξέρω! Καμώματα του κορμιού, τι να πω. Διαμαρτύρεται φαίνεται γιατί αρχίζω και δεν το προσέχω! Έτσι με τον τρόπο του μου χτυπάει κόκκινο!
--- Εσύ όμως δεν το βλέπεις το κόκκινο! Πάντα όταν έρχομαι σε βλέπω μεθυσμένο και τα μπουκάλια να είναι άδεια δίπλα σου! Από το ποτό θαρρώ είναι και η αδιαθεσία σου!
Άφησε τη δουλειά του εκείνος και μ’ ένα πνίξιμο στη φωνή του της ψιθύρισε:
--- Όσο περνάει ο καιρός μου αρέσει να πίνω πιο πολύ. Και τώρα που γύρισα από το Κόσοβο, το ποτό μου έγινε ο απαραίτητος σύντροφός μου. Μόνο σαν το βάλλω μέσα μου μπορώ να σκεφτώ και να ξεκινήσω τη μέρα μου.
Η γυναίκα χωρίς να κουνηθεί, γέλασε σημαδιακά κι έτσι ήρεμη σαν λουλούδι που στεκόταν, του έκανε με κάποιες διακοπές στη φωνή της:
--- Λες φριχτά πράματα, Νικόλα! Με τρομάζουν πολύ σαν θες να μάθεις!
Ανασήκωσε εκείνος τα φρύδια του για να της πει:
--- Γιατί σε τρομάζουν;
--- Έτσι που τα λες.
--- Πώς να τα πω; Αφού έτσι είναι! Πήγα στο Κόσοβο και είδα τάφους, ακρωτηριασμένους που τους λείπουν πόδια, χέρια, μάτια, σπίτια γκρεμισμένα, σκαμμένα χωράφια και κομματιασμένα έργα τέχνης διάσπαρτα στα ρέματα, στους βούρκους και στις λάσπες. Μπορώ να τ’ αλλάξω και να πω δεν τα είδα; Ή τα είδα όχι στις φρικαλεότητές τους αλλά στις ομορφιές τους; Όλα αυτά με φόβισαν μ’ έκαναν αν θέλεις πιο απαισιόδοξο με αποτέλεσμα να το ρίχνω έξω και λιγάκι!
Σταμάτησε και συνέχισε:
--- Αφού έτσι είναι και θέλω να πίνω πιο πολύ, πώς να το πω αλλιώς για να μη σε τρομάξω!
Γέλασε λίγο μόνος του και σαν έκανε δυο βήματα προς τα πίσω και πλησίασε το πρόπλασμα, στράφηκε σαν σταμάτησε, κι αφού κοίταξε μια φορά τη γυναίκα και μια αυτό, συμπλήρωσε με παγερή όψη:
--- Το ποτό είναι σαν το κορμί και την ψυχή της γυναίκας! Όπως καίει το κορμί της και σκοτώνει η ψυχή της έτσι κάνει κι αυτό! Καίει και σκοτώνει μαζί όποιον το βάζει μέσα του. Όσο ξεφεύγεις από το κορμί και την ψυχή της γυναίκας άλλο τόσο ξεφεύγεις κι από το ποτό!
--- Αστειεύεσαι Νικόλα! του είπε με δυσφορία εκείνη, αλλά θαρρώ πως παίζεις με τη ζωή σου έτσι που μιλάς για το θανατικό που ποτίζεσαι και κάνεις να αγνοείς το κακό που σου κάνει.
Μια μικρή σιωπή και αναστέναξε βαθιά. Ύστερα της είπε:
--- Το ξέρω! Αλλά δε με μοιάζει!
Παρά τον αρχικό της δισταγμό να διαμαρτυρηθεί στα λόγια του η γυναίκα πήρε την απόφαση να το κάνει αλλά πριν του απαντήσει το απλωμένο χέρι του Νικόλα την εμπόδισε για να της πει αυτός, επιτακτικά:
--- Πήγαινε να ρίξεις το χιτώνα πάνω σου, αρκετά με σκανδάλισες με τη γύμνια σου!
Έφυγε η γυναίκα και ο ίδιος σαν κοίταξε κάποιες λεπτομέρειες στα δυο μπράτσα του προπλάσματος, κάθισε μ’ έναν αναστεναγμό στην καρέκλα. Έτσι απαλλαγμένος από τον ίσκιο του μοντέλου μπόρεσε να σκεφτεί: << Είναι αδύνατο ν’ αντισταθώ στην ακατανίκητη έλξη που έχει πάνω μου τούτο το άγαλμα>>, κοιτάζοντας ταυτόχρονα με μια μυστικοπάθεια προς την αποθήκη που το είχε κρύψει <<και κάτι μου λέει πως πρέπει να το τελειώσω και να το έχω έτοιμο κοντά μου, αφού μόνο αυτό θα με βγάλει από τη μηδαμινότητα της ύπαρξής μου και θα μου δώσει πραγματική οντότητα. Θα μου πεις είναι κι ο άλλος που το ζητά και το περιμένει πως και πως για να γιατρέψει την τραυματισμένη του ψυχή αλλά τι με νοιάζει. Όλοι δεν μπορούμε να σωθούμε σ’ αυτή τη ζωή. Η ζωή βλέπεις δεν νοιάζεται για τα ίδια της τα πλάσματα! Αλλά μήπως και η φύση; Άλλη χειρότερη κι αυτή >>.
Σηκώθηκε λίγο από τη θέση του να δει μήπως ερχόταν η γυναίκα και συνέχισε τους συλλογισμούς του. << Θ’ αρχίσω λοιπόν να δουλεύω κι ως τις γιορτές του Πάσχα θα το έχω έτοιμο. Δε θα πω τίποτα αλλά θα τον ξεφορτωθώ με το χειρότερο τρόπο σαν μ’ ενοχλήσει και μου το ζητήσει. Κι αν μου κάνει τσιριμόνιες και μου αγριέψει θα του πω: << Σε ποιον ανήκει το έργο; Στο δημιουργό ή στον πελάτη; Σε ποιον από τους δύο θα το χρεώσει η ιστορία της τέχνης; Σε ποιον άλλον, από το δημιουργό, θα του απαντήσω! Δικό μου τότε το έργο, φύγε κι άσε με ήσυχο! >>
--- Έτσι μπράβο! ξεφώνισε σαν είδε τη γυναίκα να προβάλει απ΄ το διάδρομο με το λευκό της χιτώνα πάνω της και τις καμπύλες του κορμιού της να ξεχωρίζουν αισθησιακές και καλλίγραμμες. Αυτό είναι ομορφιά κι όχι το γυμνό που έβλεπα πριν. Το γυμνό δεν είναι τίποτα χωρίς το χάδι και το αγκάλιασμα ενός διάφανου ρούχου.
--- Δόξα τω Θεώ και χίλια ευχαριστώ για τον καλό τρόπο που με δέχεσαι! του είπε η γυναίκα και με μια ναζιάρικη κίνηση εδραιώθηκε στη θέση της.
Την κοίταξε κι αμέσως φτερούγισε μέσα του η τρεμάμενη φωνή της συνείδησής του, που της έλεγε:
--- Ο θάνατος της γυναίκας του, του Στέφανου εννοώ, τον έφερε σε μια παρανοϊκή θέση που δύσκολα θα βγει από τα θανατηφόρα πλοκάμια της. Επιθυμία του είναι αυτό εκεί το άγαλμά της που βρίσκεται στην αποθήκη να μπει στο σπίτι του και να τον λυτρώσει. Ελπίζει με το ξαναγέννημά της μέσα από την τέχνη να αποποιηθεί τη σκληρή πραγματικότητα και τα οικτρά της ψευδολογήματα. Όμως παραδόξως ο έρωτας που νιώθω για τη μορφή τούτης της γυναίκας πλήγωσε και μένα και δε θέλω να την αποχωριστώ! Έτσι βρίσκομαι μπροστά σε μια δύσκολη απόφαση. Να το δώσω το άγαλμα ή να το κρατήσω;
Το μοντέλο τον κοίταξε με αυστηρό βλέμμα και του αποκρίθηκε:
---Αν το κάνεις αυτό να κρατήσεις το άγαλμα θα γίνεις ιερόσυλος! Άσε που θα σε θεωρήσει εχθρό του και θα σου κηρύξει τον πόλεμο!
--- Ό,τι και να μου κάνει θα τον νικήσω! Δεν τον φοβάμαι!
--- Μην είσαι σίγουρος. Αυτός έχει το δίκιο με το μέρος του ενώ εσύ έχεις το άδικο.
--- Φιλοσοφίες μου λες! Στη ζωή όπως και στην πράξη το άδικο νικά πάντα!
--- Σταμάτα να μιλάς έτσι γιατί θα μας πάρει ο διάβολος! του είπε σοβαρή εκείνη και φάνηκε να συσπειρώθηκε στη θέση της.
--- Καλά! Καλά! της έκανε με άθλια συμπεριφορά ο γλύπτης και με πιο εύθυμο ύστερα τρόπο συνέχισε: Σου είχα πει την άλλη φορά πως για να μη φτάσει το άγαλμα στα χέρια του θα τον κοροϊδέψω, λέγοντάς του πως όλο και το φτιάχνω και πως όλο και του βρίσκω ατέλειες κι ασυμμετρίες. Και για να μην το βλέπει θα το κρύψω πίσω στην αποθήκη, θα καρφώσω την πόρτα ώστε να γίνει απρόσιτο και θα του αυξήσω το σκοτάδι να γίνει αόρατο και να μη το διακρίνει ούτε το μάτι του γερακιού! Με λίγα λόγια θα το εξαφανίσω από προσώπου γης και θα το καταποντίσω! Αυτό κι έκανα προς το παρόν ενώ έχω σκαρφιστεί κάτι άλλο πιο σατανικό για το μέλλον. Να το κρύψω σε μέρος απρόσιτο και σκοτεινό που δεν πάει ανθρώπου νους.
--- Α! Α! του ‘κανε με περιφρόνηση αυτή. Βλέπω τώρα πως το κεφάλι σου κατέβασε τα πιο τρελά πράγματα που ούτε η επιστημονική φαντασία δε συλλαμβάνει. Είναι επικίνδυνο αυτό που σκέφτηκες κι έκανες και σε συμβουλεύω να φέρεις το άγαλμα και πάλι στη θέση του και να το του το δώσεις όταν το ολοκληρώσεις.
Της γύρισε την πλάτη να πάρει μια μικρή σπάτουλα και φάνηκε να το έκανε επίτηδες για να την περιφρονήσει γι’ αυτά που του έλεγε. Κι εκεί σαν βρόντηξε μια σειρά από εργαλεία της απάντησε όσο ήταν σκυμμένος με πρόσωπο κόκκινο και ταραγμένο:
--- Έτσι το βλέπεις;
--- Δεν μπορείς να ξεγλιστράς συνέχεια. Κάποτε η αλήθεια θα λάμψει και θα ξεσκεπαστεί το ψέμα σου. Και τότε τι θα κάνεις;
--- Αχ, αυτό μου είναι αδιάφορο προς το παρόν και δεν το έχω σκεφτεί! της φώναξε με την ίδια ταραγμένη φωνή και σηκώθηκε.
--- Να στο πω, εγώ! Θα ταπεινωθείς, θα γίνεις κουρέλι από τη ντροπή και θα πονέσεις από την ίδια σου την επιθυμία που σ’ έκανε να αμαρτήσεις.
--- Ωστόσο εγώ θα έχω αυτό που θέλω!
--- Όχι! Θα στο πάρει το άγαλμα, θα σου το στερήσει! Είναι δικό του, όπως δική του είναι η γυναίκα που ξαναγεννήθηκε μέσ’ απ’ αυτό.
Την πλησίασε με το πρόσωπό του να έχει μια έκφραση ικετευτικής τρυφερότητας και της είπε:
--- Εγώ είμαι ο δημιουργός, και σε μένα οφείλεται η πρώτη ιδέα της σύλληψής του. Γιατί όχι και το έργο! Κι αν προσθέσω και τη δική σου λάμψη τι σχέση έχει αυτό το αριστούργημα τέχνης που έφτιαξα με τη γυναίκα του Στέφανου;
Ήταν προφανές πως τα λόγια του την εξόργισαν στο έπακρο. Ωστόσο δείχνοντας μια εξαιρετική εξυπνάδα του είπε με μια στοχαστική θλίψη:
--- Θέλεις να πεις πως φτιάχνεις ένα έργο νόθο που δεν έχει σχέση με τη γυναίκα του Στέφανου! Έτσι το θεωρείς δικό σου και σου ανήκει! Αυτό λες!
--- Ας πούμε, αυτό!
--- Και πάλι ο Στέφανος δε θα σου κάνει το χατίρι να σου το χαρίσει, όσο κι αν προσπαθήσεις να τον πείσεις πως το ‘φτιαξες για τον εαυτό σου. Αυτός βλέπει τη γυναίκα του στο άγαλμα και τίποτα άλλο. Πρέπει να το καταλάβεις αυτό.
--- Το βλέπω πως κάνει σαν μανιακός κι αυτό με τρομάζει. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος όμως να το πάρω. Μόνο σαν το βάλω σε μια καλή κρύπτη θα το αποκτήσω!
--- Μην ξεγελιέσαι, Νικόλα! Όπου και να το κρύψεις θα βρεθεί. Δε χάνεται κάτι που έχει ύλη και ομορφιά.
Στύλωσε εκείνος τα μάτια του για πολλή ώρα στην κλειστή πόρτα της αποθήκης που μέσα κρυβόταν το άγαλμα και φάνηκε να κυριεύτηκε με πάθος, φόβο και αγωνία. Ύστερα σαν τα πήρε και τα μισόκλεισε, του φάνηκε πως ταξίδευε στο Κόσοβο, όπου είδε έτσι στο άστραμμα που λέει ο λόγος, εκατοντάδες αγάλματα να έχουν γίνει σωροί από συντρίμμια χωμένα μέσα στη σκόνη! Ένα τίποτα! Να λοιπόν που κι αυτά είχαν ύλη και ομορφιά! Αλλά χάθηκαν!
--- Ξέρεις της είπε, γρήγορα: Ξέρεις πόσα έργα τέχνης με ύλη και ομορφιά έγιναν στάχτη στο Κόσοβο; Εκατοντάδες! Χάθηκαν θα σου έλεγα και παραχάθηκαν!
Και κάνοντας ένα τρεμουλιαστό τίναγμα των χειλιών του πρόσθεσε για να την πειράξει κι από πάνω:
--- Όπως όμως και να έχουν τα πράγματα, να ξέρεις τούτο: Πως ένα έργο τέχνης χάνεται μία κι έξω όταν του χαλάσεις τη μορφή και κατ’ εξακολούθηση και το περιεχόμενο!
--- Θεέ μου! παράξενα μιλάς διαμαρτυρήθηκε η γυναίκα κι έκανε έναν άσχημο μορφασμό με το στόμα. Κι αφού έφτιαξε μπρος της με το χέρι της το λευκό χιτώνα που ξεφεύγοντας της είχε αφήσει ακάλυπτο το στήθος, πήρε πάλι τη σοβαρή της έκφραση.
--- Ξέρω εγώ τι λέω! της μουρμούρισε εκείνος κι έπαιξε τα χείλη του λες και μασούσε κάτι.
Τίναξε με χάρη τα μαλλιά της πίσω η γυναίκα και σαν κάθισε καλύτερα στη θέση της, τον παρότρυνε, λέγοντάς του:
--- Έλα. Νικόλα, αρκετά είπαμε! Πάρε τη σπάτουλα και δούλεψε να προχωρήσει η δουλειά γιατί όπως πας με το ραχάτι σου σαν τη χελώνα, δε βλέπω να τελειώνεις ούτε την άνοιξη. Και τότε με το δίκιο του να σε γκρινιάζει ο Στέφανος.
Βαστώντας τώρα στο ένα του χέρι τη σπάτουλα και στο άλλο το δεξιό βραχίονα του προπλάσματος και στητός ανάμεσα στη γυναίκα και σ’ αυτό άρχισε να λειαίνει το ατίθασο μέλος, ενώ της ψιθύρισε με παραπονιάρικο ύφος:
--- Είπα να βιαστώ αλλά δεν το βλέπω. Δεν έχω πια ελεύθερες δυνάμεις μέσα μου και νιώθω αδύναμος. Η τέχνη έχει πολλές απαιτήσεις κι εγώ είμαι στέρφος! Δεν μπορώ να ανταποκριθώ στα κελεύσματά της! Να μπορούσα να σταματούσα θα ήμουν ευτυχής! Μπορώ όμως;
--- Αν το κάνεις αυτό θα είσαι πια ένας εφιάλτης της τέχνης κι΄ όχι υπηρέτης της. Μην το κάνεις.
--- Αυτό είναι που με εμποδίζει.
--- Να δούμε όμως! Θα μείνεις ως το τέλος εραστής της ή προδότης της; Εγώ θα σε ήθελα περισσότερο εραστή της!
--- Είμαι! Οι περιστάσεις βλέπεις με αποτράβηξαν από κοντά της. Τα πάθη μου μαζί με το ταξίδι μου στο Κόσοβο και η παράξενη σχέση που γεννήθηκε μέσα μου με το άγαλμα της γυναίκας του Στέφανου με έδειξαν στα μάτια της τέχνης περισσότερο σαν εχθρό της παρά σαν φίλο της. Γρήγορα όμως πιστεύω πως θα γίνω και πάλι δικός της κι ένας από τους πιο πιστούς της υπηρέτες.
--- Απ’ το στόμα σου και στου Θεού τ’ αυτί. Νικόλα! του ‘κανε γλυκά εκείνη και η ανησυχία της έφυγε από το όμορφο πρόσωπό της. Γιατί η τέχνη, συνέχισε, σ’ έχει ανάγκη. Κάθε σύγκρουση μαζί της, της στοιχίζει. Ζημιώνεται κι αδυνατίζει.
--- Το ξέρω! λες να μην το ξέρω! Αλλά είμαι άνθρωπος κι έχω τις αδυναμίες και τα τρωτά μου σημεία! Αυτή είναι η δυνατή και η άτρωτη! Κι αυτό και η συμβίωσή μας είναι δύσκολη!
--- Δύσκολη, αλλά εσύ ξέρεις να τη δαμάζεις και να την κάνεις δούλα σου σαν γυναίκα! Απόδειξη πως η δουλειά σου έχει ζήτηση.
Γέλασε αυτός κι αφού κάθισε και άφησε κάτω τη λεπτή σπάτουλα, ξέσπασε, λέγοντάς της με δυσαρέσκεια:
--- Έχω ζήτηση δυστυχώς εγώ που βυθίζομαι μέρα με τη μέρα όλο και πιο βαθιά στη βάρβαρη και τρομερή χαρά της ακολασίας. Ενώ την ίδια στιγμή γύρω μου ό,τι καλό υπάρχει το βλέπω σαν κακό. Και τούτο γιατί θεωρώ πως η ύπαρξη είναι μεγάλο κακό. Είναι υποταγμένη στα κακό και τρέφεται απ’ αυτό. Τάξη, κράτος, νόμοι, τέχνη, επιστήμη, ποίηση, η πορεία του σύμπαντος είναι όλα κακά και μόνα κακά και τείνουν αποκλειστικά και μόνο στο κακό!
Ξαφνικά σταμάτησε και όταν σοβάρεψε απροσδόκητα, συνέχισε με το πρόσωπό του να συσπάται ακατάπαυστα:
--- Γι’ αυτό πρέπει ο άνθρωπος να ζει όπως θέλει, όπως τύχει, με μόνη ευχαρίστηση αυτό που εκπορεύεται από τη μάταιη ηδονή των ψευδαισθήσεων και των ελπίδων και οι οποίες πηγάζουν από τη φαντασία και την ποιητική μεταφορά!
Σηκώθηκε ύστερα και ρίχνοντας μια άγρια και περιφρονητική ματιά στο πρόπλασμα, κίνησε αργά- αργά και προχώρησε προς το βάθος της αποθήκης, στο μέρος που βρισκόταν προσωρινά κρυμμένο το άγαλμα. Γύρισε όμως γρήγορα και με μια βασανιστική σκέψη να του τυραννά το μυαλό. Έτσι αφού κοίταξε με στοργή και τρυφερότητα τη γυναίκα την παρακάλεσε να φύγει, για να μείνει μόνος του και να σκεφτεί ορισμένα καθοριστικά πράγματα. Αυτή υπάκουσε αφήνοντάς τον στο αδιέξοδο που ο ίδιος είχε επιλέξει.
= = =
Τη στιγμή που ο Στέφανος και η Λίζα βρέθηκαν έξω στον κήπο κάτι σαν εξομολόγηση αναδύθηκε μέσα στην ψυχή της Λίζας κι ένιωσε την ανάγκη να του ανοίξει την καρδιά της και να του πει πόσο τον αγαπά μέχρι θανάτου και να κάνει κι αυτός το ίδιο από τη μεριά του, για να της γιατρέψει τον αβάσταχτο πόνο της, αν φυσικά το ήθελε.
Γι’ αυτό αμέσως για να καταλαγιάσει κάπως του πρότεινε το μπράτσο της με την ελπίδα πως θα του προκαλούσε χαρά κι όχι θλίψη να περπατήσουν μαζί σαν εραστές στους διαδρόμους και τα χρώματα από τα φυλλώματα που σκόρπιζαν τα δέντρα και τα πανέμορφα λουλούδια. << Κόβοντας κι ένα λουλούδι μέσα απ’ τη μουσική και ποιητική πανδαισία που απλώνεται τριγύρω μας και προσφέροντάς το, ίσως να τον κάνω ευτυχισμένο για λίγο >> σκέφτηκε κι απλώνοντας το χέρι της έκοψε ένα τριαντάφυλλο και του το προσέφερε, ενώ ένιωσε στο μπράτσο της το ελαφρύ σφίξιμο του χεριού του.
--- Συνωμοτείς εναντίον μου! της ψιθύρισε ο Στέφανος και της έσφιξε το μπράτσο. Θα περπατήσουμε σαν το θες αλλά μην περιμένεις να εκφράσω τα ερωτικά μου συναισθήματα στην ουράνια χάρη σου! Πρόκειται για μια αθωότητα που έχω και την έχω χαρίσει μόνο στη γυναίκα μου!
Η Λίζα ένιωσε τόσο ενθουσιασμό που της έπιασε το μπράτσο που ξέχασε τα λόγια του και σκέφτηκε να τον ανταμείψει μ’ ένα βλέμμα ευχαρίστησης. Το να την πιάσει απ’ το μπράτσο ήταν μεγάλη ευτυχία γι’ αυτή και μια ενθάρρυνση κι αυτό της έδωσε θάρρος. Κι αμέσως του χάρισε ένα τρυφερό φιλί στο μάγουλο ανάμεσα στο θολωτό τόξο των φρυδιών του.
--- Για όνομα του Θεού! Λίζα τι κάνεις; της έκανε αυτός και τραβήχτηκε. Βγήκαμε για έναν περίπατο κι όχι για εναγκαλισμούς κι ερωτοτροπίες!
--- Ζω παρά μόνο για σένα! του ψιθύρισε εκείνη κι έδειχνε πλημμυρισμένη από χαρά. Δεν ξέρεις πως νιώθω τώρα που είσαι κοντά μου εδώ στον παράδεισο του κήπου μου!
--- Το ξέρω! της αντιφώνησε αυτός αλλά σου έχω εξηγήσει. Δεν μπορώ ούτε στιγμή να κάνω ανακωχή με την καρδιά μου και να σε αγαπήσω. Η γυναίκα μου βλέπεις είναι ζωντανή για μένα. Τη βλέπω στον ύπνο μου τα βράδια! Δεν μπορώ, δεν μπορώ να την αρνηθώ για χάρη σου όσο κι αν η εκτυφλωτική ομορφιά σου με φέρνει σε παροξυσμό επιθυμίας για το κορμί σου.
--- Τουλάχιστον σου αρέσω! του απάντησε με ένα γλυκό ύφος στα μάτια της η γυναίκα και τον κοίταξε με αφοσίωση και πάθος.
--- Κι αν ακόμη έχω ανάγκη να αγαπήσω εσένα ή κάποια άλλη, δε θα το κάνω ποτέ! Με μια μονοκονδυλιά βλέπεις έσβησα τους έρωτες από την καρδιά μου!
Σιώπησαν. Δεν μιλούσαν παρά περπατούσαν στο λιθόστρωτο δρομάκι όπου τα δροσερά γιασεμιά τους έπνιγαν με το άρωμά τους. Κι ενώ ήταν τόσο όμορφα μια μαύρη διάθεση κατέλαβε τη Λίζα που την έφερε ως τη δυστυχία. Κι αμέσως σκέφτηκε για να ξεφύγει απ’ αυτή να γονατίσει και να τον θερμοπαρακαλέσει να μπει στη ζωή της και να ανταποκριθεί στον έρωτά της. Δεν το έκανε όμως γιατί ένας διάχυτος φόβος μέσα της την απέτρεπε επειδή νόμιζε πως θα ντροπιαστεί. Έτσι έρμαια του πάθους της, καμωνόταν τη χαρούμενη και την ευτυχισμένη και συνέχιζε να περπατά δίπλα του έως να φτάσουν στο σιντριβάνι.
Ο Στέφανος αφού είδε το σιντριβάνι εντυπωσιάστηκε τόσο από την αρχιτεκτονική του ομορφιά που σαν έγειρε μπρος άρχισε να το κοιτάζει και να το θαυμάζει με έναν φανατικό τρόπο. Κι αμέσως απλώνοντας το χέρι του το ‘βαλε στο νερό του πίδακα που έτρεχε από το στόμα ενός ορειχάλκινου αγγέλου κι έπαιζε. Ύστερα αφού σηκώθηκε κι ενώ το χέρι του συνέχισε να κρατά το μπράτσο της Λίζας, της είπε με μια εύθραυστη ικανοποίηση:
--- Τι ευχαρίστηση κι αυτή να λικνίζω το χέρι μου στο νερό με την παρουσία μιας γοητευτικής κυρίας!
Και το είπε αυτό με αφέλεια, ανύποπτος για το παραμικρό απομεινάρι αγάπης, δίχως να έχει φιλήδονες σκέψεις, ούτε να επιζητεί κάτι σαρκικό μαζί της. Οι φλέβες στα μελίγγια της Λίζας χτύπησαν βίαια. Τα μεγάλα αμυγδαλωτά μάτια της έπεσαν πάνω του και η στιγμή εκείνη που τα λόγια του σαν μουσική χάιδεψαν τ’ αυτιά του της φάνηκε πως ζούσε την ωραιότερη στιγμή της ζωής της.
--- Δεν τρελάθηκες κιόλας, που η δεσποινίδα είναι μαζί σου; του ‘κανε τρυφερά και του έσκασε ένα τρισχαριτωμένο χαμόγελο.
--- Είμαι ευτυχής και τυχερός που είμαι μαζί σου, αλλά δεν επιζητώ τη συνύπαρξη των δυο μας σε κοινές στιγμές, της είπε ζωηρά και χωρίς να την κοιτάξει, έστρεψε το ενδιαφέρον και την προσοχή του στα χρυσόψαρα του νερού.
--- Ω! Δε με αγαπάς αλλά μη μου μιλάς, έτσι, Στέφανε! Ο Θεός σε στέλνει κοντά μου κι αυτό δεν πρέπει να το ξεχνάς!
--- Τι θες να πεις;
--- Πως σε αγαπώ με μια αγάπη άγια!
--- Και παντοτινή! συμπλήρωσε με ευγενική ειρωνεία, αυτός.
--- Ναι!
--- Ορατό! Τότε δε σου μένει παρά και να με ποθείς άγρια!
Κι όμως ποτέ της δεν είχε νιώσει τόσο ευτυχισμένη όσο τη στιγμή αυτή που άκουγε τα λόγια του. Αυτά τα λόγια που μπορεί να αντιστέκονταν στο πάθος της γι’ αυτόν αλλά είχαν έναν μυστικισμό κι έναν απόκρυφο ερωτισμό σαν μια ποιητική έξαρση. Μήπως θα μπορούσε να τα αρνηθεί; Ποτέ! Και περισσότερο τώρα που της έβαζαν φιλήδονες σκέψεις κι επιθυμίες σε ολόκληρο το είναι της.
--- Σιώπα! του είπε με κατεβασμένο το κεφάλι. Δεν ξέρω αν μαντεύεις τη σκέψη μου αλλά έτσι είναι.
Έκανε μερικά ανάλαφρα βήματα ο Στέφανος και την παρέσυρε στο δρομάκι που άφηνε το σιντριβάνι και οδηγούσε στο μεγάλο πορτοκαλεώνα.
--- Δεν αμφιβάλλω για την ομορφιά του! της είπε όταν τον πλησίασαν και περνούσαν κάτω από τα περιποιημένα κλαδιά του που με τα πράσινα φύλλα των κλώνων τους, τους άγγιζαν τα μαλλιά και τους τρέλαιναν με την απαλή μοσχοβολιά τους.
Στις κορυφές και στα μπράτσα των δέντρων οι ηλιαχτίδες έπεφταν τόσο διάχυτες που φωτίζοντας τα μικρά και μεγάλα φύλλα τα πασπάλιζαν τόσο όμορφα που θαρρούσαν πως έβλεπαν πολυάριθμα ψήγματα χρυσού. Η δε ηχώ που έστελναν τα έντομα σαν ενωνόταν με τον ψίθυρο του ανέμου συνέθεταν μια απίθανη μελωδική πανδαισία που τους έδινε την εντύπωση πως βρίσκονταν σε κάποιο μέγαρο μουσικής. Από ‘δω κι από ‘κει εκτάσεις με πολύχρωμα άνθη, μικρά φυτώρια και καταπράσινοι τάπητες στόλιζαν τον τόπο έτσι που η αρμονία και η υποβλητική ομορφιά που αναδυόταν από την εικόνα τους εντυπωσίαζε στο έπακρο τις αισθήσεις.
--- Όνειρο ήταν! ψιθύρισε στοργικά ο Στέφανος σαν πέρασαν τον πορτοκαλεώνα και βρέθηκαν στο πίσω μέρος του σπιτιού, που ένα μικρό περιφραγμένο κτήμα με ευωδιαστά ζουμπούλια μεγάλωναν τα ρομάντζα των πόθων του κάθε επισκέπτη.
Ο Στέφανος απόμεινε για λίγο αποσβολωμένος να κοιτάζει το θέαμα που αντίκρισε και σαν το χόρτασε της είπε με μια προστατευτική διάθεση:
--- Να μέρος που πρέπει να έρχονται οι αθώες ψυχές για να ξεχνούν τις θλίψεις τους και κοίταξε τη γυναίκα.
Εκείνη άπλωσε το χέρι της, και, τον χάιδεψε στο πρόσωπο. Ύστερα με μια ανάερη κίνηση τον τράβηξε με συζυγική στοργή προς την πόρτα. Εκεί σαν έβαλε το κλειδί στην κλειδαριά, η τρεμάμενη φωνή της φτερούγισε βιαστική και του είπε, γεμάτη μυστήριο:
--- Πάμε πάνω να σου παίξω μια άρια στο πιάνο που τόσο σου αρέσει!
--- Δε τρώγεσαι με τίποτα, εσύ! της έκανε εκείνος και αντιστάθηκε. Η επανάστασή σου έχει φτάσει στο απροχώρητο, δε σε αντέχω!
--- Μια άρια είναι αυτή κι ένα ποτό! Θα τα απολαύσουμε ισότιμα!
Και γυρίζοντας το κλειδί, ξεκλείδωσε και τον έσπρωξε μέσα.
Στο σαλόνι κάθισαν στο διθέσιο καναπέ. Για το Στέφανο ο χώρος ήταν γνώριμος αφού πολλές φορές είχε καθίσει εδώ. Εντούτοις όμως αν και το περιβάλλον ήταν το ίδιο όπως πάντα, ένα πράγμα του έκανε ιδιαίτερη εντύπωση που άρχισε να το εξετάζει σχολαστικά και να ερευνά σπιθαμή προς σπιθαμή το κάθε του σημείο. Επρόκειτο για την τεράστια βιβλιοθήκη που έπιανε τρεις τοίχους του χώρου και στους στόλιζε με τα πολύχρωμα και καλαίσθητα βιβλία της. Κι αφού σηκώθηκε αρχίζοντας να χαϊδεύει τις ράχες τους και να τα φυλλομετρά, είδε τη Λίζα ν’ αφήνει κι εκείνη τον καναπέ και να πηγαίνει στο μπαρ. Κι όσο αυτός να τελειώσει την περιήγησή του σε ολόκληρη τη βιβλιοθήκη εκείνη γύρισε με το δίσκο φορτωμένο δυο άδεια ποτήρια κι ένα γεμάτο μπουκάλι ποτό. Κι αφού τον άφησε πάνω στο τραπεζάκι που βρισκόταν μπρος τους, του είπε με τρυφερότητα:
--- Έλα, κάθισε! Μετά από το ποτό και την κουβέντα θα σου παίξω την άρια! Αργότερα αν θες παίζουμε κάτι όμορφο παιχνίδι μαζί σαν αθώα παιδιά!
Την υπάκουσε και κάθισε. Κάθισε κι εκείνη κοντά του, τρελή από χαρά, γιατί τον είχε δίπλα της που τόσο το επιθυμούσε. Έτσι αφού γέμισε τα ποτήρια, του ψιθύρισε με μια πρόταση που έμοιαζε με φωτοβολίδα:
--- Ελπίζω το ποτό να μας κάνει να νιώσουμε ωραία!
Έπιασαν την κουβέντα και ήπιαν πολύ. Η ώρα πέρασε ευχάριστα και χωρίς να το καταλάβουν έφτασε πέντε το απόγευμα. Τότε η Λίζα σηκώθηκε και πήγε στο πιάνο. Τα δάχτυλά της χάιδεψαν τα πλήκτρα και η μελωδία απαλή σαν ήχος από χερουβείμ χύθηκε στον αέρα. Ο Στέφανος άκουγε κι ευχαριστιόταν. Φαινόταν στα μάτια του, στις συσπάσεις του προσώπου του και στις κινήσεις των χεριών του. Έτσι όταν η Λίζα έπαψε να παίζει και γύρισε κοντά του, της είπε με μια απέραντη χαρά για την εξαίρετη μουσική της παιδεία:
--- Είσαι άξια, Λίζα! Πολλές καρδιές θα χτυπούν γρήγορα για σένα και την αγκάλιασε με το βλέμμα του.
Η Λίζα είδε πως είχαν αδειάσει το μπουκάλι και σκέφτηκε << με τόσο ποτό που ήπιε θα βυθίστηκε σε λήθαργο η λογική του και θα ξύπνησαν τα άγρια ένστιχτα και οι επιθυμίες των αισθήσεων >> και μ’ ένα τράβηγμα τον έριξε στην αγκαλιά της. Κι αμέσως ενώ έλιωνε αγγίζοντας το κορμί του, τον σήκωσε με τρυφερότητα και μαζί οδηγηθήκανε στο κρεβάτι. Κι εκεί κατάλαβε πως ο Στέφανος της είχε υποταχτεί ολοκληρωτικά χωρίς καμία αντίσταση.
Κι όσο το υπέροχο χάδι της τον άγγιζε κάθε τόσο και λίγο στις ερωτογενείς ζώνες του, τόσο την έσφιγγε πάνω του και την ποθούσε. Αυτή το ένιωθε και η υπέρτατη θέληση να τον κάνει δικό της μεγάλωνε και της φάνηκε για μια στιγμή πως οι φλέβες της καίγονταν και μια συναρπαστική ομορφιά διαπερνούσε το σώμα της. Ώσπου οι ζεστοί γλουτοί της άνοιξαν και το ζωντανό κορμί του Στέφανου μπήκε μέσα της. Και τότε ένιωσε το είναι της να χάνεται μέσα στη φλόγα του πάθους και μια αλλόκοτη δύναμη να την υποτάσσει στη σιωπηλή γλύκα του ανήμπορου κορμιού της. Κι αμέσως του δόθηκε μ’ ένα ρίγος στο πάθος και στην αρχέγονη ηδονή. Και τότε φοβισμένη λίγο από την τρομερή εισβολή μέσα της του αντρικού κορμιού που αγαπούσε τόσο, γαντζώθηκε πάνω του. Έτσι άφησε ελεύθερο τον εαυτό της κι αφέθηκε να παρασυρθεί χωρίς όρια στη δίνη του ερωτικού νήματος.
Με λίγη καθυστέρηση μετά την ολοκλήρωση του πάθους τους κι ενώ όλα είχαν γίνει τόσο τέλεια πρώτος ο Στέφανος ξαγκιστρώθηκε από το λήθαργο της σεξουαλικής πράξης και πηδώντας απ’ το κρεβάτι πήγε και κάθισε σε μια καρέκλα. Εκεί σαν να τα είχε χαμένα, ψιθύρισε χωρίς να τον ακούσει η Λίζα: << Μεγαλοδύναμε Θεέ τι βλάκας που είμαι! Πώς μπόρεσα και το έκανα αυτό; >>
Η Λίζα γοητευμένη από την επιτυχή έκβαση της υπόθεσης, σηκώθηκε κι αυτή και σαν κατέβηκε από το κρεβάτι, άρχισε να σεργιανίζει κεφάτη από τη μια μεριά στην άλλη.
Πόσο έμειναν έτσι σιωπηλοί κανένας δεν ξέρει. Τη σιωπή και το τέλος αυτής της πράξης τάραξε κι έσβησε η φωνή της Λίζας που λίγο πριν φύγει ο Στέφανος, τον ρώτησε με μια γλυκιά μελαγχολία:
--- Ούτε και τώρα με αγαπάς, Στέφανε;
Ζ
Η Κριτική Επιτροπή Λογοτεχνικών Βραβείων συνεδρίασε στις 12 Φεβρουαρίου του 1998. Το πρώτο βραβείο μυθιστορήματος δόθηκε σε άλλον συγγραφέα και ο Στέφανος έπεσε στα μαύρα πανιά. Όλη μέρα έμεινε κλεισμένος στο σπίτι του σαν διάβασε στις εφημερίδες πως το έχασε και δεν ήθελε να μιλήσει σε άνθρωπο ενώ αισθανόταν ντροπή να βγει έξω. Καθισμένος στο γραφείο του, είχε βάλει μπρος του το βιβλίο του και σαν το κοίταζε και το φυλλομετρούσε, άρχισε να του μιλάει μ’ ένα παραπονεμένο τρόπο που στα λόγια του, έμοιαζε με μοιρολόι. << Όλοι αυτοί οι μεγάλοι ονειροπόλοι της κριτικής >> του ‘λεγε << που αγνοούν τις θεμελιώδεις απαιτήσεις της πνευματικής εντιμότητας σε πρόδωσαν. Συμπεριφέρθηκαν σαν τέρατα και σαν γυναικούλες και πιστεύοντας πως έκαναν χρήση του σωστού κριτηρίου της αλήθειας σε έκριναν παρακμιακό, κάτι σαν πνευματική τροχοπέδη στα γράμματα και στη λογοτεχνία. Τους άθλιους! Στον ψεύτικο όμως κόσμο που ζούνε, ο δικός σου ηθικός κόσμος πως μπορούσε να μετατραπεί σε σύμμαχο της αλήθειας κι όχι του ψεύδους; >>
Έτσι αφού βράδιασε και βαρέθηκε άλλο να μένει στους τέσσερις ψυχρούς τοίχους, αποφάσισε να βγει έξω. Βγήκε από το σπίτι του, έφτασε στη λεωφόρο Κηφισίας στενοχωρημένος και σκεφτικός και μπαίνοντας σ’ ένα ταξί έφτασε στο << καφέ τέχνη >>. Εκεί κάθισε, ήπιε δυο ποτήρια κονιάκ, διάβασε τις εφημερίδες και τα περιοδικά που βρήκε πάνω στο τραπέζι και όταν πέρασε η ώρα και βαρέθηκε κι εδώ, σηκώθηκε και άκεφος βγήκε έξω. Με κατεβασμένο κεφάλι, περπάτησε στον έρημο δρόμο και μπήκε στο πάρκο όπου βάδιζε σαν χαμένος στις σκέψεις του, χωρίς να ξέρει που πάει.
Ο Βρανάς εκείνη τη στιγμή είχε φύγει από το σπίτι ενός φίλου του και περνούσε όπως πάντα μέσα από το πάρκο που τόσο πολύ του άρεσε να θαυμάζει τα δέντρα του και να νιώθει το νυχτερινό θρόισμα των φύλλων τους να του χαϊδεύει το πρόσωπο και το δέρμα. Θαρρούσε έτσι πως η ψυχή του θα ηρεμούσε του από την πολλή πνευματική κούραση και θα ανακουφιζόταν για λίγο από τις γκρίνιες εκείνων που δεν τους άρεσε η κριτική του που έκανε στα βιβλία τους!
Έτσι τώρα περπατούσε σ’ αυτό το όμορφο πάρκο που τόσο πολύ του άρεσε και το απολάμβανε όταν κατέβαινε στο κέντρο της πρωτεύουσας από το Μαρούσι. Κόντευε να φτάσει ως το ίσιωμα, εκεί που τόσο του άρεσε, γιατί είχε ησυχία, αφού οι άνθρωποι ήταν ελάχιστοι και το μέρος κατάφυτο από πεύκα και θάμνους. Εκεί μπορούσε ευχάριστα να χορτάσει τις ώρες του και να απολαύσει θαυμάσια τη θέα της πόλης από το μικρό ύψωμα που ορθωνόταν δυτικά.
Κι εκεί όμως που όλα ήταν ήσυχα και γαλήνη νεκρική απλωνόταν παντού, ένας θόρυβος που ακούστηκε από βήματα πίσω του τον έκανε να φοβηθεί και να κοιτάξει με έντονη δυσθυμία τους μικρούς θάμνους που κινιόνταν λίγα μέτρα πιο πέρα. Και τότε με μεγάλη του θλίψη ξεχώρισε έναν άντρα να τον περιεργάζεται ύποπτα και να δείχνει πως ήθελε να τον φτάσει και να του ζητήσει κάτι. Φοβήθηκε και ψυλλιάστηκε πως κάποιος για το δικό του λόγο, προφανώς, τον είχε πάρει από πίσω και τον κυνηγούσε. Τάχυνε έτσι το βήμα του για να ξεμακρύνει και να φτάσει στο ξέφωτο ώστε να κάνει πιο ανώδυνη τη συνάντησή τους στο πολύ φως. Δυστυχώς ο άντρας που νόμισε πως τον είχε πάρει στο κυνήγι, άφησε τους θάμνους και βγήκε στο δρόμο και με κάθε προφύλαξη περπατούσε στην άκρη του, πάντα στα σκοτεινά του μέρη κι έχοντας σκυμμένο το κεφάλι του, που του το σκέπαζε ένα ολόμαυρο σκουφί.
<< Ποιος μπορεί να είναι αν δεν είναι ο Στέφανος;>> συλλογίστηκε ο Βρανάς και ίδρωσε ολόκληρος. << Μετά την κακή κριτική που του έγραψα και σαν είδε πως δεν πήρε το βραβείο, μου έστησε καρτέρι μέσα στη νύχτα για να με σκοτώσει! Το πάθος της εκδίκησης τον κυρίεψε φαίνεται και γι’ αυτό με πήρε από πίσω και μάλιστα τέτοια ώρα μέσα στο βράδυ. Και έχει τέτοια ερημιά εδώ που φύλλο δεν κινείται! Ποιος θα μ’ ακούσει σαν θα μου μπήξει το μαχαίρι στην καρδιά σ’ αυτή την κρύα νύχτα! >>
Έκανε αυτές τις σκέψεις μέσα σ’ ένα παραλήρημα φόβου και υστερίας. Έτσι άρχισε να περπατά κι αυτός κάτω από τα σκοτεινά μέρη εκεί που το φως από τις λάμπες ήταν λιγοστό και τον έκρυβε. Ωστόσο δεν ξεχνούσε να γυρίζει πίσω το κεφάλι του και να παρακολουθεί το νυχτερινό απρόσκλητό επισκέπτη του. Το αλάθητο ένστικτό του, του έλεγε πως κάποια στιγμή θα τον έφτανε και σαν τον αναγνώριζε, ο Θεός να έβαζε το χέρι του σ’ αυτό που θα του έκανε! Κι όσο το σκεφτόταν αυτό τόσο και ο ταραγμένος του νους γινόταν προπομπός της επακόλουθης τραγωδίας του.
Ο Στέφανος έβλεπε τον άντρα που πήγαινε μπροστά του και κρατούσε πάντα την ίδια απόσταση χωρίς να έχει πρόθεση να τον φτάσει Ίσως να έλεγε κανείς πως δεν ήθελε ούτε και να τον προσπεράσει. Το χλιαρό αεράκι που φυσούσε, του χάιδευε το πρόσωπο κι εκείνη τη στιγμή ήταν η πιο καλή συντροφιά από τον προπορευόμενο άγνωστο της νύχτας. Γιατί να τον φτάσει; Τι θα κέρδιζε από την τυχαία συνάντησή του; Κι αυτός ο παράξενος περιπατητής τι φοβόταν και πηδούσε έτσι από εδώ κι από ‘κει σαν φοβισμένος λαγός;
Ωστόσο κάποια στιγμή σαν η ησυχία της νύχτας του αλάφρωσε το μυαλό και μπορούσε να σκεφτεί και να δει καλύτερα, άφησε για πολλή ώρα το βλέμμα του πάνω στον παράξενο άντρα της νύχτας και προσπάθησε να τον γνωρίσει ή να μαντέψει ποιος ήταν.
<< Εδώ που περπατάει >> συλλογίστηκε << δεν μπορεί θα τον έχει πάρει το μάτι μου και δε θα μου είναι τελείως άγνωστος >>. Σαν όμως δεν τον γνώρισε μια διάχυτη απογοήτευση τον κυρίεψε και συνέχισε το δρόμο του.
Ο Βρανάς έφτασε τώρα στο μικρό ρυάκι με το τρεχούμενο νερό που χυνόταν σε μια μικρή λιμνούλα και πέρασε την ξύλινη γέφυρα που θα τον έβγαζε σε λίγο στο τέλος του πάρκου και θα τον έμπαζε κατ’ ευθείαν στη λεωφόρο Βασιλίσσης Σοφίας. Έτσι σαν την πλησίασε, κοντοστάθηκε για λίγο και σαν κρύφτηκε πίσω από ένα ψηλό μαντρότοιχο, έριξε κρυφές ματιές πίσω του να δει τι γίνεται με τον άντρα που νόμιζε πως τον ακολουθούσε.
Ο Στέφανος αφήνοντας το δρομάκι του πάρκου, πέρασε κι αυτός τη γέφυρα και ακολουθώντας την ίδια κατεύθυνση με το Βρανά, κατευθυνόταν στο κεντρικό δρόμο με απώτερο σκοπό σαν το διασχίσει να βρεθεί από την άλλη μεριά του πάρκου και να συνέχιζε τον βραδινό του περίπατο ως το μικρό γήπεδο του ιππικού συλλόγου. << Συνεχίζει να με ακολουθεί και να πηγαίνει εκεί που πηγαίνω κι εγώ >> σκέφτηκε κάποια στιγμή ο Βρανάς σαν τον είδε τώρα να περπατά πάνω στην ξύλινη γέφυρα και να ψάχνει με επιμονή την εσωτερική αριστερή τσέπη του σακακιού του. << Γιατί το κάνει αυτό; >> ψέλλισε πάλι και τρομοκρατημένος αύξησε ταχύτητα. << Δείχνει πως θέλει να σταματήσει και να κάνει κάτι κακό >> συμπλήρωσε το συλλογισμό του και κόλλησε με την πλάτη πάνω στον πέτρινο τοίχο και τον παρακολουθούσε.
Ο Στέφανος σταμάτησε κι αυτός, στήριξε τα πόδια του στα προστατευτικά ξύλινα στηρίγματα της γέφυρας κι άρχισε να ψάχνει τώρα όλες τις τσέπες του με ιδιαίτερη επιμονή. Είχε θυμηθεί το απόκομμα της εφημερίδας που ‘γραφε για τον αποκλεισμό της βράβευσής του κι ως του μπήκε η ιδέα πως κάπου το ‘χε ξεχάσει, το ‘ψαχνε για να βεβαιωθεί αν το’ χε μαζί του ή πραγματικά του έλειπε.
Αναρίγησε τώρα ο Βρανάς, τα έχασε κυριολεκτικά κι ένιωσε το έδαφος κάτω από τα πόδια του να χάνεται. << Ψάχνει να βρει το όπλο ή το μαχαίρι του και να με σκοτώσει! >> μουρμούρισε και τα μάτια του θάμπωσαν. Και για να μην πέσει άπλωσε τα χέρια του και γαντζώθηκε δυνατά στο μαντρότοιχο.
Όσο ο Στέφανος έψαχνε τις τσέπες του για να βρει το κομμάτι της εφημερίδας ο Βρανάς λουσμένος στον ιδρώτα και κυριευμένος από το φόβο, σκεφτόταν με πιο τρόπο θα φύγει χωρίς να τον αντιληφθεί ο Στέφανος και να γλιτώσει. Έτσι σαν έμεινε άβουλος μπόρεσε και κοίταξε πολλές φορές το διώκτη του ώστε κάποια στιγμή τον αναγνώρισε και με μια ασυνείδητη έκρηξη, ψέλλισε σιγανά: << Ο Στέφανος είναι, αυτός ο ματαιόδοξος! Δεν κάνω λάθος αυτός είναι! Ξεχωρίζω το φαρδύ μέτωπό του, και τη μεγάλη μύτη του! Με κυνηγά ο μπάσταρδος για την κριτική που του ‘γραψα και τον αποκλεισμό της βράβευσής του για το πρώτο βραβείο μυθιστορήματος! Θα αποδίδει σε μένα το ναυάγιο της βράβευσής του! Τι να κάνω τώρα; Πώς θα ξεφύγω από τα νύχια του άτεγκτου και στυγνού αυτού δολοφόνου; >>
Έτσι σαν θόλωσε ο νους του από το επικείμενο κακό που θα τον έβρισκε, γύρισε με το πρόσωπο στον τοίχο και τινάζοντας με δύναμη τα χέρια του, πιάστηκε από ένα σιδερένιο πάσαλο και πηδώντας ταυτόχρονα με την άνεση της γάτας, βρέθηκε έξω από το πάρκο και κοντά σ’ ένα μικρό μονοπάτι. Σύρθηκε λίγο στα τέσσερα και ύστερα σαν σηκώθηκε περπάτησε αθόρυβα σκυφτός και με κάθε προφύλαξη πήρε το δυτικό πλακόστρωτο καλντερίμι που τον έβγαλε στη λεωφόρο Βασιλίσσης Σοφίας. Κι εκεί αναπάντεχα μια σκέψη του γεννήθηκε και μια επιθυμία να πάρει ταξί και να πάει να κρυφτεί στο εργαστήριο του Νικόλα κι αφού του ζητήσει προστασία να του διηγηθεί ύστερα με κάθε λεπτομέρεια το χρονικό της περιπέτειάς του. Έτσι χωρίς καθυστέρηση σταμάτησε ένα ταξί, μπήκε μέσα και ξεκίνησε για το Μαρούσι στο σπίτι του Νικόλα.
Ο Στέφανος χαμένος στη μοναξιά του και την απελπισία του, έψαξε όσο έψαξε κι αφού δεν βρήκε τίποτα, βλαστήμησε Θεούς και δαίμονες και συνέχισε πάλι το δρόμο του. Νιώθοντας υπέροχα τώρα από το καλό που του έκανε το νυχτερινό αεράκι, σαν βγήκε από το πάρκο και πάτησε το πόδι του στο πλακόστρωτο δρομάκι που οδηγούσε κι αυτό στη λεωφόρο Βασιλίσσης Σοφίας, θυμήθηκε πως έπρεπε με κάποιον να μιλήσει εκείνη τη δύσκολη στιγμή και σκέφτηκε το Νικόλα. Να του πει ήθελε πρώτα και να του παραπονεθεί για το άγαλμα της γυναίκας του, που του το αργούσε και μετά να του ιστορήσει όλο το παρασκήνιο που του στέρησε το πρώτο λογοτεχνικό βραβείο μυθιστορήματος. Και σε τελευταία ανάλυση θα του φανέρωνε και τον κύριο υπεύθυνο αυτής της πρόστυχης συνδιαλλαγής τον κορυφαίο κριτικό, και υπέροχο άνθρωπο, Γρηγόρη Βρανά!
Φώναξε ένα ταξί, μπήκε μέσα και είπε στον οδηγό: Μαρούσι.
= = =
Ο Νικόλας ήταν κοντά στο άγαλμα του Αριστοτέλη όταν άκουσε το κουδούνι της πόρτας και ξαφνιασμένος έτρεξε ν’ ανοίξει. Σαν την άνοιξε ο Βρανάς εισέβαλλε σαν κυνηγημένος ληστής μέσα και του είπε τρέμοντας ολόκληρος με τον κόμπο στο λαρύγγι του να ανεβοκατεβαίνει:
--- Με κυνηγά ο Στέφανος. Νικόλα! Θέλει να με σκοτώσει! Μ’ έχει πάρει εδώ και μισή ώρα από πίσω και με παρακολουθεί. Κρύψε με στο εργαστήριό σου ως το πρωί γιατί φοβάμαι να πάω μόνος μου στο σπίτι.
Του δέθηκε η γλώσσα του μ’ αυτό που άκουσε του Νικόλα και δεν μπόρεσε να μιλήσει. << Μπορεί να είναι κι έτσι που τα λέει >> σκέφτηκε << και τα πράματα να’ ναι σοβαρά, αλλά και τόσο αλαφροϊσκιωτος που είναι, ποιος ξέρει ποιον είδε πίσω του και τον πέρασε για δολοφόνο του! Φαίνεται όμως πολύ φοβισμένος και δείχνει έτοιμος να καταρρεύσει. Αυτό είναι σημάδι πως κάτι κακό του συνέβη στο δρόμο του και σίγουρο πως η νύχτα του ως εδώ δεν ήταν ήσυχη και αγγελική αλλά κακή και δαιμονισμένη >>.
--- Ακούνε σωστά τ’ αυτιά μου! φώναξε σαν βρήκε τη φωνή του κι ένα χαμόγελο οπωσδήποτε αναίτιο, φύτρωσε στα χείλη του.
--- Ακούνε ! Ακούνε ! ψέλλισε τραυλίζοντας ο Βρανάς και ρίχτηκε με βίαιο και ασυνήθιστο τρόπο στην καρέκλα που βρέθηκε μπροστά του.
Ακολούθησε μια μικρή σιωπή ώσπου να καθίσει και ο Νικόλας και όταν αυτό έγινε και ταχτοποίησε κάτι μικρούς μεταλλικούς σφικτήρες που ήταν ακατάστατοι σε μια κεκλιμένη επιφάνεια, τον ρώτησε με έναν οξύ τόνο στη φωνή του, που φάνηκε πως ήθελε περισσότερο να τον αφυπνίσει παρά να τον ακούσει.
--- Γνώρισες είπες τον άνθρωπο που θέλει να σε δολοφονήσει;
--- Βεβαίως και τον γνώρισα!
Απάντησε με τόση σιγουριά όπως θα έκανε να πει ένα << ναι >> ή ένα << όχι >>.
--- Και είναι ο Στέφανος;
Τώρα δεν απάντησε αμέσως αλλά άφησε να φανεί πρώτα η εχθρότητα στα μάτια του σε κάθε τι που κοίταζε ακόμη και ως προς το πρόσωπο του Νικόλα. Κι αφού σταύρωσε τα χέρια μπροστά στο στήθος και κοίταξε για λίγο ψηλά στο ταβάνι, του είπε με κάποια αμηχανία:
--- Αυτός είναι!
--- Γιατί θαρρείς πως θέλει να σε σκοτώσει;
--- Του έγραψα μια κακή κριτική για το βιβλίο του και νομίζει πως εξαιτίας μου, έχασε το βραβείο του κρατικού μυθιστορήματος! Με θεωρεί φαίνεται υπεύθυνο και συνεργό του αποκλεισμού του από το βραβείο. Έτσι μου κήρυξε τον πόλεμο από σήμερα το βράδυ και με κυνηγά. Σαν με σκοτώσει, μόνο τότε θα ησυχάσει!
Κούνησε το κεφάλι του ο Νικόλας και σαν θυμήθηκε πως δεν έπρεπε να παραμελεί τους δικούς του ανθρώπους αλλά να τους βοηθά όταν τους προμηνυόταν κάτι δυσάρεστο, του είπε με μια ξεψυχισμένη κίνηση του δεξιού χεριού του:
--- Φοβάσαι πολύ, Βρανά και εικάζεσαι ό,τι θέλεις! Ο Στέφανος αν είναι να σκοτώσει δεν θα σκοτώσει έτσι, βάζοντας μπροστά του το θύμα του κι εκείνος να το κυνηγά από πίσω για να του τη φέρει, ύπουλα κι άναντρα. Όχι! Ξέρω εγώ τα ένστιχτά του καλά. Αυτός θα σκοτώσει μόνο ύστερα από το βρασμό και το ξέσπασμα του υποσυνείδητου. Και θα είναι τόσο ειδεχθή η εγκληματική του πράξη που σίγουρα θα προκαλέσει φρίκη, αηδία και αποτροπιασμό στην κοινωνία! Με λίγα λόγια θα ‘ναι ένας στυγνός εγκληματίας και αιμοσταγής δολοφόνος!
Οργισμένος και κατηφής ο Βρανάς έδειχνε πως βρισκόταν σε πλήρη ασυμφωνία με όσα του είπε ο Νικόλας. Και σαν να ένιωσε ντροπιασμένος απ’ τα λόγια του, του είπε, αξιώνοντας να τον πιστέψει:
---Τότε γιατί με πήρε από πίσω, και, φόρεσε τη μάσκα του δολοφόνου; Αν έβλεπες μέσα στα μάτια του την ώρα που με κοίταζε το μίσος του, θαρρούσες πως είχες κοντά σου τον αγριότερο δολοφόνο!
Ο Νικόλας τον κοίταξε με χαμηλό βλέμμα και φάνηκε να μην πιστεύει στα όσα περίεργα και φαντασιόπληκτα του έλεγε. Και για να διασκεδάσει την κατάσταση, του είπε, με μια διαβολική συμπεριφορά:
--- Πώς μπόρεσες να δεις το πρόσωπό του και να διαβάσεις τα δολοφονικά συναισθήματά του, μέσα στη νύχτα, έτσι φοβισμένος που ήσουν, Γρηγόρη; Εσύ εκείνη τη στιγμή έτρεμες, το μυαλό σου είχε πέσει σε αναλγητική αταραξία και η εκτίμησή σου για να κρίνεις γεγονότα και καταστάσεις ήταν μηδενική. Πώς μπόρεσες κι έκρινες όλα αυτά που λες, πως είχε ο δήθεν διώκτης σου;
Και με μια επαναστατημένη διάθεση μέσα του, συνέχισε στον ίδιο επιθετικό ρυθμό:
--- Μου φαίνεται πως μου λες, παραμύθια! Και τούτο γιατί δεν ενεργεί έτσι ένας κυνηγημένος. Φοβάται, δεν μπορεί να διαβάσει την ψυχή και τη σκέψη του άλλου και το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να βρει τρόπο να σωθεί μιας και τα ένστιχτα της αυτοσυντήρησης και της αγάπης για τη ζωή είναι ακόμη ισχυρά και τον αποτρέπουν από κάθε εγκατάλειψη του εαυτού του.
Έσφιξε τα χείλη του ο Βρανάς, τα κόλλησε λες και ήθελε να τα ματώσει, τόση ήταν η λύσσα του εκείνη τη στιγμή μετά απ’ όσα άκουσε απ’ το στόμα του Νικόλα. Έτσι δεν κρατήθηκε και του είπε, αμέσως με φωνή που έβγαινε από ένα οργισμένο λαρύγγι:
--- Θέλω να με βοηθήσεις να ζήσω και να μου εξασφαλίσεις την ύπαρξή μου, Νικόλα, γι’ αυτό ήρθα σε σένα. Δε μου αρέσει να μου μιλάς αυστηρά και να δείχνεις πως μου κάνεις κήρυγμα για να ακολουθήσω την δική σου σωστή οδό της σωτηρίας. Ο άνθρωπος αυτός κουβαλάει σαν βάρος μια αποτυχία μέσα του που την χρεώνει σε μένα και θέλει να με εκδικηθεί για να ξαλαφρώσει! Θα ξαλαφρώσει και ταυτόχρονα θα ελευθερωθεί μόνο σαν απαλλαγεί απ΄ το βάρος αυτό της εκδίκησης. Κι αυτό θα γίνει αν με σκοτώσει! Τότε η παγωμένη και ταπεινωμένη ύπαρξή του θα δικαιωθεί!
Η βιαστική και τρεμάμενη φωνή του Νικόλα, δουλεμένη όμως περίτεχνα από το νου του, ήρθε να χαστουκίσει ανελέητα το Βρανά και να τον κάνει να χάσει κυριολεκτικά τον κόσμο κάτω από τα πόδια του.
--- Αφού τα θες έτσι, του είπε και λες δε σου άρεσε όπως σου μίλησα, άκουσε και την πραγματικότητα κι αν μπορείς άντεξέ την! Ο κόσμος είναι ένα λιβάδι σφαγής και μέσα σ’ αυτό όλες οι υπάρξεις που τυραννιούνται κι αγωνιούν δεν μπορούν να ζήσουν αλλιώς παρά μόνο με την αλληλοεξόντωση. Έτσι και ο Στέφανος θα γίνει ή είναι ένα σαρκοβόρο ζώο που θα σε κατασπαράξει! Αυτό φαίνεται πως θες να σου πω!
Αν και τα λόγια του εισέβαλλαν σαν πύρινα καρφιά στο μυαλό του, εντούτοις φάνηκε να τα περίμενε όσο κι αν έδειξε τρομοκρατημένος. Κι αμέσως με ένα συνεργατικό τρόπο και με μια ταπεινή χειρονομία, μίλησε με κάποια δυσκολία:
--- Αυτό ναι, κι όσο το σκέφτομαι, φοβάμαι μεν αλλά βγάζω και τα συμπεράσματά μου για τη ζωή, που μου ξέφευγαν πριν με πάρει από πίσω ο Στέφανος και μου την απειλήσει. Συμπέρανα που λες, πως η ζωή δεν είναι παρά ένας ατέλειωτος αγώνας για την επιβίωση, την υπεράσπιση της ατομικής ύπαρξης και με τη βεβαιότητα πως κάποτε θα τη νικήσει ο θάνατος! Να λοιπόν που αυτός ο φριχτός θάνατος έρχεται για μένα!
Άπλωσε το χέρι του ο γλύπτης και σαν έπιασε ένα ροζιασμένο αλουστράριστο ξύλο από κάποιο ξεχασμένο έπιπλο, του αποκρίθηκε:
--- Καλά τα λες, η ζωή είναι ένα αδιάκοπο κυνήγι που μέσα σ’ αυτό ο άνθρωπος άλλοτε κυνηγά κι άλλοτε κυνηγιέται. Και τούτο γιατί οι άνθρωποι τρώγονται και τσακώνονται μεταξύ τους, μαλώνουν, και, πολεμούν, γιατί ο καθένας θέλει να πάρει το μερίδιο του άλλου. Κι έτσι ο φοβερός αυτός ξολοθρεμός δεν έχει τέλος. Και μοιάζει σαν μια ιστορία οδύνης και πόνου. Ποθούμε πολλά δίχως λόγο, υποφέρουμε τα πάντα, παλεύουμε για κάτι, το κερδίζουμε με αίμα και στο τέλος πεθαίνουμε! Κι αυτό θα συνεχίζεται έως ότου η γη μας χαθεί και μαζί της ο άνθρωπος.
--- Αλλά περισσότερο από το θάνατο πιο φριχτός είναι ο φόβος του θανάτου, Νικόλα! Αυτό έχω πάθει εγώ τώρα ! Ζω με την αγωνία του θανάτου κι αυτό με κάνει να τρελαίνομαι από στιγμή σε στιγμή όλο και πιο πολύ.
--- Οχ! μ’ αυτό το θάνατο! του ‘κανε έξαλλος εκείνος και συμπλήρωσε: Τα λες έτσι σαν να σε πλησιάζει κιόλας! Πάψε πια να μιλάς άλλο γι’ αυτές τις φοβίες σου και μην τις σκέφτεσαι!
Χαλάρωσαν και των δυο τα βλέμματα κι έδειξαν μια αναπάντεχη ηρεμία. Όλη αυτή η κουβέντα τους έκανε φαίνεται να θαυμάσουν την ομορφιά της ζωής, ν’ ανατρέξουν στις πηγές, στους κάμπους και στα λουλούδια της και ν’ απλώσουν τα χέρια τους να μαζέψουν ό,τι σκορπισμένο το είχαν προσπεράσει και δεν καταδέχτηκαν τόσο καιρό να το πάρουν. Τι ανόητοι, είμαστε, σκέφτηκαν, όλα μας φαίνονται τόσο ανεκτίμητα σαν ο θάνατος μας πλησιάζει! Και σαν απομακρύνεται κάθε σχέση μαζί τους την καθορίζει το προσωπικό μας όφελος! Κι αυτό είναι που μας σκοτώνει πιο πολύ και μας οδηγεί στην πλήξη!
Χαμογέλασε ο Νικόλας ύστερα από τη μικρή αυτή σιωπή και του είπε με φωνή που την έντυσε με κάποια λαμπερή κομψότητα για να γλυκάνει το νόημά της:
--- Είχα μια όρεξη για δουλειά, Γρηγόρη και σαν ήρθες που έφυγε. Καλύτερα να μην ερχόσουν, έχεις κι άλλους φίλους και γνωστούς να πεις τον πόνο σου. Γιατί δεν πήγες σε κάποιον απ’ αυτούς και διάλεξες εμένα;
--- Ε, δε σου είπα!
--- Μου τα είπες, αλλά θαρρώ πως θέλεις και να σε κρύψω!
--- Τι σκέφτεσαι να με παραδώσεις στο Στέφανο;
--- Πώς μιλάς έτσι; Δε θα το έκανα ποτέ αυτό αλλά κι ο Στέφανος ποτέ δε θα σε σκοτώσει. Πώς σου πέρασε αυτή η ιδέα από το μυαλό;
--- Αφού με κυνηγούσε και με είχε πάρει από πίσω, δε σου είπα; Τον είδα ακόμη να ψάχνει και στις τσέπες του!
--- Και τι σημαίνει αυτό;
--- Πως έψαχνε να βρει όπλο ή μαχαίρι! Αυτός θα αποφάσιζε με ποιο τρόπο θα με σκότωνε!
--- Μωρέ μπράβο, διαίσθηση! έκανε ξεφωνίζοντας ο Νικόλας κι έκανε ένα ασυνήθιστο περιπαιχτικό μορφασμό.
--- Γιατί με ειρωνεύεσαι, Νικόλα και μάλιστα ασύστολα; Αφού σου λέω τη γλίτωσα από τύχη. Σαν βρέθηκα κρυμμένος πίσω από ένα δέντρο στο πάρκο μπόρεσα και είδα μια σκιά μακριά πίσω μου, που μου φάνηκε πως ήταν φονικού όπλου. Κι αμέσως πήδηξα και βρέθηκα ασφαλής στο δρομάκι που οδηγεί στη λεωφόρο βασιλίσσης Σοφίας. Από κει έρχομαι. Πήρα ταξί αμέσως. Αν έμενα λίγο ακόμη ίσως στο πάρκο τώρα να ήμουν μακαρίτης!
Ο Νικόλας κατέβασε το κεφάλι και φάνηκε να δείχνει στενοχωρημένος. Έβλεπε στην υπόθεση κάτι πολύ μπερδεμένο κι ανεξιχνίαστο. Δεν μίλησε παρά σαν είδε το Βρανά να τεντώνει το κεφάλι του και να κοιτάζει, νευρικός κι ανήσυχος προς το παράθυρο που βρισκόταν προς το μέρος του ακάλυπτου. Προφανώς κάτι του φάνηκε πως είδε και έκρινε καλό να ενεργοποιηθεί. Αντιλαμβανόμενος την ανησυχία του, έστριψε κι αυτός το κεφάλι του προς το παράθυρο, ρωτώντας τον ταυτόχρονα:
--- Τι τρέχει και κοιτάς με τόση επιμονή έξω; Βλέπεις κάτι ύποπτο που σε κάνει να φοβάσαι;
Η φωνή του Βρανά φτερούγισε ξαφνική και τρεμάμενη:
--- Είδα μια σκιά να έρχεται προς τα εδώ!
--- Σκιά είπες;
--- Ναι! Τουλάχιστον έτσι μου φάνηκε!
--- Ο φόβος σου σε κάνει να βλέπεις τέρατα και σημαία, Βρανά! Πάρε τα μάτια σου απ’ το παράθυρο και θα δεις τι όμορφα που θα γίνουν γύρω σου, όλα και πάλι. Κι αν είναι έξω κάποιος τέτοια ώρα δεν πρέπει να είναι επικίνδυνος. Όλο και με επισκέπτονται φίλοι συχνά τη νύχτα.
Τέντωσε τα χείλη του εκείνος και συνοδεύοντας κάθε λέξη που έβγαινε από το στόμα του και με μια κίνηση του κεφαλιού, τον ρώτησε φοβισμένος στο έπακρο:
--- Θα σε ρωτήσω κάτι και θέλω να μου απαντήσεις με ειλικρίνεια, Νικόλα, για να ησυχάσω τουλάχιστον προς το παρόν: Ο Στέφανος περνά από εδώ αργά τα βράδια, θέλω να πω έρχεται και τα λέτε;
<< Θα με ανακρίνει για τα καλά, ο αθεόφοβος >> συλλογίστηκε ο γλύπτης και σαν τον κοίταξε με μια παιδιάστικη ματιά διέγνωσε μια έντονη ανησυχία στο πρόσωπό του μαζί με μια χαρακτηριστική χλομάδα. << Υποτάχτηκε στα πλοκάμια του φόβου, ο έρημος, φαίνεται και δεν ξέρει τι λέει και τι ζητάει >> ξανασυλλογίστηκε κι ετοιμάστηκε να του απαντήσει. Και με μια σβέλτα και κεφάτη κίνηση των ματιών του, του είπε:
--- Συνηθίζει να περνά σαν δεν έχει τι να κάνει και τα λέμε. Του αρέσει και η τέχνη μου και κάθεται και με κοιτά που πελεκάω το μάρμαρο χωμένος στη σκόνη. Μετά τη δουλειά μου, πίνουμε και κανένα ποτηράκι και φλυαρούμε ασταμάτητα επί παντός επιστητού. Για μένα είναι όχι μόνο καλός συγγραφέας αλλά και θαυμάσιος φίλος και συζητητής.
--- Ώστε περνά; Ξεφώνισε με ένταση και έγινε κόκκινος.
--- Γιατί; Τι σε πειράζει και κάνεις έτσι;
--- Θαρρώ πως θα ‘ρθει κι απόψε!
Στριφογύρισε στη θέση του πολλές φορές κι όταν σταμάτησε φαινόταν πιο ωχρός και πιο φοβισμένος. Κι αφού σκούπισε δυο σταγόνες ιδρώτα που κυλούσαν στο μέτωπό του, του είπε με μια παρακαλεστική ευγένεια:
--- Είναι ίσως επικίνδυνο για σένα, αλλά θέλω να με κρύψεις κάπου σαν έρθει εδώ ο Στέφανος! Δε θέλω να πεθάνω, Νικόλα! Δε θέλω!
Με μια έκφραση άγριας αποφασιστικότητας, εκείνος του είπε:
--- Βλέπεις τον εαυτό σου στα νύχια του όρνιου, Στέφανε και θρηνείς από τώρα! Κάθισε να έρθει εκείνη η ώρα που θα σε αρπάξουν και βλέπεις τότε τι θα κάνεις. Πέρα όμως απ’ αυτό, σου υπόσχομαι πως αν έρθει ο Στέφανος, θα σε κρύψω! Και σε κρυψώνα μάλιστα ασφαλή. Είναι στην αποθήκη εκεί ίσια στο διάδρομο που ξέρεις. Θα μπεις μέσα και στη βορινή πλευρά υπάρχει μια καταπακτή που βγάζει στο υπόγειο. Θα την κατεβείς και θα βρεθείς αμέσως ανάμεσα σε παλιά αντικείμενα. Αφού ασφαλίσεις την πόρτα της καταπακτής με το σύρτη, κρύψου ανάμεσά τους και νιώσε σαν να είσαι σπίτι σου. Έχει και κρεβάτι εκεί και κοιμήσου. Εγώ θα έρθω το πρωί έτσι κι αλλιώς να πάρω μερικά εργαλεία μου, και μαζί μου ανεβαίνεις κι εσύ και τραβάς για το σπίτι σου, ενώ αυτός θα έχει φύγει.
Σαν να ανακουφίστηκε μετά από αυτά που άκουσε ο Βρανάς κι έδειξε να συνέρχεται. Ωστόσο δεν έλεγε να ξεκολλήσει το καρφωμένο βλέμμα του απ’ το παράθυρο, για να αναφωνήσει κάποια στιγμή, με μια παράξενη έκφραση στο χλωμό του πρόσωπο:
--- Για να δούμε τώρα, Στέφανε, που θα είμαι κρυμμένος και ασφαλής θα με πάρεις στο κυνήγι; Και τα όπλα σου να δω τώρα τι θα τα κάνες; Τι, άλλο, από το να τα στρέψεις στον εαυτό σου!
Πριν όμως αποτελειώσει τα λόγια του, το καρφωμένο μάτι του στο παράθυρο, είδε έναν άνθρωπο να ‘ρχεται ίσα στο εργαστήριο. Πετάχτηκε τότε πάνω κι εμβρόντητος γι’ αυτό που έβλεπε, πλησίασε το παράθυρο, κόλλησε το πρόσωπό του στο τζάμι κοιτάζοντας με προσοχή έξω τη φιγούρα που περπατούσε πάνω στο λιθόστρωτο, ενώ έκανε με σβηστή και φοβισμένη φωνή:
--- Έλα να δεις, Νικόλα! Να ‘τος ο Στέφανος που σου έλεγα! Έρχεται να με σκοτώσει!
Έκανε κι αυτός όπως του είπε. Πήγε και κοίταξε. Και πραγματικά γνώρισε το Στέφανο κάτω από το φως της λάμπας να έρχεται ίσια για την πόρτα. Για μια στιγμή φοβήθηκε και σκέφτηκε να μην του ανοίξει, αλλά γρήγορα μετάνιωσε. Κι αμέσως βρίσκοντας την ψυχραιμία του, είπε στο Βρανά, που είχε φτάσει κιόλας πανικόβλητος στο διάδρομο, πηγαίνοντας να κρυφτεί.
--- Μην κάνεις έτσι, Βρανά! Δεν είναι η πρώτη φορά που έρχεται σου είπα τέτοια ώρα, δεν θέλει εσένα αλλά εμένα. Κι αν θέλεις τη γνώμη μου, σου λέω να μην κρυφτείς αλλά να μείνεις μαζί μας και να μπεις και εσύ στην κουβέντα, που, αν μη τι άλλο προβλέπω να εξελιχθεί σε ενδιαφέρουσα και παραγωγική.
Η ατμόσφαιρα φαινόταν πολύ πνιγηρή για το Βρανά. Κι αφού κοίταξε ανήσυχα και λοξά το Νικόλα, τον άφησε και κίνησε ίσια για την πόρτα της καταπακτής.
Ο Νικόλας τον ακολούθησε κι αφού τον πέρασε μέσα από την αποθήκη του έδειξε την πόρτα της καταπακτής που οδηγούσε στο υπόγειο και δίνοντάς του το κλειδί του είπε να κλειδώσει σαν μπει μέσα και γρήγορα χάθηκε στο βάθος της σκάλας. Αμέσως μετά έτρεξε στο εργαστήριό του, σίγουρος πως ο στέφανος θα του χτυπούσε την πόρτα.
= = =
Και πραγματικά το κουδούνι της πόρτα χτύπησε κι ο Νικόλας αφήνοντας τους ενδοιασμούς που τον τυραννούσαν ακόμη πήγε κι άνοιξε. Ο Στέφανος τότε μπήκε σκυφτός, χωρίς να του μιλήσει, δείχνοντας πως κάτι πολύ σοβαρό τον απασχολούσε. Και σέρνοντας τα πόδια του αργά και δύσκολα πήγε και κάθισε στο γνώριμο ξύλινο σκαμνί και σαν έγειρε το σώμα του κι ακούμπησε στον τοίχο, άφησε για λίγο τα στρογγυλά του μάτια να πλανηθούν τριγύρω, ενώ είπε του Νικόλα μέσα σε σύγχυση:
--- Νικόλα, δε με χωράει το σπίτι μου, έτσι όπως έγινα! Ήρθα σε σένα για να πιαστώ από το μπράτσο σου και να ξεπεράσω το χτύπημα που δέχτηκα σήμερα σαν έχασα το κρατικό βραβείο μυθιστορήματος. Άλλον δεν έχω τόσο αγαπητό και φίλο από σένα και είπα να σου χτυπήσω την πόρτα μέσα στα μαύρα μεσάνυχτα. Εξάλλου δεν είναι η πρώτη φορά που έρχομαι.
Ο Νικόλας τινάχτηκε με φρίκη από την καρέκλα του κι έκανε μια κίνηση λες και ήθελε να το σκάσει. Σύρθηκε ύστερα κάνοντας μερικά βήματα προς το διάδρομο για να βεβαιωθεί για την ασφάλεια του Βρανά, και σαν επέστρεψε έβαλε το δεξί του χέρι στον ώμο του Στέφανου και του είπε με το κεφάλι του γερμένο στ’ αυτί του:
--- Καλά έκανες, Στέφανε και ήρθες! Μόνος μου είμαι, μ’ έφαγε η δουλειά, θα το ήθελα πολύ να σ’ ακούσω και να το πάμε κουβεντιάζοντας ως το πρωί. Και πολύ περισσότερο τώρα που δέχτηκες αυτό το ύπουλο χτύπημα.
Εκείνη τη στιγμή ένας δυνατός θόρυβος ακούστηκε από το βάθος του διαδρόμου λες κι έκλεισε κάποιο παράθυρο ή πόρτα. Κι αμέσως ένα σούρσιμο όμοιο με σκούπισμα δαπέδου αντήχησε πάνω στο μωσαϊκό. Ξαφνιασμένος και με εξαιρετική έμφαση στο παίξιμο των ματιών του που τον έκανε ανήσυχο, τον ρώτησε ο Στέφανος:
--- Άνθρωπος είναι από ‘κει; Τι κάνει τέτοια ώρα;
--- Α! μπα! ψέλλισε βιαστικά ο Νικόλας και για να τον καθησυχάσει πρόσθεσε με αποφασιστικότητα:
--- Κάποιο κουτί θα έπεσε απ’ το ράφι. Είναι τόσο στριμωγμένα εκεί μέσα που κάθε λίγο και λιγάκι κατρακυλούν σαν βράχοι κάτω. Τους έχω συνηθίσει αυτούς τους θορύβους και δεν μου καίγεται καρφί πια σαν τους ακούω.
--- Ε, αφού είναι, έτσι, κάθισε, του είπε παρακαλεστικά ο Στέφανος και του έδειξε την καρέκλα. Κάθεσαι, τόσες ώρες όρθιος να πελεκάς το μάρμαρο θα σε πονάνε τα πόδια σου. Ευκαιρία να τα ξεκουράσεις.
--- Δεν μπορώ να μην το αποδεχτώ, αυτό! του ψιθύρισε εκείνος και κάθισε.
Ύστερα σαν κάρφωσε το βλέμμα του πάνω του και παρατήρησε τη μαύρη κρεατολιά που είχε στη μύτη του και τα απελπισμένα μάτια του που ήταν σαν μικρά βελούδινα στίγματα, τον ρώτησε ελευθερώνοντας το δεξί του χέρι και δείχνοντας κατά το μπαρ:
--- Θέλεις να φέρω κάτι να πιούμε; Τι προτιμάς;
Η χαμηλή και βραχνή φωνή του Στέφανου, τον αποκάρδιωσε, λέγοντάς του με μια εξαντλημένη διάθεση:
--- Δε θέλω τίποτα, Νικόλα! Μόνο να μιλήσω θέλω απόψε και να γίνω λιγότερο δυστυχισμένος απ’ ότι είμαι! Αυτό θέλω!
--- Μακάρι να το πετύχεις! Αλλά δεν το βλέπω!
Κάρφωσε τα φλογισμένα μάτια του πάνω στο Νικόλα και του είπε:
--- Μετά απ’ αυτό που έπαθα κι έχασα το βραβείο, σκέφτηκα πως ο άνθρωπος είναι καλύτερα να ζει όπως τύχει. Να γνωρίζει αυτό που του ταιριάζει καλύτερα κι αυτό να επιθυμεί. Μπορεί να βρει την ευτυχία εξίσου καλά σε μια αληθινή γνώση και κρίση όσο και σε μια ψευδή γνώση και κρίση. Αλλά για μένα το σημαντικό σ’ αυτή την υπόθεση είναι η εξασθένηση της έγνοιας και της επιθυμίας, η αδιαφορία για τα πράγματα και τον ίδιο σου τον εαυτό ακόμη, η εγκατάλειψη των μεγάλων φιλοδοξιών και διακρίσεων που δεν είναι τίποτα άλλο από διασκεδάσεις κι όχι πληρότητες της ψυχής.
--- Ναι, του απάντησε ο Νικόλας, δείγμα πως συμφωνούσε μαζί του και συνέχισε. Κι όλα αυτά, ξεκινάνε από την υπερβολική αγάπη που έχουμε για τον εαυτό μας, η οποία δημιουργεί το παράδοξο, σύμφωνα με το οποίο αν δεν υπήρχε αγάπη για τον εαυτό μας, δεν θα υπήρχε δυστυχία απ΄ την άλλη! Δηλαδή θέλω να πω η αγάπη για τον εαυτό μας, μας οδηγεί στη δυστυχία!
--- Αυτό! Αυτό! Μπράβο, Νικόλα! Τι ωραία που το είπες! Αγαπάμε τον εαυτό μας, ψάχνουμε για την τελειότητα, την ευτυχία, και σαν δεν τη βρίσκουμε κατρακυλάμε στου κακού τη σκάλα! Κάτι που έπαθα κι εγώ !
--- Ο πολιτισμός βλέπεις υπερισχύει, μας κάνει να υπερνικάμε τη φύση μας και μας γεμίζει με επιθυμίες!
--- Δίκιο έχεις! Συντελεί στην εκλέπτυνση των ψυχικών ιδιοτήτων και τον εμπλουτισμό με κακά στοιχεία της εσωτερικής μας ζωής σε βάρος της δράσης.
--- Έτσι μας οδηγεί και στη μεγαλύτερη δυστυχία!
--- Η διηνεκής στη συνέχεια ματαίωση της ευτυχίας κάνει πιο βίαιη τη ζωή και μας φέρνει στα πρόθυρα της κατάθλιψης αφού πάντα υπάρχει μέσα μας μια δυστυχία ατέλειωτη και παρούσα.
--- Έτσι τώρα έρχεται η ηδονή για να μας βγάλει από το αδιέξοδο. Ο ύπνος, το μεθύσι, το ξενύχτι, τα πάθη, οι φιλοδοξίες, οι απολαύσεις και γενικά ό,τι στομώνει το Εγώ και τις επιθυμίες της ψυχής, τίθεται στην υπηρεσία της απάλυνσης της ανθρώπινης δυστυχίας, καθώς αδρανοποιεί την επιθυμία για ευτυχία.
--- Υπάρχει όμως και η ελπίδα! Γι’ αυτή τι λες; Νικόλα;
--- Η ελπίδα σου εύχεται μια προσδοκώμενη ευτυχία και ζεις μ’ αυτή την ψευδαίσθηση και συνεχίζεις τις επιθυμίες για να καταλήξεις σ’ ένα συνεχή βασανισμό για να καταλήξεις στην οδύνη της ηδονής!
--- Και να πεις μετά παρρησίας πια, πως μία και μόνη απόλαυση, ισοδυναμεί με χίλιες ηδονές!
--- Κι όμως έτσι προχωρεί κανείς στη ζωή!
--- Και η ζωή φαίνεται να βρίσκεται πάνω από τον άνθρωπο ο οποίος νομίζει ότι γεννιέται για να την απολαύσει κι όχι για να τη διαιωνίσει.
--- Είναι φριχτό αυτό που λες, Στέφανε, αλλά τόσο αληθινό!
--- Ο άνθρωπος πρέπει να υπάρχει για τη ζωή κι όχι η ζωή για τον άνθρωπο.
--- Έτσι ο σκοπός της φύσης είναι η συντήρηση του είδους κι όχι η συντήρηση και η ευτυχία των ανθρώπων η οποία μόνο συμπτωματικά κι από τύχη μπορεί να υπάρξει.
--- Τελικά τι είναι ο άνθρωπος, Νικόλα;
--- Ένα ον που πρέπει να γνωρίζει, ν’ αγαπά και να δρα, αυτός είναι ο άνθρωπος ή καλύτερα ολόκληρος ο άνθρωπος.
--- Κι όσο για τις ηδονές και τις απολαύσεις του;
--- Τι να πω; Αν του δίνουν πληρότητα; Δεν το ξέρω!
--- Θες να πεις κάτι, αλλά έχω την αίσθηση πως φοβάσαι! Θες να πεις πως η ύπαρξη του ανθρώπου είναι προσωρινή κι αυτή η τραγική αίσθηση μας τρομάζει! Καταφεύγοντας έτσι στις ηδονές βρίσκει λύτρωση και υπεκφυγή από τα προβλήματά του.
--- Ας είναι κι έτσι! Εσύ όμως τι φοβήθηκες και μαζεύτηκες εδώ απόψε; Πια ανικανοποίητη ηδονή σ’ έστειλε;
--- Δε σου είπα;
--- Όχι και τόσο ξεκάθαρα!
--- Η ηδονή της επιθυμίας να καταχτήσω το βραβείο μυθιστορήματος. Και σαν ένιωσα τη γύμνια μου χωρίς αυτό ήρθα για να σε ορίσω πλοηγό στη φουρτούνα μου.
Δεν του απάντησε αμέσως ο Νικόλας αλλά έσπρωξε ένα μικρό και προκλητικό γύψινο γυναικείο αγαλματάκι που ήταν μπρος του και το μετακίνησε στην άλλη άκρη του πάγκου. Ύστερα χαμηλόφωνα και παρακλητικά του είπε :
--- Καλά θα κάνεις, Στέφανε, να νιώσεις την ιδέα της υποταγής μέσα σου και την κυριαρχία της πάνω στην ψυχή σου, αν θες να τα ‘χεις καλά με το εαυτό σου. Και τότε που ξέρεις μπορεί και να σ’ επισκεφτούν η απέραντη γαλήνη, η ακλόνητη αταξία και η εσωτερική ηρεμία.
--- Και θα ξεπροβάλλει και πάλι η ζωή θες να πεις;
--- Ναι, γιατί το κοροϊδεύεις;
--- Το κοροϊδεύω, Νικόλα, το κοροϊδεύω! Να γυρίσω μου λες τις πλάτες σ’ αυτούς τους μασκαράδες της Επιτροπής, να τους περιφρονήσω και να μείνω ήσυχος που έδωσαν το βραβείο σε άλλον και το έκλεψαν από μένα; Αυτό μου λες να κάνω;
--- Σου λέω πως μια αποτυχία δε φέρνει αποκλειστικά και την καταστροφή. Θα ξανακριθείς και θα δικαιωθείς στο μέλλον.
--- Δε θα δικαιωθώ ποτέ, Νικόλα!
--- Γιατί το λες αυτό;
--- Γιατί η καρδιά μου σκληραίνει κάθε λίγο και περισσότερο. Από το πρωί που άκουσα πως έχασα το πρώτο βραβείο πόνεσα και καμιά επιθυμία δε με επισκέπτεται τώρα παρά η οδύνη και η έλλειψη ενεργητικότητας. Δεν θέλω να γράψω πια τίποτα, θέλω να πω, δε θέλω τα αισθήματά μου και τη φαντασία μου να τα βάλλω στα βιβλία.
--- Είσαι ελεύθερος να το κάνεις αυτό. Αν νιώθεις αυτάρκης κάνε το.
--- Μίσος νιώθω κι αηδία γι’ αυτούς που με πρόδωσαν, Νικόλα. Η άρνησή τους ήταν μαχαιριά που μου καρφώθηκε στην καρδιά. Πώς μπορεί η σκέψη να ξεπροβάλλει μέσα από ένα πληγωμένο σώμα και μια δυστυχισμένη ψυχή;
--- Το βλέπω! Φαίνεσαι πολύ δυστυχισμένος, Στέφανε!
--- Κι απελπισμένος δε λες;
--- Τόσο πολύ σου στοίχισε αυτή η στέρηση του βραβείου;
--- Μου στοίχισε, ναι !
--- Δεν απομένει τότε παρά να το ξεπεράσεις.
--- Πώς;
--- Δεν ξέρω τον τρόπο αλλά θα τον βρεις.
--- Σαν να μου λες να ψάξω;
--- Κάτι τέτοιο.
Έφερε το δεξί του χέρι στο μέτωπό του ο Στέφανος μετά στα όμορφα βοστρυχωτά μαλλιά του κι αφού τα χάιδεψε με τα αδύνατα και μακριά του δάχτυλα, ψέλλισε με θλίψη:
--- Ο πόλεμος με τον εαυτό μου! θα με κάνει να το ξεπεράσω. Ο πόλεμος!
Και κοιτάζοντας με ένα ύφος οίκτου το Νικόλα, που έδειχνε να τα έχει χαμένα απ΄ αυτό που άκουσε, συμπλήρωσε μ’ ένα αδρό γελάκι στα χείλη του:
--- Μετά από κάθε πόλεμο δεν έρχεται η ειρήνη; Μέσα από την καταστροφή και το θάνατο δεν ξεπηδά η ζωή; Θαρρώ κι ένας πόλεμος με τον εαυτό μου σαν είναι να με σώσει κι αν ακόμη χρειαστεί να τον βλάψω πρέπει ν’ ανάψει!
Κούνησε το κεφάλι του εκείνος κι έδειξε να μη συμφωνούσε. Κι αφού σιώπησε για λίγο, του είπε ταραγμένος:
--- Μη βάζεις το Εγώ και το υποσυνείδητο ποτέ σε θέση μάχης, Στέφανε. Το αποτέλεσμα αυτής της σύγκρουσης είναι πάντα κακό.
--- Είναι όμως και μια λύτρωση, αυτή η σύγκρουση! Εσύ δε συγκρούεσαι ποτέ με τον εαυτό σου;
--- Τώρα τι να σου πω… Το ταραγμένο ως τώρα πρόσωπο του Νικόλα έγινε αμήχανο.
--- Τι να μου πεις;
--- Πας να μου κάνεις το δάσκαλο, ενώ εσύ είσαι ο μαθητής και μ’ έχεις ανάγκη. Δεν πρέπει να μ’ ακούσεις;
--- Μα μου λες παράλογα πράγματα!
--- Στα λέω για να σε συγκρατήσω για να μην πας και κάνεις καμιά τρέλα… Ξέρεις τι εννοώ;
--- Για ποια τρέλα, μιλάς, Νικόλα; Για ποια τρέλα;
--- Αυτή που κάνουν οι απελπισμένοι!
Μια αδέξια κίνηση του αριστερού χεριού του Στέφανου εκείνη τη στιγμή είχε σαν αποτέλεσμα να παρασύρει και να ρίξει κάτω ένα λεπτό ζωγραφισμένο βάζο με λουλούδια που ήταν δίπλα του σ’ ένα ξύλινο μικρό τραπεζάκι και να γίνει χίλια κομμάτια. Ωστόσο παρά τη δυσαρέσκεια του Νικόλα, του είπε σιγανά κι επιτακτικά:
--- Φοβάσαι μην κρεμαστώ, ε; Αυτό δεν γίνεται, Νικόλα, όσο και να το θέλουν και να το εύχονται οι εχθροί μου. Εγώ πρώτα θα γεράσω και μετά θα πεθάνω!
Και πριν του αποκριθεί ο γλύπτης, σηκώθηκε κι άρχισε να ψάχνει ανάμεσα στα μάρμαρα, τα εργαλεία και τα αγάλματα. Έψαχνε και μουρμούριζε κι όλο τα ‘βαζε με κάποιον κι όλο έδειχνε πως αυτό που δεν έβλεπε και δεν έβρισκε τον έκανε έξω φρενών. Έτσι σαν δεν το είδε πουθενά, κίνησε για το διάδρομο που οδηγούσε στην αποθήκη, γιατί με τόσα παλιοπράγματα που ήταν γεμάτος, ποιος ξέρει μπορεί και να ήταν εκεί. Αλλά σαν βρέθηκε στην αρχή του διαδρόμου η φωνή του Νικόλα, τον σταμάτησε, λέγοντάς του με μια πονηρή ένδειξη:
--- Τι γυρεύεις εκεί, Στέφανε; Δεν έχεις καμιά δουλειά στο διάδρομο και στην αποθήκη. Γύρνα πίσω!
Βαριά σαν σίδερο έπεσε η φωνή του στ’ αυτιά του και τον ενόχλησε. Είπε να γυρίσει αλλά ο εγωισμός και η περιέργειά του δεν τον άφησαν. Έτσι έκανε δυο βήματα προς τα μπρος και κρύφτηκε πίσω από ένα γυναικείο πρόπλασμα. Εκεί χωρίς να βλέπει το Νικόλα, του απάντησε:
--- Ήθελα να ήξερα γιατί με παιδεύεις;
--- Κανείς δε σε παιδεύει! Πες μου τι θέλεις και θα στο φανερώσω.
--- Τι άλλο από το άγαλμα της γυναίκας μου!
--- Μην αρχίζεις τα ίδια, Στέφανε! Δεν σου εξήγησα; Μη θες πάλι να χάσουμε τον έλεγχό μας εσύ με το καπρίτσιο σου κι εγώ με τον εγωισμό μου.
--- Τι μου εξήγησες;
--- Πως το άγαλμα δεν θα το δει άλλο μάτι ώσπου να τελειώσει, εκτός από το δικό μου. Είναι κι αυτό ένα βίτσιο της τέχνης και μια συμπεριφορά του καλλιτέχνη για να το φτάσει στην τελειότητα.
--- Τελειότητα! Τέχνη! Βίτσιο! Όλα αυτά μου τα λες μήνες τώρα κι άγαλμα δε βλέπω! Ποιον θαρρείς πώς κοροϊδεύεις;
--- Δεν σε κοροϊδεύω, Στέφανε, αλλά πρέπει να λογικευτείς.
--- Να λογικευτώ;
--- Ναι! Δείχνεις βίαιος, εριστικός κι απαιτητικός. Απόβαλέ τα αυτά να δεις πόσο θα ωφεληθείς.
--- Εσύ με κάνεις βίαιο και απαιτητικό, Νικόλα με την αργοπορία σου. Από τότε που συμφωνήσαμε ν’ αναλάβεις το άγαλμα, όλο αυτό μου λες. Αν και πέρασε ένας χρόνος, << θέλει πολύ δρόμο ώσπου να φτάσω στο τέλος>> μου επαναλαμβάνεις και δείχνεις την αποστροφή σου σαν αναφέρομαι σ’ αυτό.
Έμειναν για λίγο σιωπηλοί. Ύστερα ο Νικόλας προχώρησε λίγο κι έφτασε στο παράθυρο. Σαν κοίταξε έξω κι έβαλε τα χέρια πίσω, χωρίς να βλέπει το πρόσωπό του ο Στέφανος, μουρμούρισε με έναν αξιοθρήνητο τρόπο για να τον ακούσει:
--- Ναι, αλλά κάνω, τέχνη, Στέφανε! Σου το λέω και πάλι πως αργώ γιατί δε σκαρτεύω τη δουλειά μου, ακόμη κι αν με αναγκάσουν κάποιοι να την προδώσω!
--- Εγώ όμως ξεχειλίζω από το πάθος μου να πάρω αυτό το άγαλμα κι εσύ μου λες, αργείς γιατί δε σκαρτεύεις τη δουλειά. Εν τω μεταξύ δεν μου λες και πότε θα είναι έτοιμο. Τέλος πάντων θέλω να ξέρω ποιος θα την πληρώσει αυτή την καθυστέρηση;
Χτύπησε με δύναμη το δεξί του χέρι στον πάγκο ο Νικόλας σαν γύρισε και τον κοίταξε και σκύβοντας λίγο να διώξει ένα μικρό ξύλινο ορθοστάτη για να φαίνεται καλύτερα, έτσι που τον έκρυβε, του φώναξε, μ’ ένα επώδυνο τρόπο:
--- Α, όλα κι όλα, Στέφανε, μη μου μιλάς σαν να είσαι το αφεντικό μου, γιατί δεν θα τα πάμε καθόλου καλά. Το ξέρεις πως είμαι σε πολλά ελεύθερος. Έτσι είμαι και στο χρόνο. Ποτέ δεν μου βάζει όρια και ούτε τον λογαριάζω. Εγώ βλέπω μόνο το έργο κι όχι το χρόνο που μέσα του κινείται και υπάρχει. Αλίμονο αν τον έβλεπα, τότε δε θα ήμουνα δημιουργός αλλά ένας εφήμερος κατασκευαστής.
Άφησε το μέρος που κρυβόταν τόση ώρα ο Στέφανος και τραβήχτηκε μπροστά. Έτσι έσμιξαν τα βλέμματά τους σαν κοιτάχτηκαν, δείχνοντας και οι δυο ανήσυχοι κι εκνευρισμένοι. Τη μικρή σιωπή που απλώθηκε για λίγο την έσπασε η φωνή του Στέφανου που μ’ ένα ελαφρό βήξιμο του είπε:
--- Έχεις χάσει τον έλεγχο της δουλειά σου, Νικόλα και δεν ξέρεις τι σου γίνεται. Ένα έργο αρχινάς, άλλο πιάνεις. Δεν κάθεσαι να το τελειώσεις και μετά ν’ αρχίσεις το άλλο. Κοίταξε ολοτρόγυρα! Όλα μισοτελειωμένα και κανένα τελειωμένο! Θαρρώ έτσι αποσπασματικά που είναι ποτέ δε θα τα τελειώσεις!
--- Όλα θα τελειώσουν, όλα, Στέφανε! Μη στενοχωριέσαι! Εσύ όμως γιατί τόσο κόβεσαι για το πώς δουλεύω;
--- Γιατί δουλεύεις ανορθόδοξα χωρίς μπούσουλα και δεν βλέπω να τελειώνεις το άγαλμα της γυναίκας μου που τόσο το θέλω. Αλήθεια όμως, δεν το βλέπω πουθενά τριγύρω, που το ‘χεις κρύψει;
Πέρασε ένα μικρό πλακόστρωτο ο Νικόλας που το είχε για διακοσμητικό λίγο πριν φθάσεις στο διάδρομο και πλησιάζοντας ένα χαριτωμένο καταπράσινο φυτό γιούκα που του έδινε ιδιαίτερη ευχαρίστηση, σταμάτησε κοντά του κι άρχισε να αγγίζει με τα χέρια του και να παίζει με τα φύλλα του ανάμεσα στα δάχτυλά του. Σαν κοίταξε για λίγο ακόμη τον υπερυψωμένο βλαστό του, του είπε με άσχημο τρόπο:
--- Δε σου εξήγησα και στο παρελθόν πως το έδιωξα από εδώ γιατί έχει πολύ φως κι έκανε κακό τόσο στις φωτοσκιάσεις που δεχόταν το μάρμαρο αλλά και σε μένα γιατί εμπόδιζε την ευκρίνεια των πτυχών που έπρεπε να διαγράψω στις επί μέρους επιφάνειες.
--- Ψέματα μου είπες τότε, Νικόλα, ψέματα μου λες και τώρα!
Και λέγοντας αυτά, άρχισε πάλι να ψάχνει, πότε από ‘δώ και πότε από ‘κει, να κοιτάζει πίσω από τα αγάλματα, τα σπασμένα κομμάτια από μάρμαρο, τα κιβώτια και τα δέματα, μήπως και το πετύχει πουθενά κρυμμένο. Σηκώθηκε τότε ο Νικόλας σαν τον είδε να τα αναποδογυρίζει έτσι, και, αφού δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τα νεύρα του, του είπε με θυμό και κάνοντας μια χειρονομία που θύμιζε περιφρόνηση:
--- Έλα, ηρέμησε, Στέφανε και κάθισε. Θα το δεις το άγαλμα όταν τελειώσει, κανένας δεν πρόκειται να στο στερήσει, γιατί το ‘χεις πλάσει με τη φαντασία σου και το ‘χεις μπολιάσει με τον έρωτά σου. Είναι δικό σου, σου ανήκει, αλλά δεν θα το πάρεις πριν την ώρα του.
--- Οχ! Θα με τρελάνεις, Νικόλα, μου φαίνεται, του είπε εκείνος και κάθισε. Ας πούμε ότι θα μου το δώσεις κάποτε, αλλά που είναι το άγαλμα τώρα; Τι κάνει εκεί πίσω στην αποθήκη ή όπου αλλού το έχεις κρυμμένο; Γιατί για να το ‘χεις εδώ ολοτρόγυρα, αποκλείεται!
--- Το έχω σιγουρεμένο, Στέφανε, μην θαρρείς πως το έχω πεταμένο.
--- Εντάξει, αλλά εγώ θέλω να το δω!
--- Δεν είναι για σένα αυτό το μέρος που το έχω! Θέλω να το καταλάβεις!
--- Γιατί;
--- Γιατί θα αρνηθώ τον εαυτό μου σαν το δεις και πεις κάτι που θα με επηρεάσει.
--- Φοβάσαι θες να πεις την επίδραση στην τέχνη σου από κάποιον εξωγενή παράγοντα;
--- Ναι!
--- Κι έτσι κάτω απ’ αυτό το πρόσχημα κάνεις ό,τι θέλεις στο κρυμμένο έργο σου και λειτουργείς άκρως αυτοδύναμα!
--- Αυτό ακριβώς!
--- Καλό είναι αυτό να ‘χει τη δική του άποψη στο έργο του ο κάθε δημιουργός αλλά είναι κι επικίνδυνο. Η κριτική όμως πολλές φορές, το τρίτο μάτι που λέμε, βοηθά να αποφευχθούν λάθη και να γίνει καλύτερο το έργο.
--- Το ξέρω, αλλά πρέπει να με αφήσεις ήσυχο να κάνω ό,τι εγώ θέλω στη δουλειά μου και σαν πάρεις στα χέρια σου το έργο που θα βγει απ’ αυτή, τότε να με κρίνεις. Τώρα που το έργο είναι ακόμη λίγο μετά τη γένεσή του, μου ανήκει!
--- Έτσι που μιλάς δε σε πιστεύω! Είμαι σίγουρος πως με κοροϊδεύεις!
--- Δε σε κοροϊδεύω! Απόδειξη πως το έργο σου έχει πάρει θέση για την τελευταία του επεξεργασία.
--- Θέλω όμως να το δω Νικόλα! Είναι η γυναίκα μου μέσα σ’ αυτό το έργο, το ξεχνάς;
--- Δεν το ξεχνώ, αφού εγώ που σκαλίζω τη μορφή της ξέρω καλύτερα ποια είναι!
--- Αφού ξέρεις γιατί δεν με αφήνεις να τη δω;
--- Την είδες πριν τόσες φορές, Στέφανε. Τι θα σε ωφελήσει σαν τη δεις πάλι; Δε θα σου φουντώσει πιο πολύ τον καημό σου να την έχεις κοντά σου;
Σηκώθηκε απ’ την καρέκλα ο Στέφανος που είχε καθίσει και προχώρησε πάλι προς το διάδρομο. Το φως έπεφτε λιγοστό εκεί και η θέα των πραγμάτων ήταν σκοτεινή κι ακαθόριστη. Σαν σταμάτησε ανάμεσά τους, άρχισε με μια σχολαστικότητα να τα εξετάζει ένα- ένα και να τ’ αγγίζει με τα χέρια του, ψάχνοντας με ιδιαίτερη σπουδή για εκείνο που ήθελε. Κάπου- κάπου μιλούσε ψιθυριστά μόνος του ή γελούσε υπερβολικά, κάνοντας να φαίνεται το στόμα του τόσο αεικίνητο. Μερικές φορές πηδούσε από δω κι από κει και έδειχνε μια εύθυμη και κωμική εικόνα που σε κάποιον άσχετο θα φαινόταν κρύα γελοιότητα. Και σαν απογοητευόταν σαν δεν έβρισκε τίποτα, συνόδευε ένα ασαφές << αχ>> με ένα κούνημα του κεφαλιού του και μια σπασμωδική κίνηση των μακριών χεριών του.
--- Πάλι τα ίδια άρχισες! του φώναξε ο Νικόλας και σηκώθηκε κι αυτός από τη θέση του. Δεν καταφέρνεις τίποτα μ’ αυτά που κάνεις, αντίθετα με οπλίζεις με μεγαλύτερο μίσος εναντίον σου και με προκαλείς τόσο που με κάνεις να μη σε θέλω στο εργαστήριό μου. Γι’ αυτό το καλό που σου θέλω, έλα ξανακάθισε κι άφησε τα πράγματα στην ησυχία τους. Και πιάνοντάς τον απ’ το χέρι τον τράβηξε κοντά του.
--- Σα δε μου πεις την αλήθεια, τι γίνεται με το άγαλμα της γυναίκας μου, του είπε ύστερα από μικρή σιωπή ο Στέφανος δε θα το κουνήσω από ΄δω, δείχνοντας ταυτόχρονα και μια φοβισμένη αμφιβολία κατά πόσο θα γινόταν κατανοητός.
Μέσα σε μια εναγώνια έκσταση ο Νικόλας τον έβαλε να καθίσει. Κι έτσι σαν βρεθήκανε ο ένας απέναντι απ΄ τον άλλον, του είπε με φωνή που έβγαινε μαλακιά σαν μετάξι:
--- Να σε ρωτήσω, Στέφανε θέλω κάτι. Κι αυτό γιατί βλέπω πόσο υποφέρεις έτσι που σου λείπει η γυναίκα σου. Να σε ρωτήσω θέλω, τούτο: Μήπως τελευταία σε βασανίζει καμιά έμμονη ιδέα που έχει σχέση μ’ αυτή και το άγαλμά της;
Ένα κραχ ένιωσε μέσα του ο Στέφανος κι όλο του το είναι αναστατώθηκε, ενώ η καρδιά του χτύπησε γρήγορα κι άταχτα. Και τούτο γιατί ο Νικόλας μάντεψε τη σκέψη του και διάβασε την ψυχή του. Μάντεψε ότι ο ίδιος φοβόταν και χωρίς να περιμένει πολύ του είπε με τρόπο αρκετό πειστικό:
--- Καλά το βρήκες, Νικόλα! Με βασανίζει ναι μια έμμονη ιδέα!
--- Ποια είναι αυτή;
--- Αυτή που μου λέει πως δεν θέλεις να μου δώσεις το άγαλμα της γυναίκας σου αλλά το προορίζεις να το κρατήσεις για τον εαυτό σου!
<< Ω, Θεέ μου! Πόσο ανώτερος είναι από μένα και τι μεγαλείο διαίσθησης κρύβει, τούτος ο άνθρωπος >> σκέφτηκε ο Νικόλας και με μια απλή κίνηση αποχωρίστηκε ένα χαρισματικό μικρό κομψοτέχνημα από ξύλο που βρισκόταν μπρος του. Κι αφού έστρεψε τα μάτια του προς τη μεριά του διαδρόμου και κοίταξε για λίγο τις ταπετσαρίες του τοίχου και έπαιξε στη συνέχεια με τα χρώματα που έπεφταν πάνω στις δυο σκαλιστές καρέκλες που βρίσκονταν εκεί όλως τυχαία, του είπε φωναχτά την αντίρρησή του, ενώ δεν έπαυε να τον περιεργάζεται με φανερή αναξιοπρέπεια.
--- Να τη βγάλεις αυτή τη φαύλη ιδέα απ’ το μυαλό σου, Στέφανε και να μη τη σκέφτεσαι αλλά και να μη μιλάς γι΄ αυτήν αδιάκοπα.
Το είπε με δυνατή έμφαση και στην παύση που ακολούθησε ήρθε η σειρά του Στέφανου για να του απαντήσει κοφτά και χωρίς περιστροφές με δυο λέξεις:
--- Δεν μπορώ!
--- Ναι, αλλά αυτό είναι ανίερο!
--- Είναι αλλά δεν μπορώ να κάνω, αλλιώς!
--- Υποφέρεις όμως! Σε βασανίζει. Στο τέλος μπορεί να σε τρελάνει ή να σε σκοτώσει!
--- Το ξέρω! Όπως ξέρω πως τελευταία η έμμονη αυτή ιδέα που μου έχει κολλήσει και σε θέλει να αρνείσαι να μου δώσεις το άγαλμα της γυναίκας μου, έχει γίνει εφιάλτης και με επισκέπτεται τις νύχτες στα όνειρά μου.
--- Τις νύχτες, είπες;
--- Ναι και πάντα με το ίδιο όνειρο που επαναλαμβάνεται.
--- Ποιο όνειρο;
--- Αυτό που βλέπω με το άγαλμα της γυναίκας μου στην ίδια πάντα θέση ακέφαλο. Κι ως πηγαίνω έντρομος κοντά του να το πλησιάσω, μια φωνή που βγαίνει από μέσα του, μου ψιθυρίζει παρακαλεστικά μέσα σε θρηνητικούς λυγμούς: << Το κεφάλι μου, Στέφανε, το κεφάλι μου! Μου λείπει και με θλίβει αυτό πολύ! Πήγαινε στο Νικόλα να σου το δώσει! >>
--- Αυτό δεν είναι όνειρο, είναι εφιάλτης! φώναξε φοβισμένος εκείνος κι έδειξε να μετάνιωσε που τον προκάλεσε να το διηγηθεί και να το βρει προφητικό.
--- Ό,τι και να είναι, τσουκ μου έρχεται σαν κλείσω τα μάτια και δεν με αφήνει σε ησυχία όλη νύκτα. Τι είναι κι αυτό πάλι; Φοβάμαι μήπως είναι σημαδιακό!
--- Περνάς κάποια φάση έντασης και νευρικότητας, Στέφανε. Η ψυχή σου πονά κι αντιδρά με τον τρόπο της. Με τον καιρό όμως σαν θα ηρεμήσεις θα φύγει και θα απαλλαγείς απ’ το μαρτύριό του.
--- Δεν είναι έτσι, Νικόλα!
--- Τότε πώς είναι;
--- Το όνειρο έρχεται για να μου πει την αλήθεια! Το κεφάλι μένει σε σένα κι εγώ παίρνω το υπόλοιπο. Στην ουσία παίρνω ένα απόσπασμα του όλου, δηλαδή τίποτα. Έτσι σκέφτομαι πως για να με βάζει η γυναίκα μου έστω και μέσα από μια ονειρική συνάντηση να της ζητήσω το κεφάλι από το δημιουργό, αυτό το θεωρώ σημαδιακό και με βάζει να δω την πραγματικότητα κατά μέτωπο. Όμως θαρρώ πως ανοίγεται κι ένας πόλεμος μαζί σου. Ένας πόλεμος που ήδη άρχισε κιόλας! Σου ζητάω να δω το άγαλμά της και μου το αρνείσαι. Ε, δε θα σε πολεμήσω!
Κάγχασε ο Νικόλας και γλυκαίνοντας το πρόσωπό του όσο μπορούσε, του ‘κανε με απίστευτο τρόπο αστειότητας:
--- Έγινες κι ονειρομάντης, τρομάρα σου! Δε σου είπε όμως κανείς μέχρι τώρα πως τα όνειρα είναι ψέματα και παιχνίδια παιδιάστικα του ύπνου;
--- Δε μου το είπε, αλλά και να μου το έλεγε εγώ πάλι θα το πίστευα το όνειρο που βλέπω. Κι αυτό γιατί έρχεται μέσα από την αγωνία του υποσυνείδητου που οι πηγές του αντλούνται από το λογικό.
Στο πρόσωπο του Νικόλα σχηματίστηκαν αμέσως θα ‘λεγες χίλιες τόσες ρυτίδες από την προκλητικότητα του ομιλητή του, και στο μέτωπό του μια σκοτεινή γραμμή φάνηκε να σχηματίζεται κάθετα στη μέση που του έδωσε την εντύπωση πως θα το χώριζε στα δύο. Κι όλα αυτά με μια οργή που φαινόταν στα μάτια του, τον έκαναν έτοιμο να κατασπαράξει ότι υψωνόταν μπρος του και του αντιστεκόταν στα πιστεύω του. Έτσι με αυτή την ασυνήθιστη εικόνα που είχε εκείνη τη στιγμή και τον έδειχνε περισσότερο για αχθοφόρο παρά για καλλιτέχνη, του είπε με μια σκληρότητα που δύσκολα εκφράζεται από άνθρωπο:
--- Παράλογα πράματα μου λες, Στέφανε, παράλογα! Και πάνω απ’ όλα όμως θέλω να μάθω πρώτα γιατί μου φέρεσαι τόσο σκληρά κι ανόητα; Κι ακόμα πού το πας;
<< Τούτος κάνει πως δεν καταλαβαίνει >> συλλογίστηκε εκείνος κι άναψε ολόκληρος. << Μου έχει κρύψει το άγαλμα, δε μ’ αφήνει να το πλησιάσω και να το δω και μου ζητάει και τα ρέστα από πάνω σαν του λέω πως με κοροϊδεύει και με αδικεί με την άρνησή του να το τελειώσει και να μου το παραδώσει. Έχω την εντύπωση πως θέλει πόλεμο κι αν συνεχίσει θα τον έχει >>.
--- Εγώ σου λέω παράλογα πράματα ή εσύ τα κάνεις τα παράλογα; του φώναξε τότε έξαλλος και χτύπησε με δύναμη τη γροθιά του στην άκρη του πάγκου.
Και με το αίσθημα του δίκαιου επαναστατημένου, πρόσθεσε με το κορμί του στητό κι αλύγιστο :
--- Μ’ έχεις φέρει ως εδώ κι εγώ κάθομαι και σε ακούω αντί να βουλώσω τ’ αυτιά μου και να σου φερθώ όπως σου αξίζει.
--- Μη μου μιλάς έτσι, Στέφανε! Είναι στοιχείο ελευθερίας όταν εκφράζεσαι κανείς και λέει την αλήθεια.
--- Για σένα, ναι. Για μένα όμως που περιμένω τόσο καιρό να πάρω αυτό που μου ανήκει, τι είναι η δική μου έκφραση;
--- Η τέχνη έχει δικό της δρόμο και τον ακολουθεί πιστά και δεν επηρεάζεται απ΄ αυτά που λέει ή θέλει ο καθένας.
Ο Στέφανος άρχισε να γελάει. Γελούσε με το στόμα ανοιχτό και τρανταχτά, χωρίς ίχνος ντροπής και μάλιστα κοιτώντας το Νικόλα κατάματα, λες και παρότρυνε κι αυτόν να κάνει το ίδιο. Και μετά σαν τα βαθιά χωμένα μάτια του γέμισαν κόκκινους κύκλους, του είπε κουνώντας με απελπισία το κεφάλι του:
--- Πάλι βάζεις την τέχνη μπροστά για να σκεπάσεις τα ανομήματά σου! Εμένα όμως δεν με νοιάζει η τέχνη αυτή καθεαυτή, αλλά το αποτέλεσμα. Κι αυτή τη στιγμή θέλω το άγαλμα της γυναίκας μου, γιατί αυτό που λέγεται έρωτας και είναι ανίκητος σε κάθε μάχη, μου το ζητάει.
--- Έτσι πες μου λοιπόν, να σε καταλάβω! του ‘κανε περιπαιχτικά ο Νικόλας και συνέχισε: Ο έρωτας για τη γυναίκα σου, που την έχασες πάνω στα καλά της είναι αυτός που σε οδηγεί τώρα και σε κάνει ό,τι θέλει! Είσαι με λίγα λόγια σκλάβος του πάθους σου αυτού. Μου το είχες πει και παλιά, αλλά δεν έδωσα και πολύ σημασία, αλλά σαν το ξανακούω και σε βλέπω πολύ αλλαγμένο δεν έχω λόγο να μην πιστέψω πως σε σέρνει στο άρμα του, άβουλο και ηττημένο. Έτσι μπορώ να δικαιολογήσω και την κακή κι ασυνήθιστη συμπεριφορά σου μαζί με την παράλογη επιθυμία σου να παραβιάσω τους νόμους της τέχνης και να σου τελειώσω το έργο.
Έβραζε ολόκληρος ο Στέφανος και μέσα σε μια θάλασσα έντασης και κοχλασμού του είπε:
--- Πως τα κάνεις πως τα φέρνεις, Νικόλα, πάντα έχεις μια δικαιολογία για όλα. Αλλά εγώ σου λέω τούτο με τη φωνή της αλήθειας. Πως βιάζομαι πολύ και το θέλω το άγαλμα της γυναίκας μου το συντομότερο.
Τον αντιμετώπισε με μια προσποιητή ψυχραιμία ο γλύπτης, λέγοντάς του:
--- Κάνε υπομονή και θα το έχεις το άγαλμα.
--- Έχω βαρεθεί να μου το λες αυτό!.
--- Ναι, γιατί άλλες μου δουλειές τις τελειώνω και τις παραδίδω σε πέντε ή σε δέκα χρόνια. Τη δουλειά στο Κόσοβο αν την πάρω θα την παραδώσω στα δεκαπέντε χρόνια.
--- Τι μου λες τώρα, Νικόλα!
--- Τι σου λέω;
--- Άλλα αντ’ άλλων! Η δική μου δουλειά είναι μικρή.
--- Εσύ τη βλέπεις μικρή! Στην Πρίστινα είδα μέσα στο κατεστραμμένο μουσείο, το άγαλμα ενός παιδιού που ευτυχώς είχε σωθεί, να κάθεται σ’ ένα βράχο και να παίζει φλογέρα. Μ’ εντυπωσίασε τόσο η ομορφιά και η αισθητική του που ρώτησα να μάθω περισσότερα γι’ αυτό. Και πάνω στην κουβέντα ο υπεύθυνος του μουσείου με πληροφόρησε πως χρειάστηκαν τρία χρόνια για να γίνει αυτό το άγαλμα. Και ο όγκος του να σκεφτείς δεν ήταν υπερβολικός αλλά συμβατικός.
Τίναξε με δύναμη το κεφάλι του ο Στέφανος, δυσφόρησε, κοκκίνισε το πρόσωπό του και σαν σηκώθηκε από τη θέση του άρχισε το πηγαινέλα από την πόρτα του εργαστηρίου ως το παράθυρο που κοίταζε προς τη μεριά του τοίχου. Σαν σταμάτησε κάποια στιγμή και στάθηκε με ανοιχτά πόδια μπρος από το Νικόλα, τον ρώτησε:
--- Ας αφήσουμε το Κόσοβο, Νικόλα κι ας έρθουμε στα δικά μας. Εσύ τώρα τι παριστάνεις μ’ αυτό που κάνεις, να μου κρύβεις το άγαλμα και να μη μου το τελειώνεις: Έτσι μου βάζεις πονηρές σκέψεις στο μυαλό και με κάνεις να φαντάζομαι οτιδήποτε κακό και νοσηρό.
--- Σου εξήγησα, Στέφανε; Κι άλλο θες;
--- Το έχεις δεμένο και μ’ εκείνες τις αλυσίδες, ανάθεμά σε! Γιατί το έχεις; Για να μην το πάρω;
--- Τις αλυσίδες τις έβαλα για να το προστατέψω από τους κλέφτες. Νικόλα! Αν το μυαλό σου εσένα πάει αλλού τι να σου κάνω;
--- Εσύ με κάνεις να τα σκέφτομαι. Όπως αυτό που θα σου πω, το σκέφτηκα τώρα!
--- Ποιο;
--- Σαν δε μου δώσεις το άγαλμα θα το κλέψω!
Η σοβαρότητα και ο ζήλος που νόμιζε πως έδειχνε για τη δουλειά του ο Νικόλας τον έκαναν να επαναστατήσει. Και πετώντας κάτω με δύναμη ένα παλιό δαχτυλίδι με πράσινο σφραγιδόλιθο που βαστούσε στα χέρια του, του φώναξε με ένταση ενώ σήκωσε ψηλά πολύ ψηλά τα φρύδια του:
--- Να το κλέψεις! Κι αφού έστρεψε το κεφάλι του προς το διάδρομο, πρόσθεσε: Αυτό που λες πως θα κάνεις θα σε βάλει σε μπελάδες!
Ο Στέφανος φαινόταν πως αυτό που είπε θα το έκανε. Η όψη της σκυμμένης μορφής του αυτό τουλάχιστον έδειχνε. Έτσι με μια βεβαιότητα για την πράξη του, του απάντησε:
--- Ας με βάλει! Εγώ θα το κάνω!
--- Και το θεωρείς εύκολο;
--- Καθόλου! Αλλά θα το επιχειρήσω!
--- Πώς θα μπεις εκεί που το έχω, το σκέφτηκες;
--- Θα το σκεφτώ!
--- Πώς θα το βγάλεις έξω το άγαλμα; Στους ώμους σου; Μόνος ή με άλλους;
--- Τίποτα απ’ όλα αυτά δεν έχω σκεφτεί, αλλά σαν έρθει εκείνη η ώρα όλα θα λειτουργήσουν άριστα.
<< Έχω να κάνω με τρελό >> συλλογίστηκε ο Νικόλας και λούμωξε στη θέση του. << Αφού ακόμη καλά – καλά δεν ξέρει που το έχω κρύψει, σκέφτεται απαγωγές, ληστείες κι άλλες φασαρίες που θα τον βάλουν σε μπελάδες! Δεν πρέπει να είναι καλά ο άνθρωπος, το πάθος του για τη γυναίκα του, η μοναξιά του, η απογοήτευσή του, που έχασε το βραβείο μυθιστορήματος κι ένα σωρό άλλα προβλήματα τον έχουν βγάλει από τη ζωή και τον κατρακυλάνε σιγά –σιγά στο βάραθρο της απελπισίας και της απόγνωσης. Να δω όμως τι θα κάνω και πως θα τα βγάλω πέρα μαζί του, έτσι αδίσταχτος και κυνικός που είναι >>.
--- Να τ’ αφήσεις αυτά που σου λένε να κάνεις τα άγρια ένστιχτά σου, Στέφανε, του φώναξε θυμωμένος και να πράξεις σύμφωνα με το ορθό και τη λογική. Αλλά έτσι που σκέφτεσαι θαρρώ αν έχεις και καθόλου λογική!
--- Την έχω και με το παραπάνω! τού ξεφώνισε τρέμοντας αυτός και κίνησε με φούρια για το διάδρομο.
Και ενώ έτρεχε και κοίταζε δεξιά κι αριστερά του, δεν έπαυε να επαναλαμβάνει μέσα σε υστερική έξαρση: << Να δω, επιτέλους, που το έχεις κρύψει! Να δω που το ‘χεις καταχωνιάσει! >>
Και πηδώντας πάνω σε κομμάτια από μάρμαρα, χαρτόκουτα, εργαλεία και σανίδια, τραβούσε μέσα σε θορύβους, φωνές κι άγριους ανασασμούς προς την πόρτα της αποθήκης. Εκεί σαν έφτασε, σταμάτησε, άπλωσε τα δυο του χέρια κι αφού τα στήριξε στα δυο μεγάλα καδρόνια που είχαν μπει εκεί καρφωμένα να ασφαλίζουν την πόρτα, άρχισε μετά από λίγο να τη χτυπά με τις γροθιές του με δύναμη και βρισιές.
--- Εδώ το έχεις! ούρλιαζε και χτυπούσε ασταμάτητα με χέρια και με πόδια. Αλλά βλέποντας πως δεν άνοιγε, άρχισε να την κλωτσιά πότε με το ένα πόδι και πότε με το άλλο. Κλωτσιές δυνατές που τώρα έλεγες δεν θα μείνει σανίδι για σανίδι στην πόρτα.
--- Δεν ανοίγει η σκρόφα! στρίγκλισε σαν έχασε την υπομονή του και συνέχιζε τώρα να την σπρώχνει με την πλάτη.
Ο Νικόλας όση ώρα ο Στέφανος χτυπούσε και προσπαθούσε να παραβιάσει την πόρτα της αποθήκης, ερχόταν από πίσω του να τον προφτάσει. Αλλά σκόνταψε σ’ ένα χαρτόκουτο κι έπεσε κάτω. Έτσι ώσπου να σηκωθεί και να τον φτάσει, εκείνος μπόρεσε ανενόχλητος να συνεχίζει να χτυπά την πόρτα και να βρίζει ασύστολα.. Τώρα όμως ο Νικόλας βρισκόταν σχεδόν δίπλα του και σαν ο Στέφανος ξανάρχισε να την κλωτσιά ο Νικόλας τον αγκάλιασε με τα δυο του χέρια, τον έσφιξε μέσα τους σαν τανάλια και σκύβοντας στ’ αυτί του, του είπε, ταραγμένος:
--- Έλα Στέφανε, σταμάτα να χτυπάς! Δε σε ωφελεί αυτό που κάνεις. Έλα γύρισε στη θέση σου!
--- Όχι! Δε γυρνώ ήταν η απάντησή του ενώ συνέχιζε να κλωτσιά την πόρτα πιο βίαια.
--- Πρέπει να το κάνεις! Γιατί αλλιώς θα τινάξεις στον αέρα ό,τι έχουμε κάνει μαζί ως τώρα. Λογικέψου κι έλα στα συγκαλά σου και μην οδηγείς τα πράγματα στο αδιέξοδο.
--- Δεν ακούω τι λες! Άνοιξέ την να μπω μέσα!
Η φωνή του στον ίδιο ρυθμό, σκληρή κι απαιτητική.
--- Μα σου εξήγησα!
--- Τίποτα δε μου εξήγησες! Όλα μου τα κρύβεις!
--- Δε σου κρύβω τίποτα!
--- Κάτι δεν μου αρέσει εδώ μέσα! Ο αέρας που φεύγει από τις χαραμάδες και μου έρχεται στη μύτη, είναι μολυσμένος! Μολυσμένος! Μολυσμένος! Γι’ αυτό θέλω να μπω μέσα στην αποθήκη και να δω ως που έχει προχωρήσει η σήψη!
--- Σου είπα δεν μπορείς να μπεις, μέσα! Δεν μπορείς!
--- Τότε θα σπάσω την πόρτα!
Και σπρώχνοντας πέρα το Νικόλα, ξέφυγε από τα χέρια του κι άρχισε πάλι να τη σφυροκοπά ανελέητα με χέρια και με πόδια.
--- Θα την σπάσω! Θα την ρίξω κάτω! σαν δε μου την ανοίγεις, του επανέλαβε και συνέχισε να την χτυπά.
Ο Νικόλας είδε πως είχε να κάνει με τρελό και δεν το ΄βαλε κάτω. Αν τον άφηνε να σπάσει την πόρτα και να μπει μέσα, όλα θα αποκαλύπτονταν, όλο το σχέδιό του θα πήγαινε στράφι και ο ίδιος κινδύνευε να χάσει τη ζωή του από τα ίδια τα χέρια του Στέφανου. Γι’ αυτό αφού ανασυγκρότησε τις δυνάμεις του, του επιτέθηκε πάλι με μια επιδέξια κίνηση και πιάνοντάς τον πάλι όπως και την πρώτη φορά από το λαιμό, τον έσφιγγε, ενώ του ψιθύριζε ικετευτικά στ’ αυτί:
--- Έλα, Στέφανε, συγκρατήσου! Πάμε πίσω στις θέσεις μας να ηρεμήσεις και να τα πούμε ύστερα με την ησυχία μας.
Άγριο έπεσε το βλέμμα του Στέφανου, πάνω του.
--- Δεν έχω να πάω πουθενά! Δε θα φύγω από εδώ αν δεν σπάσω την πόρτα και να μπω μέσα!
--- Δε σου είπα; Σαν θα μπεις μέσα, πάνε όλα σβήσανε! Άγαλμα δεν θα πάρεις και η ζωή σου θα γίνει εφιάλτης!
--- Εγώ θα μπω κι ας γίνει!
--- Δε θα μπεις!
--- Αρκετά πια με τις κοροϊδίες σου!
--- Δε σε κοροϊδεύω σου επαναλαμβάνω!
Τούτη την υποκρισία δεν την άντεξε ο Στέφανος και δίνοντας μια κλωτσιά με το δεξί του πόδι στην κοιλιά του Νικόλα, απελευθερώθηκε γρήγορα από τον εναγκαλισμό του. Εκείνος μέσα σ’ ένα ουρλιαχτό πόνου, πισωγύρισε και με βήματα που τρέκλιζαν ακούμπησε την πλάτη του στον τοίχο. Εκεί έμενε ασάλευτος για λίγο ωσότου μέσα από ένα θαμπό βλέμμα είδε το Στέφανο να πλησιάζει πάλι την πόρτα. Κι αμέσως αναδιπλώθηκε, όρμησε πάνω του κι άρχισε να τον σπρώχνει βίαια και δυνατά ως τον πάγκο του. Εκεί τον έσπρωξε πάλι και τον πέταξε σε μια πολυθρόνα. Τότε εκείνος, του είπε φρενιασμένος:
--- Τι θα με κάνεις; Θα με σκοτώσεις;
--- Ε, όχι! Δε θα φτάσω ως εκεί!
Θα ήταν περασμένα μεσάνυχτα που τελείωσαν τον καυγά. Ενώ η σιωπή βασίλευε νεκρική μέσα κι έξω, ένα αδύνατο αεράκι που φυσούσε στον κήπο την αντιπάλευε με απαλές νότες μουσικής που έβγαιναν από το χάδεμα των φύλλων ενώ στον ουρανό τα γεμάτα με φως αστέρια μαζί με την ομορφιά και τη σοφία συνταίριαζαν ένα απαράμιλλο πίνακα από τους πολλούς της δημιουργίας.
Τέντωσε το κεφάλι του κάποια στιγμή ο Στέφανος, και σαν κοίταξε έξω και θαύμασε την εξαίσια τούτη όμορφη νυχτερινή μαγεία, του είπε όλα πίκρα και παράπονο:
--- Έξω η ομορφιά μας βλέπει και γελάει! Τι κουτοί κι αχάριστοι που είμαστε θα λέει!
Έστρεψε κι ο Νικόλας το κεφάλι του και σαν την είδε κι αυτός, του αποκρίθηκε μ’ ένα βλέμμα ειρωνείας:
--- Εσύ να τα βλέπεις, αυτά που σώνει και καλά θέλεις να σπρωχτούμε και οι δυο μας, μακριά της!
--- Εγώ;
--- Ποιος άλλος;
--- Εσύ;
--- Αρχίζω και σε σιχαίνομαι μ’ αυτά που λες, Στέφανε και βασανίζομαι να μαντέψω γιατί τα λες;
--- Κι εγώ σε σιχαίνομαι γι’ αυτά που κάνεις, Νικόλα!
<< Επιμένει να με προσβάλλει και να μου φέρεται άκοσμα και βάναυσα >> συλλογίστηκε αυτός κι έσφιξε τις γροθιές του κάτω από τον πάγκο.
<< Να δούμε που θα καταλήξει αυτή η κοροϊδία του >> ψιθύρισε κι ο Στέφανος κι έσκασε ένα σαρκαστικό γελάκι.
Κι αφού κούνησε αποφασιστικά το κεφάλι του και σηκώθηκε, έτρεξε μ’ ένα υπερβολικό φτερούγισμα θα έλεγε κανείς προς το διάδρομο της αποθήκης.
--- Ε, πού πας; Η φωνή του Νικόλα βαριά φάνηκε να τον σταματάει προς το παρόν αλλά ύστερα με μια απίστευτη σβελτάδα κινούσε πάλι για τον προορισμό του. Και υποταγμένος στην επιλογή του, ψιθύρισε δείχνοντας να’ χει την πλήρη αυτοκυριαρχία του:
--- Πάω εκεί που θέλω!
--- Δε θα πας πουθενά! Δεν έχεις δουλειά εκεί μέσα! Εδώ μέσα αφεντικό είμαι εγώ κι ό,τι αποφασίζω είναι άτεγκτος νόμος.
--- Είπα θα πάω!
--- Δε θα πας! Βγάλ’ το από το μυαλό σου! Και τρέχοντας από πίσω του τον έπιασε απ’ το χέρι και τον τράβηξε πίσω, φέρνοντάς τον σχεδόν σέρνοντας ως την πόρτα του εργαστηρίου.
Εκεί έσμιξαν τις ματιές τους, αλληλοκοιτάχτηκαν με μίσος κι έμειναν για λίγο αναποφάσιστοι. Κι εκεί που η σιωπή βασίλεψε για λίγο, μέσα στην αλλόκοτη ταραχή και τα διάφορα συναισθήματα πάθους, ακούστηκε η φωνή του Νικόλα που ανοίγοντας με το ένα χέρι την πόρτα και με το άλλο να τον σπρώχνει έξω, του είπε οργισμένος και με τα μάτια του να πετάνε φλόγες:
--- Φύγε και μη σε ξαναδώ στα μάτια μου!
Πέρασε κι ο Στέφανος την πόρτα, κοντοστάθηκε λίγο και με το πέλαγος της ψυχής του αγριεμένο του αποκρίθηκε με κυνισμό:
--- Δεν ξεμπερδέψαμε Νικόλα! Θα επιστρέψω πάλι και τότε θα δεις πως θα λύσουμε τους λογαριασμούς μας!
Πήρε μια βαθιά ανάσα και παίρνοντας το λιθόστρωτο χάθηκε σιγά- σιγά μέσα στο σκοτάδι του κήπου, τραβώντας για το κεντρικό δρόμο.
Κάθισε κι ο Νικόλας στον πάγκο σαν έμεινε μόνος κι άρχισε χωρίς να το θέλει να φέρνει στο νου του άλλοτε λεπτά ρίγη θύμησης κι άλλοτε σκληρά. Κι εδώ θυμήθηκε την ημέρα εκείνη που είχε την πρώτη κουβέντα με το Στέφανο για τους όρους της συμφωνίας τους που χρειάζονταν για να του φτιάξει το άγαλμα της γυναίκας του, τους φόβους του, την αγωνία του να τα βγάλει πέρα και τη δυσκολία της απόφασής του να το αναλάβει. Και να τώρα που επαληθεύτηκαν αυτοί οι φόβοι και τους ζούσε έντονα. Εκείνο που φοβόταν βγήκε αληθινό, το άγαλμα ήταν μισοτελειωμένο στο υπόγειο της αποθήκης, το άγριο ένστιχτο της κατάκτησης τον εξεβίαζε να το κρατήσει κοντά του κι ένα βίτσιο της αρρωστημένης ψυχής του, τον οδηγούσε σ’ ένα ανώμαλο έρωτα για το δημιούργημά του. Κι από την άλλη μεριά το πάθος του Στέφανου να το κατακτήσει και να νιώσει πάλι τον ίδιο έρωτα που είχε με τη γυναίκα του σαν ζούσε έστω και σ’ ένα άψυχο μάρμαρο αλλά με τη μορφή της τέχνης, τους έφερνε σε αντιπαράθεση που σίγουρα θα τους οδηγούσε στην τρέλα ή στο θάνατο!
Κι εκεί που όλα αυτά κι άλλα πολλά περνούσαν από το μυαλό του, ένας οξύς και παράξενος θόρυβος που ακούστηκε στο πίσω μέρος της αποθήκης τον έκανε να σηκωθεί και να πάει προς τα εκεί για να δει τι συνέβαινε.
Ωστόσο μπόρεσε μέσα στην ταραχή και το φόβο που ένιωθε να θυμηθεί κάτι από το Νίτσε, που τόσο πολύ εκείνη τη στιγμή τον είχε ανάγκη. << Οι παρακμιακοί χρειάζονται το ψέμα γιατί το ψέμα είναι μία από τις συνθήκες της διατήρησής τους. Όμως σιγά- σιγά συνηθίζουν στο πολύ ψέμα και δε βλέπουν την αποσύνθεσή τους που έρχεται! >>
Η
Ο Βρανάς σαν κατέβηκε στο υπόγειο βρήκε ένα παλιό κρεβάτι και ξάπλωσε. Ούτε που μπορούσε να φανταστεί πως ο Νικόλας θα έκρυβε εδώ μέσα το άγαλμα της γυναίκας του Στέφανου. Έτσι σαν το είδε να στέκει στητό στη γωνία, αφρόντιστο και ρυπαρό καθώς το κάλυμμά του είχε παρασυρθεί και δεν το σκέπαζε σχεδόν καθόλου, ενώ η σκόνη και οι αράχνες το βρώμιζαν, κόντεψε να πάθει. Σαν όμως το μάτι του πήρε και τις δυο αλυσίδες που το έσφιγγαν από τη μέση και τα πόδια, και το ένωναν από ένα χοντρό καρφί στον τοίχο τότε ήταν που βγήκε από του ρούχα του και ξέσπασε σ’ ένα θρηνητικό γέλιο.
Κι αμέσως άρχισε να σκέφτεται διάφορα κι απίθανα πράγματα που αφορούσαν την τύχη του αγάλματος έτσι απροστάτευτο που έστεκε μπροστά του. Γιατί το κατέβασε εδώ στο υπόγειο ο Νικόλας; Από ποιον ήθελε να το κρύψει; Και με ποιον το έφερε εδώ; Μόνος του αποκλείεται γιατί ήταν βαρύ. Με τη Λίζα; Κι αυτό το απέκλειε γιατί στα παιχνίδια του δεν τον σιγοντάριζε. Τότε ποιος άλλος έμενε; Το μοντέλο που συνεργαζόταν και ποζάριζε. Ναι, αυτή η έκφυλη γυναίκα πρέπει να τον βοήθησε!
Έτσι τώρα ξαπλωμένος στο κρεβάτι να κάνει αυτές τις σκέψεις, άκουσε τον καυγά που είχαν οι δυο τους, Στέφανος και Νικόλας και πετάχτηκε πάνω ανησυχώντας έντονα. << Κάτι σοβαρό πρέπει να τους συμβαίνει >> συλλογίστηκε << για να φωνάζουν τόσο δυνατά και να βρίζονται. Ας πάω να τους χωρίσω και να προλάβω τα χειρότερα >>. Κι αφού κατέβηκε από το κρεβάτι, έκανε το πρώτο βήμα και πάτησε στο πρώτο σκαλί της σκάλας που θα τον ανέβαζε από το υπόγειο στο ισόγειο της αποθήκης.
Σαν η σιωπή τώρα βασίλεψε ενώ αυτός βρισκόταν κοντά στην πόρτα της καταπακτής, ανησύχησε περισσότερο και η περιέργειά του μαζί με την αγωνία του για τα συμβαίνοντα τον κατατρόμαξαν στο έπακρο. Γι’ αυτό δεν κρατήθηκε άλλο και ξεκλειδώνοντας την πόρτα της καταπακτής την άνοιξε κι αφού ανέβηκε τη σκάλα βρέθηκε στην αποθήκη. Πέρασε μέσα από την αποθήκη πλησίασε την πόρτα να βγει αλλά δυστυχώς ήταν κλειστή και σφραγισμένη. Σκέφτηκε να χτυπήσει για ν’ ακούσει ο Νικόλας αλλά δεν το αποτόλμησε, φοβούμενος την παρουσία του Στέφανου. Έτσι έψαξε για κάποια κρυφή πόρτα κι αφού την ανακάλυψε βγήκε και μπήκε στο διάδρομο. Στη συνέχεια προχώρησε αθόρυβα ως το εργαστήριο του Νικόλα να δει πως είχαν τα πράματα και αναλόγως θα έπραττε.
Έτσι τον συνάντησε να κάθεται σε μια πολυθρόνα, θυμωμένο κι ανασαίνοντας με δυσκολία και να κρατά στα χέρια του μια φαρδιά σπάτουλα.
--- Νικόλα! του έκανε σαν τον είδε έτσι περίλυπο. Τι συνέβη; Άκουσα φωνές κι ανέβηκα! Φοβήθηκα μη σου έτυχε κάποιο κακό κι έτρεξα να σε βοηθήσω! Έφυγε;
Με ένα ιδιόρρυθμο γέλιο και μέσα σε θυμό ο Νικόλας του αποκρίθηκε κουνώντας κοροϊδευτικά το κεφάλι του:
--- Έφυγε! Τον πέταξα έξω και ησύχασα! Τσακωθήκαμε γερά μάλιστα. Ήθελε σώνει και καλά να δει το άγαλμα. Εγώ του αρνήθηκα κι εκείνος συνέχιζε να επιμένει. Δεν άντεξα άλλο και τον πέταξα έξω!
--- Και τώρα τι να έγινε;
--- Που θες να ξέρω! Θα πήγε στο σπίτι του να κοιμηθεί!
--- Λες;
--- Γιατί;
--- Κι αν γυρίσει πίσω;
--- Να γυρίσει πίσω; Δεν είμαστε καλά. Μετά από αυτό που έπαθε θα το σκεφτεί πολύ να ξαναρθεί!
Τον κοίταξε με οίκτο ο Βρανάς και τον λυπήθηκε έτσι που είχε γίνει σαν πεταμένο κουρέλι πάνω στην πολυθρόνα, γυμνός για εκείνη τη στιγμή τουλάχιστον, έτσι του φάνηκε, από το ταλέντο και την καταξίωσή του. Γι’ αυτό σκέφτηκε να μην του απαντήσει αλλά να του συμπεριφερθεί με σεβασμό και τρυφερότητα ενώ συνέχιζε να τον κοιτάζει με συμπάθεια.
--- Τι με κοιτάς έτσι σαν να με βλέπεις για πρώτη φορά; του ψέλλισε ο Νικόλας κι αφού σηκώθηκε κάθισε στον πάγκο. Κι εκεί παίρνοντας μια βαθιά ανάσα του είπε:
--- Βρανά, στο υπόγειο που ήσουν θα πήρε το μάτι σου κάτι περίεργο.
--- Αν εννοείς το άγαλμα της γυναίκας του Στέφανου, ναι!
--- Γι’ αυτό ακριβώς!
--- Και γιατί το έχεις κρυμμένο εκεί;
--- Πριν σου πω, θες να με βοηθήσεις να το ανεβάσουμε;
--- Μα εσύ το κατέβασες κάτω θα το ξανανεβάσεις;
--- Πρέπει!
--- Αφού το λες εσύ κάτι θα ξέρεις!
--- Άκουσέ με! Το έκρυψα εκεί για να πάψει να το βλέπει ο Στέφανος και να μου το ζητά συνέχεια. Κρίνοντας όμως τώρα πως δεν χρειάζεται να μείνει άλλο εκεί κάτω θέλω να το φέρω πάνω. Μόνος μου δεν μπορώ να το κάνω αυτό. Με σένα θα το καταφέρουμε. Εξάλλου έχω κι ένα μικρό βίντζι που θα μας δώσει χέρι βοηθείας.
Είπε αυτά και σηκώθηκε. Περπάτησε λίγο και σαν έφτασε κοντά σ’ ένα ντουλάπι, το άνοιξε και πήρε από μέσα δυο ζευγάρια δερμάτινα γάντια. Επιστρέφοντας του έδωσε το ένα κι αφού ετοιμάστηκε να τα φορέσει, είπε και στο Βρανά με κάποια παράκληση:
--- Φόρεσέ τα να γλιτώσεις τα χέρια σου από τις εκδορές.
Και κινώντας προς το διάδρομο, χώθηκε ανάμεσα στα στοιβαγμένα πράγματα, τραβώντας για την αποθήκη. Τον ακολούθησε κι ο Βρανάς κι αφού ξεκλείδωσε την πόρτα μπήκαν μέσα, και βρέθηκαν και οι δυο να στέκονται πάνω από την καταπακτή. Σαν στάθηκαν για λίγο αναποφάσιστοι, του είπε ο Νικόλας σκύβοντας ν’ ανοίξει το καπάκι:
--- Που ξέρεις τούτη η μεταφορά του να είναι και η τελευταία που θα έχω δούνε και λαβείν μαζί του!
Και πατώντας το πόδι του στα σκαλί άρχισε να κατεβαίνει στο υπόγειο. Έκανε το ίδιο και ο Βρανάς και σε λίγο βρίσκονταν μπροστά από το άγαλμα. Ο Νικόλας έδειξε στο Βρανά πως να το πιάσει κι αμέσως εκείνος πέρασε τα δυο του χέρια κάτω από τα σκέλια του. Ο ίδιος το έπιασε ψηλά από το λαιμό και την πλάτη και με την τεχνική που δίδαξε στο Βρανά και την εφάρμοσε σε λίγο το άγαλμα βρέθηκε στους γάντζους του βιντζιού. Έτσι με τη βοήθειά του και τη δική τους σε λίγο το άγαλμα βρισκόταν στημένο στο εργαστήριο του Νικόλα.
Αποτραβήχτηκαν στις θέσεις τους σιγά- σιγά, πήραν μια βαθιά ανάσα να ξεκουραστούν κι ευχαριστημένοι που ο μικρός αυτός άθλος τους βγήκε σε πέρας, άρχισαν καταγοητευμένοι να του θαυμάζουν την καλλιτεχνική του τελειότητα κι αισθητική. Περισσότερο όμως ο Βρανάς που δεν το είχε δει στο τελευταίο του στάδιο άλλη φορά κι έσκυβε κι όλο το κοίταζε κι όλο ξεσπούσε σε φιλοφρονήσεις και σε εκδηλώσεις ενθουσιασμού. Έτσι σε κάποια στιγμή ευφροσύνης, είπε στο Νικόλα:
--- Ώστε αυτό το θαύμα της γλυπτικής θα βάλει στο σπίτι του ο Στέφανος! Και ποιος δεν θα τον ζήλευε!
Και πριν ολοκληρώσει τα λόγια του μια σκιά που διαγράφηκε στη δεξιά άκρη του αμφιβληστροειδούς του τον έκανε να στραφεί και να κοιτάξει έξω με μια έκφραση φόβου.
--- Είδες κανέναν; τον ρώτησε φοβισμένα ο Νικόλας και τρεμόπαιξε τα μάτια του. Και σαν πήρε τα γάντια από τα χέρια του Βρανά πήγε και τα έβαλε μαζί με τα δικά του σ’ ένα ξύλινο κουτί. Ύστερα ρίχνοντας πάνω του ένα κόκκινο πανί τα σκέπασε και ξανακάθισε στον πάγκο.
--- Μου φάνηκε πως κάποιος μας κοίταξε με το πρόσωπό του κολλημένο στα τζάμι, αλλά μπορεί και να έκανα λάθος. Η νύχτα βλέπεις σου διευρύνει τη φαντασία.
--- Η νύχτα! Η νύχτα! σιγοψιθύρισε ο Νικόλας, είναι πάντα ύπουλη!
Και λες και σάλεψε κάτι μέσα του, τον ρώτησε ανήσυχος:
--- Είπες πως δεν είδες κανέναν στο παράθυρο παρά ήταν μόνο πλάνη της φαντασίας σου;
--- Αυτό είπα. Ποιον να δω;
--- Έλα ντε! Κανένα σκιάχτρο! Όλα τα σκιάχτρα περπατάνε τη νύχτα.
--- Αστειεύεσαι;
--- Καθόλου! Άνθρωπο εννοώ! Ανθρώπινο σκιάχτρο, πως το λένε!
--- Κοντεύει να ξημερώσει, Νικόλα, σου ξεφεύγει; Θα είναι περασμένες τρεις.. Ποιος τρελός μπορεί να έρθει τέτοια ώρα για να σε επισκεφτεί; Εκτός αν είναι κανένας κλέφτης ή ο….
Ο Νικόλας έκανε την ίδια σκέψη και του είπε φοβισμένος:
--- Ο Στέφανος θέλεις να πεις…
--- Χμ!
Εκείνος έδειξε ανήσυχος πολύ. Επικράτησε σιωπή αγωνίας κι από τους δυο. Ο Βρανάς έδειχνε πιο ψύχραιμος κι αυτό τον βοήθησε να στρέψει την κουβέντα μακριά από το Στέφανο. Και θωρώντας τον καταπρόσωπο έτσι που τον έβλεπε να βρίσκεται σε σύγχυση και απόγνωση, τον ρώτησε:
--- Εσύ αλήθεια, Νικόλα, δουλεύεις νύχτες και νύχτες μόνος σου. Δεν φοβάσαι;
--- Φοβάμαι που φοβάμαι!
--- Και γιατί δουλεύεις ολομόναχος, περασμένα μεσάνυχτα;
--- Αφού με θέλει η τέχνη κοντά της τι να κάνω; Να την παρατήσω;
--- Ε, όχι! Αλλά να δουλεύεις περισσότερο την ημέρα.
--- Έχεις δίκιο αλλά το βράδυ καταλαγιάζει η σκέψη κι αφήνεται ελεύθερη η φαντασία. Έτσι μπορώ και δουλεύω καλύτερα και πλησιάζω πιο ζεστά κι αληθινά την τέχνη.
--- Δεν κουράζεσαι τη νύχτα;
--- Όχι!
--- Το φως όμως δεν είναι λιγοστό;
--- Είναι αλλά δεν είμαι ζωγράφος! Η ζωγραφική παίζει πολύ με τα χρώματα. Η γλυπτική όχι και τόσο. Σαν όμως χρειάζομαι και φως καταφεύγω στην ημέρα!
Μια σκιά σαν μικρή φλογίτσα που άναψε κι έσβησε φάνηκε να πέρασε στο τζάμι του παραθυριού και μετά χάθηκε. Τα δυο κεφάλια στράφηκαν ανήσυχα και κοίταξαν με αγωνία. Πιο ανήσυχος ο Νικόλας σηκώθηκε και πλησίασε το τζάμι. Εκεί κοίταξε προβληματισμένος πρώτα το Βρανά και μετά έξω. Αφού έμεινε ένα λεπτό περίπου να εξετάζει σχολαστικά τη σιωπηρή και φωτισμένη νύχτα, μουρμούρισε μ’ ένα ακαθόριστο συναίσθημα στο Βρανά σαν ξεκόλλησε το πρόσωπό του απ’ το παράθυρο:
--- Ερημιά φαίνεται! Δεν είναι κανένας. Η νύχτα είπαμε είναι ύπουλη και μας κοροϊδεύει! Χαίρεται να μας βλέπει να γινόμαστε λαγοί!
Δεν πρόλαβε να τελειώσει τα λόγια του όταν ένας ύποπτος θόρυβος που ακούστηκε από βήματα ανθρώπου πάνω στα ξερά φύλλα του λιθόστρωτου, τους έκανε να απορήσουν και να τρέξουν και οι δυο να κολλήσουν τα πρόσωπά τους στο τζάμι, τρέμοντας σχεδόν ολόκληροι.
Πρώτος που είδε τον άνθρωπο να περπατά σκυφτός και τρεκλίζοντας ήταν ο Νικόλας, που ξεφώνισε έντρομος:
--- Ο Στέφανος έρχεται! Τι να θέλει πάλι; Ο Θεός να βάλει το χέρι του, έτσι μεθυσμένος που φαίνεται. Και σαν στράφηκε προς το Βρανά, του είπε επιτακτικά:
--- Εσύ φύγε. Πήγαινε και κρύψου εκεί που ήσουνα. Δεν θα φανερωθείς μπροστά μας ό,τι κι αν συμβεί. Και δίνοντάς του ένα ελαφρύ σπρώξιμο τον έδιωξε προς το διάδρομο.
Έτσι σαν απόμεινε μόνος ο Νικόλας, στάθηκε πίσω από την πόρτα και περίμενε. Σε λίγο η πόρτα χτύπησε, την άνοιξε κι αμέσως μπήκε μέσα ο Στέφανος σε άσχημη και φριχτή κατάσταση, σχεδόν αγνώριστος, με τα μάτια του θολά από το ποτό και την αναπνοή του γρήγορη και θορυβώδη. Τρεκλίζοντας πλησίασε μια καρέκλα και με αρκετή δυσκολία κάθισε μέσα σε συνεχή μουγκρίσματα και δυσνόητες λέξεις. Και σαν ύστερα από λίγο φάνηκε να προσαρμόζεται με το περιβάλλον, κοίταξε το Νικόλα αλλά δεν του μίλησε. Μόνο σαν εκείνος του κούνησε το χέρι του για να του πει προφανώς πως από εκεί, τέτοια ώρα, τον πρόλαβε και του έκανε μ’ ένα ισχυρό τραύλισμα:
--- Δε με περίμενες, ε;
--- Τέτοια ώρα;
--- Δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς και ήρθα!
--- Τι να κάνεις;
--- Να κουβεντιάσουμε!
--- Μόνο αυτό;
--- Να δω και το άγαλμα και να πάρω την υπόσχεσή σου πως γρήγορα θα το έχω κοντά μου.
Όση ώρα μιλούσαν ο Νικόλας ήταν όρθιος μπροστά από το άγαλμα και το έκρυβε. Ο Στέφανος σαν μπήκε μέσα δεν το είδε αλλά και τώρα δύσκολα θα το έβλεπε έτσι που είχαν στηθεί και οι τρεις τους και το φως προς το μέρος του αγάλματος ήταν λιγοστό.
Για μια φορά ακόμη ο Νικόλας σκέφτηκε να του αλλάξει τα μυαλά, να τον κάνει να φύγει άπρακτος και να τον απαλλάξει με την ενοχλητική παρουσία του. Γι’ αυτό του είπε, εκνευρισμένος:
--- Πάλι τα ίδια θα λέμε. Στέφανε! Το άγαλμα έχει πάρει το δρόμο του, δεν μπορείς να το δεις και σαν το τελειώσω θα το πάρεις. Δεν θα το κρατήσω εγώ, τι να το κάνω;
Τον κοίταξε άγρια εκείνος με τα θολά του μάτια και του ψέλλισε:
--- Λες ψέματα! Σε ξέρω καλά τι ψεύτης είσαι και τι πρόστυχος!
Όλα αυτά μου τα λες μήνες τώρα αλλά δεν έχουν μέσα τους το φως της αλήθειας και δεν σε πιστεύω!
--- Και τέτοια ώρα που ήρθες τι θες να κάνω; Να το δεις λες! Μα αφού δεν είναι έτοιμο!
--- Έπρεπε να το είχες έτοιμο! Τι φταίω εγώ;
Έδειχνε εκτός εαυτού, έτρεμε το σαγόνι του, τα χέρια του κι αυτά φαίνονταν να κινούνται βίαια κι ολόκληρος ήταν ένα ηφαίστειο που έβραζε και περίμενε την έκρηξή του για να βγάλει φωτιά και λάβα. Το είδε αυτό ο Νικόλας και προσπάθησε πάλι να τον καλμάρει, λέγοντάς του με όσο πιστικό ύφος μπορούσε:
--- Θα κάνω ό,τι μπορώ να το πάρεις τούτες τις μέρες.
--- Τούτες τις μέρες! ξεφώνισε ο Στέφανος κι έκανε μια αποτυχημένη προσπάθεια να κινηθεί προς το διάδρομο. Τώρα θέλω να το πάρω! Τώρα να το κουβαλήσω σπίτι μου μέσα στη νύχτα! Μου αρέσει η αποψινή νύχτα, γιατί έχει κάτι το μυστηριακό!
--- Αυτό δε γίνεται! ήταν η αρνητική απάντηση του Νικόλα που έδειξε ακόμη μια φορά τη σκληρότητά του.
--- Σαν δε με αφήνεις να το δω τώρα, κι εγώ δεν ξέρω τι θα μας συμβεί απόψε! ξεφώνισε αυτός και αφού στηρίχθηκε με τα δυο του χέρια στα στηρίγματα της καρέκλας, τέντωσε το κορμί του, έτοιμος να κάνει το πρώτο βήμα.
--- Δεν είναι η κατάλληλη ώρα να μιλάμε για τέχνη και να βλέπουμε τα έργα της! διαμαρτυρήθηκε ο Νικόλας κι έκανε ένα βήμα μπρος να τον συγκρατήσει. Φύγε τώρα κι έλα το πρωί να τα πούμε καλύτερα.
--- Το πρωί; Δεν είσαι καλά ! Τώρα σου είπα, τώρα θα το πάρω για να τελειώνω μια και καλή με την τέχνη σου και με σένα!
Και με την απειλή μέσα στα μάτια του, του επιτέθηκε.
Ο Νικόλας έκανε μια κίνηση απελπισίας να αποφύγει το χτύπημα στο πρόσωπο και μετακινήθηκε όσο έπρεπε προς τα αριστερά. Έτσι το άγαλμα έμεινε εκτεθειμένο σχεδόν ολόκληρο. Το μάτι του Στέφανου το είδε κι αφήνοντας το Νικόλα, κινήθηκε προς αυτό και σαν τρελός το αγκάλιασε και το φίλησε πολλές φορές με πάθος κι ένταση. Για αρκετή ώρα ύστερα το κοίταζε αχόρταγα και δεν έκρυβε τη χαρά και τη συγκίνησή του μπροστά σε αυτό το θησαυρό. Έτσι κάποια στιγμή σε πλήρη έξαρση ακούστηκε να λέει, περιχαρής και πανευτυχής:
--- Ω! Θεέ μου! Σ’ ευχαριστώ γι’ αυτό που με αξίωσες να δω! Την ίδια τη γυναίκα μου!
Ο Νικόλας όση ώρα ο Στέφανος βρισκόταν μαζί με το άγαλμα της γυναίκας του, τον έτρωγε η ζήλια. Ποτέ δεν μπορούσε να δεχτεί πως δεν θα το καταχτούσε ο ίδιος αλλά εκείνος. Η σκέψη του και μόνο πως αυτή τη στιγμή κάποιος άλλος κι όχι αυτός το άγγιζε, το φιλούσε και το διεκδικούσε τον έκανε έξω φρενών που αισθάνθηκε πονοκέφαλο και ζαλάδα. Ωστόσο παρά το σκοτάδι που ένιωσε στα μάτια του, μπόρεσε και του είπε παρακαλεστικά για να τον απομακρύνει:
--- Εκεί θα μείνει ως αύριο που θα το πάρεις και δε θα το πειράξει κανένας. Έλα τώρα φύγε από κοντά του και κάθισε να συζητήσουμε τις λεπτομέρειες που το αφοράνε.
Ο Στέφανος φαινόταν θυμωμένος όσο ποτέ άλλοτε. Έκανε ένα βήμα πιο κοντά στο άγαλμα και το έπιασε από τη μέση. Ύστερα σαν ξέσπασε σ’ ένα δυνατό και σαρκαστικό γέλιο, του είπε:
--- Για ποιες λεπτομέρειες, μιλάς, Νικόλα; Δεν καταλαβαίνω!
--- Για τη δουλειά που θέλει ακόμα και για τη μεταφορά του αργότερα θέλω να πω! Πώς θα το μεταφέρεις, το έχεις σκεφτεί;
--- Το έχω!
--- Το ‘χεις;
--- Θα το δεις σε λίγο!
Φωτιά του άναψαν τα τελευταία τούτα λόγια του και φάνηκε να τον πείραξαν αφάνταστα. Κι αυτό φάνηκε από την ένταση της φωνής του που τον ρώτησε:
--- Τι θα δω, Στέφανε; Δε μου το ξεκαθαρίζεις καλύτερα;
--- Να, στο ξεκαθαρίσω! Όπου να είναι θα έρθουν τέσσερις δικοί μου άνθρωποι να το απαγάγουν! Και σαν το φορτωθούνε θα το πάνε ίσια στο σπίτι μου. Αυτό έπρεπε να το περίμενες! Μη σου φαίνεται και τόσο παράξενο!
<< Να τα μας, που όλα όσα είχα προβλέψει βγαίνουν αληθινά >> συλλογίστηκε ο Νικόλας κι έγινε κάτωχρος. << Αλίμονό μου! Το βλέπω πως έχω να κάνω με τρελό, μ’ έναν αδίσταχτο μανιακό, δούλο των παθών του και δυστυχώς είμαι μόνος κι απροστάτευτος! Έτσι δε μου απομένει να κάνω παρά αυτό που είχα σκεφτεί κι άλλοτε την καταστροφή! Να καταστρέψω αυτό το άγαλμα να πάψει να υπάρχει και γι’ αυτόν αλλά και για μένα! Θα το κομματιάσω λοιπόν μπροστά στα μάτια του! Αυτό θα κάνω! >>
Ωστόσο έκανε ακόμα μια προσπάθεια να τον αποθαρρύνει και να τον απομακρύνει, λέγοντάς του, με κάποιο ήπιο τρόπο:
--- Το θεωρείς εύκολο αυτό που πας να κάνεις ;
--- Όχι! Αλλά είμαι αποφασισμένος να το πετύχω!
---Κι αν πάει κάτι, στραβά;
--- Δε θα πάει!
Γέλασε με σαρκασμό αυτός και κινήθηκε με απίστευτη σβελτάδα προς το άγαλμα. Και σαν το πλησίασε τον ρώτησε με την αγωνία ζωγραφισμένη στα μάτια του:
--- Ώστε είσαι αποφασισμένος να το πάρεις, Στέφανε και περιμένεις και τους μπράβους σου;
--- Το είπα, ναι! Όπου να είναι έρχονται!
Κι αμέσως τότε έσκυψε και παίρνοντας στα χέρια του το μεγάλο και βαρύ σφυρί που ήταν ριγμένο κοντά στα πόδια του αγάλματος, άρχισε να το χτυπά με λύσσα και δύναμη παντού και πριν προλάβει να αντιδράσει ο Στέφανος και να σπεύσει να τον εμποδίσει το είχε σχεδόν κομματιάσει!
--- Ο διάβολος Νικόλα σε καβάλησε! του έκανε έξαλλος αυτός σαν είδε την καταστροφή κι έτρεξε να τον σταματήσει.
Ήταν όμως αργά. Ό,τι και να έκανε η καταστροφή είχε έρθει. Και τώρα δεν έβλεπε τίποτα μπροστά του παρά το άγαλμα της γυναίκας του, κομματιασμένο. Όλη εκείνη η ομορφιά και η τρυφεράδα του είχαν χαθεί και μόνο η σκιά του θανάτου το έκανε τρομερό, φριχτό και νεκρό. Έκλεισε τα μάτια να μην το βλέπει κι έπεσε μπρούμυτα πάνω στα κομμάτια. Και σαν τα αγκάλιασε ξέσπασε σε δυνατούς και γοερούς λυγμούς.
Δίπλα του όρθιος ο Νικόλας με τη φρίκη ζωγραφισμένη στα μάτια, τον κοιτούσε κι έδειχνε λες ευχαριστημένος που τον έφερε σ’ αυτή τη θέση. Τώρα δεν απόμενε παρά να πετάξει το σφυρί απ’ τα χέρια του και να βρει την ησυχία του. Κι ως πήγε να το κάνει η σκέψη του γύρισε πίσω τότε που δεν ήθελε να αναλάβει τούτο το δαιμονισμένο άγαλμα που σε τόσους μπελάδες τον έβαζε. Θυμήθηκε ακριβώς τα λόγια που είχε πει στο Στέφανο και κρύος ιδρώτας τον έλουσε. Αν του είχε αρνηθεί τώρα δε θα έφτανε ως εδώ που έφτασε. Του είχε πει λοιπόν: << Δεν πρέπει να βιαστώ, να καταπιαστώ με το άγαλμα και να το αναλάβω γιατί το βλέπω να κρύβει μέσα του πολλά φαρμάκια και θέλω πρώτα να αποχτήσω την παντοδυναμία της τέχνης μου και ύστερα να ριχτώ στο ακατέργαστο μάρμαρο και να του δώσω μορφή και περιεχόμενο, δηλαδή ζωή! Πώς όμως ν’ αποχτήσω την αυτοκυριαρχία μου και την παντοδυναμία της τέχνης και να το δαμάσω αφού τα άγρια ένστιχτα και τα πάθη μου δεν με αφήνουν ήσυχο, με παρασύρουν μακριά της και με οδηγούν στα ολόφωτα σοκάκια της ηδονής και της αμαρτίας; >> Αν μαζί μ’ αυτά τα λόγια του που του είχε πει τότε, έπαιρνε και τη μεγάλη απόφαση να μην το φιλοτεχνήσει τώρα θα είχε γλιτώσει απ’ την αθλιότητα τούτης της στιγμής.
Σαν έπαψε το κλάμα ο Στέφανος, ο δαίμονας της εκδίκησης που ήταν ριζωμένος μέσα του, του αιχμαλώτισε όπως αυτός ξέρει, νου και λογική. Έτσι όταν σήκωσε το πρησμένο απ’ το κλάμα πρόσωπό του και είδε το δράστη της φριχτής εκείνης φθοράς, θόλωσε το μυαλό του και του ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι. Και εκτός εαυτού πλέον με μειωμένες τις αισθήσεις του άρπαξε ένα μεγάλο κομμάτι μάρμαρο και του το πέταξε με δύναμη στο κεφάλι. Το χτύπημα ήταν δυνατό και τον ξάπλωσε κάτω αιμόφυρτο. Και πριν προλάβει ο γλύπτης να αντιδράσει ένα δεύτερο χτύπημα και μετά ένα τρίτο με άλλο κομμάτι μάρμαρο τον αποτελείωσε.
Σε λίγο δεν έβλεπες παρά το νεκρό σώμα του Νικόλα να κολυμπά μέσα στα αίματα και δίπλα του το Στέφανο γονατισμένο να κρατάει ακόμη ένα κομμάτι μάρμαρο στα χέρια του και να κοιτά απορημένος το άψυχο κορμί.
===
Η Λίζα κουρασμένη από τα μαθήματα της ημέρας, ξάπλωσε νωρίς και κοιμήθηκε, αφήνοντας όπως πάντα το Νικόλα στο εργαστήριό του να εργάζεται και να δέχεται τους φίλους του. Ένα όνειρο όμως που είδε, ένα εφιάλτη την ξύπνησε και την πέταξε πάνω σε άσχημη ψυχολογική κατάσταση. Καθόταν λέει στο σαλόνι με άλλους ανθρώπους μεταξύ των οποίων και ο αδελφός της ο Νικόλας και συζητούσαν διάφορα από τη ζωή τους και την καθημερινότητα. Και τότε κάποιος άγνωστος επισκέπτης, άνοιξε την πόρτα και με το πρόσωπό του καλυμμένο με μια μαύρη μάσκα, τους απειλούσε με το όπλο στο χέρι. << Ένας τρομοκράτης! >> έσκουξε η Λίζα και κινήθηκε εναντίον του. Κι αμέσως ο παράξενος τούτος επισκέπτης της νύχτας την πυροβόλησε. Κι ως άγγιζε το θάνατο η Λίζα και τον ένιωσε να περπατάει μέσα της, ξύπνησε μέσα σε φωνές και κάθισε τρέμοντας σε μια άκρη του κρεβατιού να συνέλθει. Και σαν περνούσε η ώρα και η σκέψη της πήγαινε συνέχεια στο όνειρο, θυμήθηκε την τελευταία συζήτηση που είχε κάνει με τον αδερφό της και της είχε κάνει ιδιαίτερη εντύπωση.
<< Πολύ παράξενο αυτό! >> ψιθύρισε κι άρχισε να την αναπλάθει:
<< Μεγαλώνοντας γίνεσαι πιο δύσκολος άνθρωπος, Νικόλα, το έχεις καταλάβει; >> Τον είχε ρωτήσει και του χαμογέλασε.
<< Ναι, αυτή είναι η αλήθεια! της απάντησε εκείνος κι έδειξε να πειράχτηκε. Να ξέρεις όμως πως όλοι αλλάζουμε σαν μεγαλώνουμε, όχι μόνο εγώ!>>
<< Τι είναι αυτό που μας αλλάζει, ξέρεις;>>
<< Ξέρω! Ο φόβος του θανάτου!>>
<< Αυτό σημαίνει πως είμαστε ξοφλημένοι;>>
<< Ναι! Η αιωνιότητα του ανθρώπου ή του σώματός μας είναι πλάνη κι αυτό το ξέρουμε και μας τρομάζει >>.
<<Αυτοί που λένε το αντίθετο;>>
<< Χτίζουν στην άμμο και λένε ή πιστεύουν ψέματα >>.
<< Τότε ποιος είναι ο σκοπός μας; Ο σκοπός της ζωής μας;>>
<< Να απαλλαχτούμε όσο μπορούμε γρηγορότερα από την πλάνη αυτή >>.
<< Για τον πόνο και τη δυστυχία τι έχεις να πεις ;>>
<< Πρέπει να υπάρχουν! Αν έλειπαν όλος ο πλανήτης θα ήταν άρρωστος από πλήξη!>>
<< Και για να μην είναι θύματα της πλήξης θα έψαχναν μόνοι τους θες να πεις να βρουν βάσανα και πόνους;>>
<< Αυτό ακριβώς! Εξάλλου αυτό γίνεται! Ποιος δεν πονά γύρω μας!>>
<< Άρα ο θάνατος έρχεται και σαν μια ηθική και φυσική αναγκαιότητα αφού μας λυτρώνει από τον πόνο και τη δυστυχία! Μπορούμε να πούμε τότε πως είναι καλός;>>
<< Δεν το ξέρω αυτό, αλλά η μετάσταση σε έναν άλλο κόσμο διαφορετικό και η ολοκληρωτική μεταμόρφωση της ανθρώπινης ύπαρξης είναι ουσιαστικά το ίδιο πράγμα >>.
<< Και η ανθρώπινη συνείδηση τι γίνεται; Χάνεται; >>
<< Δεν το ξέρω κι αυτό αλλά επιθυμούμε η συνείδηση αυτή να διατηρηθεί αιώνια! >>
<< Ποιος ξέρει όμως τι περιέχει η ανθρώπινη συνείδηση; >>
<< Φτωχές και στενές γήινες έννοιες! Τι άλλο; >>
<< Η συνείδηση δεν ταυτίζεται με το πρόσωπο; >>
<< Όχι! Το πρόσωπο είναι υλικό σώμα ενώ η ατομική συνείδηση έχει περισσότερο σχέση με την ψυχή >>.
<< Γι’ αυτό πρέπει να την αφήσουμε να ησυχάσει για πάντα στον καινούριο κόσμο που της προσφέρει ο θάνατος! >>
<< Ακριβώς! >>
<< Και να μην τον φοβόμαστε το θάνατο! >>
<< Ναι, αλλά ποιος δεν τον φοβάται; >>
<< Χμ…>>
<< Δυστυχώς Λίζα δεν ξέρουμε εμείς οι άνθρωποι μεγαλύτερο και σπουδαιότερο παιχνίδι από αυτό της γέννησης και του θανάτου. Έτσι παραμένουμε στο παίξιμό του αφοσιωμένοι, με πάθος μπορώ να πω, αλλά και ανησυχούμε γιατί πιστεύουμε πως στο παιχνίδι αυτό βάζουμε σε κίνδυνο οτιδήποτε δικό μας που το αγαπάμε πολύ.
Η φύση όμως αντίθετα που δεν είναι ψεύτρα και είναι σκληρή, άτεγκτη, άδολη κι αγνή μαζί, στο ίδιο παιχνίδι πιστεύει διαφορετικά πράγματα και μας φωνάζει πως η ζωή και ο θάνατος του ανθρώπου είναι πράγματα που δεν την ενδιαφέρουν και μας λέει ξεδιάντροπα πως αυτή αφήνει τη ζωή του κάθε ζώου ή του ανθρώπου έρμαια της κάθε περίστασης της τύχης και ούτε νοιάζεται γι’ αυτή αλλά ούτε και κάνει κάτι να μας βοηθήσει να σωθούμε και να μην χάσουμε αυτή τη ζωή, που τόσο αγαπάμε και σαν νιώθουμε πως πλησιάζει η ώρα να την χάσουμε τρελαινόμαστε.
Μας φωνάζει η φύση και μας δείχνει το κάθε έντομο που βρίσκεται μπροστά μας απροστάτευτο και η ζωή του κρέμεται από τη δική μας θελημένη ή αθέλητη κίνηση. Δείτε μας λέει το γυμνοσάλιαγκα που δεν έχει τίποτα να υπερασπίσει, κανένα λόγο να κρυφτεί, δεν έχει καν όπλα ενάντια στον εχθρό του. Το ψάρι μέσα στο δίχτυ ακόμη παίζει, δίχως να υποψιάζεται τι το περιμένει. Το πουλί κάτω από το βλέμμα του γερακιού που πάνω του ζυγίζεται δίχως εκείνο να το παίρνει είδηση. Δείτε ακόμη το αδύναμο πρόβατο που ο λύκος το παραμονεύει μόλις ξεφύγει από το κοπάδι. Αυτά τα λίγα, Λίζα, φτάνουν θαρρώ για να νοήσουμε πως η ζωή μας ή ο θάνατός μας δεν ενδιαφέρουν τη φύση, δεν πρέπει να συγκινούν ούτε κι εμάς, δεν πρέπει να αγωνιούμε και να προβληματιζόμαστε, αφού κι εμείς αποτελούμε μέρος της φύσης >>.
Έτσι αφού τα θυμήθηκε όλα αυτά και το όνειρο την παίδευε ακόμα, άφησε το κρεβάτι και πήγε στην κρεβατοκάμαρα του Νικόλα. Όταν όμως την είδε άδεια, ανησύχησε και κατεβαίνοντας την ξύλινη εσωτερική σκάλα κατέβηκε στο εργαστήριο. Έφτασε την ώρα που έγινε το έγκλημα. Την ώρα που ο Στέφανος χτυπούσε τον αδερφό της δυο και τρεις φορές με το μάρμαρο στο κεφάλι και τον άφηνε μπροστά στα μάτια της νεκρό μέσα σε μια τεράστια λίμνη αίματος.
Δεν πρόλαβε να κάνει τίποτα, παρά να στηθεί σαν ένα στοιχειωμένο σκιάχτρο πάνω από το νεκρό αδερφό της και το γονατισμένο Στέφανο και να τον κοιτάζει δείχνοντάς του το άσβηστο και αιώνιο μίσος της. Και πριν προλάβει εκείνος να αρθρώσει μια λέξη για το φονικό που είχε κάνει, άρπαξε το παρατημένο σφυρί που είχε φύγει από τα χέρια του Νικόλα και του το έφερε με δύναμη πολλές φορές στο κεφάλι. Κι ως λύγισε εκείνος κάτω από το βάρος του λιωμένου του κεφαλιού, έπεσε δίπλα στο κουφάρι του Νικόλα κι απόμεινε άψυχος.
Πανικόβλητη η Λίζα μετά το φόνο, στάθηκε πάνω από τα δυο νεκρά κορμιά κι έτρεμε. Πέταξε από τα χέρια της το σφυρί κι απόμεινε βουβή να τα κοιτάζει. Και σαν συνειδητοποίησε τι είχε συμβεί και τι η ίδια είχε κάνει, ξέσπασε σε άναρθρες κραυγές και σε γοερούς λυγμούς, ενώ με μια πρωτοφανή λύσσα τραβούσε τα μαλλιά της και ξέσχιζε τα ρούχα της.
Σε έξαλλη έτσι κατάσταση έφυγε κι ανεβαίνοντας τη σκάλα ανέβηκε τρέχοντας στο σπίτι. Εκεί πήγε στο κρεβάτι της και σαν ξάπλωσε άρχισε πάλι τις υστερικές κραυγές και το θρήνο. Κι αφού εξάντλησε με αυτό τον τρόπο τον αποτροπιασμό της για ό,τι συνέβηκε, σηκώθηκε και πήγε στο βορινό δωμάτιο, εκεί που κλεινόταν με τις ώρες γιατί της άρεσε ο θλιμμένος χώρος, και στολιζόταν για να βγει έξω και να πάει στις μεγάλες δεξιώσεις, στα μεγάλα δείπνα και στις μεγάλες συναυλίες. Στάθηκε σαν μπήκε μέσα μπροστά από το μεγάλο ορθογώνιο καθρέφτη με το όμορφο σκαλισμένο ξύλο τριγύρω του και κοίταξε για πολλή ώρα το κουρασμένο πρόσωπό της με τη φριχτή του όψη και την ψυχρή ματιά του. << Ωχ! Θεέ μου! Πώς με κατάντησες έτσι! >> ψιθύρισε και το άγγιξε με τα μακριά δάχτυλά της. Και μην μπορώντας να συγκρατηθεί από την αηδία που ένιωθε γι’ αυτό που έβλεπε, άρχισε πάλι να κλαίει με γρήγορα αναφιλητά. Και σαν περνούσε ή ώρα όλο και περισσότερο έκλαιγε, ενώ το μίσος για τον εαυτό της μεγάλωνε.
Κάποια στιγμή αηδίασε τόσο πολύ μ’ αυτό που έβλεπε στον καθρέφτη, που, μέσα στην ταραχή της για να νιώσει καλύτερα, ξεσπάζοντας ίσως κατά του εαυτού της, κόλλησε το πρόσωπό της πάνω στο λευκό κρύσταλλο κι έφτυσε πολλές φορές!
Τρέμοντας τώρα και με τα αναφιλητά να την πνίγουν, σύρθηκε προς το παράθυρο. Τράβηξε τις κόκκινες μεταξωτές κουρτίνες, έπιασε την πετούγια και το άνοιξε αργά –αργά, σπρώχνοντας τα δυο φύλλα διάπλατα στις θέσεις τους. Στάθηκε ύστερα στο ανοιγμένο παράθυρο κι αφού στηρίχθηκε με τα δυο της χέρια στο περβάζι άρχισε να κοιτάζει στο λιγοστό φως της ψυχρής νύχτας τις θαμπές και δυσδιάκριτες ομορφιές της.
Η νύχτα του Φλεβάρη ήταν ήσυχη, χωρίς κρύο, αέρα και υγρασία. Ο κήπος είχε μια όμορφη θέα φωτισμένος από τα λιγοστά φώτα του και τα φύλλα των δέντρων άστραφταν σαν χριστουγεννιάτικα λαμπιόνια. Πέρα μακριά στη λεωφόρο ο θόρυβος των αυτοκινήτων ελαττώνονταν και ώρες- ώρες δεν άκουγες τίποτα εκτός από το πένθιμο λάλημα της κουκουβάγιας στην είσοδο του πευκοδάσους. Άρεσαν όλα τούτα στη Λίζα που φάνηκε να συνέρχεται λίγο από το δυνατό σοκ που είχε νιώσει, ενώ μια αόρατη θέληση από μέσα της, την πίεζε να ξεχάσει τα δυο ξαπλωμένα κορμιά και τις συνθήκες που βρέθηκαν στη θέση αυτή.
Έτσι απορροφημένη στην ομορφιά και τη μαγεία της νύχτας, προσευχόταν θα έλεγε κανείς να απαλλαχτεί από το βαρύ φορτίο της ενοχής που τη βασάνιζε. Αλλά δυστυχώς γι’ αυτή η λύτρωση φαίνεται πως δε θα ερχόταν. Και τούτο της το μήνυσε ένας ψίθυρος που ακούστηκε, λες από το υπερπέραν κι έμοιαζε με τη φωνή του Στέφανου, που τη ρώτησε:
<< Και τώρα τι θα απογίνεις, εσύ; >>
Κι αμέσως ένα δυνατό σφύριγμα του αέρα τον έδιωξε για να έρθει και πάλι η σιωπή και η ησυχία να βασιλέψει παντού, μέσα κι έξω. Και τότε μια κουβέντα που είχαν κάνει με το Στέφανο της ήρθε στη σκέψη τη δύσκολη εκείνη στιγμή, που αν και σκληρή, την ανάπλασε γιατί τη θεώρησε σανίδα παρηγοριάς στη δύσκολη θέση που βρισκόταν. Ήταν μια στιγμή από τις πολλές φορές που της αρνιόταν τον έρωτά του. << Όχι! Όχι! >> της είχε πει, << δε σ’ αγαπώ! Λίζα, δε σ’ αγαπώ! Γιατί πρέπει να ξέρεις πως αγαπώ τη γυναίκα μου και μόνο! Κι ό,τι αγαπιέται, ζει αιώνια! >>
Κοιτούσε τώρα το βάθος κάτω από το παράθυρό της και την τρόμαζε. Ο μεγάλος κοφτερός βράχος, ήταν εκεί, ξαπλωμένος σαν ένας στυγνός αλλά λυτρωτικός δήμιος, που την περίμενε.
<< Η ζωή είναι γλυκιά >> σκέφτηκε << και μια ενστικτώδη επιθυμία μου λέει πως την αγαπώ και πρέπει να τη συνεχίσω. Σε αντίθεση με το θάνατο είναι καλή. Το θάνατο δεν το θέλω και το καλό είναι να κάνω κάτι και να τον αποφύγω. Εδώ όμως που έχω φτάσει μπορώ; Σαν τον αποφύγω και ζήσω όμως, τι θα βρω αύριο μπροστά μου; Τι άλλο από την πεζότητα, την ενοχή, τη μοναξιά, το χαμένο μου αδερφό κι αυτόν τον μισερό φόνο που τόσο αβασάνιστα έκανα! Όχι! Δεν μπορώ να ζήσω άλλο! Μου έφυγε το αληθώς ζην κι έχω φτάσει στο κακώς ζην! >>
Έτρεμε ολόκληρη. Ξανακοίταξε κάτω το βράχο, διέκρινε όσο μπορούσε τις κοφτερές μύτες του, την αγριότητά του και τη σκληρή και στυγνή όψη του. Και χωρίς αντίσταση, έγειρε μπροστά το κεφάλι και παρασύροντας μαζί και το υπόλοιπο σώμα της, βούτηξε στο κενό.
Σε λίγο ένας δυνατός γδούπος ακούστηκε και το κορμί της ανίκανο ν’ αντισταθεί στο σκληρό όγκο, έγινε κομμάτια.
= = =
Ο Βρανάς εκείνη τη στιγμή που έπεσε η Λίζα στο βράχο και σκοτώθηκε, ήταν στο κρεβάτι του υπογείου και φυλλομετρούσε ένα παλιό και κουρελιασμένο περιοδικό τέχνης και λογοτεχνίας που βρήκε ανάμεσα στα παλιά αντικείμενα της αποθήκης. Άκουσε το θόρυβο που έκανε το σώμα της Λίζας σαν έπεσε κάτω, αφού το κακό έγινε μπροστά από ένα μικρό παραθυράκι και πετάχτηκε πάνω ανήσυχος και φοβισμένος.
Επειδή όμως το υπόγειο δεν τον βοηθούσε να εξακριβώσει τι ακριβώς συνέβη, αναγκάστηκε να ανεβεί πάνω στην αποθήκη. Από εκεί μπόρεσε σαν κοίταξε από το παράθυρο να δει το νεκρό σώμα αλλά χωρίς να το γνωρίσει! Αποφάσισε να το πλησιάσει και έντρομος, περπάτησε στο διάδρομο κι από εκεί από την πίσω πόρτα βγήκε στο μέρος που βρισκόταν το άψυχο σώμα. Έσκυψε και το γνώρισε αμέσως. Μια άναρθρη κραυγή βγήκε από τα χείλη του, κάτι σαν στριγκιά και τα γόνατά του λύγισαν, τόσο που δύσκολα τον βαστούσαν όρθιο.
<< Πρέπει να κρατηθώ, όμως >> σκέφτηκε << να την πάρω από εδώ >> και γονάτισε, Άπλωσε ύστερα τα χέρια του, τη σήκωσε κι αργά- αργά τη μετέφερε μέσα στο εργαστήριο του Νικόλα. Εκεί κι ενώ βαστούσε ακόμη στα χέρια του το σώμα της Λίζας, είδε τα δυο νεκρά ξαπλωμένα σώματα και παραφρόνησε. Κι αφού άφησε κάτω το άψυχο σώμα της, λιποθύμησε και βρέθηκε ανάμεσα στα τρία νεκρά σώματα.
<< Τι κόλαση του Δάντη, είναι αυτό που αντικρίζω, Θεέ μου! >> αναφώνησε όταν συνήλθε και μέσα σε ψυχολογική υστερία προσπάθησε να σηκωθεί. Αλλά ένιωσε τέτοια αδυναμία που ξανάπεσε. Ανάσκελα τώρα ανάμεσα στα τρία πτώματα, συλλογιζόταν και πάλευε να ξεδιαλύνει τις αιτίες που οδήγησαν στους τρεις τούτους θανάτους. Άκρη δεν έβγαζε κι όσο περνούσε η ώρα ένας αδιόρατος φόβος μαζί με μια παράξενη αγωνία του έτρωγαν τα σωθικά και τον παρακινούσαν, να κάνει κάτι, να πάει κάπου, να ζητήσει ένα χέρι βοήθειας, μια κουβέντα παρηγοριάς, μια ψεύτικη ή αληθινή τέλος πάντων εξήγηση για τους τρεις νεκρούς που έβλεπε μπροστά του.
Κι εκεί που πάσχιζε χωμένος μέσα στα κομμάτια του μάρμαρου, τη σκόνη που απλωνόταν τριγύρω και τα ματωμένα κορμιά να βρει το δρόμο που θα τον οδηγούσε σε μια αχτίδα φωτός, θυμήθηκε το αστυνομικό τμήμα που χρόνια τώρα το έβλεπε λίγα μέτρα πιο πέρα απ’ το σπίτι του Νικόλα και το περιγελούσε ή το απόφευγε ακόμη και να το κοιτάζει σαν περνούσε από το δρόμο του.
<< Εκεί θα πάω, ψιθύρισε, δεν έχω άλλο δρόμο >> και σηκώθηκε.
= = =
Ο αστυνόμος που τον δέχτηκε έδειχνε νυσταγμένος κι όλο χασμουριόταν. Μεσήλικας με λίγα μαύρα ίσια μαλλιά, μαύρο μουστάκι και φακούς επαφής στα μάτια, γέλασε ειρωνικά σαν μπήκε μέσα και του έδειξε την καρέκλα να καθίσει με τόση νωχέλεια που τον εμπόδισε να σηκώσει το χέρι του. Περιέφερε για λίγο το πονηρό του βλέμμα πάνω στο Βρανά και τον ρώτησε με τη σκληρή και μπάσο φωνή του:
--- Τι συμβαίνει; Φαίνεσαι ταραγμένος; Βλέπω είσαι και γεμάτος αίματα! Σκότωσες;
--- Εγώ; Όχι!
--- Τότε; Ποιος;
--- Δεν ξέρω, αλλά στο εργαστήριο του γλύπτη Νικόλα είναι κάτω ξαπλωμένα τρία πτώματα!
--- Τι είπες; του έκανε τρομαγμένος ο αστυνόμος κι απόμεινε ασάλευτος.
--- Αυτό που ακούσατε!
--- Τρεις νεκροί στο εργαστήριο του γλύπτη;
--- Τρεις, ναι!
--- Ατύχημα, έγκλημα, αυτοκτονία; Τι απ’ όλα αυτά;
--- Πού να ξέρω! Για τη γυναίκα πρέπει να είναι αυτοκτονία! Τη βρήκα εγώ σκοτωμένη στο βράχο της αυλής της. Πρέπει να πήδησε από το παράθυρο.
--- Οι άλλοι δυο είναι άντρες;
--- Ναι!
--- Για πες μου τι ξέρεις για τη γυναίκα;
--- Θαρρώ όπως σας είπα, πως πρέπει να έπεσε από το παράθυρο.
--- Το υπέθεσες αυτό;
--- Ναι, υπόθεση κάνω. Γιατί στο διαμέρισμά της εκείνη τη στιγμή δεν ήταν κανένας άλλος. Ήταν ολομόναχη.
--- Κι εσύ πού ήσουν;
Φάνηκε να ξαφνιάστηκε απ’ αυτή την ερώτηση ο Βρανάς κι έδειξε να τα χάνει. << Αν πω, πως ήμουν κρυμμένος στο υπόγειο >> σκέφτηκε θα μπλέξω κι εγώ γι’ αυτό χρειάζεται να πω κάποιο ψέμα για να σωθώ. Κι αφού ο σκοπός αγιάζει τα μέσα, θα το κάνω >>.
Έτσι του απάντησε με προσποιητό ύφος:
--- Πού ήμουν; Περνούσα απέξω κι ακούγοντας το θόρυβο που έκανε το σώμα της σαν έπεσε, τους βόγκους και τις φωνές της, πήδησα τα κάγκελα του φράχτη και πήγα κοντά της. Ήταν όμως αργά γιατί τη βρήκα ήδη νεκρή.
--- Και ύστερα τι έκανες;
--- Τη μετέφερα μέσα στο σπίτι.
--- Τη μετέφερες; Και πώς μπήκες; Βρήκες την πόρτα ανοιχτή;
--- Ακούστε! Ακούστε! Η τρεμάμενη φωνή του Βρανά αντήχησε σαν χαλασμένη λατέρνα στ’ αυτιά του αστυνόμου. Θέλω να δώσετε προσοχή και να με πιστέψετε. Δε νιώθω και πολύ καλά μ’ αυτά που είδα, έχω παραισθήσεις και χάνω την αυτοκυριαρχία μου εδώ και αρκετή ώρα από τότε που αντίκρισα τα τρία πτώματα. Θα τα πω όμως όσο μπορώ καλύτερα, χωρίς ψέματα και κοντά στην αλήθεια γιατί δεν ήμουν κι αυτόπτης μάρτυρας των φόνων αλλά περαστικός που βρέθηκα κατά τύχη πλησίον.
Σαν λοιπόν είδα τη γυναίκα καρφωμένη πάνω στις μύτες του βράχου τη φορτώθηκα και κίνησα για την πόρτα. Περίμενα λίγο σαν έφτασα, φώναξα για να με ακούσει κάποιος που ήταν μέσα, αλλά μάταιος κόπος. Πλησίασα κι εγώ τότε την πόρτα και πήγα να χτυπήσω. Αλλά με έκπληξη διαπίστωσα πως ήταν μισάνοιχτη και πως μέσα βασίλευε νεκρική σιωπή και ησυχία. Υπήρχε όμως φως απ’ ότι μπόρεσα και είδα σαν έχωσα το κεφάλι μου στη χαραμάδα κι αυτό μ’ έκανε να αναθαρρήσω. Έτσι έσπρωξα την πόρτα και μπήκα μέσα. Τότε είδα και τα δυο αντρικά σώματα κάτω ξαπλωμένα και καταλαβαίνετε τι έγινε μέσα μου! Λιποθύμησα, μου γλίστρησε από τα χέρια το σώμα της γυναίκας κι εγώ βρέθηκα ανάμεσα στα τρία πτώματα! Τρόμαξα να συνέλθω από το σοκ που πέρασα και σαν βρήκα την ψυχραιμία μου, ήρθα κατευθείαν εδώ να σας τ’ αναφέρω.
<< Ποιος ξέρει πόσα πράγματα ξέρει αυτός ο άνθρωπος και μου τα κρύβει >> σκέφτηκε ο αστυνόμος. << Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου, άβυσσος το υποσυνείδητό του κι ακόμη άβυσσος και η λογική του αφού κι αυτή πολλές φορές γίνεται ανισόρροπη και παρανοϊκή >>.
Έτσι σαν τον κοίταξε με αιχμηρό βλέμμα τον ρώτησε:
--- Τους γνώριζες του νεκρούς;
--- Τους γνώριζα, δυστυχώς!
--- Είχες σχέσεις μαζί τους;
--- Είχα, ναι!
--- Τι είδους σχέσεις;
--- Καλλιτεχνικές! Να, ανήκαμε στον καλλιτεχνικό χώρο και σμίγαμε που και που και τα λέγαμε. Τα κοινά μας ενδιαφέροντα βλέπετε μας έφερναν κοντά.
--- Δηλαδή είσαστε, καλλιτέχνες; Ποιο αντικείμενο τότε της τέχνης υπηρετούσε ο καθένας σας;
--- Από τους δυο νεκρούς άντρες ο Νικόλας ήταν γλύπτης και ο Στέφανος συγγραφέας. Η γυναίκα η αδερφή του Νικόλα, ήταν μουσικός.
--- Εσύ; Εσύ τι είσαι;
--- Εγώ είμαι κριτικός λογοτεχνίας και δημοσιογράφος σε εφημερίδα.
--- Και σμίγατε όπως είπες και τα λέγατε;
--- Ε, ναι!
--- Αυτοί οι δυο πώς λες να έχασαν τη ζωή τους;
--- Δεν ξέρω αλλά και τα δυο πτώματα είναι χτυπημένα με κάποιο βαρύ αντικείμενο. Σφυρί, σίδερο ή μάρμαρο. Αυτό κατάλαβα.
--- Τότε θα είναι έγκλημα! Κάποιος πήγε φαίνεται να τους ληστέψει και τους σκότωσε! Τι άλλο μπορεί να έγινε;
--- Τι άλλο! ψέλλισε ο Βρανάς και φάνηκε να τον κυριεύει μια έντονη ταραχή.
Το πρόσεξε ο αστυνόμος, τον κοίταξε με λοξό βλέμμα και χίλιες σκέψεις πέρασαν απ’ το μυαλό του. << Τι άλλο μπορεί να ξέρει τούτος ο άνθρωπος μονολόγησε και μου το κρύβει; Κι αν δεν το ξέρει με το νι και με το σίγμα, ξέρει όμως κάτι, το κλειδί θα έλεγα αυτών των φόνων κι όμως φοβάται την αλήθεια και είναι έτοιμος κιόλας να ορκιστεί και να υπερασπιστεί το ψέμα. Γιατί; >>
--- Σε βλέπω λίγο χλωμό και μου φαίνεται σαν να τρέμεις, του είπε με μια μελαγχολική διάθεση κι έδειξε να αγριεύει. Μήπως μου κρύβεις κάτι;
Προσπάθησε να κρατήσει την ψυχραιμία του όσο μπορούσε ο Βρανάς κι αφού το πέτυχε του αποκρίθηκε σχεδόν ψιθυριστά:
--- Σας λέω την αλήθεια κι ότι είδα!
--- Δε φτάνει όμως αυτό!
--- Τι άλλο θέλετε;
--- Να μου πείτε κι ό,τι άλλο ξέρετε γι’ αυτούς τους νεκρούς ανθρώπους.
--- Δεν μπορώ να πω αυτή τη στιγμή δεν είμαι καλά! αναφώνησε με άθλια διάθεση και κράτησε και με τα δυο του χέρια το κεφάλι του. Έχω δυνατό πονοκέφαλο στα μελίγγια μου και πάει να σπάσει το κεφάλι μου.
Και σαν ένιωσε πως θα ήταν σημαντική για την έκβαση της υπόθεσης η καθαρή αλήθεια κι όχι καμουφλαρισμένη όπως την αποκάλυψε, πρόσθεσε με μια ιδιαίτερη έμφαση στη φωνή του:
--- Αύριο σαν είμαι καλύτερα θα σας πω ό,τι θέλετε!
Η εκτίμηση τώρα για το πρόσωπό του στα μάτια του αστυνόμου φάνηκε να πήρε θέση. Έτσι του είπε με μια ξάστερη φωνή:
--- Να λοιπόν που ξέρεις πολλά!
--- Η ζωή μου ήταν δεμένη μαζί τους! Και με τους τρεις! Μπορώ να μην ξέρω!
--- Τότε πες κάτι, πες! Θα βοηθήσει αυτό πολύ το ανακριτικό έργο.
--- Σας είπα. Συναντιόμαστε κι εκεί αναπόφευκτα μπαίναμε ο ένας στην ψυχή του άλλου, λέγαμε τα μυστικά μας και τα προσωπικά μας και δίναμε στον όρο ζωή το περιεχόμενο που του πρέπει.
--- Αφού είσαστε όπως λες τόσο κοντά ο ένας στον άλλο θα ήξερες και τις αναζητήσεις τους.
--- Ναι, τις ήξερα.
--- Και τα πάθη τους;
--- Και ποιος δεν έχει;
--- Ναι, αλλά γι’ αυτούς μιλάμε τώρα.
--- Και να είχαν τι; Το μίσος, η εκδίκηση, η ζήλια, η απληστία, η φιλοδοξία, ο έρωτας, τα πάθη κι ό,τι άλλο, το ξέρεις καλά πως συνθέτουν το προσωπείο της ζωής και βρίσκεται πέρα και έξω από τη λογική.
--- Και διαφθείρουν τον άνθρωπο θέλεις να πεις;
--- Τον φθείρουν, ναι!
--- Και προσφεύγει σε πράξης βίας;
--- Ναι, είναι αναπάντεχο αυτό.
--- Είναι!
--- Άρα το λογικό είναι παράλογο και μαρτυράει παθογένεια του ξεπεσμένου βίου.
--- Κι όλα αυτά γιατί η ζωή μας φέρνει ρήγματα και μάλιστα τραγικά, μας φέρνει απάτες, διάψευση των ονείρων και των οραμάτων μας και τραυματίζει το Εγώ μας και την εμπειρία μας.
--- Και το έγκλημα καραδοκεί!
--- Βεβαίως! Έκλεισε το διάλογο ο αστυνόμος και φάνηκε σκεπτικός.
Το μεγάλο στρογγυλό ρολόι πάνω απ’ το κεφάλι του αστυνόμου που κρεμόταν, έδειχνε τους λεπτοδείχτες να πλησιάζουν πέντε το πρωί. Το κοίταξε σαν έστρεψε τα μάτια του, τρεμόπαιξε αμήχανα τα χέρια του κι έσφιξε με δυσαρέσκεια τα χείλη. Έξω η ησυχία απλωνόταν ακόμα και μόνο κάπου - κάπου μερικές σκιές περνούσαν απ’ το παράθυρο και ύστερα χάνονταν. Και στο μικρό άλσος πιο πέρα η ίδια σιωπή. Μόνο που αυτή ήταν νεκρική και σου προξενούσε φόβο.
Σηκώθηκε ο αστυνόμος, πήρε το σακάκι του από την κρεμάστρα και το φόρεσε. Άπλωσε ύστερα νωχελικά το δεξί του χέρι του κι αφού έπιασε το καπέλο του και το φόρεσε άρχισε να κουμπώνεται αργά- αργά κοιτάζοντας με κάποια ανησυχία το Βρανά. Έσκυψε μετά μπροστά από το συρτάρι του γραφείου του κι αφού το άνοιξε πήρε από μέσα το περίστροφο και τις σφαίρες. Και σαν το γέμισε, και το ασφάλισε, το έβαλε στη θήκη της ζώνη του. Περπάτησε αμέσως ως την πόρτα κι αφού την άνοιξε και περίμενε λίγο μέχρι να σηκωθεί ο Βρανάς, του είπε με μια έντονη ψυχρότητα:
--- Πάμε να δούμε τα πτώματα! Και μαζί τους να μάθουμε για τη ζωή τους και την τραγική ρωγμή της που περπατούσε σ’ αυτή πριν τη χάσουν! Σ’ αυτό θα μας βοηθήσεις κι εσύ!
ΤΕΛΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου